© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ΠΑΣΧΑ ΡΩΜΕΪΚΟ

Ο μπάρμπα-Πύπης, γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργα, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, εσυνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως μετά των φίλων, και ήτο στωμύλος και διηγείτο πολλά κ' εμειδία προς αυτούς.

Όταν εμειδία ο μπάρμπα-Πύπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ' εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κ' επικληνής προς το ους, όλα παρ' αυτώ εμειδίων.

Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Κερκύρα· όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται δια την προτίμησιν την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Κέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν η εφτακρατόρισσα της Αούστριας. Ενθυμείτο αμυδρώς τον Μουστοξύδιν, μα δότο, δοτίσσιμο κε ταλέντο! Είχε γνωρίσει καλώς τον Μάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Κερκύρας Αθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιορπιέρρο, κε γκράν φιλόζοφο! Το τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Βράϊλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται οι Άγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter).

Είχε γνωρίσει επίσης τον Σόλωμο (κε ποέτα!), του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:

Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη
πού εκρουβόταν για μας λευτεριά;
Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι' ανάφτει
και σκορπιέται σε κάθε μεριά.

Ο μπάρμπα-Πύπης έλειπεν υπέρ τα είκοσιν έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Είχε γυρίσει κόσμον κ' έκαμεν εργασίας πολλάς. Έστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον έκτεσι, διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Εμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και τη τιμιότητα. Απετροπιάζετο τους φαύλους.

«Ιλ τραδιτόρε νον α κομπασσιόν» -ο απατεώνας δεν έχει λύπησι. Ενίοτε πάλι εμαλάττετο κ' εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνας ατελείας. «Ουδ' η γης αναμάρτητος -άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκάμπιλε.» Και ύστερον, αφ' ου η γη δεν είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Όταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκάμπιλε, αλλά ινφαλίμπιλε, δεν ήθελε ν' αναγνωρίσει την διαφοράν.

Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Τας δύο ή τρεις προσευχάς, ας είξευρεν τας είξευρεν ελληνιστί. «Τα πατερμά του είξευρε ρωμέϊκα». Έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος κύριος Σαβαώθ... ως ενάντιος υψίστοις». Όταν με ερώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο, το ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρας υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος... ως ενάντιος υψίστοις!»

Εν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν' ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Άγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν' ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου...

Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 188... περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ' Αθηνών είς Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ανατείλει ακόμη η σελήνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν' αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήτο ίσως πτωχός, δεν θα είχε 50 λεπτά δια να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κ' έκαμνεν οικονομίαν.

Αλλ' όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ήτο ευλαβής και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ' έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν' ακούη την Ανάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην Εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί, και μετά την απόλυσιν ν' αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας.

Ήτο ο μπάρμπα-Πύπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις τον Πειραιά διά ν' ακούση το Χριστός Ανέστη εις τον ναόν του του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέϊκο κ' ευφρανθή η ψυχή του.

Και όμως ήτο... δυτικός!

Ο μπάρμπα-Πύπης, Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός. Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της Ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του,όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α' «είχε μεταλάβει ρωμέϊκα» όταν εκινδύνευσε ν' αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς, του έλεγε τις: «Διατί δεν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πύπη;» η απάντησίς του ήτο ότι άπαξ εβαπτίσθη και ότι ευρέθη εκεί.

Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους Ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απονεμομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εβδομάδα του Ποντίφηκος· τα λοιπά είναι αδιάφορα.

Ο μπάρμπα-Πύπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον ΄Αγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il santo Spiridion ha fatto questo caso), ότε ο Άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού, κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπάρμπα-Πύπης ποτέ δεν θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους.

Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις την χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν' ανάψη κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ' ολίγον ν' αναπαυθή. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν μιας μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά την μεσημβρινήν γωνίαν, κ' εκεί εκάθησεν επί των χόρτων, αφού επέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Έβγαλεν από την τσέπην την σιγαροθήκην του, ήναψεν σιγαρέττον κ' εκάπνιζεν ηδονικώς.

Εκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου.

Εκείνην την στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ' ανέτελλε μετ' ολίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσαν εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.

Ο μπάρμπα-Πύπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε την χείρα προς τον άγνωστον κ' έκραξεν εναγωνίως. -Φίλος! Καλός! μη ρίχνεις...

Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, άλλά δεν επανέφερεν το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν.ουδέ καταβίβασε την σκανδάλην.

-Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.

-Τι θέλω; επανέναβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Κάθουμαι να φουμάρο το τσιγάρο μου.

-Και δεν πας αλλού να το φουμάρης,ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπο, ρε, να φουμάρης το τσιγάρο σου!

-Και γιατί; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Τι σας έβλαψα;

-Δεν ξέρω 'γω απ' αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης· εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι' άλλα πράμματα μέσα. Μόνον κόττες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Εγελάστηκες.

Ήτο πρόδηλον ότι είχεν εκλάβει τον γηραιόν φίλον μου ως ορνιθοκλόπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τάς όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίσθη με την καραβίναν του.

Ο μπάρμπα-Πύπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.

-Συ εγελάστηκες, απήντησεν· εγώ κόττες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι· εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν' ακούσω Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα.

Ο χωρικός εκάγχασε.

-Στον Πειραιά; στον Αϊ-Σπυρίδωνα; κι' από πού έρχεσαι;

-Απ' την Αθήνα.

-Απ' την Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίαις, ν' ακούσης Ανάσταση;

-Έχει εκκλησίαις, μα εγώ τώχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Πύπης.

Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.

-Να φχαριστάς, καϋμένε...

Και τότε μόνον κατεβίβασε την σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.

-Να φχαριστάς καϋμένε, την ημέρα που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν τώχα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα!

Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο να απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.

-Κάνεις άδικα και συχωρεμένος νάσαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ' ευχαριστώ ως τόσο που δε μ' ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε.., δεν κάνεις καλά να με παίρνεις για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης, κ' επήγαινα, σου λέω στον Πειραιά.

-Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε...

Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κ' έγινεν άφαντος.

Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του.

Το συμβεβηκός τούτο δεν ημπόδισε τον μπάρμπα-Πύπην να εξακολουθή κατ' έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνει πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμει Πάσχα ρωμέϊκο.

Εφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω εκτός του Άστεως το Άγιον Πάσχα.

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

Σπύρου Καρυδάκη, Ο ΓΑΛΗΝΟΣ ΣΤΟ ΟΑΚΑ (διήγημα)

ΝΙΟΝΙΟΣ: Έρρωσο, δαιμονιοτάτη Κατίνα! Έχαψα τόσα αρχαία κείμενα λόγω της ιδέας σας να μιμηθούμε τον «Ανάχαρσι» του Λουκιανού και να μιλήσουμε για το νόημα του αρχαίου αθλητισμού, ώστε μ' έχει πιάσει ένα είδος ελληνοπαθολογικού παραληρήματος. Πώς σκαρφιστήκατε αυτό το παιχνίδι;
KATINA: Διάβασα στα «NEA» το κείμενο του κ. Κούρτοβικ για τις σκοτεινές πλευρές του αθλητισμού. Στο βουρκερό πέλαγος της ματαιόλογης θριαμβολογίας και του κουτσομπολισμού, ήταν ένας πλωτός παράδεισος.
N.: Έτσι είναι πάντα καθετί παραδείσιο, ένα πλωτό νησάκι που ταξιδεύει μες στις φλόγες της κόλασης θερμαινόμενο και μηδέποτε καιόμενο.
K.: Λοιπόν, ο μέγας Γαληνός υποστηρίζει ότι η τέλεια άθληση είναι αυτή που κάνει ο «εργάτης των κατά φύση έργων». Υπενθυμίζει ότι οι καθημερινές εργασίες στάθηκαν οι απαρχές όλων των αθλημάτων. H διαδικασία μετάβασης από τον καταναγκασμό κάθε εργασίας στην ελευθερία του αντίστοιχου αθλήματος, που εκγυμνάζει συγκεκριμένα μέλη του σώματος, σε πρώτη φάση έχει σκοπό να μας κάνει ικανότερους για δουλειά, αλλά κατόπιν επιτηδειότερους σε όλες τις λειτουργίες της πόλης, από τον πόλεμο μέχρι τη γιορτή. Έτσι - συμβουλεύει ο μεγάλος εκείνος γιατρός - το καλύτερο για έναν νέο είναι
«να κωπηλατεί, να σκάβει, να θερίζει, να ακοντίζει, να τρέχει και να πηδάει, να οπλομαχεί, να σχίζει ξύλα, να κουβαλάει πράγματα, να εκτελεί γεωργικές εργασίες».
N.: Δεν νομίζω ότι θα ενθουσιάζονταν μ' αυτά οι συνομήλικοί μας.
K.: Ούτε στους τότε άρεσαν, γι' αυτό τους αναλύει ότι τουλάχιστον πρέπει να γυμνάζονται με σκοπό την υγιεινή κι όχι το κυνήγι επάθλων. Ο Φιλόστρατος εξηγεί ότι ο αθλητισμός χάλασε λόγω του επαγγελματισμού, που προέκυψε από την υπερβολική δόξα των νικητών και τη συνακόλουθη υποστήριξη των πόλεων. Οι αθλητές έγιναν «αστράτευτοι από μάχιμοι, αργοί από ενεργοί, πολυκρέατοι από σπαθάτοι». Με την πολυφαγία, που είχε σκοπό να αναπτύξουν οι γυμναζόμενοι τον μέγιστο δυνατό μυϊκό όγκο, προσπάθεια στην οποία ήρθε αρωγός η ιατρική, «εξενευρίσθη τα στάδια», δηλαδή ο αθλητισμός έγινε μέθοδος παραγωγής άνευρων θρεφταριών.
N.: Και τότε τα ίδια, λοιπόν: χορηγούμενοι υπεραθλητές, βλαπτικά συμπληρώματα διατροφής, ταυρόμορφοι άνευροι...
K.: H κατάληξη, κατά τον Φιλόστρατο, είναι κυριαρχία του χρήματος, πωλήσεις νικών, εκγύμναση μόνο των πρωταθλητών από τους γυμναστές με σκοπό το κέρδος, πράγμα που εθεωρείτο ύβρις. Επίσης, κατά τον Γαληνό, τον Ορειβάσιο κι άλλους γιατρούς, οι γυμναστές και οι πόλεις καταστρέφουν τους εφήβους γυμνάζοντάς τους σαν να ήσαν ώριμοι άνδρες, παράκαιρα και υπερβολικά: τα σώματά τους «σκληραίνουν πρόωρα και παραμορφώνονται». Οι γυμναστές, «όπως και οι κακοί δάσκαλοι, στερούν από τα παιδιά το νεοτήσιον σκίρτημα» μαθαίνοντάς τους «την αργία, την νωθρότητα» της μονοασχολίας.
N.: Αν σας άκουγαν όλοι αυτοί που ανεβάζουν στα ουράνια άγουρους εφήβους, κορίτσια κι αγόρια με τα κορμάκια τους στρεβλωμένα από ενόργανη, από βαρέα αθλήματα...
K.: Ο Γαληνός, σαν γνήσιος Έλληνας, δεν ξεχνάει ότι ένας από τους σκοπούς του αθλητισμού είναι το σωματικό κάλλος των νέων. Όμως, προσθέτει, πρέπει να υπάρχει «αντιστοιχία γύμνασης και σκοπού των διαφόρων μελών του σώματος», αφού κάθε μέλος είναι «τέλεια προορισμένο» για μια συγκεκριμένη χρήση και δεν πρέπει να παραμορφώνεται από μονόπλευρη άθληση.
N.: Ώστε έχει δίκιο ο Κούρτοβικ που πηγαίνει κόντρα στην αισθητική MME και κοινού, μη βλέποντας καμιά ομορφιά στους υπεραθλητές, γυναίκες κι άνδρες.
K.: Οι αρχαίοι γιατροί βασίζονται στα αποφθέγματα του Ιπποκράτη: «Στους αθλούμενους, η άκρα ευεξία είναι βλαπτική» και «Δεν υπάρχει κατά φύση αθλητική προδιάθεση, γι' αυτό οι υγιεινές συνήθειες (κατά την άθληση) είναι το σπουδαιότερο». Για τον Γαληνό αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αθλούμαστε όχι αποβλέποντας στη νίκη επί των αντιπάλων αλλά στη βελτίωση της υγείας. Ο Λουκιανός προσθέτει ότι η μόνη χρησιμότητα των επάθλων είναι να βλέπουν οι νέοι τους νικητές και να μη φοβούνται πόνους και κόπους σε περίπτωση πολέμου, ενώ σε καιρό ειρήνης να πολιτεύονται καλώς. Κι αυτό όχι σαν καταναγκασμό αλλά με βάση την ελευθερία, την ανθρώπινη ευδαιμονία και τη χαρά που προσφέρει η γιορτή των αγώνων.
N.: Εδώ μάλλον βασίστηκε ο Χέγκελ για να γράψει τον μεγάλο λόγο ότι οι αρχαίοι αγώνες εξέφραζαν την άρνηση της αναγκαιότητας και της σοβαρότητας κι ότι έτσι, μέσω της ελευθερίας, ο άνθρωπος πρωτομεταμορφώνει το σώμα του σε όργανο του στοχασμού.
K.: Ίσως. Ας θυμηθούμε επίσης τον Δίωνα Χρυσόστομο, που αντιπαραθέτει στον ωραίο μα αυτάρεσκο κι άχρηστο Πατροκλή τον ιδανικό αθλητή και ενεργό πολίτη Μελαγκόμα. Κι ο Πλάτων μιλάει στην «Πολιτεία» κι αλλού για υπερβολική άθληση: «Προκαλεί ζημιές στην οικονομία, στον πόλεμο και στους θεσμούς της πόλης, μα το χειρότερο είναι πως στέκεται αρνητική στη μάθηση, στη γνώση και στη μελέτη». Για όλ' αυτά ο Γαληνός συμπεραίνει ότι ο αθλητισμός που έχει μόνο σκοπό «την καταβολή του αντιπάλου» είναι άχρηστος για τις «κατά φύση» ανθρώπινες ενέργειες, αφού οι αθλούμενοι γίνονται
«αναίσθητοι, δυσκίνητοι και τελείως απόπληκτοι λόγω του παρά φύση όγκου».
N.: Τα ίδια και τότε όπως τώρα. Λοιπόν, τι να κάνουμε εμείς που γυμναζόμαστε, που λατρεύουμε τον αθλητισμό και θαυμάζουμε τους αθλητές; Δεν είναι ανθρώπινο ν' αγαπάς τ' ανθρώπινα;
K.: Είναι. Κι εγώ, περνώντας από τα δημόσια γυμναστήρια κολλάω το πρόσωπό μου στα κάγκελα και θαυμάζω τα αθλούμενα κορίτσια κι αγόρια. Είναι όλα τόσο όμορφα, έχουν τέτοια λάμψη στα μάτια ώστε ξεχνώ πως ταΐζουμε τα κορμιά και τις ψυχές τους με δηλητήρια, πως εκείνο το τόσο υπέροχα ειπωμένο νεοτήσιο σκίρτημά τους γρήγορα θα τσαλακωθεί από το βαμπιρικό σχολείο, την καριερολαγνεία, το χρήμα. Είδαμε όλοι ότι οι μεγάλες διοργανώσεις είναι μια αδιάντροπη φιέστα της εξουσίας και του χρήματος, το οποίο αυτογκαστρώνεται και γεννοβολάει πάνω στις σάρκες και τα κόκαλα των αθώων παιδιών που θέλουν να γίνουν αστέρες. Αλλά ποιος φίλαθλος αγνοεί πως οι δήθεν απαγορευμένες ουσίες πωλούνται στα μαγαζάκια κάθε γειτονιάς, αυτά με τα συμπληρώματα διατροφής για γυμναζόμενα πιτσιρίκια, πως πρωταθλητισμός δίχως ντόπα δεν γίνεται και πως οι αγνοούντες φαρισαίοι της ΔΟΕ, υπουργοί, παράγοντες, δεν είναι παρά μικροϋπάλληλοι των «χορηγών»; Αν εγώ κι εσείς ήμασταν λαός κι όχι τυφλή μάζα, τότε θα είχαμε κυβέρνηση κι αντιπολίτευση που θα διακήρυσσαν: H Ελλάδα, γενέτειρα του αθλητισμού και του ανθρωπισμού, φωνάζει: Όχι άλλο Ολυμπιακοί Αγώνες. Όχι άλλο ξεπούλημα του αθλητισμού στους οικονομικούς κολοσσούς. Όχι άλλο επαγγελματικός αθλητισμός και υπεραθλητές. H Ελλάδα δεν ξανασυμμετέχει σε μεγάλους αγώνες, δεν ξαναδίνει την Ολυμπιακή Φλόγα. Θα καταργήσει στο έδαφός της τον επαγγελματικό αθλητισμό και θα χτίσει δημόσια γυμναστήρια για όλους, σε κάθε γειτονιά. «Για τον αγώνα που δεν έχει σκοπό τα έπαθλα», όπως έγραψε ελληνοπρεπέστατα ένας Σύριος, ο Λουκιανός ο Σαμοσατέας,
«αλλά την ανθρώπινη ευδαιμονία, την προσωπική ελευθερία του καθενός και την κοινή της πατρίδας, τον πλούτο, τη δόξα και την απόλαυση των γιορτών».
N.: Αχ, μιλάς γι' άλλους ανθρώπους κι άλλες Ελλάδες... Δες όμως πόσο μικρόψυχοι είμαστε όλοι! Αλίμονο, δεν μας αξίζουν τα Ηλύσια, μα οι σκοτεινές μασέλες του Καιάδα.

[Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 24.8.2004]

Σπύρου Καρυδάκη, Ο ΜΟΥΡΟΥΤΣΟΣ ΧΟΡΕΥΕΙ (διήγημα)

KATINA: Αχ, και σας το 'πα! Πόσες φορές δεν σας παρακάλεσα να μη γυρνάτε ντυμένος έτσι, σαν φαλιρισμένο ψιλικατζήδικο! Μα, μην κουνιέστε! Σταθείτε να σας βάλω αυτή την κρέμα στα βλέφαρα. Πω, πω, κατάμαυρα είναι! Δεν μπορείτε να τ' ανοίξετε;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Αμ τι νομίζετε, ότι σας κλείνω πονηρά το μάτι; Αχ, αχ, προσέχτε! Πονάει.
K.: Με τα παθήματά σας θα χάσουμε τον Μουρούτσο.
N.: Γίνατε θαυμάστριά του, βλέπω.
K.: Δεν συλλαμβάνω το ακριβές νόημα όλων αυτών που κάνει επί σκηνής, οι κινήσεις του, όμως, νομίζω ότι συνθέτουν έναν υπέροχο, απόλυτα ανδρικό χορό. Στους καιρούς μας, καιρούς εκθήλυνσης ­ δεν είναι καρφί εναντίον σας ­, αυτός ο χορός μου φαίνεται αφάνταστα ερωτικός.
N.: Τυπικά γυναικεία προσέγγιση του αθλητισμού... Άσε που ονομάζετε «σκηνή» την άγρια αρένα του τεκ βο ντο. Αχ, σιγά! Πάντως, νιώθω ευτυχισμένος που τα χεράκια σας ευαρεστούνται επιτέλους να διεγείρουν τις αισθήσεις μου, έστω και κάνοντάς με να πονώ.
K.: Προσεγγίζω τον αθλητισμό, όπως και καθετί, αισθητικά και όχι χρησιμοθηρικά, αξιολογικά ή με βάση την αρχή του ανταγωνισμού, όπως εσείς οι άνδρες. Φάγατε πολύ ξύλο, ε;
N.: Δεν έχω παράπονο.
K.: Κι εσείς, ευλογημένε, τι ζητούσατε νυχτιάτικα στην Ομόνοια έτσι, άθλια, ντυμένος;
N.: Απλό τζιν φορούσα. Και άσπρο πουκάμισο...
K.:... Δεκαετίας του '70.
N.: Πεντακάθαρο.
K.: Ασιδέρωτο.
N.: Και αυτό τι τους έκοφτε τους μπάτσους;
K.: Έπρεπε να προστατέψουν από τα χάλια σας τη σπανίου κάλλους αισθητική της ελβετίζουσας πλέον Ομόνοιας, εφόσον δεν τους άφησαν οι εφημερίδες να φτιάξουν το πρώτο Άουσβιτς της μεταπολεμικής Ιστορίας. Μα κι εσείς δεν φορούσατε κάτι πιο τρέντι, μια γαλανόλευκη, ένα Γκούτσι, ένα αθλητικό φανελάκι για να φαίνονται οι φο-μπιζού μυώνες σας, όπως κάνουν οι συνομήλικοί σας! Με αυτή την πουκαμίσα, ανάμεσα στα υπερρεαλιστικά λιόδεντρα, θα μοιάζατε σίγουρα σαν μεταβουκολική τύψη της Ελλάδας μας για το φουστανελοφόρο παρελθόν της. Αντισταθήκατε;
N.: Μόνο με λόγια. Τους είπα: «Σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα, μπορώ να περάσω ντυμένος όπως θέλω από την Ομόνοια και από παντού. Ακόμη και μπροστά από το σπίτι της κυρίας Αγγελοπούλου». Τότε είναι που μ' έδειραν.
K.: Είχαν δίκιο. Τα έσχατα σύνορα της ελευθερίας του πολίτη βρίσκονται εκεί όπου τροχίζονται τα μαχαίρια των επιχειρήσεων και όπου η μεγαλαυχούσα, λυκίσια ευπρέπεια του μικροαστισμού, ο οποίος στηρίζει κάθε ολοκληρωτισμό, στήνεται μπροστά στις κάμερες τσιρίζοντας: «Καθαρίστε την Αθήνα μας από τα πρεζόνια, τους ζητιάνους, τους μετανάστες, τους ασουλούπωτους». Λες και η Αθήνα δεν είναι επίσης Αθήνα των πρεζονιών, λες και μια καλοντυμένη κυρία έχει περισσότερα δικαιώματα στην πόλη από μια ζητιάνα. Αλήθεια, εσάς πού σας κατέταξαν;
N.: Οι γνώμες διχάστηκαν. Άλλος μ' έλεγε πρεζόνι κι άλλος Αλβανό. Κάποιος παρενέβη: «Αδερφή είναι, ρε! Δε βλέπετε πώς χαμογελάει ενώ τις τρώει; Του αρέσει!».
K.: Σας άρεσε;
N.:... Λιγάκι... Σκεφτόμουν τους μάρτυρες της Εκκλησίας μας. Θυμόμουν, επίσης, τους βασανισμένους της Μακρονήσου ή του EAT-ΕΣΑ που, δερόμενοι, δεν έχασαν τον ανθρωπισμό τους. Υποφέροντας στωικά τις μπουνιές, ένιωσα να τους φτάνω σχεδόν ως τα γόνατα.
K.: Γιατί λέτε «θυμόμουν»; Εσείς δεν είστε ούτε 25 χρονών.
N.: Έχω συνείδηση κλεφτρόνι. Κλέβει μνήμες παλιότερων, βασανισμένων ανθρώπων. Ποτέ των ευτυχισμένων.
K.: Ζήστε επιτέλους στο παρόν! Και το μόνο παρόν είναι αυτό των συγχρόνων σας που φορούν μια στολή στο σώμα ή στη σκέψη και βασανίζουν ή εκμεταλλεύονται ποικιλοτρόπως τους ανίσχυρους.
N.: Το παρόν τους δεν είναι παρόν μου.
K.: Το παρόν σας, λειτουργώντας με χρονοκαθυστέρηση σαν χρηματοκιβώτιο, γίνεται απώτατο παρελθόν για τους συγκαιρινούς σας.
N.: H αλήθεια είναι μια χημική ένωση που ολοκληρώνεται πάντα στο μέλλον. Εμείς προσφέρουμε απλώς τα στοιχεία.
K.: Όμως, δεν γίνεται χημική ένωση δίχως βίαιη αντίδραση. Εσείς, αντιθέτως, προτιμάτε να σας δέρνουν και να σας εκμεταλλεύονται από το να δέρνετε εσείς και να μεταχειρίζεστε βία πάνω στους άλλους... Αλήθεια, στο μεταξύ δεν καταλαβαίνω σε τι χρειάζονται όλες αυτές οι Ανεξάρτητες Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, τα Συμβούλια της Επικρατείας, οι νομικοί, οι συνταγματολόγοι, όταν καταστρατηγούνται ολοφάνερα το Σύνταγμα και οι νόμοι.
N.: Είπε το κριάρι στον βασιλιά των λύκων: «Τελευταία, κάθε που έρχομαι στο ανάκτορό σας για να διαμαρτυρηθώ εννόμως περί της αρπαγής των αρνιών μου, με σταματάει στην πύλη μια αλεπουδίτσα με πολύ τροχισμένα δόντια και, αφού μου συστηθεί ως Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Απροστάτευτων Πολυκατασπαραγμένων Αμνών (ΑΑΠΑΠΑ) με πιέζει ν' αναφέρω στο εξής μόνο σ' αυτήν τις κατασπαράξεις των υπηκόων μου. Αλλ' εγώ έχω συνηθίσει παλαιόθεν να έρχομαι κατευθείαν σ' εσάς, να φωνάζω οργισμένος μπροστά στον θρόνο σας και στις κάμερες και να με κερνάτε μετά κι ένα λικεράκι, όχι να επαφίεμαι σε απροσδιορίστου προελεύσεως και χρησιμότητας αλεπουδίτσες».
«Μη δίνεις σημασία», είπε ο βασιλιάς. «Αυτή η αλεπουδίτσα είναι για μερικά ενοχλητικά αρνιά, όχι για σένα, κι έχει ως εμμίσθως εξαργυρωνόμενη αποστολή να κάνει την πύλη του ανακτόρου μου πιο απροσπέλαστη και τον δρόμο για τον θρόνο μου πιο διαφιλονικούμενο. Εσύ, σαν νόμιμος αντίπαλος και κρεατοπρομηθευτής μου, θα έρχεσαι από την πίσω πόρτα, θα διαμαρτύρεσαι κοσμίως και μετά θα πίνουμε το λικεράκι μας κουβεντιάζοντας όπως πάντα φιλικά».
K.: Τι είν' αυτό; Μύθος του Αισώπου;
N.: Είναι το τελευταίο μου διήγημα.
K.: Είναι φανερό ότι δεν θα σας επαινέσουν ποτέ οι σοβαροί κριτικοί, αυτοί που ενθουσιάζονται με τις μεγάλες εθνικές τοιχογραφίες. Πάντως, εκείνο που μου κάνει πιο πολύ εντύπωση είναι η αδιαφορία του κοσμάκη για την καταβρόχθιση του εθνικού πλούτου και για την καταβαράθρωση βασικών δικαιωμάτων του, αδιαφορία που διολισθαίνει ακατάσχετα προς την απόλυτη συναίνεση. Διαμαρτύρονται για οτιδήποτε άλλο εκτός από το ουσιώδες.
N.: Είπαν τ' αυγά στην κότα: «Δεν μπορείς, αγαπητή μας, να κάθεσαι κανονικά στη φωλιά όταν μας γεννάς, αντί να τρέχεις ολοένα βιαστική και να μας κάνεις καθ' οδόν; Πέφτουμε κάτω, πολλά σπάζουμε κι έτσι πάμε χαμένα».
«Είμαι μια πολυάσχολη μεγαλεμπόρισσα αυγών και δεν έχω ποτέ χρόνο. Όμως, σ' αυτό έχετε δίκιο, μικρούλια μου, πρέπει να γίνουμε επιτέλους ανταγωνιστικότεροι», απάντησε η κότα κι άρχισε να ξεπετά τ' αυγά της κατευθείαν στις μαλακές αυγοθήκες του σούπερ μάρκετ.
K.: Δεν σας αντέχω όταν γίνεστε τόσο ηθικολόγος. Άντε, πάμε να δούμε τον αγαπημένο μου Μουρούτσο.
N.: Και δαρμένος και επιπλέον να σας έχω να καλοκοιτάτε τον Μουρούτσο και τον αντρίκειο, ερωτικό χορό του που δεν θα χορέψω ποτέ εγώ για χάρη σας. Νιώθω σχεδόν ευτυχής.

[Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 17.8.2004]

Σπύρου Καρυδάκη, ΣΤΟΛΕΣ ΠΑΝΤΟΥ (διήγημα)


ΝΙΟΝΙΟΣ: Να τι όμορφα είναι εδώ. Κι εσείς που κάνατε τόση φασαρία, μη θέλοντας να έρθουμε στο Ολυμπιακό Στάδιο...
KATINA: Τι φρίκη! Αφέθηκα να με παρασύρετε σαν άβουλο κοριτσάκι.
N.: Μη μου δίνετε φρούδες ελπίδες. Πω, πω, τι κόσμος, τι αθλητές! Εσείς που έχετε πάθος με την παρατήρηση του ανθρώπινου προσώπου, νομίζω ότι εδώ θα βρείτε πολύ υλικό.
K.: Δεν βλέπω και πολλά πρόσωπα. Παντού υπάρχουν μόνο στολές.
N.: Κοιτάξτε εκείνη την ωραιότατη αθλήτρια από το Μπαλί. Αλλά τι εννοείτε με τα περί στολών;
K.: Μα δεν βλέπετε ότι οι περισσότεροι εδώ φοράνε στολή; Εθνικές ομάδες, εθελοντικά συμμετέχοντες, αμέτρητοι αστυνομικοί, στρατιωτικοί, σεκιουριτάδες, διάφορες φυλές εργαζομένων στις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Ακόμα και οι θεατές φορούν στολές με τα εθνικά χρώματα της ομάδας που υποστηρίζει ο καθένας. Στολές κάθε είδους, στολές παντού λες, και βρισκόμαστε στη Γερμανία του 1936.
N.: Μα κι εσείς πια! Κάνετε κάτι συγκρίσεις, ανεπίτρεπτες. Πάντως τα τελευταία χρόνια διαπιστώνω κι εγώ μια αλλόκοτη, ύπουλη στρατιωτικοποίηση της ελληνικής νεολαίας. H κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των εισαγόμενων στις παραγωγικές Σχολές της Αστυνομίας, η ίδρυση του Σώματος των Ειδικών Φρουρών, η αύξηση του αριθμού των λιμενικών και των εργαζομένων στην Άμεση Επέμβαση, η απίστευτης κλίμακας επαγγελματικοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων, η ταχύτατη ανάπτυξη των εταιρειών ιδιωτικής αστυνόμευσης έχουν καταστήσει δέσμιους της στολής εκατοντάδες χιλιάδες νέους. Το κράτος προωθεί συστηματικά την ανεργία εφευρίσκοντας όμως όλο πιο πολλές θέσεις εργασίας μέσα στα ατσαλένια κελιά των στολών του. Εκεί εγκλωβίζεται το ίσως υγιέστερο και δυναμικότερο - από άποψης βιολογικής, αν όχι πνευματικής - κομμάτι της ελληνικής νιότης. Παλιότερα ξέραμε μόνο τις στολές του στρατού, οικείες και σχεδόν συμπαθητικές, αφού τις φορέσαμε όλοι. Τώρα περπατάς στον δρόμο και βλέπεις παντού άγνωστες παγερές στολές, με σιρίτια, με κονκάρδες, με εχθρικά χρώματα, με μπότες και σπιρούνια, λες και βρίσκεσαι στη σκηνή μιας εφιαλτικής οπερέτας. Παντού ένστολοι νέοι οι οποίοι αντί να γίνουν σιδεράδες, τεχνικοί, οικοδόμοι, αγρότες, παρέχοντας έτσι δημιουργικό έργο στην πατρίδα τους και πλούτο στους εαυτούς τους, σπαταλούν την αλκή και τα νιάτα τους (αλλά κυρίως επίσης τα χρήματα των φορολογουμένων, όσοι κρατικοδίαιτοι) πουλώντας αμφίβολης αποτελεσματικότητας προστασία στους έχοντες να πληρώσουν. Επιτέλους, ποιος μοιράζει επιλεκτικά το νταβατζιλίκι του κράτους επί τας κεφαλάς των θνητών;
K.: Ο κ. Βουλγαράκης. Όμως, εσείς που έχετε πάει στρατιώτης, θα παρατηρήσατε σίγουρα πόσο μεταλλάσσει η στολή τον άνθρωπο ηθικά και τον παροπλίζει κοινωνικά. Αυτό είναι το ζητούμενο.
N.: Πράγματι. H ατσάλινη πανοπλία τής άνωθεν εξουσίας, το αρχαϊκό κουκούλι της ομοιομορφίας, η συντριπτική για το πνεύμα αλλά και δικαιολογητική κάθε αυθαιρεσίας ιεραρχία, όλος αυτός ο αρρωστημένος πατριαρχικός ρομαντισμός της στολής καθιστά ευχείρωτους τους ανθρώπους. Το πριν ευγενικό παλικάρι παραδίνεται έτσι σ' ένα είδος πρωτογονισμού οπισθοδρομώντας από το εξελικτικό στάδιο της κοινωνίας σ' αυτό της φυλής, καθώς η ηθική του συνείδηση χάνεται στους ατέλειωτους μαιάνδρους της ιεραρχίας. Ο εργαζόμενος εγκλείεται, αλλά ο ένστολος ανήκει.
K.: Ο ένστολος δεν έχει πρόσωπο, ξέρει ότι το συλλογικό πρόσωπο της «φυλής» του είναι αυτό του διοικητή του, του υπουργού, του προέδρου, πρόσωπα τοτεμικά που η συνθετικότητά τους και το περίπλοκο υφάδι των μίτων της εξουσίας τα καθιστά ανεύθυνα.
N.: Ίσως γι' αυτό όλο και περισσότερες εταιρείες επιβάλλουν στους υπαλλήλους τους ένα είδος στολής, κάνοντάς τους να μοιάζουν με στρατιώτες. Το 1936 είναι λοιπόν μπροστά μας.
K.: Ίσως. H στολή, πάντως, είναι μια ανδρική εφεύρεση που έχει να κάνει με τον πόλεμο, τη βία και την αρσενικής επίνευσης μανία για κυριαρχία. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε τείνουσα προς τον ολοκληρωτισμό κοινωνία, όπως η χιτλερική ή η δική μας, προσπαθεί να φορέσει στολές στις γυναίκες και μάλιστα διαφημίζοντας ως νίκη των γυναικών και της ισότητας αυτήν την παράδοση της ειρηνικής θηλυκότητας στο πιο αρσενικό σύμβολο της πατριαρχίας.
N.: Προσθέστε σ' όλα αυτά την υποδόρια σεξουαλική γητειά της στολής... A, παρεμπιπτόντως, να και η συμπαθέστατη κυρία Φ. Πάλλη-Πετραλιά, που στεφανώνει την ωραία Μπαλινέζα.
K.:... Παρεμπιπτόντως θυμήθηκα ότι «ανελληνόστολος» κατά τον Αισχύλο ήταν αυτός που φέρει μη ελληνική ενδυμασία. Νομίζω, λοιπόν, ότι υπάρχει επίσης στοχασμός και λόγος που λες και φοράνε στολή και κράνος των MAT... ανελληνόστολος λόγος.
N.: Εννοείτε τις ιστορικές δοκιμές του αμερικανόφερτου κυρίου Καλύβα, περί της κόκκινης τρομοκρατίας κατά των πτωχών γερμανόστολων Χιτών και των λοιπών ηρωικών μας δωσίλογων;
K.: E, καλά, δεν θα έπεφτα και τόσο χαμηλά. Θυμήθηκα, απλώς, ότι η γλυκύτατη κυρία Πάλλη-Πετραλιά είπε προ ημερών πως «το πρώτο χρυσό μετάλλιο ανήκει στους Έλληνες εργάτες και τεχνικούς». H φαινομενικά ελληνόστολη, συγκινητική ευγένεια τούτης της φράσης όχι μόνο αναιρείται πλήρως από το γεγονός ότι χύθηκε τόσο αίμα εργατών με απόλυτη υπευθυνότητα του κράτους, το οποίο εκπροσωπεί η κυρία Πετραλιά, αλλά και γίνεται εωσφορικός σαρκασμός εφόσον όλοι ξέρουμε πως η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών δεν είναι Έλληνες, μα κακοπληρωμένοι και ποικιλοτρόπως βασανιζόμενοι μετανάστες. Όμως ούτε λέξη γι' αυτούς. Ούτε ένα ευχαριστώ ή μια αίτηση συγγνώμης.
N.: Ανελληνόστολοι άνθρωποι. Από την επιφάνεια της ευγένειας και της φιλοφροσύνης τους, όπως από το φιλιατρό του σολωμικού πηγαδιού, προβάλλει τα μαύρα κερατάκια του ο καγχάζων Σατανάς. Εμείς, όμως, όπως ο συμπατριώτης και συνονόματός μου Διονύσιος ο ιερομόναχος στην πολλαπλά ταιριάζουσα μ' αυτήν τη συζήτηση «Γυναίκα της Ζάκυθος», δεν έχουμε τίποτ' άλλο παρ' εχτός να μετράμε με τα δάχτυλα τους δίκαιους.
K.: Ευοί. Ευοί και στην ωραία κι αθώα για όλ' αυτά Μπαλινέζα.

[Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 1.8.2004]

Σπύρου Καρυδάκη, ΑΝΕΞΙΤΗΛΟ ΚΟΚΚΙΝΟ (διήγημα)

ΝΙΟΝΙΟΣ: Δεσποινίς Αικατερίνη!
KATINA: A, εσείς είστε; Σας έχω εξηγήσει τουλάχιστον εκατό φορές ότι δεν θέλω να με λέτε Αικατερίνη, αλλά Κατίνα.
N.: Χμ, ναι, όμως ντρέπομαι να φωνάξω «Κατίνα» μες στην Πανεπιστημίου. Ξέρετε, οι «Κατίνες» της γειτονιάς...
KAT.: Κατίνα λέγαν τη γιαγιά μου, Κατίνες και τις προγιαγιάδες μου εδώ και πολλές γενιές. Είμαστε μια φυλή Κατίνων. Εξάλλου, προτιμώ να είμαι μια παλιοκατίνα, παρά πολιτικώς ορθή σαν τις φίλες σας.
N.: Ο καθένας έχει τους φίλους που του αξίζουν, όπως μου είχατε πει άλλοτε.
KAT.: Δεν θα έλεγα ποτέ κάτι τόσο κοινότοπο. Είχα πει ότι ο καθένας έχει ως φίλους εκείνους που, κατά βάθος, τους επιτρέπει να τον αγαπήσουν.
N.: Καλά. Όμως, πέστε μου, τι αλλόκοτα ρούχα είν' αυτά που φοράτε;
KAT.: Είναι η στολή μου. Συμμετέχω στην Τελετή Έναρξης της Ολυμπιάδας.
N.: Τι; Μα εσείς μέχρι πριν λίγον καιρό λυσσούσατε εναντίον των δύστυχων Ολυμπιακών Αγώνων!
KAT.: Ναι. Αλλά, πρώτον, δεν έχω καμιά υποχρέωση έναντι του εαυτού μου, να κουτσουρεύω την ακόρεστη περιέργειά μου προς χάριν της εντιμότητάς μου...
N.: Θεέ μου, τι ειλικρίνεια! Και τι αναξιοπιστία!
KAT.: ...Δεύτερον, ήθελα να γνωρίσω τον κ. Δ. Παπαϊωάννου, που τον θαύμαζα από μικρή. Είχα καταγοητευθεί από τα κόμικς του, αριστουργήματα ευαισθησίας και ανθρωπισμού. Μιλάω, βέβαια, για τη δεκαετία του '80, τότε που ήμουν μια μικρή με ροζ καλτσάκια, σχεδόν αθώα ακόμα.
N.: Φαντάζομαι ότι ποτέ δεν θα ήσασταν εντελώς αθώα. Όμως, μιλήστε μου για το μεγάλο μυστικό. Τι περιλαμβάνει αυτή η περίφημη Τελετή Έναρξης;
KAT.: A, αυτό; Ευχαρίστως! Που λέτε, την τελετή ανοίγει ένας χορός από μελανειμονούσες με επικεφαλής κάποιον λευκοντυμένο, μεταμφιεσμένον σε Γιάννη Τσαρούχη...
N.: Γιατί σε Τσαρούχη;
KAT.: Διότι ο Τσαρούχης ήταν δάσκαλος του κ. Παπαϊωάννου κι έλεγε σε όλους εξόχως δραματοποιημένα ψέματα, τόσο ευφυή ώστε άξιζαν περισσότερο από κάθε στεγνή και τρέντι αλήθεια. Μπαίνουμε, λοιπόν, ολολύζοντας: «Ουέ! Αλίμονο σε σένα Ιερουσαλήμ, που αποκτείνεις τους ελεύθερα σκεπτόμενους».
N.: Απίστευτο! Μα πώς...
KAT.: A, μη με διακόπτετε! Μετά μπαίνει η κα Γιάννα Αγγελοπούλου ντυμένη Σαλώμη κι αποκτείνει τον Τσαρούχη μ' έναν διπλό πέλεκυ.
N.: Με δουλεύετε!
KAT.: Τότε εισέρχονται εν πομπή οι συμμετέχοντες στους Ολυμπιακούς, χορεύοντας τσα-τσα: Οι κολοσσιαίες εταιρίες αθλητικών, οι τράπεζες, οι σπόνσορες, οι διαφημιστές, οι έμποροι οπλικών συστημάτων και συστημάτων ασφαλείας, κατασκευαστικές εταιρείες, χιλιάδες αστυνομικοί, σεκιουριτάδες, κρατικά πιράνχας, επίσημοι, πράκτορες, ρουφιάνοι ημεδαποί και αλλοδαποί.
N.: Και οι αθλητές;
KAT.: A, ναι, μπαίνουν και οι αθλητές. Τότε συμβαίνει κάτι τρομερό.
N.: Μα τι; τι;
KAT.: Ο σφαγιασθείς Τσαρούχης ανασταίνεται. Με έναν οργιαστικό και κάπως άσεμνο χορό, σκορπίζει τους έντρομους συμμετέχοντες στους αγώνες. Ανακαλεί εμάς τις μελανειμονούσες, που σχίζουμε πάραυτα τα μαύρα πέπλα. Οι στολές που φοράμε από μέσα συμβολίζουν τους αληθινούς πρωταγωνιστές των Ολυμπιακών Αγώνων. Προπορεύονται οι εκατοντάδες σκύλοι και γάτες με τις ματωμένες τους γούνες, που σφαγιάστηκαν από τα συνεργεία των Δήμων. Ακολουθούν οι ζητιάνοι, τα πρεζόνια, οι άστεγοι, οι μετανάστες, οι κακοντυμένοι (όπως εσείς, παρεμπιπτόντως) και οι λοιποί μη τρέντι, που χαλούν την εικόνα της αγαπημένης μας Μητρόπολης. Κρατούν ένα πλακάτ με χολιγουντιανά λαμπιόνια που σχηματίζουν τη φράση: ΑΟΥΣΒΙΤΣ, ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ. Έπεται ένας γυμνός Εσταυρωμένος και υπεράνω της κεφαλής αυτού υπάρχει επιγραφή Ελληνικά, Λατινικά κι Εβραϊκά: «Ούτος εστί ο εργαζόμενος ο πληρώνων τη νύφη, αλλά μην ανησυχείτε, θα μας ξαναψηφίσει». Μετά έρχεται μια ομάδα κουβαλώντας με κόπο τεράστια μάτια, αυτιά κι ένα Ζέπελιν, που συμβολίζουν την ηλεκτρονική ρουφιανιά. Την παρέλαση κλείνει μια κυλιόμενη πλατφόρμα επί της οποίας βρίσκεται ένα τεράστιο καζάνι βαμμένο στα εθνικά μας χρώματα. Ο Τσαρούχης βουτάει σ' αυτό μια πελώρια κουτάλα και τη βγάζει γεμάτη μ' ένα κόκκινο υγρό. Φωνάζει: «Αγαπητοί θεατές, ένα από τα ωραιότερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, λέει, Αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γεφύρι δεν στεριώνει. Αυτό κάναμε κι εμείς. Φέραμε ξένους, φτωχούς νέους ανθρώπους δίχως δικαιώματα, δίχως πατρίδα να παρέμβει για χάρη τους με τους κομάντος της, δίχως καν πρόσωπο για να το δείξει η τηλεόραση. Εργάστηκαν σχεδόν τζάμπα για να φτιαχτεί η Νέα Ελλάδα. Σκοτώσαμε κάμποσους. Πάνω από εξακόσιοι πενήντα εργάτες έχουν σκοτωθεί από το 2000. Τους λιώσαμε κάτω από μπουλντόζες, τους ρίξαμε από τα καλατράβεια ύψη, τους παλουκώσαμε στις σιδερόβεργες, τους θάψαμε ζωντανούς στα ορύγματα. Έτσι, τα υπέροχα ολυμπιακά και άλλα έργα θα στεριώσουν καλά πάνω στους δολοφονημένους και θα μείνουν αθάνατη κληρονομιά για τα παιδιά μας. Όταν το αίμα χύνεται, τότε μόνο καταλαβαίνεις πόσο πολύ έχει στο κορμί του ο άνθρωπος: μια σταγονίτσα θα φτάσει για όλους. Και για σας, κύριοι επίσημοι. Και για σας, καλοπληρωμένοι υπεραθλητές, παρατρεχάμενοι, εθελοντικά συμμετέχοντες, αστυνομικοί, υπάλληλοι κάθε λογής. Ιδιαιτέρως για σας, σεβαστοί μου θεατές, Έλληνες και ξένοι, που ήρθατε εδώ για να ενθουσιαστείτε και να χειροκροτήσετε. Μια σταγόνα ανεξίτηλο κόκκινο αίμα για τον καθένα σας».
Και ο λευκοντυμένος γέρος άνθρωπος σκορπίζει με την κουτάλα το αίμα στα αλαλάζοντα πλήθη.
N.: Αδύνατον να είναι αυτή η Τελετή Έναρξης!
KAT.: Έχετε δίκιο. Συνέθεσα εκ του προχείρου το στόρι μπόαρντ ενός μελό κόμικ της δεκαετίας του '80, πολύ κατώτερο βεβαίως απ' αυτά που έκανε τότε ο κ. Παπαϊωάννου.
N.: Μιλούσατε σιγά, λέγοντας πράγματα που συνήθως τα κραυγάζει κανείς.
KAT.: Όταν ουρλιάζεις για το χυμένο αίμα, αυτό πολλές φορές ξεθωριάζει. Αλλά και εσείς είστε χλωμός.
N.: Ξέρετε, έχω αγοράσει εισιτήριο...
KAT.: Κι εγώ. Ας πάμε λοιπόν. Και το αίμα των αθώων εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών.
[Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 3.8.2004]

Σπύρου Καρυδάκη, O ΔIΓENHΣ ΣTHN ΠENTEΛH (διήγημα)

Στον Ανδρέα Μαδαράκη, τον μετρονόμο.

Οι πελώριοι γκρεμοί διαφύλασσαν έναν τόπο όπου το κοκκινόχωμα κοιμόταν ξερό κι άνυδρο εδώ και χιλιετίες. Θραυσμένοι βράχοι από κατάλευκο μάρμαρο γκρίζαιναν κάτω από το βαρύ φως. Έσιαξα νοικοκυρίστικα τον ιώδη βελουδένιο μανδύα μου με τις χρυσές ταινίες. Τι κακόγουστο ντύσιμο! σκέφτηκα. Όμως μου άρεσε πολύ.
«Ο ευσεβής και φιλόχριστος αυτοκράτωρ καίσαρ Αύγουστος, εν Χριστώ Βασιλεί αιωνίω βασιλεύς Ρωμαίων, νικητής, τροπαιούχος, κύριος της Ανατολής και της Δύσεως», απάγγειλα με άνεση και κάπως αυτάρεσκα, «στέρνει την πατρική ευλογία του στον γενναιότατο Διγενή...».
«Τι υπερβολικός τίτλος για έναν απόλεμο αυτοκράτορα!» είπε η Μαξιμώ, η βασίλισσα των Αμαζόνων.
«Μην διακόπτετε τον αυτοκρατορικό μανδάτορα!» φώναξε ο μέγας μετρονόμος Ανδρέας κραδαίνοντας το κουτί με τα ζάρια.
Έριξα ένα περιφρονητικό βλέμμα στη Μαξιμώ. Πάντα γλυκοκοίταζε τον Διγενή, όπως όλες τους άλλωστε. Είναι ένα είδος φυσικής καταδίκης, τελικά, το να έχεις γεννηθεί τόσο εντυπωσιακός και τόσο βλάκας, σκέφτηκα εκδικητικά ατενίζοντας τον Διγενή Ακρίτα, υψηλό κι ευθυτενή, με τα δεκάδες καλοπλεγμένα χρυσόξανθα κοτσιδάκια να προβάλλουν από το κράνος του και να λάμπουν στον ήλιο. Μετά, συνέχισα δυνατά:
«Ο ευσεβέστατος αυτοκράτωρ διακοινώνει ότι ευαρεστείται, εν τω πλήθει της φιλανθρωπίας του, να μεσιτεύσει στους απελάτες για να απελευθερώσουν τη σύζυγο του ανδρειωτάτου Διγενή, ώστε να λήξει αυτή η εξαιρετικά δυσάρεστη διαμάχη μεταξύ των πιστών τέκνων της φιλοχρίστου βασιλείας του...».
H Μαξιμώ χτύπησε το κοντάρι στην ασπίδα της καγχάζοντας:
«Και ποιος θέλει τη μεσιτεία του;».
Ο Ανδρέας, αυτή τη φορά οργίστηκε στ' αλήθεια.
«Μαξιμώ, αν ξαναμιλήσεις εκτός μετρονόμησης, θα τιμωρηθείς!». Μετά, έριξε το ζάρι των Αποφάνσεων. «Τρία στα πέντε», ανακοίνωσε σηκώνοντας ψηλά το καρτελάκι με τον ανάλογο αριθμό. Χάρηκα. Με υψηλότερο βαθμό Απόφανσης το πέντε, ο χρυσοκοτσιδάκιας έπρεπε να δώσει μια ασαφή, πολύ διπλωματική απάντηση. Και ήταν πάντα δύσκολο γι' αυτόν να οργανώσει κάπως ικανοποιητικά τον συγκεχυμένο πολτό που περιείχε το αγέρωχο κεφάλι του.
«Της Αραβίας τα βουνά και οι έρημοι της Συρίας μιλούν για το κοντάρι μου», βροντοφώναξε το τούβλο. «Ευχαριστώ τον αυτοκράτορα, όμως την πολυαγαπημένη μου γυναίκα θα την λευτερώσω μονάχος μου και οι άνομοι απελάτες θα δαγκώσουν τις πέτρες αυτού του βουνού».
«Πολύ μπρούτα απάντηση για βαθμό Απόφανσης τρία», είπε ο μέγας μετρονόμος. «Έπρεπε να ήσουν πιο πολιτικός».
«Εγώ δεν ξέρω από πολιτικές και υποκρισίες!», διαμαρτυρήθηκε ο Διγενής. «Μεγάλωσα στην πετρώδη Καππαδοκία, και τα μόνα πράγματα που έμαθα καλά είναι η εντιμότητα, η ανδρεία, το να βοηθάω τους ανθρώπους, όχι να ρητορεύω!».
«Τρεις πόντοι Ανταμοιβή», αποφάσισε αμείλικτος ο Ανδρέας. Δεν μπόρεσα να κρύψω ένα χαμογελάκι κακίας. Με υψηλότερο βαθμό Ανταμοιβής το δέκα, τρεις πόντοι ήταν αληθινή συντριβή.
«H αρετή σου, Διγενή, είναι γνωστή στον αυτοκράτορα», είπα, αφού κοίταξα με χαρούμενη έκπληξη το καρτελάκι που σήκωνε βουβός ο μέγας μετρονόμος: βαθμός Απόφανσης πέντε! Επιτέλους, αυτή την ευκαιρία περίμενα, τρεις μέρες τώρα. «Ο σεβαστός κύριός μου πιστεύει ότι σπαταλιέσαι άδικα στα φαράγγια αυτών των ξερότοπων, απ' όπου έχει αποστρέψει τα μάτια του ο Θεός. Σε θέλει κοντά του, δεξί χέρι της βασιλείας του. Σου προσφέρει το αξίωμα του μεγάλου δομέστικου των Σχολών της Ανατολής».
Χε, χε! όλοι μείναν σέκοι ακούγοντας το μέγιστο στρατιωτικό αξίωμα της αυτοκρατορίας, μετά απ' αυτό του αυτοκράτορα. Ο γερο-Φιλοπαππούς μούγκρισε ανεβοκατεβάζοντας το φαλακρό κεφάλι του, οι υπόλοιποι απελάτες, ο Ιωαννάκης, ο Κίνναμος και ο Λέανδρος κουνήθηκαν ανήσυχα, ενώ η Μαξιμώ πρασίνισε. Ο Ανδρέας είπε κουρασμένα:
«Είναι πολύ μεγάλο αξίωμα. Καταστρέφεις την ισορροπία. Σου δίνω τη δυνατότητα μιας δεύτερης Απόφανσης».
Έκανα προκλητικά ένα βήμα προς τον αποσβολωμένο Διγενή τείνοντάς του το χέρι. Ο χιτώνας μου από κροκάτο μεταξωτό, ο βαρύς βελουδένιος μανδύας μου, θρόισαν. Με το ένα μάτι πρόσεχα πού πατάω: τα χρυσόκλαρα πασούμια μου δεν ήταν κατάλληλα γι' αυτούς τους αγριότοπους. «Είμαι το μάτι, το αφτί και η φωνή του βασιλέα...», είπα κομψά και με σεμνότητα τόσο επιτηδευμένη, ψιλοτορευμένη και καλοξομπλιασμένη, ώστε να φαίνεται αμέσως ότι είναι ψεύτικη, «... κι έχω βαθμό Απόφανσης πέντε. Έλα, Ακρίτα! Ο θεοδώρητος δεσπότης μας και η θεοφρούρητη Πόλις σε περιμένουν».
Μια γερή ματσουκιά από το κοντάρι ενός δόρατος, μου κούλανε το χέρι. H Μαξιμώ στεκόταν δίπλα μου αγριεμένη, ντιντίνιζαν οι κρίκοι του υπέροχου αλυσιδωτού θώρακά της και τα διάφορα άλλα στρατιωτικά λιλιά, που τόση εντύπωση προκαλούσαν στους ανεγκέφαλους θαυμαστές της - πρωτίστως στον Διγενή.
«Φίδι κολοβό!» ούρλιαξε μεσ' στ' αφτί μου κουφαίνοντάς με, «ύπουλοι κόλακες! παλατιανές αδερφάρες! Ο κερατάς ο βασιλιάς σου ποτέ δεν θα έδινε ένα τέτοιο αξίωμα σε κάποιον που θα το άξιζε στ' αλήθεια, γιατί τότε θα κινδύνευε ο θρόνος του. Το κάνεις επίτηδες για να απομακρύνεις τον Διγενή από τη Συρία, αφού μόνο εδώ είναι πανίσχυρος, ενώ στο παλάτι θα είναι μια διακοσμητική νούλα!».
Θεέ μου, έχει τρελαθεί εντελώς, σχεδόν μου έσπασε το χέρι! Τρίβοντάς το, έκανα ένα βήμα πίσω. Τι όμορφη που ήταν έτσι έξαλλη!
«Είσαι μια βάρβαρη κι άπλυτη πολεμίστρια, γι' αυτό δεν καταλαβαίνεις απ' αυτά», είπα θιγμένα μα και με χαριτωμένη νωχέλεια. «Εξ άλλου δεν σου πέφτει λόγος, εφ' όσον έχεις απλά προσκληθεί από τον Φιλοπαππού σαν σύμμαχός του. Είσαι μια ξένη, ένα τίποτα - ούτε καν άνδρας». Στράφηκα προς τους τέσσερις στρατιωτικούς. «Πάγια πολιτική του δικαιώτατου βασιλέα μας είναι να μην ανακατεύεται στα προσωπικά των πιστών υπηκόων του, και μάλιστα στην ευαίσθητη αυτή περιοχή, περικυκλωμένη από εχθρούς, χωρίς σύνορα, χωρίς νόμους, η οποία έχει για μόνο στρατό μερικούς μισοβάρβαρους (τόνισε τη λέξη κοιτάζοντας δήθεν αθώα προς τον Διγενή) Ακρίτες. Έτσι, δεν θα σας πρόσταζε ποτέ να παραδώσετε την αιχμάλωτη στον Διγενή, έναν απλό Ακρίτα. Όμως, τώρα πρόκειται για τη σύζυγο του μεγάλου δομέστικου των Σχολών της Ανατολής. Θα τολμούσατε να συγκρουστήτε, στο πρόσωπό του, με όλη την αυτοκρατορία και τον ίδιο τον θεοδώρητο βασιλέα μας; Αν κι απελάτες, δηλαδή ρέμπελοι, πρέπει να σκεφτείτε περινούστερα απ' αυτή την πρωτόγονη βασίλισσα».
Ο Ανδρέας είπε απρόθυμα στον Φιλοπαππού, αφού έριξε το ζάρι:
«Πρέπει να απαντήσεις, αν και ο βασιλικός μανδάτορας καταστρέφει την ιστορία μας, και την Ιστορία γενικώς. Βαθμός Απόφανσης δύο».
Ο Φιλοπαππούς ξερόβηξε. Κακός βαθμός, αλλά ήταν παμπόνηρος ο γέρος. Είπε με την βαθιά φωνή του:
«Ο Θεός είναι απρόσιτος και ο κόσμος του παράξενος. Οι αχανείς αυτοί τόποι του, η Τρώσις, το Έμελ, το Μαυροχιόνιον, το τερπνό Βλαττολιβάδι, το Κουκουλιθάριον, το Βαγδά, η Τεφρική, όλος αυτός ο αναρχικός σωρός από ερήμους, βουνά και βαθυρρέματους ποταμούς που εκτείνεται ως τη Βαβυλώνα και πέρα ακόμα, ως τους τόπους των Αραβιτών, ανήκει μοναχά στους άνδρες που στέκουν όρθιοι, ζωντανοί ανάμεσα στους πεθαμένους. Είμαστε απελάτες και ληστές. Όμως ποτέ δεν θα διανοούμασταν να τα βάλουμε με τον ίδιο τον αυτοκράτορα, την εικόνα του Κυρίου πάνω στη Γη, ούτε με τον δομέστικο των Σχολών, τα δάχτυλα και το σπαθί του βασιλιά. Αν ο Διγενής δεχτεί το αξίωμα, θα του παραδώσουμε την πανέμνοστη κόρη. Αν όχι, θα συνεχίσουμε τον πόλεμο ώσπου ο παράδεισος ή η κόλαση ν' αστράψουν στα μάτια του ή στα μάτια μας».
«Ανιστόρητη εξέλιξη αλλά ενδιαφέρουσα», ανήγγειλε ο μέγας μετρονόμος, προσπαθώντας να συμμαζέψει την κατάσταση. «Οχτώ στα δέκα Ανταμοιβή για τον Φιλοπαππού, πέντε στη Μαξιμώ, εννιά στον αυτοκρατορικό μανδάτορα».
«Άξιζα για δέκα!» διαμαρτυρήθηκα.
«Τελείωσε!» είπε απότομα εκείνος. Τα βλέμματα όλων στράφηκαν στον Διγενή, που έστεκε όλην αυτή την ώρα κατάφατσα στο ροδίζον φως, ροδίζων κι ο ίδιος μες στην επίχρυση πανοπλία με τις φολίδες από ντουραλουμίνιο, θαυμαστός όπως είναι όλοι οι τυχεροί που έχουν σημαδευτεί ανεξίτηλα από τη ροχάλα της μοίρας. Στεκόταν έτσι ακίνητος διότι δεν ήξερε να κινηθεί με χάρη, σκέφτηκα χαιρέκακα. Τον μισούσα με όλη τη δύναμη της καρδιάς μου - μόνος εγώ, όλοι οι άλλοι τον θαύμαζαν, ακόμη κι οι εχθροί του. Ήταν καταδικασμένος να μου υποταχθεί. Δεν μπορούσε ν' αρνηθεί το αξίωμα που του πρόσφερα. Θα τον έσερνα σαν σκυλίτσα μπροστά στον σεβαστό μας αυτοκράτορα.
Το μοσχάρι, που περνιόταν για ταύρος, τεντώθηκε. Είπε απλά:
«Άρχειν μεν δεν αγαπώ, αλλά να είμαι μόνος».
«Δέκα στα δέκα», φώναξε ο Ανδρέας.
«A, όχι!» ούρλιαξα. «Τι σαχλαμάρες είναι αυτές. Είπαμε, πρέπει να υπάρχει ένα λογικό μέτρο, όχι να λέμε ό,τι μας κατέβει!».
«Ο στίχος αναφέρεται στο έπος», είπε γαλήνια ο μέγας μετρονόμος, ο απαραβίαστος κύριος του παιχνιδιού.
«Εσύ το λες αυτό;» άφρισα. «Μα εσύ ο ίδιος όρισες να μην μεταχειριζόμαστε στιχάκια από το έπος. H ελευθερία της φαντασίας...».
«Είναι φορές που τα γραμμένα συνιστούν την μόνη δυνατή ελευθερία της φαντασίας», είπε ο Ανδρέας και μετά χάσαμε πάλι τον έλεγχο, που μόλις πριν λίγο τον είχαμε επανακτήσει μετά από τρεις μέρες αλληλοφάγωμα. H Μαξιμώ, με ένα ουρλιαχτό χαράς όρμησε στον Διγενή. Το δόρυ τινάχτηκε προς το στήθος του αλλά εκείνος, με τη σιγουριά ενός κτήνους προοικονομημένου από τους θεούς του φωτός, απέκρουσε δίχως να σαλέψει καν τα δερματοντυμένα ποδάρια του. H ομάδα των απελατών άνοιξε σαν βεντάλια. Βράχοι και άνυδρα φτωχοβοτάνια του βουνού σκοτείνιασαν καθώς η μάχη άστραφτε με τα νερά της φαντασίας να συμβολοποιούνται στις συνειδήσεις μας, όπως λεκιασμένο τραπεζομάντιλο που γίνεται σημαία. Οι πελώριοι γκρεμοί από λαμπρό πεντελίσιο μάρμαρο αντιλαλούσαν τις φωνές και τα χουγιαχτά στέλνοντας τους ιριδισμούς των κρυστάλλων τους, μικροσκοπικών, απειράριθμων, να κεντούν πισωβελονιά την εικόνα του καθενός μας. Μου έρχονταν δάκρυα λύσσας. Πράξη! Πράξη! Και είχα τόσο πασχίσει να τους σύρω στην επικράτεια του λόγου, όπου θα μπορούσα να κάνω τον Διγενή πιστό αρνάκι μου, όπου η Μαξιμώ θα μ' αγαπούσε. Πού το είχε θυμηθεί ο βλίτος εκείνο το τσιτάτο; Οι αιχμές των κονταριών ακινητούσαν χορευτικά μπρος στα πάνοπλα στήθη. Ο απόστεγνος κι εύθρυπτος αέρας του απόβραδου εδονείτο λάγνα από τις άυλες χορδές των τοξευμάτων, τα οποία είχαν για στόχο στη γλώσσα της πραγματικότητας τη σάρκα και στη γλώσσα των συμβόλων τον ουρανό. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες είχε διαρκέσει κιόλας αυτό το παιχνίδι, «H αρπαγή της αγαπημένης του Διγενή», εκείνης που ήταν απλά ένας κατάλευκος χιτώνας στερεωμένος με πέτρες στο χείλος του μαρμάρινου γκρεμού. Τρεις μέρες πολεμούσε ο Διγενής τους απελάτες και τη Μαξιμώ. Ο Ανδρέας, μετρονόμος του παιχνιδιού, ευρέτης του και εταστής του, ήταν σαφής από την αρχή: Όλα θα γίνουν σαν να ήταν αλήθεια, είπε. Τα ρούχα, τα όπλα, τα λόγια. Θα δινόμασταν στη γοητεία της πιθανότητας, κι έτσι δεν θα ξέραμε από πριν την εξέλιξη της ιστορίας.
Τρεις μέρες πολεμούσαμε στα αρχαία λατομεία της Πεντέλης, όπου ο ουρανός πρόβαλλε ανάμεσα στις κατακόρυφες πλαγιές σαν αποσιωπητικό σε απολιθωμένη πρόταση, όπου τα μισόξερα φυτά απελπίζονταν ίδια με τις καρδιές μας. Τα βράδια, διαλυμένοι από την πράξη της φαντασίας, τρώγαμε, πίναμε, τραγουδούσαμε και χορεύαμε στους ρυθμούς δολοφονικής χέβι-μέταλ στην κατασκήνωσή μας, στη σπηλιά του Νταβέλη.
Κάτω από τον μύθο που παίζαμε, είχε σηκώσει το φιδίσιο κεφάλι της η αλήθεια. Κάτω από την επίφαση του κερματισμένου τοπίου είχε προβάλλει αμείλικτη η τρομερή φύση του βουνού, το ιερό Πεντελικόν όρος, με τα πανάρχαια λατομεία, σχιστές τσεκουριές στο σώμα του λευκότατου μαρμάρου. H πέτρα καθοδηγούσε το αίμα, ο καιρός της νύχτας ιρίδιζε ποτίζοντάς μας ως τα φυλλοκάρδια με τη σκόνη των νεκρών. Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας, κατά κόσμον Κωστής, υδραυλικός, φοιτητής TEI, πολεμούσε με το δόρυ, το σπαθί και το δοξάρι όπως εναρμόνια πελώρια βαλανιδιά, τέλειος ισορροπιστής του κορμιού του και του βουνού - όλοι ήμασταν απόξενοι απέναντί του.
«Ρε παιδιά», ούρλιαξα απελπισμένα καταλαβαίνοντας ξάφνου ακέραιο το νόημα, «παίζουμε, είναι παιχνίδι, ένα παιχνίδι ρόλων είναι, μη σκοτωθούμε κιόλας, ο Ανδρέας το σχεδίασε ρε παιδιά, τα σπαθιά είναι αντίγραφα, είμαστε ψεύτικοι ρε, ο Διγενής είναι ο Κωστής, είναι ψεύτικος!».
H Μαξιμώ, η ζόρικη Μαρία η γραφίστρια, που έκανε τόσο χαζά ρόδινα κόμικς, όλο γυναικείες μαλακιούλες, χούγιαξε και μου έριξε ένα πλαστικό βέλος φτερωμένο με πούπουλα κότας. Σφύριξε πάνω από το κεφάλι μου το φονικό παιχνίδι. Ο γερο-Φιλοπαππούς, ο τριανταπεντάχρονος, χοντρός και φαλακρός δικηγόρος, ούρλιαζε κραδαίνοντας το νικέλινο σπαθί του, με το στήθος ματωμένο, αν και υποτίθεται χτυπούσαμε τον γαλάζιο αέρα. Ο Ανδρέας σημείωνε σχολαστικά τους βαθμούς Ανταμοιβής σιωπηλός, σηκώνοντας κάθε τόσο τα καρτελάκια του. Τότε ακούστηκε η σειρήνα.
Το περιπολικό φρενάρισε τσιρίζοντας στον χωματόδρομο μπροστά στο αρχαίο νταμάρι. Ένας αστυνομικός με φαιοπράσινη στολή βγήκε, στυλώθηκε με ανοιχτά τα πόδια μες στις στερνές αχτές του ήλιου.
«Ρε κωλόπαιδα», κραύγασε, «έχετε αναστατώσει όλη την Πεντέλη, έχουμε κι Ολυμπιακούς, κι ανεβαίνουν οι τουρίστες για να δουν τα λατομεία... Για κατεβείτε, σκατοαλήτες, να πάμε στο τμήμα! Στη μάντρα του Ασπρόπυργου θα σας κλείσουν, γελοίοι. Άντε!».
Ο Ανδρέας κρυβόταν δίπλα μου. Σηκώθηκε, έριξε το ζάρι των Αποφάνσεων. Έφερε άσο.
«Διγενή!» φώναξε. «Έχεις πέντε. Μπορείς να δώσεις μια μπρούτα απάντηση».
Ο Διγενής, ο Κωστής ο υδραυλικός, ο καλύτερός μου φίλος, βγήκε από τους βράχους, σήκωσε ψηλά το τόξο δείχνοντάς το, είπε:
«Ταύτα γαρ εισίν όπλα δικαιοσύνης».
Το βέλος βρήκε τον αστυνομικό κατάστηθα. Έπεσε μονοκόμματα. «Δέκα στα δέκα», μουρμούρισε ο μέγας μετρονόμος, ο ποιητής κι αναρχικός Ανδρέας και σημείωσε τον βαθμό, ενώ η Μαξιμώ και οι απελάτες κομμάτιαζαν με τα σπαθιά τους τον άλλο αστυνομικό καθώς εκείνος προσπαθούσε να ξεμπερδέψει από τη θήκη το πιστόλι του.
Έτσι έγινε. Και τώρα κατέβαιναν το αρχαίο λιθόστρωτο αστραφτεροί, με τις αλουμινένιες πανοπλίες, τα σπαθιά - ρεπροντιξιόν, τα μπιχλιμπίδια αγορασμένα από το Μοναστηράκι. Κατέβαιναν προς τη μεγάλη πόλη που άναβε τα φώτα της. Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας μπροστά αγέρωχος, κοντά του η ωραία Μαξιμώ, η βασίλισσα των Αμαζόνων, πίσω οι απελάτες.
«Τι τα θες;... ακόμα κι ο πιο χαμένος του παιχνιδιού, όλα τα μπορεί», είπε ο Ανδρέας ρίχνοντάς μου στα πόδια το ζάρι των Αποφάνσεων. Μετά, ακολούθησε τους άλλους σημειώνοντας ολοένα τους βαθμούς Ανταμοιβής.
Έμεινα μόνος με τον λευκό χιτώνα, την αγαπημένη του Διγενή, στερεωμένον με πέτρες στο χείλος του γκρεμού. Δεν μπορούσα να τους ακολουθήσω. Αλίμονό μου, πίστευα πάντα στην πραγματικότητα κι όχι στην αλήθεια.

[Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 29.7.2004]

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Ανοιξιάτικες πολύχρωμες ομπρέλες

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

«Τώρα που κάθομαι άνεργος [1] και λογαριάζω», όπως έλεγε κι ο Σεφέρης, ανεξίτηλες εικόνες από το εκπαιδευτικό ταξίδι στην Ιταλία κατακλύζουν τη μνήμη.
Ανακατωμένες οι λέξεις, επίθετα και ουσιαστικά, ρήματα και προθέσεις, εγκλίσεις, χρόνοι κι αριθμοί, σαν τα φύλλα που σωριάζει ο Βοριάς στην άκρη του δρόμου. Βασανίζει ο χρόνος που περνά ατελέσφορα και σφίγγει τα μελίγγια όπως του μετανάστη το βήμα που τρέχει με την πολύχρωμη ομπρέλα και τις σπασμένες αντένες κάτω απ΄ τη βροχή. Πώς να πλέξω λόγο, να ζωγραφίσω τις εικόνες που ξεπρόβαλαν μπροστά μου, όταν τράβηξα τις κουρτίνες της καμπίνας πάνω στο μεγάλο πλοίο λίγο πριν λύσουν οι κάβοι. Πώς να κάμω το χορτασμένο να δακρύσει σαν την κληματαριά της αυλής που της κόβουν τις βέργες για να πετάξει καινούργιες. Και πώς να μην αδέξια ξεβάψω τα ροδαλά χαμόγελα απ΄ τα νεαρά βλαστάρια που κρατούσα το χέρι στα φανάρια των δρόμων…
Οι εργασίες των μαθητών παραδόθηκαν στην ώρα τους. Ήταν απαραίτητος όρος για να επιλεγούν οι καλύτεροι. Στις τελευταίες οδηγίες τονίσαμε να έχουν μαζί τους ζεστά ρούχα κι ομπρέλες κι ας ταξιδεύαμε ανήμερα στη γιορτή της Άνοιξης. Οι νέοι αρνούνται να κρατήσουν ομπρέλες, τις αφήνουν στους μεγάλους που κουβαλούν άγχη και φόβους.
Την παραμονή το νησί αποκλείστηκε από τον άγριο Πουνέντε που λυσσομανούσε κι έκανε τα κυπαρίσσια να μοιάζουν με λιγνόκορμες μαυροφορεμένες γριές που υποκλίνονται στο χρόνο και δέονται για του παραδείσου τη θέση. Πρωινές ακτίνες ξεπρόβαλαν ανάμεσα στα σύννεφα με την κομμένη ουρά και στο λιμάνι μια καινούργια μπόρα άνοιξε τις πολύχρωμες ομπρέλες μας σαν πινελιές ελπίδας σε γκρίζο φόντο.
Στην Πύλη 6 το γυάλινο κτίριο γέμιζε βιαστικούς ταξιδιώτες. Μεγάλες βαλίτζες άδειασαν ντουλάπες και συρτάρια στη σιγουριά της αφθονίας και τα πορτοφόλια γέμισαν χάρτινες αξίες. Κινητά τηλέφωνα φορτίστηκαν πανέτοιμα ν' απαλύνουν τον πρόσκαιρο απογαλακτισμό και ν΄ απαθανατίσουν πρωτόγνωρες εικόνες. Το μεγάλο κόκκινο πλοίο καθάριζε σαλόνια και καμπίνες, κι οι λευκοί μάγειροι έριχναν τα τελευταία καρυκεύματα σε πυρωμένα σκεύη.
Η ημέρα της άνοιξης έλαμπε στα πρόσωπα των δεκαεξάρηδων, αγοριών και κοριτσιών, που άρχιζε με το πρώτο ταξίδι έξω απ΄ τα σύνορα της χώρας. Οι πολύχρωμες ομπρέλες έκλεισαν για ν' ανοίξουν πολύχρωμα όνειρα σε ξένους κι άγνωστους τόπους. Καμαρότοι με παπιγιόν έδειξαν το δρόμο για τις καμπίνες, όλες εξωτερικές με μεγάλα φινιστρίνια!
Έξω από τους δεμένους κάβους οι πολύχρωμες ομπρέλες είχαν σπασμένες τις αντένες σαν τα όνειρα των μελαψών δακτύλων. Όταν βρέχει τρέχουν στους κάδους για να βρουν ομπρέλες και στα χέρια δεν κρατούν βαλίτζες, μόνο τρέχουν πάνω από τις ράγες και κάτω από τις ράγες, κάτω από παροπλισμένα βαγόνια και μέσα σε ξεχασμένους γέρικους συρμούς. Μετανάστες στο άνθος της νιότης σταματούν το χρόνο στα άδεια πορτοφόλια, ανάμεσα στις σκουριασμένες ράγιες με θέα τα φουγάρα των μεγάλων πλοίων που λύνουν και δένουν σε σιδηρόφρακτους κάβους. Όνειρα που γεννιούνται και πεθαίνουν σε κάθε σφύριγμα του πλοίου… Παρατάσεις ζωής με μαραγκιασμένο στομάχι και πληγωμένες αισθήσεις.
Στο πρυμναίο μπαρ οι μεγάλες τζαμαρίες αποκάλυψαν το θυμό του Ποσειδώνα που φούσκωνε και κύλαγε πελώρια κύματα πάνω στο μεγάλο καράβι. Κι εκείνο τα ΄σπαγε και τα ΄φριζε σαν ν΄ ανοίγουν μπουκάλια σαμπάνιας στο μεθυσμένο χορό. Στις βαθιές πολυθρόνες ο Όμηρος αοιδός συγκλονίζει τη σχεδία του Οδυσσέα που συντρίβεται στη δεινή θύελλα των μικτών ανέμων. Το πρώτο μάθημα ιστορίας του πελαγίσιου ταξιδιώτη σε νερά της Αδριατικής... Το καλοφτιαγμένο πλοίο χαρίζει την απόλαυση του κυματισμού και τα δάκτυλα της νιότης παίζουν στα τάστα της κιθάρας τραγούδια της θάλασσας
Στην επτάλοφη Αγκόνα καλωσορίζουν μουσικά κονσέρτα, και σχολικές οθόνες προβάλλουν την Ιόνια αλμύρα που κεντά τις ακτές του Τζάντε και φωλιάζουν μοναδική πανίδα. Την ώρα των αρχαίων ελληνικών στα ιταλικά θρανία ο πολύπαθος Οδυσσέας μονολογεί τις συμφορές του νόστου σε τροχαϊκό εξάμετρο. Αλλά τι κρίμα! Ο οργισμένος Σιρόκος έσπασε τις αντένες στις πολύχρωμες ομπρέλες της απογευματινής βόλτας…
Ολονυχτίς τα σύννεφα ταξιδεύουν στον κύκλο του θόλου και στην Αιώνια Πόλη γιαπωνέζοι τουρίστες ανοίγουν ανοιξιάτικες πολύχρωμες ομπρέλες, ασπίδες στου ήλιου την κάψα. Κολοσσαίο, αψίδες, εκκλησίες, μεγάλοι κίονες και σπασμένα τόξα απομεινάρια αλλοτινής αίγλης δεσπόζουν θεατές του κόσμου. Μα στο λιμάνι βρέχει κι ο νους καλπάζει λαθραία σε πολύχρωμες ομπρέλες με σπασμένες αντένες που σφίγγουν οι μελαψές παλάμες. Πολύχρωμα όνειρα σπασμένα απ΄ του ξενιτεμού τη μοίρα ασφυκτιούν στου γύψου το ψύχος.
Θάμβος για το αρχαίο κάλλος, αυτιά και μάτια που γεμίζουν σαν τις κυψέλες σε στεγνό σφουγγάρι. Σπινθηροβόλο βλέμμα, βαθύ λευκό σε μελαψή κορνίζα, πάνω στα κοφτερά κάγκελα, αγωνία και τρόμος η τόλμη του πρόσφυγα με τ΄ άδεια χέρια στις τρύπιες τσέπες.
- Γιατί, κύριε, τους εμποδίζουν να πλησιάσουν στο δικό μας κόσμο; Κοιτάξτε πώς σκαρφάλωσαν να μας φτάσουν! Κι οι μπάτσοι πώς τους κυνηγούν!
Πολύχρωμες ομπρέλες στου μεταξιού τη λάμψη, πολύχρωμες ομπρέλες με τσακισμένες αντένες. Δυο ξεχωριστοί κόσμοι στα δεσμά του νόμου κάτω απ΄ τον ίδιο ήλιο, στις ίδιες σταγόνες βροχής!

1. Η εξώπορτα του σχολείου αλυσοδεμένη στενάζει στα δεσμά της. Το 2ο Λύκειο βρίσκεται πάλι υπό κατάληψη ισχυρής μειοψηφίας μαθητών.

