© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

Βασίλη Αμανατίδη, Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ "ΓΕΝΙΑ" ΤΟΥ '90. ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ -ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ- ΣΕ ΜΙΑ ΑΦΑΝΗ ΓΕΝΙΑ


Πέρα από το γεγονός πως η ταξινόμηση των καλλιτεχνικών μονάδων σε "γενιές" μπορεί εύκολα να αποδειχθεί μία παραπλανητική γενίκευση, ειδικά για τη δεκαετία του '90 στην Ελλάδα είναι πραγματικά αδύνατον να μιλήσει κανείς για "γενιά", όχι μόνο λόγω της έλλειψης ενός άξονα και μιας κοινής προβληματικής μεταξύ των νεότερων ποιητών που πρωτοεμφανίστηκαν μέσα στη λήξασα δεκαετία (1990-1999), όσο κυρίως γιατί οι ποιητές αυτοί φαίνεται πως είναι: λίγοι, ή, εν πολλοίς, αφανείς.

Μερικές πρόχειρες ερμηνείες του φαινομένου:
α. Η έλλειψη ενός ισχυρού κοινού άξονα μπορεί να αποδοθεί σε μία γενικότερη τάση της συνολικής καλλιτεχνικής παραγωγής των τελευταίων δεκαπέντε, περίπου ετών. Η μεταμοντέρνα συνθήκη αποδοχής όλων των κινημάτων, η νομιμοποίηση κάθε μέσου και τρόπου, η πτώση των -ισμών και η αδιαφορία για συσπείρωση και κοινούς προγραμματικούς στόχους έχουν οδηγήσει σε μια ενδιαφέρουσα αλλά χαοτική, και ίσως άνευρη, πανσπερμία, κατά την οποία κάθε καλλιτεχνική μονάδα αποτελεί σχεδόν κίνημα, αυτόφωτο σύμπαν. Κάτι που βεβαίως θα μπορούσε εν τέλει και να θεωρηθεί ιδιάζον γνώρισμα των ποιητών της τελευταίας δεκαετίας.
Έχει ωστόσο παρατηρηθεί πως οι πεζογράφοι της δεκαετίας του '90 παρουσιάζουν μια σειρά περισσότερο συγκεκριμένων γνωρισμάτων, με πιο συμπαγείς αρμούς. Και το αυτονόητο: είναι πολυπληθέστεροι ή κατά πολύ περισσότερο προβεβλημένοι.
β. Ενδέχεται, έτσι, η ολιγαριθμία των ποιητών να είναι κάπως παραπλανητική. Πιθανόν, η λογοτεχνική κριτική, έχοντας υπερβολικά μειωμένα αντανακλαστικά ως προς την ποίηση, θολώνει το τοπίο. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όταν φτάνει να αναφερθεί σε ποιητές, περιορίζεται στους δυο-τρεις καθιερωμένους. Προκειμένου όμως για την πιο πρόσφατη ποιητική παραγωγή, τα αντανακλαστικά της κριτικής αποδεικνύονται εντελώς αδρανή. Μολονότι συχνά μεμψιμοιρεί για την απουσία της ποιητικής γενιάς του '90, μοιάζει να αγνοεί πως ευθύνεται και η ίδια, αφού είτε αδιαφορεί, είτε αργεί, μη κατορθώνοντας να παρουσιάσει μια έγκαιρη και διεισδυτική εικόνα, έστω και μεμονωμένων περιπτώσεων.
Ίσως όμως είναι ακόμη σχετικά νωρίς για να απαιτήσει κανείς μια κάποια εποπτεία της ποίησης του '90. Οι ποιητές της Γενιάς του ΄80 άλλωστε (γενικά και αυτή μάλλον εντός εισαγωγικών, καθώς αποτελεί εν πολλοίς απόηχο της συσπειρωμένης, λόγω της δικτατορίας, Γενιάς του '70), μόλις τώρα έχουν αρχίσει να μελετώνται και να καταξιώνονται, αν και στη εποχή τους είχαν τύχει καλύτερης αντιμετώπισης απ' ότι, οι πιο νέοι ποιητές στη δική τους. γ. Φαίνεται πως η λογοτεχνική κριτική, ακολουθεί μοιραία (και ίσως ασυνείδητα) την κυρίαρχη και εμπορική τάση της εποχής. Το αγοραστικό κοινό της ποίησης είναι ποσοτικά ελάχιστο: μετρημένοι στα δέκα δάχτυλα είναι οι ποιητές που εγγίζουν το φράγμα των χιλίων αντιτύπων, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι ποιητές που το ξεπερνούν αρκετά.

Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε στις δύο προηγούμενες δεκαετίες, στη δεκαετία του '90 η εκδοτική παραγωγή ποίησης είναι ελάχιστη. Οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι περιορίζονται κυρίως στην κερδοφόρα πεζογραφία, και οι λίγοι που διατηρούν σειρές ποίησης εκδίδουν περιορισμένα, επιμένοντας σε καθιερωμένους ποιητές, και αρνούμενοι να ρισκάρουν σε νέα ονόματα· εκτός και αν υπάρχει κάποιος -γοητευτικά ή μακάβρια- ειδικός λόγος (πρόσφατα η περίπτωση της, αξιοπερίεργα νεαρής, 16χρονης Έλλης Παπαγεωργίου στον "Κέδρο", και η περίπτωση της μεταθανάτιας έκδοσης του 20χρονου αυτόχειρα Γιώργου Φιλιππίδη στον Καστανιώτη).
Αυτή η συντηρητική πολιτική έχει ως άμεσα αποτελέσματα την παρατεταμένη καταφυγή των νεότερων ποιητών στα διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά και τη συχνή αναγκαστική λύση των ιδίοις αναλώμασιν εκδόσεων. Επιπλέον, οι ποιητές φτάνουν να εκδώσουν σε εκδοτικούς οίκους (περιφερειακούς βέβαια και μικρότερης εμβέλειας) σε αρκετά μεγαλύτερη ηλικία. Έτσι, επιτείνεται μια άνευρη ατμόσφαιρα: δεν υπάρχει λογοτεχνικό περιβάλλον υποδοχής, τα λογοτεχνικά περιοδικά αποτελούν συνήθως μια κλειστή υπόθεση παρέας, και μόνο ορισμένα είναι σημαντικά και περισσότερο ευρείας κυκλοφορίας. Ακόμη και μέσω αυτών όμως, δεν διαγράφεται κάποια ενιαία τάση. Γενικά, η ποίηση δεν συζητιέται και δεν προβάλλεται από τον Τύπο (πόσο μάλλον τα έργα των νεότερων ποιητών), και δεν φαίνεται να υπάρχει ο χώρος για να αναπτυχθούν στην ώρα τους τομές και ρήξεις, αν υπάρχουν. Άλλωστε, οι νέοι καλλιτέχνες δεν φαίνεται να έχουν ακόμη μπορέσει να "δημιουργήσουν" -έστω και μέσα από πιο ειδικευμένα περιοδικά- ούτε τους πανεπιστημιακούς θεωρητικούς ούτε τους κριτικούς τους: νεότερους επιστήμονες, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν πέρα από τα δεδομένα στερεότυπα της επίσης κριτικής, και του ηγεμονικά σνόμπ και επιλεκτικά μόνο εγειρόμενου γούστου των πανεπιστημιακών με έγκυρες θέσεις-κλειδιά. Είναι ακόμη εξαιρετικά νωρίς για να συμβεί κάτι τέτοιο;
δ. Η υπερβολική αύξηση της εκδοτικής παραγωγής που παρατηρείται στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία αποδείχθηκε τελικά εις βάρος της ποίησης. Την απροθυμία των εκδοτών να ποντάρουν σε αυτήν ακολουθούν και οι νεότεροι λογοτέχνες. Αντίθετα απ' ό,τι συνέβαινε παλιότερα, η ποίηση αποτελεί πια όλο και πιο σπάνια έστω και το προπαρασκευαστικό στάδιο της διαμόρφωσης ενός πεζογράφου: ούτως ή άλλως ένα άχαρο και άδικο προς την ποίηση στάδιο, που ωστόσο έδειχνε κάποτε τη στοιχειώδη επαφή των νεότερων ηλικιακά λογοτεχνών μαζί της. Έτσι, τελευταία, παράγονται όλο και πιο συχνά πρωτόλεια "μυθιστορήματα" πρωτοεμφανιζόμενων -και πολύ νέων στην ηλικία- συγγραφέων, κείμενα (ημι;)αυτοβιο-γραφικά, χαλαρής ή κοινότοπης πλοκής, κοινωνικο-αισθηματικής υφής ή τηλεοπτικά εξαργυρώσιμης λογικής, συνήθως πρωτοπρόσωπα και ολιγοσέλιδα, τα οποία έρχονται να καλύψουν μια εκδοτική πείνα για νέο συγγραφικό αίμα.

Σε άλλες εποχές οι συγγραφείς αυτοί θα είχαν προτιμήσει πιθανόν να πρωτοδημοσιεύσουν ποίηση. Αυτό βεβαίως ένα δεν είχε ανακαλυφθεί πρόσφατα πως τέτοια μυθιστορήματα βρίσκουν συμπαθητική εμπορική απήχηση σε ένα νεανικό προφανώς κοινό, που και αυτό με τη σειρά του έμαθε να αδιαφορεί για την ποίηση, εθισμένο κυρίως στις αμέσου βρώσεως τηλεοπτικές συνταγές.
Στην πραγματικότητα λοιπόν δεν είναι καθόλου βέβαιο πως οι ποιητές του '90 είναι λιγότεροι από ό,τι άλλοτε. Καινούρια ποίηση και γράφεται και δημοσιεύεται σε περιοδικά, και, σπανιότερα, εκδίδεται - με όποιους τρόπους. Απλώς, δεν εκδίδεται από μεγάλους οίκους, δεν εκτίθεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, δεν συζητιέται. Οι περιπτώσεις των νέων ποιητών δείχνουν σκόρπιες και ασυνεχείς. Η τέχνη αυτή μοιάζει απλώς να μην αφορά - όντας ίσως τέχνη που δρα υπογείως, και με ρυθμούς που δεν συμφωνούν με τη σημερινή ταχύτητα της ακαριαίας κατανάλωσης.

Και γιατί όμως θα έπρεπε να αφορά; Πόσο καινούρια ή καλή είναι η ποίηση αυτή;
Στην υποτιθέμενη "γενιά" του '90 φαίνεται να συνυπάρχουν όλες οι κυρίαρχες τάσεις των τελευταίων ετών, και είναι δύσκολο να ειπωθεί αν αποκρυσταλλώνεται ένα καινούριο στοιχείο, εφόσον συγκροτημένες και συνολικότερες μελέτες του συγκεκριμένου πεδίου εξακολουθούν να μην υπάρχουν.
Οι σημερινοί ποιητές του "κλειστού χώρου", αφηγούνται κυρίως δράματα δωματίων και αρνούνται την έκφραση κοινωνικών οραμάτων- ποιων άλλωστε ακριβώς; Αν μπορούσε κανείς να εντοπίσει ένα γενικό χαρακτηριστικό, πέρα από την πασνπερμία των στυλ, αυτό θα ήταν ίσως ένας "νεοσυντηρητισμός", μια επιστροφή σε παλιές φόρμες και κάποια ανανέωσή τους, που υπήρχε ήδη ως τάση στη Γενιά του '80. Το ύφος και η φόρμα μπορεί να ποικίλλουν, όμως η αποδοχή όλων των ποιητικών ειδών είναι ένα συνεχιζόμενο χαρακτηριστικό μιας μεταμοντέρνας ποίησης που χειρίζεται σαν δειγματολόγιο την ιστορία των ποιητικών στυλ. Το στοιχείο αυτό -ενδεικτικό μιας απροθυμίας για ρήξεις- συνοδεύεται πάντως και από σεβασμό στους κατεξοχήν πρωτοπόρους της ρήξης: τους ένδοξους ποιητικούς προγόνους της Γενιάς του '30 (Σεφέρη, Ελύτη). Ο καβάφης παραμένει ακόμη ως επιρροή, το ίδιο και ο Εμπειρίκος. Πάντως στον παραπάνω κανόνα τείνουν να προστεθούν ποιητές όπως ο Μιχάλης Κατσαρός, και κυρίως ο Μίλτος Σαχτούρης, τελευταία ο Έκτωρ Κακναβάτος, και κυρίως ο Νίκος Καρούζος και η Κική Δημουλά. Δεν είναι τυχαίο. Τους περισσότερους θα μπορούσε κανείς αδόκιμα να τους χαρακτηρίσει "υπαρξιακούς μετασουρεαλιστές", που βρέθηκαν για χρόνια στο περιθώριο του ποιητικού κανόνα, και κερδίζουν τώρα έδαφος χάριν της λιγότερο πομπώδους αισθητικής τους: ελάχιστη ή καθόλου αρχαιολατρεία, εμμονή στην ακαριαία εικόνα, επιθετικότητα αλλά επιδεικτικά ευφυής νηφαλιότητα, υψηλή αίσθηση του λογοπαιγνίου.

Ποίηση δηλαδή που μπορεί να διαβαστεί και από μια εφηβική εξεγερμένη ροκ γενιά, περισσότερο βέβαια παλαιού τύπου, παρά άμπιεντ ή τέκνο. Μ ούτως ή άλλως -ευτυχώς ή δυστυχώς- η ποίηση των νέων ποιητών εξακολουθεί να ξεκινά ευκολότερα από μία αντίληψη εξέγερσης και απομόνωσης, από μια ψευδοπεριθωριακή -αλλά εν τέλει μαζική και πεπαλαιωμένη- αντίληψη, που ακόμη και σήμερα θα ονομάζαμε "ροκ" (ό,τι κι αν μπορεί πια να σημαίνει αυτό).

Ο σουρεαλισμός δείχνει πλέον να αποτελεί κοινή προγονική ποιητική εμπειρία για ένα άνοιγμα του ψυχισμού. Όμως δεν είναι βέβαια ακριβώς αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε "καινούριο". Από την άλλη, οι αμιγώς μεταμοντέρνοι μορφολογικοί και ειδολογικοί πειραματισμοί τείνουν να απομονώνουν τον αναγνώστη από το κείμενο, και, καλώς ή κακώς, σπάνια ενδιαφέρουν τους νεότερους ποιητές. Τους γοητεύει πομως ακόμη συχνά ένα στυλ γραφής με παρωχημένα, συνήθως, σχήματα χειρισμού του σοκ και της αμφισβήτησης, όπως περίπου τα πρωτοείδαμε στην αμερικανική "μπητ" γενιά του '60 - αν κι φυσικά αυτή η, παλαιομοντερνιστικά πια εκφρασμένη "οργή" μπορεί να οφείλεται στο εφηβικά νεαρόν της ηλικίας κάποιων. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί κανείς να εντοπίσει ακόμη και σήμερα έναν δυσκοίλιο διανοουμενισμό, απότοκο ενδεχομένως μιας κλειστής αντίληψης για την ποίηση, που περιχαρακώνει τον ζωτικό της χώρο και, συχνά, την καθιστά αλαζονικά ενδοαναφορική, τεχνημένα υψηλή, και υποκριτικά βαθυστόχαστη.
Πάντως, πρόκειται για ποίηση που, ούτε λίγο ούτε πολύ, δείχνει μη ενσωματωμένη στην εποχή της.

