Και να, είκοσι αιώνων και βάλε, συμβατικά χρονολογούμενος ο Άχρονος. Συνάξεις επί συνάξεων ιδιάζουσες, οχλαγωγίες και ιαχές νεοφανών Σταυροφόρων, πρόλογοι επιλογικοί, λόγοι παρα-λογικοί... Λόγος για το Υ π έ ρ λ ο γ ο ν, ουδείς... Θα μπορούσε κάλλιστα Εκείνος, σχολιάζοντας όλ' αυτά τα (δήθεν) τεκταινόμενα, να μουρμουρίσει περίλυπος το γνώριμό μας ασμάτιο: "Φοβάμαι όλ' αυτά, που θα γίνουν για μένα, χωρίς εμένα"...
Καθώς ανεβαίνουμε ήδη τα σκαλιά της νέας χιλιετίας, η αλάνθαστη μέθοδος της α υ τ ο μ ε μ ψ ί α ς, η ευθύτατη οδός της Α λ ή θ ε ι α ς (ως μ η - λ ή θ η ς και ν ί κ η ς κατά κράτος του Θ α ν ά τ ο υ) είναι σαφώς η ασφαλέστερη και ειλικρινέστερη. Άλλωστε, κατά τον Ελύτη "η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται". Στην αιχμή, αν προτιμάτε, στροφή λοιπόν, και της δικής μου (ελλειμματικής και ανάξιας) προσωπικής διακονίας, δεν αντέχω πια τις τεθλασμένες μιας καθωσπρέπει, ευσεβοφανούς, μα ατελέσφορης σιγής και τολμώ απ’ το κελλάκι μου εδώ μακριά, σ’ ένα μικρό και άσημο χωριό στην νοτιοδυτική άκρη της ενταύθα πατρίδας, να τα πω κι ας πεθάνω, ελπίζοντας αταλάντευτα, ακόμη κι ακόμη, στην "μικράν ζύμην", η οποία είναι -πιστεύω- ικανή να μεταβάλει εντέλει "όλον το φύραμα".
Ως ένας εσμός, μια σύναξη συμπλεγματικών α-προσωπικοτήτων εμφανιζόμαστε, αγαπητοί, οι οποίοι, ευκαίρως ακαίρως και προς το συμφέρον μας, ιδιοποιούμαστε τ' όνομά Του το τιμιότατο "επί ματαίω", ά-φιλοι και ά-φυλοι εν πολλοίς, δίχως καν υποψία και ίχνος φ ό β ο υ. Ενός φόβου έτσι κι αλλιώς λυτρωτικού, μια και είναι ευνόητο, ότι δι' αυτού ο άνθρωπος επανεξετάζει τη στάση του έναντι παντός κινδύνου, κρατάει απόσταση ασφαλείας, συσπειρώνει δυνάμεις και πασχίζει για την Ανάσταση, με πάσα έννοια.
Δίχως φ ό β ο, λοιπόν... Όχι, ασφαλώς, επειδή εμπεδώσαμε ήδη, ότι "η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον", αλλ’ απλούστατα, δεν έχουμε τον... Θεό μας. Το αρχείο των συμπλεγμάτων μας πολυσέλιδο έως γαργαλιστικό. "Και διηγώντας τα να κλαις", κατά Σολωμόν. Τι όνειρα και χάρτινες φιλοδοξίες - ασπιρίνες χρυσωμένες, σε "καταφύγια ιδεών", σεσαθρωμένα προ πολλού... Τι "του βίου ναυαγοί" αναρριχόμαστε όπως-όπως και "αλλαχόθεν" στην κενότητα ενός (αντορθόδοξου) θρησκειότροπου φολκλόρ και την λαμπιρίζουσα ματαιότητα των οφικίων... Τέτοια, λοιπόν, έκρηξη μασκομανίας!... Τέτοιος έρως πια για τ’ ανούσια!... Σ’ έναν κόσμο μάλιστα, που δια-δικτυώνεται ολοένα, που κλονίζεται κλωνοποιούμενος, ιχνογραφώντας εν τω μεταξύ το δύσμοιρό του DΝΑ, αλλά ταυτόχρονα δεν παύει νάχει μονίμως καβαλήσει ετσιθελικά επί του τραχήλου των εσχάτης (για τους άφρονες αυτούς) κατηγορίας συν-ανθρώπων, κατά τρόπο διαρκώς ιμπεριαλιστικό έως και φασιστικό. Ενώ ..."ημείς άδομεν". Παρένθεση: Ο λαός μας έδώ θα μουρμούριζε κάποιες ευστοχότατες, πλην αθυρόστομες, παροιμίες, μα (ευτυχώς) κωλύομαι, λόγω των ημετέρων συμπλεγμάτων.
