© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Πατριάρχης Αλεξανδρείας για τα Χριστούγεννα 2013: "εξεδήμησε εκ των ουρανών και επεδήμησε επί της γης"


Αριθμ. Πρωτ. 181/2013 
Θ Ε Ο Δ Ω Ρ Ο Σ   Β΄
ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
 
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, ΠΑΣΗΣ ΓΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
 
ΠΑΝΤΙ Τ
ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ 
ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΧΑΡΙΣ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
 
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ
 
ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

"Μετεποίησας την πτωχείαν μου τη συγκαταβάσει σου, σαυτόν εταπείνωσας και το γένος μου ύψωσας."

          Αγαπητοί μου αδελφοί,
     Δύο χιλιετίες πριν ο Υιός και Λόγος του Θεού βγήκε από τον εαυτό Του, παραμένοντας ο εαυτός Του, προκειμένου να προσλάβει και θεραπευτικώς να μεταμορφώσει τον πλάνητα και ασθενή Αδάμ. Άφησε την μακαριότητα της εσωτερικής τριαδικής κοινωνίας, εξεδήμησε εκ των ουρανών και επεδήμησε επί της γης για να αποκαταστήσει την ενότητα του γένους των ανθρώπων με τον Θεό.
       Ο Θεός δεν αρκέστηκε στο να πει και να γίνει, αλλά ταπεινώθηκε και έγινε ο Ίδιος άνθρωπος για να μορφώσει έναν καινούργιο τρόπο ζωής. Λυδία λίθος πάνω στην οποία δοκιμάζεται η γνησιότητα της κατά Χριστόν ζωής δεν είναι άλλη από την αγάπη, η οποία χωρεί και συγχωρεί τους πάντες και τα πάντα και φθάνει μέχρι της θυσίας του Σταυρού. Η αγάπη αυτή δεν νοείται ως απροσδιόριστη συναισθηματική έκφραση, ούτε καν ως συμβατική δοχή και ξενία συγγενών και φίλων. Νοείται κυρίως ως πρόσληψη και μεταμόρφωση του άλλου και αγνώστου, στα πρότυπα της πρόσληψης και μεταμόρφωσης του ανθρώπου από τον Ιησού Χριστό.
     Και αν ο Μονογενής Υιός του Θεού μετοίκησε από αγάπη για να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή μας, σήμερα χιλιάδες αφρικανοί αδελφοί μας, πιεσμένοι από ανάγκη ανελεύθερη, αναγκάζονται να αλλάξουν τον τόπο και τον τρόπο. Πιεσμένοι από τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς και της μετανάστευσης με μόνη αποσκευή την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Κάποιοι δεν κατορθώνουν να φθάσουν στη γη της επαγγελίας και χάνονται απάτριδες. Αλλά και εκείνοι που καταφέρνουν να εισέλθουν στη γη της προσμονής, συχνά γνωρίζουν την απαξία, την απόρριψη, την επιτίμηση, την εκμετάλλευση.  
          Αγαπητοί μου αδελφοί,
      Γνωρίζω καλά ότι το φαινόμενο της μετανάστευσης έχει πάρει το χαρακτήρα πλημμυρίδας, η έκταση της οποίας φοβίζει τις κοινωνίες υποδοχής. Είναι καιρός οι κοινωνίες αυτές να αλλάξουν στάση και να κατανοήσουν ότι η ανθρώπινη δυστυχία αργά ή γρήγορα θα σπάσει τα όποια τείχη υψώνονται για να αποτρέψουν τον απελπισμένο μετανάστη. Είναι καιρός να γίνει αντιληπτό ότι μόνο αν αντιμετωπιστούν τα προβλήματα των κοινωνιών που τροφοδοτούν την μετανάστευση, τότε θα αναστραφεί το ρεύμα των μεταναστών.
     Μέχρι τότε όμως και ιδιαίτερα τούτο το βράδυ της Γεννήσεως του Θεανθρώπου, ας μη λησμονούμε τα λόγια του ποιητή:
Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, 
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
 
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
 
να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά...
θα ’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.


Χρόνια Πολλά!

†Ο Πάπας καί Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής
Θ Ε Ο Δ Ω Ρ Ο Σ   Β΄

Κατερίνας Δεμέτη: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΤΕΧΝΗ



Διάλεξη στο Κέντρο Λόγου Μπανάτου «Αληθώς» / Κυριακή, 15 Δεκεμβρίου 2013

Σεβασμιότατοι, Πρωτοπρεσβύτερε π. Παναγιώτη, Άγιοι Πατέρες, Αγαπητοί Φίλοι,
Θα ήμουν ιδιαίτερα χαρούμενη, εάν η τρίτη συνεχόμενη ομιλία μου στο Κέντρο Λόγου και Τέχνης Μπανάτου ΑΛΗΘΩΣ, ακολουθούσε μία πορεία αναστατική, που την χάραξε η πρώτη, με θέμα το «Θείο Πάθος στη διαχρονία της Ζακυνθινής Τέχνης», τη συνέχισε η δεύτερη, με θέμα τη «Συμβολή των Ζακυνθινών Εικαστικών στο Έπος του Σαράντα» και ολοκληρωνόταν απόψε με την παρουσίαση έργων τέχνης που παρουσιάζουν τη Γέννηση του Θεανθρώπου, από τη δική μας καλλιτεχνική παραγωγή.
Τι πιο ταιριαστό, άλλωστε, με το πνεύμα των ημερών!
Δυστυχώς όμως, η αποψινή, τρίτη ομιλία, παρόλο που σαν ιδέα ξεκίνησε με αυτή τη διάθεση, η πορεία της, μού αποκάλυψε πόσο επίκαιρη στάθηκε η δεύτερη, όταν σας μιλούσα για τη «νέα κατοχή» και πόσο καίρια ήταν η παρατήρηση στην πρώτη, για τα μουσεία μας, που η νεώτερη γενιά λησμόνησε πώς φτιάχτηκαν κι επιτρέπει τους επισκέπτες τους, σήμερα, λόγω λειτουργικών προβλημάτων, να βρίσκουν την πόρτα τους, ΚΛΕΙΣΤΗ. Αντίθετα δεν ενοχλείται καθόλου από την κατάληψη δημόσιων χώρων με παγοδρόμια και κάθε λογής παιχνίδια-σύμβολα μιας κακώς εννοούμενης αναπτυγμένης κοινωνίας, που έχει αφήσει την πνευματικότητα και προσπαθεί να ρίξει μαύρο σε κάθε έκφανση της πολιτιστικής μας έκφρασης.
Γι’ αυτό επιτρέψτε μου απόψε, να κάνω μαζί σας ένα εικαστικό ταξίδι σε αυτόν τον ξεχασμένο κόσμο, που γαλούχησε ιδέες κι έθρεψε Ποιητές, Ζωγράφους, Λογοτέχνες, και να σας επιστήσω την προσοχή στο μικρό μέγεθος, που μπορεί από μόνο του, χωρίς ιδιαίτερους βερμπαλισμούς, να δώσει τις σωστές αναλογίες, ώστε η βίωση το πνεύματος των Χριστουγέννων να ξεκινήσει από τον μικρό ναό της Παναγούλας Μπανάτου.
Η περιήγησή μας θα περάσει από διαφορετικές μορφές της θρησκευτικής τέχνης: την αργυροτεχνία - αργυρογλυπτική, την ξυλογλυπτική, την τοιχογραφία και τη ζωγραφική, που όλες εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, να ιστορήσουν δηλαδή μέσα από την εικαστική τους γλώσσα το μεγάλο γεγονός της Γέννησης του Θεανθρώπου.
Πρώτος μας σταθμός θα είναι η τέχνη της εκκλησιαστικής αργυροχοΐας και τα έργα δύο μεγάλων μαστόρων του ασημιού: του Αθανασίου Τζημούρη και του Διαμάντη Μπάφα.

Στη διαφάνεια βλέπετε την πίσω όψη τριών σταχώσεων Ευαγγελίων του μεγάλου Καλαρρυτινού αργυρογλύπτη Αθανασίου Τζημούρη, διάσημου αρχιτεχνίτη του  Αλή Πασά, που βρέθηκε πρόσφυγας στη Ζάκυνθο, και δούλεψε από το 1821 έως το θάνατό του το 1823. 
            Το πρώτο Ευαγγέλιο είναι από τον Άγιο Διονύσιο. Έχει διαστ. 38Χ24 εκ., εκδόθηκε στη Βενετία στο τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκύ, και το κάλυμμα φιλοτεχνήθηκε από τον Αθανάσιο Ν. Τζημούρη στα Ιωάννινα, το 1818. Το τρίτο Ευαγγέλιο στη διαφάνεια, προέρχεται από την εκκλησία της Αγίας Μαύρας Μαχαιράδου. Το μεσαίο, προέρχεται από την Μονή του Αγ. Βησαρίωνος και έχει διαστ. 38Χ27 εκ.. Και τα τρία ανήκουν στον τύπο Δ των έντεκα σταχώσεων του Τζημούρη, ο οποίος περιλαμβάνει τα Ευαγγέλια: Μονής Πλατυτέρας, Παναγίας των Ξένων, Αγίου Διονυσίου, Αγίας Μαύρας, Ιωαννίνων,  Άρτας, Άνω Σουδενών και Αγίου Βησαρίωνος.

