© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος: "ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ..."



Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών εξ αφορμής του συνεχιζόμενου θορύβου, των δημοσιευμάτων, ανακοινώσεων και καταγγελιών σχετικά με το πρόσφατο συνέδριό της καθώς και με τη γενικότερη δράση της, θεωρεί υποχρέωσή της με το παρόν κείμενο να απαντήσει στα ποικίλα σχόλια, άρθρα και απόψεις που εμφανίζονται, κυρίως στο διαδίκτυο, με τελευταίες στη σειρά την Ανοιχτή Επιστολή των 15 «νέων» της Μητροπόλεως Δημητριάδος στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη κ. Ιγνάτιο, και το «Υπόμνημα»-καταγγελία Μητροπολίτη της Εκκλησίας της Ελλάδος προς την Ιερά Σύνοδο που ζητά τη λήψη μέτρων.

Ι.

Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών από την ίδρυση της (2000) μέχρι σήμερα λειτουργεί ως ένα ανοικτό εργαστήρι διαλόγου και σπουδής στην ορθόδοξη θεολογία, διερευνώντας το ρόλο και την παρουσία της Ορθοδοξίας στη σύγχρονη πραγματικότητα. Με σειρά διεθνών και διεπιστημονικών συνεδρίων, σεμιναρίων, ημερίδων και εκδόσεων συμβάλλει στην ενημέρωση, επιμόρφωση και προβληματισμό των ελλήνων θεολόγων και όλων όσοι τρέφουν ερευνητικό, επιστημονικό ή και προσωπικό ενδιαφέρον για το χώρο της θεολογίας, ενώ παράλληλα επιζητεί το διάλογο της Ορθοδοξίας με τη διανόηση και την κοινωνία. Οι καλεσμένοι ομιλητές που συμμετέχουν στις εκδηλώσεις της Ακαδημίας είναι επιστήμονες διεθνούς κύρους, που έχουν πολλαπλώς συμβάλει στην πρόοδο της θεολογικής επιστήμης, ενώ από το βήμα της Ακαδημίας έχουν μιλήσει διαπρεπείς ιεράρχες και κληρικοί προερχόμενοι από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών αναγνωρίζεται σήμερα διεθνώς ως ένα σημαντικό στο είδος του κέντρο διαλόγου και ορθόδοξου προβληματισμού, ενώ πολλές Θεολογικές Σχολές και Σεμινάρια από όλο τον Ορθόδοξο κόσμο επιζητούν τη συνεργασία μαζί της, όπως συνέβη πρόσφατα με την Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Cluj-Napoca από τη Ρουμανία και με το Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου Παρισίων, και όπως συνέβη παλιότερα με πλήθος άλλες συνδιοργανώσεις ή συμπράξεις.

Όπως πολλές φορές έχει τονιστεί, η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών δεν διεκδίκησε ποτέ για τον εαυτό της κανενός είδους αλάθητο ούτε έχει την αξίωση ότι εκπροσωπεί την επίσημη θεολογική γραμμή της τοπικής ή της κατά την οικουμένη Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως μερικοί επίμονα ισχυρίζονται. Λειτουργεί μάλλον ως ένα forum ελεύθερου, πρωτίστως θεολογικού, επιστημονικού διαλόγου και ως μια άτυπη δεξαμενή σκέψης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ ταπεινά πιστεύει ότι με τις μικρές της δυνάμεις προσφέρει σημαντική υπηρεσία στην Εκκλησία και την ορθόδοξη θεολογία διακονώντας το διάλογο της Ορθοδοξίας με τις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου, φέρνοντας σε επαφή και επικοινωνία ορθόδοξους θεολόγους από όλο τον κόσμο με τη θύραθεν διανόηση, αλλά και με ανθρώπους από διαφορετικά πολιτισμικά και κοινωνικά περιβάλλοντα, ή προσκαλώντας ακόμη το λαό του Θεού να ξανασκεφτεί κριτικά και υπό το φως της Παράδοσης που σαρκώνεται κατεξοχήν στο πρόσωπο Χριστός τις διάφορες εθνοπολιτισμικές παραδόσεις, έθιμα, συνήθειες, κλπ.

Υπό το φως των ανωτέρω διευκρινήσεων θεωρεί εντελώς κακόβουλο και ανέντιμο να βάζουν κάποιοι στο στόμα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου λόγια και φράσεις που ποτέ δεν είπε ούτε έγραψε, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για επιστημονικές / προσωπικές απόψεις επιμέρους εισηγητών και συνέδρων. Προφανώς κάποιοι προτιμούν σκοπίμως να συγχέουν τις απόψεις που κατατίθενται σε μια ελεύθερη και απροκατάληπτη συζήτηση, με την όντως πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα ελευθερία λόγου που υπάρχει στην Ακαδημία του Βόλου, χάρις στην ευρύτητα πνεύματος και στην διακονούσα αγάπη που διακρίνει τον κ. Ιγνάτιο. Ο σκοπός και η στρατηγική σκόπευση αυτής της σκόπιμης σύγχυσης είναι ορατοί δια γυμνού οφθαλμού: να πιεστεί ασφυκτικά ο Μητροπολίτης Δημητριάδος με τα κακόβουλα, δυσφημιστικά και σχεδόν υβριστικά δημοσιεύματα (που πολλές φορές καλύπτονται είτε από την ανωνυμία του internet είτε από την αίσθηση ατιμωρησίας και ασυδοσίας που παρέχει η παραμονή και εγκαταβίωση κάποιων σχολιογράφων-αρθρογράφων στην αλλοδαπή), ώστε αυτός με τη σειρά του, προκειμένου να γλιτώσει από τις συνεχείς επιθέσεις και το διασυρμό, να μεταβάλλει το χαρακτήρα της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο, όψιμοι, δήθεν υπερασπιστές της ελευθερίας, προερχόμενοι από φονταμενταλιστικούς κύκλους, που κατά συρροή ασχημονούν, συκοφαντούν και τρομοκρατούν είτε δια του τύπου είτε, κυρίως, μέσα από το internet, να επιζητούν χωρίς σοβαρά και θεολογικά θεμελιωμένα επιχειρήματα παντί τρόπω να πνίξουν και να φιμώσουν την ενοχλητική γι’ αυτούς φωνή της Ακαδημίας του Βόλου.

ΙΙ.

Η πιο πρόσφατη, αλλά όχι η μόνη, ευκαιρία για την ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών στάθηκε το πρόσφατο συνέδριο της με θέμα: «Νεο-πατερική Σύνθεση ή μετα-πατερική θεολογία; το αίτημα της θεολογίας της συνάφειας στην Ορθοδοξία». Το συνέδριο αυτό που συνδιοργανώθηκε από κοινού με την Έδρα Ορθοδόξου Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Münster, το Πρόγραμμα Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Fordham της Νέας Υόρκης και το Ρουμανικό Ινστιτούτο Διορθοδόξων, Διαχριστιανικών και Διαθρησκειακών Σπουδών (INTER), σημείωσε εξαιρετική επιτυχία και χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως συνέδριο-σταθμός που άνοιξε νέους ορίζοντες για τη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία. Συμμετείχαν ως εισηγητές και προεδρεύοντες περισσότεροι από 40 ορθόδοξοι κοσμήτορες, καθηγητές και ερευνητές Θεολογικών Σχολών και Ινστιτούτων, κληρικοί και λαϊκοί, από όλο τον ορθόδοξο κόσμο. Εκτός από τους εγγεγραμμένους συνέδρους που ξεπέρασαν τους 100 και προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδος, αλλά και από πολλές χώρες της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης, το συνέδριο παρακολούθησαν πολλοί ακόμη ακροατές χάρις στην αναμετάδοσή του μέσω του Ραδιοφωνικού Σταθμού «Ορθόδοξη Μαρτυρία 104 FM», και πάνω από 12.000 τηλεθεατές από 33 χώρες από όλο τον κόσμο, χάρις στην απευθείας αναμετάδοσή του που εξασφάλισε το ηλεκτρονικό τηλεοπτικό δίκτυο in.tv. Το συνέδριο προσέφερε τη δυνατότητα για έναν ώριμο και σοβαρό επιστημονικό διορθόδοξο διάλογο για το ρόλο που καλείται να παίξει η Ορθοδοξία στον 21ο αιώνα. Αναδύθηκαν τα ποικίλης φύσεως προβλήματα και δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία στην επαφή της με τη σύγχρονη πραγματικότητα, όπως επίσης και οι συνέπειες των προβλημάτων και των προκλήσεων αυτών στο ιεραποστολικό έργο της, στη διάδοση δηλαδή του λόγου του Θεού σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο, με τρόπους και μέσα που να αγγίζουν το σύγχρονο άνθρωπο.

Ο όρος «μετα-πατερική» θεολογία, που τόσο πολύ σχολιάστηκε και έδωσε αφορμή για ανοίκειες και συκοφαντικές επιθέσεις (όχι από θεολογικούς επιστημονικούς κύκλους, οφείλουμε να ομολογήσουμε, αλλά κυρίως από εκκλησιαστικής και κατηχητικής φύσεως fora) δε χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την άρνηση ή απαξίωση της πατερικής παράδοσης, αλλά την ανάγκη για διαρκή και ζωντανή κριτική πρόσληψή της και εξάπαντος όχι μονολιθική αξιοποίησή της. Γιατί το πρόθεμα «μετά» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ακύρωση και απαξίωση αυτού που προηγήθηκε, αλλά μάλλον τη δημιουργική επαναξιολόγησή του, και μάλιστα υπό το φως των προβλημάτων που έφερε μαζί της η περίφημη «επιστροφή στους Πατέρες» (υποτίμηση βιβλικών σπουδών, ανιστορική προσέγγιση της πατερικής θεολογίας, απουσία της ορθόδοξης θεολογίας από τις μεγάλες θεολογικές ζυμώσεις του 20ου αιώνα, έξαρση του αντιθετικού άξονα Ανατολή-Δύση και καλλιέργεια αντιοικουμενικού πνεύματος, συντήρηση της ιστορικής εκκρεμότητας μεταξύ Ορθοδοξίας και νεωτερικότητας, κ. ά.). Προτάθηκε, με άλλα λόγια, η αναγκαιότητα της κριτικής (με την έννοια της προφητικής διάκρισης, της εξέτασης και της αποτίμησης) επιστημονικής ανάγνωσης των Πατέρων, και όχι η συνήθης —και με πλείστους όσους κινδύνους και συνέπειες— αν-ιστορική προσέγγιση τους, που μπορεί ως ένα βαθμό να αξιοποιηθεί ίσως για ποιμαντικούς και άλλους λόγους (π. χ. κηρυκτικούς), αλλά όχι για ερευνητικούς κι επιστημονικούς σκοπούς. Πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό ότι ο επίμαχος όρος τέθηκε ως ένα ανοιχτό ερώτημα προς συζήτηση και διερεύνηση, και δεν προβλήθηκε από καμία πλευρά ως πρόγραμμα ή υπόδειγμα που όφειλαν όλοι να ασπαστούν και να ακολουθήσουν. Σε κάθε περίπτωση καλό είναι να θυμούνται όλοι ότι στο υπό κρίση συνέδριο δεν θίχτηκε κάποιο εκκλησιαστικό δόγμα ή Σύμβολο της Πίστεως, όπως ψευδώς διατείνονται οι καθ' έξιν συκοφάντες που έχουν αναλάβει εργολαβικά τη σπίλωση και κατασυκοφάντηση του έργου της Ακαδημίας, αλλά απλώς τέθηκε προς συζήτηση το ζήτημα των προϋποθέσεων και κριτηρίων για έναν εκκλησιακό τρόπο του θεολογείν. Προφανώς οι συντάκτες των επικριτικών προς το συνέδριο κειμένων αδυνατούν να κατανοήσουν ότι σε ένα συνέδριο όπου διεξάγεται μια ελεύθερη και απροκατάληπτη συζήτηση μπορούν να συνυπάρχουν και να αναδεικνύονται διαφορετικές τάσεις και απόψεις. Επιπλέον, δεδομένου του στενότατου συνδέσμου μεταξύ πατερικής θεολογίας, αρχαίας ελληνικής σκέψης και οντολογικά προσανατολισμένης φιλοσοφίας, η διερώτηση περί την «μετα-πατερική» θεολογία ετέθη προς συζήτηση —από ορισμένους μόνον ομιλητές— στη βάση της διαπίστωσης ότι ζούμε πλέον σε έναν μάλλον μετα-ελληνικό κόσμο, όπου μπορεί επίσης να ανθίσει και να αναπτυχθεί η Ορθοδοξία και όπου η φιλοσοφία, και μάλιστα η οντολογία, έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί τη μοναδική μορφή διαμεσολάβησης μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου, θεολογίας και θύραθεν σκέψης.

Όπως εξάλλου ρητώς τονίστηκε σε μία από τις επίμαχες εισηγήσεις «το ζητούμενο δεν είναι ο αναδρομικός αφελληνισμός της θεολογίας ή η άρνηση των κεκτημένων της πατερικής σκέψης που συνδέονται με την γένεση και διαμόρφωση του ορθοδόξου δόγματος. Πράγματι, κανείς δεν είναι τόσο ανόητος για να αφελληνίσει προγραμματικά τη θεία λατρεία ή να αφήσει πίσω του τις δογματικές κορυφώσεις του “χριστιανικού Ελληνισμού” όπως το “Πιστεύω” και τα συνοδικά και πατερικά κείμενα για το τριαδολογικό και χριστολογικό ζήτημα. Τα συγκεκριμένα κείμενα έχουν ανεξίτηλα σημαδέψει την πορεία της Εκκλησίας και της θεολογίας και εκ των πραγμάτων δεν τίθεται ζήτημα ακύρωσής τους. Τίθεται όμως σαφώς και επειγόντως ζήτημα επανερμηνείας και συσχέτισής τους με την εκάστοτε συνάφεια, ένα νέο “καινοτομείν τα ονόματα”, για να θυμηθούμε τον Θεολόγο Γρηγόριο».

