Σιωπητήριο χιονιού. 134 Χαϊκού
εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005
ΔΕΙΠΝΟΣ ΜΕ ΦΡΑΓΚΟΣΤΑΦΥΛΑ
Άραγες πού θα 'μαστε όταν νυχτώσει;
ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ
Φραγκοστάφυλα.
Νυγμός θλίψης. Μοναξιά.
Ποιος θα δειπνήσει;
Αγόγγυστη γη.
Νυσταγμός νικημένος.
Στο δείπνο καρποί.
Μήλα στο κρασί.
Πυρωμένα ψωμάκια.
Θα φτάσουν τάχα;
Τη νύχτα βγήκαν
οι πάπιες με κλάματα
στο ποταμάκι.
Των παλιών οσμή
ημερών στο ταβάνι
μέσα στους ρόζους.
Κάμαρη άδεια.
Το χθεσινό της βήμα
στοίχειωσε κούφιο.
Σε ποιον αγέρα
το σώμα σου δέθηκε
κι ήρθες με φύλλα;
Ποια φλέβα φέρνει
το λυπημένο αίμα
στον κρόταφό σου;
Στα νύχια σου αριά
προβατάκια βοσκάνε
κι ούτ’ ένας βοσκός.
Ξέρεις τα λόγια
που με σκοτώνουν πάντα
κι όλο τ’ αγγίζεις.
Χρυσό κυδώνι
το μέτωπό σου λάμπει
μπροστά στο τζάκι.
Θηλή της νύχτας.
Στης ρεβιθιάς το άνθος
φώναξα: «χαίρε!»
Θλίψη στο σπίτι.
Ελλοχεύουσες μνήμες.
Μπήκα και βγήκα.
«Να μην κοιμηθείς»,
προστάζει στον πλάτανο
το σαλιγκάρι.
Μόνο με ποτό
διπλό θα σού ξεφύγω
άλαλη νύχτα.
Μικρό τσακάλι
το ρύγχος του βυθίζει
μες στο φεγγάρι.
Εγώ κι ο φλοίσβος
ονειροδέκτες μόνο
δίχως μια στέγη.
Η γριά νύχτα
κι οι ψίθυροι των φύλλων
με κατέβαλαν.
Κανείς δεν ήρθε.
Χέρια τ’ ανέμου μόνο
ψάχνουν την πόρτα.
Ζεστό μου σπίτι
απ’ τα παράθυρά σου
διώξε τον φόβο.
Στη σκέψη μου να
τα δορυφορούμενα
λόγια της θλίψης.
Περσινές φωνές
στον τηλεφωνητή σου
βρήκα μονάχα.
Μόνος στο σπίτι.
Καλύτερα από μόνος
έξω στον κόσμο.
Τι νωθρή βροχή;
στα κεραμίδια στάλες,
να, μετρημένες.
Ρήγμα της μνήμης
αλώνει τη νύστα μου:
οσμή σταφυλιών.
Κάθισα κάτω
από το βάρος τόσων
κρυφών στεναγμών.
Άσπρα σταφύλια
στην εκλεκτής τα χέρια –
κόκκινα νύχια.
Φίλα με πάλι
και μην ακούς της νύχτας
τ’ άδεια κοχύλια.
Σ’ εσένα πέφτω –
στο μυστικό σου φέγγος –
κι έλεος βρίσκω.
ΔΕΙΠΝΟΣ ΜΕ ΦΡΑΓΚΟΣΤΑΦΥΛΑ
Άραγες πού θα 'μαστε όταν νυχτώσει;
ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ
Φραγκοστάφυλα.
Νυγμός θλίψης. Μοναξιά.
Ποιος θα δειπνήσει;
Αγόγγυστη γη.
Νυσταγμός νικημένος.
Στο δείπνο καρποί.
Μήλα στο κρασί.
Πυρωμένα ψωμάκια.
Θα φτάσουν τάχα;
Τη νύχτα βγήκαν
οι πάπιες με κλάματα
στο ποταμάκι.