Στην πίσω όψη των σταχώσεων αυτών εικονίζεται σαν κεντρικό θέμα η Σταύρωση. Αριστερά, από πάνω προς τα κάτω ο Δαυίδ, ο Μυστικός Δείπνος, η Γέννηση και ο Δανιήλ και δεξιά ο Σολομών, η Βαϊοφόρος, η Βάπτιση και ο Ιερεμίας. Στη μέση επάνω, ο Ων και κάτω η Ταφή. Οι εικονογραφικές συνθέσεις είναι κλεισμένες μέσα σε περίτεχνα δαντελωτά πλαίσια, στολισμένα με ανθέμια, αχιβάδες και κιονίσκους, με κληματίδες πλεγμένες στους κορμούς, στοιχεία που μαρτυρούν έντονη την επίδραση της Δύσης.

Για τη Γέννηση, που μας ενδιαφέρει, η Παναγία και ο Ιωσήφ εικονίζονται γονατιστοί κατά τα δυτικά πρότυπα. Ο τύπος του Ευαγγελίου που δημιούργησε ο Τζημούρης, στάθηκε το πρότυπο για πολλούς άλλους καλλιτέχνες. Ένα παράδειγμα είναι και το ευαγγελιοκάλυμμα που βρίσκεται στην Παναγία την Κεριώτισσα, το οποίο αντιγράφει πιστά το πρωτότυπο, αλλά δε φτάνει με τίποτα την τεχνική του έργου του Τζημούρη.

Ο άλλος μεγάλος αργυρογλύπτης είναι ο επίσης Καλαρρυτινός Διαμάντης Μπάφας. Το Ευαγγέλιο που βλέπετε στη διαφάνεια είναι και αυτό στο Εκκλησιαστικό Μουσείο και προέρχεται από τον Άγιο Διονύσιο. Τυπώθηκε το 1764 στη Βενετία από τον Νικόλαο Σάρο και οι δύο όψεις του, από σφυρήλατο, φουσκωτό, σκαλιστό και επιχρυσωμένο ασήμι, καλύπτονται ολόκληρες από δεκαπέντε ορθογώνιες παραστάσεις σε μικρή κλίμακα, τις  οποίες έχει φιλοτεχνήσει ο Μπάφας.
Στην κύρια όψη, στο μέσον, παριστάνεται η Ανάσταση, στα γωνιακά διάχωρα εικονίζονται τέσσερις Προφήτες και κάτω, στο μέσον, ένθρονος ο Άγιος Διονύσιος. Στο υποπόδιο του θρόνου είναι χαραγμένη η υπογραφή του καλλιτέχνη: χειρ Διαμάντη Μπάφα και δεξιά στο διπλανό διάχωρο κάτω αριστερά, η χρονολογία: 1812.
Όπως γράφει η αείμνηστη Πόπη Ζώρα στην περίφημη μελέτη της: Δύο μεγάλοι μαστόροι του ασημιού, Αθανάσιος Τζημούρης – Γεώργιος Διαμάντης Μπάφας, έκδ. Εθνικός Οργανισμός Ελληνικής Χειροτεχνίας, 1972, «Το Ευαγγέλιο του Αγ. Διονυσίου ακολουθεί μια ιδιότυπη διάταξη των εικονογραφικών συνθέσεων, που θυμίζει τις πόρτες των εκκλησιών της ιταλικής Αναγεννήσεως. Κάθε φύλλο είναι χωρισμένο σε δέκα πέντε ορθογώνια, που κλείνουν από ένα θέμα». Στο πίσω φύλλο, που μας ενδιαφέρει, παριστάνεται η Σταύρωση, ενώ στις γωνίες απεικονίζονται οι τέσσερις Ευαγγελιστές με τα σύμβολά τους. Τα υπόλοιπα διάχωρα καλύπτονται με σκηνές από τη ζωή και τα θαύματα του Χριστού: ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση, η Προσκύνηση, η Φυγή στην Αίγυπτο, Η Μεταμόρφωση, ο Χριστός στο Όρος των ελαιών, ο Χριστός στον Πιλάτο, ο Γολγοθάς, η Μαστίγωση, η Ταφή.

Οι παραστάσεις φέρουν έντονα την επίδραση της δυτικής τέχνης και είναι φανερό ότι τα πρότυπά τους πρέπει να αντλήθηκαν από ιταλικές και φλαμανδικές χαλκογραφίες που κυκλοφορούσαν ευρύτατα εκείνη την εποχή στο νησί, τις οποίες είχε μελετήσει ο αργυρογλύπτης όπως και ο γιος του Γεώργιος, εξίσου μεγάλος καλλιτέχνης, ο οποίος συνήθιζε να υπογράφει με το όνομα του πατέρα του, γεγονός που δημιούργησε μπέρδεμα στη βιβλιογραφία για το σε ποιον αποδίδεται ποιο έργο.
            Όπως γράφει χαρακτηριστικά η Ζώρα: «Το τοπιογραφικό και το αρχιτεκτονικό βάθος που εμφανίζεται με εγκράτεια στο έργο του Τζημούρη, εδώ παίρνει τέτοια ανάπτυξη, ώστε στέκει ισοδύναμο πλάι στο ανθρώπινο στοιχείο. Στη Φυγή, στο Όρος των Ελαιών, στη Βάπτιση, στο Μη μου άπτου και στη Βαϊοφόρο, η περιγραφή της φύσης αγγίζει την ακριβολογία της πιο νατουραλιστικής τοπιογραφίας τόσο, ώστε να αναγνωρίζει κανείς ακόμα και τα είδη των δέντρων, όπως τις φοινικιές στη Βαϊοφόρο και τα κυπαρίσσια ή τις ελιές στο Όρος των Ελαιών. Η ανθρώπινη παρουσία πολλαπλασιάζεται και μερικές φορές γίνεται ανθρώπινη μάζα, όπως στις σκηνές της Ταφής ή της Πεντηκοστής. Μαλακά, παχιά σύννεφα υποδηλώνουν την ατμόσφαιρα στη Μεταμόρφωση, στον Ευαγγελισμό, στην Ανάσταση και στην Ανάληψη, ενώ τα βουνά δίνονται με γλυκές απαλές γραμμές, όπως στη  Γέννηση και στους Εμμαούς. Μέσα σ’ αυτόν τον πολυπρόσωπο και ταραγμένο διάκοσμο, όπου η φύση, τα υφάσματα και τα σώματα συμπλέκονται στις πιο αφηγηματικές και ρεαλιστικές συνθέσεις, η λιτότητα και η αυστηρότητα της παραδόσεως έχουν εξαφανιστεί».
            Οι πολυπρόσωπες συνθέσεις, οι ορμητικές κινήσεις, τα πολύπτυχα φορέματα και η  νατουραλιστική απόδοση της φύσης, είναι μερικές από τις παρατηρήσεις που ανταποκρίνονται πλήρως και στο άλλο είδος τέχνης που θα δούμε απόψε, τη Ζωγραφική, και στο έργο του  Bίκτωρα, που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου και Στροφάδων.

Πρόκειται για την Προσκύνηση των ποιμένων, έργο του 17ου αι.  διαστ. 47,5Χ 59 εκ., με αυγοτέμπερα, από άγνωστη προέλευση για την οποία ο Ξυγγόπουλος γράφει ότι «ο εξιταλισμός της τέχνης του Βίκτωρος γίνεται πλήρης». «Αν εξαιρέσει κανείς την τεχνική εκτέλεση και την ελληνική υπογραφή ΧΕΙΡ ΒΙCΤΟΡΟC που γράφεται στο κάτω μέρος και η οποία αποτελεί ασφαλές κριτήριο για την ένταξη του έργου στη μεταβυζαντινή ζωγραφική, κανένα άλλο στοιχείο δεν παραπέμπει σε παραδοσιακά μεταβυζαντινά έργα», σημειώνει ο Γιάννης Ρηγόπουλος, στο «Εικόνες της Ζακύνθου και τα πρότυπά τους, τόμος Β΄, έκδ. Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 2006».
            Η προσκύνηση των Ποιμένων παρουσιάζεται μπροστά από ένα τριμερές αρχιτεκτόνημα με κεντρική αψίδα και ψηλούς δίδυμους κίονες που πατούν σε πεσσούς και παραπέμπει απευθείας σε πίνακες του Jacopo Bassano, σύμφωνα με το μελετητή. Η μορφολογία του αρχιτεκτονήματος που πλαισιώνει την παράσταση είναι καθαρά αναγεννησιακή. Το ιταλικό πρότυπο της εικόνας, όπως σημειώνει ο Ρηγόπουλος, βρίσκεται σε χαλκογραφία του Pietro Del Po, ο οποίος γεννήθηκε το 1610 στο Παλέρμο και πέθανε στη Νεάπολη το 1692 ή -3.
            Στο έργο, του οποίου η κατάσταση διατήρησης της ζωγραφικής επιφάνειας, μας δυσκολεύει αρκετά, βλέπουμε την Παναγία μισοξαπλωμένη να έχει τα δάκτυλα του δεξιού της χεριού σε διάταξη θηλασμού. Το βρέφος όμως, με μια μανιεριστική συστροφή, δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμα αυτό. Γυρίζει το κεφάλι σε αντίθετη κατεύθυνση και σηκώνει το αριστερό του χέρι. Εμπρός δεξιά εικονίζεται ο Ιωσήφ ανακεκλιμένος με πλούσιο ιμάτιο, που διπλώνεται στους μηρούς. Στο αριστερό μέρος  της παράστασης και σε λοξή διάταξη παριστάνονται γονυπετείς οι ποιμένες που προσκυνούν το Χριστό. Πίσω τους ανδρική μορφή όρθια. Ανάμεσα στην Παναγία και στους ποιμένες σχεδιάζονται ακόμη δύο άνδρες. Ο ένας από αυτούς φορεί μαύρο ένδυμα και λευκό πουκάμισο. Είναι γονυπετής και έχει το αριστερό του χέρι στο στήθος. Ο άλλος είναι όρθιος. Έχει μαύρη κόμη και γένι. Πίσω και δεξιά από την Παναγία ζωγραφίζονται τρεις άγγελοι. Ο ένας που βλέπει προς το Χριστό παίζει μουσικό όργανο. Ο δεύτερος σχεδιάζεται από τη ράχη και ο τρίτος βλέπει προς τον παρατηρητή, καλυπτόμενος εν μέρει από το δεύτερο. Στην αριστερή πλευρά, από τον εξώστη, βλέπει προς το Χριστό γεροντική μορφή, που φορεί σκούφο και μπέρτα. Άγγελοι σε τολμηρή στάση και κίνηση πετούν επάνω δεξιά.
            Με διαφορετική τεχνική είναι δουλεμένη και η Bιβλική σκηνή (;), 18ος αι., από το ναό του Αγίου Αντωνίου του Ανδρίτση, που βρίσκεται στο Μουσείο Ζακύνθου (αρ. καταγρ. ΜΖ 198).

Το έργο είναι λάδι σε μουσαμά, και έχει διαστ. 93Χ131,5 εκ. (χωρίς πλαίσιο) και 100,5Χ138,8 εκ. (με πλαίσιο). Όπως σημειώνει η Ζωή Μυλωνά στον Οδηγό του Μουσείου Ζακύνθου, έκδ. Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 1998, στους πρώτους καταλόγους του Μουσείου το έργο είχε καταγραφεί ως Γέννηση και αργότερα ως Προσκύνηση των Ποιμένων.
            Στην παράσταση δεσπόζει η νεαρή γυναικεία μορφή στα δεξιά του πίνακα, με αρχοντικό της εποχής ένδυμα, που αφήνει τον αριστερό της ώμο γυμνό. Κάθεται γυρισμένη προς τα αριστερά και παρακολουθεί τους απεικονιζόμενους στο κέντρο της σύνθεσης δύο γενειοφόρους άνδρες, που βγάζουν από ανοιχτό κιβώτιο  χρυσά και αργυρά αγγεία, πολύτιμα υφάσματα και νομίσματα. Προς τη γυναίκα στρέφεται μια νεαρή τροφός με το δεξί στήθος ακάλυπτο, έτοιμη να θηλάσει το ημίγυμνο και κοιμισμένο βρέφος που έχει στην αγκαλιά, ενώ πίσω της δύο άλλες νεαρές γυναίκες συνομιλούν. Αριστερά απεικονίζονται νεαροί άνδρες που ξεφορτώνουν σακιά και κιβώτια από καμήλες. Στο κέντρο, στο τρίτο επίπεδο, βουκολική σκηνή με ποιμένες που βόσκουν τα πρόβατά τους, ψηλά δέντρα, αριστερά μια σκηνή και στο βάθος βουνά. 
            Από τον ίδιο ναό προέρχεται και το επόμενο έργο από το Μουσείο Ζακύνθου, 18ου αι., που βλέπετε στη διαφάνεια.

Έχει ως θέμα την Προσκύνηση των Μάγων, έχει αρ. καταγρ. ΜΖ 197, διαστ. 100Χ138,5 (χωρίς πλαίσιο) και 107,5Χ145,5 εκ. (με πλαίσιο), και είναι επίσης, λάδι σε μουσαμά.
            Όπως σημειώνει η Ζωή Μυλωνά στον Οδηγό του Μουσείου Ζακύνθου, η Παναγία εικονίζεται καθισμένη στο στυλοβάτη επιβλητικού κτηρίου με το σώμα της συστρεμμένο και το μικρό Χριστό στην αγκαλιά της. Στο κέντρο και δεξιά εικονίζονται οι τρεις μάγοι. Πρώτος, γονατίζει μπροστά στο νεογέννητο Βρέφος, ένας ηλικιωμένος μάγος, με τα χέρια του ανοιχτά και τις παλάμες προς τα έξω. Γονατιστός προσκυνάει και ο δεύτερος, που φοράει φωτεινό κόκκινο μανδύα και έχει τα χέρια σε δέηση. Πίσω του, στέκεται  όρθιος, ο τρίτος μάγος. Στο κεφάλι φοράει σαρίκι, κρατάει αγγείο στα χέρια και περιμένει να αποδώσει τιμές στο Θείο Βρέφος, συνοδευόμενος από νεαρό μαύρο υπηρέτη, που απεικονίζεται στην άκρη δεξιά. Σε δεύτερο επίπεδο, έφιπποι και πεζοί αξιωματούχοι, άλογα και καμήλες., ίσως επιβίωμα από τα περιοδεύοντα τσίρκο, που διέσχιζαν την Ευρώπη της εποχής! Στην άκρη αριστερά, πίσω από τη Θεοτόκο, ο Ιωσήφ. Ακουμπάει στη βάση του κίονα κρατώντας το ραβδί του και παρακολουθεί σκεπτικός την Προσκύνηση. Μπροστά του, ανάμεσα σε ζώα, προβάλλει ένας νέος άνδρας που σκύβει ευλαβικά το  κεφάλι. Στο κέντρο περίπου της σύνθεσης, μεταξύ των δύο γονατιστών μάγων, απεικονίζεται ένα μικρό παιδί, με τα νώτα στο θεατή και το πρόσωπο σε προφίλ. Τη σύνθεση κλείνει  στο βάθος ογκώδες οικοδόμημα και τοξωτή πύλη.
            Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για τις δυτικές και μάλιστα βενετσιάνικες επιρροές του έργου, που εντοπίζονται τόσο στη χρωματική του διαπραγμάτευση, όσο και στην επιμήκυνση των μορφών και στον μεγάλο ρόλο που παίζουν τα αρχιτεκτονήματα του φόντου στην όλη σύνθεση.

Όπως έχει αποδείξει η Νανώ Χατζηδάκη το έργο αντιγράφει πιστά, με αντιστροφή όμως της σύνθεσης, την Προσκύνηση των Μάγων του Paolo Veronese (1573, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο), ενώ αντιγράφει άμεσα την εικόνα της Προσκύνησης των Μάγων του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, στο Μουσείο Μπενάκη.
            Για να μην απομακρυνθούμε από τα έργα με τις δυτικές επιδράσεις, ας δούμε την επόμενη διαφάνεια, που προέρχεται πάλι από ένα έργο του Μουσείου Ζακύνθου.         Πρόκειται για την Προσκύνηση των Ποιμένων, από το ναό του Αγίου Γεωργίου των Καλογραιών (αρ. καταγρ. ΜΖ 168). Και για να αντιληφθείτε τη θέση στην οποία έμπαινε η εικόνα, στη διαφάνεια βλέπετε ένα σχέδιο του τέμπλου του Αγίου Γεωργίου των Καλογραιών της αρχιτέκτονος Άννας Ζαγκότση.

Το έργο  έχει διαστ. 114Χ75,5 εκ. χ 1,8 εκ. λάδι σε ξύλο, τέλη 18ου αι. Όπως γράφει στον Οδηγό του Μουσείου η Ζωή Μυλωνά, ο νεογέννητος Χριστός είναι ξαπλωμένος πάνω σε αχυρένιο στρώμα με λευκό σεντόνι. Την άκρη του σεντονιού κρατάει η Θεοτόκος που γονατιστή σκύβει με τρυφερότητα πάνω από το Βρέφος. Το περιβάλλουν τέσσερις ποιμένες που κοιτάζουν με δέος και σεβασμό. Ένας άλλος νεαρός βοσκός, πιο μακριά, στηρίζεται σε ραβδί με το βλέμμα προς το μικρό Χριστό. Στο βάθος ερειπωμένο οικοδόμημα και επάνω, μέσα σε νεφέλη, τρεις φτερωτές κεφαλές μικρών αγγέλων. Έχει επισημανθεί ότι τα ερειπωμένα κτίσματα της παράστασης έχουν κάποια σχέση τόσο με τον Botticelli, όσο και με Βορειοευρωπαίους ζωγράφους, όπως ο Durer και ο Ηans von Kulmbach. Επίσης έχει υποστηριχθεί ότι υπάρχουν ομοιότητες με την προσκύνηση των Ποιμένων του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου στο τρίπτυχο της Μοδένα και προσπάθεια απομίμησης του θερμού κιτρινωπού φωτός.

Το επόμενο έργο ανήκει στα τέλη του 18ου αι., προέρχεται από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνα του Φλαμπουριάρη και είναι έργο του Νικολάου Κουτούζη με αρ. καταγρ. 192. Είναι λάδι σε μουσαμά, με  διαστ. 187,5Χ139,5 (χωρίς πλαίσιο) και 191Χ143 εκ. (με πλαίσιο).
            Εδώ, όπως γράφει η Μυλωνά στον Οδηγό του Μουσείου, η Παναγία σκύβει τρυφερά επάνω από το νεογέννητο Χριστό, που είναι ξαπλωμένος σε αχυρένιο στρώμα με λευκό σεντόνι. Ένα γαϊδουράκι και ένα βόδι στέκονται πίσω της. Αριστερά, δύο βοσκοί γονατισμένοι προσκυνούν το Θείο Βρέφος και ένας τρίτος, όρθιος, στηρίζεται σε ραβδί με το βλέμμα προς το μικρό Χριστό. Επάνω στον ουρανό δύο φτερωτές κεφαλές αγγέλων.
            Έχει υποστηριχθεί ότι στην παράσταση διαπιστώνεται ανάλογη σύνθεση και στάση της Παναγίας με το Βρέφος, καθώς και του γονατισμένου βοσκού και εκείνου που στηρίζεται στο ραβδί του, με την Προσκύνηση των Ποιμένων στο τρίπτυχο της  Μόδενα, γύρω στο 1567, του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.

Μια άλλη αξιολογότατη εικόνα προέρχεται από το Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, από τη Συλλογή Νικολάου και Θάλειας Κολυβά, και έχει ως θέμα την Προσκύνηση των Μάγων. Έχει διαστάσεις 0,51Χ0,34 εκ. χωρίς πλαίσιο-0,71Χ0,55εκ. με το πλαίσιο,   και αρ. καταγρ. Μ.Σ.1975.7.165. Δωρίθηκε από τη Θάλεια Κολυβά στο Μουσείο, το 1975.
            Αριστερά εικονίζεται ο όμιλος των Μάγων και οι ποιμένες. Δεξιά η Θεοτόκος κρατά το μικρό Χριστό στην αγκαλιά της καθισμένη σε μαρμάρινη κλίμακα. Πίσω της ο Ιωσήφ. Στο πάνω μέρος μέσα σε νεφέλη άγγελοι και φτερωτές κεφαλές. Στο βάθος λευκά αρχιτεκτονήματα υποδηλώνουν την απλότητα του χώρου και τις δυτικές επιρροές. Στην έκθεση του Κώστα Μπάρμπα του 1977, διαβάζουμε ότι, το ξυλόγλυπτο πλαίσιο της εικόνας είναι νεώτερο επίχρυσο.

Μια άλλη εκπληκτική εικόνα με θέμα πάλι την Προσκύνηση των Μάγων, βρίσκεται στο Μουσείο-Σκευοφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου και Στροφάδων και προέρχεται από τη Μονή Στροφάδων. Η εικόνα είναι τοποθετημένη στο ιερό βήμα του ναού του Αγίου Διονυσίου.
            Σύμφωνα με το μελετητή Γιάννη Ρηγόπουλο, στο βιβλίο του «Εικόνες της Ζακύνθου και τα πρότυπά τους, έκδ. Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 2006», το ενδιαφέρον της εικόνας έγκειται στο γεγονός ότι, ο άγνωστος ζωγράφος αντέγραψε τη γνωστή εικόνα του Μιχαήλ Δαμασκηνού, Προσκύνησις των Μάγων του 16ου αι.

Αξίζει πραγματικά να δούμε αυτή την απαράμιλλης ομορφιάς εικόνα του Δαμασκηνού, του  16ου αι., 110Χ87 εκ. από το βιβλίο:  «Εικόνες της Κρητικής Τέχνης», εισαγωγή Μανόλης Χατζηδάκης, εκδ. Βικελαία Βιβλιοθήκη – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειον 1993, λήμμα αρ. 97, που υπογράφει η Μ. Κωνσταντουδάκη- Κιτρομηλίδου, σελ. 451-453: «Αριστερά στην παράσταση η Παναγία, καθιστή, με σταυρωμένα χαμηλά τα πόδια, κρατεί τον Χριστό, ζωηρό ημίγυμνο βρέφος που ευλογεί, ενώ ο Ιωσήφ δίπλα παρακολουθεί. Οι μάγοι είναι με πολυτέλεια ντυμένοι (χρυσοΰφαντος μανδύας, χρυσές αλυσίδες και κουμπιά) και προσφέρουν τα δώρα τους σε χρυσά σκεύη. Πίσω από τη Θεοτόκο υψώνεται πέτρινο κατάλυμα με χοντρές κολώνες. Δύο άγγελοι απλώνουν πετώντας μεγάλο κόκκινο ύφασμα πάνω από τη σκηνή της Προσκύνησης, ενώ άγγελος –αστέρας δείχνει προς το βρέφος. Το δεξί μέρος της παράστασης γεμίζει ασφυκτικά ζωηρό πλήθος στρατιωτικών, υπηρετών, με λάβαρα και δόρατα, με περικεφαλαίες ή παράξενα καπέλα φλαμανδικού τύπου, και αλόγων, ένα από τα  οποία εικονίζεται από τα νώτα. Στην άκρη δεξιά παριστάνεται αξιωματικός με σπαθί και δόρυ, σε στάση contrapposto. Σε πιο μακρινό επίπεδο, στο κέντρο της εικόνας, υψώνεται απότομος και αιχμηρός βράχος, ενώ άγγελοι κατεβαίνουν από τα ουράνια σε στάση σεβασμού…»
            «…Ο μάγος με το στέμμα, που ατενίζει το θεατή, είναι η πιο εντυπωσιακή παρουσία στην εικόνα. Με το ύφος και τη ενδυμασία του θυμίζει προσωπογραφίες πλούσιων αστών και ευγενών σε βενετσιάνικα έργα, όπως του Tiziano, του Veronese, του Tintoretto. Η ενάργεια της μορφής του έδωσε λαβή για την υπόθεση ότι πρόκειται για αυτοπροσωπογραφία του ζωγράφου…».

Τις «εκλεκτικές συγγένειες» ανάμεσα στις εικόνες που ζωγραφίζονται στο νησί και τις φλαμανδικές χαλκογραφίες, έχει διεξοδικά μελετήσει ο Γιάννης Ρηγόπουλος, στο βιβλίο του «Φλαμανδικές επιδράσεις στη Μεταβυζαντινή Ζωγραφική, Προβλήματα Πολιτιστικού Συγκρητισμού, Α΄ τόμος, εκδ. Μπάστας – Πλέσσας, 1998». Εδώ θα δούμε μερικά παραδείγματα από έργα που εντόπισε στη Ζάκυνθο και δημοσιεύει στο: «Εικόνες της Ζακύνθου και τα πρότυπά τους, τόμος Β΄ τόμος Γ΄, Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 2006».
            Στη διαφάνεια βλέπετε μια Προσκύνηση των ποιμένων, 18ου αι., Αγνώστου (ίσως του Ν. Καλέργη;,) διαστ. 64,5 χ40 εκ. , αυγοτέμπερα, από το Ναό του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, στο Μεγάλο Γαλάρο. Πρόκειται για εικόνα Δωδεκαόρτου. Επίσης μια άλλη εικόνα αγνώστου από το ναό της Αγίας Παρασκευής στις Βολίμες και το εικονογραφικό τους πρότυπο. Οι ζωγράφοι αντιγράφουν  με μεγάλη ακρίβεια χαλκογραφία του Jan Sadeler 1, η οποία έγινε επί τη βάσει σχεδίου του Jacopo Bassano.
            Εδώ η στενότητα του διαθέσιμου χώρου στο δωδεκάορτο, ανάγκασε το ζωγράφο να αναπτύξει τη σκηνή καθ’ ύψος, ενώ στο χαρακτικό αναπτύσσεται σε πλάτος.
            Υπάρχουν βέβαια και διαφοροποιήσεις από το πρότυπο: δεν αντιγράφει την κατσίκα και το σκύλο κάτω δεξιά, αλλά προσθέτει τη σκηνή και την πορεία των Μάγων, πίσω δεξιά, σκηνή που λείπει στο χαρακτικό και στον πίνακα του Bassano. Προσθέτει ακόμα τους αγγέλους που ζωγραφίζονται πάνω από την καλύβα, εικονογραφικό στοιχείο συνηθισμένο στην Προσκύνηση των ποιμένων στα μεταβυζαντινά έργα.

Κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα από τη ζωγραφική αξίζει να σταθούμε λίγο και στη Μεγάλη Ζωγραφική.
            Στη διαφάνεια βλέπουμε μια τοιχογραφία από τον Άγιο Ανδρέα στο Μεσοβούνι Βολιμών, 17ος αι. Το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα στο Μεσοβούνι Βολιμών χτίστηκε στα τέλη του 16ου αι. από τον ιερωμένο Ιωάννη Θεοδόση και τους εγγονούς του, μοναχό Καλλίνικο και Αναστάσιο Γιαννούλη. Το καθολικό της μονής είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες άγνωστου ζωγράφου του 17ου αι. Η διάταξη των θεμάτων και η λαϊκή, αλλά εκφραστική τεχνοτροπία τους, παραπέμπουν στα τυπικά χαρακτηριστικά της τέχνης που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην ηπειρωτική τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Οι τοιχογραφίες αποτοιχίστηκαν μετά τους σεισμούς του 1953, από το συντηρητή της Εθνικής Πινακοθήκης Κώστα Κουτσουρή και μεταφέρθηκαν στο Μουσείο.
            Στον νότιο και βόρειο τοίχο τοιχογραφείται ο βίος του Χριστού, με σκηνές από την παιδική ηλικία, τα Πάθη, την Ανάσταση και τα μετά την Ανάσταση. Η Γέννηση του Χριστού, που μας ενδιαφέρει, ιστορείται με το συνήθη για τη σύνθεση και τη διάταξη των μορφών τρόπο. Χαρακτηριστικά διαφορετική είναι η στάση της Παναγίας, που ακουμπάει τρυφερά το μάγουλό της στο κεφάλι του Βρέφους και τον αγκαλιάζει με  τα δυο χέρια της. Δεξιά κυριαρχεί η μορφή του προφήτη Μιχαία, ολόσωμου, που κρατάει ανοιχτό ειλητάριο. Το κάτω μέρος της παράστασης έχει καταστραφεί.

Στην επόμενη διαφάνεια βλέπουμε τρεις αριστουργηματικές εικόνες από τη συλλογή Νικολάου και Θάλειας Κολυβά στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.
            Η πρώτη, η Μ.Σ.1975.7.144, έχει διαστ. 0,50Χ0,41 εκ. χωρίς πλαίσιο-0,85Χ0,72εκ. με το πλαίσιο. Στο μέσο της παράστασης εικονίζεται η σκηνή της Γέννησης, η οποία διαδραματίζεται μέσα σε σπηλιά που βρίσκεται στις παρυφές ενός όρους. Μπροστά από τη σπηλιά ο Ιωσήφ συνομιλεί με ένα βοσκό. Πίσω από το βουνό και αριστερά άγγελος ευαγγελίζει ένα βοσκό, ενώ στο βάθος ένα σπίτι και θάλασσα. Στην πάνω δεξιά γωνία της εικόνας μέσα σε νεφέλη όμιλος αγγέλων. Στο πρώτο επίπεδο χλόη και δέντρα. Το πλαίσιο της εικόνας είναι ξυλόγλυπτο, επίχρυσο. Στην έκθεση εργασιών του Μπάρμπα του 1977, διαβάζουμε ότι στην εικόνα παραλείπεται η σκηνή του λουτρού και οι τρεις Μάγοι και ότι το πλαίσιο είναι νεώτερο.
            Η μεσαία, η Μ.Σ.1975.7.146,  έχει διαστάσεις 0,36Χ0,26 εκ. χωρίς πλαίσιο-0,57Χ0,33εκ. Στο κέντρο της παράστασης εικονίζεται η σκηνή της γέννησης μέσα σε σπηλιά που βρίσκεται στις παρυφές ενός όρους. Μπροστά και αριστερά οι τρεις Μάγοι έφιπποι και δεξιά άγγελος ευαγγελίζει ποιμένα. Στην κορυφή του βουνού δύο άγγελοι και η επιγραφή: Η ΓΕΝΝΗCIC =ΤΟΥ ΧΡΙCΤΟΥ. Στο πρώτο επίπεδο πρόβατα, σκύλος και ένας λαγός. Το πλαίσιο είναι ξυλόγλυπτο, επίχρυσο με συσσωματωμένο αέτωμα που έχει ζωγραφισμένη παράσταση του Αγίου Μανδηλίου. Έχει την υπογραφή ΒΙΚΤΩΡ.(;). Στην έκθεση του Μπάρμπα του 1977, αναφέρεται ότι, η συγκεκριμένη εικόνα είναι λαϊκής «τεχνικής» και χαρακτηριστικό της λαϊκότητάς της είναι η ύπαρξη ενός λαγού κάτω δεξιά και ο σκύλος στο κέντρο της παράστασης. Επίσης λείπει η σκηνή του λουτρού.
            Η τελευταία, η Μ.Σ.1975.7.149, έχει διαστάσεις 0,31Χ0,24 εκ. χωρίς πλαίσιο-0,60Χ0,42εκ. με το πλαίσιο. Στο κέντρο της παράστασης μέσα σε σπηλιά εικονίζεται η Θεοτόκος με το βρέφος. Κάτω αριστερά ο Ιωσήφ συνομιλεί με ένα βοσκό. Πιο πίσω οι τρεις Μάγοι έφιπποι και πιο πάνω όμιλος αγγέλων. Δεξιά ένας άγγελος ευαγγελίζεται έναν ποιμένα. Κάτω δεξιά ένα μικρό παιδί με πρόβατα και φυτά. Το πλαίσιο είναι ξυλόγλυπτο με μικρογραφία της Αγίας Τριάδας στο πάνω μέρος. Βίκτωρ(;). Και σε αυτή λείπει η παράσταση του λουτρού.

Αναφερθήκαμε πιο πάνω στο τέμπλο του Αγίου Γεωργίου των Καλογραιών. Οι δύο διαφάνειες που ακολουθούν παρουσιάζουν τα δύο τέμπλα που εκτίθενται στο Μουσείο Ζακύνθου και γλύτωσαν από την τρομερή καταστροφή του Αυγούστου του 1953. Μας ενδιαφέρει φυσικά από αυτά  το θέμα της Γέννησης.
            Στο δωδεκάορτο του τέμπλου του Αγίου Δημητρίου του Κόλα, που όπως μαρτυρεί η επιγραφή κάτω από τη ζωφόρο με τις γοργόνες, χρονολογείται στο 1690, έχουμε δεκατρείς εικόνες που χρονολογούνται στις αρχές του 18ου αι. Έτσι ανάμεσα στις παραστάσεις του Ευαγγελισμού, και της Βάπτισης, έχουμε τη Γέννηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι σύνηθες να αυξομειώνονται οι παραστάσεις στη ζώνη του δωδεκαόρτου ανάλογα με το μήκος του τέμπλου. Έτσι δικαιολογείται η ύπαρξη 13ης εικόνας.

Ο Άγγελος ή Άντζολος Μοσκέτης (+1684), δάσκαλος της ξυλογλυπτικής και δημιουργός πολλών τέμπλων, ανέλαβε την κατασκευή  του χρυσωμένου διάτρητου και ανάγλυφου τέμπλου του Παντοκράτορα, το οποίο διασώθηκε από το σεισμό του 1953 και μερικά χρόνια αργότερα στερεώθηκε και συντηρήθηκε από τον Κώστα Κουτσουρή και σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο. Και αυτό, όπως όλα τα τέμπλα της Ζακύνθου  αποτελείται από τρεις ζώνες.
            Ανάμεσα στις παραστάσεις του Ευαγγελισμού, και της Υπαπαντής, έχουμε τη Γέννηση. Οι εικόνες, ζωγραφισμένες με την τεχνική της αυγοτέμπερας σε ξύλο με προετοιμασία χρονολογούνται στο 17ο αι. Έχουν αποδοθεί στο ζωγράφο Βίκτωρα, πλην της παράστασης της Γέννησης και της Ψηλάφησης του Θωμά. Για την τελευταία ο Παν. Βοκοτόπουλος σημειώνει ότι «προέρχονται προφανώς από άλλο δωδεκάορτο», όπως σημειώνει η Μυλωνά στον Οδηγό του Μουσείου.

Η επόμενη διαφάνεια παρουσιάζει δύο έργα του Ν. Καλέργη. Το ένα από το Ναό του Αγίου Χαραλάμπη στο Ποτάμι, αρχές 18ου αι. [1736], με διαστ. 77,5Χ49 εκ., εικόνα δωδεκαόρτου και το δεύτερο, από τη Μονή του Αγίου Γεωργίου των Γκρεμνών, που προέρχεται από το δωδεκάορτο του τέμπλου του Αγίου Ανδρέα των Βολιμών.
            Η εικονογραφική διαπραγμάτευση είναι σχεδόν πανομοιότυπη. Η Παναγία παριστάνεται στο άνοιγμα βραχώδους σπηλαίου, γονυπετής, με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στο στήθος και με την κεφαλή ελαφριά σκυμμένη, στάση και χειρονομία δηλωτικές της λατρείας του Χριστού, ο οποίος εικονίζεται σε κτιστή φάτνη τοποθετημένη λοξά. Πλησίον της φάτνης συνομιλεί με δύο ποιμένες, οι οποίοι κρατούν ράβδους.
Ο πρεσβύτερος φορεί σκιάδιο. Εκατέρωθεν του σπηλαίου εικονίζεται η άφιξη των Μάγων εφίππων αριστερά και στην άλλη πλευρά ο Ευαγγελισμός των ποιμένων. Άγγελος αναγγέλλει το χαρμόσυνο γεγονός σε δύο ποιμένες. Πάνω από την κορυφή του βουνού τέσσερις άγγελοι δοξολογούν. Το κύριο γεγονός της Γέννησης και τα δευτερεύοντα περιφερειακά γεγονότα, περιβάλλονται από τοξωτό πλαίσιο, διακοσμημένο με φυτικό κόσμημα και ζωγραφιστούς κίονες, επί των οποίων στηρίζεται το τόξο.

Στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Ζακύνθου, βρίσκεται μια πολύ σημαντική εικόνα, έργο του Αποστόλου Κρεζία, 1752, με διαστ. 44Χ54 εκ. , η οποία  ακολουθεί τη διάταξη της σκηνής κατά πλάτος.
            Δημοσιεύεται στο βιβλίο της Μυρτάλης Αχειμάστου-Ποταμιάνου, «Εικόνες της Ζακύνθου, εκδ. Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 1997». Εδώ βλέπουμε το σπήλαιο της Γέννησης να ανοίγεται μαύρο στο κέντρο του όρους. Το φυσικό, γραφικό τοπίο στο βάθος, αποδίδεται με ατμοσφαιρικό φωτισμό και χρώμα, που τονίζει την αντίθεση με το υπερφυσικό γεγονός, που γίνεται στο σπήλαιο.

Ολοκληρώνοντας τη σύντομη περιήγησή μας στον εικαστικό χώρο της απεικόνισης της ενανθρώπισης του Θεανθρώπου θα ήταν παράλειψη εάν δεν στεκόμασταν στην άλλη μεγάλη λαϊκή τέχνη, την ξυλογλυπτική.
            Η περίφημη Madre della Consolatione, από το Παλαιό Μουσείο, του 18ου αι. εκτίθεται στο νέο Μουσείο της πόλης, μέσα σε ένα αριστουργηματικό ξυλόγλυπτο πλαίσιο, που προέρχεται  από το Ναό της Παναγίας Φανερωμένης. Γράφει χαρακτηριστικά ο Νικόλαος Κατραμής για το πλαίσιο αυτό: « …η δε κορωνίς εικόνος  τινός ευρισκομένη επί του αετώματος της προσόψεως και εχούσης εν αναγλύφω το Γενέσιον, τον Ευαγγελισμόν και την αναχώρησιν της Θεοτόκου συνοδευομένης υπό του Ιωσήφ, τοσούτον επέσυρε την προσοχήν βαθυπλούτων ετεροεθνών περιηγητών, ώστε προσέφερον αδρά ποσά χρημάτων ίνα αυτήν αγοράσωσιν…»
            Οι παραστάσεις του πλαισίου:
Α) Στο επάνω οριζόντιο πλαίσιο, η ανάπαυση της Αγίας Οικογένειας κατά τη φυγή της στην Αίγυπτο
Β) Στο κάτω οριζόντιο πλαίσιο, η Προσκύνηση των Μάγων
Γ) Ο Ευαγγελισμός μοιράζεται στα δύο κάθετα πλαίσια: στο αριστερό, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και στο δεξιό, η Παναγία.
Δ) Η φυγή στην Αίγυπτο, στο δεξιό κάθετο πλαίσιο και
Ε) Το προπατορικό αμάρτημα, στο αριστερό κάθετο πλαίσιο.
            Και για το θέμα αυτό ο ξυλογλύπτης προσέφυγε στο δανεισμό από χαλκογραφία του Jan Sadeler 1, που εργάστηκε με βάση σχέδιο του M. De Vos, σύμφωνα με το Ρηγόπουλο.

Το τελευταίο έργο που θα δούμε σήμερα προέρχεται από τη Συλλογή Κολυβά του Μουσείου Σολωμού. Πρόκειται για μία ωραιότατη εικόνα που παρουσιάζει τη Θεοτόκο Δεξιοκρατούσα, πλαισιωμένη από παραστάσεις με τη ζωή του Χριστού.  Οι διαστάσεις της εικόνας είναι 0,40Χ0,31 εκ. η κεντρική παράσταση, 0,67Χ0,60 με τα πλαϊνά εικονίδια και 0,80Χ0,70εκ. με το πλαίσιο. Στην έκθεση του Κ. Μπάρμπα αναφέρεται ότι η κεντρική εικόνα είναι άλλης ποιότητας, τεχνικής και τέχνης από αυτήν του Δωδεκαόρτου και ότι το ξύλο είναι επίσης διαφορετικό.
            Η Θεοτόκος κρατά στο δεξί της χέρι το Χριστό, ο οποίος ευλογεί και κρατά με το αριστερό τη σφαίρα. Γύρω από την κεντρική εικόνα εικονίζεται το Δωδεκάορτο. Πάνω: ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση, η Υπαπαντή και η Βάπτιση. Κάτω: η Ψηλάφηση του Θωμά, η Πεντηκοστή, η Κοίμηση της Θεοτόκου και η Μεταμόρφωση. Εκατέρωθεν της Παναγίας από αριστερά: η Ανάσταση του Λαζάρου, η Σταύρωση. Δεξιά: η Βαϊοφόρος, η Ανάσταση του Χριστού.

            Σεβαστοί Πατέρες, Αγαπητοί Φίλοι,
            Δεν είναι τυχαίο ότι διάλεξα ως τελευταία διαφάνεια της ομιλίας μου και μετά από τα έργα τέχνης που είδαμε, να προβάλω την φάτνη που κακοσμεί το ιστορικό κέντρο της πόλης μας, σύμβολο της νέας αισθητικής. Την φάτνη, που περιορισμένη μέσα στα κίτρινα κάγκελα των κάθε είδους παρελάσεων, καρναβαλιών, ιππικών επιδείξεων, γάμων κ.λπ., συμβολίζει την έκπτωση που έχουμε δεχτεί να γίνει σε κάθε ποιοτικό, πνευματικό, θρησκευτικό, αληθινό, ελεύθερο.
            Ας ευχηθούμε, η αντήχηση των φωνών και των μουσικών οργάνων των παιδιών μας, που θα ακούσουμε στο δεύτερο μέρος της αποψινής βραδιάς, που ακολουθεί, να είναι η αρχή, για να γεννηθεί στην ψυχή μας, εδώ, μέσα από την εκκλησία της Παναγούλας του Μπανάτου, η ανάγκη για αναζήτηση της αληθινής αγάπης για κάθε τι υψηλό, που εκφράζει η Γέννηση του Θεανθρώπου.
            Σας ευχαριστώ και σας εύχομαι καλά Χριστούγεννα.

Bιβλιογραφία

  • Λεωνίδα Χ. Ζώη, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τ. Α΄, φωτοαναστατική έκδοση Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων – Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία «ΤΡΙΜΟΡΦΟ»,  Ζάκυνθος 2011.
  • Πόπη Ζώρα, Δύο μεγάλοι μαστόροι του ασημιού, Αθανάσιος Τζημούρης – Γεώργιος Διαμάντης Μπάφας, έκδ. Εθνικός Οργανισμός Ελληνικής Χειροτεχνίας, 1972.
  • Πόπη Ζώρα, Λαϊκή Τέχνη, από τη σειρά «Ελληνική Τέχνη», Εκδοτική Αθηνών, 1994.
  • Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος Πεντακόσια χρόνια (1478-1978), τόμος 5ος, Τέχνης Οδύσσεια, τεύχος Β΄, Θρησκευτική Τέχνη, Αρχιτεκτονική - Ξυλογλυπτική - Αργυρογλυπτική, Αθήνα 1989.
  • Ζωή Α. Μυλωνά, Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, έκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2011.
  • Ζωή Α. Μυλωνά, Μουσείο Ζακύνθου, έκδ. Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 1998.
  • Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες της Ζακύνθου, εκδ. Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 1997.
  • Γιάννης Ρηγόπουλος, Εικόνες της Ζακύνθου και τα πρότυπά τους, τόμος Β΄ τόμος Γ΄, Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 2006.
  • Γιάννης Ρηγόπουλος, Φλαμανδικές επιδράσεις στη Μεταβυζαντινή Ζωγραφική, Προβλήματα Πολιτιστικού Συγκρητισμού, Α΄ τόμος, εκδ. Μπάστας – Πλέσσας, 1998.
  • Παύλου Φουρνογεράκη, "Χριστουγεννιάτικη Ζακυνθινή Τέχνη", στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Παραθέματα λόγου: http://www.parathemata.com/2008/12/blog-post_24.html.
  • Κατάλογος Έκθεσης: Εικόνες της Κρητικής Τέχνης (Από τον Χάνδακα ως τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη), εισαγωγή Μανόλης Χατζηδάκης, επιστημονική επιμέλεια Μανόλης Μπορμπουδάκης, εκδ. Βικελαία Βιβλιοθήκη – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειον 1993.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΑ ΚΑΗΜΕΝΑ ΤΑ ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΑΚΙΑ…




Στὸν παπα-Βασίλειο Θ. Θερμό, εὐχετήριο γιὰ τὸ Δωδεκαήμερο καὶ ἀνοιχτὴ ἔκφραση εὐχαριστίας

Μοῦ τὰ θύμισαν τὰ παιδιά καὶ μάλιστα τὰ παιδιὰ τοῦ Νηπιαγωγείου, ποὺ κάθε τέτοιες μέρες εἶναι, πιστεύω, τὰ μόνα ποὺ τὰ θυμοῦνται καὶ τὰ τιμοῦν. Γιατὶ νομίζω πώς ἐμεῖς οἱ μεγάλοι, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, ὅλο καὶ πιὸ πολὺ λησμονοῦμε τὰ καλικατζαράκια τῶν παιδικῶν μας χρόνων, τότε, δηλαδή,  ποὺ μᾶς συντρόφευαν τὶς μέρες τοῦ Δωδεκαημέρου, ἐκεῖνον  τὸν περασμένο  καὶ λησμονημένο πιὰ καιρό. Τὸν καιρὸ, ποὺ μεγάλωνε μαζί μας μὲ τὰ ὅσα ἀκούγαμε γι᾿ αὐτά, ἤ τὰ ζήσαμε σεργιανώντας τὶς κρύες νύχτες μέσα στὰ σκοτεινὰ σοκάκια τοῦ χωριοῦ καὶ, περιέργως, χαιρόμασταν γιὰ τὴν «παρουσία» τους. Γιατὶ ἔρχονταν, αὐτοὶ οἱ  προσωρινοὶ ἐπισκέπτες,  ἀπό τοὺς κόσμους τοὺς εὐλογημένους τοῦ παραμυθιοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διηγήσεις παλαιῶν ἁπλοϊκῶν γιαγιάδων, ποὺ οἱ ρίζες τους ἦταν καλὰ στερεωμένες στὸν 19ο αἰ.,  ἴσως καὶ παλιότερα...

Τὰ Καλικατζαράκια, λοιπόν, ποὺ μοῦ τὰ θύμισαν τὰ μικρὰ παιδιὰ μαθαίνοντάς μου παράλληλα ὅτι δὲν θἄπρεπε, μέρες ποὺ ἔρχονται, νὰ  ξεχνῶ. Ἀλήθεια, νὰ ξεχνῶ τὶ καὶ γιατί;  Ὅμως, ἄς πῶ τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή.

Ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔμαθαν κάποια πράγματα, χρήσιμα καὶ στέρεα μέχρι σήμερα, ἦταν ἡ σχεδὸν ἀγράμματη γιαγιὰ μου ἡ Σοφία, ἡ ὁποία ἦταν καλικατζαρογεννημένη, ποὺ σημαίνει ὅτι γεννήθηκε τότε ποὺ ἔρχονται τὰ καλικατζαράκια, αὐτὰ τὰ μισοδαιμονικὰ ὄντα ποὺ μένουν κρυμμένα ὁλοχρονὶς μέσα στὴ γῆ, λές καὶ κατοικοῦν σὲ σπηλιά. Ἀνεβαίνουν δὲ στὸν  ἐπάνω κόσμο, μόλις ἀρχίσει ἡ περίοδος τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου.

Ἡ γιαγιά μου, λοιπόν, φοβόταν τὰ καλικατζούρια κι ἔτσι, ὅταν ἄρχισε νὰ βραδυάζει, γιὰ δώδεκα μέρες, δηλαδὴ ἀπό τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων μέχρι τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων ποὺ θά μᾶς ράντιζε ὁ Μέγας Ἁγιασμὸς,  δὲν ἔβγαινε ἔξω. Ὁ λόγος, μάλιστα, ποὺ δὲν ἔβγαινε ἦταν μήπως καὶ τὴ σκιάξουν οἱ μικροὶ αὐτοὶ καὶ δαιμόνιοι ἐπισκέπτες. Κι ὅλο ἔλεγε γιὰ τὸν καημένο τὸ Βαρσαμᾶ -ποιὸς νὰ ἦταν ἄραγε;- ποὺ πῆγε νύχτα στὸ Μαχαλᾶ καὶ τὸν βρῆκαν οἱ Καλικάτζαροι, τοῦ ἔσβυσαν τὸ φανάρι ποὺ κρατοῦσε καὶ τὸν ἄφησαν στὸ σκοτάδι, κάπου ἐκεῖ στὸ Πουρί, μιὰ ρεματιὰ μεταξὺ  τοῦ Μαχαλᾶ καὶ τοῦ Κάτω Χωριοῦ.

Κι ἦρθε, αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔλεγε ἡ μανοῦ μου, νὰ τὰ ἐπιβεβαιώσει ἡ θειὰ ἡ Οὐρανία ἡ Πριονιστίνα, καλικατζαρογεννημένη κι αὐτή. Μόνο ποὺ ἡ θειὰ ἡ Οὐρανία ἀνάφερε τὸ περιστατικὸ ποὺ εἶχε ἡ ἴδια μὲ τοὺς καλικάντζαρους.

Ὅταν, λοιπόν, ἦταν μικρὴ καὶ βγῆκε νύχτα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, τέτοιες μέρες, μέρες τοῦ Χριστοῦ, ἀντίκρυσε,  ὅπως διηγήθηκε, «τοὺ μιγάλου τοὺ καλ᾿κάτζαρου μὶ κατ᾿ μάτια μιγάλα!!», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τῆς κοπεῖ ἡ φωνή.  Γιὰ νὰ τὴ γιάνει δὲ ἡ μάνα της, τὴν πῆγε ἀποπέρα, στὸ Κάτω τὸ Χωριὸ, σὲ μιὰ θειὰ μαντολόγισσα, ἡ ὁποία, γιὰ νὰ τὴ συνεφέρει, τῆς ἔδωσε νὰ πιεῖ «φριξόνερο». Αὐτὰ συνέβησαν στὰ τέλη τοῦ 19ου  μὲ ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., τότε ποὺ τὸ χωριὸ μας εἶχε πολλὰ τέτοια περιστατικά, τὰ ὁποῖα καὶ περιπλανιόντουσαν ἀπό στόμα σὲ στόμα, κυρίως μεταξὺ τῶν παιδιῶν, ἀλλὰ καἰ κάποιων μεγάλων, ὡς διηγήσεις, γιὰ νὰ γεμίζουν ἐκεῖνα τ᾿ ἀτέλειωτα χειμωνιάτικα βράδυα. Τὰ πλόυσια σὲ συναντήσεις καὶ ἐπικοινωνία βράδυα ποὺ χαθηκαν πιά.

Ὡστόσο οἱ Καλικάτζαροι εἶναι ταυτισμένοι καὶ μὲ κάτι ποὺ ἄρεσε τόσο πολὺ σὲ μᾶς τὰ παιδιά. Μὲ τὰ μοῦρτα, τὸν μαῦρο δηλαδὴ καὶ στιφόγλυκο καρπὸ τῆς μυρτιᾶς, ποὺ αὐτὲς τὶς μέρες τοῦ Δωδεκαημέρου τὸν γευόμασταν μὲ εὐχαρίστηση. Μᾶς λέγανε, λοιπόν, οἱ μεγαλύτεροι ὅτι γιὰ νὰ γλυκάνουν τὰ μοῦρτα ἔπρεπε νὰ τὰ κατουρίσουν οἱ Καλικάτζαροι, μὲ λίγα λόγια νὰ περιμένουμε τὸ Ἅγιο Δωδεκαήμερο...

Ὅμως αὐτὲς τὶς διηγήσεις ἀπὸ τὸ Κλῆμα ἦρθε ἀργότερα νὰ τὶς συμπληρώσει ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ὁ ὁποῖος, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν γείτονάς μας ἀπ᾿ τὸ Σκιάθο, ἐν τούτοις μᾶς ἦταν τόσο ἄγνωστος. Αὐτὸς, λοιπόν, ὁ μεγάλος δάσκαλος μᾶς θύμισε σὲ χρόνια κατοπινὰ, κι ἀπό τότε, κάθε τέτοιες μέρες ἀνασύρει μὲ τὸ λόγο του σπαράγματα παιδικῶν στιγμῶν ποὺ ζήσαμε σὲ κάποιες φτωχικὲς, ἁπλοϊκὲς καὶ λιτὲς κάμαρες, ξεχασμένες σήμερα ἤ ἐρειπωμένες.

Ἀνοίγοντας τὶς λαμπρὲς σελίδες τῶν «Εἰκόνων» τοῦ Μωραϊτίδη, ποὺ φέρουν τὸν ὑπότιτλο «Χριστούγεννα», ὁ νοσταλγικὸς ἀναγνώστης, ποὺ ἔχει βιώσει παρόμοιες στιγμὲς, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ σταθεῖ καὶ στὸν παρακάτω διάλογο τοῦ παπποῦ μὲ τὸν μικρὸ του τὸν ἐγγονὸ.

« -Λοιπὸν θὰ ἔλθουν ἀπόψε; Ἐρωτᾷ εἷς τῶν μικρῶν.
 -Τώρα ἴσως ἔφθασαν, ἀποκρίνεται ὁ γέρων.
 -Καὶ εἶναι πολλοί;
 -Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ.
 -Καὶ ποῦ θὰ καθίσουν;
- Θὰ μοιρασθοῦν εἰς ὅλα τὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ.
...Ἐννοεῖται ὅτι πρόκειται περὶ τῶν καλικατζάρων. Εἶναι περιττὸν νὰ ἀναπτύξωμεν τὸν θελκτικὸν αὐτὸν μῦθον, ὅστις τοσάκις μικροὺς σᾶς ἐφόβισεν ἤ ἐφήβους σᾶς ἐφαίδρυνε».

Πράγματι, ἦταν μιὰ παράξενη συντροφιὰ κάποτε τὰ «καλ’κατζούρια» γιὰ μᾶς τὰ παιδιὰ, ἀλλὰ κι ἕνας ἀδιόρατος φόβος μᾶς κατελάμβανε τότε ποὺ στὰ θεοσκότεινα σοκάκια τοῦ χωριοῦ σπάνια περπατοῦσε κάποιος, ἰδιαίτερα ὅταν πήγαινε κατὰ τὸ Ρέμα, γιατὶ πάντοτε ὑπῆρχε τὸ ἐνδεχόμενο τῆς παρουσίας τῶν καλικατζάρων. Μάλιστα, ἄν τύχαινε νὰ πᾶμε στὰ κάλαντα καὶ φτάναμε στὸ σπίτι τοῦ Γέρο Ζησιμὴ, τὸ τελευταῖο σπίτι τοῦ Κάτω Χωριοῦ, ποὺ βρίσκεται στὸ μονοπάτι ποὺ πάει κατὰ τὸ Μαχαλᾶ καὶ τὴ Γλώσσα, ἕνα παγωμένο χέρι ἔσφιγγε τὴν καρδιὰ μας, ἐπειδὴ ἐκεῖ γύρω ἦταν σχεδὸν ἐρημιὰ καὶ τ᾿ ἀπόβραδο μέσα στὰ πυκνὰ τὰ δέντρα γινόταν ὅλο καὶ πιὸ σκοτεινό, δηλαδὴ ὅτι ἔπρεπε νὰ μᾶς παρουσιαστοῦν τὰ καλικατζούρια.

Ἄλλο πάλι σημεῖο ποὺ μᾶς ἔφερνε σιμὰ μὲ τὰ δαιμονικὰ αὐτὰ ὄντα,  ἦταν ὅταν τύχαινε νὰ πᾶμε στὴ Γλώσσα, τέτοιες μέρες τοῦ Δωδεκαημέρου, ἀπό τὸ μονοπάτι, τὸ ὁποῖο περνοῦσε ἀπό τὸ Κάτω Χωριὸ καὶ συνέχιζε μέχρι τὸ Μαχαλᾶ κι ὕστερα ἔφτανε στὴν Πλατάνα. Ὅταν, λοιπόν, φτάναμε στὸ Πουρὶ, σπεύδαμε νὰ περάσουμε ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα τὸ δρόμο, ποὺ ἦταν πράγματι τόσο παράξενος. Γιατὶ, ἐνῶ περπατοῦσες τὸ ἴσωμα, ξαφνικὰ κατέβαινες τὸ μικρὸ τὸ καλτερίμι μὲχρι τὸ μονοπάτι τῆς ρεματιᾶς κι ὕστερα ἔπρεπε νὰ πάρεις τὸ ἀνηφορικὸ τὸ καλτερίμι ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Μαχαλᾶ. Μάλιστα, ἐκεῖ, στὸ Πουρὶ, ὑπάρχει ἕνας μεγάλος σταχτὺς βράχος γεμᾶτος μούσκλια, ποὺ μοιάζει μὲ τὴ ράχη προϊστορικοῦ ζώου...

Βάζαμε, λοιπόν, στὸ νοῦ μας τὸ Βαρσαμᾶ, ποὺ τὸν ἔπιασαν σ᾿ αὐτὸ τὴ σημεῖο μιὰ νύχτα τοῦ Δωδεκαημέρου τὰ καλ᾿ κατζούρια καὶ τοῦ σβύσανε τὸ φανάρι, καὶ παγώναμε... Μέχρι ποὺ ἦρθε καιρὸς νὰ παρατήσουν τὸ μονοπάτι αὐτὸ, νά κλείσει ἤ νὰ γίνει ἁμαξωτὸς ἕνα μέρος τοῦ ἀγροτικοῦ δρόμου ἀπό τὸ Μαχαλᾶ ἴσαμε τὰ χτήματα ποὺ ὑπάρχουν ἐκεῖ γύρω, ν᾿ ἀλλάξει κάθε τι ποὺ θύμιζε τόσες καὶ τόσες πτυχὲς τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ, νὰ διωχτοῦν καὶ τὰ καλικατζαράκια, γιὰ νὰ βρίσκουν καταφύγιο κάθε χρόνο, ὄχι στὶς καμινάδες ἤ στὶς ρεματιὲς, ἀλλὰ στὰ ποιηματάκια καὶ τὰ μικρὰ τὰ θεατρικὰ τῶν Νηπιαγωγείων, ἄντε καὶ τῶν δύο, τὸ πολὺ, τάξεων τοῦ Δημοτικοῦ...

   [Παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων, 21/12/2008, 12:24:36 π.μ.]

Related Posts with Thumbnails