Όπως είναι φανερό, όλα τα παραπάνω θέτουν προς συζήτηση το μεγάλο θέμα της σημασίας και του περιεχομένου της παράδοσης, αλλά και των κριτηρίων με βάση τα οποία την προσεγγίζουμε (λ. χ ο Χριστός και η αποστολική παράδοση αποτελούν το κριτήριο μας ή οι κάθε λογής πολιτισμικές αποχρώσεις της παράδοσης;). Στη συζήτηση αυτή αξιοποιήθηκαν τα λόγια του μεγάλου ρώσου θεολόγου της διασποράς π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, για την «ερμηνευτική» θεολογία του οποίου έγινε εκτενής αναφορά στο συνέδριο: «η παράδοση δεν είναι μόνο μια προστατευτική, συντηρητική αρχή, αλλά πρωτίστως είναι η αρχή της αύξησης και της αναγέννησης. Η παράδοση δεν είναι η αρχή η οποία αγωνίζεται να αναστηλώσει το παρελθόν, χρησιμοποιώντας το παρελθόν ως κριτήριο για το παρόν. Μια τέτοια αντίληψη-ιδέα για την παράδοση απορρίπτεται από την ίδια την ιστορία και τη συνείδηση της Εκκλησίας» (Γ. Φλωρόφσκυ «Η καθολικότητα της Εκκλησίας», Αγία Γραφή, Εκκλησία Παράδοσις, Έργα 1, μτφρ. Δημ. Τσάμη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1976, σσ. 64-65). Η ίδια, όμως, προοπτική επιβεβαιώνεται και με τα όσα πολύ χαρακτηριστικά σημειώνει και ο έτερος μεγάλος ορθόδοξος θεολόγος του 20ου αιώνα, ο κατά πολύ συντηρητικότερος Vladimir Lossky: «εάν η Παράδοσις είναι εν χάρισμα του να κρίνη τις εν τω φωτί του Αγίου Πνεύματος, υποχρεώνει τους θέλοντας να γνωρίσουν την Αλήθειαν εν τη Παραδόσει να υποβάλλωνται εις ακαταπαύστους προσπαθείας: δεν παραμένει τις εν τη Παραδόσει δια μιας ιστορικής αδρανείας φυλάττων ως “παράδοσιν ληφθείσαν εκ των Πατέρων” παν ό,τι δια της δυνάμεως της συνηθείας κολακεύει θεοσεβή τινά συναισθηματισμόν. Αντιθέτως, τότε είναι που τας πλείστας φοράς κινδυνεύει τις να ευρεθή τελικώς εκτός του Σώματος του Χριστού, όταν υποκαταστήση την Παράδοσιν του ζώντος εν τη Εκκλησία Αγίου Πνεύματος με το είδος αυτό των “παραδόσεων”. Δεν πρέπει να πιστεύωμεν ότι μόνη η συντηρητική στάσις είναι σωτηριώδης, ούτε ότι οι αιρετικοί υπήρξαν πάντοτε “νεωτερισταί”». Ο Lossky μάλιστα δεν θα διστάσει να υποστηρίξει ότι «η Παράδοσις αντιπροσωπεύει το κριτικόν πνεύμα της Εκκλησίας», διευκρινίζοντας ωστόσο ότι «αντιθέτως προς το “κριτικόν πνεύμα” της ανθρωπίνης επιστήμης, η κριτική απόφανσις της Εκκλησίας προκαλείται υπό του Αγίου Πνεύματος» (Βλ. Λόσκι, Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, μτφρ. Μ. Γ. Μιχαηλίδη, Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη, 1974, σ. 148). Η Παράδοση, λοιπόν, από αυτή τη σκοπιά ειδωμένη, δεν είναι νεκρό γράμμα, νοσταλγική επανάληψη ή άκριτη αποδοχή και συνέχιση του παρελθόντος, αλλά δημιουργική εν Αγίω Πνεύματι συνέχεια και άνοιγμα στο μέλλον. Η μελέτη, μάλιστα, της παράδοσης, των βιβλικών και λοιπών θεολογικών κειμένων είναι, κατά την παρατήρηση του Μ. Βασιλείου, απαραίτητη και πρέπει: «το γαρ μη παρέργως ακούειν των θεολογικών φωνών, αλλά πειράσθαι τον εν εκάστη λέξει και εν εκάστη συλλαβή κεκρυμμένον νουν εξιχνεύειν, ουκ αργών εις ευσέβειαν, αλλά γνωριζόντων τον σκοπόν της κλήσεως ημών. ότι πρόκειται ημίν ομοιωθήναι τω Θεώ, κατά το δυνατόν ανθρώπου φύσει. Ομοίωσις δε, ουκ άνευ γνώσεως. η δε γνώσις, εκ διδαγμάτων. Λόγος δε, διδασκαλίας αρχή· Λόγου δε μέρη, συλλαβαί και λέξεις. Ώστε ου έξω σκοπού γέγονε συλλαβών εξέτασις» (Βασιλείου Καισαρείας, Περί Αγίου Πνεύματος, κεφ. 1, 2 PG 32, 69).

Άλλο πράγμα είναι, λοιπόν, η επεξεργασία των ιστορικών φιλολογικών δεδομένων, η οποία γίνεται με το λόγο και άλλο η επικοινωνία της ύπαρξης με το περιεχόμενο του δόγματος, η οποία συντελείται με όλες τις λειτουργίες: του νου, του λόγου, της καρδιάς, της βούλησης κ.λπ. Δυστυχώς η δημοσιογραφικού επιπέδου και η ζηλωτικού τύπου ερμηνεία και κατανόηση της πατερικής θεολογίας που σε μεγάλο βαθμό (ευτυχώς όχι πάντα) επικράτησε στον τόπο μας, δαιμονοποίησε κάθε απόπειρα κριτικής ανάγνωσης και γόνιμης προσέγγισης των Πατέρων, ενώ η πλατύτερη διάδοση, εκλαΐκευση και «υποχρεωτικότητα» της επιταγής για «επιστροφή στους Πατέρες» όχι μόνο κατέστησε τους Πατέρες αναπόσπαστο στοιχείο ενός ορθόδοξου «συρμού» και ενός κυρίαρχου ορθόδοξου «κατεστημένου», αλλά έφτασε να χαρακτηρίζει και να συνοδεύει κάθε είδους νεο-συντηρητική και φονταμενταλιστική εκδοχή ορθόδοξης θεολογίας. Θρησκευτικά έντυπα που τον καιρό της παντοδυναμίας τους εκδήλωναν μεγάλη δυσκολία ή και άρνηση στο να φιλοξενήσουν κείμενα του π. Γ. Φλωρόφσκυ ή άλλων θεολόγων της ρωσικής διασποράς, βρήκαν την ευκαιρία, με αφορμή τον θόρυβο που ξέσπασε για το πρόσφατο συνέδριο της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, να αποπλύνουν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ την προηγούμενη στάση τους, δημοσιεύοντας εγκώμια για τον Φλωρόφσκυ (το έργο του οποίου στο σύνολό του και σε όλες τις εκφάνσεις του παραμένει κατά βάση άγνωστο σε όλους αυτούς τους κύκλους) και κείμενο του μεγάλου αυτού θεολόγου για την επικαιρότητα της πατερικής θεολογίας, υπερασπιζόμενοι έτσι τη διαχρονικότητα της πατερικής θεολογίας που υποτίθεται πως κινδυνεύει από επικίνδυνους θεολογικούς νεωτερισμούς. Άλλοι, πάλι, διαπρεπείς θεολόγοι και ιεράρχες, μοιάζει να αρνούνται ακόμη και τη δυνατότητα μιας νεοπατερικής θεολογίας κατά το πρότυπο του Φλωρόφσκυ —τη δυνατότητα, δηλαδή, επανερμηνείας των Πατέρων υπό το φως των σύγχρονων προκλήσεων— με το επιχείρημα ότι οι θεολόγοι της νεο-πατερικής σύνθεσης, «όντας εμπαθείς άνθρωποι (sic) προσπαθούν να μεταφέρουν το “πνεύμα” των Πατέρων στην εποχή τους, ενώ η αυθεντική μεταφορά προϋποθέτει ανθρώπους που έχουν την ίδια εμπειρική γνώση ή τουλάχιστον την προσεγγίζουν». Πιο πρόσφατα, επίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος, επαληθεύοντας τις αυτοεκπληρούμενες προφητείες περί επέμβασης των εκκλησιαστικών αρχών εναντίον της Ακαδημίας του Βόλου, έσπευσε να διαμαρτυρηθεί «εντόνως δια τας τοποθετήσεις ομιλητών τινών περί Ορθοδόξου Θεολογίας, τας ανακοινωθείσας εν τω πραγματοποιηθέντι Συνεδρίω του Ιουνίου τρ. έ., εν τη “Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών” της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος» και να αποστείλει στην Ιερά Σύνοδο “ενημερωτικόν Υπόμνημα” (με αλιευμένα φρασίδια και απομονωμένα, ή και αλλοιωμένα, ορισμένες φορές, από τη συνάφεια και το νόημά τους αποσπάσματα από τις εισηγήσεις του εν λόγω συνεδρίου που κατέβασε (;) από το διαδίκτυο), ζητώντας ουσιαστικά τη λήψη μέτρων. Ήταν τόση η βιασύνη και η σπουδή του εν λόγω Μητροπολίτη να δει καταδικαζόμενο το εν λόγω συνέδριο, ώστε παρέβη μια θεμελιώδη δικονομική και μεθοδολογική αρχή: προκειμένου για κρίση επί θεολογικών ζητημάτων, στηριζόμαστε σε γραπτά κείμενα, κατά το δυνατόν τεκμηριωμένα και ολοκληρωμένα, και όχι σε προφορικά ακούσματα που ο ιεροεξεταστικός ζήλος κάποιων κατέβασε από το διαδίκτυο. Ο σεβάσμιος αυτός επίσκοπος μοιάζει να αγνοεί ότι η προφορική ανακοίνωση αποτελεί πάντα την πρώτη μορφή μιας εισήγησης ή μιας θέσης, και ποτέ την οριστική, γι’ αυτό και πολλές φορές στα έντυπα εισηγήσεων που διανέμονται σε συνέδρια υπάρχει η ένδειξη draft (πρόχειρο), καθώς από αυτή τη μορφή του κειμένου απουσιάζει η τεκμηρίωση σε κείμενα και πηγές, καθώς και οι σχετικές βιβλικές, πατερικές και βιβλιογραφικές αναφορές. Ας κάνει λίγη υπομονή ο Σεβασμιώτατος να εκδοθεί ο σχετικός τόμος των πρακτικών του υπό συζήτηση συνεδρίου και ας κρίνει τότε αν θέλει τους διαπρεπείς ορθόδοξους εισηγητές του συνεδρίου επί τη βάσει των γραπτών τους κειμένων και θέσεων. Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών αρκούμενη, προς το παρόν, σε αυτές τις μεθοδολογικού τύπου πρώτες παρατηρήσεις, επιφυλάσσεται να απαντήσει θεολογικά και επί της ουσίας στον εν λόγω Μητροπολίτη (η καταγγελία του οποίου περιήλθε σε γνώση της όταν ολοκληρωνόταν η παρούσα απάντηση).

III.

Το υπό συζήτηση συνέδριο ανέδειξε, επίσης, το θέμα της διαλεκτικής διαχρονικότητας αλλά και ανοικτότητας της ορθόδοξης θεολογίας. Ο χριστιανισμός από τα πρώτα του στάδια ήρθε αντιμέτωπος με το μεγάλο δίλημμα της απομόνωσης και της περιθωριοποίησης ή του ανοίγματος στον κόσμο. Και επέλεξε το δεύτερο! Δεν φοβήθηκε ούτε κρύφτηκε πίσω από μια υποτιθέμενη αυτάρκεια ορθόδοξης πίστης και εμπειρίας, αλλά βγήκε προς τα έξω στο τότε εθνικό περιβάλλον για να κηρύξει «Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον». Έτσι επιτελεί μια δημιουργική συνάντηση με τους πέριξ πολιτισμούς και κυρίως τον ελληνικό, ο οποίος χαρακτηρίζεται πρωτίστως από την οικουμενικότητά του. Η συνάντηση αυτή ούτε τυχαία ούτε αυτονόητη, πολύ δε περισσότερο, ούτε αναγκαστική υπήρξε. Ήταν μια συνάντηση μέσα στο ιστορικό πλαίσιο. Η υιοθέτηση της κοινής ελληνικής σε πρώτο στάδιο από τον Παύλο και τους ευαγγελιστές, η χρήση ποικίλων τρόπων παρουσίασης της χριστιανικής πίστης στο ευρύτερο κοινωνικό της περιβάλλον από τους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, χριστιανούς απολογητές και αποστολικούς Πατέρες και στη συνέχεια η αξιοποίηση και τελειοποίηση, ιδιαίτερα από τους Καππαδόκες, των ελληνικών λογοτεχνικών και φιλοσοφικών σχημάτων δηλώνουν και υπογραμμίζουν τη δυναμική συνάντηση του χριστιανισμού με τον κόσμο, τα μέσα και τα σχήματα του. Η συνάντηση αυτή οφείλει να λειτουργεί για την Εκκλησία και τη θεολογία ως το διαχρονικό παράδειγμα της σχέσης Εκκλησίας-κόσμου, αλλά επ’ ουδενί δεν θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο δουλικής μίμησης και επανάληψης. Ο σεβασμός στους τοπικούς πολιτισμούς και τις γλώσσες, ουσιαστικό στοιχείο της ιεραποστολής στο Βυζάντιο, όπως για παράδειγμα στους Σλάβους και του Ρώσους, αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα της συνάντησης με τη συνάφεια. Παράλληλα θυμίζει ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία θυσιάζει τις αξιώσεις παγκοσμιότητας της ελληνικής γλώσσας για να διατηρήσει την οικουμενικότητα του χριστιανικού μηνύματος. Θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν πλείστα όσα παραδείγματα από την εκκλησιαστική ιστορία που βεβαιώνουν το σεβασμό προς την ιστορική συγκυρία και τις ανάγκες της, για την επιτυχή μεταφορά του μηνύματος του Ευαγγελίου. Η σχέση Θεού και κόσμου για την ορθόδοξη παράδοση, ξεκινώντας από τις θεοφάνειες της Π.Δ., την ενσάρκωση του Θεού Λόγου και φθάνοντας μέχρι το σήμερα, δεν στηρίζεται σε ηθική ή δικανική βάση, αλλά πρώτιστα στη συνάντηση, την κοινωνική δηλαδή διάσταση για τη μεταμόρφωση της ζωής και του κόσμου. Όπως παρατηρεί, εξάλλου, και ο αείμνηστος καθηγητής Νίκος Ματσούκας, η αποκάλυψη «δεν υπόσχεται ούτε παρέχει έναν κόσμο στατικό, “ηθικό”, δικανικό, τυποποιημένο και απολιθωμένο αλλά μια πορεία επώδυνα δημιουργική και μεταμορφωτική» (Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1985, σ.75).