Σε γενικές γραμμές, λείπει η επιθυμία για την έκπληξη και η γοητεία κειμένων που απευθύνονται στη διέγερση του συνόλου των αισθήσεων, όχι μόνο του νου. Λείπει η αμεσότητα της καθαρής συγκίνησης. Λείπει η επαφή με τη σύγχρονη ποίηση άλλων χωρών. Λείπει μια εκ νέου αποενοχοποιημένη ενσωμάτωση των κατά παράδοσιν ελληνικών συμβόλων, που να τα οδηγεί ομαλά μέσα σ' ένα ηλεκτρισμένο διεθνιστικό πεδίο, χωρίς ούτε να απωθούνται ούτε να προβάλλονται ως ιδιαιτερότητα. Λείπει η ευρύτερη "ποπ" κουλτούρα με την οποία λογικά μεγάλωσε η συντριπτική πλειονότητα των ποιητών αυτών (δύο τινά συμβαίνουν: είτε κανείς μέσα σ' αυτή την κουλτούρα δεν γράφει ποίηση και όσοι γράφουν είναι της όπερα, του υψηλού έντεχνου, ή ενός ροκ που μοιάζει να τελειώνει με τους Doors, είτε τα παραδοσιακά στερεότυπα των ποιητικών τρόπων είναι τόσο ισχυρά και δεσμευτικά, μεταβάλλονται τόσο αργά και ανανεώνονται τόσο δύσκολα, ώστε αποκλείουν ή δυσχεραίνουν τη διαπίδυση στοιχείων του ενός κόσμου μες στον άλλον). Λείπουν ακόμη τα διαδραστικά πειράματα και η μικτή γραφή που αφήνεται να κινηθεί με ελευθερία εντός ποικίλων ειδών. Λείπουν, από τη φόρμα, οι πρώτες έστω λαβυρινθώδεις νύξεις της γενιάς του Κυβερνοχώρου. Λείπει η ποιητική αντιστοιχία με ανάλογα, και πολύ πιο προωθημένα, σύγχρονα επιτεύγματα στους χώρους των υπολοίπων τεχνών (χορό, θέατρο, τραγούδι, εικαστικά, σινεμά). Κυρίως λείπει η ελαφράδα και το χιούμορ.

Πιθανόν η ποίηση θεωρείται στην Ελλάδα μια τέχνη υπερβολικά υψηλή, που δεν επιτρέπεται κανείς να παίξει πολύ μαζί της. Σοβαροφάνεια, επιτηδευμένη ακατανοησία, και αντιμετώπιση της ποίησης ως χώρου εναποθήκευσης των σπλάγχνων και των απωθημένων του ποιητικού υποκειμένου ή αποκλειστικά βαθύνοων ενατενίσεων, έχουν διαδεχτεί την πολύ παλαιότερη μάστιγα του διδακτισμού, με αντίστοιχα καταστροφικά αποτελέσματα: Η ποίηση αντί να αποτελεί τη, ζωντανή και μαγικά συμπυκνωμένη, δημιουργική τέχνη του λόγου, καταλήγει συχνά να είναι το ημίνεκρο όχημα εκμυστήρευσης προσωπικών παθών· αντί να πλάθει σύμπαντα αναπαράγει με τετριμμένους τρόπους τετριμμένα συναισθήματα· έτσι, τείνει να αποκλειστεί από τις κατηγορίες των ζωντανά εξελισσόμενων τεχνών, και μοιάζει να κατοχυρώνεται ως σεβάσμιο μουσειακό είδος, που το απολαμβάνουν ράθυμα και στοχαστικά κυρίως άνθρωποι μιας παλαιότερης τάξης πραγμάτων. Όλα αυτά ευνοούν την αποξένωση από τον αναγνώστη -και μάλιστα τον νεαρό αναγνώστη-, και δίκαια ίσως προκαλούν την αποστροφή και την αγοραστική του περιφρόνηση.

Δυστυχώς, αν και τα τελευταία δέκα χρόνια οι υπόλοιπες τέχνες στην Ελλάδα έχουν κάνει, και μάλιστα συνεργαζόμενες, σημαντικά βήματα εξωστρεφούς επικοινωνιακότητας, χωρίς καθόλου να χάσουν την καινοτόμο και υπερήφανη δυναμική τους, δεν φαίνεται ακόμη να συμβαίνει το ίδιο και με την -προς το παρόν αυτάρεσκα απομονωμένη- τέχνη της ποίησης.


[Πηγή: Περιοδικό Εντευκτήριο (Τεύχος 53, Ίανουάριος -Μάρτιος 2001)]

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

Γιάννη Ρίτσου, ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

Όταν, κατά το μεσημέρι, βρέθηκε στο κέντρο του αρχαίου θεάτρου,
νέος Έλληνας αυτός, ανύποπτος, ωστόσο ωραίος όπως εκείνοι,
έβαλε μια κραυγή (όχι θαυμασμού˙ το θαυμασμό
δεν τον ένιωσε διόλου, κι αν τον ένιωθε
σίγουρα δεν θα τον εκδήλωνε), μια απλή κραυγή
ίσως απ' την αδάμαστη χαρά της νεότητάς του
ή για να δοκιμάσει την ηχητική του χώρου. Απέναντι,
πάνω απ' τα κάθετα βουνά, η ηχώ αποκρίθηκε -
η ελληνική ηχώ που δεν μιμείται ούτε επαναλαμβάνει
μα συνεχίζει απλώς σ' ένα ύψος απροσμέτρητο
την αιώνια ιαχή του διθυράμβου.


[Το ποίημα προέρχεται από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου, υπό τον τίτλο "Μαρτυρίες", εκδόσεις Κέδρος.
Ευχαριστούμε τη φίλη φιλόλογο Δανάη Ξανθοπούλου, που μάς το υπέδειξε.]

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Αναζητώντας νέο διαδικτυακό ύφος!

Της Κατερίνας Δεμέτη

Με ενενήντα εννέα διαφορετικούς τρόπους ο Ραιημόν Κενώ, στο κλασικό βιβλίο του Ασκήσεις ύφους (Exercises de style, 1947, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1984), περιγράφει το ασήμαντο επεισόδιο, του καυγά ενός νεαρού με το διπλανό του, σε κάποιο Παρισινό λεωφορείο, σε ώρα κυκλοφοριακής αιχμής.
Ο Κενώ, με έναν εξαιρετικά πρωτότυπο και ευρηματικό τρόπο, παρουσιάζει την ίδια ιστορία με ενενήντα εννέα παραλλαγές. Το ύφος αλλάζει: άλλοτε γίνεται θεατρικό, άλλοτε σημειολογικό, άλλοτε δεκαπεντασύλλαβο και άλλοτε μάγκικο!
Και όλες αυτές οι εκδοχές αφήνουν στον αναγνώστη του την απορία: ποιος είναι ο επιτυχέστερος τρόπος απόδοσης μιας ιστορίας;
Η απάντηση έρχεται αυτονόητα: μα εκείνος φυσικά που ταιριάζει καλύτερα στον καθένα μας, εκείνος που φωτίζει τη συγκεκριμένη όψη της πραγματικότητας, που έχει τόσες, όσες και οι άνθρωποι που τη βιώνουν.
Τότε λοιπόν, γιατί επιμένουμε να βλέπουμε το νησί μας μ’ ένα τρόπο μονολιθικό και μονόπλευρο;
Και γιατί μια βολτούλα στον κεντρικό δρόμο της διαδικτυακής γειτονιάς της Ζακύνθου θυμίζει μια γειτονιά γεμάτη με ταμπέλες, «ενοικιαζόμενα», «rooms to let»;
Η πρώτη σελίδα στην αναζήτηση στο Google, φέρνει δέκα sites φορτωμένα με ξενοδοχεία και βίλες.
Εντυπωσιακή πράγματι η πληθώρα των καταλυμάτων, αλλά είμαστε μόνο αυτό;
Δεν υπάρχει πουθενά κάτι που να μας ταυτοποιεί και που κυρίως να μπορεί να ενδιαφέρει τον ψαγμένο επισκέπτη του νησιού μας, τον τουρίστα, που αναζητά κάτι περισσότερο από Laganas και Ναυάγιο;
Σε μας, τους ντόπιους, το να βλέπουμε μια τέτοια διαδικτυακή εικόνα του νησιού μας, μοιάζει λίγο πολύ με τα δύο γνωστά έργα του Βέλγου σουρεαλιστή ζωγράφου Ρενέ Μαγκρίτ (1898-1967), ο οποίος στην προσπάθειά του να υπογραμμίσει τη σημασία της όρασης μέσα στη ζωή, ζωγράφισε μία καρέκλα λέγοντας ότι δεν είναι καρέκλα και μία πίπα λέγοντας ότι δεν είναι πίπα! (Ceci n’ est pas une pipe / Ceci n’ est pas une chaise). Και όταν του είπαν πως λαθεύει, τους απάντησε: «Δοκιμάστε να καθίσετε και δοκιμάστε να γεμίσετε την πίπα που βλέπετε με καπνό».
Και φυσικά είχε δίκιο, αφού έτσι εδραίωσε την αντίληψη για τη διαφορετική μεταχείριση των αντικειμένων, όταν αυτά χρησιμοποιούνται με άλλου τύπου αντίληψη και εκφραστική.
Πώς όμως να πείσουμε τους χιλιάδες επισκέπτες των ιστοσελίδων μας, ότι αυτό που βλέπουνε, δεν είναι αυτό που είμαστε; Δεν μπορούμε να έχουμε δίπλα μας το Μαγκρίτ να σώζει την κατάσταση.
Μήπως ήρθε η ώρα να δημιουργήσουμε μια νέα πραγματικότητα, μια υπερ-πραγματικότητα (sur-realite'), χρησιμοποιώντας, όπως οι Σουρεαλιστές ζωγράφοι τα όνειρά μας, και το στοιχείο του τυχαίου πέρα από κάθε αισθητική, υπονομεύοντας, όπως εκείνοι τις ορθολογιστικές αντιλήψεις και τις τυπικές συμβάσεις, αφού γνωρίζουμε ότι
«της Κυριακής το ξύπνημα και λειώνει και ζουρλαίνει, όταν ακούς γιουλάκια ολόμπλαβα και ο Άγιος να σημαίνει».
Μήπως μ’ άλλα λόγια πρέπει ν’ αναζητήσουμε νέο ύφος, από τα πολλά που υπάρχουν, έτσι ώστε στις μηχανές αναζήτησης να δείξουμε ένα νέο πρόσωπο;
Και μήπως το πλάνο δράσης μας για προσέλκυση εναλλακτικού τουρισμού, δεν πρέπει πλέον ν’ αναλώνεται στο να τρέχουμε στις διάφορες τουριστικές εκθέσεις, παρακαλώντας για μαζικό τουρισμό;
Άλλωστε ο ποιοτικός τουρίστας δεν επισκέπτεται απλώς ένα μέρος για να κοιμηθεί και να κολυμπήσει στην πισίνα του. Με τέτοια μέρη είναι γεμάτη η υφήλιος. Ο ποιοτικός τουρίστας θέλει να ξέρει πού θ’ αποφασίσει ν’ αφιερώσει κάποιον χρόνο, και τι επιλογές έχει για να τον γεμίσει.
Γι’ αυτό πρέπει μέσα από τις ιστοσελίδες μας να του γνωρίσουμε τη φύση του προορισμού του, τα αξιοθέατα, τις δραστηριότητες που μπορεί ν’ ακολουθήσει, τα προϊόντα του τόπου και όχι μόνο τους διαφημιζόμενους πελάτες.
Αν η διαδικτυακή μας εικόνα γίνει πιο ευέλικτη, όπως άλλες ιστοσελίδες το έχουν καταφέρει (χαρακτηριστικό παράδειγμα η ιστοσελίδα για την Πελοπόννησο του Lonely Planet:
http://www.lonelyplanet.com/greece/the-peloponnese), ίσως αποκτήσει ξαφνικά μια πιο ελκυστική όψη, κοντά στην πραγματική φύση του νησιού μας, και η όραση δεν θα είναι η μόνη που θα επηρεαστεί.
Θα ενεργοποιηθούν και οι άλλες μας αισθήσεις: η ακοή, η όσφρηση, η αφή, η γεύση.
Αυτό θα προσφέρει πραγματικά στον εναλλακτικό τουρισμό, και το μοναχικό μας σερφάρισμα, ίσως αποδώσει καρπούς.
Μια εναλλακτική εν τη γενέσει της προσπάθεια, που λειτουργεί ως η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, είναι η σελίδα
http://www.ecozante.com/.
Στον αντίποδα των τουριστικών sites είναι τα δεκάδες blogs, που εκφράζοντας το συντάκτη τους, μπορούν με την ποιότητά τους ή την έλλειψή της, να συνεισφέρουν στη διαφορετικότητα του διαδικτυακού ύφους και ανάλογα, να πλουτίσουν ή να φτωχύνουν, την παρουσίαση του νησιού μας μέσα στον κυβερνοχώρο.
Τα επιλεγμένα blogs φίλων, που εκθέτουμε παρακάτω, αποτελούν ενδεικτικά μόνο παραδείγματα του πόσο μακριά βρίσκεται η αληθινή εικόνα του νησιού μας, από αυτή που καθημερινά βλέπουμε στα τουριστικά ιστολόγια του Google.
Γιατί να μην αγκαλιάσουμε τα ποιοτικά αυτά εγχειρήματα και να μην διδαχτούμε από την ευαίσθητη ματιά τους;
Άλλωστε, όλοι, όπως ο Ραιημόν Κενώ στο «Ασκήσεις ύφους», διηγούνται την ίδια ιστορία: την ιστορία της καθημερινής μας τρέλας, την ιστορία του νησιού, που υποφέρει από έλλειψη νερού, καθαριότητας, πρασίνου, παιδικών χαρών, πολιτιστικών υποδομών, καλλιτεχνικών δρωμένων και ασφυκτιά στον πολύβουο κόμβο της διαδικτυακής γειτονιάς από τους τουριστικούς κράχτες, που μας καλούν για «αξέχαστες διακοπές στο νησί των Ποιητών».
[Εικονογράφηση: Έργα René Magritte]

Σάββατο 4 Ιουλίου 2009

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΛΟΧΙΑΣ ΚΑΝΑΚΗΣ ΣΠΙΝΟΣ: "ΑΝΟΙΞΕ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΤΟΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ..."

[Από τα Πρακτικά (τόμος 2, Ανθολογία Ιονίου Λογοτεχνίας, σ. 71-76) της Συνάντησης "Ενέργειες Ανάδειξης Σύγχρονου Πολιτισμού και Ιστορικής Κληρονομιάς από το Δήμο Αργοστολίου" (12.12.2008)]

Γνωρίζω πολλούς απλούς ανθρώπους της καθημερινότητάς μου, οι οποίοι τις συγκλονιστικές γι’ αυτούς στιγμές του βίου τους, τις αθανάτισαν σε ποιητικό λόγο, συνήθως ευσύνοπτο. Μήπως τα λαϊκά στιχάκια, προσπάθεια μνημείωσης του κατά περίστασιν Σημαντικού δεν είναι; Η γέννηση, ο έρωτας, η ξενιτιά, ο θάνατος είναι μερικοί από τους σταθμούς της ανθρώπινης διαδρομής, οι οποίοι ενδιαφέρουν κατεξοχήν αυτή την ποίηση του απλού - καθημερινού ανθρώπου. Ειδικοί λαογράφοι έχουν δαπανηθεί κυριολεκτικά στην καταγραφή και μελέτη του όλου αυτού φαινομένου [1].

Η σημερινή μας ανακοίνωση έχει να κάμει με την καταγραφή της στρατιωτικής εμπειρίας ενός νέου των μέσων του 20ού αιώνα.


Ο στρατιωτικός βίος ενδιαφέρει άλλωστε πολύ την επιστήμη της Λαογραφίας. Κατά τον πολύ Δημήτριο Σ. Λουκάτο, ενδιαφέρει «Η λαογραφία των κληρωτών (αποχαιρετισμοί και τραγούδια). Η ζωή στο στρατώνα (πεζικό, ναυτικό, αεροπορία). Αλληλογραφία και αυτοσχέδιοι στίχοι. Σάτιρες και καημοί. Τα δεινά του πολέμου. Παρωδίες, ανέκδοτα, φρασεολογία “της στρατώνας”. Χαρές της επιστροφής» [2].