Τον γ ν ω ρ ί ζ ο υ μ ε ("μάλλον δε γνωσθέντες υπ’ αυτού") -πόσο να πούμε;- τριάντα, πενήντα, άντε ογδόντα χρονάκια ο καθείς μας. Ή, καλύτερα, έ χ ο υ μ ε α κ ο ύ σ ε ι πολλά και διάφορα γι' Αυτόν. Ή, ακριβέστερα, φ λ υ α ρ ο ύ μ ε γι’ Αυτόν μεγαλόφωνα, μεγαλόστομα, φανατισμένα έως άκρας μισαλλοδοξίας, δίχως μάλιστα την άδειά Του, αυτόκλητοι συνήθως πρεσβευτές Του, μια και το προαπαιτούμενο δίπολο κλίση και κλήση έχει προ πολλού (και τεχνηέντως) μπει στην άκρη των μεριμνών μας. Και τι έγινε, αν εμείς, κατά την παραπάνω μέθοδο, αυτοανακηρυσσόμαστε ομφαλός των αιώνων; Σταγόνα στον βαθύ ωκεανό. Στιγμιαία μπουρμπουλήθρα ή μάλλον, μηδέν επί μηδέν... Κι όμως... Παλληκαρίζουμε οι ανόητοι, νταήδες για γέλια σε ξένον αχυρώνα, λογαριάζουμε -δυνάστες κι εξουσιαστές εφήμεροι- χωρίς τον Ξενοδόχο, αθλητές ντοπαρισμένοι σε μιαν ελεύθερη πτώση στο χάος του Απείρου και της Αιωνιότητας, δίχως πια την π α ρ α μ υ θ ί α της Π ρ ό ν ο ι α ς και της Α γ ά π η ς Του, δίχως πια την προοπτική της Δ ι ά ρ κ ε ι α ς πλάι Του. Τον ξαναπροδίδουμε αυτοπροδιδόμενοι, αλίμονο, και το χειρότερο: Το ευχαριστιόμαστε, επαιρόμενοι συχνότατα προς τούτο. Με μια παράδοξη μάλιστα αποστασιοποίηση από την παραδοχή της ήττας τού Θανάτου (του κάθε λογής και απόχρωσης θανάτου) δι' Εκείνου, παραμένουμε αμετανόητα off από τον συγκλονισμό της Ανάστασης, "τραγικοί απατημένοι απατεώνες", κατά την διατύπωση μακαριστού σήμερα δασκάλου. Όσο για τα έ σ χ α τ α, επαναπαυόμαστε νωχελικότατα, είτε σε μιαν ιδιότροπη (παρ)ερμηνεία τού "δος ημίν σήμερον", είτε (στην καλύτερη των περιπτώσεων) στην έκτακτη και για χάρη μας ευαισθητοποίηση του ε λ έ ο υ ς Του και πάλι, καταλήγοντας να υιοθετούμε υστερόβουλα μια νεόκοπη έκδοση της περί "αποκαταστάσεως των πάντων" θεωρίας.