Η Ορθοδοξία, όμως, σήμερα παρουσιάζει ορισμένα προβλήματα στη σχέση της με τον κόσμο και την Ιστορία. Η ιστορική της συνείδηση είναι πολύ ζωντανή σε ό,τι αφορά το παρελθόν και τη συντήρησή του, φαίνεται όμως λιγότερο ευαίσθητη σε ό,τι αφορά το παρόν και το μέλλον. Η συντήρηση, ίσως, εμποδίσει την Εκκλησία να δει την ανάγκη που όντως έχει για εσωτερική αναγέννηση, για διαρκή σάρκωσή της στο εκάστοτε ιστορικό παρόν καθώς και τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται όχι μόνο γύρω της αλλά και στη ζωή των ίδιων των μελών της. Η παρατηρούμενη στις μέρες μας, εκτός συνάφειας και εκτός ιστορικού πλαισίου, θα λέγαμε «ταλμουδική» προσέγγιση της πατερικής θεολογίας, συνιστά στην πραγματικότητα «προδοσία» του πνεύματος των Πατέρων στο μέτρο που αγνοεί ή και προδίδει ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό και συστατικό της σκέψης τους, το συνεχή διάλογο δηλαδή με τον κόσμο, τη συνάντηση και πρόσληψη του ιστορικού, κοινωνικού, πολιτισμικού και επιστημονικού συμφραζόμενου της εποχής τους, όπως τούτο χαρακτηριστικά εικονογραφείται από το παράδειγμα της υποδοχής και χρήσης των, παντελώς ξένων προς τον αρχέγονο χριστιανισμό, ελληνικών φιλοσοφικών και οντολογικών κατηγοριών στη θεολογία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας και ιδιαίτερα των Καππαδοκών (φύσις, ουσία, ομοούσιον, υπόστασις, πρόσωπον, λόγος, διάνοια, νους, νόησις, αιτία, δύναμις, συμβεβηκός, ενέργεια, καθόλου, κόσμος, κ. ά.).

IV.

Η συμμετοχή της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών σε θεολογικές εταιρείες και οικουμενικούς οργανισμούς σκοπό και στόχο έχει: α) την ενημέρωση των φίλων θεολόγων και όσων συμμετέχουν στις δράσεις της για τα όσα λαμβάνουν χώρα στο ευρύτερο διεθνές επιστημονικό θεολογικό στερέωμα, αφού έτσι οφείλει να κάνει κάθε επιστημονικός φορέας ή οργανισμός που σέβεται τον εαυτό του και το ρόλο του και β) να συμβάλει, με τα ελάχιστα μέσα και το δυναμικό που διαθέτει, στην πρόοδο του διαλόγου και στο όραμα της των «πάντων ενώσεως», που άραγε δεν αποτελεί και το κατεξοχήν «αίτημα» της λειτουργικής και ευχαριστιακής ζωής της Εκκλησίας μας; Η δράση αυτή όχι μόνο δεν αντιτάσσεται, αλλά είναι σύμφωνη και συνεπής με την ιστορική διαδρομή της Ορθοδοξίας. Είναι γνωστός ο ρόλος και οι πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ώστε οι χριστιανοί να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλον, να συζητήσουν σοβαρά τις θεολογικές τους διαφορές αλλά και τα κοινά σημεία συνάντησης. Το ίδιο είναι γνωστός και ο πρωταγωνιστικός ρόλος του θεμελιωτή της κίνησης για την «επιστροφή στους Πατέρες», του π. Γ. Φλωρόφσκυ, στην ίδρυση και διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (ΠΣΕ), το οποίο οι ακραίες ζηλωτικές υπερορθόδοξες ομάδες επιχειρούν να περιγράψουν με τα μελανότερα χρώματα, χαρακτηρίζοντάς το «συγκρητιστικό» και άντρο της «παναίρεσης του Οικουμενισμού». Ο ίδιος ο π. Φλωρόφσκυ, ενάντια στο διαχρονικά κυρίαρχο πνεύμα της «ορθόδοξης» αυτάρκειας και εσωστρέφειας, και παράλληλα με το κήρυγμά του για την επιστροφή στους Πατέρες, δεν θα διστάσει να κάνει λόγο για την Εκκλησία που αναπνέει με δύο πνεύμονες, τον ανατολικό και τον δυτικό, για την καθολικότητα της Εκκλησίας που προϋποθέτει αξεχώριστα τόσο τη Δυτική όσο και την Ανατολική Εκκλησία, και που σύμφωνα με την ορολογία του ίδιου του Φλωρόφσκυ θεωρούνται ως «δύο σιαμαίες αδελφές» που είναι αδύνατο να τις ξεχωρίσουμε χωρίς να τις καταστρέψουμε (βλ. G. Florovsky, “The Legacy and the Task of Orthodox Theology”, Anglican Theological Review, 31/1949, σ. 65-71). Σήμερα οι πιο νηφάλιοι και αντικειμενικοί παρατηρητές αναγνωρίζουν ότι η Ορθοδοξία όχι μόνο δεν έχασε, αλλά κέρδισε από τον οικουμενικό διάλογο. Εκτός από το πλήθος των δυτικών προσηλύτων που πύκνωσαν τις τάξεις της (και μερικοί από τους οποίους αποτελούν σήμερα τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της στο δυτικό κόσμο), αρκεί να σκεφτούμε, μόνο, τι ήταν η ορθόδοξη θεολογία πριν τη συμμετοχή της στην οικουμενική κίνηση και το διάλογο της ορθόδοξης διασποράς με τη Δύση: μια επαρχιακού τύπου απομίμηση του δυτικού σχολαστικισμού και πιετισμού, που δανειζόταν κατά περίπτωση την επιχειρηματολογία και τα θεολογικά σχήματα είτε του Ρωμαιοκαθολικισμού είτε του Προτεσταντισμού.

Διάλογος, πάντως, δε σημαίνει διάβρωση της ταυτότητας των ανθρώπων που συμμετέχουν ούτε προδοσία της οικείας πίστης. Αυτή είναι μια προσέγγιση που προδίδει ανασφαλή ταυτότητα και έλλειψη σιγουριάς για την πίστη. Διάλογος σημαίνει άνοιγμα και συνάντηση, σημαίνει κατάρριψη των στερεοτύπων, ώστε ο άλλος από εχθρός και ξένος, σύμφωνα με την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, να γίνει αδελφός. Στο διάλογο με τους ετεροδόξους οι ορθόδοξοι δεν μετέχουν ανεξάρτητα ή εκτός των Εκκλησιών τους. Αντιθέτως! Λαμβάνουν μέρος και διαλέγονται με την ευλογία τους και στη βάση ομόφωνων Πανορθόδοξων αποφάσεων. Στους διαλόγους αυτούς, που κατά καιρούς έχουν λάβει μέρος και συντηρητικοί ορθόδοξοι θεολόγοι, όπως ο Π. Τρεμπέλας ή ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, μαρτυρούν περί της Ορθοδοξίας, της θεολογίας, της παράδοσης και του βιώματος της. Η δε επαφή με ανθρώπους που προέρχονται από άλλες χριστιανικές παραδόσεις και θρησκείες δημιουργεί ταυτόχρονα προϋποθέσεις για αυτοκριτική και αυτογνωσία. Ο «άλλος» λειτουργεί ως ο καθρέφτης της δικής μας πνευματικής ωριμότητας και της προόδου μας στην πνευματική ζωή, και υπ’ αυτήν την έννοια ο διάλογος δεν αποτελεί απειλή αλλά ευκαιρία και πρόκληση. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να παραμείνουμε ανοιχτοί απέναντι στο διάλογο «αληθεύοντες εν αγάπη» (Εφεσ. 4:15). Ολόκληρη η ορθόδοξη λειτουργική και λατρευτική ζωή κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, το άνοιγμα δηλαδή προς την οικουμένη. Λέμε και επαναλαμβάνουμε στην Κυριακή προσευχή: «ελθέτω η Βασιλεία σου, ως εν ουρανώ και επί της γης», αλλά μάλλον αγνοούμε τα όσα χαρακτηριστικά σχολιάζει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος (Υπόμνημα εις τον Άγιον Ματθαίον τον Ευαγγελιστήν, Ομιλία 19,5, PG 57, στ. 280): «ουδέ γαρ είπε, γενηθήτω το θέλημά σου εν εμοί ή εν ημίν, αλλά πανταχού της γης»· ή τα όσα αναφέρονται στην ευχή της αναφοράς της θείας Λειτουργίας του Αποστόλου Μάρκου, όταν ο λειτουργός δεόμενος λέει: «Μνήσθητι, Κύριε, της αγίας και μόνης καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας της από γης περάτων μέχρι των περάτων αυτής, πάντων των λαών και πάντων των ποιμνίων σου» (Ι. Φουντούλη, Θεία Λειτουργία του Αποστόλου Μάρκου, Θεσσαλονίκη, 21977, σ. 45-46. Πρβλ. του ιδίου, Θεία Λειτουργία των «Αποστολικών Διαταγών», Θεσσαλονίκη, 1978, σ. 34: «υπέρ της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας της από περάτων έως περάτων δεηθώμεν»). Γιατί σε τελευταία ανάλυση το μυστήριο της Εκκλησίας είναι συνυφασμένο με το μυστήριο της εν Χριστώ ενότητος και την υπέρβαση των κάθε λογής χωρισμών και διαιρέσεων: «Εκκλησία δε καλείται φερωνύμως, δια το πάντας εκκαλείσθαι και ομού συνάγειν» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις 18, 24, PG 33, 1044Β), ενώ καθώς σημειώνει και πάλι ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: «το γαρ της Εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλ’ ενώσεως εστί και συμφωνίας όνομα» (Ομιλία Α΄, PG 61, 13).