Ο «ΗΡΩΑΣ» ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ


Ο περί ου ο λόγος νέος κατάγεται από το ορεινό χωριό Άνω Βολίμες [3] της Ζακύνθου από την περιοχή Μεγαλώνι στα Σχινάρια. Πρόκειται για τον Κανάκη Σπίνο του Νικολάου και της Διονυσούλας, που γεννήθηκε το 1932 και πέθανε στις 20 Μαΐου 2008.

Η εξιστόρηση είναι ποιητική κι εκτείνεται σε 170 δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα, δηλαδή συνολικά σε 340 στίχους.


Η θητεία στον στρατό αποτελεί ανέκαθεν έναν από τους συγκλονιστικότερους σταθμούς για κάθε άρρενα, μια εμπειρία ζωής, η οποία εν προκειμένω έλαβε στίχο και ρίμα, γενάμενη ένα μεγαλόστομο σύνθεμα, που πασχίζει να καταγράψει την αλλιώτικη ζωή ενός φαντάρου, ο οποίος συν τω χρόνω αξιώνεται ν’ ανέλθει στο υπέρτατο (γι’ αυτόν) αξίωμα του Λοχία.

Η γραφή του συνθέματος θυμίζει πολύ τον τρόπο έκφρασης των «Ομιλιών», δηλαδή των ποιητικών κειμένων του λαϊκού Θεάτρου της Ζακύνθου [4]. Καθώς ακούμε το κείμενο, ο νους οδηγείται στον τρόπο εκείνων.

Και δεν είναι τυχαίο αυτό. Διότι ο ποιήσας δεν είναι ο ίδιος ο Κανάκης Σπίνος, αν και ο λόγος τού μακροσκελούς συνθέματος εκφέρεται σε πρώτο πρόσωπο και πολύ εύκολα θα μπορούσε ο ανύποπτος αναγνώστης να παραπλανηθεί. Όμως, κατά προφορική δήλωση του ίδιου του Σπίνου, δημιουργός του ποιήματος υπήρξε ένας συστρατιώτης του, Ζακυνθινός επίσης, ο οποίος τα κατάφερνε πολύ καλά στα στιχάκια, ασχολούμενος μάλιστα και με τις «Ομιλίες».

Μιλάμε για τον Λάμπρο Κολυβά του Φιλίππου από το Σκουλικάδο [5], ένα όμορφο ριζοχώρι της Ζακύνθου. Πράγματι, ο Κολυβάς ασχολείτο με τα πολιτιστικά και μάλιστα ανακατευόταν ενεργά με τις παρέες που προετοίμαζαν και παρουσίαζαν παραστάσεις «Ομιλιών», είτε στο συγκεκριμένο χωριό, είτε αλλού.


Το 1977 ο Κολυβάς εισήλθε στις τάξεις του Κλήρου [6], συνεχίζοντας, παράλληλα με τα ιερατικά του καθήκοντα, να βοηθά παρασκηνιακά στο ανέβασμα των λαϊκών θεατρικών παραστάσεων. Προσωπικά, τον θυμάμαι, ιερέα όντα προ εικοσαετίας περίπου, σε κάποια «Ομιλία» στο πλάτωμα της Φανερωμένης στο χωριό Μπανάτο, να επιβλέπει και να διορθώνει το μασκάρεμα των αυτοσχέδιων ηθοποιών και ύστερα να κρατά επιμελώς τον ρόλο του υποβολέα του έργου.

Ως προς την ιερατική υπηρεσία του, εφημέρευσε για τριάντα ακριβώς χρόνια στον ναό της Παναγίας στο χωριουδάκι του Κούκιεση [7] (στα νεότερα χρόνια λέγεται -ως μη όφειλε- Καλλιθέα), μέχρι τη συνταξιοδότησή του, στις 31 Μαρτίου 2007, λόγω ασθενείας. Σήμερα ζει στο σπίτι του στο Σκουλικάδο, έχοντας σοβαρότατα προβλήματα κίνησης.

Αυτός, λοιπόν, ο χαρισματικός για τον τόπο και τον χρόνο του νέος, υπηρετώντας και ο ίδιος φαντάρος, ανέλαβε να ιστορήσει τ’ «ανδραγαθήματα» του Σπίνου, κατά παραγγελίαν εκείνου. Ανδραγαθήματα, τρόπος του λέγειν, μια και η όλη εξιστόρηση δεν παρουσιάζει στιγμές ηρωισμών ή συνταρακτικών γεγονότων.


ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ

Δυο λόγια για το Χειρόγραφο

Πρόκειται για ένα σαραντάφυλλο σχολικό τετράδιο μικρού μεγέθους, υποκίτρινο και δίχως εξώφυλλο πλέον. Από τις σαράντα σελίδες έχουν χρησιμοποιηθεί οι τριάντα, τα δε υπόλοιπα πέντε φύλλα έχουν αφαιρεθεί / κοπεί με ψαλίδι.


Το ποίημα έχει γραφεί με μπλε μελάνι πένας, πότε έντονο, πότε ανοιχτότερο. Η διάταξή του δεν είναι ανά στίχο, αλλά ανά δίστιχο.


Τι ιστορεί το σύνθεμα

Ο στρατιωτικός βίος του Κανάκη Σπίνου άρχεται λοιπόν στις 18 Μαρτίου 1954, σε μιαν εποχή μετεμφυλιακή, φορτισμένη όντως από τη βαρύτητα των ιστορικών γεγονότων, τα οποία προηγήθηκαν. Ο φέρελπις νέος ανέμενε πώς και πώς να ενηλικιωθεί για να «φορέσει το χακί» ως γνήσιος Έλληνας. Μια μεγαλόστομη εισαγωγή περί αυτοθυσίας, αν χρειαστεί, μας προδιαθέτει. Σε πρώτο πλάνο περνούν οι λεπτομέρειες της κατάταξης στην Καλαμάτα, με κορυφαία την παραινετική διαταγή των αξιωματικών, ότι «αδέλφια, συγγενείς πρέπει να ξεχαστούνε». Σύντομα η πρότερη αδημονία μεταστρέφεται σε άγχος και ψυχοσωματική κούραση, όταν αρχίζουν τα γυμνάσια, οι αγγαρείες, οι κρατήσεις στο πειθαρχείο. Σε τρία τινά επιβάλλεται να είναι πιστός: Στον Όρκο (Πατρίς – Σημαία - Βασιλιάς), την Προσευχή και την Ιεραρχία (εννοεί του Στρατού).

Με τη λήξη της βασικής εκπαίδευσης αποσπάται -κατακαλόκαιρο- στο 581 Τάγμα, στον Ακραίο [8] των Ιωαννίνων, τάγμα «ζηλευτό» λόγω της δραστηριότητάς του στον Α΄ Παγκόσμιο, «γι’ αυτό και η Βασίλισσα δικό της το ονομάζει», τα δε διακριτικά των ένστολων είναι μια κορόνα κι ένα Φι. Πάλι καψόνια στο ΛΥΒ της 8ης Μεραρχίας, με σκοπό να γίνει βαθμοφόρος. Νέα αγανάκτηση, λογισμοί, «μεγάλη κρίση», σκέψη και απογοήτευση… Ευτυχώς, διηγείται τα πάθη του με 17 άλλους Ζακυνθινούς που έχει συντροφιά. Μετά από ένα μήνα πολλών ταλαιπωριών επιστρέφουν στο Τάγμα, φορούν τα γαλόνια του υπαξιωματικού και τα βάσανα παύουν. Καιρός για εξόδους στα Γιάννενα και αναδρομή στην Ιστορία του τόπου. Ο ποιητής επισημαίνει για τους ανιστόρητους αναγνώστες του, ότι η πόλη δεν απελευθερώθηκε το ’21, αλλά παρέμειναν τα Γιάννενα, για πολλές ακόμη δεκαετίες, σκλαβωμένα. Με τρόπο επικό αναγράφεται η απόφαση του βασιλιά Κωνσταντίνου και του λαού γι’ απελευθέρωση. Στο Μπιζάνι [9] αμύνθηκαν οι Τούρκοι, αλλά υπερίσχυσαν οι Έλληνες υπό τον ταγματάρχη Βελισαρίου [10] και την 21η Φεβρουαρίου 1913 «έγινε η απελευθέρωση της ωραίας πολιτείας». Εξ ου και η τιμητική ονομασία «Στρατόπεδον Βελισαρίου».


Έξη μήνες στα Γιάννενα, ένα θαύμα! Στα μισά του επόμενου Γενάρη μετατίθεται στο 628 Τάγμα Προκαλύψεως στους Φιλιάτες [11] «και ελέγχει την μεθόριον αφ’ τους κακούς διαβάτες». Από εκεί καταλήγει ως Αρχιφύλακας σε φυλάκιο στο χωριό Πλαίσιον [12] κοντά στην Πυραμίδα. Dolce vita εδώ! Καφενεία, ορέγεται τα κορίτσια μιας Οικοκυρικής Σχολής που βρισκόταν εκεί κοντά, αν και ο παπάς του χωριού «μας είχε στην οργή του ότα<ν> εμείς πειράζαμε καμία χωριανή του». ΕΣΑ εκεί δεν κυκλοφορούσε, αλλά ΕΣΑ ήταν ο παπάς, που τους μαρτυρούσε στον Λοχαγό, αλλά εκείνος -ως Κρητικός- ήταν «τζιμάνι» και περιοριζόταν σε συμβουλές.


Αυτός ο Λοχαγός προτείνει στη συνέχεια τον Κανάκη για Λοχία, οπότε ξανά στο ΛΥΒ για σχετική εκπαίδευση. Αποξαρχής βάσανα, αγανάχτηση, αλλά ο στόχος τελικά επιτυγχάνεται. Λοχίας τώρα φρουρεί τα σύνορα σ’ ένα φυλάκιο στο χωριό Τσαμαντά [13]. Από εδώ βλέπει την αλβανοκρατούμενη Βόρειο Ήπειρο. «Πολλά χωριά ελληνικά βλέπαμε απέναντί μας / στο βάθος και την Κορυτσά την σκλάβα Αδελφή μας». Ακολουθεί η έκφραση της μύχιας πρόθεσης για την απελευθέρωση των «θλιμμένων περιοχών», που στενάζουν «στο καθεστώτο που είναι κομμουνιστικόν με της Ρωσίας τον τρόπο». Αρκετοί στίχοι αφορούν στον πόθο της λύτρωσης από τους Αλβανούς, δεδομένου ότι οι Έλληνες έχουν να δείξουν σημαντικούς και νικηφόρους αγώνες τριγύρω. Οπότε και οι σημερινοί πρέπει να κάμουν το χρέος τους έναντι των προγόνων.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Αν και το παρουσιαζόμενο ποίημα δημοσιοποιείται για πρώτη φορά εδώ, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε, ότι κομίζει κάτι το νέο ή το συνταρακτικό στη νεοΕπτανησιακή μας Γραμματεία, την καθ’ όλα τετιμημένη μ’ έργα κορυφαία και ανεπανάληπτα.


Όμως έχει την δική του αξία. Ποιαν αξία; Συμβαίνει ό,τι ακριβώς συμβαίνει μ’ εκείνη την αμελητέα πέτρα, η οποία, όντας άκομψη αφ’ εαυτής, λαμβάνει εντέλει τη θέση της στο οικοδόμημα, αποτελώντας ένα εκ των ων ουκ άνευ δομικό στοιχείο για την περάτωση του οικοδομήματός μας. Άλλωστε, όλα τα ωραία και τα μεγάλα του κόσμου μας υποστηρίζονται από μικρές ψηφίδες, οι οποίες μόλις συνταιριαστούν οδηγούν στην Αρμονία.


ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ [14]

Άνοιξε με προσοχή ετούτο το βιβλίο
για ν’ αναγνώσεις και να ιδείς της ξενιτιάς τον βίον.
Μα δώσε λίγη προσοχή για να το αναγνώσεις
και θα σας κάμει εντύπωση ώσπου να τελειώσει.
Από όταν ήμου εγώ μικρός εισέ μικρή ελικία 5
μες στην καρδιά αιστανόμουνα μια ανυπομονησία.
Πότε θα έρθει ο καιρός και είχα την ελπίδα
για να φορέσω το χακί για τη γλυκιά πατρίδα.
Έβλεπα τους συναδελφούς που το χακί φορούσα<ν>
και έλεγα νάρθει αυτή η στιγμή οπού την εποθούσα. 10
Διότι είμαστε όλοι Έλληνες και πρέπει να ποθούμε
το τιμημένο μας χακί όλοι να το φορούμε.
Και ανάγκη ότα θα παραστεί όλοι μας να ριχτούμε
μες στη φωτιά ωσάν θεριά όλοι να θυσιαστούμε.
Έτος 54 τις 18 Μαρτίου, 15
τότε άλλαξε η ζωή του παιδικού μου βίου.
Ημέρα πέφτη ήτανε της κατατάξεώς μου
που αρχίσα<ν> σκέψεις, λογισμοί μέσα εις το μυαλό μου.
Εντύθηκα μες στο χακί καθώς το επιθυμούσα
ήρθε εκείνη η στιγμή οπού την εποθούσα. 20
Αφ’ την στιγμή που ντύθηκα μού κόψα<ν> τα μαλλιά μου
μού αλλάξανε τα ρούχα μου και την περπατησιά μου.
Και ε<ν> συνεχεία άρχισε το «επ’ ώμου», «παρά πόδα»
«ανάπαψις» και «προσοχή» χίλιες φορές την ώρα.
Εκεί αρχίσα<ν> οι αξιωματικοί να μας εσυζητούνε 25
γονείς, αδέλφια, συγγενείς πρέπει να ξεχαστούνε.
Πρέπει να τους ξεχάσετε να μην στενοχωρείστε
και την πολιτική ζωή να μην την ε<ν>θυμείστε.
Εδώ η πατρίδα μας καλεί πρέπει να εχπαιδευτούμε
και ανάγκη ότα παραστεί όλοι μας να ριχτούμε. 30
Κ.Ε.Ν. Καλαμών ονομάζεται εκεί που εχπαιδευόμου<ν>
μέσα εκεί γυμνάστηκα, εχπληρώθηκε ο σκοπός μου.
Αυτήν απότομη αλλαγή που έλαβε το κορμί μου
μα ήταν και διαφορετική αφ’ την πολιτική μου.
Πολύ μας κούρασα εξαρχής, ασκήσεις θεωρίες, 35
τρέξε απεδώ τρέξε απεκεί, τις τόσες αγγαρείες.
Εκεί να ακούς το λοχαγό «γράφτον, επιλοχία,
οχτώ ημέρες κράτηση και δέκα αγγαρεία».
Φωνάζα οι α<ν>θυπολοχαγοί εις τον επιλοχία
«σύνταχ’ το λόχο γρήγορα να πάει σε αγγαρεία». 40
Φωνάζου οι ‘παξιωματικοί «γρήγορα συνταχτείτε,
βάδη<ν> να μην πηγαίνετε για θα τιμωρηθείτε.
Το βάδη απαγορεύεται πάρτε του πλέο<ν> χαμπάρι
τροχάδη<ν> επιτρέπεται, ψάρια, μπουζούκια, σπάροι».
πότε μας βάζα<ν> κράτηση και πότε αγγαρείες 45
και πότε περιορισμοί με τις μικρές αιτίες.
Αν ήταν και παράφτωμα και ήταν λίγο βαρύον
ποινή ήταν η φυλακή και μες στο πειθαρχείο.
Έπαιρνες τις κουβέρτες σου και μέσα εξενυχτούσες
μες στο τσιμέντο ξάπλωνες και την βραδιά περνούσες. 50
Όσο να νιώσεις την ζωή τι θε να πει στρατιώτης
σού καίνε, σού μαραίνουνε την όμορφή σου Νιότη.
Τα βάσανα σε αγαναχτού<ν> και η καρδιά σου κλαίει
τη σάρπιγγα κάθε πρωί να την ακούς να λέει:
«Σήκω Λεβέντη μου τσολιά έχεις υπηρεσία, 55
έχεις να πάρεις ρόφημα και έχεις και Αγγαρεία».
Όταν ακούς την σάρπιγγα ύπνος λεφτό δεν παίρνει
πρέπει εντός σε δυο λεφτά να είμαστε συνταγμένοι.
Όταν θα μπεις εις την γραμμή θα είσαι λυγισμένος
μα και δεξιά και αριστερά θα είσαι στοιχισμένος. 60
Την λύγιση, την στοίχιση το «επ’ ώμου», «παρουσιάστε»
βαριέσαι όλο να το ακούς, πάντα θα το θυμάσαι.
Το «ένα-δυο» βαρέθηκα, το βήμα, τη σφυρίχτρα
και το θαλαμοφύλακα να με ξυπνάει την νύχτα.
Ο λόγος που συντάσσεται για όθε και αν πάει 65
τραγούδια πατριωτικά πρέπει να τραγουδάει.
Δεν σε ρωτάνε αν μπορείς και διάθεσις αν έχεις
φωνάζου όποιος δεν τραγουδεί μια κοσάρα έχει.
Τον όρκο και την προσευκή και την ιεραρχία
μας έλεγα<ν> να μάθουμε γιατί έχου<ν> σημασία. 70
Οόρκος έχει το σκοπό πάντα πιστός να μένεις
πατρίς, σημαία, βασιλιάς, σε ό,τι και αν γένει.
Την προσευχή οι Χριστιανοί όλοι να τήνε ξέρου<ν>
όλοι οι Στρατιώτες στο Θεό δέηση να προσφέρου<ν>.
Ιεραρχία στο Στρατό λέγουνται οι βαθμοφόροι 75
από υπαξιωματικούς και Στρατηγοί ακόμη.
Όποιος δεν φόρεσε χακί και ακούει Ιεραρχία
θα λέει πως είναι Ιερείς πόχει η Εκκλησία.
Και έτσι όλο τον Στρατό πολύ τον ενδιαφέρει
να μάθει όλους γενικά, απέξω να τους ξέρει. 80
Μαθαίνει πώς να πολεμά, πώς πρέπει να βαδίζει,
πώς πρέπει να τους χαιρετά, όταν τους συναντήζει.
Είναι πολλά, δεν γράφονται αυτά που σε μαθαίνου<ν>
για τη στρατιωτική ζωή αξέχαστα να μένου<ν>.
Και εχτός αφ’ τα στρατιωτικά έχει ψυχαγωγία 85
στο μέλλο<ν> πώς να φέρεσαι σε κάθε δυσκολία.
Εκεί γίνεσαι έμπειρος, πολύ πεπειραμένος
και στην πολιτική ζωή να είσαι μορφωμένος.
Την γενναιότη αποχτάς μα και την ψυχραιμία,
το θάρρος, την υπομονή <σ>την κάθε δυσκολία. 90
Ποτέ δεν θα απερπιστείς εις όλη την ζωή σου
όταν θυμάσαι τι έλεγαν οι αξιωματικοί σου.
Το στρατιωτικό είναι ωφέλιμο διότι είναι ένα σχολείον
και όχι για στρατιωτικά μα σε όλο σου το βίον.
Στην βασική εχπαίδευσις ήμου αφοσιωμένος 95
και το μυαλό μου απόλυτα το είχα ασκολημένο.
Να μάθω όσα με δίδαξα<ν> οι αξιωματικού μου
συνάμα και υπαξιωματικοί πού ‘σα<ν> σαν Αδελφοί μου.
Να γίνω άριστος μαχητής και ότα<ν> το φέρει η χρεία
στην ιερά αποστολή να έχομε επιτυχία. 100
Ρήτορες αξιωματικοί οπού στα κέντρα μένου<ν>
βγάζου<ν> Στρατιώτες μαχητές πολύ εχπαιδεμένους.
Αλλά και υπαξιωματικοί πολύ πεπειραμένοι
και κάθε ΕΣΟ που βγάζουνε είναι εχπαιδεμένοι.
Τριακοστή Δευτέρα ΕΣΟ τότες ακολουθούσα 105
ήταν πολύ καλή ΕΣΟ, όλοι την επαινούσα<ν>.
Έτσι περνούσε ο καιρός με ασκήσες, θεωρίες,
«τρέξε απεδώ, τρέξε από εκεί», τις τόσες αγγαρείες.
Αφού παρήρθε ο καιρός και έληξε η εχπαίδευσίς μας
ξημέρωσε μία χαραυγή και ήρθε η απόσπασή μου. 110
Και την 8η του Ιουλίου με άλλους πολλούς συνάμα
επήγα εις τα Γιάννενα στο 581 Τάγμα.
Εις τον Ακραίο έδρευε σιμά στην πολιτεία
μα και κοντά στο Σύνταγμα και εις την Μεραρχία.
Τάγμα που είναι ζηλευτό της VIII Μεραρχία<ς> 115
σε κάθε του αποστολή φέρει επιτυχία.
Έδρασε εις την Ήπειρο στην διάρκεια του πολέμου
και 81 όταν ακού<ν> όλοι φοβούνται, τρέμου<ν>.
Γι’ αυτό και η Βασίλισσα δικό της το ονομάζει
οπλίτες και αξιωματικοί διακριτικά τους βάζει. 120
Μία κορόνα και ένα Φ στις επωμίδες βάζου<ν>
οπλίτες και αξιωματικοί με άλλους να μην ταιριάζου<ν>.
Αυτή η κορόνα και το Φ έχουνε σημασία
ότι είναι τάγμα έ<ν>δοξο και έχει και ιστορία.
Γι’ αυτό και η Βασίλισσα δικό της το έχει πάρει 125
και τόχει μες στα Γιάννενα πάντα της για καμάρι.
Τάγματα μετατίθουνται αυτόνα μέρος <σ>το άλλο
αυτό μένει πάντα εκεί όσο κανένα άλλο.
Πολύ ολίγο κάθισα στην τόση ησυχία
στο ΛΥΒ μετατέθηκα της ίδια<ς> μεραρχίας. 130
Πήγαμε για υπαξιωματικοί για να εχπαιδεφτούμε
εις διαιτέρα εχπαίδευση για να πεπειραθούμε.
Ημέρα ήταν Κυριακή τις 18 Ιουλίου
που βράζα<ν> στο Στρατόπεδο οι αχτίδες του ηλίου.
Και μόλις φτάσαμε εκεί όλοι από το τάγμα 135
ποτέ δεν θα ξεχάσομε αυτό το μέγα δράμα.
Ήταν Λοχίας υπερεσία ο πιο αυστηρός Λοχίας
Αντρέ<α>ς Σπηλιωτόπουλος αφ’ το Νομό Αχαΐας.
Μας λέει «τα όπλα πάρετε να κάμετε οπλασκία
να ιδείτε πώς είναι το ΛΥΒ τση VIII Μεραρχίας. 140
Μέσα εδώ που έρθετε δεν είναι να γελάστε,
αλλά θα πάθετε πολλά, πάντα θα τα θυμάστε.
Είναι το ΛΥΒ ηρωικό τση VIII Μεραρχία<ς>
που έχεις καψόνια αφάνταστα και μέγα πειθαρχία.
Τόσες σειρές έχουνε ‘ρθει, δεν το έχουνε διαλύσει 145
και αν νομίσετε εσείς κανένας δεν θα ζήσει».
Και όταν πλέο<ν> βαρέθηκε καψόνια να μας κάνει
μας βάζει όλους σε ένα τον (sic) σαν πρόβατα ο τσοπάνης.
Μας λέει «εδώ που ήρθετε δεν επιτρέπει βάη<ν>
αλλά σε κάθε κίνηση πάντα σας με τροχάδη<ν>. 150
Πρέπει να αποχτήσετε θάρρος και ψυχραιμία
την κάθε ικανότητα την κάθε ευκινησία.
Θα βγείτε υπαξιωματικοί, πρέπει να κουραστείτε
να έχετε ικανότητες άντρες να διοικείτε.
Πρέπει να είστε υπόδειγμα σε ασκήσες θεωρία 155
σε ατομική εμφάνιση μα και στην πειθαρχία.
Να το έχετε σ’ εγωισμό άντρες να διοικείτε
όταν εδώ πιτύχετε και βαθμοφόροι βγείτε».
Και το πρωί πολύ νωρίς με μία σφυριξία
όλοι τροχάδη<ν>, σύνταξις, με δίχως ομιλία. 160
Και απ’ εκεί μας άρχισαν ασκήσες, θεωρίες,
την ώρα αναπάψεως μας είχαν σε αγγαρείες.
Το βράδυ είχε νυχτερινές, πολλών ειδών ασκήσεις
ζέστη, αγρυπνία, κούραση μάς είχ’ αγαναχτήσει.
Μεσάνυχτα συναγερμό πως είναι πυρκαΐα 165
τροχάδη<ν> όλοι ξυπόλητοι δίχως καμία αιτία.
Πότε μας εξυπνούσανε καψόνι να μας κάμου<ν>
έτσι γιατί το ήθελα μάς σήκωνα<ν> επάνω.
Φεύγα<ν> οι αξιωματικοί όλοι το μεσημέρι
και εμένα<ν> υπαξιωματικοί δίχως κανείς να ξέρει. 170
Ποιος ήταν το παράφτωμα που μέσα μας εκλειούνε
και όλοι την χλαίνη ανάποδα Ιούλιον να φορούμε.
Στην βράση του μεσημεριού τα χέρια μες στην τσέπη
και μέσα στο Στρατόπεδο όλοι να κάνομε έρπη.
Σαν το σκουλήκι εις την γης που σέρνεται στο χώμα 175
και να σού λεέι «μη βιάζεσαι, θέλεις μια ώρα ακόμα».
Έτσι περνούσε ο καιρός και είχαμε αγαναχτήσει
και είμαστε σε λογισμούς και σε μεγάλη κρίση.
Κάθε Στρατιώτης ήτανε εκεί αγαναχτισμένος
και εβάδιζε όλο σκεφτικός και απογοητεγμένος. 180
Πολλές φορές ελέγαμε νάθε μην γεννηθούμε
από τα τόσα βάσανα εδώ οπού περνούμε.
17 Ζακυνθινούς εκεί είχα συντροφία
και ελέγαμε τα πάθη μας σε κάθε ευκαιρία.
Έλεγε ο ένας του αλλονού τον πόσο και την θλίψη 185
αφ’ το ωραίο μας νησί πού έχουμε καταλήξει.
Μα όμως και διαφορετική εκάναμε μια σκέψη
ότι είναι λίγος ο καιρός, σε λίγο θα επανέρθει.
Και ας κάνομε υπομονή τώρα σε αυτό το δράμα
οι μέρες να περάσουνε να πάμε εις το Τάγμα. 190
Κι έτσι με την υπομονή πέρασε αυτό το δράμα
και του Αγούστου 23 πήγαμε είς το Τάγμα.
Εκεί ωραία περνούσαμε σκεδόν ωσάν πολίτες
στο Τάγμα της Βασίλισσας αξιωματικοί και οπλίτες.
31 του Αγούστου μηνός ετότες ήταν θυμάμαι 195
εδιάταξε ο λοχαγός γαλόνια να φοράμε.
Στον κλάδον υπαξιωματικοί τότες όλους μας γράψα<ν>
και εσκόλασα<ν> τα βάσανα και άλλα πολλά επάψα<ν>.
Οι αγγαρείες, οι σκοπιές και οι ‘πιθεωρήσεις
ήτανε ψεύτικες για μας που άλλοι ήταν σε κρίσεις. 200
Έξοδο είχαμε ταχτικά όποτε είχε σκόλη
πηγαίναμε στα Γιάννενα στην ιστορική την πόλη.
Όλα τα γύρω της βουνά είναι όλα δοξασμένα
από τις μάχες πού ‘γινα<ν> όταν ήταν σκλαβωμένα.
Όταν εκεί ο Αλής Πασάς την έδρα του είχε χτίσει 205
ευρίσκοντα<ν> επί ζυγόν και είχε αγαναχτήσει.
Δεν απελευθερώθηκα<ν> τότες το 21.
Τα ιστορικά τα Γιάννενα εμένα<ν> σκλαβωμένα.
Στην έδρα της σημερινής τση VIII Μεραρχίας
τότες εκεί εδρεύανε Τούρκικα Στρατηγεία. 210
Και ο Κων/νος Βασιλιάς και όλα τα παιδιά της
στενάζανε που εβλέπανε την τόση την Σκλαβιά της.
Όλοι μαζί απεφάσισα<ν> να τα ελευθερώσου<ν>
και από τον βάθος της σκλαβιάς να τήνε ξελυτρώσου<ν>.
Και οι Τούρκοι όταν έμαθα<ν> πως θα τους πολεμήσου<ν> 215
εις τον Μπιζάνι αμύ<ν>θηκα<ν> για να τους σταματήσου<ν>.
Φτιάξα<ν> ωραία οχηρά που είναι ξακουσμένα
υπάρχου<ν> μέχρι σήμερα, δεν είναι χαλασμένα.
Μα οι Έλληνες ωσάν θεριά επάνω τους ορμήσα<ν>
με τρομερή επίθεση και όλους τους διασκορπίσα<ν>. 220
Πρώτος ο Βελισάριος που ήταν ταγματάρχης
εμπήκε μες στα Γιάννενα και η ‘στορία το γράφει.
Ήταν κεφάλι φοβερό και μαστοριά τους κάνει
στο τάγμα του σαν πρόβατα σε όλους κουδούνια βάζει.
Έτσι με συτήν την πονηριά την νύχτα εμπήκα<ν> όλοι 225
την 21 Φεβρουαρίου ελευτερώθη η πόλις.
Την 21 Φεβρουαρίου εις τον 13
έγινε απολευτέρωση της ωραίας πολιτείας.
Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα και πάντα θα εορτάζει
και ο Στρατός χαρούμενος κάθε έτος παρελάζει. 230
Εκεί που ο Βελισάριος σκέφτηκε αυτό το πράγμα
εκεί εδρεύει σήμερα πάντοτες το 81 τάγμα.
Στρατόπεδον Βελισαρίου τον έχουνε ονομάσει
και όποιος περάσει απεκεί πολύ θα το θαμάξει.
Έξη μήνες εκάθησα και τα περνούσα θάγμα 235
στα ιστορικά Ιωάννινα στο 81 τάγμα.
Και την ζωή που πέρασα δεν δύνομαι να γράψω
πάντα μου θα την νοσταργώ δεν θα τήνε ξεχάσω.
Μέσα σ’ εκείνη την ζωή που τα περνούσα θάγμα
τις 15 Ιουναριού πήγα σε άλλο τάγμα. 240
Επήγα στο 628 της ιδίας μεραρχίας
είναι και αυτό ηρωικό και έχει και ιστορία.
Τάγμα είναι προκαλύψεως και εδρεύει στους Φιλιάτες
και ελέ<γ>χει την μεθόριον αφ’ τους κακούς διαβάτες.
Εκεί τρεις μέρες κάθισα και σε φυλάκιον πήγα 245
εις το χωρίον Πλαίσιον κοντά στην Πυραμίδα.
Εκεί ήμου<ν> αρχιφύλακας και ωραία τα περνούσα
δίχως ζωστήρα και μπερέ στα καφενεία γυρνούσα.
Μία Νοικοκυρική σκολή εις το χωριό ήταν μέσα
πλησίον στον φυλάκιον και όλες πολύ μού αρέσα<ν >. 250
ΕΣΑ δεν ήτανε εκεί για να μας εσυλλήψει
και ο Λοχαγός που ήταν εκεί δεν μας είχ’ ενοχλήσει.
Μα ένας παπάς που είχε μας είχε στην οργή του
όταν εμείς πειράζαμε καμία χωριανή του.
Αυτός ήταν ωσάν ΕΣΑ, πολύ μας κυνηγούσε 255
και όλα εις τον Λοχαγό αυτός τα μαρτυρούσε.
Μα ήταν τζιμάνι ο λογαχός δεν μας είχ’ ενοχλήσει
και συβουλές μας έδινε, ήταν από την Κρήτη.
Εμένα εξαιρετικά πολύ με αγαπούσε
και ό,τι χάρη του έλεγα με εξυπερετούσε. 260
Πολύ καλά περάσαμε με δίχως πειθαρχία
έξαφνα ήρθε διαταγή από την μεραρχία.
Στα ΛΥΒ να πάμε ξανά Λοχίοι για να βγούμε
ξανά για δεύτερη φορά καλώς να εχπαιδευτούμε.
Και ο λοχαγός με πρότεινε γιατί με αγαπούσε 265
Λοχία ήθελε να με ιδεί πολύ το επιθυμούσε.
Την 12 Φεβρουαριού ήταν μερομηνία
στο ΛΥΒ επίγαμε ξανά της ίδιας μεραρχία<ς>.
Χαρά πολλή αιστάνομου<ν> και ενθουσιασμόν μεγάλο
οπού για δεύτερη φορά γαλόνια είθε να βάλω. 270
Ο εθουσιασμός και η χαρά συνάμα ήταν και πόνος
γιατί θυμάμαι τι έπαθα τον περασμένο χρόνο.
Σαν μπήκαμε μέσα στα ΛΥΒ μάς ήρθαν όλα στη σκέψη
ότι ξανά στα βάσανα τώρα μπλέξει.
καψόνια πώς να κάμομε και πώς ξανά τροχάδη<ν> 275
που όλα είχα<ν> ξεχαστεί, πηγαίναμε όλο βάδη<ν>.
Και πώς να υποπέσομε ξανά στην αγγαρεία
και στην βαριά εχπαίδεψις στην τόση πειθαρχία.
και πώς ασκήσες ακριβεία<ς>, το «επ’ ώμου», «παρά πόδα»,
«ανάπαψις» και «προσοχή» χίλιες φορές την ώρα. 280
Και πώς να στέκεις προσοχή σε δεκανέα, λοχία,
ας είμαστε ομοιοβαθμοί, είχανε εξουσία.
Άρχισε η εχπαίδευψις, ασκήσες, θεωρίες,
τρέξε απεδώ, τρέξε απεκεί στις τόσες αγγαρείες.
Και έτσι περνούσε ο καιρός και είχαμε αγαναχτήσει 285
και είμαστε σε λογισμούς και σε μεγάλη κρίση.
Μα κάναμε υπομονή οι μέρες να διαβούνε
και ότα<ν> θα φεύγαμε απεκεί όλα θα ξεχαστούνε.
Και έτσι με την υπομονή ημέρες επεράσα<ν>
και έληξε η εχπαίδεψις τα βάσανα επάψα<ν>. 290
Και από τα ΛΥΒ εφύγαμε και επήγαμε στο τάγμα
ήταν ζόρικα και εκεί και ήταν λιγάκι δράμα.
Ασκήσες είχε πάρα πολλές μεγάλη πειθαρχία
20 πέφτανε συχνά με την μικράν αιτία.
Πέρασα<ν> μέρες 20 και είχα αγωνία 295
για να με πάρει η διαταγή να ονομαστώ Λοχία.
Μετά τον 20 ημερών Λοχία με ονομάσα<ν>
και εσκόλασα<ν> τα βάσανα και άλλα πολλά επάψα<ν>.
Και τόχα εις εγωισμό πως δύο βαθμούς φορούσα
και με ομάδα άγρυπνος τα σύνορα εφρουρούσα. 300
Πέρασα<ν> μήνες 4 και σε φυλάκιον επήγα
εις το χωρίον Τσαμαντά κοντά στην πυραμίδα.
Την περιοχή του Τσαμαντά πήγα με μία ομάδα
και ήμουνα αρχιφύλακας και τα περνούσα θάγμα.
Απεκεί ψηλά βλέπαμε την Βόρειον Ήπειρό μας 305
που την κατέχα<ν> Αρβανοί και είναι το όνειρό μας.
Πολλά χωριά ελληνικά βλέπαμε απέναντί μας
στο βάθος και την Κορυτσά την σκλάβα Αδελφή μας.
Και το φανταζόμαστε και το επιθυμούμε
πότε να έρθει ένας καιρός με αυτούς να ανταμωθούμε. 310
Και όλες οι περιοχές ωσά<ν> θλιμμένες μοιάζου<ν>
και κάτου στην μικρή σκλαβιά πολύ βαριά στενάζου<ν>.
Στενάζου<ν> και γιατί σκλαβιά μα και στο καθεστώτο
που είναι κομμουνιστικόν με της Ρωσίας τον τρόπο.
Και εμείς εδώ που είμαστε που το χακί φορούμε 315
τους βλέπουμε από κοντά πολύ αγαναχτούμε.
Τση Ήπειρος χώματα ιερά που τόσο εμείς ποθούμε
γιατί είναι των προγόνων μας τώρα άλλοι τα πατούνε.
Βλέπει<ς> Στρατιώτες Αρβανούς με πείσμα να φρουρούνε
και εμείς οπού τους βλέπομε πολύ αγαναχτούμε. 320
Όλα τα Ελληνόπουλα πολύ επιθυμούνε
να έρθει μία μέρα λαμπερή στην Κορυτσά να μπούμε.
Να την ελευθερώσουμε δική μας για να γίνει
και η Ήπειρος ολόκληρη ελληνική να γίνει.
Ο πόθο<ς> μας να εχπληρωθεί καθώς το επιθυμούμε 325
τα όπλα μας να τιμήσουμε και εμείς να δοξαστούμε.
Αυτά που οι πιο παλιοί από εμάς μάχες σκληρές εκάνα<ν>
στο Γράμμο εις την Κόνιτσα και ιστορική Μουργάνα.
Και εμείνα<ν> εκεί πολλά κορμιά αλλά εδοξαστήκα<ν>
διότι εφέρα<ν> την Λευτεριά και όλη παραδεχτήκα<ν>. 330
Όλοι οι γύρω μας εχθροί το έχουνε καταλάβει
πως πολεμούμε οι Έλληνες να μην γίνομε σκλάβοι.
Τση Ελλάδα<ς> χώματα ιερά που για αυτά αγρυπνούμε
να μην τα πάρου<ν> οι βάρβαροι να τα ποδοπατούνε.
Και ηδέν (sic) ποτέ θα ανεχτού<ν> οι Έλληνες σκλαβία 335
θα πολεμού<ν> έως ενός για τη<ν> Ελευτερία.
Διότι και οι προγόνοι μας σκληρά επολεμήσα<ν>
την δόξα και τη λευτεριά σε εμάς τήνε αφήσα<ν>.
Έτσι λοιπόν πρέπει και εμείς με πίστη να φυλάμε
τα ιερά τα χώματα ξένοι να μην ΠΑΤΑΝΕ. 340

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Δημητρίου Σ. Λουκάτου, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1977, σ. 205-225.
2. ό.π., σ. 181.
3. Βλ. Λεωνίδα Χ. Ζώη, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν της Ζακύνθου, εκδ. εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1963, τ. 1, 100 εξ.
4. Βλ. Διονύση Φλεμοτόμου, Προλεγόμενα στο, Ομιλίες Ο Κρίνος, Η Χαραυγή, Ο Μυρτίλος και η Δάφνη, εκδόσεις Θέατρο Αβούρη, Ζάκυνθος 1996, τ. 1, 7-13.
Για το μεγάλο αυτό θέμα, βλ. επίσης α) «Δεκαήμερο Αναγεννησιακού Λαϊκού Θεάτρου Δεκέμβριος 2000», (οργανωτές: Δημοτική Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ζακύνθου, Θέατρο τση Ζάκυνθος, Astragali Teatro di Lecce) Πρακτικά, Ζάκυνθος χ.χ., β) Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνάντησης Λαϊκού Θεάτρου, (Ζάκυνθος 27-28-29 Σεπτεμβρίου 2002), Ζάκυνθος 2003, γ) Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Συνάντησης Λαϊκού Θεάτρου, (Ζάκυνθος 21-22-23 Νοεμβρίου 2003), Ζάκυνθος 2004.
5. Βλ. Λεωνίδα Χ. Ζώη, ό.π., σ. 595.
6. Ο Λάμπρος Κολυβάς χειροτονήθηκε Διάκονος στις 22 Ιανουαρίου 1977, Πρεσβύτερος στις 12 Μαρτίου 1977, ενώ το οφίκιο του Οικονόμου και την πνευματική πατρότητα έλαβε στις 25 Μαΐου 2004.
7. Βλ. Λεωνίδα Χ. Ζώη, ό.π., 322.
8. Περιοχή στα Ιωάννινα.
9. Ηπειρωτικό χωριό της επαρχίας Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων, με 239 κατοίκους (απογραφή 1991, Νέον Μπιζάνιον). Στο μικρό βουνό της περιοχής είχαν κάνει οχυρωματικά έργα Γερμανοί μηχανικοί και στρατιωτικοί και το οχυρό αυτό κράτησε πολύ χρόνο τις επιθέσεις του ελληνικού στρατού στον Α' Βαλκανικό πόλεμο τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1913. Ως το Δεκέμβριο του 1912 τα στρατεύματά μας, με αρχηγό το στρατηγό Σαπουντζάκη, έδιναν μάχες για να καταλάβουν το Μπιζάνι, χωρίς αποτέλεσμα. Τον Ιανουάριο όμως ενισχύθηκαν με την 4η και την 6η μεραρχία και με βαρύ πυροβολικό και την αρχηγία την πήρε ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Τότε έγιναν δύο επιθέσεις: Η μία στις Ιανουαρίου κι η άλλη στις 19-20 Φεβρουαρίου, με αποτέλεσμα να πέσει με ελιγμό το Μπιζάνι, αφού κατέλαβαν πρώτα τα Ιωάννινα. Η μάχη του Μπιζανίου είναι απ' τις ενδοξότερες σελίδες της ιστορίας μας. [Στοιχεία από την διαδικτυακή «Ελληνική Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια» (www.livepedia.gr)].
10. Ο Ιωάννης Βελισσαρίου (Κύμη Εύβοιας, 26 Νοεμβρίου 1861 - Κρέσνα, 12 Ιουλίου 1913) ήταν στρατιωτικός του Ελληνικού Στρατού, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων. Διακρίθηκε στην μάχη για την κατάληψη των Ιωαννίνων και την Μάχη της Κρέσνας, όπου σκοτώθηκε.
11. Οι Φιλιάτες, κωμόπολη, έδρα του ομώνυμου Δήμου, πρωτεύουσα της επαρχίας Φιλιατών του νομού Θεσπρωτίας. Το 1991 είχε 2591 κατοίκους.
12. Πλαίσι ή Πλαίσιον, χωριό της επαρχίας Φιλιατών, 12 χιλιόμετρα από τους Φιλιάτες, με περίπου 200 κατοίκους.
13. Ο Τσαμαντάς, χωριό της Θεσπρωτίας στην Ήπειρο, είναι χτισμένο στους πρόποδες της Μουργκάνας, μια ανάσα από τα Ελληνο-αλβανικά σύνορα. Την ονομασία του οφείλει, σύμφωνα με τον τσαμαντιώτη λόγιο Νικόλαο Νίτσο, στην μεγάλη βυζαντινή οικογένεια των Τσαμαντούρων, στους οποίους δόθηκε (13ος αιώνας) ως φέουδο η περιοχή.
Κεφαλοχώρι της επαρχίας Φιλιατών πριν τον B' παγκόσμιο πόλεμο, σήμερα αριθμεί μερικές δεκάδες κατοίκων και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλιατών. [Πληροφορίες από τον επίσημο ιστότοπο του χωριού στο www.tsamantas.com ]
14. Στη μεταγραφή του ποιήματος ρυθμίστηκαν σιωπηρά οι στίχοι και η ορθογραφία.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, ΚΙ ΟΜΩΣ ΚΑΤΙ ΜΑΣ ΕΛΕΙΠΕ (διήγημα)


στον π. Παναγιώτη Καποδίστρια

Από πρωίας χτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες. Κόσμος πήγαινε – κόσμος ερχόταν με κάθε λογής μέσον. Η πλατεία γεμάτη. Μια αγωνία στα πρόσωπα όλων πρόδιδε το νέο.

Ο νέος μητροπολίτης θα έφτανε από στιγμή σε στιγμή στην πόλη μας. Και όντως, γύρω στις δέκα, με ένα ψιλόβροχο και τον ήλιο να κρύβεται, δύο λιμουζίνες κατάμαυρες σταμάτησαν την πορεία αρκετών άλλων κρατικών αυτοκινήτων που περικύκλωσαν το σιντριβάνι της κώμης.

Η αλήθεια είναι πως, όσο κι αν είχαμε προετοιμαστεί, μας έπιασε η άφιξη εξαπίνης. Η μικρή ομάδα με τους φουστανελοφόρους ντόπιους λίγο έλειψε να αποδώσει τιμές από το μπουγατσάδικο της γωνίας. Ευτυχώς ο τελετάρχης, ο καθ’ όλα σεβαστός κύριος Ερίφης, με τον γνώριμο ευγενέστατο τρόπο του, τούς ειδοποίησε.

- Ξυπνάτε, ορέ ζαγάρια, ακούστηκε βροντερά και ευθύς βρέθηκαν παρακείμενοι του καταστόλιστου εκλεγέντος.


Έτσι με μπαταριές από καριοφίλια προγονικά πάτησε την ιερά γη μας ο νέος. Και ήταν έτσι τόσο στο παράστημα, όσο και στην ηλικία. Ο ερχόμενος, με πλήρη σοβαρότητα και βήμα ταχύ, με μακρύ ράσο που το υποβάσταζε συμβολικά από τη μία ο Δήμαρχος και από την άλλη ο τοπικός Βουλευτής, ανέβηκε στην εξέδρα. Ευλόγησε το πλήθος, ευχαρίστησε τους παρευρισκόμενους επίσημους, έριξε και μια πρώτη κλεφτή ματιά στη πόλη μας. Όσο μπορούσε και φυσικά επέτρεπε η μεγαλοπρέπεια της στιγμής. Καταλήγοντας, μας τόνισε την έκπληξή του για την τιμή που του επεφύλασσε η Θεία Χάρη σχετικά με την εκλογή του.

Εμείς βεβαίως ξέραμε περισσότερα για αυτόν. Εδώ και πολλές ημέρες, οι φήμες δίναν και παίρναν. Κατά περίεργο τρόπο, ίσως και λόγω της επιφοίτησης πονηρού πνεύματος, γνωρίζαμε από μήνες τους δύο επικρατέστερους υποψήφιους για την κεφαλή της τοπικής εκκλησίας. Και μόλις δέκα μέρες πριν την επίσημη εκλογή είμαστε σίγουροι όλοι για το όνομα του τυχερού.

Προσωπικά δεν ενστερνίστηκα ποτέ τις φήμες. Αν και εξεπλάγην γιατί στο τέλος, από το βιογραφικό που μου είχε εκθέσει στο καφενείο ο Σώτος ο γιδοβοσκός, ο νέος μού εφάνη παλαιός γνώριμος. Από το πώς κινείτο μέχρι τη χροιά της φωνής του. Όλα προκαταβολικά καταγεγραμμένα. Πώς περπατούσε, πώς έψαλλε, πώς κοίταζε, τι κοίταζε, το άριστο της ηθικής του, τα πολιτικά του πιστεύω. Απίστευτο. Όλα μα όλα γνωστά. Ακόμη και τι σώβρακο φορούσε. Το τελευταίο ουδείς το επιβεβαίωσε, αλλά όλοι ήξεραν το νούμερο.

Μπήκε λοιπόν, συνοδεία πολλών, ο άνθρωπος στο μέγαρο και από τότε κανείς δεν τον ξαναείδε για μέρες. Κάτι φωνές και κρότοι ακούγονταν πού και πού από τα βάθη της Μητροπόλεως, αλλά όλοι βεβαίωναν ότι επρόκειτο για μικροατυχήματα. Ορισμένοι προσπάθησαν να πάρουν κουβέντες από τους παρακείμενους ιερείς της νέας αρχής. Μα ήταν τόσο ολιγόλογοι και κρυψίνοες, που γρήγορα απογοήτευσαν τους ανακριτές τους.

Η πόλη ακολούθησε τη γνώριμη ρουτίνα της και σύντομα ο νέος έγινε παλιός και οι παλαιοί ξεχάστηκαν. Ή έτσι φάνηκε προς στιγμήν, μια και ξαφνικά μια μαύρη λιμουζίνα πάρκαρε μπροστά από το μέγαρο. Από τη μέρα εκείνη το νέο αμάξι του νέου Μητροπολίτη εξέδραμε καθημερινά και σε άλλη ενορία. Οι ενορίτες ειδοποιημένοι ξεπρόβαλαν με χαρά από νυχτός για την συλλειτουργία με τον πρώτο τους. Με χαρά πήγαιναν και με δάκρυα έφευγαν. Τι λόγος, έλεγαν, τι πίστη, τι ήθος. Ο κόσμος κρεμόταν από τα χείλη του και αυτός κρέμαγε και ένα άλλο εκκλησιαστικό μενταγιόν στο λαιμό του. Κατάντησε να σκύβει από το βάρος, αλλά οι ιδιαίτεροί του διαβεβαίωναν, ότι αυτό ήταν άσκηση ταπείνωσης.

Ταπεινός, τίμιος, λογικός, αυστηρός με τους τύπους, απόλυτος. Όλα τα χαρίσματα λοιπόν. Έδιωξε τους κλέφτες από τα ενοριακά συμβούλια, νοικοκύρεψε τα έσοδα και τα έξοδα της Μητροπόλεως, έκανε αγρυπνίες, έβαλε τάξη.

Κάτι όμως έλειπε.

Οι καλοπροαίρετοι έλεγαν στους άλλους, ότι τελικά δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Μπορεί να είχαν δίκιο.

- Δίκιο ή άδικο, ας μην κρίνουμε, έλεγαν οι περισσότεροι και συνέχιζαν να πίνουν ξέγνοιαστα τον καφέ τους.

Ώσπου μια μέρα κραυγές ακούστηκαν από την μικρή εκκλησία, δίπλα στο δρόμο για τη θάλασσα. Δεν είμαι σίγουρος για τα λόγια, αλλά εκείνο που έκανε εντύπωση ήταν τα πολλά εγώ και Δεσπότης που ακούστηκε πολλάκις. Μια παρευρισκόμενη κυρία έτρεχε αλαλάζοντας:

- Βοήθεια, βοήθεια…

Πίσω της ο Δεσπότης με το μπαστούνι υψωμένο και με το μαλλί του ξέπλεκο στον άνεμο. Πιο πίσω οι πιστοί να τρέχουν με τα εξαπτέρυγα και τα κεριά σβησμένα.

- Τι έγινε; ρώτησα κάποιον.

- Αντιμίλησε στον Δεσπότη μου, είπε κοφτά.


- Δηλαδή;

- Του ζήτησε μόνιμο παπά και κείνος θεώρησε ότι οι υποδείξεις στο έργο του είναι προσβολή.

Έκανα το σταυρό μου. Νέος πρώτος, νέα ήθη, είπα και έφυγα. Μα δεν έφυγα από τις περιπέτειες. Κάθε μέρα από τότε και ένα ευτράπελο. Νεύρα, πολλά νεύρα. Φωνές και αντάρες. Όλο κάτι έφταιγε. Κληρικοί και λαϊκοί απέφευγαν το μέγαρο και κάθε συναπάντημα με τον δεσπότη. Όποιος έπεφτε πάνω του κινδύνευε για κακοπάθημα. Παπάδες σε αργία για το τίποτα, βιαιοπραγίες κατά την διάρκεια των λειτουργιών, ειρωνείες σε όλους. Τους εργαζόμενους στο μέγαρο τούς έβλεπαν όλοι με λύπηση. Ο κόσμος χωρίστηκε προς στιγμήν στα δύο. Οι μεν έλεγαν ότι όλα γίνονται από πατρική αγάπη και φροντίδα και ότι ο άνθρωπος είχε αγιάσει. Και οι άλλοι γέλαγαν με την συγκεκριμένη παιδαγωγική και απέφευγαν περαιτέρω σχόλια.

Τα ποσοστά άλλαξαν, όταν σε κρίση αγιότητας, επέβαλε στον τοπικό πληθυσμό μέτρα που μόνο άλλες εποχές θύμιζαν. Και επειδή τόσο ο Δήμαρχος όσο και οι πολιτικοί τού τόπου είχαν εκτιμήσει την εύνοια του κλήρου ως προϋπόθεση της εκλογής τους, τα μέτρα αυτά σχεδόν επιβλήθηκαν στους πολίτες.

Κάθε πρωί σηκώνονταν όλοι αχάραγο και κατευθύνονταν σε σειρές στοιχισμένες με τάξη στις παρακείμενες ενορίες. Έκαναν σταυρό και στη συνέχεια άναβαν κερί. Κατόπιν όλες οι ενορίες συντεταγμένες οδηγούνταν στην κεντρική πλατεία όπου δια στόματος ενός έλεγαν πρωινή προσευχή και ελάμβαναν την ευχή του Μητροπολίτη, που εξήρχετο, άυπνος από τις αγρυπνίες, στο μπαλκόνι της Μητροπόλεως. Μετά καθένας στην δουλειά του. Στις εκκλησίες, βεβαίως, συνέχιζε λειτουργία, απόστολος, ώρες. Μετά το πέρας των εργασιών σύσσωμο το ποίμνιο οδηγείτο για διαφώτιση από σεβάσμιους ιερείς σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο γήπεδο της πόλεως, κατόπιν με στοίχιση παρελάσεως και τραγουδώντας χριστιανικά εμβατήρια πηγαίναμε για εσπερινό. Το εκκλησιαστικό εικοσιτετράωρο τελείωνε με αγρυπνίες. Επιπλέον σε κάθε πόλη της επικράτειας τουλάχιστον μια εκκλησία ήταν επί εικοσιτετραώρου βάσεως ανοιχτή και λειτουργούσε αδιαλείπτως.

Ήμασταν μια στρατιά αγίων. Όλη η πόλη μύριζε λιβάνι και τα εκκλησιαστικά είδη έκαναν πλούσιους ορισμένους. Πολλά μαγαζιά άνοιξαν γύρω από τις εκκλησίες και επήλυδες θεοφοβούμενοι έγιναν καταστηματάρχες στην πόλη μας. Επιβλήθηκε σε όλα τα μαγαζιά να φέρουν εικόνες πάνω από τα ταμεία και κάθε πιστός που παραλάμβανε απόδειξη να κάνει πρώτα το σταυρό του. Οι γυναίκες της πόλης φορούσαν υποχρεωτικά βρακοζώνια και φούστες που άφηναν μόνο τον αστράγαλο σε κοινή θέα. Οι πιο πιστές εφάρμοσαν και την μπότα, ώστε να μην σκανδαλίζουν τους άρρενες.

Οι άνδρες ακολούθησαν την μόδα του ελαφρού μύστακα με μαλλάκι κοντό τύπου ισόβιου φαντάρου. Πουκάμισο, σε χρώματα παλαιών εισπρακτόρων του ΚΤΕΛ, ερμητικά κλειστό από το λαιμό έως τα άκρα των χειρών. Παντελονάκι σε χρώμα παστέλ, με τη ζώνη σφιχτά για να μην ξεφύγει η ηθική που φιλοσοφικά εντοπίζετο από τη μέση και κάτω και ύφος βαράτε με κι ας κλαίω.

Τετάρτη και Παρασκευή τα σουβλατζίδικα και γενικά τα μαγαζιά που πουλούσαν κρέατα ήταν κλειστά και φυσικά τις νηστείες όποιος συλλαμβανόταν να τρώει αρτύσιμα μαστιγωνόταν δια ροπάλου σε κοινή θέα. Εκτός κι αν προσκόμιζε χαρτί ιατρού. Δημοσίου νοσοκομείου, βεβαίως.

Με αυτά και εκείνα είχαμε όλοι πάθει αγίαση. Οι γεννήσεις έπεσαν κατακόρυφα- πού μέρες ελεύθερες για τεκνοποίηση- αρκετοί τουμπάνιασαν από το πολύ νηστίσιμο. Σιελόρροια παρατηρούνταν στους ντόπιους όταν έφευγαν από τα όρια της Μητροπόλεως και αντιμετώπιζαν άλλους τρόπους ζωής.

Το όνειρο κάθε κατηχητόπουλου είχε επιτέλους εκπληρωθεί. Ήμασταν κράτος εν κράτει. Πρότυπα και για τους άλλους όπως μας διαβεβαίωναν κάποιοι φίλοι ιερείς του Μητροπολίτη μας, που επισκέπτονταν το πείραμα. Έτσι μας είπαν. Πείραμα και μάλιστα ευλογημένο.

Όλα τα ’χαμε, μα κάτι μας έλειπε.

Και ξαφνικά ένα πρωί ο Σώτος εμφανίστηκε στο καφενείο περιχαρής. Ήταν λίγο μετά την πρωινή προσευχή και με ένα βιβλίο ξεχασμένο από όλους κάθισε ο αγράμματος να διαβάζει:

- …αγάπην δεν μη έχω, ουδέν ειμι…

Έπεσε παγωνιά στο κατάστημα. Σαν αποκάλυψη κοιτάξαμε με μάτια δακρυσμένα ο ένας τον άλλον. Αυτό ήταν. Στήσαμε χορό και ανάψαμε κάρβουνα. Καταμεσής της πλατείας. Ο ένας με τον άλλο χέρι- χέρι και δώσ’ του το καλαματιανό και να σου οι κοπέλες και τα παιδιά πρώτα στο γύρο. Φωνές και γέλια παντού. Και κει που όλα έδειχναν λαμπρή, μια μαύρη φιγούρα με οργή προβάλλει στο μπαλκόνι του μητροπολιτικού μεγάρου κραυγάζοντας:

- Τι κάνετε εκεί;

-Ζούμε, χορεύουμε, γελάμε, ανταμώνουμε με αγάπη, τόλμησε κάποιος να πει.

Αντί για απάντηση ακουστήκαν στριγκλιές και ανατριχιαστικοί κρότοι, ο ουρανός συννέφιασε, ο ήλιος κρύφτηκε, μια σπίθα που έγινε φλόγα άρχισε να βγαίνει από τα χέρια του ζηλωτή. Κάποιοι σταμάτησαν τον χορό, μα ο Σώτος ο αγράμματος φώναξε:

- Αγάπη, ορέ! Αγάπη!

Και σαν από σύνθημα τα κλαρίνα σκέπασαν την όποια αντίδραση. Και μαζί με τον ήχο τους για όποιον το είδε μια μαύρη φιγούρα διαλύθηκε. Το μόνο που έμεινε ήταν το ράσο, που κάποιο πουλάκι το πήρε και το έριξε σαν πέπλο πάνω στο Σώτο, που πρώτος στον χορό κοίταζε με αγάπη τους συνανθρώπους του.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Φουσκωμένα γιορτινά μπαλόνια

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Καμαρωτά-καμαρωτά στεκόντουσαν τα μπαλόνια, χαρούμενα μες την πολυχρωμία τους, δεμένα ακόμα από τον ισχνό ομφάλιο λώρο που σε λίγο θα κοβόταν για να παραδοθούν ελεύθερα περήφανα στο φύσημα τ' αγέρα. Δεν έμοιαζαν μ' εκείνα που γίνονται δρομοδείκτες δεμένα στους κορμούς των δένδρων κατά μήκος του δρόμου, στις πέτρινες μάντρες και στις μπασίες των σπιτιών και στολίζουν τις γιορτές των γενεθλίων. Στα γενέθλια δεσπόζει το θαλασσί, το ροζ και τ' άσπρο ανάλογα με το φύλο το σερνικό, το θηλυκό και τ' άλλο…
Αυτά τα μπαλόνια μου θύμιζαν εκείνα που μου δώριζε η καλή μου νουνά, η Αντωνία, όταν παραμονές γιορτών πήγαινα στο μαγαζί της, που η μια του γωνιά ήταν γεμάτη με παιχνίδια. Είχαν χρώμα ζωηρό απ' όλα τα είδη και τα σχήματα. Και πάντα ήθελα να τα φουσκώνω μόνος μου αλλά δεν τα κατάφερνα, μ' άρεσε να τ' αφήνω ελεύθερα κι εκείνα μου έκαναν παιχνίδια αεριωθούμενα όπως έτρεχαν στην τρελή, θορυβώδη τους πορεία.
Μου θύμιζαν ακόμα κι εκείνα που κρεμάγαμε στο κλαδί από το κυπαρίσσι που έφερνε ο πατέρας μου την παραμονή των Χριστουγέννων και το τοποθετούσαμε στη μεγάλη σερβάντα στο σαλόνι του σπιτιού μας. Ποτέ δεν έκοβε ολόκληρο κυπαρίσσι ο πατέρας μου για χριστουγεννιάτικο δένδρο, τ' άφηνε να μεγαλώσει για να φτιάξει τη στέγη του σπιτιού μας. Για στολίδια βάζαμε πολύχρωμα μπαλόνια και ξασμένα μπαμπάκια πάνω στα κλαδιά για να φαντάζει χιονισμένο. Και τι χαρά όταν τα σπάγαμε τα μπαλόνια, τι φωνές μαζί με το φόβο από το μεγάλο κρότο!

Το προαύλιο του σχολείου μας (του 2ου Γενικού Λυκείου Ζακύνθου) είχε φορέσει τα καλά του εδώ και καιρό. Βάφτηκε, καθαρίστηκε, φωτίστηκε, ως και μια τοματιά έξω από την καντίνα με σπόρο από την περσινή γιορτή είχε προλάβει να κοκκινίσει τους καρπούς της. Οι καρέκλες τοποθετημένες σε ευθείες σειρές στις δυο πλευρές, και ακριβώς απέναντι από τη μεριά των μαθητών δεξιά κι αριστερά από το βήμα τα φουσκωμένα γιορτινά μπαλόνια σε ομαδική διάταξη. Κάθε ομάδα αντιστοιχούσε σε κάθε τμήμα της Γ΄ τάξης του Λυκείου που τώρα αποφοιτούσε. Κάθε μπαλόνι κι ένας απόφοιτος με το δικό του χρώμα, με το δικό του γέμισμα. Δεν είχαν όλα τα μπαλόνια το ίδιο γέμισμα παρόλο που το προσπαθήσαμε. Κανένας δεν μπορεί να είναι ίδιος με τον άλλο, μόνο να μοιάζει μπορεί, σαν τις ομοιότητες των απολυτηρίων των μαθητών που έχουν όμως διαφορετικές βαθμολογίες.
Διαφορετικές καταβολές, διαφορετικά ενδιαφέροντα, διαφορετικά όνειρα, διαφορετικές προσπάθειες, διαφορετικές βαθμολογίες, διαφορετικά χρώματα… Τα γεμίσαμε με τα ευγενή αέρια των συναισθημάτων μας για να μπορούν να σηκωθούν όλο και ψηλότερα και είμαστε σίγουροι, ότι θα το κατορθώσουν εκεί στην ανοδική πορεία της ζωής που ο καθένας θα προσπαθήσει να βρει το δικό του μονοπάτι.

Υπέμειναν καρτερικά, περήφανα ακόμα λίγα λόγια από τους μεγάλους τους διευθυντές, τους δασκάλους, τους γονείς που κέρδιζαν έτσι λίγο χρόνο στο αγκάλιασμά τους. Δεν ήταν σαν τα ταπεινωμένα μπαλόνια των άλλων γιορτών, περίμεναν την ώρα του φτερουγίσματος που θα έφευγαν δίχως γυρισμό μακριά από τα μαθητικά θρανία. Η ορχήστρα καλά προετοιμασμένη και τα εκκολαπτόμενα αηδονάκια τραγουδούσαν «Τα μαθητικά τα χρόνια…». Τα ψαλίδια έκοψαν τον ομφάλιο λώρο κι εκείνα πέταξαν δακρύζοντας τη χαρά της ελευθερίας υπό τον ήχο του «It΄s a wonderful day…» και οπτική εικόνα από τις όμορφες μέρες της σχολικής εκδρομής.

Μια περίεργη μελαγχολία με κυρίεψε. Ποιο δρόμο τους δείξαμε; Μήπως τους δώσαμε μόνο τα μέσα, τα εφόδια δίχως να σηματοδοτήσουμε επαρκώς το δρόμο του καλού; Ποιο το νόημα, το περιεχόμενο της επιτυχίας; Μήπως τους στοιβάξαμε γνώσεις άχρηστες περιττές ή κι επικίνδυνες σ' ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα που τους οδηγεί στην ιδιότυπη επιτυχία του να γίνει κανείς πρίγκιπας για να περιστοιχίζεται από σκλάβους εκεί που όλοι μπορούν να είναι πρίγκιπες; Έχουν άραγε την επίγνωση των ορίων; Δώσαμε σε όλους τις ίδιες ευκαιρίες; Μήπως αποφοιτούν παιδιά με αυξημένα συμπλέγματα ανωτερότητας και κατωτερότητας εκεί που θα έπρεπε να τα παραδίδουμε στην κοινωνία ισορροπημένα; Γιατί να μη νιώσει χαρά κι εκείνος που δεν αγαπά το διάβασμα και τη μελέτη ενώ είναι βέβαιο ότι είναι προικισμένος με άλλα χαρίσματα που κανείς δεν τους έδωσε σημασία;
Μανάδες, πατεράδες, γιαγιάδες, παππούδες φούσκωναν από καμάρι για την επιτυχία των παιδιών τους. Ποιες συμβουλές θα τους δώσουν; Θα τ' αφήσουν ελεύθερα ν' αποφασίσουν για τις μελλοντικές τους σπουδές ή θα τα υποχρεώσουν να πορευθούν σύμφωνα με τα όνειρα και τις παραδοσιακές-επαγγελματικές υποχρεώσεις της οικογένειας;
Τα μπαλόνια ανέβαιναν γιορτινά ένα-ένα, δυο-δυο, αλλά στην πορεία πήρε το καθένα το δικό του ρυθμό για το χορό των ανέμων. Ανεπαίσθητα έγερνα υποκλινόμενος στην οδό των ονείρων ζητώντας άφεση αμαρτιών για όσα δεν καταφέραμε ν' αλλάξουμε στο πέρασμα κι αυτής της σχολικής χρονιάς.

Μήπως θα πρέπει να φουσκώσουμε γιορτινά πολύχρωμα μπαλόνια στην αρχή της νέας χρονιάς και μαζί με τον καθιερωμένο και τυποποιημένο αγιασμό να υποδεχτούμε τους νέους μαθητές μας με περισσότερο συναίσθημα; Καιρός είναι οι οξείες κι αμβλείες γωνίες της σύγχρονης κοινωνίας να παραδοθούν στις στρογγυλεμένες σχέσεις που ακτινοβολούν τα φουσκωμένα γιορτινά μπαλόνια στην καθημερινή γιορτή της ζωής.

1-7-2009

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΕΚ ΠΡΟΘΕΣΕΩΣ (Μετάφραση στα αραβικά: Roni Bou Saba)



من قربان


خِفيةً وأنتَ تُسارِقُ النظرَ إليّ
وأنأسرُ
يَخطِفني نور
ويَسحقُني أرضاً

بروعةْ

ليس لي أملٌ آخرُ
تَصَحَّرتُ
نفسي فُتاتٌ من قربانْ
هنا في قَعرِ الجحيمِ
راحت هباءْ



بانايوتيس كابوديسترياس 11-5-1999
ترجمة: روني بو سابا



Εκ Προθέσεως

Λάθρα που με κρυφοκοιτάζεις
κι εγκλωβίζομαι
μ’ αρπάζει φως
και με συντρίβει χάμου
εξαίσια

άλλη δεν έχω απαντοχή
αποδεντρώθηκα
ψίχουλο η ψυχή μου εκ προθέσεως
στον πάτο εδώ του Άδη
πάει περίπατο.


(11.5.1999. Από το βιβλίο "Έσχατος Φίλος", 2001)
[Το εικαστικό έργο είναι της Ευτυχίας Πεταλά, από τοίχο στην Αίθουσα της Μακεδονικής Εταιρείας ΤΕΧΝΗ στο Κιλκίς]

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Μοντέλα… ζακυνθινής βίας

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Η Ζάκυνθος κατάφερε «πετυχημένη διαφήμιση» από τα μοντέλα που την επισκέφτηκαν, αλλά και τα μοντέλα βίας που ενδημούν στη νοσηρή μας κοινωνία. Πετυχημένη θεωρούν οι ειδικοί τη διαφήμιση που καταφέρνει να εντυπωθεί στο νου μας και είναι εξίσου πετυχημένες οι καλές και οι κακές. Συνηθίσαμε, αλίμονο, στην αρνητική διαφήμιση! Χρήμα να μπαίνει, ανεξάρτητα του πώς και από ποιους, έλεγε ξένος επιχειρηματίας από τους «δολοφόνους» του Λαγανά.
Μοντέλα σε ρόλο κινούμενης γλάστρας παραβρέθηκαν σ' εγκαίνια πεντάστερου ξενοδοχείου που χτίστηκε στην ορεινή Ζάκυνθο. Προηγήθηκε παλιότερα προγραμματισμένος πύρινος βιασμός της πευκόφυτης περιοχής με σκοπό την οικοπεδοποίηση.
-Δεν ήρθες μαζί μας, μου είπε φίλος που ήταν προσκεκλημένος,
να έβλεπες πώς λικνιζόταν το αραχνοϋφαντο φουστανάκι με αποκαλυπτική σχισμή στο πλάι!
- Και τι ωραία μάτια, αφοπλιστικά σε γυμνασμένα κορμιά,
συμπλήρωσε η σύζυγός του, αναφερόμενη στους άντρες μοντέλα…
Δυστυχώς, η επίσκεψή τους στο νησί μας είχε τραγική κατάληξη. Φρόντισαν για τη διασκέδαση και τη φιλοξενία τους τα ζακυνθινά μοντέλα βίας και τρομοκρατίας, που θέλουν να επιβάλουν εδώ και λίγα χρόνια ορισμένοι επιθετικοί νέοι. Τους έστειλαν στο νοσοκομείο κι ευτυχώς που δε χρειάστηκε κάποια σοβαρή επέμβαση. Τότε θα είχαμε και μια άλλη διαφήμιση, εκείνη της ανεπάρκειάς μας στη νοσοκομειακή περίθαλψη.
Είναι οι ίδιοι νέοι που εισβάλλουν στα σχολεία, απειλούν καθηγητές και χαστουκίζουν μαθήτριες. Κάποτε εθεωρείτο ανανδρία να χτυπήσεις γυναίκα…. Είναι οι ίδιοι, που θέλουν να σπέρνουν τον τρόμο στη νεολαία κυρίως της Ζακύνθου αλλά και στους επισκέπτες. Δημιουργούν επεισόδια στις σχολικές εκδρομές, προκαλούν και τραυματίζουν χωρίς λόγο κι αιτία οποιαδήποτε στιγμή του εικοσιτετραώρου, οδηγούν επικίνδυνα κι ο καθένας εύχεται να μη βρεθεί μπροστά τους. Είναι εφοδιασμένοι με σιδηρογροθιές, πιστόλια κι άλλα αιχμηρά κι επικίνδυνα εξαρτήματα για να ικανοποιήσουν τη βουλιμία τους που δεν είναι άλλη από εκείνη της ιδιότυπης επιβολής τους.
Η τάση για επιβολή είναι ανθρώπινο χαρακτηριστικό στον κοινωνικό βίο. Ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τις κλίσεις, την παιδεία, τις ικανότητες ο καθένας επιλέγει το δικό του τρόπο επιβολής. Επιβάλλεται για παράδειγμα ο καλός μαθητής στο σχολείο με την επιμέλειά του, με τις γνώσεις του, με την ευφυΐα του, με την καλή του διαγωγή. Ο κακός μαθητής (που γίνεται τέτοιος, γιατί πιθανόν το εκπαιδευτικό σύστημα δεν του καλλιεργεί τις ιδιαίτερες κλίσεις και τα ενδιαφέροντά του) πολλές φορές επιλέγει την άσχημη συμπεριφορά, την επιθετικότητα, τη βία κι έτσι βγαίνει από την αφάνεια, γίνεται σημαντική αρνητική παρουσία.
Στη δεύτερη περίπτωση ανήκουν άτομα με συναισθηματική στέρηση, με έμφυτη νευρικότητα κι έλλειψη ενδιαφέροντος για την πολιτισμένη ζωή. Οι περισσότεροι αδυνατούν να προσαρμοστούν στο υπάρχον σχολικό περιβάλλον και αποχωρούν ή το κακοποιούν. Δυστυχώς, η πολιτεία αδιαφορεί εκεί που θα έπρεπε να σκύψει με αγάπη και να διοχετεύσει την επιθετικότητα και την αίσθηση του ανικανοποίητου, με ειδική διαπαιδαγώγηση, στην ανάδειξη κρυφών ικανοτήτων και τη δημιουργική απασχόληση.
Αυτές τις ημέρες θ' ακολουθήσουν πολλά γιορταστικά δείπνα από εκείνους που τα παιδιά τους πέτυχαν στις πανελλήνιες εξετάσεις. Θα παραβρεθούμε με τις ευχές μας και τα δώρα μας χωρίς καμιά τύψη για εκείνους που το εκπαιδευτικό σύστημα δεν τους έδωσε την ευκαιρία κάποιας επιτυχίας στα εφηβικά τους χρόνια. Αυτοί γίνονται οι απορριπτέοι της κοινωνίας και τότε φουντώνουν τα συμπλέγματα κατωτερότητας, που οδηγούν στην απομόνωση ή στην επιθετικότητα και τη βία.
Μοντέλα βίας απαντάμε κατά κόρον και στον κόσμο των μεγάλων, εκεί που ο εγωισμός, η φιλαυτία, η απληστία και η δίψα για επιβεβαίωση κι επιβολή κορυφώνεται. Οι πολιτικοί βιάζουν τη δημοκρατία με την αδιαφορία και τα αλλεπάλληλα οικονομικά σκάνδαλα, οι επιχειρηματίες τους εργαζόμενους και τη φύση, οι δημόσιοι λειτουργοί τον κρατικό μηχανισμό, οι κληρικοί την εκκλησία. Κι όλοι μαζί εμείς οι βολεμένοι, τους φτωχούς κι ανήμπορους με την απάθεια, την αδιαφορία και την εκμετάλλευσή τους.
Τέτοια πρότυπα, αλλά με άλλου είδους σιδηρογροθιές, μιμούνται τα νεανικά ζακυνθινά μοντέλα βίας. Η ζακυνθινή κοινωνία, τόσο ανεκτική με την πολιτική, οικονομική και πολιτιστική παραλυσία ζητά αυτές της ημέρες της δημοσιότητας «την κεφαλήν τους επί πίνακι», εκεί που θα έπρεπε πρώτα να αναζητηθεί η θεσμική παρέμβαση του κράτους και της εκκλησίας για μια θεραπευτική προσέγγισή τους.
Η δημοκρατία είναι πολύτιμο-ακριβό πολίτευμα. Στηρίζεται στην ισονομία, την ισότητα, την ανοχή, το σεβασμό και όχι στο φόβο και τη σκληρότητα του νόμου. Μοιάζει με την αντιαυταρχική εκπαίδευση και διαφέρει από την αυταρχική εκπαίδευση και το δικτατορικό πολίτευμα που θεσπίζει σκληρούς κι αυθαίρετους απαγορευτικούς νόμους. Η δημοκρατία αγκαλιάζει τους ιδιόρρυθμους για να τους ενσωματώσει στους ρυθμούς της ομαλής κοινωνική ζωής, αλλ' αυτό απαιτεί κατάθεση ψυχής, φαντασία και χρήματα. Η δημοκρατία απαιτεί την επιβολή των νόμων χωρίς εξαιρέσεις και το κοινωνικό συμφέρον πρέπει να μπαίνει πάντα πιο πάνω από το ατομικό και το οικογενειακό.
Η δημοκρατία που βιώνουμε είναι μία ξεπεσμένη μορφή λαβωμένη, πληγωμένη και καταποντισμένη στο κατώτερο βάθρο της ασέβειας και της αναισχυντίας. Σε ένα τέτοιο πολιτικό κλίμα είναι πολύ επικίνδυνο τα μοντέλα βίας να χρησιμοποιηθούν από ακραίες «πολιτικές» ή τρομοκρατικές οργανώσεις για τη διάλυση της κοινωνίας. Επιβάλλεται να δοθεί άμεσα λύση στο κλίμα βίας και τρομοκρατίας που παρουσιάζεται στη Ζάκυνθο.
Έτσι θα μπορούν και στο μέλλον να έρχονται με ασφάλεια και να λικνίζονται και τα άλλα μοντέλα, (οι star της εξωτερικής επίπλαστης ομορφιάς) για την τέρψη του λάγνου βλέμματός μας, μιας κι ελάχιστα δείγματα πολιτισμένης ζωής καλλιεργούμε σε σχέση με εκείνη των πρωτόγονων ενστίκτων κι ορμών μας.
25-6-2009

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ (διήγημα)


Σαν μακριά γαϊδούρα σε διάταξη που άλλο ο πρώτος δεν μπορεί να σταθεί. Απέναντι από την στεριά. Ανάμεσα στα ρεύματα που έρχονται από τον βορρά και μόνο δίχως ζωές και δίχως κανέναν να νοιάζεται για την τύχη του. Ένα έρημο νησί καταμεσής της ιστορίας που μοιάζει τόσο παλιά. Εγώ το πρόλαβα με ανάσες. Το πρόλαβα την εποχή που λίγο κοντά να καλάριζες ένοιωθες τις κραυγές και τα αναφιλητά να μπερδεύονται με τη φωνή των κυμάτων. Και κείνα ακατάπαυστα χτύπαγαν το μόνο ορμίσκο που επέτρεπε την αποβίβαση. Ένας βράχος ξερός και άγονος. Δίχως νερό και δίχως έλεος. Τόπος μαρτυρίου λοιπόν και όχι νήσος. Έτσι όπως σας λέγω. Το μακρύ νησί – έτσι το έλεγαν - δεν ήταν γεωγραφία αλλά τρόπος σπαρμένος στην θάλασσα. Ήταν ένας εφιάλτης που καθένας που έμπαινε μέσα του άφηνε πίσω τον άνθρωπο και την λογική. Ακόμη και η εκκλησία στο βράχο ήτανε ξέσκεπη και μέσα στο ιερό βόσκαγε τράγος κατάμαυρος και αγριεμένος. Τα δύο τρία κτίρια αφημένα στην γροθιά του ανέμου έδειχναν πέτρες πελεκημένες με δάκρυα και ενωμένες με τον πόνο που μόνο η βία γεννά. Από τη μία έλεγες να κλείσω τα μάτια και τις αισθήσεις όλες, να δεθώ στο ιστίο με σκοινιά και κόμπους άλυτους και να φύγω. Και από την άλλη κάτι σε τραβούσε κοντύτερα να δεις και να ακούσεις, να είσαι μάρτυρας μιας ακόμη αλλόκοτης εξιστόρησης. Όταν ξυπνήσω, έλεγα, θα μπορώ να περιγράψω τον κάματο του ύπνου. Από την άλλη γιατί; Δεν ήταν δική μου δουλειά να εμπλακώ με τις ζωές των παράλογων. Έτσι τους έλεγαν τους κατοίκους αφού μικρόνοοι τσακωμοί δύο αδελφιών οδήγησαν σε τούτο το έκτρωμα. Και ενώ έχω ταξιδέψει στα πέρατα της οικουμένης και έχω δει παράξενα, πρώτη φορά τόσο αποκαρδιωτικά αντίκρισα την ανθρώπινη ματαιότητα, αφού τίποτα μα τίποτα δεν συναινούσε σε όποια θετική δημιουργία. Εδώ ήταν η πλήρης αποδόμηση. Σαν να είχαν βαλθεί να χτίσουν το χάος σε τούτο το έρημο μακρύ νησί. Ακόμη και ο Θεός, παρότι Χριστός, δεν έμοιαζε με τον γλυκό και ερωτικό που ήξερα από τον κόσμο μου. Όλα αμφισβητούσαν εκείνα που ξέραμε.