Πού ο φόβος και το δέος, η αιδώς έστω; Πού η νοσταλγία της απωλεσμένης πατρίδας, του καταργημένου πολιτεύματος; Πού η μεταμόρφωση των παθών, το εκκαθαριστικό των λαθών και των πτώσεων; Πού, άραγε, η άσκηση στον ησυχασμό, στην καρδιακή προσευχή, στην μεταβολή του νοός, στην υποδοχή του ό π ο ι ο υ Άλλου ως αδελφού; Πού η συγνώμη και η απάθεια, η Χάρη και η Χαρά; Πού η γονυκλισία του νου και η ζύμωση δακρύων καυτών για το πρόσφορο της ερχόμενης Κυριακής; Πού η "μνήμη θανάτου" και η διδακτική εξάλλου με τους νεκρούς μας συναναστροφή; Πού η σώζουσα εντέλει μεγαλοπρέπεια της απλότητας; Έννοιες και λέξεις όλα ετούτα-καραμέλες ολοένα για την "μεγαλειότητα" της κληρικής μας "αυθεντίας", μα να παραμένουμε στο τέλος αγλύκαντοι; Να μεταχειριζόμαστε τη ζέση του Φωτός και μάλιστα του Ακτίστου, μα στην ουσία να τουρτουρίζουμε, αν δεν τσουρουφλιζόμαστε; Ν’ αντλούμε "ζωντανό νερό" για τους λοιπούς όλους, μα ν’ αφυδατωνόμαστε ολοένα μακρόθεν; Τόση πια σκληροκαρδία και διψυχία; Πώρωση, φίλε μου, πώρωση...
Παρ’ όλ’ αυτά, δεν παύω ν' αποτείνομαι σ’ Εσέ. Που επιδέξια μού οδηγείς το αδέξιο δεξί μου χέρι χαράματα να Σε λογχίζω· να Σε μελίζω αργότερα· να συσσωματώνομαι ύστερα μ’ Εσέ αγαπητικά· να μην κατέχω τίποτα για να Σού αντιπροσφέρω, μονάχα τα δικά Σου απ' τα δικά Σου· να μιλώ και να ξέρεις το ψέμα μου· να σιωπώ και να ιδρύεις Εσύ στίχο-στίχο το επόμενο ποίημα εντός μου.
Γι' αυτό αποτείνομαι σ’ Εσέ! Γιατί όπου θέλεις κι όταν θέλεις κι όπως ξέρεις, οικονομείς τα πράγματα, ανακατώνεις παντεπίσημα τ’ ανθρώπινα, τα μόνιμα και τα σαφή, πιάνεις την Ιστορία απ' το μαλλί και της δίνεις να καταλάβει! Γι' αυτό ελπίζω ακόμη!... Γιατί
Γι' αυτό αποτείνομαι σ’ Εσέ! Γιατί όπου θέλεις κι όταν θέλεις κι όπως ξέρεις, οικονομείς τα πράγματα, ανακατώνεις παντεπίσημα τ’ ανθρώπινα, τα μόνιμα και τα σαφή, πιάνεις την Ιστορία απ' το μαλλί και της δίνεις να καταλάβει! Γι' αυτό ελπίζω ακόμη!... Γιατί
* υποστασιάζεσαι ως ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος και ο Δήμαρχος Καρρέρ. Ζάκυνθος επί Κατοχής. Να τους επιβάλει ο Γερμανός Διοικητής να συντάξουνε, λέει, κατάλογο πλήρη των εβραϊκών οικογενειών του νησιού. Κι εκείνοι εντέλει, ν' αναγράφουν φαρδιά πλατιά στην αναφορά τα δικά τους μονάχα τα ονόματα!!!
* υποστασιάζεσαι ως ο "Παπούλης" μας, ο παπα Νιόνιος. Πράος, γλυκός και αγράμματος, να γνωρίζει απέξω την Καινή, να χειρίζεται την Αγάπη - γλώσσα μητρική του, νάχει πανεύκολα τα δάκρυα με το παραμικρό και να επιθυμεί, όταν του Ταξιδιού θαρχόταν η ώρα, όχι "άπασαν" την ιερατική του στολή, μα ένα μόνο πετραχήλι.
-Μα, Γέροντά μου, θάχει εκεί Συλλείτουργο, θα λάβεις μέρος και συ!...
