© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Η Γυναίκα Θάνατος και ο θάνατος της Γυναίκας

Γράφει ο ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΟΥΦΗΣ

Είναι λίγο παράξενο να αναζητήσουμε την Γυναίκα στον θάνατο, αφού είναι συνδεδεμένη με τη ζωή, δηλαδή τη γέννηση και την ανατροφή της ανθρωπότητας, αλλά και με τον έρωτα. Παλαιότερα είχα αναζητήσει τον θάνατο στη φωτιά και πιο πρόσφατα στη θάλασσα. Τώρα η παροιμία Πυρ, γυνή και θάλασσα θα κλείσει την από πλευράς μου θανατολογική προσέγγιση. Η Γυναίκα δεν παρομοιάζεται άδικα με τη φωτιά και τη θάλασσα, αφού έχει τα «καλά και κακά» χαρακτηριστικά τους. Η σχέση αυτής της τριάδας με τον φόβο υπάρχει σε όλες τις κοινωνίες της γης και συνδέεται απόλυτα με τον φόβο του θανάτου και τα τρία αυτά στοιχεία μπορούν να μετατραπούν σε στοιχειά και να προκαλέσουν το απόλυτο κακό, στέλνοντας ανθρώπους και πράγματα, από την ύπαρξη στην ανυπαρξία.
            Στις λατινογενείς γλώσσες όπου ο θάνατος είναι γένους θηλυκού και όχι αρσενικό, όπως συμβαίνει στην ελληνική γλώσσα, πολλοί καλλιτέχνες τον παρομοίωσαν ή τον ταυτοποίησαν με τη Γυναίκα, και μάλιστα με την ωραία Γυναίκα. Αν δούμε τη Γυναίκα στην αυτοκτονία -Η αυτοκτονία, προνόμιο πια στα θηλυκά, έλεγε ο Ν. Καββαδίας- θα δούμε πως οι γυναίκες έχουν την πρωτιά στις αυτοκτονίες, μιας και είναι το αδύνατο φύλο. Αυτό τις κάνει δέκτες της καταπίεσης των ισχυρών αρσενικών. Μόνο ο αφόρητα καταπιεσμένος αυτοκτονεί και οι γυναίκες μέχρι και σήμερα καταπιέζονται σε μόνιμη βάση. Χαρακτηριστικός είναι ο δικός τους (ξεχωριστός από τους άνδρες) τρόπος αυτοκτονίας. Πρόκειται για μεθόδους όπως η δηλητηρίαση, η πτώση από ύψος, η καρτερία, που όλοι μαζί μαρτυρούν τη μετατόπιση της γυναίκας από διαχειριστή του θανάτου σε θύμα του.
            Ας δούμε, όμως, τι σημαίνει διαχειριστής του θανάτου. Η Γυναίκα είναι αυτή που φέρνει τη ζωή αλλά και αυτή που την προετοιμάζει ως εγκυμονούσα (λεχώνα). Ο ρόλος της μαμής, το φάσκιωμα και η τελετουργική φροντίδα μέχρι τα σαράντα, που θα πάρει το νεογέννητο την ευχή από τον παπά, επισφραγίζοντας έτσι την είσοδό του στον κόσμο των ζωντανών, ήταν μια αμιγώς γυναικεία υπόθεση. Επειδή πίστευαν πως ο νεογέννητος, όπως και ο νεκρός, είναι «μολυσμένοι» και υπάρχει κίνδυνος να το «μεταδώσουν» αυτό στους ζωντανούς, γι’ αυτό είχαμε ανάλογες τελετουργικές ετοιμασίες και στους νεκρούς, πάντα από γυναίκες. Σαρανταήμερη απομόνωση της λεχώνας, σαρανταήμερη και της χήρας. Περιποίηση του χώρου που ήταν σε απομόνωση η μάνα και το παιδί μόνο από γυναίκες, περιποίηση και φροντίδα του μνήματος πάλι από γυναίκες.
            Το φάσκιωμα του νεκρού από τη σαβανώτρα (συγυρίστρα στο χωριό μου). Οι διαισθητικές-μαντευτικές αναγνώσεις στην κοιλιά και στο πρόσωπο της εγκύου για το φύλο του παιδιού που θα γεννηθεί και αντίστοιχα οι ανάλογες νεκρομαντίες πάνω στο σώμα του ετοιμοθάνατου και αργότερα, κατά την εκταφή, πάνω στα οστά του, για να δουν την ηθική κατάσταση στην οποία βρίσκεται (κόλαση-παράδεισος), και αυτό το έκαναν μόνο γυναίκες. Όπως και τα προφητικά όνειρα για εγκυμοσύνη ή για θάνατο, πάλι γυναίκες τα έβλεπαν και τα ερμήνευαν. Τα πρώτα τραγούδια που άκουγε ο άνθρωπος ήταν τα νανουρίσματα της μητέρας του, ενώ τα τελευταία του τα «άκουγε» νεκρός από τη γυναίκα ή τις κόρες του που τον μοιρολογούσαν. Τέλος, η διατροφή των νεογέννητων δια του θηλασμού και αντίστοιχα οι χοές στους φρεσκοπεθαμένους, τα κόλλυβα δηλαδή, ήταν και αυτό μια γυναικεία υπόθεση.
            Ποιος έδωσε όμως στη Γυναίκα αυτές τις «ευθύνες» του θανάτου και της τελετουργικής του; Τα του θανάτου έθιμα, ως γνωστόν, χάνονται στα βάθη των αιώνων, άρα η μόνη προσέγγιση μπορεί να είναι «βάσει λογικής», δεδομένου ότι ο άνθρωπος από πάντα, όπως και σήμερα, είχε ολική άγνοια του τι είναι αυτό το χαοτικό και ανεξήγητο  φαινόμενο του θανάτου.
            Πρώτα, ίσως πρέπει να δούμε, ποιος έδωσε στη Γυναίκα την αρμοδιότητα της γέννησης και της ανατροφής του είδους μας. Λογικά θα καταλήξουμε στη φύση, ίσως λοιπόν η ίδια η φύση έχρησε τη γυναίκα μητέρα και αν όντως έτσι είναι, τότε ποιος την ταυτοποίησε με τον θάνατο; Η φύση δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για την τύχη των νεκρών, αυτό είναι θέμα του ανθρώπινου πολιτισμού που ακόμα και σήμερα είναι αντροκρατούμενος. Φαίνεται, λοιπόν, πως ο πολιτισμός που κατασκεύασε το ισχυρό φύλο θεώρησε υπεύθυνες τις γυναίκες για τη διαιώνιση του είδους μέσω της γέννησης «και σωστά θεώρησε», μόνο που φαίνεται να θεώρησε τη γυναίκα αρμόδια για το νεκρό (και από κάθε άποψη άχρηστο) άνθρωπο. Με το σκεπτικό ότι: αφού εσύ Γυναίκα φέρνεις τον άνθρωπο, δουλειά σου είναι και να τον πάρεις, της παραχώρησε το αντρικό φύλο όλη αυτή την μακάβρια εργασία.
            Νομίζω πως αυτή η καταχώρηση δεν προήλθε τόσο από αξιακά κριτήρια, όσο από τη λογική του να απαλλαχτούν οι άντρες από τη «βρομοδουλειά». Εξάλλου, οι γυναίκες δεν υπερασπίστηκαν σθεναρά τον ρόλο τους απέναντι στον θάνατο, όταν πριν από δεκαετίες στη χώρα μας την «βρομοδουλειά» την ανέλαβαν τα γραφεία τελετών που το προσωπικό τους απαρτίζεται κυρίως από άνδρες, οι οποίοι εκτός από «βρομοδουλειά» την αποκαλούν και «σκληρή δουλειά». Οι γυναίκες με ευχαρίστηση εγκατέλειψαν ένα έθιμο χιλιάδων χρόνων, το οποίο στην πραγματικότητα το υφάρπαξαν οι άντρες, προκειμένου να κερδοσκοπήσουν.
Τέλος, η σύγχρονη γυναίκα, με απενεργοποιημένες τις ευθύνες απέναντι στον θάνατο και πολύ περιορισμένες τις ευθύνες της μητρότητας (λόγω εργασίας, νοσοκομείων, παιδιάτρων, μπέιμπι σίτερ κ.λπ.) που επιτάσσει η σύγχρονη κοινωνία, μοιάζει να πεθαίνει μαζί με τους ρόλους της. Μπορεί, πράγματι, η γυναίκα να πέθανε με τη ριζική αλλαγή της κοινωνίας, πέθανε όμως μόνο η γυναίκα που ξέραμε στο πρόσωπο των γιαγιάδων μας. Η σύγχρονη γυναίκα ξαναγεννιέται μέσα σε νέους ρόλους, κυρίως σαν ερωτικό μοντέλο ή πιο συχνά σαν σεξουαλικό αντικείμενο. Μόνο που αυτή η «νέα» γυναίκα χωρίς τον θάνατο στα χέρια της, μοιάζει απενεργοποιημένη και σχεδόν άχρηστη στον Μεσαίωνα που ανατέλλει.

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ [1904-1949] - ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΒΙΟΛΙ ΚΑΙ ΟΡΧΗΣΤΡΑ - ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η  ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ           

Θριαμβευτική υπήρξε η εναρκτήρια συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, στο Μέγαρο Μουσικής, στις 5 Οκτωβρίου του 2012, με έργα Νίκου Σκαλκώτα και Γκούσταβ Μάλερ, υπό την διεύθυνση του αρχιμουσικού Βασίλη Χριστόπουλου και με σολίστ τον βιολονίστα Γιώργο Δεμερτζή. Στο πρώτο μέρος της συναυλίας η Ορχήστρα  ερμήνευσε  το Κοντσέρτο για βιολί και Ορχήστρα του Νίκου Σκαλκώτα, στο οποίο και θ’ αναφερθούμε, αφήνοντας για το επόμενο σημείωμα την εξαίσια ερμηνεία της 1ης Συμφωνίας του Γκούσταβ Μάλερ «Τιτάν», που ακούσαμε στο δεύτερο μέρος.

Νίκος Σκαλκώτας [1904-1949]
Πλάσμα χαρισματικό, ο Νίκος Σκαλκώτας, έδειξε την κλίση του στα πέντε χρόνια του και πήρε τα πρώτα μαθήματα βιολιού από τον θείο του. Ανατρέχοντας κανείς στη μουσική οικογενειακή φλέβα θα συναντήσει εκτός από τον φλαουτίστα πατέρα του, τον λαϊκό βιολιστή, τραγουδοποιό και τραγουδιστή παππού του και την γλυκόλαλη μητέρα του να  τραγουδά δημοτικά τραγούδια. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ο μικρός Νίκος πλάθει το μουσικό του όνειρο και η οικογένειά του θα μετακομίσει το 1909 στην Αθήνα για να το στηρίξει.

Το 1910 ο Άρνολτ Σαίμπεργκ, μετέπειτα δάσκαλός του, στα 36 του χρόνια μετέχει ως ζωγράφος στην ομάδα «Γαλάζιος Καβαλάρης», ιδρυτής της οποίας είναι ο Βασίλη Καντίνσκυ κι ένα από τα μέλη της ο Πάουλ Κλέε.  Στα 1914 βρίσκουμε μαθητή τον Σκαλκώτα στο Ωδείο Αθηνών, στην τάξη του Τόνυ Σούλτσε. Τότε ο Δημήτρης Μητρόπουλος είναι 18 ετών και έχει ήδη κάνει την πρώτη του δημόσια εμφάνιση ως συνθέτης και πιανίστας με εξαιρετική επιτυχία. Μέσα σε έξι χρόνια [1920] ο έφηβος Σκαλκώτας θα πάρει μαζί με το δίπλωμα του βιολιού, το πρώτο βραβείο και χρυσό μετάλλιο. Την ίδια χρονιά ο Δημήτρης Μητρόπουλος φεύγει για τις Βρυξέλλες,  υπότροφος του Ωδείου Αθηνών. Στην πνευματική ζωή της Αθήνας κυριαρχεί η ασκητική μορφή του Κωστή Παλαμά, η πολιτική σκέψη του Ελευθερίου Βενιζέλου και το πάθος του Μανόλη Καλομοίρη για τη δημιουργία Εθνικής Μουσικής Σχολής, ενώ η ποίηση του Αλεξανδρινού φτάνει δειλά στην Αθήνα...

Στα 1921 ο νεαρός Σκαλκώτας παίρνει υποτροφία από το Αβερώφειο Ίδρυμα και πάει στο Βερολίνο, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο βιολί. Θα συναντήσει τον Δημήτρη Μητρόπουλο και θα τον βοηθήσει στην ενορχήστρωση του έργου του για πιάνο «Κρητική Γιορτή».

Το 1924 ο Νίκος Σκαλκώτας στρέφεται στη σύνθεση, με δάσκαλο  τον Κουρτ Βάιλ, αφού έχει εξασφαλίσει υποτροφία από τον Εμμανουήλ Μπενάκη. Αργότερα θα μαθητεύσει κοντά στον Σαίμπεργκ, θα συνδεθεί μαζί του με στενή φιλία και ο Δάσκαλος, θα τον ξεχωρίσει και θα τον κατατάξει ανάμεσα στους, ταλαντούχους μαθητές του,  Άλμπαν Μπεργκ, Άντον φον Βέμπερν, Ρομπέρτο Γκέρχαντ, διάσημοι μουσικοί αργότερα.

Οι καιροί όμως είναι δύσκολοι και ο Σκαλκώτας, για να αντιμετωπίσει τις αυξημένες ανάγκες, που δημιουργήθηκαν από το γάμο του με την συμφοιτήτριά του βιολονίστα Μαντίλτε Τέμκο, εργάζεται ως πιανίστας σε καμπαρέ και στο βουβό κινηματογράφο. Με την Μαντίλντε αποκτά δύο παιδιά. Το ένα χάθηκε νωρίς, το άλλο, η πιανίστα Άρτεμις Λήνταλ, ζει στη Στοκχόλμη. Έχει τέσσερα παιδιά, προικισμένα με το ταλέντο του παππού τους.

Τον  καιρό της μαθητείας του με τον Σαίνμπεργκ  παίζονται έργα του στο Βερολίνο και την Αθήνα. Η άγνοια όμως του μουσικού κόσμου και του αθηναϊκού κοινού για τα νέα ρεύματα έχουν σαν συνέπεια αρκετά δυσμενείς κριτικές και αρνητικές αντιδράσεις, τόσο που ο πράος και ειρηνικός τούτος άνδρας αντιδρά βίαια και απαντά με γλώσσα σκληρή στους επικριτές του απαιτώντας να στηρίξουν με μουσικά επιχειρήματα τις κατηγορίες τους.

Το 1931 διαφωνεί και απαγκιστρώνεται από τον Σαίνμπεργκ, η σιδηρά  προσωπικότητα του οποίου δεν του επεβλήθη. Ο Σκαλκώτας κρατά την αυτονομία του, παρά το γεγονός ότι η μουσική σκέψη του δέχτηκε επιρροές από τον Γερμανικό εξπρεσιονισμό, που διαμορφώθηκε από τις κοινές αισθητικές αναζητήσεις τις ομάδας του «Γαλάζιου Καβαλάρη», την επική τέχνη του Μπέρτολτ Μπρεχτ, καθώς και από το κλίμα και την πολιτική ένταση του μεσοπολέμου.

Αυτή την εποχή, εκτός από τον Σκαλκώτα, βρίσκεται στο Βερολίνο και η περίφημη γενιά του 30. Η γενιά, που λάμπρυνε τις τέχνες και τα ελληνικά γράμματα και διαμόρφωσε την πνευματική ζωή της Ελλάδας: Δημήτρης  Μητρόπουλος, Πάνος Αραβαντινός, Γιώργος Μπουζιάνης, Γιάννης Κωνσταντινίδης, Δημήτρης Ροντίρης, Κατίνα Παξινού, Αντίοχος Ευαγγελάτος, Κωσταντίνος Τσάτσος, Παναγιώτης Κανελόπουλος, Ευάγγελος Παπανούτσος, Γιάννης Θεοδωρακόπουλος, Δημήτρης Πικιώνης, Μαρίνος Καλλιγάς.   

Το 1931 αρχίζει να συνθέτει τους 36 Ελληνικούς χορούς που τους επεξεργάζεται ως τα 1936, ενώ συνεχίζουν να τον απασχολούν ώς το τέλος της ζωής του και κατά καιρούς ετοιμάζει διαφορετικές ενορχηστρώσεις, διασκευές ή προσαρμογές για οργανικά σύνολα, σόλο πιάνο και στρατιωτική μπάντα. Όταν το έργο του ολοκληρώνεται, το καθαρογράφει σε δύο χειρόγραφα και δερματόδετα, χαρίζει το ένα στον Δημήτρη Μητρόπουλο, στον οποίο και το αφιερώνει και το άλλο στον  Εμμανουήλ Μπενάκη.

Στα 1933 επιστρέφει σε μια επαρχιώτικη Αθήνα. Η υποδοχή που του επιφυλάσσεται δεν είναι αντάξια της τιμής που γνώρισε από τους πρωτοπόρους της τέχνης του Βερολίνου. «Θάβεται», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι μελετητές του, το ίδιο -άλλωστε- συμβαίνει και με τον Μπουζιάνη όπου στη Γερμανία θεωρείτο ισάξιος του Ντόλντε και του Κίρχνερ και στην Ελλάδα παραμερίζεται.

Στην Αθήνα ο Σκαλκώτας απομονώνεται. Κερδίζει τη ζωή του παίζοντας βιολί σ’ ένα από τα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας. Τι τιμή για τους μουσικούς που παίζουν σήμερα στη θέση του! Συνθέτει πάντα με εντατικούς ρυθμούς και παράλληλα βοηθά μουσικούς να ενορχηστρώσουν ή και να διασκευάσουν τα έργα τους. Δεν αποκτά μαθητές, συγγράφει όμως μία πραγματεία: «Η Τέχνη Της Ενορχήστρωσης». Ασχολείται με όλα τα είδη της μουσικής, εκτός από την όπερα.

Το 1946 παντρεύεται την πιανίστα Μαρία Παγκάλη. Αποκτούν δυο παιδιά, τον Αλέκο που έγινε ζωγράφος και το Νίκο που η γέννησή του συνέπεσε με τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του. Ο ευγενικός αυτός άνδρας για να μην ενοχληθεί η εγκυμονούσα σύζυγό του,  αποκρύπτει ότι υποφέρει από δυνατούς πόνους.  Φεύγει από τη ζωή από περίσφιγξη κήλης στις 19-9-1949, [κατ’ άλλους στις 20], αφήνοντας πίσω του το θαυμαστό κόσμο της μουσικής του.

Ο Σκαλκώτας με το εκπληκτικό σε όγκο και ποιότητα έργο του -το μεγαλύτερο το εγκατέλειψε στο Βερολίνο- κατέχει θέση ηγετική και προφητική στο μουσικό στερέωμα. Επιλέγει την ιστορική συνέχεια, κρατώντας από την παράδοση των Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σούμπερτ, Μπρούκνερ, Βάγκνερ, Μάλερ, Ντεμπυσσύ, τα πιο ενδιαφέροντα για εκείνον στοιχεία,  τα αναπλάθει και τα εξελίσσει με το δικό του ξεχωριστό τρόπο.

Γιώργος Δεμερτζής
Με τον ίδιο ξεχωριστό τρόπο ο διακεκριμένος σολίστ και βαθύς γνώστης του έργου του Σκαλκώτα, Γιώργος Δεμερτζής, δεν διστάζει να αναμετρηθεί με την πρόκληση του δύσκολου αυτού έργου. Εκτελεί τους «ακροβατικούς ελιγμούς» στο βιολί με μοναδική άνεση, προβάλλει τις επικές αποχρώσεις, τον πλούτο των ιδεών και σκιαγραφεί ανεπανάληπτα την πνευματική μορφή του χαρισματικού Έλληνα Συνθέτη.

Βασίλης Χριστόπουλος
Όμως, ο Αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος θα ολοκληρώσει και θα αναδείξει το πολύχρωμο άκουσμα της ορχήστρας του, θα προβάλει τον λαμπερό ήχο του βιολιού του Γιώργο Δεμερτζή, την εσωτερική ένταση της σύνθεσης μέσα από τον πλούτο του πολυφωνικού ήχου, τις εύπλαστες εξπρεσιονιστικές μελωδίες και θα αφηγηθεί με την Ορχήστρα του την περιπέτεια της σύλληψης ενός σπάνιου έργου, γραμμένο από βιολονίστα συνθέτη που γνωρίζει καλά τα κρυμμένα μυστικά του βασιλιά των εγχόρδων!

Άριστος  γνώστης της κλασικής μουσικής, ο Νίκος Σκαλκώτας, δεν αγνοεί την πολύτιμη δημοτική και λαϊκή κληρονομιά και με λεπτότητα εισάγει στοιχεία λαϊκά στο έργο του, όπως μελωδίες και από το ρεμπέτικο τραγούδι. Ίσως θα πρέπει να προβληματίσει ο σεβασμός, με τον οποίο προσεγγίζει το λαϊκό στοιχείο και το μπολιάζει στην κλασική μουσική παλέτα του και να αναρωτηθεί κανείς πώς φτάσαμε στη σημερινή «κουλτούρα της ελαφρότητας» και στερήσαμε τον λαό μας από την δωρεά της υψηλής αυτής τέχνης, γιατί είναι βέβαιο ότι η θαυμάσια αυτή συναυλία δε θα φτάσει ποτέ στις πλατιές λαϊκές μάζες και είναι κρίμα. Γι’ αυτό, αφού ευχαριστήσουμε το Τρίτο Πρόγραμμα για την προσφορά του, παρακαλούμε τους «άρχοντες», που ελέγχουν την πνευματική ζωή της χώρας και την Κρατική Τηλεόρασή μας, με την εμβέλεια που διαθέτει, να μας κάνει τη μεγάλη χάρη να αναμεταδίδει τις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, για να εκπληρώσει και τον εκπαιδευτικό ρόλο της και για να μην είμαστε εμείς οι ταπεινοί συνδρομητές της «τραγικά αυτοδίδακτοι».  

Τι κι αν η εποχή του τον αγνόησε; Υπήρξε, υπάρχει, και θα υπάρχει για να μας αποκαλύπτει μες από το έργο του, το σπάνιο ταλέντο του, την ευαισθησία, το ήθος,  την ευγένεια της ψυχής του και για να δικαιώνει το λόγο του W. Goehr: «…ένα θαύμα που συνέβη σ’ αυτή τη χώρα [την Ελλάδα] κι έχουν συμβεί τόσα πολλά θαύματα εδώ…».
  

Βιβλιογραφία:
1] Περιοδικό Η Λέσχη του Δίσκου 10-13, Αφιέρωμα Σκαλκώτα.
2] Μουσείο Μπενάκη, Νίκος Σκαλκώτας 1904-2004.
3] Πρόγραμμα Κ.Ο.Α. «Κρητική Γιορτή», « Η Θάλασσα» Συμφωνική Σουίτα.
4] Εφ. Καθημερινή Επτά Ημέρες, αφιέρωμα Νίκος Σκαλκώτας 1904-2004.
5] Μουσικό Αναλόγιο 1995-1996, Μ.Μ.Α. Δημήτρης Μητρόπουλος αφιέρωμα.
6] Πρόγραμμα Φεστιβάλ Αθηνών 2004.
7] Νίκος Σκαλκώτας ΕΜΙ.
8] Νέο Πρόγραμμα Κ.Ο.Α.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Απόστολου Θηβαίου: ΜΥΣΤΙΚΗ ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ (ποίημα)

Ξυλογραφία Γιάννη Στεφανάκι, 2007

Χαίρομαι που με ρωτάτε,
που τέλος πάντων μου παρέχετε την ευκαιρία
να σας εξιστορήσω τη βαθύτερη,
τη μυστική φιλοδοξία μου.
Λοιπόν, φανταστείτε ένα χαμηλό βαρομετρικό λύπης
πάνω από τα πρόσωπά μας,
πάνω από τα πρόσωπά μας.
Φανταστείτε μια στοά στο κέντρο της πόλης,
αργά τη νύχτα,
φανταστείτε τον κρότο και το φως
καθώς θα εκρήγνυμαι μες στο βάθος της 
και θα είναι όλα της μοναξιάς μου τα σύνεργα
ανατιναγμένα, πάει να πει σε θέα κοινή,
σαν τα κορίτσια των πολλών.
Φανταστείτε μια στοά στο κέντρο της πόλης,
πάνω από τα πρόσωπά μας,
τα σύνεργα της μοναξιάς,
τα κόκκινα κορίτσια,
και άλλα τέτοια.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Γιάννη Πρίμπα: ΑΝΑΣΚΕΛΟ ΤΑΞΙΔΙ (διήγημα)


Ξαπλωμένος ανάσκελα, λίγο πριν αποκοιμηθώ, αναλογίζομαι. Πού καρφώνονται τα βέλη που απ' το στόμα μου ακατάσχετα τοξεύω; Πού καταλήγουνε οι σκέψεις και οι πράξεις που εντέχνως συγκαλύπτω; Απ' το ανοιχτό παράθυρο ακούω του δρόμου τις πρόστυχες φωνές. Σαν τα φασόλια που βράζουν στη χύτρα, ανεβοκατεβαίνουνε μέσα στη νύχτα οι κολασμένοι. Κι η μέρα φειδωλή, φοβάται μη τυχόν της ζητήσω ένα χάδι. Μα έστω αυτό το χάδι το ελάχιστο αν μου πρόσφερε, δε θα απαιτούσα τώρα ακόρεστα τα πάντα. Κι όμως τέτοιο χάδι ουδέποτε μου δόθηκε. Έτσι κι εγώ γι' αντίποινα, με δυο πόδια ορθοστάτες, έτοιμος είμαι τα πάντα να πιστέψω, αρκεί να μην πιστέψω σ' εσένα.
            Αυτά στο προσκεφάλι μου σκεφτόμουν κι αναλογιζόμουν, όταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, κάποιος με σκούντηξε στον ώμο. "Ξύπνα", μου λέει, "κι ακολούθα με. Θα σε πάω σ' ένα σπίτι. Δε μένει πια μέσα στο ντάμι ο παπά-Φώτης". Σε λίγο ενός ανάκτορου χτυπούσαμε την πόρτα. Δε ξέρω ποιος μας άνοιξε, σ' ένα υπνοδωμάτιο βρεθήκαμε, όπου τρία αγγελόμορφα κοιμόντουσαν παιδάκια. Δε πρόλαβα να στρέψω αλλού το βλέμμα, να καταλάβω τι μου γίνεται, όταν -πώς έγινε- κι απ' το κρεβάτι εκείνο σηκώθηκε ο παπά-Φώτης. Όχι όμως τώρα πια κοντός καλογερόπαπας, με την καμπούρα και το βρώμικο τορβά του, μα νέος ευθυτενής και λεβεντόκορμος, μ' ένα παχύ μουστάκι. Το τριμμένο του ράσο πια δε φορούσε, με μια στολή ήταν ντυμένος κατάλευκη. Και δίχως πια το γέλιο του, χωρίς το φοβερό εκείνο πείραγμα του, μ' ένα φως μου πλημμύριζε τα μάτια, μ' ένα φως προβολέα με δίκαζε.
            Δεν είχα προλάβει ακόμα να συνέλθω, όταν ο αγνώστων στοιχείων ξεναγός μου, σ' ένα μέρος με οδήγησε τόσο υγρό και βρωμερό, που άνθρωπος ούτε λεπτό να σταθεί δε θα μπορούσε. Εκεί σε μια γωνιά, είδα τον Γκρούτζο, τον παλιό συγχωριανό μου. "Αν τα πάρουν κι όσο τα πάρουν", έλεγε πάντα ο Γκρούτζος, ο πλούσιος χονδρέμπορος προς τους φτωχούς ψαράδες, το μόχθο τους ληστεύοντας χωρίς καμία τύψη. Και ύστερα τους σκόρπιζε τρεις πενταροδεκάρες, αφού "τόσο τα πήραν, όσα πήραν". Τ' αγάπαγε τα ψάρια ο Γκρούτζος, τρεις πολυκατοικίες έφτιαξε στο κέντρο της Αθήνας. Μια μυρωδιά, του χρήματος μαζί και της ψαρίλας, το δέρμα τόσα χρόνια ριζοπότισε μαζί και την ψυχή του. Ψάρια στον ξύπνιο του έβλεπε, ψάρια και στον ύπνο, "Αν τα πάρουν κι όσο τα πάρουν", έλεγε και ξανάλεγε στον ύπνο και στον ξύπνιο. Σε μια γωνιά τον είδα τον Γκρούτζο. Μόνο εκεί κατάμονο, να τρέμει σαν το ψάρι. Κι είχε ακόμη πάνω του τη μυρωδιά εκείνη, την ανεξίτηλη εκείνη απαίσια μυρωδιά.
            Μη μπορώντας όμως άλλο να υποφέρω το αφιλόξενο εκείνο μέρος, τον άγνωστο οδηγό μου παρακάλεσα από εκεί το ταχύτερο να με απομακρύνει. Πράγματι, επί πτερύγων ανέμων υψούμενοι, σε μια διάσταση τελείως διαφορετική μεταφερθήκαμε. "Εδώ, αθεόφοβε", μου λέει ο οδηγός μου, "είναι το μέρος που μετά θάνατον περνούν όσοι φόβο είχαν Θεού στον επί γης τους βίο". Μέσα σ' εκείνον τον παράδεισο είδα τη Δήμητρα Φωτίου. Σα να 'ταν χθες τη θυμάμαι, κάτω κρατούσε πάντα τη ματιά σαν έβγαινε στη γειτονιά, τα σαράντα της τα χρόνια δε της είχαν αφήσει συμπόνια. Με κάτασπρο φόρεμα την είδα ντυμένη, στο κεφάλι της στεφάνι, κι έλαμπε καθώς ακούγονταν δίστιχα γάμου. Μα αιφνιδίως η εξαίσια εκείνη εικόνα άρχισε σιγά-σιγά να θαμπώνει και να σβήνει. Κι ενώ τον άγνωστο οδηγό μου προσπαθούσα με χίλια παρακάλια να πείσω λίγο ακόμα στο μέρος εκείνο να μείνουμε, απότομα ξύπνησα. Ανάσκελος ξύπνησα όπως κοιμήθηκα, αναίσθητος στη μαύρη μου μιζέρια. Μα όσο τώρα το σκέφτομαι, την απορία λύστε μου, πώς, αφού άνδρα ποτέ της δε γνώρισε, πώς νυφούλα την είδα τη Δήμητρα ντυμένη.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ: ΕΠΤΑ ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



   α΄ δημοσίευση   

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΟΠΟΥΛΑ

Στὰ παιδιὰ τῆς Ἰσραηλιτικῆς Κοινότητος τῆς Θεσσαλονίκης
ποὺ τὰ κατάπιε τὸ Ἄουσβιτς - Μπερκενάου

Φίλε συμμαθητή μου Μωϋσῆ,
γλυκούλη «χαχαμίκο» γιὰ ὅσους σ’ ἀγαπούσαμε
καὶ ἐπιμέναμε νὰ βλέπουμε τὴ μύτη σου γαμψὴ
γιὰ τὸ ἀπαραίτητο παιδικὸ δούλεμα.
Φίλη Ἐσθήρ, μὲ τὰ ὡραῖα μαῦρα μάτια τ’ ἀπονήρευτα
καὶ τὴν πλεξούδα ποὺ ξελόγιαζε τ’ ἀγόρια,
φίλε Χαΐμη, φίλη Ρούθ,
καρντάση πειραχτήρι Ἰωσήφ,
φίλη Ραχήλ, φίλη Ρεβέκκα,
σπινθηρομάτη φίλε Μαρδοχαῖε.
Φίλοι μου ὅλη τὴ χρονιὰ
μὲ μιὰ μονάχα παρένθεση παγωμένη:
τὴν ἅγια Μεγαλοβδομάδα μας,
ποὺ ἔπαιρναν ξώφαλτσα καὶ σᾶς τὰ σκάγια
ποὺ ἀπευθύνονταν στοὺς ἄνομους
παληοὺς συμπατριῶτες σας
ποὺ ἐσταυρώσαν τὸν Χριστό μας,
τὸν Ὁμοεθνῆ σας καὶ Συμπατριώτη σας!
Παιδιὰ τῆς μάννας Θεσσαλονίκης,
Θεσσαλονικόπουλα,
σύντροφοι ἀγαπημένοι τῆς παιδικῆς μας ἀθωότητας,
ποιό μάτι βάσκανο σᾶς ἔκαψε;
Ποιός Ἰσκαριώτης σᾶς ἐπρόδωσε;
Ποιός Ἀσμοδαῖος σᾶς ἅρπαξε ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά μας;
Ποιός βάρβαρος σᾶς ἔκλεψε τὸ ὄνειρο;
Ποῦ σᾶς ἐπότισαν τὸν ἄψινθο;
Ποῦ ἔσβησε ἡ τρεμάμενη καρδούλα σας;
Ποῦ ἔγιναν στάχτη οἱ τελευταῖες προσευχές σας;
Ποιός;;;… Ποῦ;;;..
Ἀδέλφια ἑλληνόπουλα-ἰουδαιόπουλα,
Παῖδες ἐν τῆ καμίνῳ τοῦ Ὁλοκαυτώματος,
εἴσαστε πάντοτε μαζί μας
καθὼς σκύβουμε στὴν Πεντάτευχο τοῦ Μωϋσῆ,
καθὼς μελετᾶμε τοὺς Μακκαβαίους,
καθὼς συμψάλλουμε μὲ τὸν Δαυΐδ,
καθὼς ἡδυμολποῦμε τ’ Ὠσαννά καὶ τ’ Ἀλληλούϊα!

Πειραιεύς, 15-3-2012

 *    *    *

ΔΟΞΑ ΣΟΙ…

Δόξα Σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς.
Δόξα Σοι τῷ δείξαντι
τοὺς εὔμολπους καταρράχτες τῶν ἤχων
ἀπὸ τὰ ὑψιτενῆ καμπαναριά.
Δόξα Σοι τῷ δείξαντι
τὴν εὐωδία τοῦ δοξαστικοῦ μοσχολιβάνου.
Δόξα Σοι τῷ δείξαντι
τὸ ἡλιόχυτο χαμόγελο τῆς Ἀνθρώπου
στὸ γενέθλιο λίκνο Της.
Δόξα Σοι τῷ δείξαντι
τὶς ὑπομονὲς τῶν πενήτων,
τὶς φωταυγὲς τῶν παιδικῶν ἐλπίδων,
τὶς χρυσόχλωρες πινελιὲς τῶν κάμπων,
τὴν ἁρμυρόαχνη δροσιὰ τοῦ φλοίσβου,
τὸ φθινοπωρινὸ μύρο τῶν πεύκων,
τῆς μαστίχας,
τοῦ θυμαριοῦ
καὶ τῆς μυρσίνης τῆς ἑλληνικῆς.
Δόξα Σοι τῶ δείξαντι
τὴν ἀχόρταστη χορτασία
τοῦ σιταροζύμωτου προσφόρου,
τὴν ἀκόρεστη κοινωνία
τοῦ αἵματος τοῦ ἀμπελιοῦ,
τὸ ζωοπάροχο θηλασμὸ
τοῦ ἀχτινοστεφάνωτου Ποτηρίου τῆς Εὐχαριστίας.

Σητεία, 8-9-2012

*    *    *

ΚΑΗΜΟΙ

Στὸν ἀδελφὸ Μόρφου Νεόφυτο

Τ’ ἀηδόνια δὲν ἀφήνανε τὸν ποιητὴ
νὰ κοιμηθεῖ στὲς Πλάτρες.
Ἐμᾶς δὲν μᾶς ἀφήνουνε νὰ κοιμηθοῦμε
οἱ ἀλάλητοι στεναγμοὶ τῶν ἀδικαίωτων νεκρῶν·
ἡ πνιγμένη ἀπογοήτευση τῶν εἰσέτι ἀγνοουμένων·
ἡ λήθη καὶ ἡ ξενοιασιὰ τῶν παρὰ ταῦτα
ἀστόχαστα καὶ ἀναιδέστατα βακχευομένων.
Τ’ ἀηδόνια!... Οἱ Πλάτρες!...
Τὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ κι ἄσπρο σὰν περιστέρι!...
Μὰ κ’ ἡ πρασινοκόκκινη γραμμή,
ἡ Μακεδονίτισσα,
τὰ μαῦρα μαντήλια τῆς Λύσης,
τῆς Κερύνειας, τοῦ Βαρωσιοῦ, τῆς Μόρφου!...
Τ’ ἀηδόνια!... Τὰ ὄρνια!...
Τὰ γέλια!... Τὰ δάκρυα!...
Ὁ ἔρωτας!... Ὁ θάνατος!...
Ἡ Κύπρος μας!...

Λεμεσός, 18-9-2012

 *    *    *

ΕΝΑ ΚΕΡΙ

Ἕνα κερί!
Ἕνα κερί! Γιὰ το Θεό!
Ἕνα μοσχόκερο!
Ἕνα μελισσοκέρι!
Νὰ τὸ ἀνάψουμε στὴ μνήμη
τῶν προδομένων ὀνείρων·
τῶν ξεχασμένων ὁραματισμῶν
τῆς πρόσφυγος ἀρχοντικῆς ἀξιοπρέπειας.

Λεμεσός, 19-9-2012

 *    *    *

ΑΜΦΙΣΗΜΟΝ

Ἡ Κύπρος – CypreCyprus,
φέρει μέσα της τὸ σύπρ – τὸ κυπαρίσσι.
Τὸ κυπαρίσσι εἶναι λεβεντιὰ
καὶ ἀρχοντιὰ ὑψιτενής.
Εἶναι κτητορικὴ κυπάρισσος
Αὐτοκρατορικῶν Σεμνείων
καὶ Σταυροπηγίων περιδόξων.
Μὰ εἶναι καὶ πένθος ἄπαυστα συρῖζον
καὶ γόος ἐπιτάφιος.

Λεμεσός, 19-9-2012

 *    *    *

KING EVELTHON HOTEL

Στὸν μικρὸ Εὐέλθοντα

Ἐστήθηκες προφάσει μνήμης τοῦ ἀρχαίου ἐκείνου
Βασιλιᾶ τῆς Σαλαμῖνος
τῆς δυναστείας τῶν Τευκριδῶν,
πράγματι  ὅμως γιὰ νὰ εἶσαι μόνιμο καλωσώρισμα
τοῦ πρώτου ἐγγονοῦ, τοῦ τρισαγαπημένου,
ποὺ ἦρθε κι ἐχάρησε ἄπλετο φῶς χαροποιὸ
στὸν κτήτορα.
Ὅμως τὴν ἴδια στιγμή, ἄθελά σου,
εἶσαι μεγάλο στηλογράφημα τιμῆς
σ’ ἕναν Εὐέλθοντα ἄλλον
πολυσέβαστο καὶ μεγαλάρετο,
ποὺ μᾶς μᾶς εἶχε κάμει ὅλους
νὰ νοιῶθουμε εὖ- ἐλθόντες
στὸ φιλόξενο νησὶ τῆς Κύπρου
καὶ στὴ θερμάγκαλη αὐλὴ τῆς χριστωνύμου χάριτος.

Λευκωσία, 21-9-2012

 * * *

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΣΑΚΚΟΣ

Ποῦ πορεύει, τέκνον;


Ἕνας ταξιδιωτικὸς σάκκος.
Σὰκ βουαγιὰζ ἐπὶ τὸ νεοελληνικότερον.
Περιεχόμενο: μιὰ γερὴ δόση φιλότιμο,
δυὸ χοῦφτες ὄνειρο,
δύο πτυχία, δύο-τρεῖς γλῶσσες,
ἕνα-δυὸ μάστερς, ἕνα διδακτορικό,
μιὰ ντουζίνα πορτοφαγώματα,
δυὸ φιαλίδια συμπυκνωμένη πίκρα,
ἄλλα δυὸ ἀπεσταγμένη ἀπογοήτευση,
δυὸ μπουκαλάκια δάκρυα,
τὸ ἕνα γιὰ μύρο, τὸ ἄλλο γιὰ after shave,
λίγη ἐλπίδα σὲ κονσέρβα
δυὸ μπλουζάκια  μὲ τυπωμένη πάνω τους
τὴ γαλανόλευκη καὶ  τὸ γνωστὸ I love Greece
καὶ εἰκοσιπέντε χρόνια νιότης ἁρμυρῆς,
ἕτοιμος γι’ ἀναχώρηση.
Γιὰ ποῦ: Δὲν ἔχει σημασία!
Ἰγγλετέρα, Γερμανία, Καναδᾶς ἤ Αὐστραλία,
ὅπου νἄναι. Ὅποια πόρτα ἀνοίξει!
Ὅποια πόρτα μᾶς δεχτεῖ…

Πειραιεύς, 1-10-2012

Πλούσιο το Πρόγραμμα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (KOA)

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 παρακολουθήσαμε με μεγάλο ενδιαφέρον τη Συνέντευξη  Τύπου, που παραχώρησε στον Γαλαξία του Hilton Αθηνών -Χορηγού της Κρατικής μας Ορχήστρας- ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Βασίλης Χριστόπουλος, ο οποίος, ανταποκρινόμενος με εξαιρετική επιτυχία στα δύσκολα καθήκοντά του,  διανύει τη δεύτερη δημιουργική  χρονιά της θητείας του. Ήταν  μια συνέντευξη «Ελπίδας», στους ζοφερούς καιρούς που ζούμε, για τούτο θεωρούμε υποχρέωσή μας να ενημερώσουμε τους επισκέπτες των «Παραθεμάτων Λόγου» για όσα ενδιαφέροντα ακούσαμε και να τους κάνουμε κοινωνούς της αισιοδοξίας που αποκομίσαμε από τη μεγάλη πνευματική προσφορά της Κρατικής μας Ορχήστρας. 

Φαίνεται ότι ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής (βλ. διπλανή φωτό) δεν πτοείται από τις δυσκολίες και συνεχίζει τον σχεδιασμό της επόμενης χρονιάς με το ίδιο πάθος και πείσμα στη δραματουργική συνοχή του προγράμματος της ΚΟΑ, στο εκπαιδευτικό έργο της, στις εκτός έδρας εξορμήσεις της και στις ποικίλες συνεργασίες με άλλους φορείς, όπως με το Γ΄ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, που θα μεταδίδει απ’ ευθείας τις συναυλίες της, αρχής γενομένης από την εναρκτήρια συναυλία της 5ης Οκτωβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με το Κοντσέρτο για βιολί του Σκαλκώτα  και την 1η Συμφωνία του Μάλερ «Τιτάν».

Σημαντική θα είναι και η συνεργασία της ΚΟΑ με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε μία συνδιοργάνωση έξι συναυλιών, εκ των οποίων οι τρεις για νέους σε κυριακάτικα πρωινά, όπως επεσήμανε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Νίκος Τσούχλος, καθώς και μία συμπαραγωγή με τον «Ναμπούκο» του Βέρντι σε συναυλιακή μορφή στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Ιταλού συνθέτη. Οι συναυλίες Μουσικής Δωματίου θα φιλοξενηθούν εφέτος στο Ωδείο Φίλιππος Νάκας.

Ο τόσο επιτυχημένος θεματικός κύκλος συνεχίζεται με προεξάρχοντα τον κύκλο «Μπετόβεν», όπου θα ερμηνευτούν και οι 9 συμφωνίες του μεγάλου Συνθέτη.

«ESPANA!», είναι ο δεύτερος κύκλος με συνθέσεις Ισπανών δημιουργών και έργα εμπνευσμένα από την Ιβηρική Χερσόνησο.

Συνεχίζεται και πάλι ο κύκλος «Νέοι Δημιουργοί και Αναδημιουργοί» με τρία έργα νέων Ελλήνων συνθετών παραγγελία της ΚΟΑ. Η τρίτη συναυλία του κύκλου θα δοθεί στην Κέρκυρα και στην Αθήνα σε συνεργασία με το Ιόνιο Πανεπιστήμιο.

Με τη συμμετοχή του Γαλλικού Ινστιτούτου θα πραγματοποιηθεί το «Γαλλικό Δεκαπενθήμερο», όπου, μεταξύ άλλων, θα ακουστούν η «Φανταστική Συμφωνία» του   Μπερλιόζ και η Συμφωνία του «Εκκλησιαστικού Οργάνου» του Σαιν-Σανς.

Θα πραγματοποιηθούν τιμητικά Αφιερώματα, για τον Δημήτρη Αγραφιώτη, τον Βύρωνα Φιδετζή, το Ρώσο συνθέτη Σεργκέι Ραχμάνινοφ για την 70η επέτειο από το θάνατό του και μία συναυλία αφιερωμένη στον  Κάρολο Ντίκενς για τα 200 χρόνια από τη γέννησή του. Τέλος, θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ένα εορταστικό αφιέρωμα για τη συμπλήρωση  70 χρόνων από την ίδρυση της ΚΟΑ, με εξέχοντες σολίστ της Ορχήστρας και ενδιαφέρον πρόγραμμα.
Η υψηλή αισθητική των προγραμμάτων φέρουν τη σφραγίδα του βραβευμένου Γραφείου G Design Studio με την εξαιρετικά προσεγμένη επιμέλεια των κειμένων του Τίτου Γουβέλη.  Θα συνεχιστούν επίσης οι επιτυχημένες ομιλίες πριν την έναρξη των συναυλιών με τους ίδιους ομιλητές, Χρίστο Παπαγεωργίου, Χαράλαμπο Γωγιό και Τίτο Γουβέλη.
Τόσο ο καλλιτεχνικός διευθυντής Βασίλης Χριστόπουλος, όσο και η δραστήρια πρόεδρος του Συλλόγου Μουσικών Υπαλλήλων της ΚΟΑ, Νέλλυ Οικονομίδου επεσήμαναν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ορχήστρα με την πληθώρα των κενών οργανικών θέσεων και την προσπάθειά τους να καλύψουν τα κενά με εκτάκτους μουσικούς, πληρώνοντάς τους από τα λειτουργικά έξοδα της Ορχήστρας.
Οι φίλοι της ΚΟΑ ας ακολουθήσουν το κάλεσμα του διευθυντή της και ας προαγοράσουν τα εισιτήρια των θεματικών κύκλων, γιατί θα έχουν ως δώρο τρία επί πλέον εισιτήρια για όποια συναυλία επιλέξουν. Επίσης τους καλεί να επισκεφτούν το facebook και την ιστοσελίδα της Ορχήστρας koa.gr
Τέλος, ο Βασίλης Χριστόπουλος, ευχαρίστησε το νέο Διοικητικό Συμβούλιο «για τη θερμή του συμπαράσταση, τη βοήθειά του, τις καλές ιδέες και τη θετική ενέργεια που κομίζει». Εκτός από την επιτυχία, που τη θεωρούμε βεβαία, ευχόμαστε τόσο στον Καλλιτεχνικό Διευθυντή της, όσο και στην Ορχήστρα, ΚΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ!  

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Διονύση Φλεμοτόμου: «ΟΜΙΛΙΕΣ», ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΔΡΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΕΙΕΣ


[Διάλεξη κατά την 2η Σύναξη του β΄ κύκλου δράσεων τού 
Κέντρου Λόγου Ενορίας Μπανάτου ΑΛΗΘΩΣ
Πλάτωμα Φανερωμένης Μπανάτου, 29 Σεπτεμβρίου 2012]

Ο πολύς Δημήτριος Γουζέλης, παραδίδοντάς μας τον περίφημο και μοναδικό «Χάση» του, μας πληροφορεί πως δεν τον έγραψε με άλλο σκοπό «πάρεξ δια ξεφάντωσιν των φίλων». Άθελά του, ίσως, μας δίνει με αυτήν του την περιεκτική έκφραση έναν ορισμό του λαϊκού θεάτρου της Ζακύνθου, των γνωστών «Ομιλιών».

Πράγματι, το ιδιότυπο αυτό είδος της λαϊκής έκφρασης των κατοίκων του νησιού μας έχει πάνω απ’ όλα σκοπό την διασκέδαση των απλών ανθρώπων, γι’ αυτό και κυρίως παίζεται την πιο εύθυμη και ελεύθερη εποχή του χρόνου, την περίοδο του Καρναβαλιού. Το εκφράζει άριστα και το γνωστό τελάλημα:

Σωπάτε κύρ(γ)ιοι το λοιπόν, την Ομιλία να πούμε
να την γροικήσει ο λαός και να φχαριστηθούμε.

Κ’ είναι πράγματι ευτύχημα για ένα λαό να ευχαριστιέται με θέατρο, να ψυχαγωγείται με τέχνη! Κάτι τέτοιο επαληθεύει την παιδεία του και τον πολιτισμό του!

 Ήδη από το 1571 οι Ζακυνθινοί γιόρτασαν με θεατρική παράσταση τη νίκη των χριστιανικών δυνάμεων στην ναυμαχία της Ναυπάκτου, παίζοντας ένα έργο συμβολικό, τους «Πέρσες» του Αισχύλου, στην παλιά τους πόλη, που για ασφάλεια βρισκόταν περιτειχισμένη μέσα στο Κάστρο. Με τον τρόπο αυτό δείχνουν την αγάπη τους για τις τέχνες και πρωτοπορούν. Η παράσταση αυτή έγινε από νέους ευγενείς, που οι φαμίλιες τους ήταν γραμμένες στο Libro d’oro. Μα κι ο λαός φαίνεται να μην πηγαίνει πίσω.

Την περίοδο του Καρναβαλιού, η οποία μεταφέρθηκε από την τότε Γαληνοτάτη πρωτεύουσα και άρχιζε την εποχή εκείνη από την γιορτή του Άι-Γιαννιού, την επόμενη των Φώτων, διοργάνωνε θεατρικές παραστάσεις σε δρόμους και πλατείες και με τον τρόπο αυτό ετυμολογούσε σωστά και στην πράξη την αρχαιοελληνική λέξη ψυχαγωγία.

Η χρονική αυτή στιγμή της Αποκριάς δικαιολογούσε άριστα αυτήν του την έκφραση. Οι μεταμφιέσεις και η αντιστροφή των φύλων επέτρεπαν την συμμετοχή στις «Ομιλίες» μόνο των ανδρών και η ανατροπή των κοινωνικών δεδομένων δεν ξένιζε που δικαιωνόταν ο ποπολάρος και έχανε ο αριστοκράτης. Η μωρέττα, επίσης, παρείχε την ασφάλεια της δημοκρατίας και επέτρεπε την πολυπόθητη ελευθεροτυπία.

Στις κλασσικές «Ομιλίες» κυριαρχούσε ο έρωτας και θριάμβευε η δικαιοσύνη. Οι πόθοι, δηλαδή, και οι επιθυμίες του λαού γινόταν πράξη στην θεατρική του έκφραση και μέσα από την συνισταμένη των τεχνών πραγματοποιούσαν οι απλοί άνθρωποι εξεγέρσεις και επαναστάσεις.

Ο Κρίνος παντρεύεται τελικά την Ανθία και ο Αλέξης την Χρυσαυγή του. Τα νιάτα υπερτερούν και τα γηρατειά έχαναν την πατροπαράδοτη εξουσία τους. Και δεν θα μπορούσε να  συμβεί κάτι το διαφορετικό σε μια εποχή του χρόνου, που ο δύσκολος χειμώνας χάνονταν και η επερχόμενη άνοιξη δημιουργούσε πολλές και ποικίλες υποσχέσεις.

Δεν είναι τυχαίο, που οι κλασσικές «Ομιλίες» παρουσιάζουν πάντα και δικαστήριο, το οποίο δεν εκφράζει πια την εξουσία, όπως στην πράξη συμβαίνει, αλλά τον λαό και την επιθυμία του ακροατηρίου ή πιο σωστά των θεατών της παράστασης. Αυτό ενώνει θεατρίνους και θεατές και αποδεικνύει πως οι δύο αυτές λέξεις έχουν κοινό το πρώτο τους συνθετικό, γι’ αυτό και συνυπάρχουν, δίχως να τους χωρίζουν πάρκα και αυλαίες.

Και πράγματι. Οι «Ομιλίες» παίζονταν σε δρόμους και πλατείες, δίχως σκηνικά και φορτωμένες σκηνογραφίες. Είχαν, δηλαδή, μια σκηνική οικονομία, που χρόνια μετά θα την αναζητούσε το λόγιο θέατρο και πολύ αργότερα θα την ανακάλυπταν οι πρωτοποριακοί σκηνοθέτες.

Ο τελάλης σταματούσε να διαλαλεί με την κουδούνα του, οι θεατρίνοι έπαιρναν θέση σε κεντρικό σημείο, οι θεατές έκαναν τριγύρω έναν αυτοσχέδιο κύκλο και η διδασκαλία ξεκινούσε. Έτσι μπορούσε σκηνή και κοινό να γίνουν ένα και όλοι να συμμετέχουν ενεργά στην παράσταση.

Τα δρώμενα μάλιστα δεν περιορίζονταν την ώρα μόνο της παράστασης, αλλά πραγματοποιούνταν και όσο ο περιφερόμενος θίασος πήγαινε από την μια γειτονιά στην άλλη, με τα πειράγματα των θεατών και τις αυτοσχέδιες απαντήσεις των ηθοποιών, αλλά και τα άλλα τυχαία, εκτός υπόθεσης συμβάντα, τα οποία τελικά έδεναν μαζί της και γίνονταν μέρος της. Χαρακτηριστική γι’ αυτήν την υπόθεση είναι η πληροφορία που μας δίνει η Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου, στην οποία το λαϊκό θέατρο πολλά χρωστάει. «Καμιά φορά», γράφει, «σαν περπατεί ο θίασος, ακούς ν’ απευθύνονται στην Αφροδίτη φωνάζοντάς τον Νικόλα ή βλέπεις την Ανθία να καπνίζει ξέγνοιαστα». Και αυτό είναι σίγουρα μια σωτήρια προέκταση της παράστασης.

Μα και το τυχαίο, το οποίο στην τέχνη είναι τις περισσότερες φορές δημιουργικό, παίζει συχνά σημαντικό ρόλο στο λαϊκό θέατρο της Ζακύνθου. Γι’ αυτό ας θυμηθούμε μια μαρτυρία του Διον. Ρώμα, η οποία τονίζει την μεγάλη αξία αυτής της παραμέτρου. «Θυμάμαι εγώ ο ίδιος», μας διηγείται, «μιαν Ομιλία που παρακολούθησα παιδί εδώ και κάπου 50 χρόνια, (Άγιοι Πάντες τι αριθμός!). Ήταν ο “Κρίνος και η Ανθία”, κατά την οποία το παλικάρι κλέβει την βασιλοπούλα και καταλήγει στο Κριτήριο. Με αγωνία περιμένει η Ανθία τριγυρισμένη από την Αυλή της. Λες και τη βλέπω την καημένη ν’ αγανακτεί για τη θανατική καταδίκη του αγαπημένου της και μουντζώνοντας να σκούζει: “Τον Κρίνο εδικάσατε: Όρσεεε τσοι δικαστάδες!!!”. Συγχρόνως όμως η απότομη κίνηση του φασκελώματος παραμέρισε λίγο τη μάσκα και λάμψανε στο φως του ήλιου οι αρειμάνιες ξανθές … μουστάκες της».

Μα πέρα από το εκτός σκηνοθεσίας, αλλά εντελώς μέσα στην παράσταση, ευτράπελο, το οποίο χαρακτηρίζει την ελευθερία του λαϊκού θεάτρου της Ζακύνθου, ας δούμε και μιαν άλλη παράμετρο, δείγμα και αυτό χαρακτηριστικό του, το οποίο μας τονίζει ο πολυτάλαντος συγγραφέας του «Περίπλου». Είναι το φως του ήλιου, το οποίο δεν κάνει μόνο να φανεί το ανατρεπτικό φύλο της πρωταγωνίστριας, αλλά είναι και ο φυσικός φωτισμός της «Ομιλίας». Οι απλοί, ερασιτέχνες θεατρίνοι με αυτό έμαθαν να παίζουν και μ’ αυτό ελευθέρωναν την έκφρασή τους. Προβολείς, μικρόφωνα και άλλα σχετικά τους ήταν άχρηστα και η παρουσία τους σε μια δική τους παράσταση θα έβλαπτε και θα στερούσε τον αυθορμητισμό και την πηγαία έκφραση.

Η σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο τραγουδιστή φωνή τους μεγεθυνόταν μέσα από τη μάσκα και η ερμηνευτική τους οικονομία γινόταν ο πλούτος της καλλιτεχνικής τους προσπάθειας. Ήξεραν να εκφραστούν δίχως πουντέλια και να κάνουν τέχνη χωρίς φτιασιδώματα. Αυτό δίνει και την μεγαλύτερη αξία στην προσπάθειά τους και διαχρονικότητα στην τέχνη τους. 

Είχα την τύχη να γνωρίσω στα παιδικά μου χρόνια το ξεψύχισμα του επτανησιακού πολιτισμού και να δω τέτοιες παραστάσεις. Πολλές, μάλιστα, με τον αξέχαστο Γεράσιμο Πανά, τον σπουδαίο αυτό λαϊκό θεατρίνο, ο οποίος ήταν μια φιγούρα ανεπανάληπτη. Ξεκινούσε ο θίασος από τον Άγιο Παύλο ή τουλάχιστον αυτό πίστευε η δική μου γεωγραφική γνώση της Χώρας, μια και ίσως δεν ξεχνούσαν και τον μακρινό για με Άγιο Λάζαρο, προχωρούσαν -μέσω Τσαρουχαραίικων- προς τους Αγίους Σαράντες, όπου σταματούσαν για να δώσουν παράσταση και μετά και από άλλες στάσεις κατέληγαν στον Φόρο, την ιστορική πλατεία του Αγίου Μάρκου, την πολυκύμαντη, όσο και οι κατά καιρούς ονομασίες της, όπου εκεί γινόταν και το φινάλε.

Απαραίτητες, τότε, και οι «κουνουπιδίες», έκφραση και συνέχεια της τζαντιώτικης μάντζιας και τα πειράγματα του κοινού, με τις αναγκαίες, αθυρόστομες, συχνά, απαντήσεις των θεατρίνων. Αυτά έδιναν στην παράσταση άλλη διάσταση και της σταθεροποιούσαν τον χαρακτηρισμό του λαϊκού θεάτρου.

Συχνά στις «Ομιλίες» έβγαινε και δίσκος, όχι για να καλυφθούν τα ελάχιστα έξοδα, δείγμα της οικονομίας της αληθινής τέχνης ή να κερδίσουν οι ηθοποιοί, αλλά για να μπορέσουν να πιούν το βράδυ το κρασάκι τους στην ταβέρνα και να μην είναι εντελώς άφραγκοι. Πολλές φορές, επίσης, τον λαϊκό θίασο τον καλούσαν για παράσταση στα διάφορα αρχοντικά, με το απαραίτητο, βέβαια, ρεγάλο.

Την καθολική διάσταση που είχαν πάρει οι «Ομιλίες» στο νησί την επιβεβαιώνει και το γεγονός πως νωρίς πέρασαν και αυτές στην σημαντική εβραϊκή κοινότητα της Ζακύνθου, η οποία τις προσάρμοσε στα δικά της δεδομένα. Έτσι οι παραστάσεις τους δίνονταν στην χαρούμενη περίοδο του Πουρίμ και με αυτές διασκέδαζαν Εβραίοι, αλλά και χριστιανοί, που τις παρακολουθούσαν.

Πολύτιμη γι’ αυτήν την πτυχή και έκφραση του λαϊκού θεάτρου της Ζακύνθου είναι η μαρτυρία του Αβραάμ Μ. Μόρδου, η οποία δημοσιεύεται στο βιβλίο του Σαμουήλ Ερμ. Μόρδου «Οι Εβραίοι της Ζακύνθου, χρονικό πέντε αιώνων». Εκεί διαβάζουμε τα εξής χαρακτηριστικά: «Το Πουρίμ ήταν γιορτή χαράς και ευθυμίας με ανταλλαγές γλυκών μεταξύ των πλέον κοντινών μας συγγενών και φίλων, με υπαίθριες ομιλίες, που διοργάνωνε η εβραϊκή παροικία με σκοπό την διασκέδαση των μελών της Κοινότητας, καθώς και όλου του κόσμου».

Απ’ αυτήν την μαρτυρία, εκτός από την αρμονική συνύπαρξη των Χριστιανών και των Εβραίων της Ζακύνθου, η οποία βρίσκει το αποκορύφωμά της στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, με την διάσωση των δεύτερων, φαινόμενο μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία, πρέπει να σταθούμε και σε μια άλλη σημαντική φράση, η οποία επιβεβαιώνει τα όσα στην αρχή ισχυριστήκαμε. Οι «Ομιλίες» είχαν σκοπό την διασκέδαση, όπως σημειώνει κάποιος που τις έζησε, γι’ αυτό και στο χαρούμενο και εύθυμο Πουρίμ, όπως ακριβώς στο Καρναβάλι των χριστιανών.

Οι «Ομιλίες» της Ζακύνθου τείνουν κάποτε να ατονήσουν και ίσως να ξεχαστούν, αλλά τους δίνει πνοή η Διεθνής Συνάντηση μεσαιωνικού και Λαϊκού Θεάτρου, η οποία, μεταξύ των άλλων, διέσωσε και έδωσε την αξία που έπρεπε στην πανάρχαια αυτή συνήθεια των προγόνων μας.

Με τον καιρό, όμως, και κυρίως την πολυσυζητημένη εποχή της Μεταπολίτευσης, όταν τα πάντα θα έπρεπε ν’ αλλάξουν, μετά από την καταπίεση μιας ολόκληρης επταετίας και συχνά δίχως λόγο και αιτία το λαϊκό θέατρο της Ζακύνθου άρχισε να αλλάζει μορφή και να χάνει την αυθεντικότητα της πρωταρχικής του έκφρασης. Λίγο η τηλεόραση, λίγο ο δίχως σκέψη μιμητισμός, λίγο οι νεότερες ιστορικές συνθήκες, αφαίρεσαν τις μάσκες, δίνοντας συχνά μορφή τραβεστί στους θεατρίνους. Έβαλαν γυναίκες στην ερμηνεία, στερώντας τα δημιουργικά παραλειπόμενα και προπάντων φόρτωσαν σκηνή και σκηνικό με ό,τι η λαϊκή δημιουργία τόσα χρόνια απέφευγε και απεχθανόταν. Έτσι, είδαμε στον Άγιο Μάρκο «Ομιλία» με κυριολεκτικά πάνω στο πάρκο «την Άρτα και τα Γιάννενα», με επαγγελματικούς φωτισμούς, με συμμετοχή γυναικών στους ανάλογους ρόλους, μικρόφωνα και συχνά δίχως τον απαραίτητο δεκαπεντασύλλαβο.

Ίσως ήταν η αναγκαία έκφραση των καιρών και η κακή επιρροή των σίριαλς. Το φυσικό φως του ήλιου το αντικατέστησαν τότε οι προβολείς, τα ηχεία της χειροποίητης μωρέττας, τα μικρόφωνα και το λαϊκό πήρε την μορφή του μικροαστικού και του νεοπλουτίστικου. Παρότι, δε, γράφτηκαν σημαντικά νέα έργα, που με το ταλέντο και τη γνώση των δημιουργών τους, πλούτισαν το ρεπερτόριο, η έκφρασή τους άρχισε να παίρνει άλλη μορφή και το αποτέλεσμα κινδύνευε να γίνει νόθο, σε σχέση με την πρωταρχική γνησιότητα.

Αντί για τον Κρίνο, την Ανθία, τον Αλέξη, την Χρυσαυγή, την Δάφνη, τον Μυρτίλο, τον Φίσκο, τον Φέξη, τον Ξάνθιπππο και τον Μπελέτη, πολιτικά πρόσωπα εμφανίζονταν στην σκηνή, αριστοτεχνικά διακωμωδούμενα, αλλά έχοντα θέση σε επιθεώρηση μάλλον, παρά σε «Ομιλία». Το ίδιο συνέβη και με τα τουριστικά επακόλουθα, την κριτική των τεκταινόμενων, αλλά και την παρουσίαση της νεοπλουτίστικης πραγματικότητας.

Άλλοι ισχυρίστηκαν πως όλα αυτά ήταν απαραίτητα και πως μπόλιαζαν με νέο αίμα τις «Ομιλίες» και άλλοι τα πολέμησαν και τα ειρωνεύτηκαν, θέλοντας να παραμείνει το πανάρχαιο αυτό είδος της λαϊκής έκφρασης στις αρχικές του εκφράσεις.

Το ποιοι έχουν δίκιο θα το αποδείξει ο χρόνος και η ιστορία. Ίσως, όμως, η αλήθεια βρίσκεται στην χρυσή τομή και εκεί υπάρχει η λύση. Μπορεί η ανανέωση του θεατρικού αυτού είδους και η προσαρμογή του στο σήμερα να είναι απαραίτητη, αν, βέβαια αποδειχθεί η συνέχεια και το συμπαγές της εξελικτικής αλυσίδας, αλλά αυτό πρέπει να γίνει απαραίτητα με σύνεση και σπουδή και προπάντων βασισμένο στην επιστημονική και ουσιαστική γνώση του χθες. Το έτσι κάνω, γιατί έτσι νομίζω, της επιπόλαιας έκφρασης, που μας μαστίζει, είναι και επίφοβο και καταστροφικό. Ισοπεδώνει και ούτε δημιουργεί, ούτε προχωρεί.

Η ουσιαστική, όμως, γνώση της ιστορίας, δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση και απαιτεί κόπο, μέθοδο και προπάντων πολύμορφη παιδεία. Μα για να γίνουν όλα αυτά απαιτείται η πλήρης γνωριμία με το αντικείμενο. Πρέπει πρώτα να διαπιστώσουμε τι ακριβώς είναι οι «Ομιλίες» και μετά να δούμε αν χρειάζεται να τις συνεχίσουμε και να τις προσαρμόσουμε στους καιρούς μας.