- Καπετάνιε, σταμάτα να ονειρεύεσαι και ξεφόρτωνε. Μου φώναξε ένας ένστολος ραβδούχος με μάτια ξερά από συναίσθημα.

- Τελειώνω, του είπα και έκανα με κλεφτές ματιές να ικανοποιήσω την σκέψη μου. Τι ήταν εκεί; Φυλακή, άσυλο, νοσοκομείο ανιάτων καταστάσεων, λεπροκομείο, ψυχιατρείο, ή απλά σχολείο αναμόρφωσης και ανάπλασης συνειδήσεων, όπως έγραφε μια μικρή ταμπελίτσα που δέσποζε στο μπλοκ των αποδείξεων, που μου ετοίμαζε ο ένστολος. Όπως και να είχε, εμένα η δουλειά μου ήταν να ξεφορτώσω ανθρώπινες προμήθειες, να κάτσω μια νύχτα και την επομένη το πρωί να φύγω για την απέναντι ακτή.

Δεν πρόλαβα να αποτυπώσω την ρότα της σχέσης μου με κείνη την πνιγηρή ατμόσφαιρα και η ματιά μου εστίασε σε κάποιες σκηνές από όπου πρόβαλαν κάτι φιγούρες αδύνατες και ταλαιπωρημένες. Φορούσαν και αυτοί ρούχα φαντάρου αλλά παλιά και σκισμένα. Ένας άλλος ραβδούχος τούς έσπρωξε με μίσος και κείνοι έφτασαν τρέχοντας στην προβλήτα. Κάποιος με κοίταξε με απόγνωση και το χαμόγελο της απελπισίας, αν όχι της τρέλας, πρόβαλε στο άνοιγμα των χειλιών του.

- Υπάρχει ακόμη κόσμος; Μου ψιθύρισε σκύβοντας να φορτωθεί το σακί με το αλεύρι.

- Ζει και βασιλεύει, του απάντησα και τότε πρόσεξα μια σταγόνα κόκκινη που έπεσε από το μανίκι του πάνω στο καλογυαλισμένο κατάστρωμα. Έμεινα άλαλος. Ο άνθρωπος τούτος αιμορραγούσε και όμως αντίδραση δεν εκδηλωνόταν από κανένα. Έπιασα το σακί και του έγνεψα να κάτσει. Τι το ήθελα. Η ραβδιά λίγο έλειψε να με κάνει και μένα κόκκινο.

- Σήκω το, ρε κάθαρμα, φώναξε ο κατά πώς φαινόταν υπεύθυνος, και παράλληλα με κοίταξε με κείνο το βλέμμα που είχε ο Τάσος ο κρεοπώλης την ώρα πριν σφάξει την Κανέλα τη γελάδα του και την περάσει στο τσιγκέλι προς πώληση. Κατάλαβα και συμμορφώθηκα προς τας υποδείξεις. Είχα να κάνω με τους δύστυχους και τους ελεεινούς. Δυο ομάδες, που όπως εκ των υστέρων ενημερώθηκα, αποτελούσαν δύο στρατούς που μετά από χρόνια κοινού πολέμου, αποφάσισαν να συνεχίσουν την εξαφάνιση κάθε τι ζωντανού. Με την ακρίβεια ήταν νικητές και ηττημένοι ενός εμφύλιου πολέμου μεταξύ δύο αδελφιών, του Πλούτωνα και του Ζώη που μαλλιοτραβήχτηκαν κάποια φορά γιατί ο ένας λέει κοιτούσε τη δύση και ο άλλος περίμενε από την ανατολή την καλύτερη μέρα. Ο νικητής ήταν ο Πλούτωνας και χωρίς να μάθουμε ποτέ πώς θα ήταν το μέλλον με τη νίκη του Ζώη, το σήμερα που ζούσαν όλοι μα όλοι ανεξαιρέτως στη νήσο τούτη έμοιαζε με κολαστήριο.

Μετά την αποβίβαση των εφοδίων και σκηνές απείρου κάλλους, που έβλεπες τον εκπρόσωπο της αναμόρφωσης -έτσι καλείτο η προσπάθεια μετανόησης των αντιπάλων- να βαράει αλύπητα τούς ασθμαίνοντες αχθοφόρους, πάτησα πόδι στην ακτή. Έλαβα την απόδειξη και έκανα να ανεβαίνω μια μεγάλη ανηφόρα για να σφραγίσω στο διοικητήριο – έτσι έλεγαν το κεντρικό κτίριο - το αποδεικτικό της δικής μου δουλειάς. Ήταν ένα πέτρινο μονοπάτι με εμφανή τα σημάδια από ανθρώπινη κακομεταχείριση. Αίματα ξεραμένα, εμετοί, κόπρανα, μύριζε ούρα και μαρτυρούσε κραυγές που κρύβονταν στον απόηχό τους όταν η ανθρώπινη λαλιά αδυνατούσε να μεταφέρει στο άπειρο τον πόνο της. Εκεί λέει γινόταν η πρώτη αναμόρφωση. Αποβιβάζονταν ο εξόριστος και έπρεπε να διαβεί την ανηφόρα μέχρι το διοικητήριο, ανάμεσα σε μια ατελείωτη αψίδα από όρθια ραβδιά που οι κάτοχοί τους τα λίκνιζαν ρυθμικά και θριαμβικά σε ήχους απίστευτης φαντασίας βρισιών. Σε αυτές δέσποζε η απούσα μάννα και όλο το σόι των άτυχων. Οι ηττημένοι, όσο και παλικάρια να ήταν, δεν κατάφερναν να φτάσουν στο τέλος του δρόμου και ανάλογα με το πού έπεφταν κατατάσσονταν και σε αντίστοιχο τάγμα ανεπιθυμήτων. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις πήγαιναν στο σύρμα. Μια κατάξερη κορυφή του βράχου με συρματόπλεγμα γύρω από εγκαταλελειμμένες φιγούρες που σε τίποτα δεν θύμιζαν πια τα λίγα τους χρόνια. Σε όλο το απίστευτο μέρος έβλεπες μικρές ηλικίες μέχρι τριάντα χρονών ανθρώπους που σίγουρα θα ήταν καλοί οικογενειάρχες, καλοί μαστόροι, καλοί επιστήμονες, καλοί άνθρωποι, αν άφηνες τον χρόνο να σημάνει μια περασμένη για αυτούς εποχή. Μα τώρα ήταν ερείπια. Όπως και δίπλα στο μοναδικό κτήριο. Ερείπια μιας ανθρώπινης ανάμνησης. Πεταμένα σκουπίδια πάσης φύσεως. Πηλήκια, στολές, μπότες, κάπου κάπου και κάποιο κόκαλο σπασμένο και παραμορφωμένο, μεγάλο και ίσως από ζώο στο μέγεθος του ανθρώπου. Δεν είμαι σίγουρος, γιατί είδα μετά στην χαράδρα πολλά ανθρώπινα και η σύγκριση μεταξύ τους δεν μου άφησε βεβαιότητες. Μα τι γινόταν επιτέλους εκεί; Δεν τόλμησα να ρωτήσω, άρχισα όμως να νοιώθω την απάντηση. Μια μαζική εκδίκηση κάποιων σε κάποιους άλλους που πίστευαν διαφορετικές εκδοχές της συλλογικής ζωής. Και πάλι δεν ήμουν βέβαιος, γιατί είχα συνηθίσει στα μέρη μου να διαφωνούμε για τα περισσότερα αλλά ποτέ κανείς δεν διανοήθηκε να σκοτώσει τον άλλο επειδή έλεγε τα πράγματα με τον δικό του τρόπο. Εμείς είχαμε μάθει να ψηφίζουμε και ανάλογα με το πού έκλινε η γνώμη των πολλών, εκεί καταλήγαμε. Ήταν ο δικός μας τρόπος να λύνουμε τις διαφορές μας. Εδώ μιλούσαν για πλειοψηφία αλλά κάποιοι θεωρούσαν ότι είχαν διπλό και τριπλό δικαίωμα. Έτσι οι λίγοι αναμόρφωναν τους περισσότερους για το τι είναι σωστό και το τι είναι λάθος. Τους μάζευαν στο θέατρο των βράχων και εκεί με περισσή βλακεία μίλαγαν για την αξία της δημοκρατίας, την αξία των παραδόσεων, τους έβγαζαν λόγους για την ηθική, για τον πολιτισμό, για την πατρίδα, για την αλύτρωτη πλάνη τους. Και όσοι δεν αναγνώριζαν εμπράκτως το ατόπημά τους τούς πήγαιναν άλλοτε με συντροφιά μια γάτα για μπάνιο, μέσα σε ένα τσουβάλι στη θάλασσα και άλλοτε με περισσή φροντίδα για πτήση στο πίσω μέρος του βράχου που όλα γίνονται ένα με την κραυγή. Κάποτε τους επέβαλαν μια ατελείωτη ορθοστασία, και μετά τους χτύπαγαν για ώρα στις πατούσες μέχρι το αίμα να γίνει πηχτό και το δέρμα να κολλήσει με το υλικό των υποδημάτων. Κάθε πρωί, όπως φαίνεται, τους μάζευαν όλους σε μια αλάνα και εκεί, μετά από ένα θριαμβικό προσκλητήριο, διάβαζαν τα ονόματα ένα - ένα των εναπομεινάντων στην ζωή. Γιατί, όπως μου εκμυστηρεύτηκε κάποιος ραβδούχος, είχαν φυσικές απώλειες, μιας και το σχέδιο της ανάπλασης είχε τις δυσκολίες του. Με το που άκουγες το όνομά σου έπρεπε να πεις παρών και να απαντήσεις με όλη την δύναμή σου στο ερώτημα: υπογράφεις δήλωση μετανοίας; Αν έλεγες ναι, τότε ξεχώριζες από το σύνολο. Αμέσως σε υποδέχονταν η πατρική αγκαλιά των επικεφαλής ραβδούχων. Σε πήγαινε στο διοικητήριο όπου υπέγραφες και το επίσημο έγγραφο μετανοίας. Μετά σε έντυναν με την στολή του ραβδούχου και το απόγευμα με ιδιαίτερα πομπώδες ύφος όφειλες να εξηγήσεις και στους υπόλοιπους αμετανόητους την απόφασή σου. Κατόπιν συμμετείχες στο σχέδιο αναμόρφωσης εμπράκτως. Με το δικό σου πλέον ραβδί χτύπαγες τους φίλους σου και σιγά - σιγά μάθαινες να βλαστημάς και να υποχρεώνεις στις ορέξεις σου και τους άλλους. Μετά από μια περίοδο προσαρμογής ήσουν έτοιμος για την επιστροφή στην απέναντι ακτή και την συμμετοχή σου στην εθνική παλιγγενεσία.

- Μα τότε γιατί δεν υπογράφουν όλοι; Ρώτησα κάποιον από τους μετανοήσαντες και άρα ελεύθερους που μετέφερα την επόμενη με το καραβάκι μου.

- Κοίτα, καπετάνιο, εγώ δεν άντεξα, μού είπε. Άλλοι όμως έχουν περισσότερη δύναμη και βαρύτερο φιλότιμο. Εγώ αναγκάστηκα και ξυλοφόρτωσα τον αδελφό μου. Ήμασταν δύο χρόνια στην ίδια σκηνή. Το έκανα για να ζήσω. Αν έμενα εκεί ή θα τρελαινόμουνα ή θα είχα αυτοκτονήσει ή θα με είχαν σκοτώσει. Ήθελα να ζήσω.

- Μα ακόμη και αυτοί που επιμένουν θέλουν να ζήσουν, τού είπα.

- Ίσως, μου απάντησε. Μα σίγουρα με τον δικό τους τρόπο.

- Και ποιος είναι αυτός;

Αντί όμως να μου απαντήσει κοίταζε το μακρύ νησί που ξεμάκραινε στον ορίζοντα. Τα μάτια του έγιναν κόκκινα και το αναφιλητό σκέπασε την όποια απάντηση. Τον άφησα να κλάψει ήσυχα. Ξεδίπλωσα το πανί και ένας ούριος άνεμος μάς έφερε κοντά στην ακτή.

-Από πού έρχεσαι; μου φώναξε ένα παιδί του λιμανιού.

- Από απέναντι, του απάντησα.

- Από την κόλαση! έσκουξε και ένα γέλιο τρέλας γέμισε τον αέρα.

Δεν είχε και άδικο. Πώς να ξεχάσω τη συνάντηση με τον ξυρισμένο παπά, που με τα ίδια μου τα μάτια τον είδα στο σύρμα να κάθεται σε στάση οκλαδόν μετρώντας με το χέρι του τους κόμπους από ένα κορδόνι; Πόσες και πόσες φορές είχε αρνηθεί να κάνει δήλωση αν και όλοι ξέρανε ότι κατά τύχη πικρή ήταν εκεί. Με αυτόν είχα πει μια κουβέντα όταν κατέβηκε για αγγαρεία στην προβλήτα.

- Γιατί είσαι εδώ; Τον είχα ρωτήσει.

- Εδώ είναι το ποίμνιό μου, μού είχε πει ξερά.

Από τότε δεν ξαναπήγα αγώγι απέναντι. Το απέφευγα συνειδητά αν και είχα ανάγκη από λεφτά. Δεν το μπορούσα. Ακόμη και από το κατάλυμά μου στο λιμάνι, όποτε έβλεπα φώτα προς τα εκεί, νόμιζα ότι άκουγα φωνές και μύριζα καμένη σάρκα. Κόντεψε να μου γίνει εμμονή αλλά ευτυχώς γρήγορα έφυγα για τόπους άλλους που τέτοιες ιστορίες φαντάζουν πολύ μακρινές και εξωπραγματικές.


----------------------------------------------
Ο Δημήτρης Γ. Μαγριπλής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και από το 2000 κατοικεί στην όμορφη Κυπαρισσία του Νότου. Είναι Διδάκτορας της Κοινωνιολογίας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το ψευδώνυμο Φώτης Αδάμης και τη συλλογή διηγημάτων: "Μαθήματα Κηπουρικής" από τις εκδόσεις Σοκόλη – Κουλεδάκη το 2007. "Το νησί του Μυστηρίου" εντάσσεται στη νέα, ανέκδοτη προς το παρόν, συλλογή διηγημάτων του, "Κρυφές Ενοχές".
Related Posts with Thumbnails