Ζάκυνθος 3-4-2009
[Στη φωτό: Ομπρέλες του Γιώργου Ζογγολόπουλου]

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Gustavo Adolfo Bécquer: ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Μετάφραση: Ελένη Δημάκου)


[Από το βιβλίο "Γουσταύο Αδόλφο Μπέκερ: Ποιήματα".
Επιλογή - Μετάφραση - Εισαγωγή: Ελένη Δημάκου, εκδόσεις Κουλτούρα, Αθήνα 2009]


XXI

-Τι είναι η ποίηση; Με ρωτάς
ενώ καρφώνεις τα γαλάζια μάτια σου
στα δικά μου.
Τι είναι η ποίηση...! Και με ρωτάς;
Εσύ είσαι η ποίηση!


XXXVIII

Οι στεναγμοί είναι αέρας
και σπάνε στον αέρα!
Τα δάκρυα είναι νερό
και πάνε στη θάλασσα!
Πες μου, γυναίκα, όταν η αγάπη
λησμονιέται,
ξέρεις εσύ πού πάει;


LXXXIV

Μπορεί να σκοτεινιάσει για πάντα ο ήλιος,
μπορεί να στεγνώσει σε μια στιγμή η θάλασσα,
μπορεί να σπάσει της γης ο άξονας
σαν εύθραυστο κρύσταλλο.
Όλα μπορούν να γίνουν! Μπορεί κι ο θάνατος
να με σκεπάσει με το πένθιμο πέπλο του,
όμως ποτέ δεν μπορεί να σβήσει μέσα μου
η φλόγα της αγάπης σου.


ΧΧΧ

Στα μάτια της κρεμόταν ένα δάκρυ
και στα χείλη μου λόγια συγνώμης,
μίλησε η περηφάνεια της και στέγνωσε το κλάμα
και τα λόγια δεν βγήκαν απ' τα χείλη μου.

Τώρα ο καθένας μας παίρνει το δρόμο του,
όμως σαν σκέφτομαι την αγάπη μας αναρωτιέμαι:
γιατί σώπασα εκείνη τη μέρα;
Κι' αυτή ίσως πει: γιατί δεν έκλαψα;


LXIII

Σαν σμήνος από θυμωμένες μέλισσες
από μια σκοτεινή γωνιά της μνήμης
βγαίνουν και με καταδιώκουν
οι αναμνήσεις απ' τα περασμένα.

Πόσο θέλω να φύγουν! Όμως, μάταιος κόπος!
Με τριγυρίζουν όλες, με καταδιώκουν,
και να καρφώσουν έρχονται το μυτερό κεντρί τους
που την ψυχή φλογίζει.


ΧΧΙΙΙ

Για μια ματιά, τον κόσμο.
Για ένα χαμόγελο, τον ουρανό.
Για ένα φιλί... Κι' εγώ δεν ξέρω
τι θα σού έδινα για ένα φιλί!


XLIV

Σαν ανοιχτό βιβλίο διαβάζω
το βάθος των ματιών σου.
Γιατί τα χείλη σου να προσποιούνται πως γελούν
ενώ τα διαψεύδουν τα μάτια σου;

Κλάψε! Μη ντρέπεσαι να ομολογήσεις
πως μ' αγάπησες λίγο.
Κλάψε! Κανείς δεν μάς κοιτάζει.
Και με βλέπεις;
Είμαι άντρας.... κι' όμως κι' εγώ κλαίω.


ΧΧ

Να ξέρεις, εάν κάποτε
ένας ζεστός αέρας κάψει
τα κόκκινα χείλη σου,
ότι η ψυχή, όπως μπορεί
να μιλάει με τα μάτια,
έτσι μπορεί να σε φιλάει
με το βλέμμα.


XVII

Σήμερα η γη κι' ο ουρανός μού χαμογελούν,
σήμερα φτάνει στα βάθη της ψυχής μου ο ήλιος,
σήμερα την είδα... την είδα και με κοίταξε...
Σήμερα πιστεύω στο Θεό!

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

π. Βασιλείου Θερμού: Η ΑΔΗΛΗ "ΠΟΙΗΣΗ" ΤΩΝ ΚΡΥΦΩΝ "ΙΕΡΕΩΝ"

Υπάρχουν ιερείς που γράφουν ποίηση. Για να φανερώσουν στον κοινό έλεγχο τις μύχιες ευαισθησίες πού ακούσαμε προηγουμένως. Για να υποβάλουν τα αισθήματά τους στο γονιμοποιό άγγιγμα του αδελφού και να τού τα παραδώσουν φιλάδελφα για τη δική του γονιμοποίηση. Ιερείς οι οποίοι, πέρα από τη φωτιά του Θυσιαστηρίου που είναι πάντα το μείζον, «ανάβουν στίχους να ξορκίσουν το κακό που πλάκωσε τη χώρα», για να θυμηθούμε τον Ρίτσο.
Υπάρχουν όμως άνθρωποι που ζουν την ποίηση. Η ποιότητα των αισθημάτων τους είναι ποιητική, ο ίλιγγος της ακροβασίας στον οποίο επιδίδεται η ψυχή τους διαθέτει δημιουργική δύναμη, τα αγκομαχητά της ύπαρξης τους μεταμορφώνουν αργά την καρδιά και τον λόγο. Είναι οι άνθρωποι που παράγουν ποίηση, η οποία όμως δεν θα φτάσει ποτέ στο χαρτί. Τους δόθηκε η χάρη «να μιλήσουν απλά, χωρίς πολλά μαλάματα», για να θυμηθούμε τον Σεφέρη. Ίσως να μην καταλαβαίνουν την ποίηση και οι ίδιοι όταν την διαβάζουν. Σ' αυτούς πιθανόν ν' ανήκουν και κάποιοι από σάς.
Υπάρχουν επίσης άνθρωποι πού παλεύουν στη ζωή με ιερατικό ήθος. Είναι οι άτυποι «ιερείς» που ανταποκρίνονται στη διαχρονική ιερατική κλήση του Θεού προς το ανθρώπινο γένος, χωρίς να το γνωρίζουν, και φυσικά, χωρίς να καυχώνται γι' αυτό. Είναι αυτοί πού προσφέρουν όχι αναίμακτη αλλά αιματηρή (από το αίμα της ψυχής τους) ιερουργία στην αγία τράπεζα τού είναι τους. Αυτοί οι οποίοι στηρίζουν τον κόσμο, που ευεργετούν ανεπίγνωστα όλους μας. Σ' αυτούς πάλι ίσως ν' ανήκουν και κάποιοι από σάς.
Τότε γιατί να χρειάζεται ξεχωριστή μνεία και δημόσια πανήγυρη το γεγονός ότι κάποιοι ιερείς γράφουμε ποίηση; Αφού δεν είναι αυτονόητο ότι διαθέτουμε ιερατικό ήθος και μόνο από την ιδιότητα μας. Και εφ' όσον άλλοι ενδέχεται να εκβάλλουν φωνήεντες στεναγμούς, περισσότερο ποιητικούς από τούς δικούς μας, αλλά τούς λείπει ἡ ικανότητα να τούς βάλουν σε λέξεις. Αφού των αισθημάτων η συνειδητοποίηση και η αποτύπωσή τους στο χαρτί μπορεί και να είναι υπόθεση κάποιων κυτταρικών κυκλωμάτων του εγκεφάλου. Κάτι δηλαδή για το οποίο δεν μοχθήσαμε, δόθηκε.
Να γιατί δεν αποτελεί επιβεβλημένη τυπική αβροφροσύνη αλλά αυτονόητη αλήθεια να ομολογήσουμε ότι μία τέτοια βραδιά ανήκει σ' εκείνους πού δεν έγραψαν ποτέ ποίηση, ούτε καν το διανοήθηκαν. Σ' εκείνους που ίσως και να μην καταλαβαίνουν την ποίηση όταν την ακούν. Σ' εκείνους ακόμη που μένουν μακριά από την ιεροσύνη χωρίς να έχουν ποτέ φιλοσοφήσει την ουσία της. Αλλά που ζουν ποιητικά και ιερατικά. Που ενσαρκώνουν το στίχο του Ελύτη: «Λάμπει μέσα μου εκείνο πού αγνοώ κι ωστόσο λάμπει».

Και επειδή κάποιοι από σάς ίσως ήδη αναρωτιέστε τι σημαίνει αυτό και ποιοι είναι αυτοί, ας αφήσω τους ίδιους τους ποιητές να το εκφράσουν. Ποιος είναι ο άδηλος «ποιητής» και κρυφός «ιερέας»;
Κατ' αρχήν είναι εκείνος πού διασώζει την απλότητα μέσα στη χαρά του, όπως μάς το διατύπωσε ο πεζογράφος ποιητής μας, ο κυρ-Αλέξανδρος:
«Τόσον πολύ ευτυχής ώστε ούτε το υποπτεύει».
Ύστερα έρχεται εκείνος που αποκρυπτογραφεί τη σιωπή, όπως μνημειακά το διέσωσε ο Τάσος Λειβαδίτης:
«Και κάθε φορά πού μου μιλούσαν για τον Θεό δεν τούς πίστευα. Αλλά ύστερα, όταν έμενα μόνος με τη σιωπή, καταλάβαινα και τον Θεό και το έργο του».
Κατόπιν ακολουθεί ο έλλογα εμπιστευόμενος, ο διακρίναντας την των πάντων αιτίαν, ο αυτοπαραδινόμενος στον Πλάστη του, ο Οποίος διά του Ρωμανού αποκαλείται:
«Ο ηνιοχεύων την των κινουμένων πνοήν».
Και μετά ιδού ο ποθών εν αγωνία την θεία τροφή του, ο επιπίπτων εις την Βασιλείαν ως «βρώσιν και πόσιν», κατά το υμνογραφικό της Εξόδου: «Νάουσαν ακρότομον προστάγματι σω / στερεάν εθήλασε πέτραν ισραηλίτης λαός / η δε πέτρα συ, Χριστέ, υπάρχεις και ζωή...».
Έπεται ὁ εραστής της συνεργίας, ο διά της πράξεως τον Θεόν εισάγων εις την οικουμένην. Πάλι ο Λειβαδίτης το εδήλωσε: «Κύριε, τι θάκανες χωρίς εμένα; Είσαι η μεγάλη σιωπηλή άρπα / κι είμαι το εφήμερο χέρι πού ξυπνάει τις μελωδίες σου».
Και από κοντά ο επ' ελπίδι αρδεύων και αρδευόμενος, κατά τον Σολωμό:
«Στον κόσμο τούτον χύνεται και σ' άλλους κόσμους φθάνει».
Και ακόμη εκείνος πού προσδοκά την αλήθεια μετά από το κατώφλι του θανάτου και γι' αυτό (και μόνο γι' αυτό) δεν φοβάται. Όπως μας το θύμισε ο Ελύτης:
«...Αλλ' / η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται».
Κι εκείνος που πασχίζει ν' αντέξει την όποια αναπηρία και ανημπόρια του και παρ' όλα αυτά να βγάλει μελωδία. Κυρίως μάλιστα όταν η αναπηρία δεν περνάει για τέτοια, όταν δεν τυγχάνει αναγνωρίσεως. Όπως μαστορικά ο Λειβαδίτης το αποτύπωσε:
«Ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ ένα χέρι βιολί, όταν με το άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του».
Κι ακόμη εκείνος που χτυπιέται με το κακό και με τον Κακό, που πληγώνεται αλλά σηκώνεται, όπως ο Αρχηγός του, «κατάστικτος τοις μώλωψι και πανσθενουργός» κατά την Κασσιανή, την ποιήτρια της θεοσώμου ταφής. Που φροντίζει δημιουργικά να ιερατεύει τον πόνο, ώστε να πληρωθή το ρηθέν διά Ελύτη του ποιητού λέγοντος:
«Εάν μάς χτυπούν, να βγάζουμε ήχο καθαρό».

Αυτοί (σίγουρα και άλλοι που παρέλειψα) είναι οι κρυφοί «ιερείς» πού γράφουν άδηλη «ποίηση». Αύριο το πρωί θα ξαναγίνει ακόμη μια φορά εκείνο πού περιγράφει ο Κάλβος: «Τα μυρισμένα χείλη / της ημέρας φιλούσι / το αναπαυμένον μέτωπον / της οικουμένης». Και θα ξαναπάρουν τον δρόμο της καθημερινότητας που τούς δόθηκε και την αποστολή που έχουν να ολοκληρώσουν.
Ξένοι φαινομενικά και προς την ιεροσύνη και προς την ποίηση - και αυτό είναι το σκάνδαλο. Πώς γίνεται έξω από τη μάνδρα νάσαι πιό δεκτικός από τους μέσα ή πιο αγόγγυστος οδοιπόρος; «Είχα φτάσει τόσο μακριά που ένιωθα στον ώμο μου το στεναγμό του Θεού» δηλώνει πάλι ο Λειβαδίτης. Και μήπως είναι πιότερο μακάριοι που δεν το γνωρίζουν;
Και το σκάνδαλο κορυφώνεται όταν διαπιστώνεις στην πράξη ότι ξεφεύγουν από τα στερεότυπα που περίμενες, ίσως και να σε απογοητεύουν ή να σε κουράζουν με τη πρώτη ματιά. Πριν από χρόνια είχα άτεχνα αποπειραθεί να μιλήσω γι' αυτούς τους χειρώνακτες των αισθημάτων, αυτούς οι οποίοι θα αποτελέσουν τίς τύψεις μας των εσχάτων κι έτσι βγήκε αυτό το μικρό ποίημα:
«Πρόσωπα, αλλοίμονο!/ των αδελφών που βαστάζουν / επάνω τους τραχέα, / ιδιόρρυθμα, δυσήνια, / τα περάσματα της Αλήθειας / - όσα αρνηθήκαμε».
Είχαμε προειδοποιηθεί γι' αυτή την ξενότητα από τα παλιά τα χρόνια, όταν φιλοτεχνούντο τα σχέδια για τη Νέα Σιών. Εξαγγέλλει ο Ησαΐας: «Και οικοδομήσουσιν αλλογενείς τα τείχη σου... και ήξουσιν αλλογενείς ποιμαίνοντες τα πρόβατά σου και αλλόφυλοι αροτήρες και αμπελουργοί». Δεν είναι προσωπολήπτης ὁ Θεός μας. Και αυτό που προσπαθούμε να κάμουμε οι ιερείς ποιητές είναι τίποτε περισσότερο από το να ανοίξουμε την ψυχή μας στη μοναδικότητα του καθενός από αυτούς τούς διπλά ξένους, να τους αφουγκραστούμε σεβαστικά, να αναλάβουμε τις δοκιμασίες τους στην καρδιά μας, να γίνουμε η φωνή τους, όπως άλλωστε η λειτουργική μας διακονία μάς χρέωσε.
Σ ένα ιαμβικό τροπάριο των Χριστουγέννων ο Ιωάννης Δαμασκηνός λέει στον Χριστό: «Ήκεις, πλανήτιν πρός νομήν επιστρέφων / την ανθοποιόν εξ ερημαίων λόφων, / η των εθνών έγερσις, ανθρώπων φύσιν, / ρώμην βιαίαν του βροτοκτόνου σβέσαι, / ανήρ φανείς τε και Θεός προμηθεία».
Με την Ενανθρώπηση του Λόγου, δηλαδή, η περιπλανώμενη ανθρώπινη φύση επιστρέφει από τις ερημιές στην «ανθοποιόν νομήν». Ανθοποίησις - μήπως αυτός δεν είναι ο κλήρος του καθενός μας, και πιο πολύ του κλήρου;

[Η παραπάνω Ομιλία του π. Βασιλείου Θερμού εκφωνήθηκε κατά τη μουσικοφιλολογική εκδήλωση για την ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, που διοργάνωσε στην Πάτρα ο θεολόγος και μουσικός Παναγιώτης Ανδριόπουλος, στις 14 Ιανουαρίου 2007. Από εκεί και η παραπάνω φωτό του π. Θερμού.

Ανάλογη Ομιλία έκαμε το ίδιο βράδυ και ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας, με τον τίτλο "Νύξεις για την ποίηση των ιερέων", την οποία μπορείτε ν' αναγνώσετε εδώ.]

Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

Εκδόσεις Περίπλους / Διονύσης Βίτσος: [Αποσπάσματα από έξι αθηναϊκές ιστορίες]


ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Το σπίτι και ο χρόνος


Η γειτονιά «καλλιτέχνιζε». Αρκετοί γνωστοί των Γραμμάτων και Τεχνών ζούσαν στα πέριξ. Συχνά ανεβαίνοντας την οδό Ροβέρτου Γκάλι λίγο πριν την ανοιχτωσιά του «Διόνυσου», γωνία με την οδό Ουέμπστερ, στο ισόγειο έμενε ο Μποστ. Εάν το παράθυρο του γραφείου του, που έβλεπε την Ροβέρτου Γκάλι ήταν ανοικτό, σταματούσα προς στιγμή να κοιτάξω κλεφτά μέσα γιατί είχε πολλά έργα του αναρτημένα στον απέναντι του παραθύρου τοίχο. Θυμάμαι το ανάπτυγμα, σε κατά το μήκος τομή, ενός πλοίου μέσα στο οποίο μάλλον περίεργα πράγματα γινόντουσαν, αλλά η απόσταση και το μέγεθος δεν μου τα μαρτυρούσε. Από την κουνιάδα του, με την οποία έτυχε να παίρνουμε μαθήματα αγγλικών από την ίδια δασκάλα, έμαθα ότι ήταν η «Χριστίνα» του Ωνάση. Του το είπα όταν τον γνώρισα στην Θεσσαλονίκη το ’75, σε προεκλογική παρουσία του ΚΚΕ με το οποίο κατέβαινε υποψήφιος. Μαζί του ήταν και ο συνυποψήφιος του, ο εκλιπών πλέον, καθηγητής του Α.Π.Θ. Παύλος Πετρίδης.
Στην οδό Ουέμπστερ κατοικούσε και ο Σπύρος Βασιλείου. Το σπίτι ήταν όψιμου νεοκλασικισμού, στο οποίο είχαν κάνει προσθήκη δύο ορόφων, όπου βρισκόταν το διαμέρισμα και το ατελιέ. Λόγω της γνωριμίας μου με τις δύο θυγατέρες του, επισκεπτόμουν το σπίτι όπου και με εντυπωσίαζε ο μεγάλος πίνακας αναπαράστασης της θέας που είχε από την πίσω πλευρά, προς την Ανατολή.
Η εικόνα ξεκινούσε από τα Προπύλαια της Ακρόπολης και έφτανε στην νότια κορυφογραμμή του Υμηττού. Σχεδόν στη μέση στο κάτω μέρος, έβλεπα το σπίτι του αγαπημένου φίλου Γιώργου Π. Η αυλή του οποίου είχε μεσοτοιχία με το σπίτι των Βασιλείου και ήταν και ο λόγος γνωριμίας μας με τα κορίτσια. Όχι πολύ μακριά από τον Σπύρο Βασιλείου, μένει ακόμη ο Μίκης Θεοδωράκης.
Στη συμβολή των οδών Μισαραλιώτου και Βεΐκου ήταν μέχρι τα μέσα του ’60 και η διώροφη κατοικία της οικογένειας του ζωγράφου Αλ. Αλεξανδράκη. Από τα ωραιότερα εκλεκτιστικά κτίρια της παλιάς Αθήνας με μεγάλο κήπο και με κάποια, απ’ ό,τι θυμάμαι, «ντροπαλά» στοιχεία Αρ Νουβώ.
Δίπλα στο σπίτι μας, από δεξιά, σε μία διώροφη οικοδομή έμενε το ζεύγος Φραντζεσκάκη του «Ζυγού». Όταν το σπίτι έγινε πολυκατοικία (η πρώτη της γειτονιάς), έφυγαν. Δεν έτυχε να ξανασυναντηθούμε.
Τους κτυπούσα το κουδούνι, παιδί τότε για μία καλημέρα, με την ελπίδα όμως να μπω για λίγο στο διαμέρισμα, όπου θαύμαζα στους τοίχους ωραία έργα ζωγραφικής και χαρακτικά. Μου προκαλούσαν γοητεία οι πρωτότυπες μήτρες για ακουαφόρτε και ξυλογραφία, που αναρτούσαν μαζί με άλλα έργα. Αρκετά χρόνια μετά, ένας αμερικανός φίλος χαράκτης με έβαλε στα μυστήρια αυτής της τέχνης, κάνοντας μαζί του τα πρώτα βήματα στην χάραξη του χαλκού και του τσίγκου.
Οι παλαιότεροι καλλιτέχνες εγκατεστημένοι στην περιοχή ήσαν, ο γλύπτης Γεωργαντής και ο Παρθένης. Ο πρώτος είχε το εργαστήρι του στην αρχή, σχεδόν, της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και ο δεύτερος στο τέρμα της οδού, εκεί που σήμερα βρίσκεται ένα παρκάκι. Το πρώτο υπάρχει ακόμη., Αυτό του Παρθένη υπέκυψε στην περί κατεδαφίσεων πολιτική βούληση του Καραμανλή του Α΄, έτσι ώστε να μην μολύνει την θέα προς την Ακρόπολη από το εστιατόριο- bar- καφετέρια ο «Διόνυσος». Στην ίδια οικογενειακή γραμμή επιμένει και ο Καραμανλής ο Β΄ με την απόφαση κατεδάφισης των δύο ωραίων κτιρίων της Δ. Αρεοπαγίτου για να προσφερθεί θέα προς την Ακρόπολη, χωρίς παρεμβολές, στους θαμώνες του bar- καφετέρια του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως. Η πρόσφατη αντιπαλότητα σχετικά με την κατεδάφιση, ή διατήρηση των δύο αυτών κτιρίων, μου αναζωπύρωσε το παλαιό συναίσθημα θλίψης και ματαίωσης που με κυριεύει όταν επιστρέφω στην Αθήνα, βλέποντας την επιταχυνόμενη αλλοίωση του αποτυπωμένου στα κτίριά της χρόνου, που παρασέρνει η κατεδάφιση όλων ό,τι αποτελούσε για μένα το ελάχιστο των εναπομεινάντων αναφορών μιας πόλης που απεμπόλησε το παρελθόν της. Γιατί το παρελθόν γίνεται σαν χημική ουσία, απλωμένη σε τοίχους και λιθόστρωτα, στα περίτεχνα κάγκελα, ή σε ξυλόγλυπτες θύρες, ουσία φωτογραφικού φιλμ που αποτυπώνει την αφή ανθρώπων και γεγονότων. Και είναι τραγικό να ψάχνω την Αθήνα που χάθηκε, ανατρέχοντας σε βιβλία που αναφέρονται στης πόλης τα συμβάντα, όπως οι φωτογραφίες του DMITRI KESSEL του Δεκέμβρη 1944. Κάποιοι αποφάσισαν να σβήσουνε τις ενοχές τους ξηλώνοντας το σκηνικό της τραγωδίας.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΔΗΜΟΥ
Είναι όμορφα εδώ στην Κυψέλη

Άλλη μια μέρα εδώ στο Βρετανικό Νησί της Κυψέλης. Μείναμε αποσβολωμένοι με το θαύμα της φύσης. Τουτέστιν, ένα σμήνος από μαύρα πουλιά που είχαν καλύψει τον ουρανό από την Κυψέλη έως το βουνό απέναντι. Πώς το λένε αυτό το βουνό δεν ξέρω. Θα ρωτήσω το Στηβάκι.
Το Στηβάκι ξέρει όλα τα βουνά της Αθήνας με τ’ όνομα τους και όχι μόνο. Ξέρει πού είναι ακριβώς. Εγώ πριν χρόνια νόμιζα ότι η Πεντέλη ήταν η Πάρνηθα και ο Υμηττός, μισός Υμηττός και μισός Πεντέλη. Νόμιζε ο άθεος προτεστάντης ότι θα μάθει από μένα τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά της Αττικής!
Ευτυχώς το κατάλαβε γρήγορα και χωρίς να με προσβάλλει, γιατί είναι τζέντλεμαν, άρχισε να με ξεναγεί στις ομορφιές του τόπου. Είδα ξανά το Πεδίο του Άρεως, το Ζάππειο, τον Εθνικό Κήπο. Αν και το Στηβάκι φοβάται να περνάει από εκεί όταν σκοτεινιάζει, γιατί μαζεύονται, λέει, πολλοί αστυνομικοί.
«Τι κάνουν εκεί οι αστυνομικοί, μωρό;» με ρωτάει. «Κάνα τσιγάρο θα κάνουν ρε μωρό μου», του απαντάω για να τον καθησυχάσω. Γιατί το Στηβάκι έχει ακούσει πολλές ιστορίες για την Ελληνική Αστυνομία απ’ τους αριστερούς φίλους μας και αγριεύεται άμα τους βλέπει.
Έλεγα, λοιπόν, ότι θαυμάζαμε το σμήνος με τα μαύρα πουλιά που πετούσαν πάνω από την Αθήνα. Εγώ και το Στηβάκι μόνοι στην ταράτσα του Βρετανικού Νησιού. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Και δεν θα το έβλεπα, αν δεν είχα τον φιλοπερίεργο μικρό εξερευνητή, να με πάρει σηκωτή και να με ανεβάσει επάνω.
Το σμήνος που κάλυπτε τον ουρανό, πετούσε επί σαράντα λεπτά. Ανέβαινε και κατέβαινε, γυρνούσε, χωριζόταν και ενωνόταν ξανά. Κάποια στιγμή βγήκε ένα παιδάκι στο μπαλκόνι κι αναθάρρησα. Αλλά γρήγορα το επανέφεραν στην τάξη: «Τι κάνεις παιδί μου στο μπαλκόνι; Έλα εδώ που καθόμαστε όλοι! Έχει επανάληψη τις ‘Πεθερές’ που σ’ αρέσουν».
Δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει, αλλά άμα σου λένε συνέχεια από μικρό ότι κάτι σου αρέσει ή δεν σου αρέσει, στο τέλος το πιστεύεις. Μου συνέβη με τις αγκινάρες. Για χρόνια η μάνα μου έλεγε: «Έφτιαξα αγκινάρες που δεν τις τρως. Θες να σου κάνω μια μπριζόλα;» Πείστηκα. Πολύ αργότερα, στα τριάντα δύο, ανακάλυψα ότι μ’ αρέσουν. Και μια μέρα, στο Κυριακάτικο τραπέζι, έγινε η μεγάλη αποκάλυψη. Πικράθηκε η μάνα μου…
Τέλος πάντων, για να επανέλθω, ο μικρός Γιωργάκης πήγε να δει τις «Πεθερές» σε επανάληψη κι εμείς συνεχίσαμε να βλέπουμε το ανεπανάληπτο θέαμα των πουλιών, που είχε φτάσει στους τίτλους του τέλους.
«Μωρό μου», φωνάζει το Στηβάκι, «όλα αυτά τα πουλιά μένουν στη Φοκίοουνις». Βλέμμα δυσπιστίας. «Αλήθεια, τα έχω ακούσει» επιμένει ο φυσιολάτρης, παρουσιάζοντας ακλόνητα στοιχεία. Και πράγματι, τα πουλιά άρχισαν τη μαζική τους κάθοδο και, λίγα-λίγα, χάνονταν στα δέντρα της Φωκίωνος Νέγρη.
Ο ήλιος έδυε, ο Γιωργάκης γλάρωνε στην τηλεόραση, το σμήνος κούρνιαζε στα άνω διαμερίσματα της πάλαι ποτέ ένδοξης Φωκίωνος, κι εμείς είπαμε να κλείσουμε τη μέρα μ’ ένα-άντε δύο επεισόδια Σταρ Τρεκ, για να το γλεντήσουμε.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΓΑΡΗΣ
Η μεγάλη απόφαση

¨Τον θυμάσαι τον Γιώργο, τον γιο της Ασπασίας, από την απέναντι πολυκατοικία; Για δυο χρόνια, είπε ότι θα πήγαινε στην Αθήνα, μόνο για όσο θα διαρκούσε η φοίτηση του σε εκείνο το ΙΕΚ και μετά θα επέστρεφε. Έξι χρόνια έχουν περάσει και ακόμα τον περιμένει η μάνα του, για να αναλάβει το ψιλικατζίδικο.
Της έχει πέσει η μέση, της κακομοίρας της Ασπασίας, να κουβαλάει όλη τη μέρα, τα καφάσια με τις Amstel, για να γεμίζει τα ψυγεία και ο κανακάρης της, ακόμα να φανεί. Δεν την αλλάζει, λέει, με τίποτα την Αθήνα, τώρα, που την έζησε. Τη λάτρεψε, λέει, και δεν θέλει να γυρίσει στο νησί. Ακούς καμώματα ο Γιωργάκης; Και εσύ μου λες, πως θες να σπουδάσεις εκεί; Θέλεις δηλαδή, να πάθεις κι εσύ τα ίδια; Να σου ρίξουν τίποτα στο ποτό σου, κανένα βράδυ, και να μην μπορείς να φύγεις ποτέ από εκεί;
Γιατί δηλαδή, κακή είναι η Πάτρα, που είναι και σχεδόν δίπλα μας; Μια ώρα με το καράβι, άλλη μια με το λεωφορείο και έφτασες. Θα πηγαίνεις την Κυριακή το βράδυ και το μεσημέρι της Παρασκευής θα μπαίνεις στο λεωφορείο και θα έρχεσαι να σε βλέπουμε λίγο και εμείς. Τι τη θες την πρωτεύουσα; Τόσα χρόνια, στην πρωτεύουσα του νησιού δεν μένουμε; Σου έλειψε ποτέ ο πρωτευουσιάνικος αέρας; Όχι πες μου, σου έλειψε;¨
Η διαπεραστική φωνή της κυρά Βασιλικής, αψηφώντας τα ωράρια κοινής ησυχίας και τα ευαίσθητα νεύρα της γειτονιάς, εκείνο το κυριακάτικο μεσημέρι, ακουγόταν πιο αγχωμένη από ποτέ. Ανεβασμένη πάνω στη ¨Σκάλα του Μιλάνο¨, έτσι είχε βαπτίσει ο άντρας της, τη σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα, έδινε για μια ακόμη φορά τη δική της παράσταση, έξω από το παράθυρο του Περικλή, αφού για κακή του τύχη, η συγκεκριμένη σκάλα περνούσε ακριβώς μπροστά από το δωμάτιό του.
¨Κάνεις πως δεν ακούς τώρα, έτσι; Ξέρεις πως έχω δίκιο και δεν απαντάς!¨ Κρατώντας στο ένα της χέρι, τα φρεσκοπλυμένα ρούχα που επρόκειτο να απλώσει σε λίγα λεπτά και στο άλλο τη σακούλα με τα μανταλάκια, συνέχιζε ακάθεκτη την υψηλόφωνη διάλεξή της, αν και κατά βάθος ήξερε, πως οι ωτασπίδες που συνήθιζε να φοράει ο Περικλής, όταν κοιμόταν, ήταν εξαιρετικά καλής ποιότητας και δεν υπήρχε περίπτωση, όσο δυνατά κι αν φώναζε, να βγει κερδισμένη, σ’ αυτή την άνιση μάχη με την τεχνολογία.
¨Πάω να απλώσω τα ρούχα και τα υπόλοιπα θα τα πούμε σε λίγο, στο τραπέζι. Σήκω και ντύσου να φάμε, μεσημέριασε και εσύ ακόμα κοιμάσαι, σε χειμερία νάρκη έχεις πέσει; Προπόνηση για την Αθήνα κάνεις;
Η τελευταία φράση, αν και όλα έδειχναν πως θα έκλεινε την αυλαία, προσωρινά έστω, εντούτοις, προς μεγάλη ατυχία των γειτόνων, που είχαν ήδη βλαστημήσει όλους τους γνωστούς Αγίους, από τη στιγμή που η Βασιλική ξεκίνησε να ωρύεται, και είχαν τώρα περάσει στους λιγότερο δημοφιλείς, όπως ο Άγιος Ιωακείμ και η Αγία Χρυσή, εκτινάχθηκε από το στόμα της, προσέκρουσε στα νυσταγμένα βλέφαρα του Περικλή και προσγειώθηκε ανώμαλα στα αυτιά του άντρα της, του Παναγιώτη, που τη στιγμή εκείνη, έμπαινε στο σπίτι.
¨Πάλι το ζαλίζεις το παιδί; Γιατί δεν το αφήνεις να κάνει αυτό που επιθυμεί; Αφού θέλει να πάει στην Αθήνα, εσένα τι σε κόφτει; Για σπουδές θα πάει, δεν θα πάει να ψήνει κάστανα στην Ομόνοια. Πάλι του λες να πάει στην Πάτρα, για να σε έχει συνέχεια μέσα στα πόδια του; Ήμαρτον!¨ Ο Παναγιώτης, πριν προλάβει να βγάλει το μπουφάν του και να αφήσει στην κουζίνα, τις μπίρες που είχε πεταχτεί να αγοράσει από το ψιλικατζίδικο της Ασπασίας, έλαβε θέση μάχης στα δυο πρώτα σκαλοπάτια, αφενός για να υπερασπιστεί το γιο του, το ¨καμάρι του¨, όπως τον αποκαλούσε, μετά από εκείνο το βράδυ στο καφενείο, όπου τον ενημέρωσαν πως είδαν τον Περικλή, στην καφετέρια της πλατείας, μαζί με μια πανέμορφη, ξανθιά συμμαθήτριά του και, αφετέρου, για να υποστηρίξει για μια ακόμη φορά, το προφίλ του ανοικτόμυαλου, εκσυγχρονισμένου πατέρα, που με τόσο ζήλο καλλιεργούσε στη γειτονιά, από τότε που αποφάσισε να κατέβει υποψήφιος, στις επόμενες Δημοτικές Εκλογές, με το Προοδευτικό Κίνημα Αγίας Τριάδας.


ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΛΜΟΥ
Αγαπούσε τον άνεμο


Αγαπούσε τον άνεμο. Αγαπούσε τις συμμαχίες του μ’ εκείνο το φως των Εξαρχείων που περνούσε τα κυριακάτικα πρωινά ανάμεσα απ’ τις σκισμένες αφίσες απλώνοντας σκιές στους τοίχους της αφθονίας. Αγαπούσε τις μυρωδιές του τρίμμενου καφέ καθισμένος στα κατακάθια των πρωινών ονείρων των χνότων και των ελπίδων που λιάζονταν στις καφετέριες της πλατείας. Αγαπούσε εκείνες τις μυρωδιές που σκαρφάλωναν ως το Λόφο. Τη μεθούσαν καθώς τα μυριάδες φωτάκια της πόλης χόρευαν στα μάτια της. Αγαπούσε το φως και το γλυπτικό άγγιγμα του εκείνο που ζωγράφιζε το κορμί της. Απ’ το φως αναδύονταν η αγάπη της για τα λάθη κι εκείνη η παράλληλη σχέση της με το θρόισμα των φύλων, το άγγιγμα της βροχής, τις χοντρές ψιχάλες που έσταζαν απ’ τις σκισμένες σημαίες στα μπαλκόνια της επανάστασης.
Περπατούσε ανηφορικά στη Θεμιστοκλέους. Η γραφικότητα των χρόνων υψώνονταν στο τρίξιμο των κλειδώσεων στα παράθυρα των κτιρίων. Ζωγράφιζε την αρμονία στο περπάτημα της, μα στα μάτια της βυθιζόταν διαστροφή της αλήθειας. Κοίταξε αθόρυβα τις πλάκες του βρεγμένου δρόμου, το βλέμμα της σκαρφάλωνε στους γκριζαρισμένους τοίχους, στα ματωμένα τους γράμματα, στα συνθήματα που μοιάζουν να ζωντανεύουν στο χρόνο, στα χρώματα πινακίδων, στους περαστικούς. Ένας νέος κατέβαινε το δρόμο, τον κοίταξε επίμονα. Την κοίταξε κι εκείνος, χαμογέλασε, του χαμογέλασε και εκείνη. Απόλαυσε για μια στιγμή την ασφάλεια της μυστικής τους συνεννόησης και συνέχισε τον ασυλλόγιστο βηματισμό της.


DANA SEMITECOLO
Είμαι ο Τάκης και είμαι ποδήλατο

Είμαι ο Τάκης και είμαι ποδήλατο. Μην απορείς, δεν είμαι ένα τυχαίο ποδήλατο. Είμαι το ποδήλατο του Νίκου. Γι’ αυτόν και για την παρέα του μιλάει αυτή η ιστορία που θα σου διηγηθώ και κάθε λέξη της, είναι αληθινή.
Το βρίσκεις παράλογο που μπορώ και σου γράφω; Δεν είναι! Απλά εσύ τα τελευταία χρόνια έχεις το πρόβλημα που ονομάζω «υπερβολική λογική» και ό,τι δεν εντάσσεται σε αυτήν, το θεωρείς «παραμύθια της Χαλιμάς».
Ξεπέρασε λοιπόν γρήγορα το όποιο σοκ και πάμε παρακάτω. Άλλωστε, κανείς γύρω σου δεν μπορεί να ξέρει πως αυτό που διαβάζεις είναι γραμμένο από ένα ποδήλατο. Αντιθέτως, εγώ ξέρω τα πάντα για το αφεντικό μου, τον Νίκο και τους φίλους του. Τον ακολουθούσα και τον ακολουθώ σχεδόν παντού και έχω ακούσει πολλά πράγματα. Όσα δεν ξέρω, μου τα έχουν πει τα άλλα ποδήλατα, των φίλων του, με το νι και με το σίγμα που λέτε κι εσείς.
Εκείνη τη περίοδο λοιπόν, πριν λίγα μόλις χρόνια, ήταν όλοι στη παρέα ενθουσιασμένοι με την νέα αγαπημένη τους συνήθεια που είχε έρθει να γεμίσει τις ώρες της βαρεμάρας τους: τα ταράτσα-πάρτι. Η ιδέα ενός τέτοιου πάρτι, είχε έρθει με απευθείας πτήση από το πουθενά, όταν ένα απογευματάκι απολάμβαναν τον καφέ τους και παραφιλοσοφούσαν, στο σπίτι του αφεντικού μου, στα Εξάρχεια. Εκεί που ακούγανε στο ραδιόφωνο ζωηρές μουσικές και χωρίς να το πολυκαταλάβουν, βρέθηκαν στην ταράτσα της πολυκατοικίας αγκαλιά με το ραδιόφωνο, να χορεύουν ξέφρενα και να πίνουν μπίρες. Αυτά το πάρτι συνήθως, κρατούσαν ένα δίωρο κι έτσι ξαφνικά όπως άρχιζαν, έτσι κι απότομα σταμάταγαν και όλοι επέστρεφαν στις υποχρεώσεις τους.
Οι πιο σταθεροί θαμώνες στα ταράτσα-πάρτι, ήταν ο Νίκος, ο Γιάννης, η Άννα, η Σόνια, η Μαρία, ο Άλεξ, η Φωτεινή και ο Αντώνης όποτε ερχόταν από το νησί για να τους δει. Όλοι από το ίδιο νησί προερχόμενοι, κυνηγούσαν το μεγάλο τους όνειρο στις γειτονιές της Αθήνας. Ο καθένας με τον τρόπο του και με σταθερό μέσο το ποδήλατό του. Άλλοι στα Πανεπιστήμια, άλλοι στα ΙΕΚ, άλλοι σε ιδιωτικές σχολές. Όλοι όμως στο δρόμο για την απόκτηση "ενός χαρτιού", που έλεγαν κι οι γονείς τους, ώστε να μπορέσουν να διεκδικήσουν στο μέλλον, μια δουλειά της προκοπής. Και πράγματι, στο μέλλον, βρέθηκε η "δουλειά της προκοπής" για τον καθένα, ανεξάρτητα από το πτυχίο, το δίπλωμα και το degree. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο, διαφορετικό κεφάλαιο.
Οι θαμώνες των πάρτι δεν ξεπερνούσαν τους δέκα γιατί έτσι είχε αποφασίσει η παρέα ότι ήθελε να γίνει. Το νούμερο δέκα ήταν ένα ευέλικτο σχήμα για ταράτσα-πάρτι, όπως έλεγε ο Άλεξ. Οι περισσότεροι από δέκα, θα έκαναν υπερβολική φασαρία. Βέβαια υπήρξαν φορές που ο αριθμός μειωνόταν, όμως ποτέ δεν άφηναν να αυξηθεί. Ήταν ένας άγραφος κανόνας της παρέας και αυτός. Το ποιοι και πότε θα συμμετείχαν δεν το προγραμμάτιζαν ποτέ. Απλά γινόταν. Αν τύχαινε κι ερχόταν κανείς, ενώ ο αριθμός είχε συμπληρωθεί τον έδιωχναν διακριτικά ή έπαιρνε τη θέση κάποιου που ετοιμαζόταν να φύγει λόγω κάποιας υποχρέωσης.


ΦΩΤΗΣ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Απ’ τον Σινάτρα στην Καραγκούνα

Ήμουν στον αύλειο χώρο του Ιερού Ναού Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού ένα τέταρτο πριν από την καθορισμένη –σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο προσκλητήριο- ώρα έναρξης της γαμήλιας τελετής. Ήταν περισσότερο από βέβαιο ότι πιο βασανιστικά παρά ποτέ θα κυλούσαν τα τουλάχιστον τριάντα λεπτά ανιαρής αναμονής μέχρι την εμφάνιση της νύμφης. Η «βασίλισσα» εκείνης της βραδιάς, η Φαίη (εκ του Ευφροσύνη), απησχολείτο ως τηλεφωνήτρια στο Paparazzo, το εβδομαδιαίο περιοδικό που, αφότου ανέλαβα τη διεύθυνσή του, πρωτεύει σε κυκλοφορία, αναγνωσιμότητα και παροχή «υπηρεσιών» στις μεσημβρινές τηλεοπτικές εκπομπές.
Όχι, δεν είμαι το αποφώλιον τέρας που εκβιάζει καλλιτέχνες ή «καλλιτέχνες», μοντέλες και λοιπούς μαϊντανούς, για να εξασφαλίζει τις αποκλειστικές και συνταρακτικές «ειδήσεις», όπως διαλαλούν οι κακεντρεχείς και φθονεροί ανταγωνιστές μου.
Απλώς, ξέρω (από ένστικτο;) τι θέλει η κοινή γνώμη. Πιάνω τον παλμό της. «The PULSE», όπως λέω, για να θυμίζω -στον εαυτό μου πρωτίστως- ότι είμαι δεινός χειριστής της γλώσσας του Σαίξπηρ.
Έλεγα νωρίτερα πως η Φαίη απησχολείτο στο περιοδικό ως τηλεφωνήτρια. Απησχολείτο, τρόπος του λέγειν. Γιατί κατά κανόνα απασχολούσε το τηλεφωνικό κέντρο με τις προσωπικού περιεχομένου κλήσεις της στους γονείς, στην αδελφή, στη φιλενάδα και κυρίως στον γκόμενο. Όχι αυτόν που σε λίγο θα αλυσόδενε ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Αναχωρώντας από την Εκάλη λίγο μετά τις οκτώ, εκείνο το σαββατιάτικο δειλινό, υπολόγιζα ότι θα έφθανα στο κέντρο της Αθήνας περίπου μία ώρα αργότερα, δηλαδή αφού θα είχε παρέλθει το δεκαπεντάλεπτο κατά το οποίο ο δυστυχής γαμπρός περιμένει τη νύμφη με την ανθοδέσμη ανά χείρας και φέροντας το χαμόγελο της αμηχανίας, δηλωτικό του άγχους και ενίοτε του εκνευρισμού για το στήσιμο.
Οι γυναίκες είναι συνεπέστατες στα ραντεβού τους μέχρι τον υμέναιο, ακόμη και οι απειροελάχιστες για τις οποίες ο υμένας δεν είναι μόνο μια ανάμνηση… Ωστόσο, ο υπολογισμός μου απεδείχθη λανθασμένος, επειδή μου διέφυγε ότι μεσούντος του θέρους η Αθήνα είναι άδεια και, συνεπώς, άδειες είναι και οι οδοί της. Σύντομα ήμουν στον περιφερειακό του Λυκαβηττού.
Ναι, βρήκα αμέσως θέση να παρκάρω. Αύγουστος γαρ. Την αρχική ικανοποίηση ότι απέφυγα την κατεξοχήν ταλαιπωρία των εν Αθήναις οδηγών, διαδέχθηκε η απογοήτευση, όταν συνειδητοποίησα ότι, για να φθάσω στον Ναό, έπρεπε να ανεβώ 99 σκαλοπάτια. Αμέσως, ανακάλεσα στη μνήμη μου την χιτσκοκική ταινία «Τα 39 Σκαλοπάτια» και ο συνειρμός του θρίλερ ήταν αυτονόητος. Ωστόσο, μόλις πάτησα το τελευταίο σκαλοπάτι, οι ελκυστικές εικόνες που αντίκρισα με αντάμειψαν και ανέσυραν στην επιφάνεια τον επίδοξο ποιητή που από παιδί κρύβω εντός μου.
Ο Φαέθων, σε πείσμα του μύθου, οδηγούσε καλά το άρμα του πατέρα του, Ήλιου, και το έστελνε ορμητικά εκεί στη Δύση, για να το κρύψει κάτω απ’ τη γραμμή του ορίζοντα. Οι εναλλαγές των χρωμάτων στον ουράνιο θόλο μετέβαλαν το ανθρώπινο μάτι σε ένα έκπληκτο λόγω ευχαρίστησης φασματοσκόπιο. Για έναν πιστό ακόλουθο του Βάκχου, όπως εγώ, το ηλιακό κίτρινο φάνταζε σαν το χρώμα της ξανθής μπίρας, που έδινε τη σειρά του στο κόκκινο της μοναστηριακής.
Από τη βορινή πλευρά του Ναού έβλεπα πανοραμικά το κέντρο της πόλης. Την Πανεπιστημίου, από το Σύνταγμα ως την Ομόνοια, κι από αριστερά μού φανερώνονταν, νοσταλγικά, οι συνοικίες της Αθήνας στις οποίες σύχναζα στα χρόνια τα φοιτητικά: Η περιοχή «όπισθεν Χίλτον», όπως έγραφαν παλαιότερα οι μικρές αγγελίες για να δελεάσουν τον ενοικιαστή, και το Παγκράτι. Και λίγο πιο δεξιά τους ο Ιερός Βράχος με τη λάμψη του τεχνητού φωτισμού μα κυρίως με την αυθεντική λάμψη του κάλλους και της δόξας του. Και τα τετράτροχα στους δρόμους πέρα δώθε. «Ας λένε ό,τι θέλουν για την Αθήνα», μονολόγησα και πρόσθεσα: «I love the PULSE of city life». Όπως το λέτε κι εσείς εδώ (παραφράζω τη Γεωργία Βασιλειάδου σαν «Θεία απ΄ το Σικάγο»), «αγαπώ τη ζωντάνια της πόλης». Αυτής της πόλης, που μας κρατάει εκούσιους δεσμώτες.
Την ονειροπόληση διέκοψε απότομα η συναίσθηση του λόγου για τον οποίο βρισκόμουν λίγο πιο κάτω από την κορυφή του Λυκαβηττού. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα τον, όχι κατ’ ανάγκην εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας, έφιδρο γαμπρό. Στην έκδηλη αμηχανία του προσετέθη και η δική μου, του προσκεκλημένου. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων (η Φαίη δεν ήταν και ο συμπαθέστερος των ανθρώπων στο Paparazzo), περιέφερα τη σακούλα που περιείχε το δώρο. Μια σακούλα από καθορισμένο –σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο προσκλητήριο- κατάστημα, στο οποίο οι μελλόνυμφοι είχαν ανοίξει «λίστα γάμου».
Related Posts with Thumbnails