Ίσως γι’ αυτό και ο γνωστός για την ανθενωτική του δράση Γεννάδιος Σχολάριος, μαθητής του αγίου Μάρκου Ευγενικού και μετά ταύτα πρώτος Πατριάρχης του υπόδουλου Γένους, στο φλέγον θέμα της συμπροσευχής με τους ετεροδόξους και της εν γένει επικοινωνίας μαζί τους —που τόσο σκανδαλίζει και ενοχλεί τους καθ’ ημάς υπερορθόδοξους, σε σημείο να καθυβρίζουν και να διασύρουν ορθόδοξους Πατριάρχες και επισκόπους που αγίασαν στην άσκηση και στην σταυρική αγάπη, όπως ο πρόσφατα αποβιώσας μακαριστός Πατριάρχης Σερβίας Παύλος— δεν θα διστάσει στην Επιστολή του προς τον Μάξιμο Σοφιανό, ηγούμενο της Μονής Σινά, να υποστηρίξει τα εξής άκρως σημαντικά (και για πολλούς μη αναμενόμενα): «Έτι ηρώτησαν οι μοναχοί ει ένι συγκεχωρημένον, ίνα διδώτε τοις Αρμενίοις ή Λατίνοις την παναγίαν τοις προσκυνηταίς. Ημείς δε λέγομεν ίνα διδώτε αυτοίς και το αντίδωρον· χριστιανοί γαρ είσί και δια τούτο έρχονται εκ τοσούτων διαστημάτων εις προσκύνησιν του δεσποτικού τάφου. Ει γουν και εσχισμένοι εισίν αφ’ ημών δια τίνα ζητήματα της πίστεως και εισίν ετερόδοξοι, αλλά ως χριστιανοί μετά πίστεως και ευλαβείας ζητούσι τον αγιασμόν ημών, και ημείς οφείλομεν διδόναι· [...] Το μέγα μυστήριον της κοινωνίας μόνον μη δίδοτε αυτοίς, ου μόνον δια την του μυστηρίου υπεροχήν, αλλά δια το μυστήριον τούτο παριστάν μεν όλην την θείαν οικονομίαν, προηγουμένης δε της ομολογίας του συμβόλου της αληθούς πίστεως τελειούσθαι, και δια τούτο τοις εις την θείαν οικονομίαν ή εις την θεολογίαν ψευδοδοξούσι και τη καθολική αντιλέγουσιν εκκλησία ου δει αυτό δίδοσθαι. Eι δε τις απ’ αυτών βουληθείς προσμείναι αυτόθι ή νοσήσας αρνήσεται μεν την πάτριον δόξαν, ομολογήσει δε την δόξαν της καθολικής εκκλησίας, αξιούτε αυτόν και της τοιαύτης κοινωνίας. Τούτό εστιν η συνήθεια της καθολικής των χριστιανών εκκλησίας. Διό και oι αγιώτατοι πατριάρχαι, ότε ελειτούργουν εορτασίμως, ερχόμενους και Αρμενίους και Λατίνους και ισταμένους μετά πάσης ευλαβείας εις την λειτουργίαν, ουκ εδίωκον, αλλά και απερχομένους μετά των ορθοδόξων και προσκυνούντας και ασπαζομένους την πατριαρχικήν χείρα και ευλόγουν και εδίδουν αυτοίς το αντίδωρον· ως γαρ μαθηταίς του Χριστού ουκ εξέβαλον έξω τους εις αυτούς ερχομένους. Αρκετόν ούν εστιν ότι υμείς ου ζητείτε ουδέ λαμβάνετε αγιασμόν παρ’ αυτών, διότι εισίν ετερόδοξοι και κεχωρισμένοι αλλά εάν ζητώσιν αυτοί τον αγιασμόν αφ’ υμών, οφείλετε μη αποπέμπειν αυτούς, ως προείπομεν» (βλ. L. Petit-X. Siderides-M. Jugie, Oeuvres complètes de Georges-Gennade Scholarios, t. IV, Paris, 1935, σ. 201-202). Την ίδια ακριβώς τάξη αποδέχεται αργότερα και ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων, ο γνωστός για τους μεγάλους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας, σε επιστολή του προς τον Μιχαήλ Βελιγραδίου (1706), μια τάξη που υιοθετούσε και ακολουθούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι Αρχιερείς του, ενώ ακόμη και ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο υπερασπιστής της Ορθοδοξίας κατά τη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) παρευρίσκετο στις κοινές προσευχές των διαλεγομένων πλευρών (Ορθοδόξων καί Λατίνων). Εάν λοιπόν οι σπουδαίοι αυτοί άγιοι και θεολόγοι της Ορθοδοξίας χειρίζονταν με αυτόν τον τρόπο δύσκολα ζητήματα όπως αυτά της συμπροσευχής και της εν γένει εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους ετεροδόξους (τους οποίους πουθενά στο κείμενό του ο Γεννάδιος Σχολάριος δεν χαρακτηρίζει ως «αιρετικούς», αλλά ρητώς τους κατονομάζει ως «εσχισμένους» [αποσχισθέντες], «χριστιανούς», και τους οποίους δέχεται στην εκκλησιαστική κοινωνία και την θεία Ευχαριστία με απλή ομολογία πίστεως, χωρίς αναβαπτισμό, ούτε καν χρίσμα, λέγοντας μάλιστα ρητά ότι αυτή είναι «η συνήθεια της καθολικής των χριστιανών εκκλησίας [της Ορθόδοξης]), μπορούμε τότε εύλογα να συμπεράνουμε ποια θα ήταν η στάση τους σε θέματα οικουμενικού ή θεολογικού διαλόγου!

Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να αρνηθεί το διαλογικό και φιλάνθρωπο ήθος της, υποκύπτοντας στις αθεολόγητες κορώνες και τις φωνασκούσες και θορυβώδεις ζηλωτικές μειοψηφίες που εναρμονιζόμενες άριστα και ταχύτατα με το πνεύμα της εποχής μας (την οποία κατά τα άλλα καταγγέλλουν και ελεεινολογούν!) άφησαν τα πεζοδρόμια και προσπαθούν με κάθε μέσο να κυριαρχήσουν στο διαδίκτυο, απειλώντας και τρομοκρατώντας τόσο τις μεμονωμένες θεολογικές φωνές που δεν ελέγχουν, όσο και διακεκριμένους ιεράρχες και ανύστακτους ποιμένες της Εκκλησίας μας. Η Ορθοδοξία οφείλει να παραμείνει πιστή στο διαλογικό της ήθος που απορρέει τόσο από τη θεολογική της αυτοσυνειδησία όσο και από τη φύση της Τριαδικής Θεότητας, αφού ως γνωστόν η πίστη μας στον Τριαδικό Θεό είναι η πίστη όχι σε μία μονάδα κλεισμένη στον εαυτό της, αλλά σε μία κοινωνία αιώνιας αγάπης, ελευθερίας και αλληλοπεριχώρησης. Σε μία κοινωνία, δηλαδή, αγαπώμενων και διαλεγόμενων θείων προσώπων, καθώς τo ίδιο το θείο Είναι, ο Τριαδικός τρόπος υπάρξεως, κατανοείται από την πατερική θεολογία αλλά και από τη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία, και μάλιστα την ελληνόφωνη, ως «Είναι εν κοινωνία», ως «Είναι εν διαλόγω».

Προσπαθούμε με «παροξυσμόν αγάπης» (Εβρ. 10:24) να κατανοήσουμε τις βαθύτερες αιτίες για τις φωνασκίες, τις κραυγές και τις αγωνίες όσων αδελφών μας «εν τη πίστει» βλέπουν παντού και πάντα προδότες και προδοσίες της Ορθοδοξίας. Το πρόβλημα, όμως, αυτό χρήζει ποιμαντικής μέριμνας εκ μέρους της ποιμένουσας Εκκλησίας, και δεν είναι δυνατόν ούτε να μετατραπεί σε υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της Εκκλησίας μας ούτε να καθορίσει την επίσημη θέση και στάση της σε παρόμοια ζητήματα. Αυτό, όμως, που θα πρέπει οπωσδήποτε να αποκρουσθεί και να καταγγελθεί, είναι η εκμετάλλευση, για ίδιον όφελος, αυτών των φόβων από τους παντοδαπούς επιδέξιους σωτήρες και αμύντορες της «Ορθοδοξίας» που ψαρεύουν στα θολά νερά του διαδικτύου. Αυτούς που αντί για την ακαδημαϊκή έδρα και τη σοβαρή σπουδή ή τον κανόνα της νήψης, της ησυχίας και της προσευχής, γινόμενοι πιο κοσμικοί και από τους κοσμικούς, παραδόθηκαν στην τύρβη και τις μέριμνες του αιώνος τούτου, «υπερασπιζόμενοι, υποτίθεται, την Ορθοδοξία», ή που υπέκυψαν στο δέλεαρ της δημοσιογραφικής και πολεμικής γραφής.

V.

Στην παρούσα φάση της ιστορικής πορείας της ανθρωπότητας δημιουργούνται νέας μορφής προβλήματα και αιτήματα και αναμοχλεύονται παλαιά. Χρέος των ορθοδόξων είναι, αντλώντας από τον πλούτο της παράδοσης και του βιώματος τους, να συμμετέχουν στην οικουμενική προσπάθεια προτείνοντας «πράξεις και δράσεις ζωής», που θα προκύψουν μέσα από δημιουργικό ζωντανό θεολογικό στοχασμό. Ο καρπός του πνεύματος είναι εξάλλου: «αγάπη, χαρά, αγαθοσύνη, πίστις, πραότης και εγκράτεια» (Γαλ. 5:22). Αυτοί οι καρποί είναι αντίθετοι σε οποιαδήποτε μονομέρεια και φανατισμό: «Ου μαίνομαι, αλλ’ αληθείας και σωφροσύνης ρήματα αποφθέγγομαι» (Πραξ. 25:24) λέει ο Απόστολος Παύλος, ενώ ο σύγχρονος άγιος της Ορθοδοξίας γέρων Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης δεν θα διστάσει να διακηρύξει: «Ο φανατισμός δεν έχει σχέση με το Χριστό. Να είσαι χριστιανός αληθινός. Τότε κανένα δεν θα παρεξηγείς, αλλά “η αγάπη σου πάντα θα στέγει”. Και στον αλλόθρησκο, χριστιανός. Δηλαδή να τον τιμάεις άσχετα με τη θρησκεία του με έναν ευγενικό τρόπο» (Γέροντος Πορφυρίου, Βίος και Λόγοι, έκδ. Ι. Μονής Χρυσοπηγής, Χανιά, 2003, σ. 394). Η θέση της Ορθοδοξίας δεν είναι στο περιθώριο της ζωής και της Ιστορίας, αλλά στο κέντρο των ζυμώσεων, της πρωτοπορίας, της προόδου, της αλλαγής και τελικώς της μεταμόρφωσης του ανθρώπου και του κόσμου ολόκληρου σε εικόνα της βασιλείας του Θεού. Αυτό το κεφαλαιώδους σημασίας έργο σκοπεύει να συνεχίσει να διακονεί με τις μικρές της δυνάμεις και με τη χάρη του Θεού η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, χωρίς να πτοείται από τις ιεροεξεταστικού τύπου επιθέσεις και συκοφαντίες ή από τις φοβικές αντιδράσεις και την συντηρητική αναδίπλωση που προδίδει ημιμάθεια και ανασφάλεια, και που αν τυχόν επιτρέψουμε να επικρατήσουν στον δημόσιο χώρο της Εκκλησίας μας, θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια τόσο στην ιστορική περιθωριοποίηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον απαιτητικό 21ο αιώνα, όσο και στην περαιτέρω πνευματική και πολιτισμική συρρίκνωση του Ελληνισμού.

Παύλου Φουρνογεράκη: ΑΝΤΙΚΡΙΣΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (ποίηση)




Αντικριστά χορεύουν οι βελόνες,
αγνό μαλλί
σφιχτο-αγκαλιάζουν ερωτικά

Αντικριστά ζεσταίνουν πολυθρόνες
στ΄ αναμμένο τζάκι
εγγονή κι έμπειρη γιαγιά

Αντικριστός ο χρόνος φλέγεται πηδά
στο διαδίκτυο
μοντέρνα σχέδια ελκυστικά

Αντικριστός ο χρόνος ψάχνει ζεστασιά
με παρελθόν
αριστεία λαβαίνουν χέρια μαγικά

(Λιθακιά 15-11-2010)

Φωτογραφία: Λίλα Καμπάνη

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Νίκης Παπαγεωργίου: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ

Εισήγηση κατά το Β΄ Συνέδριο Ορθόδοξης Νεολαίας
Κωνσταντινούπολη, 12 Ιουλίου 2007

Γλυπτό τής Chryssa, έργο 1967
 Εισαγωγή

Η εκκοσμίκευση είναι ένα πολυδιάστατο και πολυσήμαντο φαι­νό­με­νο που συνδέεται ιδιαίτερα με τη λειτουργία της σύγ­χρονης, νεω­τε­ρι­κής, κοινωνίας. Ιστορικά, ο όρος χρησιμοποιήθηκε κατ’ αρχάς για να δη­λώ­­σει την απόδοση της περιουσίας της Εκ­κλησίας στο κράτος, σε χώρες όπου κυριάρχησε η Προτεσταντική Με­ταρ­­ρύ­θμι­ση. Στη συνέχεια όμως χρη­σιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία η θρη­σκεία χάνει την επιρροή της στις διάφορες σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Είναι ένα φαινόμενο επομένως που έχει την ιστορική του αφετηρία στη Δυ­­τι­κή Ευ­­ρώπη των νεώτερων χρόνων, επηρεάζει όμως στη συνέχεια άμε­σα ή έμ­μεσα, λίγο ή πολύ, και τον υπόλοιπο κό­σμο. Συνδεδεμένο με πολλές πτυ­χές της νεω­τε­ρικότητας, χρησιμοποιείται συχνά με ποικίλους τρό­πους και σε δια­φο­ρε­τικές συνάφειες, για να εκφράσει μια ποικιλία θεω­ρή­σεων που αφο­ρούν τη θέση της θρησκείας στο σύγχρονο κόσμο. Οι ποικίλες θεωρήσεις του φαινομένου έχουν οδηγήσει και σε ποικίλες ερμηνείες του. Άλλες από αυτές ανα­φέρονται στην κοινωνία και στον τρόπο λει­τουρ­γίας της και άλλες ανα­φέρονται στη θρησκεία και ιδιαί­τερα στην Εκ­κλη­σία και στον τρόπο λει­τουργίας της. Θα προ­σπαθήσουμε να συνο­ψί­σου­με τις κύριες ερμηνείες που έχουν δοθεί κατά καιρούς.

Έτσι σύμφωνα με τους κοινωνικούς επιστήμονες εκκοσμίκευση μπο­ρεί να σημαίνει:

1. Αποθρησκειοποίηση της κοινωνίας, δηλαδή μείωση της κοινω­νι­κής επιρροής, του πλούτου και του γοή­τρου της θρησκείας.
2. Αποδέσμευση της κοινωνίας και της κουλτούρας από την κυριαρ­χία των θρησκευτικών θεσμών και συμβόλων.
3. Μείωση της κοινωνικής σημασίας της θρησκείας· η θρησκεία γί­νε­ται λιγότερο σημαντική για τη λειτουργία του κοινωνικού συ­στή­­μα­τος.
4. Απομύθευση της πολιτικής. Απο­δέ­σμευ­ση της πολιτικής εξουσίας από τη θρησκευτική νομιμοποίηση με απο­τέ­λε­σμα το διαχω­ρισμό θρη­σκείας και πολιτικής και τη διάκριση εκ­κλη­­­σια­στι­κής και κρα­τι­κής εξουσίας.
5. Μείωση του δημόσιου ρόλου της θρησκείας και περιορισμός της στην ιδιωτική σφαίρα.
6. Παρακμή της θρησκείας και των θρησκευτικών θεσμών.
7. Αποϊεροποίηση του κόσμου. Η ανθρώπινη ζωή, φύση και κοινωνία ερ­­μηνεύονται ορθολογικά και παύουν να θεωρούνται ως απο­­τέ­λε­σμα της δράσης των θεϊκών δυνάμεων.
8. Αντικατάσταση της παραδοσιακής λογικής των αξιών από την ω­φε­­­λι­μιστική λογική.
9. Μετατροπή της θρησκείας σε κοσμικό θεσμό με εγκόσμιους προ­σα­­νατολισμούς και ενδιαφέροντα. Μετατροπή των θρησκευτικών πεποιθήσεων και των θρη­σκευ­τι­κών θεσμών σε εγκόσμιες ιδέες και κοινωνικές οργανώσεις. Μείωση της θρησκευτικότητας και του επιπέδου συμμετοχής στους θρησκευτικούς οργανισμούς.

Πολλές από αυτές τις ερμηνείες υπερκαλύπτουν η μία την άλλη ή έχουν αντικρουόμενες σημασίες. Σε γενικές γραμμές πάντως, η εκκο­σμί­κευ­ση μπορεί να σημαίνει περιορισμό της θρησκείας σε μια «κα­θα­ρό­τε­ρη» πνευματική-θρησκευτική σφαί­ρα αλλά επίσης στροφή της θρησκείας σε έναν πιο εγκόσμιο προ­σα­να­το­λι­σμό. Για την αποφυγή περαιτέρω σύγ­­χυ­σης μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στην κοινωνιολογική και τη θεο­λο­γι­κή εκ­κοσμίκευση. Στην Κοινω­νιο­λο­γία της Θρησκείας ο όρος χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να δηλώσει ότι η θρησκεία με διάφορους τρόπους γίνεται πε­ρισ­σό­τερο περιθωριακή και λιγότερο ση­μαντική καθώς η επιρροή που ασκούσε στον κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο περιορίζεται. Στη Θεολογία ο όρος χρησι­μο­ποιεί­ται για να δηλώσει ότι η θρησκεία και ιδιαί­τερα η Εκκλησία μετα­βάλ­λεται σε εγκόσμιο θεσμό, αποκτώντας κοσμικούς τρό­πους και λειτουργίες. Στην πρώτη περίπτωση θα μιλούσαμε για εκ­κοσμίκευση της κοι­νω­νίας, στη δεύτερη περίπτωση για εκκοσμίκευση της Εκκλησίας. Από τη διευκρίνιση του όρου σε κάθε πε­ρίπτωση θα εξαρ­­τηθεί η θετική ή αρ­νη­τική αποτίμηση της εκκο­σμί­κευ­σης και η σχέ­ση της Εκκλησίας με αυτήν.


Η εκκοσμίκευση της κοινωνίας

Η «κλασική» θεώρηση της εκκοσμίκευσης συνδέει τη φθίνουσα κοι­­νωνική σημασία της θρησκείας με τη διαδικασία της νεωτερικότητας, δη­λαδή την ανάπτυξη της σύγχρονης, μοντέρνας κοινωνίας. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, ο περιορισμός της επιρροής που ασκούσε η θρησκεία στο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο αποδίδεται σε τρεις όψεις της νεωτερικότητας: Κοι­­­νωνική διαφοροποίηση, ανάπτυξη των δευτερο­γε­νών σχέσεων και ορθο­λο­­γισμός.

Η κοινωνική διαφορο­ποίη­ση ανα­φέ­ρε­ται στον αυξανόμενο κατα­με­ρι­­σμό όχι μόνο της ερ­γα­σίας αλλά και πολλών τομέων της αν­­θρώπινης δρα­­­στηριότητας. Η σύγχρονη κοι­νωνία αναπτύσσεται σε μια σει­ρά από ημι-ανεξάρτητα συστήματα, κά­θε ένα από τα οποία έχει τη δική του λο­γι­κή και τους δικούς του κα­νό­νες λειτουργίας: οικονομικό, πο­λι­τι­κό, νο­μι­κό, εκπαιδευτικό κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι οι διάφοροι τομείς της κοιν­ω­νίας σταδιακά ανεξαρτητοποιούνται από το θρησκευτικό έλεγ­­χο και απο­μα­­κρύ­­νονται από την επιρροή των θρησκευτικών θεσμών. Η οικονομική ζωή «κυβερνάται» με τους δι­κούς της νόμους. Οι επιστήμες αναπτύσ­σουν τη δική τους λογική όπου ο Θεός πιθανόν δεν έχει θέση. Πολιτικά, ανα­­πτύσσεται το έθνος κράτος που στηρίζεται σε κο­σμικούς θεσμούς. Στο κοινωνικό πεδίο ανα­πτύσ­σε­ται το κράτος πρό­νοια που αναλαμβάνει κοι­­­νωνικές λειτουργίες και αντι­κα­θιστά κοι­νω­νι­κές υπηρεσίες της Εκ­κλη­­σίας.

Η ανάπτυξη των δευτερογενών σχέσεων συνδέεται με τη διάσπαση των μικρών κοινοτήτων ως απο­τέ­λε­σμα της αστικοποίησης και της εκ­βιο­­μηχάνισης. Οι προσωπικοί δεσμοί εμπιστοσύνης και εξάρτησης που χαρακτήριζαν τις μικρές κοινότητες αντικαθίστανται από έμμεσες σχέ­σεις και πε­ριορισμένες επαφές μεταξύ των ανθρώπων στις σύγχρονες κοι­νωνίες. Παραδοσιακά η θρη­σκεία στηριζόταν στις μικρές κοι­νότητες και αποτελούσε αναπό­σπα­στο μέρος της αγ­ρο­τι­κής ζωής, γιορτάζοντας το ρυθμό των επο­χών και σφραγίζοντας τα στά­δια της ζωής. Αλλά η μοντέρνα αστική ζωή διέσπασε αυτές τις μικρές κοι­νό­τητες με απο­τέ­λε­σμα να μειωθεί η κοι­νω­νι­κή σημασία της θρη­σκείας και να χάσει την επιρροή της στη δημόσια ζωή: γίνεται ιδιωτική υπό­θε­ση.

Ενώ η κοινωνική διαφοροποίηση και η ανάπτυξη των δευτερογενών σχέσεων αφορούν κοι­νωνικές διαδικασίες, ο ορθολογισμός –η τρίτη όψη της νεω­τε­ρι­κό­τη­τας που έχει σχέση με την εκκοσμίκευση, αφορά τον τρό­­πο με τον οποίο σκέπτονται και ενεργούν οι άνθρωποι. Ο ορ­θο­λο­γι­σμός ανα­φέ­ρε­ται στη διαδικασία κατά την οποία, στην καθημερινή ζωή, οι άνθρωποι αρχίζουν να χρησιμοποιούν τον επιστημονικό – ορθο­λο­γι­κό λό­γο που αν­τι­­­καθιστά προοδευτικά το θρησκευτικό λόγο στην θέα­ση και ερ­μηνεία του κόσμου. Είναι αυτό που ο MaxWeber ονομάζει απο­­μάγευση του κόσμου. Ο Weber δεν διακρίνει καμία δυνατότητα στη θρη­σκεία να έχει κεντρικό ρόλο στη σύγχρονη κοινωνία όπως συ­νέ­βη με τον Προ­τε­στα­ντι­σμό και τον πρώιμο καπιταλισμό που είχε την ευκαιρία να αναλύσει πολύ κα­λά στο έργο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύ­μα του κα­πι­τα­λισμού».

Εκτός αυτών μπορούμε να επισημάνουμε και άλλους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στη μείωση της δημόσιας επιρροής της θρησκείας και τον περιορισμό της στην ιδιωτική σφαίρα. Πρώτο, η κυριαρχία της Ρω­μαιο­­κα­­θο­λικής Εκκλησίας στη μεσαιωνική Ευρώπη και η αξίωσή της να ρυθ­­μί­ζει τη ζωή των ανθρώπων οδήγησε στην αμφισβήτησή της, αρχικά στο θρη­σκευτικό πεδίο, όπως είναι η αντίδραση που προκλήθηκε από την Με­ταρρύθμιση, και στη συνέχεια στο ευρύτερο κοινωνικό πε­­δίο. Δεύ­τε­ρο, η αμφισβήτηση, στο πολιτικό πεδίο, της θρησκευτικής νο­­μιμο­ποίη­σης της απολυταρχίας. Η αμφισβήτηση αυτή οδήγησε σε αν­τί­­­­δραση και ανα­τροπή της με συνέπεια το διαχωρισμό θρη­σκείας και πο­­λι­­τικής, ή αλ­λιώς, θρησκευτικού και πολιτικού πεδίου. Το αποτέλεσμα ήταν η απομύ­θευ­ση της ίδιας της πολιτικής. Τρίτο, αναπτύσσεται η ιδιω­τι­­­κή σφαίρα και διαχωρίζεται από τη δημόσια σφαίρα. Στις παραδοσιακές κοι­­­νωνίες, η δημόσια σφαίρα ήταν διο­γκω­μένη και κάλυπτε ολόκληρη τη ζωή του αν­θρώπου. Στη νεώτερη κοινωνία, αναπτύσσεται η ιδιωτική σφαί­­­­ρα προς την οποία μετακινείται η βαθμιαία και η θρησκεία. Αυτό ση­­­μαίνει ότι η θρη­σκεία γίνεται προσωπική και ιδιωτική υπόθεση και παύει να λει­τουρ­γεί υποχρεωτικά και κρατικά.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες έπαιξαν το ρόλο τους στη σταδιακή απο­δυ­­νάμωση του κοινωνικού ρόλου της θρησκείας, στη μείωση της κοι­νω­νι­­κής της εμβέλειας, στην απομάκρυνση από τη δημόσια σφαίρα και τον πε­­­ριορισμό της στην ιδιωτική σφαίρα. Ιδιαίτερα όμως έπαιξαν ρόλο στη σταδιακή απο­δέ­σμευση της θρησκείας από την κρατική εξου­σία και τη ελεύ­­θερη λει­τουρ­­γία της ως προσωπική ιδιωτική υπό­θε­ση. «Ιδιω­τική υπό­­­θεση» δεν σημαίνει «ατομική υπόθεση», αλλά ελεύθερη αποδοχή κά­ποιου πράγ­ματος που δεν επι­βάλ­λε­­ται από το κράτος (ή την κοι­νό­τη­τα). Στο θρησκευτικό πεδίο, ο πο­λί­της είναι ελεύ­θερος να θρησκεύει ή να μην θρησκεύει, ή να επιλέγει τη θρη­σκεία που θέλει. Με αυτήν την έν­νοια, το ιδιωτικό δεν αντιπαρατίθεται στο συλ­λογικό, διό­­τι οι ιδιωτικές πρω­τοβουλίες μπορούν να πραγματο­ποιούνται συλ­λο­γι­κά και κατ’ επέ­κτα­ση κοι­νωνικά. Όταν οι άνθρωποι συνα­θροί­ζονται για να λα­τρεύσουν το Θεό τους λειτουργούν συλ­λογικά και η θρη­σκεία έχει πά­­­ντα μια κοι­νω­νική διά­­στα­ση που μπο­ρεί να εκφραστεί με ποι­κίλους τρό­­πους. Εξάλ­λου, στον ιδι­ωτικό χώρο ανήκει και η περί­φη­μη κοινωνία πολιτών που μπο­ρεί να δρα­στη­ριο­ποιη­θεί προς πάσα κα­τεύ­θυνση και με ορατά και επι­τυχημένα απο­τελέ­σμα­τα.

Η εκκοσμίκευση επομένως έχει να κάνει περισσότερο με τη μείωση της θεσμικής επιρροής της θρησκείας, δηλαδή την αμφι­σβή­­τηση του ρό­λου και της επιβολής των θρησκευτικών θεσμών κα­ταρ­χήν στην πο­λι­τι­κή και κατόπιν στην κοινωνία και τον πολιτισμό. Γι αυτό η εκ­κο­σμί­κευ­ση εμφανίζεται με διαφορετικό τρόπο στην Ευρώπη απ’ ότι στις ΗΠΑ π.χ. Είναι ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει κυρίως τον ευρωπαϊκό χώ­ρο και αφορά την Εκκλησία ως θεσμό.

Κατά συνέπεια, δεν ταυτίζεται με την αθεΐα, την άρνηση δηλαδή της πίστης προς το Θεό ή την κατάργηση των θρησκευτικών θεσμών. Δεν ση­μαίνει απαραίτητα μείωση της θρησκευτικότητας των πιστών ή μείω­ση της δυναμικής της πίστης, αν και παρατηρούνται επίσης παράλληλα τα δύο φαινόμενα, χωρίς απαραίτητα να έχει αιτιατή σχέση το ένα από το άλ­λο. Ούτε ση­μαί­νει απαραίτητα χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, αν και μπορεί να οδη­γήσει σε αυτόν. Η θεσμική Εκκλησία χάνει βεβαίως τη θέ­­­ση που είχε προη­γουμένως, αλλά η ρύθμιση των σχέσεων της με το κράτος είναι απο­τέ­λεσμα μακροχρόνιων διαδικασιών και ιδιαίτερων συν­θη­κών.


Η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας

Η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας έχει επίσης τη βάση της στη νεώ­τε­ρη κοινωνία και το διαχωρισμό της κοινωνικής ζωής σε σφαί­ρες (οικο­νο­μι­κή, πολιτική, θρησκευτική κλπ.) Ή, ακόμη καλύτερα, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως βάση ερμηνείας της θεολογικής εκκο­σμί­κευσης την πε­ρίφημη διάκριση ιερού και κοσμικού που μας προ­σφέ­ρει η Κοι­νω­νιο­λο­γία της Θρησκείας. Στην περίπτωση αυτή, της θεο­λο­γι­κής εκκο­σμί­κευ­σης, η Εκκλησία τείνει να μεταβληθεί σε κοσμικό θεσμό, χρησι­μο­ποιώ­ντας εγκό­σμιες πρακτικές, όπως η οργάνωση, η εξουσία και ο πλούτος.

Με­ρι­κοί ερευνητές, βέβαια, θεω­ρούν ότι είναι μια υπόθεση που αφο­­ρά την οργάνωση και τη λειτουργία της ίδιας της Εκκλησίας και ανά­γε­­ται στον 4ο αι. Η καθιέ­ρω­ση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρη­σκείας της ρω­μαϊ­κής αυτο­κρα­το­ρίας τον 4ο αι., σήμανε και την θε­σμο­ποίη­ση της Εκ­κλη­­­σίας, δηλ. την προσαρμογή της Εκκλησίας στις κοι­νω­νι­κές απαι­τή­σεις της εποχής και τη συμπόρευσή της με τις επιλογές της τότε κοσμικής εξου­­σίας. Στο Βυ­ζά­ντιο, βέβαια, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν απέκτησε πο­τέ τη δυνατότητα άσ­κησης πραγματικής εξουσίας, κάτι που συνέβη με τη Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κή Εκ­κλησία. Χρησιμοποιήθηκε όμως από τους βυ­ζαν­τι­­νούς αυτο­κρά­το­ρες ως ιδεολογία νομιμοποίησης της πο­λι­τικής τους εξουσίας. Μια ιδιαί­τερη περίπτωση αποτελεί η περίοδος της Τουρ­­κο­κρα­τίας, όταν η Εκ­κλη­σία, για τους γνωστούς ιστορικούς λό­γους, απο­­κτά μέ­σω των προ­νο­μίων «πο­λιτική» κατά κάποιον τρόπο εξου­σία, ούσα υπεύ­θυνη για πολλές υπο­θέ­σεις των υπόδουλων Ορθόδοξων απέ­­να­ντι στο Σουλτάνο και μετα­βάλ­λε­ται σε εθναρχική Εκκλησία.

Η κατάσταση αυτή που σύντομα περιγράφηκε μπορεί να θεωρηθεί θεο­λογικά ως ένα είδος «εκκοσμίκευσης» του Χριστιανισμού και της Εκ­κλη­σίας. Η Εκκλησία γίνεται πολιτική ιδεολογία, πετυχαίνει είτε την άσ­κη­ση κάποιας εξου­σίας μέσα στο κράτος (Βυζάντιο), είτε την άσκηση της ίδιας της εξου­σίας (Δύση), είτε μερικής εξουσίας που αναφέρεται στις αστικές υπο­θέσεις (Τουρκοκρατία) και λειτουργεί ως συνεκτικός θε­σμός των υπό­δουλων ορθοδόξων (Εθναρχία).

Στη βάση ερμηνείας της θεολογικής εκκοσμίκευσης βρίσκεται η γνω­­στή θεω­ρία του EmileDurkheim για την ύπαρξη δύο αντίρροπων σφαι­­ρών μέσα στην κοινωνία: της σφαίρας του ιερού και της σφαίρας του κοσμικού. Το ιε­ρό είναι το καθαρό, το πνευματικό, το απρόσιτο που δεν υπόκειται στους ανθρώπινους κανόνες. Αντίθετα το κοσμικό είναι το βέβηλο, το υ­λι­κό, το παροδικό. Οι δύο αυτές σφαίρες έρχονται σε επαφή και αλλη­λο­ε­πηρεάζονται. Οι σχέσεις που σχηματίζουν εκφρά­ζο­­νται με δια­φορετικό τρό­πο στην κοινωνία. Έτσι όταν το ιερό προσ­λαμ­βά­νει στοι­χεία το κο­σμι­κού, τότε πραγματοποιείται η εκκοσμίκευση. Αντί­θετα, όταν το ιερό επη­ρεάζει το κοσμικό, τότε επέρχεται η καθιέ­ρω­ση των κο­σμι­κών πραγ­μά­των. Εκκκοσμίκευση έχουμε όταν πρακτικές του κοσμι­κού πεδίου ει­σέρ­χονται στη σφαίρα του ιερού.

Έτσι στο πλαίσιο της συνύπαρξης των δύο σφαιρών και συνα­κό­λου­θα στο πλαίσιο της συλλειτουργίας των θεσμών, κοσμικά στοιχεία εισ­­βάλλουν στη σφαίρα του ιερού και οι θρησκευτικοί θεσμοί κινούνται και λειτουργούν με ρυθμούς και τρόπους λειτουργίας ανάλογους με τους κο­σμικούς. Όταν το ιερό μετακινείται από τη χαρισματική στην ιστορική διάσταση, μεταβάλλεται μοιραία σε θεσμό που προσαρμόζεται στις ιστο­ρι­κές και κοινωνικές απαιτήσεις. Η θεολο­γι­κή εκκοσμίκευση επομένως σημαίνει την προσαρμογή της Εκκλησίας στις «κοσμικές» απατήσεις και τη μεταβολή της σε εγκόσμιο θεσμό. Η κίνηση αυτή, μοιραία από κοινω­νιο­λογική άποψη, αλλά όχι απαραίτητη από θεολογική άποψη, δη­μιουρ­γεί προϋποθέσεις επιβίωσης στο χώρο και στο χρόνο, αλλά και ποικίλες αντιδράσεις με χαρισματικό χαρακτήρα, όπως είναι ο μοναχισμός.

Σήμερα οι κοσμικοί «πειρασμοί» για την Εκκλησία αποδεικνύονται πολλοί και ποικίλοι. Η εξουσία και ο πλούτος, οι βασικοί πειρασμοί του Χρι­στού, αναμετρώνται με τη διακονία και την άσκηση, και συν­θέτουν το θεσμικό προφίλ της Εκκλησίας εις βάρος –πολλές φορές- της χα­ρι­σμα­τικής της διά­στα­­σης. Διοικητικοί μηχανισμοί δημιουργούν «πυ­ρα­μο­ειδή σχή­μα­τα» και με­ταβάλλουν την άσκηση διακονίας σε εξουσία. Ορ­γά­νω­ση υπη­ρε­σιών, ωρά­ρια εργασίας και επικοινωνίας, μισθολογικές εξα­ρ­­τή­σεις με­τα­­­βάλ­λουν τη θρησκευτική σφαίρα σε απρόσωπη διοι­κη­τι­κή υπη­ρεσία. Ο πλού­­­­τος και τα κτήματα μεταβάλλουν τις πνευματικές ασ­χο­λίες σε οικο­νο­­μι­­κή διαχείριση.


Εκκοσμίκευση και Εκκλησία: Μια αμφίσημη σχέση

Μετά την παραπάνω ανάλυση γίνεται φανερό ότι όταν ανα­φε­ρό­μα­στε στη κοινωνιολογική εκκοσμίκευση εξετάζουμε το ρόλο της θρη­σκείας στην κοινωνία, στην πολιτική και στον πολιτισμό. Όταν ανα­φε­ρό­μα­στε στη θεολογική εκκοσμίκευση εξετάζουμε τη λειτουργία της Εκ­κλη­σίας ως θεσμού που προσλαμβάνει κατεξοχήν «κοσμικά» στοιχεία, όπως είναι η εξουσία και ο πλούτος ή αναμειγνύεται σε αυτά.

Φαίνεται ότι τουλάχιστον για τη Δύση –και στο μέτρο που επη­ρεά­ζει όλο τον κόσμο- και για την Ανατολή η διαδικασία της εκκοσμίκευσης είναι ανεπίστρεπτη. Παρόλο που σήμερα κάποιοι μιλούν για επιστροφή του θρησκευτικού φαινομένου και για αναβίωση της θρησκευτικής πί­στης, δύσκολα μπορούμε να δεχθούμε ότι η θρησκεία μπορεί να παίξει ξα­­νά το ρόλο που έπαιζε στις παραδοσιακές κοινωνίες. Αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό φαινόμενο γιατί με τη λειτουργική διαφοροποίηση των μοντέρνων κοινωνιών, η θρησκεία έχει χάσει μερικές λειτουργίες, αλλά έτσι μπορεί να επικεντρωθεί στο πραγματικό στόχο της και να γίνει ικανή να διαχειριστεί τις κύριες λειτουργίες της καλύτερα.

Με αυτές τις προϋποθέσεις είναι φανερό ότι μια εκκοσμίκευση κοι­νω­­νιολογικού τύπου όχι μόνο δεν λειτουργεί αρνητικά για την Εκκλησία, αλλά μπορεί να αναδείξει τις ουσιαστικές διαστάσεις της. Από τη μια πλευ­ρά, η «απελευθέρωση» της Εκκλησίας από κοσμικές και κρατικές δε­­­σ­μεύ­σεις της δίνει τη δυνατότητα να καλ­λιερ­­­γήσει καλύτερα τους στό­χους της. Η κατάσταση αυτή «επιτρέπει» στην Εκκλησία να αναδείξει το σω­­τηριολογικό και δια­κονικό της ρόλο. Και γιατί όχι να προβάλλει ένα λό­γο κοινωνικής κριτικής και παρέμβασης. Από την άλλη πλευρά, η έν­τα­ξη των ανθρώπων στη θρησκευτική κοι­νό­τη­τα και ιδιαί­τε­ρα στην Εκ­κλη­σία, γί­­νε­ται προϊόν συνειδητής και ελεύ­θε­ρης επιλογής και όχι απο­τέ­λεσμα εθιμικής παράδοσης. Με αυτούς τους όρους, η κοινωνιολογική εκ­κο­­σμί­κευση μόνο ως πρόκληση μπορεί να λει­­τουργήσει για την Εκ­κλη­σία. Πρό­κληση και πρόσκληση συνάμα να ανα­­ζητήσει τον άνθρωπο και τις υπαρξιακές ή και πρακτικές του ανά­γκες, να επαναπροσδιορίσει το πρα­γ­ματικό της έργο που είναι η σωτηρία του αν­θρώπου.

Αντίθετα η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας προκαλεί πολλές ενστά­σεις από θεολογική άποψη. Μια ενδεχόμενη «εκκοσμίκευση» είναι αναπόφευκτη και αναγκαία με την έννοια ότι η Εκκλησία δεν μπο­ρεί να αρνηθεί τη θέση της μέσα στον κόσμο και τη συναλλαγή της με αυτόν. Οφείλει όμως εξίσου να διατηρήσει και την εσχατολογική της διά­στα­ση που θα της επιτρέψει να μην συσχηματιστεί με τον κόσμο τούτο, αλλά να διατηρήσει ακέραια την σωστική και κριτική της λει­τουρ­γία. Η «κο­σμική» προσαρμογή της Εκκλησίας μπορεί να ση­μαί­νει έξοδο από τον εαυτό της και συνάντηση με τον κόσμο, μπορεί να σημαίνει όμως και ταύ­τιση με τις επιλογές του. Το ζητούμενο είναι η Εκκλησία να δια­τη­ρή­σει εξίσου ζωντανά τον προφητικό και κριτικό της λόγο.

Έτσι γίνεται φανερό ότι, η εκκοσμίκευση με την κοινωνιολογική της σημασία επιτρέπει στην Εκκλησία να διαφυλάξει το σωτηριολογικό της λόγο απεμπλεκόμενη από κατηγορίες κοσμικές. Αντίθετα, η εκκο­σμί­κευ­ση με τη θεολογική της σημασία σημαίνει άκριτη αποδοχή και συσχη­μα­τισμό με αυτόν τον κόσμο και εμποδίζει την Εκκλησία να προβάλλει το σωτηριολογικό της λόγο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Berger Peter, The Sacred Canopy: Elements of a Sociological Theory of Religion, Doubleday,Garden City, NY 1967.
Bruce Steven., God is Dead. Secularization in the West, Blackwell, Oxford2002.
Dobbelaere Karel., Secularization: An Analysis at Three Levels, P.I.E. – Peter Lang, Bruxells 2002.
Furseth Inger and Repstad Pål., An Introduction to the Sociology of Religion. Classical and Contemporary Perspectives, Ashgate Publishing Limited, England/USA 2006
GiddensAnthony, Κοινωνιολογία, μετάφραση και επιμέλεια Δημήτρης Γ. Τσαούσης, Gutenberg, Αθήνα 2002
Γιούλτση Τ. Βασιλείου, Κοινωνιολογία της Θρησκείας, Π. Πουρναρά, (4)Θεσσαλονίκη 2002.
Hamilton M., The Sociology of Religion, Routledge, London ²2001.
Herbert David, Religion and Civil Society. Rethinking Public Religion in the Contemporary World, Ashgate Publishing Limited, England/USA 2003.
Κλάψη Εμμανουήλ, πρωτοπρεσβύτερου, Η Ορθοδοξία στο Νέο Κόσμο, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000.
Lambert Yves., “Religion in Modernity as a New Axial Age: Secularization or New Religious Paradigns?”, Sociological Analysis 60/3 (1999), pp303-333.
Mαντζαρίδη Γ., Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999.
Martin David, “Religion, Secularization and Post-Modernity: Lessons from the Latin Amarican Case”, in Religion and Modernity – Modes of Co-existence, edited by Pãl Repstad, Scandinavian University Press, Oslo 1996, pp35-43.
Shiner Larry, «The concept of secularization in empirical research», Journal for the Scientific Study of Religion 6/2 (1966), pp207-220
Wilson Bryan, «Reflections on a many-sided controversy», in Religion and Modernization: sociologists and historians debate the secularization thesis, edited by Steve Bruce, Clarendon Press, Oxford 1992, pp 195-210.

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Μητροπολίτου Νιγηρίας Αλεξάνδρου: ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο «Εκκλησία και Πολιτισμός»
(Βόλος, 7-10 Μαΐου 2009)

Σεβασμιώτατοι, αγαπητοί πατέρες, κυρίες και κύριοι,

Σας μεταφέρω τον Αναστάσιμο χαιρετισμό της Εκκλησίας που παροικεί στη Νιγηρία και την ολόθερμη ευχή της, η ζωή σας να είναι γεμάτη από αναστάσιμες εμπειρίες.

Ευχαριστίες εκφράζω προς τον αδελφό Μητροπολίτη Δημητριάδος για την πρόσκληση να συμμετάσχω στο συνέδριο αυτό και από καρδιάς τον συγχαίρω για τη θαυμαστή δουλειά που επιτελείται στο χώρο αυτό.

* * *

«Εγώ Ιωάννης ο αδελφός υμών και συγκοινωνός εν τη θλίψει και βασιλεία και υπομινή εν Ιησού Χριστώ, εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω δια τον λόγο του Θεού και την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού. Εγενόμην εν Πνεύματι εν τη Κυριακή ημέρα και ήκουσα φωνήν μεγάλην ως σάλπιγγος λεγούσης, ό βλέπεις γράψον εις βιβλίον και πέμψον ταις Εκκλησίαις» (1).

Ξεκινώ με αυτούς τους στίχους της Αποκάλυψης γιατί σ’ αυτούς ανιχνεύω το ξεκίνημα της πορείας μου για τη δική μου «Πάτμο», το χώρο που τολμώ να πω, με βεβαιότητα πια, πως ο Θεός μου αποκαλύφθηκε, αφού πρώτα φρόντισε μέσα από μια επώδυνη διαδικασία να με αποδομήσει. Να μου γκρεμίσει κάθε αυτονόητο, κάθε δεδομένο, κάθετι που θεωρούσα ιερό και που με περισσό θράσος νόμιζα πως Εκείνος και η ιστορία έβαλαν στους ώμους μου. Να με αποδομήσει και με αυτά τα κομμάτια, με αυτές τις πέτρες να με ξανακτίσει όπως Εκείνος ήθελε και όπως εγώ ποτέ δεν θα φανταζόμουν. Με έφερε σε επίγνωση του τι σημαίνει «τοις πάσι γέγονα τα πάντα» (2). Ιουδαίος με τους Ιουδαίους, Έλληνας με τους Έλληνες. Θα αποτολμούσα να ισχυριστώ, διακινδυνεύοντας διαφόρους χαρακτηρισμούς, ότι τώρα πλέον γνωρίζω ότι σαν επίσκοπος αφρικανικής Εκκλησίας, πηγή και νοηματοδότηση της διακονίας μου είναι η εκκλησιαστική μου ταυτότητα και όχι οι διάφορες άλλες ταυτότητες που μου κληροδοτήθηκαν, οι οποίες χωρίς να καταργούνται, σχετικοποιούνται. Η «κένωση» αυτή, όσο επώδυνα κι αν γίνεται, καρπός ελευθερίας, αγαπητικού ανοίγματος, απόπειρα μετοχής στην άλλη, την ύψιστη κένωση, εκείνη που θέλησε να φτάσει μέχρις «μορφής δούλου» (3), μέχρι Σταυρού.

Να γιατί αυτοί οι στίχοι της Αποκάλυψης με εκφράζουν. Τους νιώθω σαν να γράφηκαν από μένα ή για μένα. Με σημάδεψαν και χάραξαν μια νέα ρότα στην εκκλησιαστική μου πορεία, στην «όντως Ζωή» μου. Εκείνη που οδήγησε σε μια νέα πατρίδα ή καλύτερα στην πραγματική πατρίδα. Κι αν ακόμα οδυνηρά κανείς κληθεί να βιώσει το «εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» (4), γι’ αυτόν πάντα θα ισχύει ότι «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή» (5).

Η φωνή του Κυρίου, «ό βλέπεις γράψον εις βιβλίον και πέμψον ταις εκκλησίαις» είναι που με οδήγησε σήμερα εδώ, όχι για να καταθέσω κάποια πραγματεία -με σωρεία παραπομπών και διεκδίκηση αυθεντίας- αλλά για να σας περπατήσω, να σας ξεναγήσω στη δική μου Πάτμο. Να τη γνωρίσετε, να την αισθανθείτε και τούτο με τη βεβαιότητα ότι μπορείτε να λιπάνετε το έδαφός της, αλλά και με την ελπίδα ότι, αν πράγματι του θέλετε, ή το αντέχετε, να γευθείτε τους καρπούς της. Είμαι εδώ σαν συνεπισκόπος και συμπρεσβύτερος ναι, σαν συναγωνιστής και συναγωνιών ναι, αλλά πάντα και πρώτιστα σαν Αφρικανός. Γι’ αυτό και ο λόγος μου είναι αφηγηματικός, αυτός που εμείς χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε ακόμα και τις πιο υψηλές έννοιες.

* * *

Ο τόπος μου, η Αφρική είναι ένα κομμάτι της Δημιουργίας. Φτιάχτηκε από τον ίδιο Θεό που δημιούργησε κι εσάς. Το Πνεύμα Του, όπως και στα μέρη σας, έφτιαξε ανθρώπους που μιλούν, που συνομιλούν, που επικοινωνούν με τις δικές τους γλώσσες, τους δικούς τους κώδικες, διαφορετικούς από τους δικούς σας. Ανθρώπους που γελούν, που κλαίνε που αγωνιούν, που εκφράζουν τα συναισθηματά τους με το λόγο, την μουσική, το χορό, τη ζωγραφική με όλα αυτά που ονομάζετε τέχνη. Ανθρώπους που οργανώθηκαν απ’αρχής σε ομάδες με τις δικές τους νόρμες, με τις δικές τους ηθικές αξίες – και με αμέριστο σεβασμό προς αυτές- ανθρώπους που δημιούργησαν κοινωνίες. Ανθρώπους που σκέφτονται, που διαλογίζονται, που έχουν στάση ζωής, ανθρώπους με φιλοσοφία. Ανθρώπους που διαφύλαξαν και μετέδωσαν τα βιώματα και τις κατακτησεις των προγόνων τους από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, με σεβασμό, συναίσθηση ευθύνης και ευλάβεια. Ανθρώπους που δημιούργησαν παράδοση. Διαφορετικούς από τους δικούς σας, αλλά πάντως πολιτισμούς. Ανθρώπους που πίστεψαν βαθιά σε Θεό Πατέρα, Δημιουργό και που εξέφρασαν την πίστη τους με τον δικό τους τρόπο, μέσα από τελετές-φορείς και εκφραστές του δικού τους ψυχικού κόσμου, των συναισθημάτων και των βιωμάτων τους. Ανθρώπους δηλαδή που λάτρεψαν το θείο, που «λειτούργησαν» το θείο που «προσέφεραν», που θυσίασαν, που εξάγνισαν και εξαγνίστηκαν μέσα από αυτές. Ανθρώπους που εναγώνια αναζήτησαν την αλήθεια την από καταβολής κόσμου κεκρυμμένη, έχοντας «την σεβάσμιον έννοιαν φυσικώς αυτοίς ενυπάρχουσαν» (6). Πρόδρομοι και αυτοί, της αποκάλυψης που έμελλε να δοθεί, «έργω χριστιανοί» (7), όπως ο Ιουστίνος, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Ευσέβιος Καισαρίας θεώρησαν ότι οι Έλλημες έλαβαν «εναύσματα τινά του λόγου του θεού» (8). Μέσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, μέσα σε όλα αυτά τα έργα τους, πνοή Θεού. Η δόξα Του, οι άκτιστες ενέργειές Του που αγκαλιάζουν κάθε μορφή ζωής και ύπαρξης και «εν παντί έθνει ο φοβούμενος αυτόν και εργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αυτώ εστί» (9).

Και ήλθε και για εμάς «το πλήρωμα το χρόνου». Άνθρωποι δικοί σας, από τις πατρίδες σας έφτασαν στα μέρη μας. Βάναυσα ασέλγησαν πάνω στους ανθρώπους μας, στη ψυχή μας, σ’ όλα αυτά που μέσα στους αιώνες δημιουργήσαμε και με πολύ σεβασμό διαφυλάξαμε. Ήρθαν για να πάρουν ό,τι μπορούσαν κι όπως μπορούσαν. Μαζί τους είχαν και μισσιονάριους που μας πρωτομίλησαν για κάποιον Θεό, άγνωστο σε εμάς, που είπαν πως είναι ο αληθινός Θεός και στον οποίο μας κάλεσαν να πιστέψουμε. Ήρθαν και μαζί τους έφεραν διαφορετικές παραδόσεις, διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης.

Τέλος, πολύ καθυστερημένα ήρθατε κι εσείς οι ορθόδοξοι στα μέρη μας φέρνοντας αυτό που είδατε, αυτό που ακούσατε και αυτό πού τα χέρια σας ψηλάφισαν (10). Την «όντως αλήθεια». Ένα Θεό σαρκώμενο στο χρόνο και στο χώρο. Σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, σε δεδομένο ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο. Και πιστέψαμε σ’ Αυτόν, στο Σταυρό Του, στην Αναστασή Του, στη νίκη Του πάνω στο θάνατο, στη ζωή που ξεπήδησε μέσα από τον Τάφο Του, σαν τα ποτάμια που ορμητικά πηγάζουν από τα βουνά μας και που ξεδιψούν και ανακαινίζουν τους στεγνωμένους από τον ήλιο της ερήμου ανθρώπους, αλλά και την κτίση όλη.

Και είμαστε όντως ευγνώμονες για ότι μας φέρατε, για ότι μας μεταδώσατε. Κι αν είμαστε σήμερα εδώ μαζί σας, η Εκκλησία που παροικεί στη Νιγηρία στο πρόσωπό μου, είναι γιατί κάποτε, έστω και καθυστερημένα θυμηθήκατε τη ξεχασμένη εντολή «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (11). Πώς να λησμονήσει κανείς εκείνους τους λίγους, τη μια χούφτα ανθρώπων που πρώτοι τόλμησαν μια ηρωική «έξοδο» και αφέθηκαν στη μεγάλη περιπέτεια του Θεού, που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησή Του «έξελθε εκ της γής σου και εκ της συγγένειας σου και εκ του οίκου του πατρός σου και δεύρο εις την γήν ην αν σοι δείξω ... και ενευλογηθήσονται εν σοι πάσαι αι φυλαί της γής» (12). Και τώρα πια μαζί ένα σώμα, Σώμα Χριστού, κοινωνοί του «ενός άρτου και του ενός ποτηρίου», συμμέτοχοι στη Βασιλεία του Θεού.

* * *

Ήρθε όμως τώρα η σειρά μας να κηρύξουμε στους δικούς μας ανθρώπους, τους εγγύς αλλά μακράν της Αλήθειας ευρισκόμενους. Να φανερώσουμε στο εδώ και τώρα, στις συντεταγμένες του δικού μας πολιτισμού, την Εκκλησία. Δηλαδή την παρατεινόμενη στους αιώνες συνέχεια της ενανθρώπησης του Θεού, την πρόσληψη του κτιστού στον τρόπο ύπαρξης του ακτίστου. Αν λοιπόν η Εκκλησία, όπως πιστεύουμε, είναι Σώμα Χριστού ή ο Χριστός παρατεινόμενος στους αιώνες, τούτο σημαίνει ότι ο Χριστός είναι παρών στην Ιστορία, έχει σάρκα «ο λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (13). Ο ίδιος θέλει «να πραγματώνεται το μυστήριο της σάρκωσής Του πάντα και παντού» (14). Αν δεχθούμε την αλήθεια αυτών των λόγων, τότε συμπεραίνουμε αβίαστα και αναντίρρητα, ότι η Αλήθεια και Ζωή, ο Χριστός, η Εκκλησία Του, πρέπει να ενδύονται κάθε στιγμή την πολιτιστική σάρκα του κόσμου, τα ουσιώδη του κάθε λαού. Η φλόγα της Πεντηκοστής, που καταργεί γλωσσικά, εθνικά και πολιτιστικά σύνορα, συνεχίζει να καίει. Κάθε στιγμή, κάθε λεπτό είναι μια Πεντηκοστή. Είναι μια νέα παρουσία του Αγίου Πνεύματος, που δεν ανήκει αποκλειστικά και προνομιακά σ’ ένα πολιτισμό, σ’ ένα λαό και στους εκφραστές του.

Το ότι το Ευαγγέλιο ενδύεται τη σάρκα του κόσμου σημαίνει ότι, όχι μόνο δεν απορρίπτει κανένα πολιτισμό εκ προοιμίου, αλλά μπολιάζεται στον υπάρχοντα με σκοπό τη μεταμόρφωση, τη χριστοποίηση, την εκκλησιαστικοποίηση του. Γιατί ό,τι δεν προσλαμβάνεται, ό,τι δεν θεραπεύεται, δεν σώζεται. Ναι υπάρχουν στοιχεία που δεν μπορούν να κρατηθούν, να αντέξουν το φώς του ευαγγελίου, γιατί περικλείουν θάνατο και εμείς μιλάμε για Ανάσταση, για Ζωή. Αυτά τα στοιχεία πρώτοι εμείς απορρίπτουμε με όποιο κόστος αυτό μπορεί να σημαίνει.

