Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γράφει προς τον Κόσμο. Τους φίλους, τους γνωστούς, κυρίως τα εκατομμύρια αναγνωστών του όλων αυτών των χρόνων… Και τούτο ενόψει της επικείμενης αναχώρησής του από τη ζωή, όντας πολύ άρρωστος. Ένα γράμμα του, λοιπόν. Πρόκειται για ένα κείμενο υψηλών πτήσεων ή, καλύτερα, εσωτερικής εμβάθυνσης. Ήδη έχει ταξιδέψει μέσω του Διαδικτύου σε όλο τον κόσμο, έχει συζητηθεί πολύ, έχουν εκφρασθεί μάλιστα πολλές αντίθετες απόψεις και αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητά του.
Όπως και να έχει όμως το θέμα, αποτελεί ένα κείμενο που δεν πρέπει να παραπεταχτεί ή να περάσει απαρατήρητο. Λέει πολλά για τη σχέση μας με τον εαυτό μας και τον συνάνθρωπο, για τις μυστικές διαδρομές της ψυχής και των συν-αισθημάτων, για τα μικρά και καθημερινά του κόσμου ετούτου, για τ’ απλά και ταπεινά που κυκλοφορούν τριγύρω μας, των οποίων μάλιστα χάνουμε τελικά την αθέατη μεγαλοπρέπεια, στην απεγνωσμένη μας προσπάθεια να προφτάσουμε τα φερόμενα ως μεγάλα και σημαντικά, που συχνότατα αποδεικνύονται φρούδες πραγματικότητες ή και κουφότητες.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έχει μέσ’ από το γνωστό του δημοσιευμένο έργο πολλές φορές μπει στα της «ψυχής πείρατα», όπως θα έλεγε ο Ηράκλειτος και μπορεί πλέον από θέσιν ισχύος και αυθεντίας ν’ απευθυνθεί προς τους παγκόσμιους φίλους του, συμβουλεύοντάς τους στοργικότατα υπό την πείρα και την πυρά της Επίγνωσης των Πραγμάτων της Ψυχής και του Κόσμου.
Ο Βασίλης Τερζής είναι ο μεταφραστής του εν λόγω κειμένου. Ο ίδιος, απευθυνόμενος στους αναγνώστες και φίλους του Μάρκες, δηλώνει σχετικά: «Το έλαβα από μια ισπανίδα φίλη μου και επιστράτευσα αμέσως τις γνώσεις μου στα ισπανικά για να το μεταφράσω και να το στείλω και σε έλληνες φίλους. Νομίζω ότι άξιζε τον κόπο».
Το ίδιο πιστεύουμε κι εμείς, γι’ αυτό και το παρουσιάζουμε από αυτή τη θέση:
«Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως να έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτά που αξίζουν, αλλά γι’ αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως.
Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόνταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ’ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρυά μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ’ αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα. Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους… Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά.
Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα. Να λες πάντα αυτό που νοιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’ αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να βγαίνεις από την πόρτα, θα σ’ αγκάλιαζα και θα σού ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να την ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’ έβλεπα, θα έλεγα "σ’ αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή δίνει ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα’ ήθελα να σου πω πόσο σ’ αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, καν’ το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγγνώμη”, “συγχώρεσε με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις.
Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα».
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ
Όπως και να έχει όμως το θέμα, αποτελεί ένα κείμενο που δεν πρέπει να παραπεταχτεί ή να περάσει απαρατήρητο. Λέει πολλά για τη σχέση μας με τον εαυτό μας και τον συνάνθρωπο, για τις μυστικές διαδρομές της ψυχής και των συν-αισθημάτων, για τα μικρά και καθημερινά του κόσμου ετούτου, για τ’ απλά και ταπεινά που κυκλοφορούν τριγύρω μας, των οποίων μάλιστα χάνουμε τελικά την αθέατη μεγαλοπρέπεια, στην απεγνωσμένη μας προσπάθεια να προφτάσουμε τα φερόμενα ως μεγάλα και σημαντικά, που συχνότατα αποδεικνύονται φρούδες πραγματικότητες ή και κουφότητες.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έχει μέσ’ από το γνωστό του δημοσιευμένο έργο πολλές φορές μπει στα της «ψυχής πείρατα», όπως θα έλεγε ο Ηράκλειτος και μπορεί πλέον από θέσιν ισχύος και αυθεντίας ν’ απευθυνθεί προς τους παγκόσμιους φίλους του, συμβουλεύοντάς τους στοργικότατα υπό την πείρα και την πυρά της Επίγνωσης των Πραγμάτων της Ψυχής και του Κόσμου.
Ο Βασίλης Τερζής είναι ο μεταφραστής του εν λόγω κειμένου. Ο ίδιος, απευθυνόμενος στους αναγνώστες και φίλους του Μάρκες, δηλώνει σχετικά: «Το έλαβα από μια ισπανίδα φίλη μου και επιστράτευσα αμέσως τις γνώσεις μου στα ισπανικά για να το μεταφράσω και να το στείλω και σε έλληνες φίλους. Νομίζω ότι άξιζε τον κόπο».
Το ίδιο πιστεύουμε κι εμείς, γι’ αυτό και το παρουσιάζουμε από αυτή τη θέση:
«Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως να έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτά που αξίζουν, αλλά γι’ αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως.
Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόνταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ’ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρυά μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ’ αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα. Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους… Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά.
Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα. Να λες πάντα αυτό που νοιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’ αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να βγαίνεις από την πόρτα, θα σ’ αγκάλιαζα και θα σού ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να την ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’ έβλεπα, θα έλεγα "σ’ αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή δίνει ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα’ ήθελα να σου πω πόσο σ’ αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, καν’ το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγγνώμη”, “συγχώρεσε με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις.
Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα».
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε το 1928 στην Αρακατάκα, ένα παραλιακό χωριό της Κολομβίας, όπου μεγάλωσε κοντά στους παππούδες του από τη μεριά της μητέρας του.
Το 1947 άρχισε στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά τις σπουδές του στα νομικά και τις πολιτικές επιστήμες και τον ίδιο χρόνο η εφημερίδα Ελ Εσπεκταδόρ δημοσίευσε το πρώτο διήγημά του με τίτλο «Η Τρίτη Παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών κι εκεί άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ελ Ουνιβερσάλ. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική και την Ευρώπη. Το πρώτο μυθιστόρημά του, «Τα Νεκρά Φύλλα», εκδόθηκε το 1955 και ακολούθησαν τα έργα «Κακιά Ώρα», «Ο Συνταγματάρχης δεν Έχει Κανέναν να του Γράψει» και «Η Κηδεία της Μεγάλης Μάμα». Το 1967 κυκλοφόρησε το έργο «Εκατό Χρόνια Μοναξιά», μυθιστόρημα που αποκόμισε αμέσως τις θετικότερες κριτικές και κέρδισε το αναγνωστικό κοινό, καθιερώνοντας έτσι τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας. Στο τεράστιο έργο του, που το 1982 του χάρισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, συμπεριλαμβάνονται και τα μυθιστορήματα: «Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη», «Χρονικόν Ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου», «Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας», «Δώδεκα Διηγήματα Περιπλανώμενα», «Περί Έρωτος και Άλλων Δαιμονίων». Επίσης, έχει γράψει άρθρα σε περιοδικά, βιβλία με διηγήματα και κινηματογραφικά σενάρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου