© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΤΑ ΧΝΩΤΑ

Θητεία στὴ μεγάλη πολιτεία

Στὴν Ἀρετὴ καὶ στὸ Βαγγέλη, φίλεμα


Ἀκαδημίας μὲ Ζωοδόχου Πηγῆς. Σαββατόβραδο, μέρες γιορτινές, μὲ φτασμένες τὶς βιτρίνες στὸν κολοφῶνα τῆς μορφιᾶς καὶ τῆς ἐπιτήδευσης.

Μετὰ τὸ μάθημα, σὲ ὥρα ἀπόβραδη νὰ περπατᾶς καὶ νὰ σὲ ἀγγίζει μαζὶ μὲ τὴν ψύχρα τῆς νύχτας καὶ ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ ἀόριστα ἀρώματα ποὺ ξεχύνονται ἕνα γύρω ἀπὸ κείνους ποὺ ἑτοιμαζονται γιὰ νὰ εὐωχηθοῦν.

Φῶτα πολλά κι αὐτοκίνητα, κόσμος στριμωγμένος σὲ κεντρικὰ ψυχαγωγικὰ καταστήματα, μὲ τὴν ἀναμελιὰ νὰ συγκρούεται μὲ τὴν ἀγανάκτηση, ποὺ ἀπομένει, κατάλοιπο λές, τῆς καθημερινότητας.

Συμμαζεύεις τὸ νοῦ σου. Ἐπαρχιώτης ἐσύ, λησμονημένος, ξένος, ἄγνωστος, μὲ τὴ μοναξιὰ νὰ βαραίνει πάνω σου, ὅπως ἡ κόφα μὲ τὶς ἐλιὲς καὶ τὰ δαμάσκηνα ποὺ μάζευες στὸ χωριό σου.

Ἀκαδημίας καὶ Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἡ ἐκκλησιὰ κλειστή, φωτισμένη ὅμως μὲ τὸ κεραμιδὶ τὸ φῶς τὸ ἀνοιχτὸ νὰ μὴν ἐπιτρέπει στὴν κανδήλα μὲ τὸ χαμηλό, νυσταγμένο καὶ ἁπαλὸ φῶς νὰ προβάλει τὴν ἀσκητικότητά της, τὸ κήρυγμα τὸ σιωπηλὸ ποὺ θρυμματίζει τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀπανθρωπία.

Μουσικὲς ἀκούγονται. Μὲ τονισμένα τὰ λόγια, ποὺ προετοιμαζουν τὸ μονοπατι τῆς νοσταλγίας. Ποὺ τὴ χρειάζεται ἡ ψυχὴ καὶ τὴν περιμένει νὰ γίνει ἡ γέφυρα, ὥστε νὰ περάσει σὲ μιὰν ἄλλη πραγματικότητα. Ξένη ἐντελῶς μὲ αὐτὸ ποὺ ζεῖ, βιώνει καὶ γεύεται στὴ μεγάλη πολιτεία. Γιατὶ μοναχα μὲ τὴ νοσταλγία πραγματοποιεῖς τὴ διάβαση, ἔστω καὶ τοῦ ὀνείρου τὴ διάβαση, γιὰ νὰ βρεθεῖς ἐκεῖ ὅπου ἡ νύχτα εἶναι ἀφιερωμένη στὸ ξαπόσταμα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Εἶναι ἡ ψυχοσωτήρια παρένθεση ποὺ ἀποκεφαλίζει τὰ θηρία τὰ ἐπιθετικὰ τῆς μέρας καὶ ἀναγεννᾶ τὸ εἶναι ὁλάκερο, καθὼς τὸ θωπεύουν ἤχοι καὶ βλέμματα οἰκεῖα, ἁπλᾶ, γνήσια καί, φυσικά, γνώριμα. Τὸ τσιτσίρισμα τῆς φωτιᾶς γύρω ἀπὸ τὰ χωμένα στὸ τζάκι ξύλα, τὸ βαρύ, κουρασμένο βάδισμα τοῦ νυχτωμένου μουλαριοῦ πάνω στὸ μουσκεμένο καλτερίμι, ὁ ἀγέρας ποὺ χώνεται κάτω ἀπὸ τὶς ἄδειες τῆς θύρας χαραμαδες, τὸ γρί-γρὶ στὴ θερινὴ τὴ θάλασσα τὴ νύχτα, τὸ τριζόνι ποὺ νανουρίζει τὸν ἀποσταμένο ὕπνο, οἱ βιαστικὲς φωνὲς τῶν περαστικῶν... Καὶ τόσα ἄλλα, ἀνακατωμένα μὲ μυρωδιές. Μυρωδιὲς ἀπὸ καμμένα ξύλα, ἀπὸ ξεροψημμένο ψωμί, ἀπὸ φρέσκο λάδι, χυμένο κρασί, στιμμένο λεμόνι...Ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ἁπλᾶ πράγματα -δῶρα τοῦ Θεοῦ- εἶναι ἄγνωστα στὴ μεγάλη πολιτεία. Ἄγνωστα καὶ σὲ κάποιους ποκρουστικά, γιατὶ εἶναι ἀσυμβίβαστα μὲ τὴ ζωὴ τῆς πολιτείας.

Φωτεινὲς γραμμὲς ἀτελειωτες. Ραβδιὰ ποὺ χτυποῦν ἀλυπητα τὴ νυχτα, ὥστε νὰ μὴν ἡσυχάζει... Φωτεινές γραμμές ἀπὸ σειρὲς ἀτέλειωτες αὐτοκινήτων, ἐπιγραφῶν, καταστημάτων, κέντρων... Ὅλα ἐτοῦτα ἀνησυχοῦν τὴ νύχτα, χαντακώνουν μὲ βούληση τὴν ἡσυχία καὶ παραγεμίζουν τὴν ψυχὴ μὲ δηλητηριασμένα χνῶτα μοναξιᾶς. Πῶς, στ’ ἀλήθεια, τὰ μαζεύει !!!

Μισοσκοτεινο σοκάκι. Μὲ ξεχασμένες λεῦκες στὰ πεζοδρόμια, κανὰ δυὸ νερατζιές καὶ σταματημένα αὐτοκίνητα. Τρεμουλιαστὸ τὸ φῶς ἀπὸ ψηλά, ἀπ᾿ τὴν κολώνα.Σκονισμένο ἠλεκτρικό, ποὺ διστάζει νὰ φωτίσει. Ἀκόμα καὶ τὶς κορφὲς τῶν δέντρων.

Ὑγρὸ δωμάτιο καὶ παγωμένο. Τὸ μόνο ζεστό, τὸ χαμόγελο τῆς θερινῆς τῆς θάλασσας μὲ τὸ ξωκκλήσι στὸ βράχο νὰ παραμυθεῖ καὶ τοὺς ἐκεῖ καὶ ἐκεῖνον. Φωτογραφία τοῦ χθές. Ἀλλὰ καὶ τοῦ σήμερα καὶ τοῦ αὔριο καὶ τοῦ πάντα. Ἀνάσα ζωῆς. 

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Ποιητικές διαστάσεις

Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΟΛΥΜΕΝΗ
[Ελευθεροτυπία, Κυριακή 20 Απριλίου 2014]

Ποιες είναι οι ορίζουσες ενός ποιητικού χώρου, που αφ' ενός υποδεικνύουν μια προσέγγιση ενώπιον ενός ποιήματος, αφ' ετέρου επιτρέπουν τη χαρτογράφηση τάσεων στην ποιητική γραφή; Μία από τις πλέον αποκαλυπτικές και συζητημένες διακρίσεις οφείλεται στον Ελύτη. Στο δοκίμιό του για την ποιητική του Ρωμανού του Μελωδού κάνει τη διάκριση επίπεδης και πρισματικής ποίησης και δι' αυτής χαρτογραφεί την ελληνική ποιητική δημιουργία.


Τα πρισματικά ποιήματα «κυματούνται» και δίνουν δεσπόζουσα θέση σε φραστικές μονάδες αυτοδύναμης ακτινοβολίας, εκπληρώνοντας την αποστολή τους και με τα «καθ' έκαστον» μέρη της ποιητικής γραφής, ενώ στην επίπεδη απουσιάζουν οι γλωσσικές εξάρσεις και το ποίημα προσεγγίζεται ως «όλον».

Στον πρώτο πόλο (της επίπεδης ποίησης) βρίσκεται ο Καβάφης και ο Σεφέρης, στο δεύτερο (της πρισματικής) ο Κάλβος, ο Αισχύλος, ο Ρωμανός (πιθανότατα κι ο Ελύτης), και κάπου στη μέση στέκει ο Σολωμός. Το στίγμα εκάστου ποιητή εξαρτάται από την πυκνή ή όχι εμφάνιση των φραστικών μονάδων με αυτοδύναμη ακτινοβολία. Για να κατανοήσουμε τούτες τις μονάδες, είναι διαφωτιστικό ένα άλλο κείμενο του Ελύτη, οι «Σημειώσεις ενός λυρικού», στο οποίο επιχειρεί μία, όπως ο ίδιος την ονομάζει, «κωδικοποίηση της ποιητικής εκφραστικής»: περιγραφή ευθεία, περιγραφή πλαγία, συγκινησιακός αρμός, στοχασμός λυρικός, αναπαρθενευτική σύνταξη, παρομοιώσεις πρώτου έως και τρίτου βαθμού, εικόνες πρώτου εώς και τρίτου βαθμού, πλέγματα γλωσσικής γοητείας. Η διάκριση του Ελύτη είναι μεν αποκαλυπτική, αλλά δίνει έμφαση σε μία μόνο διάσταση της ποιητικής γραφής: στον τρόπο των λέξεων. Προκειμένου εδώ να χαρτογραφηθεί η νεότερη ποιητική γενιά, εκείνη της επανεκκίνησης, το στίγμα ενός ποιητικού έργου θα αναζητηθεί σε ένα χώρο τεσσάρων διαστάσεων. Οι πρώτες τρεις διαστάσεις είναι πιο απτές και διαμορφώνουν τον οικείο χώρο στην αποτίμηση, λίγο-πολύ, κάθε ποιήματος: τρόπος, αναφορά, επιρροές. Η τέταρτη διάσταση είναι ίσως η πιο σημαντική, αλλά και ριψοκίνδυνη όσον αφορά την απόπειρα κάποιου να τη διατυπώσει με λέξεις. Αφορά την αίσθηση που αποπνέει ένα ποιητικό έργο.

Ξεκινώντας με τον ιδιαίτερα κρίσιμο τρόπο των λέξεων σε ένα ποίημα, αυτός περικλείει διακρίσεις όπως οι προαναφερθείσες του Ελύτη, ή συναφείς, όπως η διάκριση μεταξύ άμορφης, ομοιόμορφης και εύμορφης ποίησης («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», «7» 2.3.2014). Ομως μια προσέγγιση της ποιητικής γραφής θα ήταν λειψή, χωρίς έμφαση στο τι εν τέλει λέει ένα ποίημα. Εκείνο δε για το οποίο μιλά, επηρεάζει τον τρόπο των λέξεων, οι οποίες με τη σειρά τους ανατροφοδοτούν το εκάστοτε περιεχόμενο. Αναζητώντας την αναφορά ενός ποιήματος -τη θεματική του- αυτή εξακτινώνεται σε τρεις κατευθύνσεις: εαυτός, άλλα πρόσωπα και αντικείμενα.

Ποιος ρόλος «κλέβει» την παράσταση κάθε φορά; Το υποκείμενο και τα βιώματά του, πρόσωπα του άμεσου περίγυρου ή ο κοινωνικός σχηματισμός; Πώς εισέρχονται τα αντικείμενα και ενίοτε συμβολοποιούνται, είτε πρόκειται για φυσικά τοπία είτε για το μικρόκοσμο μιας πόλης; Τα προηγούμενα ερωτήματα δείχνουν ορισμένες προκλήσεις στην αναζήτηση της αναφοράς ενός ποιήματος. Το δε πεδίο αναφοράς δηλώνει και την απόπειρα ερμηνείας, αυξάνοντας τις απαιτήσεις για μια σύνθεση. Κατά πόσο δηλαδή ένα ποίημα αποπειράται να συλλάβει κάτι από την ανθρώπινη κατάσταση σε μια εποχή.

Η τρίτη διάσταση αφορά τις επιρροές ενός ποιήματος και πώς εν τέλει αναμετράται με την κρυσταλλωμένη ποιητική παράδοση. Εφ' όσον η ποίηση εκλαμβάνεται ως ένα είδος τέχνης που υπόκειται σε μία εξέλιξη, η προσοχή στρέφεται και στις ποιητικές συγγένειες ενός ποιήματος, τι συνδυάζει, τι προσπερνά, ή τι απορρίπτει. Υπ' αυτό το πρίσμα, έχει σημασία ο κατά Μπλουμ παράξενος αιφνιδιασμός που ενίοτε προσφέρει ένα λογοτεχνικό κείμενο, η εναλλαγή ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο.

Οι τρεις διαστάσεις (τρόπος, αναφορά, επιρροή) προσδιορίζουν έναν τρισδιάστατο χώρο απτό και διυποκειμενικό, ο οποίος διαμορφώνει ένα αναγνωστικό πεδίο συμφωνίας ή διαφωνίας, ακόμα και αντιπαράθεσης, για ένα ποιητικό έργο. Μας απομακρύνει κατά το δυνατόν από τις κακοτοπιές ενός κοινοτισμού, στον οποίο το ίδιο το κείμενο παίζει ισότιμο ρόλο (αν όχι υποδεέστερο) με την παρουσία του συγγραφέα στη λογοτεχνική κοινότητα και τις συνάφειες που εκεί αναπτύσσει. Αλλά η τέταρτη διάσταση είναι ίσως η πιο σημαντική. Η αίθηση που αποπνέει ένα ποιητικό έργο είναι κάτι πιο υποκειμενικό, είτε ως δημιουργία είτε ως πρόσληψη, και μόνο εύκολη δεν είναι η διατύπωσή της με λέξεις. Συνήθως αυτήν αναζητούμε στην ποίηση, και η αναγνώρισή της προϋποθέτει μία κάποια εξοικείωση με τις προηγούμενες τρεις διαστάσεις, τις χειροπιαστές και διυποκειμενικές.

Οι τέσσερις διαστάσεις (τρόπος, αναφορά, επιρροές, αίσθηση) δεν είναι σε στεγανά μεταξύ τους, αλλά συνδιαμορφώνονται. Η δε σχέση των τριών πρώτων με την πιο αινιγματική τέταρτη, θα μπορούσε να φωτιστεί κάπως μέσα από τη σχέση της επιγένεσης. Η έννοια της επιγένεσης ανιχνεύεται στο Περί Ψυχής του Αριστοτέλη και είναι από τις πλέον δημοφιλείς στη σύγχρονη φιλοσοφία του νου.

Η αίσθηση επιγίγνεται στον τρόπο, την αναφορά και τις επιρροές. Ενα κείμενο με λογοτεχνικές αξιώσεις προϋποθέτει (ενδεχομένως σε διαφορετική αναλογία) κάποια «τριβή» με τις τρεις πρώτες διαστάσεις. Από τούτη την τριβή αναδύεται. Αλλά ούτε εξαντλείται ούτε ανάγεται εκεί. Η αίσθηση ενός ποιήματος αποτελεί ένα μυστηριώδη τόπο για τον οποίο δεν μπορείς εύκολα να μιλήσεις, αλλά τον πλησιάζεις διαισθητικά.

Ενα κριτικό έργο, όσο και αν είναι διαφωτιστικό και απαραίτητο για την ανίχνευση των χειροπιαστών διαστάσεων σε ένα ποίημα, επιτελεί μια προεργασία ώστε να συλληφθεί «πλαγίως», διά της σιωπής ή της δείξεως, η όποια ξεχωριστή του αίσθηση. Σα να είναι εκείνη η βιτγκενσταϊνική ανεμόσκαλα, την οποία αφού απαραιτήτως την ανέβεις, μετά οφείλεις να την πετάξεις για να δεις το ποίημα σωστά. Για να το νιώσεις.

Εχοντας λοιπόν για αποσκευή αυτές τις τέσσερις διαστάσεις, ως ορίζουσες του ποιητικού χώρου, μπορούμε μέσα από τα ίδια τα κείμενα να ρυθμίσουμε ανάλογα τον εξάντα μας, και εποπτεύοντας το νυχτερινό ουρανό της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας να ανιχνεύσουμε την Ανδρομέδα, τον Ωρίωνα, τις Πλειάδες και άλλους αστερισμούς σε κοντινές ή μακρινές περιοχές.

* Ο Πέτρος Πολυμένης είναι λογοτέχνης.

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Rainer Maria Rilke: ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ (Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)






RAINER MARIA RILKE

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Αν κάποτε μου τύχει να σε χάσω,
ανέτως πια θε να κοιμάσαι δίχως
τους θρόους μου, πού ’ν’ σαν φιλύρας –ήχος
στ’ αφτί σου, άμα ποθώ να σε σκεπάσω.

Κι ούτε κι εγώ θα ξαγρυπνώ· μα ακόμα
στα στήθη και στα μέλη σου αποπάνω
σαν βλεφαρίδες λόγια εγώ θα κάνω
να πέφτουν, ν’ ακουμπάν – μα και στο στόμα.

Με τον δικό σου θά ’σαι μοναχή σου·
δεν θά ’μαι εγώ να σε κλειδαμπαρώνω·
σε κήπο θά ’σαι μυστικό, με μόνο
το πλήθος θυμαριών και αστερανίσου.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής 


Σκιαγράφηση ενός «Δοξάστε με!» δημοσιογράφου, υβριστή Διονυσίου Σολωμού

Γράφει η Τατιάνα Ε-Γ. Καρύδη
Κοινωνική Λειτουργός, Προϊσταμένη Κοινωνικής Υπηρεσίας Γενικού Νοσοκομείου Κέρκυρας

Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος -αναρωτήθηκα- και προσπάθησα, εν μέσω αυτής της σοκαριστικής του πιρουέτας και χορευτικού παραληρηματικού στροβιλίσματος, να θυμηθώ... Μα, ποιος είναι τέλος πάντων;

Τι γνώμη έχω σχηματίσει γι' αυτό τον άνθρωπο, που του έχουν δώσει ένα βήμα να μιλάει σ' εμένα, που πληρώνω ήδη αρκετά και πληρώνω κι αυτόν για να είναι εκεί; Κι επειδή πληρώνω κανονικά τις εισφορές μου όλες, δικαιούμαι και να κρίνω αυτό που πληρώνω, και να μη θέλω αυτό το ευτελές προϊόν. Επίσης δεν επιτρέπω να μου θίγουνε τα Ιερά και Όσια. Χωρίς θεατές, υπάρχει κανάλι;

Ένας πολύ μέτριος, «επαΐων και ειδήμων» επί παντός επιστητού, που δεν λέει τίποτα λέγοντας πάρα πολλά λόγια, ντυμένος μια εικόνα πνιγμένη από ένα ύφος μπλαζέ και περισπούδαστο. Κάποια άλλη φορά προσπάθησα να δώ την εκπομπή του και θυμάμαι εξοργισμένη να γυρίζω κανάλι, επειδή ανάμεσα σε «νιοραντιές» (συχωρέστε μου τον κερκυραϊσμό, αλλά είναι η καταλληλότερη λέξη), δεν ήταν σε θέση να διευθύνει μια συζήτηση. Ενώ είχε καλέσει συνομιλητές, μιλούσε μόνος του... αυτοθαυμαζόμενος, με αμφιβόλου ποιότητας ευφυολογήματα, ερωτώντας και απαντώντας μόνος του, μ' ένα μανιακό ρυθμό, τόσο που… κουράστηκα. Αυτό, λοιπόν, είναι το πιο έντονο που θυμάμαι. Ότι αλλάζω πάντα αντανακλαστικά κανάλι.

Έλεγα πως δεν αξίζει ν' ασχοληθεί πλέον κανείς με αυτό το μέγεθος ανθρώπου και ούτε να τον κρατήσουμε πια αυτόν τον αδαή στην αιωνιότητα, και στην επικαιρότητα που τόσο απελπισμένα εκλιπαρεί, αν δεν ήταν τόσο ενδιαφέρουσα η περίπτωση ως προς την παθολογία του προσώπου. Είναι εντυπωσιακό το πόση θλίψη κρύβεται πίσω από αυτό το αυτάρεσκο ύφος, και πόση αλήθεια μοναξιά, όταν θα βρεθεί χωρίς μάρτυρες απέναντι στο γυμνό εαυτό που είναι τόσο αξιοθρήνητα λίγος. Πονάει η αληθινή εικόνα.

Όλα ξεκινάνε από την άγνοια του εαυτού και από τους παραμορφωτικούς καθρέφτες.

Μπροστά μας ένας γελωτοποιός, μια καρικατούρα, με μιαν άνεση να σκύβει, να χειρονομεί μιλώντας σ' έναν αόρατο βουβό συνομιλητή, και να θυμίζει κάτι από εκείνον τον τυφλό επηρμένο Φαρισαίο, που δεν ήταν «ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων» και που κυρίως έλεγε «Είμαι σπουδαίος! Δοξάστε με!». Μια άνεση παραπάνω απ' ό,τι θα ήταν αβίαστη και φυσιολογική. Είναι πνιγμένη άνεση μέσα σε μια γραβάτα αυταρέσκειας που δηλώνει ακριβώς ως υπεραναπλήρωση το έλλειμμα που αγωνιά να κρύψει.

Υπάρχει εδώ και παντού μια μαγική λέξη: «Τα Όρια». Τα Όρια είναι πολύ σπουδαία για να υπάρχουν στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού από πολύ τρυφερή ηλικία, κι αν αυτά δεν υπάρχουν ο μικρός τυραννίσκος των τριών ετών -του εγωκεντρισμού, παραμένει αιωνίως τριών… ετών!

Αναρωτιέται κανείς, ποιοι γονείς ήταν οι γονείς που έθρεψαν αυτό τον τιτανομέγιστο εγωτισμό, αυτή την γελοιώδη τυφλότητα. Το παιδί των τριών ετών δικαιούται να νομίζει ότι αγγίζει το σύμπαν, αγγίζει τη φωτιά χωρίς να καεί, ανεβαίνει στην ταράτσα και δεν υπάρχει όριο στο να πετάξει. Το τρίχρονο εγωκεντρικό ανθρωπάκι δοκιμάζει τη δύναμή του και εδώ, λοιπόν, οφείλει να μπει το Όριο από το γονιό, που αυτό το Όριο υπάρχει μόνο όταν τηρείται. Το Όριο δυσαρεστεί, αλλά όντως ανακουφίζει το παιδί και γεννιέται επίσης τότε ο Σεβασμός. Το κύρος του γονιού προκύπτει από την έμπνευση που το προκαλεί και μια σειρά από Αξίες κτίζονται τότε. Αλλιώς, πέφτει ο γονιός στα γόνατα και γίνεται υποζύγιο, θρέφει ένα τυραννίσκο, που ανεβαίνει στη ράχη και δεν υπάρχει όριο σε αυτά που απαιτεί και που θα ικανοποιηθούν. Αλλιώς, αυτό το τρίχρονο θα κλωτσήσει τη ράχη που το κουβαλά κι αυτό θα γίνει ανεκτό και επίσης αξίωμα και παράσημο. Ώστε αυτό το παιδί θα στερηθεί την ψυχοσυναισθηματική ωριμότητά του. Θα μεγαλώνει μόνο το σώμα και ο ναρκισσισμός. Θα συνθλίβει ότι μπορεί στο διάβα του για ν' ανέβει όλο και πιο ψηλά. Ψηλά όμως υπάρχουν οι Αληθινές Αξίες. Ψηλά θέλει να βρίσκεται μόνος αυτός ο μικροσκοπικός εαυτός που, όσο πιο μικρός, τόσο φουσκώνει. Πρέπει να καταλάβει το σύμπαν. Πρέπει να είναι αυτοθεός. Αυτός ο ναρκισσισμός, ο χωρίς όριο, έριξε τον Εωσφόρο από πολύ Ψηλά.

Ο Εγωτισμός είναι Τυφλότητα και είναι επίσης παραμόρφωση της εικόνας εαυτού. Έχει ανάγκη να δει τον εαυτό του φαντασιωσικά μεγάλο. Να μην υπάρχει τίποτα και κανείς πιο μεγάλος. Θα έχει φλερτάρει με την ιδέα ότι, υπό άλλες συνθήκες και εποχές, γιατί να μην ήταν αυτός ο Ποιητής! Κάτι που δεν φτάνει, είναι κάτι που επιθυμεί να βεβηλώσει, γιατί ακριβώς είναι Ψηλά. Κι έτσι να δείξει την εικόνα της «ισοτιμίας», της «οικειότητας». Και τι λέει; Αυτά που βλέπει αυτός, αφού μόνον αυτά μπορεί να δει. Και τώρα απέκτησε ένα τίτλο κάτω από τη σκιά του Ποιητή, ως... «κριτικός» όχι της Ποίησης, άρα «ανώτερος» από τον κρινόμενο... Αν δεν έχεις τίποτα δικό σου, ψάχνεις να βρεις στόχους να χτυπήσεις, κι όσο πιο Υψηλούς, τόσο «μπορεί και να ψηλώνεις..» Απελπισμένη ανάγκη... κι ευτελισμός του προσώπου, που δεν μπορεί να βρει τον εαυτό του στον καθρέφτη... Και τελικά είναι αξιολύπητη αυτή η εικόνα, καθώς «ο βασιλιάς είναι γυμνός».

Ακούει κανείς και νοιώθει έναν απίστευτο αποτροπιασμό από τις ομοβροντίες ημιμάθειας, ανακατεμένες με «μαγειρική» κατάλληλη των γεύσεων που αυτός καταλαβαίνει, για μια πραγματικότητα που είναι η μόνη που βλέπει, και είναι αυτή η ίδια που γνωρίζει από τον εαυτό του κρίνοντας. Η χαμέρπεια είναι δικό του υλικό και συστατικό στοιχείο, και γι' αυτό, αυτή την «ποιότητα» οφείλει να έχει ο κόσμος όλος. Με αυτό το υλικό έρχεται αυτός ο άνθρωπος και με αυτά τα αχρεία χέρια πάει ν' αγγίξει το Μέγα και το Υψηλό, για ν' «αποδείξει» ότι το Μέγα και το Υψηλό είναι εκεί κάτω στο μπόι του, κι ο ίδιος είναι εκεί πάνω. Και πώς να μπει κανείς να ψάξει αυτό το εσωτερικό σκοτάδι και την απόγνωση που κρύβεται πίσω από το κραυγαλέο;

Είναι φανερό ότι επιχειρεί μια «οικειότητα», για να ευθυγραμμιστεί μ Εκείνον, ως να είχε τη συνάφεια, τη συγγένεια και τη σχέση. Όλη αυτή η εξυπναδίστικη ευτράπελη παιγνιώδης ελαφράδα ήταν σκηνή ηθοποιίας εντελώς μέτρια, που απροσδόκητα του έδωσε ένα νόημα ζωής. Μεμιάς έγινε «σπουδαίος!» Μα αυτό ακριβώς ήθελε απελπισμένα: Μια κάποια δημοσιότητα, αφού στο χώρο που κινείται είναι ουραγός και υπάρχουν -δυστυχώς γι' αυτόν- και κάποιοι που είναι όντως δημοσιογράφοι.

Αναρωτιέται κανείς, ακούγοντας τα ανήκουστα αυτά αμετροεπή φορτία που αδειάζει αυτό το στόμα, αναρωτιέται κανείς το «γιατί» επέλεξε τον Ποιητή. Μα, γιατί θα ήθελε να φαντασιωθεί πως είναι ποιητής! Για να μιλήσεις για τον ΠΟΙΗΤΗ πρέπει να είσαι τουλάχιστον ποιητής. Γι' αυτόν τον ποιητή του ψεύδους που τόλμησε να επιχειρήσει ν αγγίξει με χέρια άγαρμπα εκείνο το Φως που δεν μπορούσε να πιάσει μένει μόνο η αξιολύπητη όσο και κραυγαλέα εικόνα της ματαιοδοξίας που δεν κατανοεί το γελοίον του πράγματος... Αφού η Αξία δεν αγγίζεται και δε χωρά στον πνιγμένο αυτάρεσκο λαιμό της επηρμένης μεταξωτής αμάθειας.

Ακούει αυτό τον τοξικό παραληρηματικό λόγο και δεν σκέφτεται καθόλου τον Ποιητή, αφού ο Ποιητής είναι εκεί στον Παρνασσό του Μεγάλος. Δεν σκέφτεται κανείς τον Διονύσιο Σολωμό, τον δικό μας, τον Εθνικό Σολωμό, τον πανανθρώπινο. Αναρωτιέται για το περίεργο ανθρωπάκι που είναι κουρδισμένο και μιλάει ανερμάτιστα, με αμετροέπεια, άγνοια, αναρωτιέται ΓΙΑΤΙ μιλάει; Επειδή ο Ποιητής δεν είναι εδώ να τον σβήσει από το χάρτη μ' ένα Λόγο. Μα ο Ποιητής ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ! Και είπε μια φορά -ό,τι κι αν είπε είναι επίκαιρα πάντα- «Νέοι συμμαθητάδες! Μάθετε την επιστήμη και την αρετή δίχως να υπερηφανεύεσθε -και δεν θα υπερηφανευθείτε, αν αληθινά μάθετε την επιστήμη και την αρετή. Αλλά μη παραχαμηλώσετε ποτέ την κεφαλή, διότι θα βρεθούν πολλά άτιμα και αχρεία χέρια έτοιμα να σας την πλακώσουν» (Διον. Σολωμός, Πανεπιστήμιο Παβίας 1816)

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Διονύσιος Σολωμός. «Αποκαθήλωση» από Κωνσταντίνο Μπογδάνο

Γράφει η Δρ ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Είναι ασεβής, ανόητος, αμήχανος, αγράμματος, απαράδεκτος, απληροφόρητος, βέβηλος, βάρβαρος, διαστρεβλωτής, παραπληροφορητής, σκανδαλοθήρας, αναιδής και ό,τι άλλο ταιριάζει σε κάποιον που παίζει ένα ανήθικο παιχνίδι εύκολης επικοινωνίας με το κοινό του καναλιού του, για να κινήσει τον εγκέφαλο αυτών που τους αρέσει το πικάντικο, χρησιμοποιώντας το σημαντικότερο πρόσωπο της ελληνικής πνευματικής μας ιστορίας, έναν ποιητή θρύλο, τον Εθνικό μας ποιητή, Διονύσιο Σολωμό. Το ασεβές αλαζονικό ανόητο μειράκιο θυμήθηκε κάτι που βεβαίως δεν το θυμήθηκε μόνο του. Και δεν το θυμήθηκε διότι ως μαθητής θα πρέπει να ήταν ανύπαρκτος στην τάξη του, τουλάχιστον στο μάθημα της Λογοτεχνίας.
Η αμηχανία του, η νευρικότητά του, η υπερκινητικότητά του, η όλη ανόητη συμπεριφορά του, ο κομπιασμένος λόγος του, όλα έδειχναν ότι δεν ένοιωθε άνετα μπροστά στην κάμερα με όσα ανόητα και ανελλήνιστα εκστόμιζε, επειδή θυμήθηκε, δήθεν, την ημέρα που «κοιμήθηκε» ο ποιητής. Βεβήλωσε τα ιερά και τα όσια με την αγραμματοσύνη του αλλά και με το ύφος που είπε όσα είπε. Και δεν ντράπηκε, κυρίως δεν ντράπηκε.
Δεν ήξερε πόσες είναι οι στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερίαν και ποιες από αυτές αποτελούν τον Εθνικό Ύμνο μας: «η τελευταία στροφή είναι η 16 δεν θυμάμαι ποια είναι η πρώτη και πολλές άλλες ανάμεσα. Απλά βρήκανε δύο, κλακ, τις ενώσανε τις μελοποίησε μετά ο Μάντζαρος», έτσι είπε ο αγράμματος. Ο Εθνικός Ύμνος, κύριε, είναι οι δύο πρώτες στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερίαν και το σύνολο είναι 158 στροφές. Και συνεχίζει: «Στη φωτογραφία που είδαμε ήταν ο μικρός Διονυσάκης». Αποκαλεί τον Εθνικό Ποιητή «Διονυσάκη» λες και είναι το γειτονόπουλό του. Ο Σολωμός «στιχούργησε» τον εθνικό ύμνο. Του διαφεύγει ότι για τον Εθνικό Ύμνο, όπως και για κάθε μεγάλο ποιητικό έργο, το αρμόζον ρήμα είναι το «συνέθεσε» και όχι το «στιχούργησε».
«Εκτός από τα άλλα πολλά που τον έκαναν αντιπαθητικό ήταν και Εβραίος στην καταγωγή, με συγχωρείτε… Μαθαίνει ότι η μαμά του … Τον στέλνουν στην Ιταλία αυτό του είναι εύκολο διότι η μητρική του γλώσσα ουσιαστικά είναι τα Ιταλικά… ». Διαστρεβλωμένες πληροφορίες για να κάνει εντύπωση, φύρδην μίγδην. Ένα σχολικό βιβλίο να άνοιγε θα έβρισκε δύο έντιμα λόγια να πει για να τιμήσει ή απλώς να θυμίσει τι έγινε «σαν σήμερα», 9 Φεβρουαρίου του 1857. Εκείνος όμως μοναδική βιβλιογραφία έχει τον Πετρόπουλο στου οποίου τους λογοτεχνικούς «υπονόμους» άγρευσε τις πληροφορίες του. Η Γυναίκα της Ζάκυθος είναι το έργο και όχι «Ζάκυνθος», όπως βιαστικά αντέγραψε από τα χαρτιά του. Ο Σολωμός ήταν «Σολομών», άρα είναι «Εβραίος», ακόμη είναι «ομοφυλόφιλος» και «αλκοολικός» γιατί έτσι λέει ο «τεράστιος συγγραφέας» Πετρόπουλος που έχει γράψει τα Καλιαρντά και τους Υπονόμους του Παρισιού. Κατά τον άσχετο δημοσιογράφο ο συγκεκριμένος συγγραφέας που έχει ασχοληθεί με υπονόμους είναι σε θέση να μιλήσει για τον Εθνικό Ποιητή. Μήπως συνάντησε εκεί και τον Βίκτορα Ουγκώ και τον ενημέρωσε; «Για το ομοφυλόφιλος δεν έχω απτές αποδείξεις», λέει. Και, δηλαδή, πώς θα είχε «απτές αποδείξεις» αφού ο ίδιος δεν ξέρει τίποτα και ό,τι λέει προέρχεται από τον Πετρόπουλο; Ο Σολωμός έπινε, λέει. Και ο Μότσαρτ (μακρινό παράδειγμα) και ο Παπαδιαμάντης (κοντινό) και πάρα πολλοί άλλοι είχαν το κρασί συντροφιά και παρέα στο γράψιμο, αυτό δεν σημαίνει πως αυτός έχει το δικαίωμα έτσι ξεδιάντροπα να παρουσιάζει μια συνήθεια τόσο κοινή. Είχε δίκιο ο Ελύτης, όταν έγραφε
Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν .
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι και ερεβομανείς
κοπροκρατούν το μέλλον.

Όμως λέει και το άλλο:

Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ...

«Μάζευε δημοτικά τραγούδια από τις γριές». Ναι, διέσωζε την ελληνική παράδοση και τις ελληνικές λέξεις για να μη χαθούν. Τις αγόραζε από τις γυναίκες του λαού, όχι από τις «γριές». Θυμίζω την ανάλογη σκηνή στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου Μια αιωνιότητα και μια μέρα. Αγόραζε λέξεις για να μάθει τα ελληνικά και να γράψει στα Ελληνικά. Ο δημοσιογράφος δεν αγοράζει τίποτα… πουλάει εξυπνάδες, χυδαιότητες και ό,τι του επιτρέπει το μικρόφωνο που του δίνει εξουσία.
«Δεν πάτησε στην Ελλάδα γιατί οι Έλληνες… ήταν υπόδουλοι στην εσωτερική Τουρκιά», λέει, ερμηνεύοντας αυτός ο αδαής το γιατί ο Ποιητής δεν ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Του διαφεύγει όμως ότι ο Σπυρίδων Τρικούπης έκανε την αντίθετη διαδρομή, ήρθε εκείνος από την Ελλάδα να τον βρει για να του ζητήσει να γίνει ο Δάντης της Ελλάδας.
Ο Διονύσιος Σολωμός είναι «ένας από τους πέντε ή δέκα μεγαλύτερους ποιητές σ’ όλο τον κόσμο και σ’ όλους τους αιώνες» λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, πράγμα που ο πτωχός τω πνεύματι δημοσιογράφος αγνοεί. Και το ότι αγνοεί δεν είναι προς θάνατον. Αυτά όμως που είπε και έτσι όπως τα είπε είναι προς θάνατον. Και, αφού ήθελε να μνημονεύσει τον Ποιητή γιατί δεν άνοιγε ένα βιβλίο από τον μακρύ κατάλογο των ειδικών μελετητών από τον Ιάκωβο Πολυλά μέχρι τον Στυλιανό Αλεξίου; Θυμήθηκε, πράγματι τον Σολωμό ή ήθελε να προβάλει τον Πετρόπουλο ή μήπως, λέω, μήπως, του άρεσε ο ρόλος εκείνου του Σιδώνιου νέου του Καβάφη; Εκείνου του «μπαγάσα» που λέει ο Σεφέρης; Εκείνος, όμως, ήταν τουλάχιστον φανατικός για γράμματα. Τούτος δω τι είναι;

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Για το βιβλίο του Λεφ Σεστόφ “Αντόν Τσέχοφ, Δημιουργία εκ του μηδενός”