Των παλιών οσμή
ημερών στο ταβάνι
μέσα στους ρόζους.
Κάμαρη άδεια.
Το χθεσινό της βήμα
στοίχειωσε κούφιο.
Σε ποιον αγέρα
το σώμα σου δέθηκε
κι ήρθες με φύλλα;
Ποια φλέβα φέρνει
το λυπημένο αίμα
στον κρόταφό σου;
Στα νύχια σου αριά
προβατάκια βοσκάνε
κι ούτ’ ένας βοσκός.
Ξέρεις τα λόγια
που με σκοτώνουν πάντα
κι όλο τ’ αγγίζεις.
Χρυσό κυδώνι
το μέτωπό σου λάμπει
μπροστά στο τζάκι.
Θηλή της νύχτας.
Στης ρεβιθιάς το άνθος
φώναξα: «χαίρε!»
Θλίψη στο σπίτι.
Ελλοχεύουσες μνήμες.
Μπήκα και βγήκα.
«Να μην κοιμηθείς»,
προστάζει στον πλάτανο
το σαλιγκάρι.
Μόνο με ποτό
διπλό θα σού ξεφύγω
άλαλη νύχτα.
Μικρό τσακάλι
το ρύγχος του βυθίζει
μες στο φεγγάρι.
Εγώ κι ο φλοίσβος
ονειροδέκτες μόνο
δίχως μια στέγη.
Η γριά νύχτα
κι οι ψίθυροι των φύλλων
με κατέβαλαν.
Κανείς δεν ήρθε.
Χέρια τ’ ανέμου μόνο
ψάχνουν την πόρτα.
Ζεστό μου σπίτι
απ’ τα παράθυρά σου
διώξε τον φόβο.
Στη σκέψη μου να
τα δορυφορούμενα
λόγια της θλίψης.
Περσινές φωνές
στον τηλεφωνητή σου
βρήκα μονάχα.
Μόνος στο σπίτι.
Καλύτερα από μόνος
έξω στον κόσμο.
Τι νωθρή βροχή;
στα κεραμίδια στάλες,
να, μετρημένες.
Ρήγμα της μνήμης
αλώνει τη νύστα μου:
οσμή σταφυλιών.
Κάθισα κάτω
από το βάρος τόσων
κρυφών στεναγμών.
Άσπρα σταφύλια
στην εκλεκτής τα χέρια –
κόκκινα νύχια.
Φίλα με πάλι
και μην ακούς της νύχτας
τ’ άδεια κοχύλια.
Σ’ εσένα πέφτω –
στο μυστικό σου φέγγος –
κι έλεος βρίσκω.
Τα μνήστρα της Αβύσσου
εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2003
ΜΟΝΑΞΙΑ
Μοναξιά, είπε το πουλί ραμφίζοντας
τα περαστικά στενάγματα του αγέρα.
Μοναξιά, είπε το νοτισμένο βρύο
πίνοντας τις αργές σταγόνες της βροχής.
Μοναξιά, αντιλάλησε και το δάσος
πνιγμένο στη σκοτεινή πυκνότητά του,
και η κοιλότητα της ψυχής – αντιλάλησε: μοναξιά
και η γυμνότητα του ποταμού – αντιφώνησε: μοναξιά
και η αρχαία δίψα – υπονόησε: μοναξιά,
μόνο μοναξιά· (όλα καταστάλαζαν
σ’ αυτή τη μαύρη πνιγηρή φωλιά).
Κι εγώ πού ήμουν;
Πού ήμουν εγώ και δεν είπα τίποτα;
Τι ήμουν εγώ και δεν με στέγαζε η λέξη;
Ή ήμουν η λέξη που στέγαζε τα πάντα;
Μέλιγος, 6.7.1999
ΜΟΝΑΞΙΑ
Μοναξιά, είπε το πουλί ραμφίζοντας
τα περαστικά στενάγματα του αγέρα.
Μοναξιά, είπε το νοτισμένο βρύο
πίνοντας τις αργές σταγόνες της βροχής.