Εσείς ζείτε εν Χριστώ, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεστε, για κοντά 2000 χρόνια. Χτίσατε ένα μεγάλο οικοδόμημα. Θεολογήσατε, υμνήσατε, λατρέψατε, δημιουργήσατε τέχνη. Στην πορεία αυτή και εσείς χρησιμοποιήσατε στοιχεία του πολιτισμού σας: κατηγορίες σκέψης και εκφράσεις άγνωστες στη βιβλική γλώσσα για να μιλήσετε περί Θεού (ο Λόγος του Ιωάννη, το ομοούσιον των Πατέρων), συμβολισμούς και στοιχεία στη λατρεία σας παρμένα από τη λατρευτική πρακτική των προγόνων σας κλπ. Τα πήρατε, τα μεταμορφώσατε, συνθέσατε, δημιουργήσατε, όχι πάντα εύκολα.

Σήμερα είμαστε μπροστά σε νέα πραγματικότητα. Η Εκκλησία του Θεού έχει ανοικτεί στην οικουμένη. Σ’ αυτήν ανοίκετε και εσείς, όπως και εμείς αλλά και Ασιάτες, Εσκιμώοι, Λατινο-αμερικάνοι και τόσοι άλλοι. Είμαστε θιασώτες μιας αλλαγής, της μετατόπισης του κέντρου βάρους του Χριστιανισμού, από τη ταχύτατα αποχριστιανοποιούμενη Δύση στις χώρες που εσείς καλείτε Τρίτο Κόσμο. Ένα κόσμο που έχοντας πρόσφατα βγει από τη δαιμονική κυριαρχία της αποικιοκρατίας, προσπαθεί να ανασυνταχθεί, να ξαναβρεί -στο βαθμό που γίνεται- την κλεμμένη του ταυτότητα, να στηριχθεί στις δικές του εσωτερικές δυνάμεις για να προχωρήσει.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό, στην περίπτωσή μας, με την ορθή και χωρίς προκαταλήψεις και ενδοιασμούς ανάγνωση του Ευαγγελίου, καθιστά επικτατική την ανάγκη νέας σάρκωσης της Εκκλησίας, επανέκφρασης της με τις κατηγορίες σκέψεις τις δικές μας. Ήρθε νομίζω η ώρα, να προχωρήσουμε στη δημιουργία μιας πραγματικά Αφρικανικής Εκκλησίας, χωρίς τούτο να σημαίνει απομάκρυνση από τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, από την Αλήθεια, από το Ευαγγέλιο. Αλλά που μπορεί –και πρέπει– να σημαίνει τη μετακίνηση από τους εισαγόμενους τρόπους έκφρασης αυτής της πίστης, της Αλήθειας, του Ευαγγελίου. Πολλοί αντιδρούν σ’ αυτή τη σκέψη, άλλοι παραμένουν επιφυλακτικοί και σκεπτικοί. Θα συμφωνήσω ότι το εγχείρημα, κυρίως σε επίπεδο επανέκφρασης της Θεολογίας, είναι ιδιαίτερα δύσκολο και ριψοκίνδυνο. Όμως δεν μπορούμε σε θεωρητικό επιπεδο να αντιλαμβανόμαστε αυτή την ανάγκη και στη συνέχεια να αντιστεκόμαστε στην ανανεωτική, γεμάτη φρεσκάδα πνοή του Αγίου Πνεύματος, που θέλει και αναζητά νέες σαρκώσεις.

* * *

Κέντρο της εκκλησιαστικής μας ζωής είναι η λατρεία μας. Πάρα πολλά θα μπορούσα να σας πώ στο σημείο αυτό, όμως ο χρόνος δεν μου το επιτρέπει. Απλά δύο σκέψεις να εκφράσω επιθυμώ.

Ο τρόπος της λατρείας μας, ό,τι εμείς σήμερα χρησιμοποιούμε είναι ενδύματα της δικής σας πολιτιστικής γκαρνταρόμπας. Όλα δικά σας: αρχιτεκτονική, ζωγραφική, υμνογραφεία, μουσική, άμφια, ακολουθίες, ευχές, συμβολισμοί, στάσεις, τα πάντα δικά σας. Για ποιά σάρκωση μπορούμε λοιπόν να μιλάμε εμείς οι ορθόδοξοι της Αφρικής σήμερα;

Γιατί η αφρικανική Εκκλησία δεν μπορεί να έχει τον δικό της λειτουργικό τύπο, έκφραση της δικιάς της ψυχής; Δεν είχε στο παρελθόν ή μήπως είναι κάτι το αιρετικό η δημιουργία νέων λειτουργικών τύπων;

Γιατί θα πρέπει εσαεί να χρησιμοποιείται η, όντως θαυμάσια, υμνογραφία που παράχθηκε στους προηγούμενους αιώνες, αλλά τόσο απομακρυσμένη από την ψυχή μας, την καρδιά μας;

Γιατί η βυζαντινή ή ρωσική μουσική πρέπει να είναι η μουσική των συνάξεων μας; Μας εκφράζει; Μιλάει στην καρδιά μας ή η ψυχή μας μπορεί να εκφραστεί μέσα από αυτή;

Γιατί να εισάγουμε κρασί για τη Θεία Ευχαριστία από την Ελλάδα ως το πρέπον; Και πού είναι η προσφορά των δώρων μας, των δικών μας δώρων, αυτών που τα δικά μας χέρια κόπιασαν και έφτιαξαν για να αντιπροσφέρουν στο Δημιουργό τους; Και τι θα γίνει εάν εμείς δεν παράγουμε κρασί και παράγουμε άλλα προϊόντα;

Γιατί στις εξόδιες και τις επιμνημόσυνες ακολουθίες μας, δεν μπορούμε να πάρουμε στοιχεία από την παραδοσιακή μας σχέση τιμής των νεκρών, των προγόνων μας; Η σπονδή στους τάφους των νεκρών και σε μνήμη τους θεωρείται από εσάς ειδωλολατρική συνήθεια. Η παράταξη αγημάτων και οι τελετές σας μπροστά σε μια πλάκα, σε ένα άγαλμα, στον άγνωστο στρατιώτη, δεν είναι μια άλλη σπονδή;

Γιατί η ευλογία του Γάμου, να αγνοεί στοιχεία του δικού μας παραδοσιακού αφρικανικού γάμου; Δεν θα μπορούσε ο παραδοσιακός γάμος να μετεξελιχθεί σε ακολουθία εκκλησιαστική; Το κοινό ποτήριο, η μετάληψη από κρασί, από φοινικόκρασο είναι το αποκορύφωμα του, η επίκληση της παρουσίας του Θεού (του θείου) στη ζωή του ζευγαριού είναι αναφαίρετο στοιχείο του. Ας σταματήσω όμως εδώ.

* * *

Δεν θα διστάσω να πώ οτι πλέον ασφυκτιούμε κάτω από την πίεση αυτής της εισαγόμενης παράδοσης. Μιας παράδοσης που είναι σεβαστή κατά πάντα και που πρέπει βαθιά να μελετηθεί από εμάς, καθώς θα προχωρούμε στη δικιά μας σύνθεση. Γιατί εμείς θα προχωρήσουμε παρά πέρα. Γιατί δεν θα αφήσουμε, όπως ήδη είπα, τη φλόγα της Πεντηκοστής να σβήσει, αλλά θα διακινδυνεύσουμε ακόμα και να «καούμε» αρκεί μέσα από τις δικές μας στάχτες να γεννηθεί μια πραγματικά Αφρικανική Εκκλησία. Και πρέπει να το κάνουμε για να μπορέσουμε, την κρίσιμη ώρα, μπροστά στο Θρόνο του Θεού στη Νέα Ιερουσαλήμ των εσχάτων και εμείς, μαζί με όλα τα έθνη, να προσκομίσουμε με τα δικά μας πλούτη, κατά το λόγο της Αποκάλυψης (15).

* * *

Τελειώνοντας, καθώς βλέπω τα πρόσωπά σας, επιτρέψτε μου να κάνω ένα προσωπικό σχολίο. Είστε άνθρωποι χαρισματικοί. Ο Θεός σας προίκισε με γρήγορο νού, σώφρονα λογισμό, λόγο ζωντανό, με έμνευση, με δημιουργικότητα, με πίστη βαθιά, με αγάπη για Εκείνον και την Εκκλησία Του, με ταπέινωση και απλότητα. Δώστε μας τα τάλαντα σας. «Διαβάντες εις την οικουμένην βοηθήσατε ημίν». Αυτό που είστε, αυτό που κάνετε, αυτό που λέτε και γράφετε, συνειδητοποιείστε ότι δεν είναι δικό σας επίτευγμα, δική σας κατάκτηση. Είναι έργο του Αγίου Πνεύματος. Μην φοβάστε να το αναγνωρίσετε. Ανοιχτήτε στις προσκλήσεις και προκλήσεις του Θεού και της ιστορίας. Αφουγκραστείτε «τι το Πνεύμα λαλεί ταις Εκκλησίαις» σήμερα, εδώ και τώρα!

Ο λόγος σας να εκφράσει τις αγωνίες των νέων Εκκλησιών. Η πέννα σας να καταγράψει τους προβληματισμούς μας. Τα βήματά σας να χαράξουν τους νέους δρόμους της θεολογίας του αύριο. Ίσως να κατηγορηθείτε, ίσως να κατηγορηθούμε, για νεωτερισμό. Μη λησμονείτε το λόγο Γρηγορίου του Θεολόγου: «νεωτεριστές αποκαλούν οι θρασείς τους συνετούς» (16).


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Αποκ. 1, 9-12
2. Κορ. Α΄ 9, 22
3. Φιλιπ. 2,7
4. Ιωάννης 1,11
5. Ψαλμ. 32,1
6. Ευσέβιος Καισαρείας, Ευαγγελική Προπαιδεία, Β, 8,13, ΒΕΠΕΣ, 25, σελ. 207
7. Του ίδιου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Α 4,6, ΒΕΠΕΣ, 59, σελ. 227
8. Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, 6,7 PG 9, 281
9. Πράξεις 10: 35
10. Ιωάννου Α΄ επιστολή 1,1
11. Ματθαίος 28,19
12. Γένεσις 12, 1-4
13. Ιωάννης 1, 14
14. Μάξιμος Ομολογητής, Περί διαφόρων αποριών, PG 91 1084C-D
15. Αποκάλυψη 21, 24-26
16. Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Έπη περί τον εαυτόν βίον, PG 37, 1152


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Βουλγαράκης Ηλίας, Ιεραποστολή Μεθόριος Χριστιανισμού και Ελληνισμού, Μαΐστρος, Αθήνα 2007.
2. Του ίδιου, Ιεραποστολή, Δρόμοι και Δομές, Αρμός, Αθήνα 1989.
3. Γιαννουλάτος Αναστάσιος, Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού, Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 2007.
4. Του ίδιου, Έως εσχάτου της γής, Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 2009.
5. Του ίδιου, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας, Αθήνα, 2000.
6. Παπαθανασίου Θανάσης, Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται, Εν Πλώ, Αθήνα 2008.
7. Του ίδιου, "Ιεραποστολή με τον τρόπο του Χριστού", Πάντα τα Έθνη, τεύχος 93, Αθήνα, 2005.
8. Του ίδιου, Συμφιλίωση: η μείζων σύγκρουση την εποχή της μετανεωτερικότητας. Ορθόδοξη συμβολή σε έναν ιεραποστολικό διάλογο, ΠΣΕ, Αθήνα 2005.
9. Του ίδιου, "Μόνο με ψωμί; Μόνο με κρασί;" Σύναξη, τεύχος 105, Αθήνα 2008.
10. Του ίδιου, "Ιεραποστολή και φύση της Εκκλησίας", Σύναξη, τεύχος 78, Αθήνα, 2001.
11. Πατρώνος Γεώργιος, "Το βαθύτερο νόημα της Ιεραποστολής", στο Εκκλησία και Κόσμος του ίδιου, Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 2002.
12. Του ίδιου, "Ιεραποστολή και Λειτουργική Εσχατολογία", στο Εκκλησία και Κόσμος του ίδιου, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2002.
13. Duraisingh Christopher, "Christian Mission in a Pluralistic World", στόν συλλογικό τόμο The Orthodox Churches in a Pluralistic World-An Ecumenical Conversation, ed. Emm. Klapsis, published by WCC/HC, 2004.
14. Hearne Brian, "Christology is basic to Inculturation", στόν συλλογικό τόμο Inculturation of Christianity in Africa, AMECEA, Gaba publications, Kenya, 1978.
15. Hillman Eugene, "Missionary approach to African Cultures", στόν συλλογικό τόμο Inculturation of Christianity in Africa, AMECEA, Gaba Publications, Kenya, 1978.
16. Klapsis Emmanuel, "Gospel and Cultures", στον τόμο Orthodoxy in Conversation, published by WCC/HC, 2000.
17. Meyendorf John Rev, "Christ as Word Gospel and Culture", International Review of Mission, No 294, 1985.
18. Okure Teresa, "Inculturation, Biblical / Theological bases", στόν συλλογικό τόμο Inculturation of Christianity in Africa, AMECEA, Gaba Publications, Kenya, 1978.
19. Papathansiou Thanasis, "A consequence or, perhaps, a presupposition of catholicity?", στό βιβλίο του συγγραφέα Future, the background of History; Essays on Church Mission in an age of Globalization, Alexander Press, Montreal, Canada, 2005.
20. Sapong Peter, "Emphasis on Africanizing Christians", στόν συλλογικό τόμο Inculturation of Christianity in Africa, AMECEA, Gaba Publications, Kenya, 1978.
Related Posts with Thumbnails