Μετάφραση: Νάγια Παπασπύρου | Επιμέλεια: Δημήτρης Υφαντής | Εκδ. Ροές, 2014

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Ο Λεφ Σεστόφ, στο βιβλίο με τον τίτλο Αντόν Τσέχωφ, Δημιουργία εκ του μηδενός, είναι προφανές ότι έχει αντικείμενο μελέτης του τον διάσημο Ρώσο συγγραφέα, για τον οποίο, μετά το θάνατο του Μιχαϊλόφσκι, που επίσης τον μελέτησε, μπορεί να πει πράγματα που δεν επιτρεπόταν να πει πριν. Ποια είναι αυτά θα τα ανακαλύψουμε στα οχτώ κεφάλαια του βιβλίου του. Θα λέγαμε, μάλιστα, πως μοιάζει με προειδοποίηση η ελευθερία που παίρνει από το θάνατο των δύο προναφερθέντων, δημιουργού και μελετητή, σαν να ήταν ταμπού η αναφορά σε προσωπικές καταστάσεις και βιώματα του συγγραφέα. Στόχος, λοιπόν, του μελετητή είναι να αναδείξει τις κρυφές πτυχές του έργου του Τσέχοφ, που δεν θα ευχαριστούσαν τους τεθνεώτες αν ήταν ζωντανοί. Και, πράγματι, πώς να τους ευχαριστούσαν, όταν ο Σεστόφ υποστηρίζει πως ο Τσέχοφ είναι ο «βάρδος της απελπισίας», πως ό,τι πιάνει στα χέρια του πεθαίνει και σε όλη τη εικοσιπενταετή δραστηριότητά του δεν έκανε άλλο από το να «σκοτώνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις ελπίδες των ανθρώπων». Και τούτο είναι, κατά τη γνώμη του η ουσία του έργου του Τσέχοφ. Οι μελετητές, βέβαια, δεν τολμούσαν να ερευνήσουν την προσωπική ζωή του και να αποκαλύψουν κρυμμένα μυστικά και γι’ αυτό αρκούνταν σε κοινοτοπίες, με εξαίρεση τον Μιχαϊλόφσκι που επεχείρησε να μπει στα ενδότερα αλλά «έκανε πίσω με τρόμο, μάλιστα και απέχθεια». Και έτσι ο εκλιπών κριτικός διατύπωσε «πόσο χιμαιρική είναι η θεωρία ‘‘Η τέχνη για την τέχνη’’». Τούτο με τη σειρά του σημαίνει πως ο μελετητής διέγνωσε ότι ο συγγραφέας γράφει με τον εαυτό του στο κέντρο του έργου του και κάθε έργο του αποτελεί βιογραφική παραλλαγή του.

Στο θέμα των επιδράσεων ο Σεστόφ λέει πως «στη λογοτεχνική ζωή ακολουθείται το έθιμο των ιθαγενών της Γης του Πυρός, σύμφωνα με το οποίο οι νέοι σκοτώνουν τους γέρους και τους τρώνε» και «θα ’λεγε κανείς ότι (ο Μιχαϊλόφσκι) ένιωθε μέσα του πως οι νέοι είχαν δίκιο… γιατί ήταν νέοι και είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους». Και αυτό, ας υπενθυμίσουμε, είναι κάτι που διεξοδικά μελέτησε ο Χάρολντ Μπλουμ στην Αγωνία της Επίδρασης (εκδ. Άγρα), συμπλέοντας με τον Φρόιντ στην ιδέα να «σκοτώσουμε» τους προγόνους για να μη φαίνεται τι τους χρωστάμε και να ελευθερωθούμε απ’ αυτούς, επιτέλους, εμείς οι πολιτισμένοι. Οι ιθαγενείς της Γης του Πυρός όμως τρώγοντάς τους τούς ενσωματώνουν, οπότε δεν απαλλάσσονται. Άλλωστε, πώς θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τον Όμηρο και τους άλλους αρχαίους μας και κάθε νεότερος από τους αμέσως προηγούμενούς του; Δεν γεννήθηκε κανείς σε λογοτεχνική Σαχάρα.

Για να ξαναγυρίσουμε στον Τσέχοφ, αφού ήταν ο «βάρδος της απελπισίας», σωστά του καταμαρτυρεί ο Σεστόφ πως αρκεί να αγγίξει τις λέξεις, «Τέχνη, επιστήμη, αγάπη, έμπνευση, ιδεώδη, μέλλον» και αυτές, αμέσως, «μαραίνονται» και «πεθαίνουν στη στιγμή». Όμως, παραδέχεται πως, παρά την απαισιοδοξία των θεμάτων, κέρδιζε τους αναγνώστες του, γιατί είχε τελειοποιήσει την τέχνη πολύ περισσότερο από τους ευρωπαίους συναδέλφους του και από τον Γκυ ντε Μωπασάν, ο οποίος αγωνιζόταν να τα βγάλει πέρα με τα «θύματά» του, ενώ στα χέρια του Τσέχοφ πέθαιναν εύκολα, όπως για παράδειγμα, ας πούμε, εκείνος ο υπηρέτης που τελικά τον ξέχασαν, κλείδωσαν, έφυγαν και τον άφησαν να πεθάνει στο σπίτι –τάφο, στο Βυσσινόκηπο.

Ο μελετητής υποστηρίζει πως ο Ιβάνοφ και η Ανιαρή ιστορία έχουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Κι εδώ ξεκινάει μια ωραία παρέκβαση αναφερόμενος στον Νίτσε που αναρωτήθηκε αν μπορεί να είναι τραγικός ένας γάιδαρος. Η απάντηση που δεν έδωσε ούτε πήρε τότε, ήρθε αργότερα από τον Τολστόι στο έργο Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς, ενός ασήμαντου ανθρώπου, ο οποίος ενόψει του θανάτου του έγινε, τελικά, τραγικός. Και ο Σεστόφ βρίσκει την ευκαιρία να τονίσει την επίδραση του Τολστόι στον Τσέχοφ. Στο ερώτημα «γιατί γράφει τόσο ζοφερά διηγήματα και δράματα» η απάντηση είναι ότι ο Τσέχοφ έχει απορρίψει «κάθε δυνατή παραμυθία, μεταφυσική ή θετική». Η τεχνική του όμως είναι που τον έκανε πρωτότυπο. Στον Γλάρο π.χ. τα γεγονότα μοιάζουν ασύνδετα σαν να είναι ειδήσεις σε μια εφημερίδα, faits divers, και μάλιστα η ιστορία του φαίνεται κοινή και ανιαρή. Όμως, στην Ανιαρή Ιστορία, όσο ανιαρός και παραιτημένος και αν είναι ο γέρος καθηγητής που έχει αλλάξει και έχει γίνει γενικώς αντικοινωνικός, είναι αυτός που αναλαμβάνει το ρόλο να πει εκείνα που θα έλεγε ο Τσέχοφ για τον εαυτό του. Η ανιαρή ιστορία του γέρου καθηγητή είναι η δική του ανιαρή ιστορία. Και ο Τσέχοφ, βαθιά θετικιστικός, διέβλεπε την εξάρτηση του ανθρώπου από τους παντοδύναμους νόμους της φύσης, από την οποία πηγάζει και η απαισιοδοξία του. Ο Σεστόφ παρακολουθεί τον συγγραφέα σε όλη του την πορεία και εντρυφά πάνω στις βαθιές ρίζες που έχουν οι αλλαγές, οι οποίες επηρεάζουν τη διάθεση του και την αντανακλώνται στους ήρωές του. Και προς το τέλος της ζωής του έρχεται ο Θείος Βάνιας, «η τελευταία του απόπειρα δημόσιας διαμαρτυρίας … διακήρυξης δικαιωμάτων», για να βάλει τη σφραγίδα της απαισιοδοξίας αλλά και της διάστασης του ήρωα από τους γύρω του που δεν καταλαβαίνουν ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει στη ζωή.

Το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον και η μελέτη για τον Τσέχοφ, μαζί με εκείνες που έχουν προηγηθεί για τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι, ολοκληρώνουν μια ερμηνευτική τριλογία των μεγάλων συγγραφέων της ρωσικής λογοτεχνίας.

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Για το βιβλίο: Βασίλης Βασιλικός - Μένης Κουμανταρέας, “Νεανική Αλληλογραφία (1954-1960)”

[Επιμέλεια- Πρόλογος, Θανάσης Νιάρχος, Εκδ. Τόπος, 2014]

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Η Νεανική Αλληλογραφία του Βασίλη Βασιλικού με τον Μένη Κουμανταρέα, από τις εκδόσεις Τόπος, με επιμέλεια και πρόλογο του Θανάση Νιάρχου, αρχίζει το 1954 και σταματά το 1960, όταν και οι δύο είναι νέοι και γεμάτοι όρεξη να κατακτήσουν τη ζωή που έχουν μπροστά τους, αλλά και την τέχνη που προηγείται και έπεται. Κίνητρο απλό είναι η χαρά της επικοινωνίας, αλλά και για να γεμίσουν το κενό του αποχωρισμού, όπως, περίπου, έλεγε ο Σεφέρης. Τα γράμματα μιλούν για πράγματα απλά, καθημερινά, αρκετά όμως από αυτά παρεκκλίνουν για να αποκτήσουν έναν ιδιαίτερο φιλολογικό ή ευρύτερα καλλιτεχνικό χαρακτήρα και να ικανοποιήσουν τον φιλεύρευνο αναγνώστη. Παρόμοια, με έντονη σπιρτάδα, που έτσι για τη σύγκριση αναφέρω, είναι τα γράμματα του Κώστα Ταχτσή προς τον Νάνο Βαλαωρίτη, τα οποία βρίθουν από φιλολογικές, λογοτεχνικές αστραπές και ύφος περιπαικτικό, ιδιαίτερα πληροφορητικό. Όπως εκείνοι, πιστεύω, δεν έγραφαν με την προοπτική μιας μελλοντικής δημοσίευσης, έτσι και οι τωρινοί συντάκτες των επιστολών δεν υποψιάζονταν τότε πως η δική τους αλληλογραφία θα έβλεπε το φως της δημοσιότητας τώρα, ωστόσο, το είδε και οι ίδιοι έδωσαν την άδεια, υποθέτω.

Ο Κουμανταρέας άδικα και πρόωρα αποχώρησε από το στίβο και ίσως δεν πρόλαβε να απολαύσει την δημοσιευμένη νεανική του αλληλογραφία. Ο Βασιλικός όμως σίγουρα έχει πολλές ευκαιρίες να την απολαύσει, γελώντας, ίσως, ή στοχαζόμενος, απλώς, πάνω στις ανησυχίες που είχε και υπολογίζοντας, τέλος, πόσα από όσα ονειρεύτηκε πραγματοποιήθηκαν. Η ζωή του βέβαια είναι γνωστή. Οι πολιτικές περιπέτειες, τα βιβλία του, το πολυδιαβασμένο «Ζ», που από βιβλίο έγινε κινηματογραφική ταινία και σύνθημα στους τοίχους. Η ζωή του που έγινε σίριαλ. Τελευταία, μαζί με την σύζυγό του Βάσω Παπαντωνίου ασχολείται με το «Σπίτι» της Μαρίας Κάλας. Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι έγινε πλούσιος με όσα κέρδισε στο δρόμο. Και ο Κουμανταρέας, επίσης, έζησε την εκδοτική επιτυχία και είδε τα έργα του να μεταφέρονται στην μεγάλη και στην μικρή οθόνη. Και οι δύο εν ολίγοις, έγιναν και διάσημοι και σπουδαίοι και υπήρξαν αγαπητοί και είναι (στον Ενεστώτα) και οι δύο.

Ξαναπιάνοντας το νήμα από το μακρινό 1954, παρατηρούμε ότι οι δύο συγγραφείς γράφουν μόνο για το παρόν. Σαν να θέλουν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο, τι διαβάζει, τι βλέπει, τι ακούει, γενικώς, όπως προκύπτει π.χ. από ένα γράμμα του Βασιλικού προς τον Κουμανταρέα: «Γράψε μου τι κάνεις; Πού δουλεύεις; Τι γράφεις; Πώς ερωτεύεσαι;» (10 Μαΐου 1955). Και άλλο: «Τι γίνεσαι, τι γράφεις, ποιους βλέπεις, τι μουσική ακούς, πόσα λεφτά ξοδεύεις για ταξί, τι διαβάζεις;» (Νέα Υόρκη, 8 Απριλίου 1960).

Ο Κουμανταρέας από την Αθήνα κάνει το ρεπορτάζ του. Στην Αθήνα έφτασε ο Δημήτρης Μητρόπουλος και έπαιξε Μπραμς. Στο εκτενές σχόλιό του για τον μεγάλο καλλιτέχνη, μιλάει και για την εκτέλεση και τον χαρακτήρα του, ο οποίος «δέχεται και αγαπά τις εκδηλώσεις του κόσμου … σαν εκδηλώσεις αγάπης για τη μουσική που παίζει, όμως στο βάθος περιφρονεί τη μάζα, το μεγάλο πλήθος, που του είναι αδιάφορο».

Αλλού ο Βασιλικός σχολιάζει με θαυμασμό τον Camus, τον ανδρισμό του, τον αλγερινό ουρανό και το μεσογειακό του κλίμα, αλλά και τον Ξένο του, που είναι έργο «άψογα γραμμένο και τελειώνει μ’ ένα allegro vivace τραγικό μαζί και υπέροχο». Για τον Sartre σημειώνει ότι «γράφει άσχημα … Κι ύστερα όλη η σκέψη του θυμίζει τις πίσω σκάλες των πολυκατοικιών για τα σκουπίδια».

Στις 30 Απριλίου του 1955 ο Κουμανταρέας στέλνει ένα γράμμα στον Βασιλικό, στο οποίο δίνει στοιχεία, τα οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει «γριφώδη» και στεναχωρείται που δεν μπορεί να ανοιχτεί περισσότερο. Του συμβαίνει μια «αλλαγή ξαφνική όπως ο κεραυνός». Είναι αναστατωμένος και μπερδεμένος, εξομολογητικός και αινιγματικός. Η απάντηση του Βασιλικού σ’ αυτό το γράμμα είναι καθησυχαστική με διευκρινιστικές ερωτήσεις του τύπου αν «έπεσε θύμα της συναισθηματικότητάς» του και ό,τι και αν είναι δεν θα τον πειράξει.

Στις 2 Νοεμβρίου του 1955 ο Βασιλικός αυτοπεριγράφεται: «σήμερα είμαι ντυμένος άψογα. Φορώ μια μαύρη εφαρμοστή μπλούζα με πυργωτό γιακά κι ένα γκρι-bleu casmiri παντελόνι… Μαύρα παπούτσια, με καουτσούκ ευρωπαϊκό, γερά σαν αρβύλες. Τα μαλλιά μου πέφτουν σε μικρές αφέλειες πάνω στο μέτωπο που λάμπει από ένα εσωτερικό φως. Κι είμαι ολόκληρος ακμαίος, δυνατός, ίσιος - έτοιμος για την κατάκτηση του χρυσόμαλλου δέρατος… Αλίμονο όμως! … Μπαίνω στα 23 μου … κι αισθάνομαι κιόλας να με βαραίνει κάποιο παρελθόν, που όταν ήμουν αληθινός Ιάσονας -δηλαδή πριν δυο χρόνια- δεν το είχα στην πλάτη μου. Η σκέψη ότι βαραίνω με τρομάζει- εγώ που πάντα ήθελα να ’μουν πιο ανάλαφρος από ’να πούπουλο και πιο έτοιμος για εκτινάξεις από ένα βέλος στην τεντωμένη χορδή».

Η αυτοαναφορά εμπεριέχει κωμικά, κυρίως, στοιχεία με την προβολή της ομορφιάς και της κομψότητας, η οποία είναι αληθινή, δεν υπάρχει αντίλογος επ’ αυτού, όταν όμως μιλάει για το «εσωτερικό φως» και για «χρυσόμαλλο δέρας» είναι προφανές ότι αυτοσαρκάζεται, αφήνοντας αιχμές για την μελλοντική καταξίωση και αμέσως πιο κάτω, κάνει τη συναισθηματική ανατροπή σαν Καβάφης και εκφράζεται σαν κομψευόμενος ρομαντικός ποιητής του 19ου αιώνα.

Στις 4 Νοεμβρίου του 1955, ο Βασιλικός επανέρχεται: «Η πορεία του ανθρώπου είναι αυτή: ανυπαρξία, συνείδηση πρώτη της ζωής, ανησυχίες της εφηβείας, αμφιταλάντεμα μεταξύ δύο δρόμων, ακολουθά τον ένα από τους δύο, ανησυχίες κι εμπόδια του δρόμου, συνήθεια που φέρνει την ωριμότητα, ωριμότητα που φέρνει τις παραξενιές και τα ηθελημένα καπρίτσια, αίσθηση της κοινωνικής ζωής, σοσιαλισμός, κομμουνισμός, θρησκεία, γήρας. Τέλος. Δευτέρα Παρουσία…» (10 Μαΐου 1955). Μελλοντολογώντας και απομυθοποιώντας ή απλώς βάζοντας τα πράγματα στην φυσική τους κλίμακα δίνει το σύνολο της μακράς πορείας της ζωής.

Τελικώς, και οι δύο, με την άνεση της νιότης τους, με την καλλιτεχνική τους αδηφαγία, με την όρεξη να κατακτήσουν τη ζωή, με την αίσθηση ότι αυτοί διαφέρουν από το σύνολο, με τις σπουδές τους και τη σχετική οικονομική άνεσή τους, ξεχωριστοί και ωραίοι θα ήταν ίσως αντιπροσωπευτικά δείγματα του άγνωστου ακόμα τότε λάιφ στάιλ. Το βιβλίο διαβάζεται απολαυστικά.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

π. Κων. Ν. Καλλιανός: Στα «Κάgιλα» [Στα Κάγκελα]

Τοπογραφία καὶ πάλι τοῦ Κλήματος






Ἕνα ἀπὸ τὰ ξεχωριστὰ μαγαζιὰ τοῦ Παλιοῦ μας τοῦ χωριοῦ ἦταν κι ἐκεῖνο τοῦ μπαρμπα-Παναὴ τοῦ Παλαιολόγου, ποὺ ἀργότερα, ὅταν χάθηκε, τὸ κράτησε ἡ θειὰ Εὐανθία, ἡ γυναίκα του μὲ τὸ γιό της τὸ Σταμάτη. Ἦταν χτισμένο σὲ περίοπτη θέση, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Κοινοτικὸ Γραφεο καὶ σὲ χῶρο, ὅπου παλιότερα στὸ ἐκεῖ οἰκόπεδο ὑπῆρχε ἀρχαία ὑπαίθρια καρούτα, ποὺ λειτούργησε ἴσαμε τὰ μέσα τοῦ 20ου αἰ.
Ὅμως τὸ μαγαζὶ αὐτὸ εἶχε ἕνα προνόμιο μοναδικό. Δηλαδὴ διέθετε μιὰν ὑπέροχη ταράτσα φραγμένη μὲ γερὴ σιδεριά, ἔργο τοῦ Γέρο-Κορφιάτη ἀπὸ τὴ Γλώσσα, γνωστὴ στὸ χωριὸ ὡς «τὰ κάgιλα». Ἀγνάντευε, λοιπόν, τὸ μαγαζὶ κατὰ τὸ Λουτράκι, τὴ Σκιάθο, «τοῦ πάgου», «τοὺ Πλαρουνήσ’», «τὸὺ Στρουgλό», «τοὺ Κασίδ᾿», ἀλλὰ κι «d᾿ Δασά σαπέρα”... Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶχε καθημερινὰ ἀρκετοὺς ἐπισκέπτες ποὺ ἔρχονταν νὰ ἀγναντέψουν, καὶ νὰ τὰ ποῦνε. Ἀλήθεια, τί;
Πρῶτα-πρώτα κοίταζαν πότε ἔρχεται τὸ καΐκι παλιότερα, κι ἀργότερα, τὸ πλοῖο τῆς γραμμῆς.
-Νάτου βρέ, ξιμπουκάρσι ἀπ᾿ τοῦ φανάρ᾿, ἀπ᾿ τοὺ Σκιάθου...λέγανε μεταξύ τους οἱ χωριανοί, συνεχίζοντας,
-Ἄdi νὰ δοῦμι πόσην ὥρα θὰ κάμ’μέχρι τοῦ Λουτράκ΄
Καὶ παρακολουθοῦσαν τὸ πλοῖο, ποὺ πότε ταξίδευε μὲ ἄνεση καὶ πότε, ἐπειδὴ εἶναι μπουγαζι ἡ θἀλασσα ἀπὸ Σκιάθο μέχρι τὸ Λουτράκι, μὲ σφοδρὴ θάλασσα.
-Νἄτου βρέ, ζ᾿ Καψμάδα εἶνι... Ἀκοίτα πὼς κλιέτι... Φουρτουνα κιαμέτ’
Ὅμως τὸ ἀγνάντεμα δὲν ἦταν μονάχα γιὰ τὴν «Εὐκαιρία» - ἔτσι λέγανε οἱ παλιότεροι τὸ καΐκι τῆς γραμμῆς, ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀγναντέψουν τὸ γρύπο ποὺ καλάριζε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ χωριό, «Τς᾿ Κώστα»
-Νἄτους οὑ Χούλης Καλάρσι πάλι...Ἀκοιτα τὰ βαρέλια τἄριξι ἄνοιχτα κι ἄρχισι νὰ μαζεύει d’ καλάδα..», ἄκουγες.
Πράγματι, κάθε τόσο μέσα στὸ χειμώνα ἐρχόταν ἀπὸ τὴ Σκιάθο ὁ γρύπος καὶ καλάριζε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ χωριό, στὴν παραλία «στοῦ Κώστα» καὶ συγκεκριμένα «στὰ Καλάμια», ἀπέναντι ἀπὸ τὸ μποστάνι τοῦ μπάρμπα τοῦ Ἀναργυρου. Κι ἦταν ἕνα θέαμα ἀπὸ τὰ πιὸ μορφα γιὰ μᾶς τὰ παιδιά, καθὼς ἀγναντεύαμε τὸ καΐκι, ποὺ ἀπὸ μακρυὰ φαινόταν σὰν παιχνίδι, τὰ βαρέλια ποὺ ἔριχνε μὲ τὴν καλάδα, «τοὺ κουλουκάϊκου» πίσω του καί, φυσικά, τὸ τσοῦρμο μέσα στὸ καΐκι. Ὅλα τους ἔμοιαζαν σὰν παραμυθένια...
Πολλὲς φορὲς κατέβαιναν οἱ Κληματιανοὶ στὸ γιαλὸ καὶ ἔπαιρναν ἀπ᾿ τὸ γρύπο φρέσκια μαρίδα μέσα σὲ «μπουέλα» (κουβάδες), γιὰ νὰ τὴ φᾶνε στὸ σπίτι μὲ λάχανα, χόρτα δηλαδή τοῦ ἀγροῦ. Μάλιστα, πολλὲς φορὲς τὰ ψάρια ποὺ φέρνανε στὸ χωριό, ἀκόμα σπαρταροῦσαν...
Ὅμως τὸ πιὸ θαυμάσιο ἀγνάντεμα ἀπὸ τὰ κάγκελα ἦταν τὰ θερινὰ τὰ βράδυα ὅταν βγαίνανε «στοὺ Bάgου»1 τὰ «γρί-γρί» κι οἱ λάμπες.
Τὰ γρι-γρὶ βγαίνανε τὸ σούρουπο στὸν «Παγκο» καὶ μόλις νύχτωνε ἄναβαν τὶς λάμπες τους. Κι ἦταν τὸ θέαμα ὑπέροχο, λές κι ἦταν μιὰ λιτανεία μέσα στὸ πέλαγο ποὺ στολίζει τὰ θερινὰ τὰ βράδυα. Κι ἄκουγες τότε στὴ σιωπὴ τῆς νύχτας τὸν μονότονο ἦχο τῆς μηχανῆς, ποὺ ἔμοιαζε σὰν μιὰ μυστικὴ συνομιλία μὲ τοὺς ἤχους τῆς στεριᾶς.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ καλοκαιριοῦ ἄρχιζαν νὰ βγαίνουν κι οἱ λάμπες, δηλαδή ο βαρκες τῶν ντόπιων ψαράδων, γιὰ νὰ καλαμαρέψουν κι ἀπὸ τὰ μέσα περίπου τοῦ Αὐγούστου ἤ καὶ προτύτερα νὰ ζαργανέψουν. (Γιὰ τὸ ψάρεμα τῆς ζαργάνας ἔπρεπε νὰ περιμένουν τὴν πρώτη βροχὴ μέσα στὸν Αὔγουστο, ὥστε νὰ χοτρίνουν οἱ ζαγράνες καὶ νὰ μὴν εἶναι λιανές).
Τότε, λοιπόν, ποὺ βγαίνανε στὸ πέλαγο οἱ λάμπες - τὶς ὀνόμαζαν ἔτσι γιατὶ εἶχαν προσαρμοσμένη στὴν πρώρη τῆς βαρκας μιὰ λάμπα, ἡ ὁποία δούλευε μὲ ἀσετυλίνη κι ἀργότερα μὲ γκάζι. Παλιότερα, ἀντὶ γιὰ ἀσετυλίνη χρησιμοποιοῦσαν δαδὶ ποὺ τὸ καίγανε πάνω σὲ ἕνα τρύπιο τηγάνι.
Ἀγνάντευαν, λοιπόν, οἱ Κληματιανοὶ τὶς βάρκες ποὺ ψάρευαν καὶ ὑπέθεταν ὅτι ἡ μιὰ εἶναι τοῦ τάδε ἤ ἄλλη τοῦ δεῖνα καὶ σχολίαζαν.
-Ἀιδέτους οὑ Γιουργός, θὰ φουρτουθεὶ ζαργάνα ἀπόψ᾿. Ἀκοίτα...δὲ κνιέτι. Θἄχ᾿ πράμα φαίνιτι....Βρέ, τὶ γένιτι!!!!
Ἤ, πάλι, ἄν βλέπανε νὰ μετακινοῦνται οἱ λάμπες λέγανε:
-Δὲν ἔχει ψάρ᾿ ἀπόψ᾿ ...Κατσπουδιὰ φάινιτι Οὔdι μιὰν ἀπόχ᾿ δὲ θὰ γιουμίσνι...
...Καὶ περνοῦσαν οἱ βραδυὲς τοῦ καλοκαιριοῦ, οἱ μέρες τῶν ἄλλων ἐποχῶν, τὰ χρόνια, μέχρι ποὺ ἦρθε μιὰ μέρα ποὺ ἐρήμωσαν τὰ κάγκελα, ἄλλαξαν χέρια κι ἀπόμειναν στὴ μνήμη μονάχα σὲ κείνους ποὺ νοσταλγικὰ τὰ φέρνουν στὸ νοῦ τους καὶ συγκινοῦνται. Σὰν αὐτὸν ποὺ σέρενει ἐτοῦτες τὶς γραμμές...
π. κ.ν. κ.