Μοναξιά, αντιλάλησε και το δάσος
πνιγμένο στη σκοτεινή πυκνότητά του,
και η κοιλότητα της ψυχής – αντιλάλησε: μοναξιά
και η γυμνότητα του ποταμού – αντιφώνησε: μοναξιά
και η αρχαία δίψα – υπονόησε: μοναξιά,
μόνο μοναξιά· (όλα καταστάλαζαν
σ’ αυτή τη μαύρη πνιγηρή φωλιά).
Κι εγώ πού ήμουν;
Πού ήμουν εγώ και δεν είπα τίποτα;
Τι ήμουν εγώ και δεν με στέγαζε η λέξη;
Ή ήμουν η λέξη που στέγαζε τα πάντα;
Μέλιγος, 6.7.1999
ΚΑΙΓΟΝΤΑΣ ΦΥΛΛΑ
Καίγοντας φθινοπωρινά φύλλα
Προτρέπω σιωπηλός
Τη δίχως ακοή ανθρωπότητα:
Μ’ έναν απλό καλό λόγο
Μ’ έναν απλό και ουσιώδη λόγο
Υπέρ του ολίγου και της συγκατάβασης
Ν’ αφήσουμε τον κόσμο
προτού σαν φύλλα
Κι εμείς καούμε
Και γίνουμε σιωπή της στάχτης –
Προτού το καθαρτήριο ανώφελα δουλέψει.
Μέλιγος, 25.3.2002
ΟΝΕΙΡΑ
Όχι, δεν θέλω όνειρα, έλεγε με παράπονο ο πατέρας μου. Γιατί και μες στα όνειρα είμαι δυστυχής. Και μες στα όνειρα είμαι κουρασμένος. Άλλωστε τα όνειρα είναι όπως και τα λουλούδια. Με διαλεγμένο χώμα και συχνό νερό ανθίζουν κι αστραποβολούν στον κήπο. Μα από έδαφος λειψό κι απότιστο τι κήπος θα προκύψει; Έτσι κι από τη φαρμακωμένη μας ζωή, τι όνειρο καλό μπορεί ν’ ανθίσει; Όχι, δεν θέλω όνειρα, φρονούσε ο πατέρας μου, πασχίζοντας τους εφιάλτες της ζωής να σβήσει.
Τρίκαλα, 4.5.1999
ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ
Μ’ αυτό το δέντρο-δάχτυλο σηκώνει η γη τον δείκτη της
ζητώντας να μιλήσει.
Μέλιγος, 27.11.2000
ΞΕΝΟΣ
Ξένος σαν τον άνεμο
που καμιά δύναμη επιστροφής
δεν τον γυρίζει πίσω
Ξένος σαν το φύλλο του δάσους
που έφτασε στην πόλη για να συνθλιβεί
κάτω από εκατομμύρια πέλματα
Ξένος σαν το τρίποδο σκυλί
που το βρίσκουν εύστοχα όλες οι πέτρες
Ξένος σαν τον επισκέπτη
που διστάζει να χτυπήσει το ρόπτρο
το σούρουπο
Ξένος σαν τον φοβισμένο
που βιάζει το βήμα του να φύγει
όσο πιο γρήγορα απ’ αυτή τη γειτονιά
Ξένος σαν τον ταξιδιώτη
που διαρκώς ταξιδεύει και ποτέ δεν βρίσκει
τη χώρα που επιθυμεί
Μέλιγος 6.2.99, ώρα 09.15
2 σχόλια:
Εξαίρετος δημιουργός ο Ηλίας Κεφάλας. Πάντα χαίρομαι την επικοινωνία μαζί του.
Να είσαι φτωχός, νεκρός, και λυπημένος, και όταν ξαφνικά βρίσκεσαι μπροστά σε τόσα "πλούτη", κάτι αλλάζει! Δεν ξέρω αν είναι Απάντηση αλλά είναι Ελπίδα. Αυτό το θαύμα κάνει η Ποίηση..
Δημοσίευση σχολίου