Στην προσπάθεια αυτής της γνώσης κινούμενη και θέλοντας να προτείνει την επαναφορά του θέματος στην ουσιαστική του βάση, απαλλαγμένο από όλα αυτά που του φόρτωσε επίφοβα η επιπολαιότητα της εποχής μας, η Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Giostra di Zante», η οποία τα τελευταία χρόνια και συγκεκριμένα από το 2005 έχει επαναφέρει στην καθημερινότητά μας τους περίφημους ιππικούς αγώνες της Ζακύνθου, ερευνώντας συγχρόνως και επιστημονικά την ιστορία τους, αλλά και την εποχή που τους δημιούργησε, στο πλαίσιο των τετραήμερων εκδηλώσεών της, που με διεθνή συμμετοχή έγιναν το περασμένο τετραήμερο του Αγίου Πνεύματος, παρουσίασε μια «Ομιλία», όπως αυτή νόμιζε πως πρέπει να διδάσκεται.

Επιλέχτηκε η «Ομιλία» «Η Χρυσαυγή» για πολλούς και ποικίλους λόγους. Πρώτον, για την κλασσική της μορφή. Δεύτερον, γιατί είναι η μόνη της οποίας έχουμε πολλές παραλλαγές, γεγονός που δείχνει το αυτοσχέδιο του λαϊκού θεάτρου της Ζακύνθου, αλλά και την σωστή προσαρμογή του στις νεότερες συνθήκες. Τέλος επειδή, μαζί με τον «Κρίνο και την Ανθία», είναι οι μόνες που παίχτηκαν και ξαναπαίχτηκαν και είναι οι πιο αγαπημένες ηθοποιών και κοινού.

Στην παράσταση χρησιμοποιήθηκαν μωρέττες, ενδυμασίες όπως μας τις κληροδότησε η παράδοση και με σεβασμό τηρήθηκε ο απαραίτητος, τραγουδιστός δεκαπεντασύλλαβος. Φυσικά και δεν χρησιμοποιήθηκαν πάρκο, μικρόφωνα και σκηνικά. Ο θίασος ξεκίνησε από την ιστορική εκκλησία της Φανερωμένης (της ακμής της εικαστικής επτανησιακής τέχνης), όπου παίχτηκε η πρώτη σκηνή. Μέσω των οδών Δοξαράδων και Κάλβου, κινήθηκε προς τον με σχετική πλούσια παράδοση Άγιο Παύλο, όπου στο πλάτωμά του μιλήθηκε η δεύτερη σκηνή και διαβαίνοντας την Πλατεία Ρούγα, έφτασε στον χώρο μπρος από το καμπαναρίο της Ανάληψης τού επαναστάτη Μαρτελάου, όπου παραστήθηκε η τρίτη σκηνή. Το φινάλε δόθηκε στην τριγωνική πλατεία του Αγίου Μάρκου, όπου οι πλάκες της μπορούμε να πούμε άφοβα πως γνώρισαν και γνωρίζουν όλη την ιστορία και την εξέλιξη των «Ομιλιών». Εκεί έγινε η σκηνή του δικαστηρίου και η δικαίωση των ερωτευμένων.

Για την πραγματοποίηση αυτού του τολμήματος, το οποίο, όπως όλοι σχεδόν διαπίστωσαν, στέφτηκε με απόλυτη επιτυχία, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο εκπαιδευτικός και γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας «Giostra di Zante», Νίκος Αρβανιτάκης, ιδρυτής και ψυχή της «Υακίθης», που σε λίγο θα απολαύσουμε, ο οποίος, εκτός από το όλο στήσιμο, ήταν και ο δημιουργός των μασκών. Πολύτιμοι συνεργάτες αποδείχθηκαν και τα παιδιά του θεατρικού τμήματος του Πολιτιστικού Συλλόγου Αγκερυκού «Ο Μαρτελάος», τα οποία σήκωσαν, βασισμένα στην πείρα τους και την παράδοση του χωριού τους, το βάρος της παράστασης, δεχόμενα πρόθυμα την πρόταση και προσπαθώντας να έχει όσο γίνεται πιο καλό αποτέλεσμα και να μην βεβηλώσουν την ιστορία.

Βλέποντας από απόσταση πια το επιχείρημα και κρίνοντάς το, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε πολλά. Εμείς, όμως, θα σταθούμε στα σημαντικότερα συμπεράσματα και τα πιο ουσιαστικά και μ’ αυτά θ’ ασχοληθούμε.

Πρώτον: Για τις «Ομιλίες» τα πιο κατάλληλα σκηνικά είναι τα μνημεία μας και οι φυσικοί χώροι της πόλης μας και του νησιού μας. Τι καλύτερο από το να παίζεται «Η Χρυσαυγή» ή οποιοδήποτε άλλο έργο μπρος από την πρόσοψη -θα ’ταν προτιμότερο να την λέγαμε φατσάδα- της Φανερωμένης, στην παραμένουσα λαϊκή γειτονιά του Αγίου Παύλου, στον Φόρο ή και στο νεότερο καμπαναρίο της Ανάληψης, που σέβεται την ιστορία και τον πολιτισμό μας. Είναι το φυσικό τους φόντο και το τοπίο που τα δημιούργησε. Όλα τα άλλα θα ήταν ανθρώπινες, γι’ αυτό και ατελείς απομιμήσεις.

Δεύτερον: Τα μικρόφωνα είναι περιττά σε μια τέτοια περίπτωση. Υπάρχει η σωστή ακουστική των φυσικών χώρων και προ πάντων παραμένει η κίνηση, απαραίτητη στο θέατρο, την οποία αυτά κατά κανόνα στερούν. Η παρουσία τους εμένα προσωπικά μου θυμίζει ανάλογες περιπτώσεις, όχι και τόσο ταλαντούχων τραγουδιστών ή ψαλτών, οι οποίοι τα θεωρούν απαραίτητα, για να κρυφτούν οι ατέλειές τους.

Τρίτον: Η παράσταση των «Ομιλιών» στον φυσικό τους χώρο, σε δρόμους δηλαδή και πλατείες, με το φως του ήλιου και όχι σε σκοτεινές και ψυχοπλακωτικές αίθουσες, δίνει το προνόμιο, που ήδη αναφέραμε, της συνύπαρξης θεατρίνων και θεατών. Μια από τις πιο συγκινητικές και αληθινές στιγμές της παράστασης της «Χρυσαυγής» ήταν αναμφίβολα εκείνη, που καθώς ο θίασος πήγαινε από την μια περιοχή στην άλλη, έβγαιναν στις εισόδους των μαγαζιών και τα μπαλκόνια των σπιτιών οι κάτοικοι και φώναζαν «τον μπίρονα» ή άλλα, αυτοσχέδια πειράγματα. Έτσι δόθηκε η πραγματική μορφή της «Ομιλίας» και φάνηκε διάφανα η ταυτότητά της.

Τέταρτον: Η ερμηνεία μόνο από άνδρες των λαϊκών αυτών παραστάσεων, εκτός από τις ανατροπές του φύλου και των κατεστημένων, δίνει περισσότερη κωμική διάσταση και υπηρετεί πιο σωστά τον σκοπό της «Ομιλίας». Η ύπαρξη γυναικών οδηγεί αλλού και από την σύγκριση σίγουρα χάνει ο ερασιτεχνισμός.

Πέμπτον: Η μάσκα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι απαραίτητη. Παρέχει φαντασία στον θεατή και ασφάλεια στον ερμηνευτή. Έχει τελετουργικότητα και λειτουργικότητα και παραπέμπει σε πρωταρχικές αλήθειες. Είναι το όργανο του μίμου και η αλήθεια του θεάτρου.

Έκτο και τελευταίο: Το θεατρικό κείμενο και ιδιαίτερα αυτό του λαϊκού θεάτρου, δεν χρειάζεται βωμολοχίες, ούτε πολιτικά υπονοούμενα, όπως τελευταία συχνά συμβαίνει, για να περάσει στο κοινό. Αυτά είναι τα εργαλεία και τα βοηθήματα των μετριοτήτων. Ο κόσμος γελά συχνά, σε αυτές τις περιπτώσεις, αλλά σύντομα ξεχνάει. Ο απλός λόγος είναι η μεγαλοσύνη της υπόθεσης και η σωστή σάτιρα η αιτία της κλασικότητάς του. Επίσης τα μεγάλα πράγματα λέγονται με λίγες κουβέντες. Έτσι οι δίωρες και βάλε παραστάσεις των «Ομιλιών» εκτός από το ότι κουράζουν, ξεφεύγουν συχνά από την ουσία και φλυαρούν. Είναι καλύτερα να λέμε γιατί τελείωσε κάτι, παρά γιατί ακόμα δεν τελείωσε.


Σημασία έχει, πάντως, σήμερα πως οι «Ομιλίες» εξακολουθούν να υπάρχουν και ν’ αποτελούν σημαντική έκφραση των κατοίκων του νησιού. Παίζονται στην περίοδο του Καρναβαλιού, στα πανηγύρια και με διάφορες άλλες, εορταστικές ευκαιρίες. Εξακολουθούν, μάλιστα, να παραμένουν πάντα η αιτία «δια ξεφάντωσιν των φίλων».

Ας τις δούμε με σοβαρότερη ματιά. Ας τις ξανακοιτάξουμε με γνώση και υπευθυνότητα. Είναι ένα κομμάτι σημαντικό του πολιτισμού μας και μια ακρογωνιαία μορφή της ταυτότητάς μας. Η δική τους, αληθινή ταυτότητα, μπορεί να γίνει το στήριγμά μας για το μέλλον. Αρκεί να τις απαλλάξουμε από τα φκιασίδια και να τις δούμε στην γνήσια μορφή τους.

Γιατί η τέχνη είναι όπως και η ομορφιά. Είναι γνήσια ωραία, μόνο όταν αρέσει και άβαφη, χωρίς ξένες επεμβάσεις. Διαφορετικά είναι εφήμερο ψέμα.
Related Posts with Thumbnails