1 Ὁ Πάγκος εἶναι μιὰ θαλάσσια περιοχὴ σιμὰ στὸ Πλαροννήσι κι ἀπεναντι ἀπὸ τὰ «Σπάσματα»καὶ τὴν «Δάφνη» - τοπωνύμια τῆς περιοχῆς τοῦ Κλήματος πρὶν ἀπὸ τὴν Ἁρμενόπετρα.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΝΑΪΚΑ ΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ, 1

Προσπάθειες ἐξοικονομήσεως χρημάτων γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου
Στὸν Σεβασμιώτατο Μητοπολίτη μου κύριο Χρυσόστομο, εὐχετήριο ταπεινὸ γιὰ τὴν 14η ἐπέτειο τῆς ἐνθρονίσεώς του στὴν πάνσεπτο καὶ ἱστορικὴ Μητρόπολη Χαλκίδος, Ἰστιαίας καὶ Βορείων Σποράδων.
Στὴν ἱστορία τοῦ κάθε ναοῦ, θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε καλά ὅτι προσμετρᾶται, ἐκτὸς τῶν διαφόρων προσπαθειῶν ποὺ καταβάλλονται γιὰ τὴν ἀνέγερσή του, κι ἡ οἰκονομικὴ συνδρομή, διὰ τῆς ὁποίας καὶ συνεχίζεται, ἡ κατὰ τὸ δυνατό, τελειοποίησή του.
Ἀπὸ τὶς ἄγνωστες μέχρι σήμερα προσπάθειες ποὺ γίνανε ὥστε νὰ στερεωθεῖ καὶ λαμπρυνθεῖ ὁ περικαλλὴς ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, εἶναι καὶ τὰ ὅσα στὴ συνέχεια θ᾿ ἀναφερθοῦν: πρῶτα εἰς μνημόσυνον ὅλων ἐκείνων καί, στὴ συνέχεια, ὡς παραδειγματισμὸς τῶν νέων γενεῶν. Γιατὶ ὅλ᾿ αὐτά, πιστεύω, πὼς πρέπει νὰ δημοσιοποιοῦνται καὶ μετ᾿ ἐμφάσεως νὰ τονίζονται.
Μεγάλες, λοιπόν, ἦταν οἱ θυσίες ποὺ γίνανε γιὰ νὰ ἀνεγερθεῖ ὁ ναὸς αὐτός. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ κατεδαφίζεται τὸ ἑτοιμόρροπο παλιὸ κτίσμα, μέχρι καὶ τὸν ἐμπλουτισμὸ τοῦ νέου ἱεροῦ καθιδρύματος μὲ κάθε τί, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴν εὐπρεπῆ λειτουργία του. Γιὰ ὅλ᾿ αὐτά, λοιπόν, ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἀνάλογη οκονομικὴ ἐνίσχυση, ὥστε νὰ κατορθώσει τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Συμβούλιο νὰ προβεῖ σὲ ἀνάλογες πράξεις.
Ἀπὸ τὶς πρῶτες, λοιπόν, προσπάθειες οἰκονομικῆς ἐνισχύσεως τοῦ ἔργου τῆς ἐκ βάθρων ἀνεγέρσεως τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἦταν τὰ λεγόμενα «κυτία εἰσφορῶν». «Κατὰ τοὺς τελευταίους μῆνας (τοῦ ἔτους 1890) [ἐλήφθησαν] ὑπὸ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου ὑπὲρ ἀνεγέρσεως τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου αἱ ἑξῆς συνδρομαί: Ἐκ διαφόρων προσφορῶν διὰ περιφορᾶς κυτίου ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ Μάϊον δρχ. 80, 40 , Ἰούνιον 103, 45, Ἰούλιον 110, 30, καὶ κατὰ τὸ πρῶτον δεκαήμερον τοῦ Αὐγούστου δρχ. 27. Διὰ κιβωτίων τεθειμένων ἐν τῶ Λιμεναρχείῳ δρχ. 37, ἐν τῷ οἰνοπωλείῳ Λ. Φαρμακίδου δρχ. 59, ἐν τῶ οἰνοπωλείῳ Θ. Βούλγαρη δρχ. 42. Ἐν ὅλῳ 508, 85. Ἔτι δὲ συνελέχθησαν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς καταθέσεως τοῦ θεμελίου λίθου δρχ. 290 καὶ ἐκ τῆς πωλήσεως χειροτεχνημάτων τῶν κατασκευασθέντων ὑπὸ μαθητριῶν τοῦ Δημοτικοῦ Παρθεναγωγείου τῇ ἐπιμελείᾳ τῆς διευθυντρίας κ. Αἰκατερίνης Ἰωάννου δρχ. 660, ἤτοι ἐν ὅλῳ δρχ. 1300, 85».
Πηγὴ ἐσόδων ἦταν ἐπίσης καὶ τὰ δέρματα τῶν ἀμνῶν, ποὺ τὶς μέρες τοῦ Πάσχα ἦσαν ἀρκετά, ἀφοῦ ἔθιμο ὑπῆρχε σὲ κάθε οἰκογένεια νὰ ἔχει τὸ δικό της τὸ ἀρνί, ποὺ τοὺς τὸ πωλοῦσαν οἱ γύρω βοσκοί, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἔκαναν καὶ τὸν χασάπη.
«Πρὸς ὄφελος τοῦ ἀνοικοδομουμένου ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου συνελέγησαν, κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα δέρματα ἀρνίων 330, ἅτινα πωληθέντα ἀντὶ δρχ. 2 καὶ 25 λ. ἀπέδοσαν ἑπτακοσίας τεσσαράκοντα δύο δρχ. καὶ λεπτὰ πεντήκοντα. Πρὸς δὲ εἰσεπράχθησαν πλὴν τῶν 300, ἅς προσήνεγκον οἱ ἀδελφοὶ Ἀθανασιάδου ἐκ δωρεᾶς δρχ. 25 καὶ ἐκ διαφόρων εἰσφορῶν δρχ. 22, 50 ἤτοι ἐν ὅλῳ δρχ. 789, 80. Τὸ ποσὸν τοῦτο εἶνε ἀληθῶς μικρὸν κατώτερον τῶν προσδοκιῶν πάντων... Ἐλπίζομεν ὅτι οἱ ἡμέτεροι συμπολῖται δὲν θὰ ὀκνήσωσι νὰ διατρανώσωσι τὴν γενναιοδωρίαν των πρὸς ἔργον τοσοῦτῳ μέγα καὶ ὅτι ἐν καιρῷ θὰ παράσχωσι ὑπὲρ τῆς ἀνεγέρσεως πᾶσαν δυνατὴν χρηματικὴν βοήθειαν».
Τέλος, ἄλλη πηγὴ ἐσόδων ἦταν ἡ περιφορὰ σ᾿ ὁλόκληρη τὴν πόλη τοῦ Τ. Σταυροῦ, μετὰ τὴν κατάδυσή Του τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων. «Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος [Χριστοφόρος] κατέδυσε τὸν Σταυρὸν εἰς τὴν θάλασσαν, κρατούμενον διὰ ταινίας, ἀνασύρας δ᾿ αὐτὸν παρέδωκε εἰς τοὺς ἐπιτρόπους τοῦ ἀνοικοδομουμένου ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὑπὲρ τοῦ εἰσεπράχθησαν ἐκ τῆς περιφορᾶς τοῦ σταυροῦ δρχ. 1080».
Ὁ παλαιὸς ναὸς ἔπαυσε νὰ λειτουργεῖ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 1889. Μάλιστα ἡ πανήγυρις τοῦ ἔτους 1890 ἔγινε στὴν Ἁγία Παρασκευή. «Τὴν ἐρχομένην Πέμπτην [6/12], μνήμην τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πανηγυρίζει ὁ ἐνταῦθα φερώνυμος καὶ νῦν ἀνοικοδομούμενος ἱερὸς ναός·ἡ ἑορτὴ θέλει τελεσθῇ διὰ πάσης ἐκκλησιαστικῆς λαμπρότητος ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς... ἡ ἀνοικοδόμησις τοῦ ναοῦ χρήζει ὡς γνωστὸν τῆς συνδρομῆς ἁπάντων τῶν συμπολιτῶν μας...».
Ὅσον ἀφορᾶ δὲ στὴν κατεδάφιση τοῦ παλαιοῦ ναοῦ αὐτὴ ἄρχισε σταδιακά. Ἔτσι, τὸ 1884 κατεδαφίστηκε τὸ καμπαναριό, ἐνῶ στὰ μέσα Μαρτίου τοῦ 1890 ἄρχισε σταδιακὰ κι ἡ κατεδάφιση τοῦ παλαιοῦ ναοῦ. «Ὡς γνωστὸν τὸ ἔργον τῆς κατεδαφίσεως καὶ ἀνοικοδομήσεως τοῦ ἐν τῇ πόλει μας ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἐκτεθὲν εἰς μειοδοσίαν κατεκυρώθη ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ ἐργολάβου Γρηγορίου Χ. Δημητρίου, [τὸ 1891 ἐργολάβος ἀνέλαβε ὁ Στυλιανὸς Μαργαρίτης] ἐφ᾿ καὶ συνετάχθη τὴν παρελθοῦσαν Πέμπτην [22-2-1890] ἐνώπιον τοῦ ἐνταθα Συμβολαιογραφου κ. Ἐλ. Ἀποστολίδου τὸ προσῆκον περὶ τούτου συμβόλαιον, μεταξὺ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου προεδρευομένου ὑπὸ τοῦ Α΄ Δημαρχιακοῦ Παρέδρου κ. Ἐμμ. Χύμου καὶ τοῦ, ὡς εἴρηται, ἐργολάβου. Ἡ τοῦ ἔργου ἔναρξις γενήσεται μετὰ ἔνα μῆνα [δηλ. γύρω στὶς 20 Μαρτίου], ἐντὸς δὲ δύω ἐτῶν ἡ τοῦ ὅλου ἔργου ἀποπεράτωσις, ὥστε, ὡς παρατηροῦσιν οἱ συμπολῖται μας, καὶ τὸ πολυθρύλητον τοῦτο ζήτημα ἐλύθη κατ᾿ εὐχὴν καὶ ὅσον οὕπω τίθεται εἰς πλήρη ἐνέργειαν».
Τελικὰ ἡ κατεδάφισις ἄρχισε, ὡς φαίνεται, μετὰ τὸ Πάσχα τοῦ 1890, δηλαδή γύρω στὶς 9-10 Ἀπριλίου, «Ἀπὸ τῆς ἐρχομένης ἑβδομαδος, [δηλ. μᾶλλον ἀπὸ Δευτέρα 9 Ἀπριλίου] ἄρχεται ἡ κατεδάφισις καὶ ἡ ἐκ θεμελίων ἀνέγερσις τοῦ ἐνταῦθα ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου· ἡ σύγχρονος ἔναρξις τριῶν σπουδαιοτάτων τεχνικῶν ἔργων, τοὐτέστν ἡ κατεδάφισις τῆς πρὸς τὴν πόλιν πλευρᾶς τοῦ Φρουρίου, πιεζούσης αὐτὴν ὡς ἄλλος ἐφιάλτης, καὶ οὐ μικρὰν προξενούσης αὐτῇ ἀσχημίαν· ἡ διαπλατυνσις τοῦ πορθμοῦ τοῦ Εὐρίπου καὶ ἡ κατεδάφισις τοῦ ἐν τῷ μέσῳ αὐτοῦ ἐγηγερμένου Φρουρίου καὶ ἐκείνη ἡ τοῦ ναοῦ, εἰσίν ἔργα, ὁ χαλασμὸς τῶν ὁποίων θέλει ὁμολογουμένως ἀνακαινίσει καὶ σημαντικῶς ἐξωραΐσει τὴν πόλιν, ἥτις καὶ ὑπὸ ἔποψιν ὑλικὴν σπουδαίως θέλει ὠφεληθῇ».
Ἡ κατεδάφιση φάινεται πὼς τελέιωσε μέσα στὸν ἑπόμενο μῆνα, τὸν Μάϊο δηλαδή, γιατὶ τὴν Κυριακὴ 20 Μαΐου, ἔγινε ἡ θεμελίωσις τοῦ νέου ναοῦ ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Χαλκίδος Χριστοφόρο. «Ἡ περὶ ἀνοικοδομήσεως τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου κοινὴ ἁπάντων τῶν συμπολιτῶν μας ἐπιθυμία ἄρχεται ἐκπληρωμένη· αὔριον [20/5] περὶ ὥραν 10 π. μ. θέλει τεθῇ ὁ θεμέλιος λίθος τοῦ εὐκτηρίου οἴκου τοῦ Χριστεπωνύμου τῆς πόλεώς μας πληρώματος· ἐπὶ τούτῳ ἠ Δημοτοκἢ ἀρχὴ ἐξεδοτο τὸ προσῆκον πρόγραμμα, δι᾿ οὗ κανονίζονται τὰ τῆς τελετῆς τοῦ ἁγιασμοῦ ἐπὶ τῆ καταθέσει τοῦ θεμελίου λίθου καὶ παρακαλοῦνται πᾶσαι αἱ πολιτικαί, ἐκκλησιαστικαὶ καὶ στρατιωτικαὶ ἀρχαί, καὶ οἱ πολῖται, ὅπως μετάσχωσι τῆς τελετῆς ταύτης, καθ᾿ ἥν ἐκ τοῦ ἐν τῷ Φρουρίῳ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς θέλει συνοδευθῇ δι᾿ ἐκκλησιαστικῆς πομπῆς ἡ ερὰ εἰκὼν τοῦ γίου Νικολάου καὶ μεταφερθῇ ἐν τῶ τόπῳ ἔνθα ἀνεγερθήσεται ὁ ναός».
Γιὰ τὴν ἱστορία σημιώνονται καὶ τὰ ὀνόματα τῶν Ἐκκλ. Ἐπιτρόπων τοῦ Ἁγίου Νικολάου: Ἐμμ. Βαβέας, Ἀντ. Μάτσας Π. Ν. Παῦλος καί, φυσικά, ὁ Ἐμμ. Χύμος.
 

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Για το βιβλίο της Ζωής Κατσιαμπούρα “Μαθαίνεται η Ζωή;” (εκδ. Γαβριηλίδης, 2015)

Γράφει η Δρ ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Η Ζωή Κατσιαμπούρα μετά τις Ιστορίες της Μανιάς έρχεται να μας πει και τις δικές της και αποδεικνύεται με τη δεύτερη αυτή εμφάνισή της στην πεζογραφία σαν έτοιμη από καιρό και θαρραλέα. Και μάλιστα με τις γνώσεις της από τις σπουδές της καταφέρνει να συγκεράσει τη συγγραφή της λογοτεχνίας με τη θεωρία της. Από την πρώτη σελίδα του βιβλίου της με τον τίτλο Μαθαίνεται η Ζωή; ήδη μας ενημερώνει πώς γράφεται το μυθιστόρημα. Δεν ξέρω αν θα καταλήξει σε μια θετική απάντηση, όσον αφορά τη ζωή, αλλά μου λύνει την απορία για το αν αυτός που μιλάει είναι ένας άλλος –«εγώ είναι ένας άλλος» έλεγε ο Ρεμπώ- δείχνοντας την απόσταση του εγώ από τον ήρωα, όπως μάθαμε και διδάξαμε σε μαθητές και συναδέλφους στην Επιμόρφωση: αυτός που γράφει είναι άλλος και δεν είναι αυτός που λέει «εγώ» μέσα στο μυθιστόρημα…

Βέβαια, εγώ που λέω «εγώ» μέσα στο βιβλίο, δεν είμαι εγώ, αλλά εγώ τα γράφω και τα φορτώνω στον ήρωά μου. Έρχεται λοιπόν, η Ζωή –η συγγραφέας, δηλαδή, μπαίνει στο εγώ των άλλων, προσπαθώντας να μας μάθει αν μαθαίνεται η Ζωή και παράλληλα και η συγγραφή:

«Αγαπητέ Λευτέρη, Το διάβασες! Σ’ ευχαριστώ! Τη γνώμη σου τη θεωρώ ειλικρινή για να παίρνω κουράγιο! Τα σχόλιά σου τώρα: Εννοείται ότι δικές μου είναι οι σκέψεις των ηρώων. Πώς αλλιώς; Εγώ είμαι η Μαντάμ Μποβαρύ και ο εραστής και ο Κάρολος. Εγώ διάλεξα το θέμα, εγώ επινόησα τους συνδυασμούς. Οι ιστορίες όμως δεν είναι δικές μου …». Τέλεια. Επομένως εγώ και εσύ, αγαπητέ αναγνώστη, «hypocrite lecteur mon semblable, Mon Frère!» που έλεγε ο Baudelaire, λέμε ψέματα όταν λέμε πως δεν έχουμε καμία σχέση με τα διαδραματιζόμενα. Απλώς, κρυβόμαστε πίσω από το εγώ των άλλων κάνουμε ένα ρετούς στα γνωστά θέματα που μας έχουν συγκινήσει, σαν τον σκηνοθέτη που διαλέγει μια κούκλα πρωταγωνίστρια  για να ενσαρκώσει μια ηρωίδα υπαρκτή που καμιά σχέση δεν έχει φυσιογνωμικά με την πρωταγωνίστρια. Ε! έτσι και ο συγγραφέας κάνει ρετούς σε ό,τι θέλει.

Δεκαεννέα κείμενα. Όλα ένα κι ένα, σαν σκληρά αμύγδαλα στα δόντια, τα διαβάζεις και τρίζουν, σπαρταράς στα γέλια με τα περισσότερα. Είναι η εθνική κοινωνική, πολιτική, πνευματική μας ιστορία, η κακομοίρικη και η μίζερη, από τον καιρό των τσιφλικάδων - πόλεμοι, πραξικοπήματα, φτώχιες, διώξεις, εμφύλιος- μέχρι τη δεκαετία του 1960 που είναι η εποχή των μεγάλων προσδοκιών και ανακατατάξεων, των ψευδαισθήσεων των ελευθεριών, της αλλαγής των πραγμάτων των πολιτικών, των αμφισβητήσεων των αυθεντιών, του ευρωπαϊκού (διάβαζε αμερικάνικου) τρόπου ζωής, των συμπεριφορών και ονείρων, κομμένων και ραμμένων στα μέτρα που ο καθένας μας τα ονειρεύτηκε και τα παράγγειλε, όπως νόμιζε ότι θα του ταίριαζαν και θα τα φόραγε στο τέλος.

Η Κατσιαμπούρα πρώτα πρώτα έχει γνώσεις. Έχει παρατηρητικότητα. Έχει χιούμορ και πάνω απ’ όλα, έχει ταλέντο. Μάζευε υλικό στο μαγνητόφωνο (παλιάς κοπής συγγραφέας) και τώρα το σερβίρησε σε δεκαεννέα κούπες. Σπάμε κούπες, σκάμε στα γέλια. Μας κερνάει κρασί δυνατό, μπρούσκο. Δεν λέω «νέκταρ» γιατί αυτό θα ήταν πολύ της ρομαντικής σχολής, ενώ εδώ έχουμε ένα καθαρόαιμο, γκροτέσκο, δυνατό, κείμενο, γεμάτο από μυρωδιές χωριάτικες και λαϊκές, της εποχής που η Ελλάδα προσπαθεί να επικοινωνήσει με την εξ Ευρώπης παιδεία, τα νέα πολιτικά ρεύματα, τον εκσυγχρονισμό, βρε αδελφέ! Να γίνουμε κι εμείς Ευρώπη από τον καιρό του Κοραή… Να κάνουμε την περίφημη «Μετακένωση».

«Μαθαίνεται η ζωή»; Η απάντηση είναι…. Έκπληξη για το τέλος και άσκηση για το σπίτι.
Τα κείμενα του βιβλίου είναι μικρά και μεγάλα. Τα μεγάλα είναι ανάπτυξη του μικρού και ουσιαστικού και τα μικρά σύμπτυξη του μεγάλου και σημαντικού. Ένα μπαντονεόν, που ανοίγει παίρνει ανάσα και κλείνει. Όλα χαρακτηρίζονται από διειδυτικότητα στο βάθος του φαινομένου ή του γεγονότος που παρουσιάζουν και την έκταση που καταλαμβάνουν. Έτσι βλέπουμε στην επιφάνεια το στήσιμο του κωμικού τις περισσότερες φορές, σκηνικού, αλλά από πίσω κι από κάτω, από βάθος μέγα, αναδύονται νοοτροπίες, ιδέες, ήθη, συνήθειες, συμπεριφορές, καταπιεσμένα ένστικτα, καμπουφλαρισμένες επιθυμίες, που θέσαμε υπό ορθολογιστικό έλεγχο, που σχεδόν έχουμε ξεχάσει. Που νομίζαμε πως ξεμάθαμε, προσπαθώντας να μάθουμε τη ζωή και να γίνουμε μοντέρνοι.

Σήμερα ο κόσμος έχει γίνει ένα απέραντο ξενοδοχείο, έλεγε ο Σεφέρης, για να δείξει, εκτός των άλλων, ότι είμαστε όλοι ένοικοι και προσωρινοί, σ’ αυτό τον κόσμο, που δεν πρόλαβε να αλλάξει και να δικαιώσει τις προσδοκίες εκείνων που ήλπισαν και που αγωνίστηκαν και κάποιοι πλήρωσαν με τη ζωή τους αυτή την αλλαγή. Και ο καιρός πέρασε και όλοι είδαμε πια τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι αλλαγές. Ωστόσο, το χιούμορ κάνει καλό στην υγεία και σοβαρολογώ (ο Μισέλ Πικολί έλεγε στην ταινία Ο Μιλού το Μάη: αποφάσισα να είμαι ευτυχής γιατί η ευτυχία κάνει καλό στην υγεία). Και το πικρό έχει την κωμική του εκδοχή και το απλό καθημερινό και αστείο, έχει γέλια σπαρταριστά, μέχρι δακρύων που μπορούν όμως εύκολα να μπερδευτούν με τα δάκρυα λύπης. Η αντίφαση, το οξύμωρο, η αντινομία, όπως και να το πω αυτό που χαρακτηρίζει τη ζωή μας, χαρακτηρίζει και τα διηγήματα.

Παίρνω για παράδειγμα το διήγημα, «Πλασιέδες και Λαμπράκηδες» για την ολιστική προσέγγιση των φαινομένων της ζωής. Έχει μέσα του όλα, όσα ανέφερα. Βρισκόμαστε στο 1960 και οι φτωχοί άνθρωποι και αριστερών πολιτικών αποχρώσεων δεν μπορούν, λόγω φρονημάτων, να φύγουν εργάτες στη Γερμανία, εννοείται ότι δεν μπορούν πουθενά να βρουν δουλειά και ούτε λόγος για να διοριστούν στο δημόσιο. Λίγο παλιότερα δεν μπορούσαν να μπουν ούτε στο πανεπιστήμιο ούτε δάσκαλοι να γίνουν. Και τότε τι να γίνουν; Έμποροι της Βενετίας, θα έλεγε ο Σαίξπηρ, στα ελληνικά συμφραζόμενα πλασιέ.

Έχουμε λοιπόν έναν πλασιέ που και τι δε λέει ο άνθρωπος. Λόγω επαγγέλματος, σαν τον παλιό πραματευτή, γυρίζει, βλέπει ακούει, μαθαίνει. Όλα όσα βλέπουν τα μάτια του και ακούνε τα αυτιά του δεν είναι άλλο από όσα θα έβλεπε ένας κινηματογραφιστής που θα γύρναγε τις γειτονιές για να αποτυπώσει στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής. Μιας ζωής που αγωνίζεται να επιβιώσει με τα ψέματα και να μπαλώσει τα πράγματα με όποιο τρόπο μπορεί θεμιτό ή και αθέμιτο, κάποιες φορές. Επομένως το βιβλίο απλώνεται σε ένα επίπεδο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, ηθικό, ταξικό, θρησκευτικό, φυσιολατρικό. Ανθρώπινο, με λίγα λόγια.

Λέει ο πλασιέ: Τι πουλάνε; «σεντόνια και κεντήματα ‘‘χειροποίητα’’, τι λέω τώρα, ως και βρακιά και γλυκά του κουταλιού και ‘‘μέλι αγνό’’ … πήγαινες από σπίτι σε σπίτι να πουλήσεις με δόσεις, βέβαια το ένα άλλο ένα. Πώς αλλιώς; … Αν έκανε το πράγμα τριάντα δραχμές, ας πούμε, και έβαζες δόση ένα τάλιρο τη βδομάδα, κι εσύ ο δοσάς κέρδιζες, γιατί από τις τριάντα δραχμές, οι είκοσι ήταν κέρδος, και εκείνη που πλήρωνε έτσι σου χρωστούσε χάρη, γιατί αγόραζε ό,τι ήθελε χωρίς να έχει λεφτά στο χέρι. Γιατί δεν μάζευαν τα φράγκα τους να πάνε να τα αγοράσουν στην Ερμού, στην Αιόλου, στην Αγίου Μάρκου; Ξέρω γω; Ντρέπονταν να πάνε στα μαγαζιά; Πώς θα έφευγαν από το σπίτι τους; Στο κάτω κάτω, ήταν και το άλλο, πώς θα ψήναν καφέ στον δοσά να πουν και καμιά κουβέντα; Να γκομενίσουν κιόλα κάποιες; Πολλές φορές τύχαινε να είναι ο άντρας στο σπίτι … άνοιγε η πελάτισσα και κλείνοντας το μάτι φώναζε δυνατά: ‘‘Όχι καλέ, δεν θέλουμε τίποτα, δεν αγοράζουμε εμείς’’… Ήξερες τότε ότι έπρεπε να περάσεις μετά, όταν θα έφευγε ο μαντρόσκυλος». Εδώ έχουμε ένα δυνατό κοινωνικό σχόλιο. Πρώτον, οι άντρες ποτέ δεν κατάλαβαν αν το σπίτι είχε ανάγκη από σεντόνια και πετσέτες. Δεύτερον, η γυναίκα που ξέρει τις ανάγκες επινοεί τρόπους για να τις ικανοποιήσει, χωρίς εκείνος να παίρνει είδηση και να γκρινιάζει (και όχι πάντα, βέβαια, με το απλό τρόπο, αλλά … Θυμάστε στο Ζερμινάλ του Ζολά, πώς εξασφάλισε ένα κομμάτι κρέας η γυναίκα του ανθρακωρύχου για τον άντρα της που έμπαινε στα έγκατα της γης να βγάλει κάρβουνο; Δεν άφησε την κόρη της να πάει στον μπακάλη. Πήγε η ίδια και το διαπραγματεύτηκε, η έμπειρη που ήξερε να το παζαρέψει. Διεθνής και πάντα επιτυχημένη η πατέντα.

Μετά ο δοσάς αλλάζει θέμα. Μιλάει για τις υπηρέτριες που ζουν στο υπόγειο του σπιτιού, οι οποίες «ξεπατρισμένες και μόνες, βρίσκαν παρέα στον πλασιέ να πουν μια κουβέντα … Δυο τρεις από αυτές τις είχα πελάτισσες τριάντα χρόνια. Έγινε η προίκα, έφυγαν από τη δουλειά τους, δεν είναι πια ‘‘υπηρεσία’’, μπήκαν καθαρίστρια σε υπουργείο, σε σπίτια και μαγαζιά… πιο ελεύθερη δουλειά, αλλά ο γαμπρός δεν ήρθε και οι προίκες στοιβάζονταν αμεταχείριστες». Τα φτωχά κορίτσια που ξενιτεύτηκαν και από υπηρέτριες αναβαθμίστηκαν σε καθαρίστριες (αλλάζουν οι σχέσεις εργαζόμενης και εργοδότη) για να φτιάξουν την προίκα και να παντρευτούν και πολύ καλά ξέρουμε τι συνέβαινε με αυτά τα κορίτσια και τα αρσενικά αφεντικά τους. Και ο πλασιέ, που έβλεπε τι γινόταν, που καταλάβαινε τη δυστυχία, που ήταν κι αυτός παιδί του λαού, εκεί, να της πουλήσει και κάτι ακόμα για την άχρηστη προίκα. Το συμφέρον πάνω από όλα.

«Στους Λαμπράκηδες, μη νομίζεις, φανταστήκαμε τον κόσμο αλλιώς, Ελεύθερες σχέσεις και ειλικρίνεια (το πρώτο ζητούμενο οι ελεύθερες σχέσεις). Ο Τάκης έφυγε από το χωριό σχεδόν διωγμένος από μια καψοσχέση, μισή κι ανέσωτη, κι εδώ, στην οργάνωση, έβρισκες τις κοπέλες τρυφερές και άνετες, διαθέσιμες… Μου άρεζαν οι μορφωμένες κι εγώ τους άρεζα, αλλά ‘‘σχέση’’ δεν προχώρησε μ’ αυτές. Δεν βαριέσαι. Κι αυτές που βρήκα στη ζωή μου κούκλες ήταν και τις σκέφτομαι με χαρά. Αλλά βαριόμουν σε λίγο καιρό, πιθανόν κι αυτές να με βαριόνταν, είχα και τις ελευθερίες μου τότε, ξέρεις, Παλαμιώτης που άφησε πίσω του τις ντροπαλές με τη μαντήλα και τα σκασμένα ποδάρια στη βόλτα της Κυριακής και ήρθε εδώ να βλέπει γυναίκες όμορφες και καλοβαλμένες και χαμογελαστές και ελεύθερες. Κατά του γάμου, μισός μισός ο λογαριασμός στην ταβέρνα, όχι σαχλαμάρες και κομπλιμέντα της σειράς… ‘‘Ναι μισά μισά στην ταβέρνα’’, μου είπε κάποτε η Μαρία ‘‘αλλά στο σπίτι περιμένεις να μαγειρέψω εγώ’’… Καλά παιδιά οι αριστεροί, αλλά αυτά που παντρεύονται καλύτερα».

Είπαμε ότι η χώρα αλλάζει, αλλά αλλάζει πιθηκίζοντας ξένες συμπεριφορές, γιατί οι Λαμπράκισσες και η Μαρία του αποσπάσματος και οι άλλες που του «άρεζαν» ή τους «άρεζε» δεν είναι παρά το κακέκτυπο μιας νεολαίας που μας έρχεται απέξω, απηχώντας τον Μάη του ’68, το φεμινιστικό κίνημα, την απελευθέρωση των ηθών και των σεξουαλικών σχέσεων, την ισότητα των φύλων στη διαχείριση των οικονομικών (στην ταβέρνα όμως, όχι και στο σπίτι). Μια μηχανιστική μεταφορά ιδεών της Δύσης στην Ελλάδα, «τις γνώμες σοφών από την Εσπερία», ενώ ακόμα – το ’60- επιβιώνει το νυφοπάζαρο της Κυριακής στο χωριό με τα κορίτσια με τις μαντήλες (σαν τις μπούργκες των μουσουλμανίδων) και τις σκασμένες φτέρνες. Αυτές οι τελευταίες με πάνε ντρίτα στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, σ’ εκείνη τη σκηνή που ανασήκωσε τις φουστάνες της και φάνηκαν οι χοντρές εμβάδες της και οι τρύπιες κάλτσες της. Άλλα χρόνια ίδια δύστυχα όμως.

Και μετά έρχεται «η Χούντα, οι αληταράδες, οι κωλοφασίστες. Με συνέλαβαν. Έφαγα ξύλο για να αποκαλύψω σχέδια για κατάλυση του κράτους που δεν είχαμε… για ονόματα και διευθύνσεις που δεν έδωσα και αισθάνομαι ότι κέρδισα τον τίτλο του ανθρώπου, βρε!». Και αφού μας τον έστησε σαν ήρωα, χλαπ του δίνει μία και τον γκρεμίζει από το βάθρο. Και η Τασούλα η φοιτήτρια που μοιράζανε προκηρύξεις και παρίσταναν το ζευγαράκι… Το τερπνό μετά του ωφελίμου, ο σύντροφος, πλασιέ και Λαμπράκης. (Εδώ θυμάμαι τον Γιοκαρίνη «Είμαι άρχοντας και μην ξεχνάς, Μαρία, πριν δυο μήνες πασατέμπο και πορεία»).

«Με τους Λαμπράκηδες διάβασα και τα βιβλία του Κορδάτου για την Παλαιά Διαθήκη, ε, άκουσα τόσες φορές για το όπιο του λαού». Και για τη φύση «η οικειοθελότατη εργασία που αν κάτι το κάνεις από ανάγκη δεν μας αρέσει. Το ίδιο πράγμα, άμα το κάνεις για πλάκα, είναι σαν σπορ».

Αφήγηση σπαρταριστή, λεξιλόγιο που χρειάζεσαι και τον Μπαμπινιώτη, μερικές φορές (εκείνοι οι Δασκαλοπουλαίοι δε φτάνει που είναι φονιάδες είναι και γεμάτοι άγνωστες λέξεις, πανάθεμά τους: φοντς, πλοκό, γαλίκι, παρμάκες, φιλογούσαν, τζιαουνίζοντα), λεξιλόγιο που μας μεταφέρει στο χρόνο (αλήθεια γιατί λέγαμε «ψήνω καφέ» και όχι φτιάχνω; Στο φούρνο τον ψήναμε;), χαρακτήρες αδροί, δυναμικοί, αντιπροσωπευτικοί του είδους του ανθρώπου που θέλει να συμβαδίσει με τα μοντέρνα ρεύματα αλλά που το χούι του Παλάμα, του χωριού δηλαδή (όχι του ποιητή) του βγαίνει μπροστά. Έκθεση γεγονότων στα οποία παρουσιάζεται κωμικά καμουφλαρισμένο το δράμα της νεότερης Ελλάδας, της νιότης μας, δηλαδή, της προσπάθειας για «Μετακένωση» του αρχαίου μεγαλείου που έγινε ευρωπαϊκό και τώρα το θέλουμε πάλι πίσω. Ευρωπαϊκά μοντέλα στην ελληνική ψωροκώσταινα. Η Κατσιαμπούρα κάνει έργο αυτό που έλεγε ο Σεφέρης: «Δουλειά μου δεν είναι οι αφηρημένες ιδέες». Και ποια είναι η δουλειά του; Δουλειά του είναι να ακούει τα πράγματα του κόσμου, να κοιτάζει πώς συμπλέκονται με την ψυχή του και το σώμα του και να τα εκφράζει. Αυτό έκανε η Κατσιαμπούρα πήρε το υλικό ακατέργαστο από τη ζωή γύρω της και το έπλασε στα διηγήματά της. Με εκφραστική λιτότητα, χωρίς λεκτικές πιρουέτες, εστιάζοντας στην ουσία, μας έδωσε μια Ελλάδα με την ανθρωπιά της και την απανθρωπιά της.

Όλα ωραία, με πίκρα, με δάκρυ, με πόνο, με χιούμορ. Δεν ξέρω να απαντήσω στο ερώτημα αν «Μαθαίνεται η Ζωή». Το σίγουρο είναι ότι τρώγεται και ότι είναι γεμάτη εκπλήξεις. Κι αν εμείς που έχουμε φάει τα δύο τρίτα ή τα τρία τέταρτα, δεν απαντήσουμε, τότε κανείς δεν θα απαντήσει. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι όλα γυρίζουν στον τροχό του χρόνου, όλα αλλάζουν, όλα ανατρέπονται, όλα αναθεωρούνται, ανακυκλώνονται και μας ξαφνιάζουν. Γηράσκω αεί διδασκόμενος και μέχρι τελευταίας πνοής μαθητευόμενος. Αν αυτά τα διηγήματα τα διαβάζαμε τότε στην εποχή που αναφέρονται, θα είχαμε κάτι να περιμένουμε από το μέλλον. Τώρα που είμαστε στο μέλλον, που η ζωή έκανε τον κύκλο της και τα άλεσε όλα, τώρα τι κάνουμε; Έχει έναν ωραίo στίχο ο Paul Εluard: Nous de l’ avenir pour en petit momen penson au passé. Εμείς από το μέλλον για μια στιγμούλα ας σκεφτούμε το παρελθόν (και πώς φτάσαμε ως εδώ, ας συμπληρώσουμε). Η Κατσιαμπούρα σαν επιδέξιος ταχυδακτυλουργός βγάζει περιστέρια και λαγούς από το καπέλο της με αυτά τα διηγήματα, τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν επεισόδια ενός επιτυχημένου σίριαλ ευρείας κατανάλωσης.


Related Posts with Thumbnails