-Ω, παιδάκι μου, ας αξιωνόμουνα του Παραδείσου κι ας μην ελάβαινα μέρος. Έτσι, με το πετραχηλάκι μου, ας μου δώσουνε σε μιαν άκρη να μοιράζω τ’ αντίδωρο και τίποτ’ άλλο...
* υποστασιάζεσαι ως η Κακή της γειτονιάς, η ανύπαντρη και καταρούσα, χιλιοβασανισμένη από μικρή και νύχτα-μέρα κλαίουσα (;), άρρωστη αγιάτρευτα ύστερα... Και λίγο πριν το τέλος:
-Είχες και μέρες στη ζωή σου καλές;
-Μονάχα όταν κοινώναγα!..., ομολογεί και πάντα κλαίει.
* υποστασιάζεσαι ως η κυρα Λένη, που μεριμνά περίσεμνη για το πάντοτε πρόσφορο, τις ευώδεις μερτούλες στο Κόνισμα της Παναγιάς και σαν ήσκιος η ίδια -ένα με το ύστερο σκοτάδι του πρωγιού- τηρεί το Καντηλάκι Της ακοίμητο, ανύστακτη και κείνη, ή εκτάκτως λιβανίζοντας τις πόρτες των γειτόνων.
* υποστασιάζεσαι ως πετροβολημένος συν-αδελφός κάτω απ' το πετραχήλι μου, να προσθέτει στάλα στάλα νεότητα έκτακτη στα γηρατειά του, να γδύνεται μπροστά μου τολμηρότατος απ' τον ολόκορμο "δερμάτινο χιτώνα" που φορούσε, και να λάμπει στο εξής ωραίος και αρυτίδωτος πια!!!
Γιατ’ είσαι Εσύ πίσω απ' το Ποίημα, στους παρακάτω στίχους (έκφραση αγνωστικισμού θα ισχυρισθούν οι θεολογούντες, μα ποιος τους λογαριάζει πια;), όταν κηρύσσει στεντορεία τη φωνή ο Ελύτης:
"Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει."
ή
"Μόνο μια λάμψη ο άνθρωπος· κι αν είδες, είδες."
ή
"Αν είναι να πεθάνεις πέθανε
αλλά κοίτα να γίνεις
ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη."
Γιατ' είσαι Εσύ, το Αίτιο το Ποιητικό πίσω από τους "φωνήεντες στεναγμούς", τα εύχυμα τα στιχηρά (ως το κόκαλο) του π. Βασιλείου Θερμού, όταν παραδέχεται:
«Σε ονομάζουμε "ο βασιλεύς της δόξης"
Όταν όμως προχθές "ενδεδυμένον άπασαν"
Όταν όμως προχθές "ενδεδυμένον άπασαν"
μπροστά στην Αγία Τράπεζα
μού πρότεινες "αλλάζουμε;"
κόντεψα να λιποθυμήσω.»
ή το "Εύλογο"
"Πώς να μην πεθάνης νέος, Κύριε;
Αφού τις νύχτες, κατάκοπος
μετά τις πορείες ξαγρυπνούσες
να κεντήσης τις ιερατικές μας στολές."
ή το έξοχο εκείνο
"Ξέρεις μόνο γιατί ελπίζω;
Γιατί δέχτηκες να κάμης Αίμα Σου
την χθεσινή μαυροδάφνη με τα συντηρητικά". -
[Περιοδικό ΔΙΑΒΑΣΗ, τεύχ. 47 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2004) 3-6]
2 σχόλια:
Καταπληκτικό το εγκώμιον.
Πόσο δύσκολα απλή πρέπει να είναι η ζωή μας, για να μπορούμε να ελπίζουμε "επειδή Εκείνος έκανε αίμα του τη χθεσινή Δάφνη με τα συντηρητικά".
Παύλος Φουρνογεράκης
poion telika endynamonei h apodynamosh? allous skopima se koinwniko epipedo kai allous ston pneumatiko KOSMO.
Δημοσίευση σχολίου