[Οκτώ ποιήματα από την ποιητική συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου, Πού είναι τα πουλιά; εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2004]
Η ΛΕΞΗ
Τυφλός από χρόνια
πάλευε μ' ενα μαύρο κάρβουνο
να γράψει μια λέξη
πάνω στο απόλυτο σκοτάδι.
Καμιά γραφή και καμιά φωνή
δε θα μπορούσε ν' αποδώσει
το φριχτό νόημά της.
Δε βρισκόταν σε κανένα λεξικό.
Στ' όνειρό του την έβλεπε
αχνά χαραγμένη
μέσα σε σπήλαιο ανερεύνητο
και φοβόταν πως οι άνθρωποι
κάποτε θα την ανακαλύψουν.
Ο ίδιος ουδέποτε τόλμησε να την προφέρει.
Μήτε ήξερε γιατί βασανιζόταν
να γράψει αυτή τη λέξη.
Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΚΑΜΑΡΗ
Η πλάτη μιας γυναίκας
η ωραία πλάτη μιας όμορφης γυναίκας
η μισοφωτισμένη πλάτη
μιας γυμνής γυναίκας στον καθρέφτη.
Το πρόσωπό της ακαθόριστο προς εμένα
και στο σκοτάδι του καθρέφτη
η νύχτα και η κάμαρη.
ΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ
Η σκάλα που ανεβήκαμε μια νύχτα στο σκοτάδι
ο έρημος διάδρομος κι η σιωπή
το άγνωστο διαμέρισμα που μπαίναμε πρώτη φορά
- μάς είχαν δώσει το κλειδί -
κι ο έρωτας κρυφά για λίγες ώρες.
Μετά από τόσα χρόνια, τόσες κατεδαφίσεις
ακόμη ψάχνω να βρω
πού ήταν εκείνο το σπίτι.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Άξαφνα είδε στον ουρανό
μια μεγάλη μαύρη ακρίδα
να χώνεται γρήγορα
στην καρδιά του ήλιου
κι η Γη σκοτείνιασε.
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ;
Στον Μιχάλη Πιερή
Πού είναι τα πουλιά;
Ατσάραντοι και λιάροι κι' αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια και σβουρίτζια και σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;
Πού είναι ο κοκκινολαίμης;
Πού είναι τα παπιά;
Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;
Πού είναι ο Μολοχτός κι' ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι ο Καλαμοκανάς;
Πού είναι οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι' οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι' οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι' οι χαλκοκουρούνες;
Πού είναιο μπούφος ο χουχουλόγιωργας κι' ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι' ο καράπαπας;
Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;
Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;
Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;
Η ΓΚΡΙΖΑ ΜΠΛΟΥΖΑ
Η γκρίζα μπλούζα που μού χάρισαν
που μού την έφεραν από την Πράγα
έχει μια στάμπα στο στήθος
γράφει τ' όνομά σου, Φραντς Κάφκα.
Μια μπλούζα της αράδας
για κουλτουριάρηδες τουρίστες.
Όμως μ' αρέσει κάποτε να τη φορώ κατάσαρκα
σαν είμαι μόνος.
Είναι το γκρίζο που μού πάει.
Γκρίζο της θλίψης και της ερημιάς
που τόσο ένιωθες Εσύ.
Στον Μιχάλη Πιερή
Πού είναι τα πουλιά;
Ατσάραντοι και λιάροι κι' αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια και σβουρίτζια και σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;
Πού είναι ο κοκκινολαίμης;
Πού είναι τα παπιά;
Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;
Πού είναι ο Μολοχτός κι' ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι ο Καλαμοκανάς;
Πού είναι οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι' οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι' οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι' οι χαλκοκουρούνες;
Πού είναιο μπούφος ο χουχουλόγιωργας κι' ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι' ο καράπαπας;
Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;
Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;
Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;
Η ΓΚΡΙΖΑ ΜΠΛΟΥΖΑ
Η γκρίζα μπλούζα που μού χάρισαν
που μού την έφεραν από την Πράγα
έχει μια στάμπα στο στήθος
γράφει τ' όνομά σου, Φραντς Κάφκα.
Μια μπλούζα της αράδας
για κουλτουριάρηδες τουρίστες.
Όμως μ' αρέσει κάποτε να τη φορώ κατάσαρκα
σαν είμαι μόνος.
Είναι το γκρίζο που μού πάει.
Γκρίζο της θλίψης και της ερημιάς
που τόσο ένιωθες Εσύ.
ΤΟ ΑΛΟΓΟ
Σαν να ήταν στ' όνειρό του
όταν ήτανε παιδί
"Τό βρες τ' άλογο" του λέγαν
οι μεγάλοι κι οι μικροί.
Τ' άλογό του, τ' άλογό του
που ακόμη το γυρεύει
σαν να ήταν στ' όνειρό του.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ
Αυτός που γράφει το ποίημα
κι εκείνος που θα το διαβάσει
μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο
με κάποιον άλλο που το ονειρεύτηκε.
Μέσα στο ποίημα βέβαια
έχουν χαθεί κι οι τρεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου