© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Ανθούλας Δανιήλ: ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΡΑΒΔΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (δοκίμιο)

Αντί ευχετήριας κάρτας…


Οι μέρες που έρχονται είναι γεμάτες από ευχές για ευζωία και μακροημέρευση, για ειρήνη, ευτυχία και αγάπη στον κόσμο. Βέβαια συχνά, πολύ συχνά δυστυχώς, οι ευχές μας δεν εισακούονται και συμβαίνουν τα αντίθετα από αυτά που ευχόμαστε. Η διαπίστωση είναι πως για να πραγματοποιηθούν όλα αυτά χρειάζεται δουλειά πολλή μαζί και το μαγικό ραβδάκι μιας μάγισσας· να μας αγγίξει κι όλα ν’ αλλάξουν. Κι αν δεν αλλάξουν τα μεγάλα μπορεί να αλλάξουν μερικά μικρά ιδιωτικά. Το μαγικό ραβδάκι, που αγγίζει και μεταμορφώνει, βρίσκεται παντού. Και για μας τους Έλληνες γεννήθηκε και κατοικεί χιλιάδες χρόνια εδώ στην Ελλάδα. Μια μικρή παρέκκλιση από τα συνηθισμένα των ημερών και θα μας πάει κατευθείαν στον επί γης παράδεισο. Η ιδιωτική οδός, λέει ο Ελύτης, βγάζει παντού. Κι αν την ακολουθήσουμε ίσως  ζήσουμε για λίγο τη μαγεία που μόνο η Ποίηση μπορεί να μας χαρίσει.

Ας δούμε, για παράδειγμα, ένα απόσπασμα από την ε΄ ραψωδία του Ομήρου, στίχοι 44-49:

ατκ πειθ π ποσσν δσατο καλ πδιλα,               
μβρσια χρσεια, τ μιν φρον μν φ γρν
 δ π περονα γααν μα πνοις νμοιο.
 ελετο δ ῥάβδον, τ τ νδρν μματα θλγει,
 ν θλει, τος δ ατε κα πνοντας γερει.
τν μετ χερσν χων πτετο κρατς ργεϊφντης.

Μεταφράζω πρόχειρα και αυθαίρετα:

Αμέσως έπειτα έδεσε στα πόδια του τα καλά πέδιλα,
τα θεϊκά τα χρυσά, αυτά που τον μετέφεραν πάνω από τη θάλασσα
και την απέραντη γη με την πνοή του ανέμου σαν άγγελο.
Πήρε και τη ράβδο με την οποία μαγεύει τα μάτια των ανθρώπων
 και άλλους ξυπνάει και άλλους κοιμίζει.
Κι έχοντας αυτήν  στα χέρια πετούσε ο δυνατός Αργεϊφόντης (Ερμής).

Φυσικά βρισκόμαστε στην ομηρική επικράτεια, τρεις χιλιάδες χρόνια πριν από την εφεύρεση του κινηματογράφου, την τέχνη του σκηνοθέτη, την ικανότητα του φωτογράφου και τη γοητεία του αφηγητή. Πριν από την πανίσχυρη τεχνολογία. Ο τόπος όμως δεν άλλαξε.

Ο Όμηρος χωρίς προγόνους στο είδος, τα «είδε» όλα και τα είπε όλα. Μετά από μακρές διαβουλεύσεις, διαφωνίες και αντεγκλήσεις, εκεί στον Όλυμπο που οι θεοί συνεδριάζουν, τι τέλος πάντων θα γίνει με τον Οδυσσέα, ως πότε θα τον κρατά η Καλυψώ στη  σπηλιά της, η απόφαση πάρθηκε. Ο Οδυσσέας πρέπει να γυρίσει στην Ιθάκη.  Το μήνυμα στη θεά θα το πάει ο Ερμής. Αυτός είναι ο επιτετραμμένος αγγελιοφόρος των θεών.

Κι αμέσως αστράφτει στα μάτια μας η ομορφιά του – Αργεϊφόντης.  Και θαμπώνουν τα μάτια μας από το πέδιλά του -καλὰ, μβρσια χρσεια-  με ικανότητες υπερφυσικές -τ μιν φρον μν φ γρν  δ π περονα γααν-  και τον κάνουν πραγματικό άγγελο που πετά -μα πνοις νμοιο.  Πήρε στα χέρια κι ένα μικρό κηρύκειο που σ’ αυτή την περίσταση έχει μαγικό ρόλο λετο δ ῥάβδον, τ τ νδρν μματα θλγει, ν θλει, τος δ ατε κα πνοντας γερει- και μ’ αυτό στα χέρια ήρθε πετώντας ο δυνατός κι αστραφτερός ν μετ χερσν χων πτετο κρατς ργεϊφντης.

Να, το μαγικό κλειδί που κάνει τους ανθρώπους να αποφασίζουν αυτό που πρέπει. Θεά η Καλυψώ αλλά, καταστρατηγώντας τους νόμους, κρατούσε όμηρο τον Οδυσσέα, γι’ αυτό και οι θεοί, είδος από το σόι της άλλωστε, αποφάσισαν να βάλουν τέλος στην ομηρία του ήρωα. Μ’ ένα ραβδάκι στο χέρι ο Ερμής, για να κάνει αυτό που πρέπει, και με τα χρυσά πέδιλα για να πάει εκεί που πρέπει, πέταξε πάνω από την Ελλάδα, βούτηξε σαν γλάρος στη γαλάζια θάλασσα, λέει  ο ποιητής, μπήκε βαθιά σαν ψάρι, έφτασε στο μακρινό νησί που μοσχομύρισε από τους κέδρους που έκαιγαν στην εστία -δμὴ κέδρου τ εκετοιο θου τ ν νσον δδει δαιομνων- βρήκε τη θεά  που τραγουδούσε ευτυχισμένη στον αργαλειό της κάτω από την πλούσια -τηλεθωσα- κληματαριά και σαν τον άλλο αρχάγγελο που έφερε στη Θεοτόκο το μήνυμα της Γέννησης, έφερε το μήνυμα της λύτρωσης. Και όλα πήραν το  δρόμο τους. Κι ο αναγνώστης νιώθει να χορταίνουν όλες οι αισθήσεις από χρώματα, αρώματα, ακούσματα. Όλα συμμετέχουν στη σκηνοθεσία.

Έκτοτε άπειρα μαγικά όντα, άλλοτε ευπρόσωπα και άλλοτε όχι, κάνουν το ίδιο. Επεμβαίνουν στις ανθρώπινες υποθέσεις. Συχνά βέβαια για το κακό. Οι μάγισσες συνήθως  και διάφορα ξωτικά επίσης. Ωστόσο, στον Ουίλιαμ Σαίξπηρ και στο Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας υπάρχει ένα μαγικό φίλτρο που ο εντεταλμένος στάζει στα μάτια των ηρώων για να ερωτευτούν ή να ξε-ερωτευτούν, επειδή έγινε λάθος στα πρόσωπα. Η σκηνή στο δάσος είναι πράγματι μαγική, γιατί ο τόπος κι εκεί είναι πάλι η Ελλάδα και συγκεκριμένα η Αθήνα:

Βρισκόμαστε στην αρχαία Αθήνα, λοιπόν, και τα πρόσωπα, ευλόγως, είναι αρχαία ελληνικά: η Ερμεία, η Έλενα, ο Λύσανδρος και ο Δημήτριος. Πατέρας της Ερμείας ο Θησέας και μέλλουσα σύζυγός του η Ιππολύτη. Ξωτικό, καλό ξωτικό, είναι ο Πουκ. Αυτός δεν μοιάζει για Έλληνας, αλλά δεν πειράζει. Ο Πουκ τελικά αποκαθιστά την τάξη του κόσμου σύμφωνα με την επιθυμία της καρδιάς του καθενός και λέει και τον επίλογο μπροστά στο κοινό της παράστασης, ζητώντας συγνώμη για την αναστάτωση. Εδώ βέβαια δεν υπάρχει ραβδί αλλά φίλτρο, αλλά το ίδιο είναι, όπως ίδιο είναι και το μαγικό ραβδάκι του αρχιμουσικού που διευθύνει την ορχήστρα και παίζει το αντίστοιχο έργο του Mendelssohn, midsummer nigths dream. Έτσι, για να ολοκληρώνεται η ομορφιά και να διώχνει την ασχήμια.

Ο Γιάννης Ρίτσος, στο ποίημά του «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού», αντιστρέφει το χρόνο. Κάνει τα μεσάνυχτα του Σαίξπηρ μέρα μεσημέρι και σκηνοθετεί   έναν παράδεισο  και μια ατμόσφαιρα, επίσης, μαγική, όπου όλα τα όντα έχουν ιδιότητες που ξεπερνούν τις συνηθισμένες, γιατί στην Ελλάδα τα μαγικά συμβαίνουν τα μεσημέρια:

ΑΝΕΒΗΚΑΜΕ στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε
λουλούδια από τον ουρανό.
Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που
περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα
του ήλιου […]
Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται
στο νερό.
Τα βράδια οι ακακίες περνούν απέξω απ’ τα παράθυρα μας, πηδάνε
το ανοιχτό περβάζι μας κι αφήνουν στο ποτήρι ένα κλωνάκι ολάνθιστο.
Φέραμε πάλι στο μεγάλο πράσινο χωράφι τον εύθυμο θεό των
αμπελιών, που απ’ τα γένια του στάζουν οι μούστοι, που τα πόδια του
μοιάζουν με του τράγου κι όμως το βλέμμα του είναι μαλακό και
τρυφερό σαν του Χριστού […]
Δεν πάει καιρός που ο ήλιος κρεμούσε χρυσά κρόσσια στις πόρτες
του δάσους.
Οι θάμνοι γδύνονταν την πράσινη σοδειά τους και λουζόνταν κρυφά
στο ποτάμι.
Τα μεσημέρια που κοιμόνταν οι μεγάλοι, τα παιδιά φεύγαν απ’ τα
σπίτια, κυλιόντουσαν στα χόρτα, δαγκώνανε τα φύλλα της αλυγαριάς κι
αγκάλιαζαν τα δέντρα.

Το ποίημα είναι πολύ μεγάλο αλλά φτάνει αυτό το απόσπασμα για να μας δείξει τη μαγική εικόνα που αποπνέει το ελληνικό μεσημέρι. Το μεσημέρι  που  μεταφέρει μια αύρα αλλιώτικη από των άλλων ωρών, γι’ αυτό και οι παλαιότεροι πίστευαν πως το μεσημέρι βγαίνουν οι ξωθιές και οι νεράιδες και λούζονται στα ποτάμια, τραγουδούνε στα δάση, παίζουν στα λιβάδια και αντηχούν τα χαρούμενα γέλια τους. Στο ποίημα του Ρίτσου όμως (όπως φαίνεται, αν δούμε ολόκληρο το έργο) δεν βγαίνει τίποτα τέτοιο, παρά μόνον τα παιδιά και  οι γονείς τους, ο Θεός,  η Παναγία και ο Χριστός. Ε! κάνει την εμφάνισή του και ο Διόνυσος ή ο Πάνας, δεν έχει σημασία, Έλληνας είναι και αυτός. Σύμπας, λοιπόν, ο ελληνικός κόσμος, άνω και κάτω, νέος και αρχαίος σε μια ταύτιση μέσω του φωτός. Αυτό είναι το μαγικό εργαλείο· Ραβδάκια πολλά οι ακτίνες του ήλιου, το φως το ελληνικό, το αστραφτερό, το καταιγιστικό που αν το προσέξεις θα δεις μέσα του να αχνοφέγγουν τα φτερά των αγγέλων που φτερουγίζουν. Ίσως, αν στήσουμε αφτί, να τους ακούσουμε και να υμνούν Ωσαννά ο εν τοις υψίστοις. Ίσως και να περιίπτανται, να επιτηρούν μέχρι να λάβουν την εντολή να επέμβουν. Ο Θεός είναι μεγάλος και ο ήλιος, θηρίο ελπίδας, έχει κράτος κι εξουσία στην Ελλάδα… Φωτίζει από ψηλά όπως το άστρο της Βηθλέεμ, όπως το φωσάκι του Παπαδιαμάντη, το φως το ανέσπερο και Άκτιστο, το φως το αληθινό, το ζωοποιό στο οποίο όλοι προσβλέπουμε.

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Σ’ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΙΚΕΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΕΣ

(Μὲ δηγὸ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη)




Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης μᾶς ἔχει παραδώσει λαμπρὲς σελίδες, οἱ ὁποῖες τιμοῦν δεόντως καὶ εὐφροσύνως τὶς ἄχραντες αὐτὲς ἡμέρες τοῦ πάντερπνου Δωδεκαημέρου. Ὡστόσο δὲν θὰ ἔπρεπε, μέρες ποὺ εἶναι, νὰ λησμονήσουμε καὶ τὸν ἄλλον Ἀλέξανδρο τῆς Σκιάθου, τὸν Μωραϊτίδη, ποὺ ὅσο περνάει ὁ καιρὸς ὅλο καὶ λησμονιέται κι ἄς μᾶς κληροδότησε φωτεινὲς λογοτεχνικὲς σελίδες, στὶς ὁποῖες καὶ διακρίνεται καθαρὰ καὶ ξεκάθαρα τὸ προσωπικό του βίωμα. Αὐτὸ τὸ ἐφαλτήριο δηλαδὴ ποὺ ξεδιπλώνεται, γιὰ νὰ ὑψωθεῖ ὁ λόγος του καὶ νὰ σταθεῖ, μὲ τὸ ἔντιμο ὕφος ποὺ τὸν περιβάλλει καὶ τὸ φιλόθεο ἦθος ποὺ διακρατεῖ, ἐκεῖ ὅπου ἀξίζει: στὶς ἁγνὲς καὶ φιλότιμες συνειδήσεις τῶν ὅσων Νεοελλήνων συνεχίζουν νὰ συντροφεύουν τὶς μέρες αὐτὲς μὲ ἀναγνώσματα ποὺ εὐωδιάζουν Ὀρθοδοξία, Ἑλλάδα, μελισσοκέρι καὶ θυμίαμα.   

Ἀπὸ τὰ πλέον τρυφερὰ κείμενα ποὺ ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὴν Πρωτοχρονιὰ εἶναι καὶ οἱ «Εἰκόνες» τοῦ παραπάνω Σκιαθίτη. Χωρίζονται δὲ σὲ δύο ἑνότητες: ἡ μία ἀναφέρεται στὰ Χριστούγεννα κι ἡ ἄλλη στὴν Πρωτοχρονιά.

Ἀπὸ αὐτή, λοιπόν, τὴ δεύτερη ἑνότητα δανείζομαι κάποιες γραμμὲς ποὺ εὐωδιάζουν ἁλμύρα, ταπεινό, νησιώτικο σπίτι χωνεμένο στὸν χειμωνιάτικο καιρό καὶ νοσταλγία. Γιατὶ ὁ Μωραϊτίδης ὑπῆρξε ἀθεράπευτα νοσταλγὸς τῆς «μικρᾶς του πατρίδος», τῆς Σκιάθου.

Καθὼς βηματίζουμε στὶς ἐσχατιὲς τοῦ 2013 καὶ τὸ περιμένουμε νὰ σφαλίσει τὴ θύρα του καὶ νὰ πάρει μαζί του τὰ σκοτάδια καὶ τὰ φαρμάκια του, στεκόμαστε μὲ εὐλάβεια ἀπένατι στὸ λόγο τοῦ Μωραϊτίδη ποὺ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὰ εἰσόδια τοῦ Νέου Χρόνου.

Γνωρίζω ὅτι ἡ γλώσσα τοῦ Μ. θὰ ξενίσει κάποιους, ὡστόσο πρέπει νὰ σεβαστοῦμε τὸν τρόπο γραφῆς τοῦ συγγραφέα καὶ πολὺ περισσότερο, μέσα στὸν ἐκχυδαϊσμὸ ποὺ ὑφίσταται σήμερα ὁ πολύτιμος Ἕλλην λόγος, νὰ κοιτάξουμε νὰ ἀναβαπτιστοῦμε στὰ ἀμόλυντα νάματα αὐτῆς τῆς πλούσιας σὲ λέξεις γλώσσας, τῆς λογίας, δηλαδή, γλώσσας, ἡ ὁποία τόσο πολὺ περιφρονεῖται.

«Ποσάκις μικρὸν παιδίον δὲν ἔκλεισα ὀφθαλμοὺς ὄλην τὴν νύκτα φανταζόμενος ἐνώπιόν μου τὸν Ἅγιον Βασίλειον τοῦ τραγουδιοῦ, οἷον ἔβλεπον ἐν τῇ Εἰκόνι τῆς ἐκκλησίας, μὲ τὸ ξηρὸν καὶ καταχλωμον προσωπόν του, μὲ τοὺς μεγάλους του κοίλους ὀφθαλμοὺς καὶ μὲ τὴν μαύρην ὡς τὰ πτερὰ τοῦ κόρακος μακρὰν γενειάδα του, οὐχὶ ὅμως μὲ τὴν ἱερατικήν του στολὴν καὶ τὸ εὐαγγέλιον, ὡς ἐν τῇ Εἰκόνι -ἐνταῦθα ἡ ἀντίληψίςμου συνεχέετο- ἀλλὰ ἐκ Καισαρείας ἐρχόμενον, κατὰ τὸ τρυφερό μου τραγούδι, κρατοῦντα ραβδί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι, κομίζοντά μοι ὅλα τὰ δῶρα, ἅτινα τὴν πρωΐαν θὰ μοὶ ἔδιδον οἱ γονεῖς. καὶ τὸ ἠδονικώτερον, φέροντα ἐν τῷ οἴκῳ μας ὅλα τὰ ἀγαθὰ, ἅτινα τὴν ἐπαύριον θὰ παρετίθεντο εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν ἐν πλουσίῳ καὶ ἀφθόνῳ γεύματι....

Ὦ παιδικὴ ἐκείνη χαρά ! Ποσάκις ἔκτοτε σὲ ἀνεζήτησα εἰς τὴν πολυτέλειαν τῶν ἀθηναϊκῶν δώρων, ὅτε ὁ δίδων δέκα ἀναμένει εἴκοσι, καὶ ὁ μὴ δίδων τίποτε δὲν ἀναμένει τίποτε !
    ..................................................................................
Οὔτε ὁ βαρὺς τῶν τηλεβόλων κρότος ἀφύπνισε τὸ μικρόν μου χωρίον, οὔτε στρατιωτικαὶ μουσικαὶ ἔψαλαν μεθυστικὰ ἐγερτήρια ἀνὰ τὰς στενὰς καὶ σκολιὰς ὁδούς του. Τὸ παγερὸν σύρισμα τοῦ ὀρθρίου βορρᾶ καὶ ὁ παρατεταμένος γδοῦπος τῶν ἐπὶ τῶν σκοπέλων θραυομένων κυμάτων ἀπετέλεσαν μίαν θαυμαστὴν συναυλίαν δύο στοιχείων, χαιρετιζόντων ἐν βοῇ καὶ μηκυθμῷ τὴν ἡμέραν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τοῦ μυστηριώδους τούτου ἀγγέλου τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ὅστις ὑπὸ τὰς πλουσίας πτυχὰς τοῦ μεσαιωνικοῦ φαιλονίου του φέρει τὰ δῶρα καὶ τὰ παιγνίδια τῶν παιδίων, τὴν γαλήνην καὶ τὴν παρηγορίαν τῶν γονέων, ἐνῶ διὰ τῆς ἀσκητικῆς χειρός του εὐλογεῖ τὴν χρυςῆν μοῖραν τῶν παρθένων.
   .................................................................................................
   Ἡ σκηνὴ κατὰ τὰς παρούσας ἑορτὰς παριστᾶ πάντοτε οἶκον μετ᾿ εὐγενοῦς καθαριότητος εὐπρεπισμένον, δι᾿ ὅ εἰργάσθησαν ἡ φροντὶς τῆς μητρός, ἡ ἐπιμέλεια τῆς κόρης καὶ ἡ γενναιοδωρία τοῦ πατρός. Τὰ παράθυρα ἑρμητικῶς κεκλεισμένα, ὅπως μὴ εἰσέρχηται τὸ ὁρμητικὸν ρεῦμα τοῦ βορρᾶ. Εἰς τὴν γωνίαν, ἤ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ τοίχου ἡ ἑστία, ἕνα πολυσύνθετον κατασκεύασμα μετὰ δύο ἐξεχόντων κορνιζῶν, ἐφ᾿ ὧν κατὰ γραμμὴν ἵστανται ἤ κρέμανται δισκοειδῆ μικρὰ πιάτα τῆς Βενετίας, φέροντα ποικίλας γραφάς, ἐν αἷς ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπικρατεῖ τὸ πράσινον χρῶμα... Ἐντὸς δὲ τῆς ἑστίας ἡ λάμπουσα πυρὰ παρέχει φαιδρὰν ζωὴν ἐν τῆ αἰθούσῃ...Τὰ πρόσωπα εἶναι τὰ γνωστὰ ἡμῖν. Ὁ πατήρ, ἡ μήτηρ, τὰ παιδία, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁρατὸς μόνον ὑπὸ τῶν παιδίων, καὶ ἐγώ, θαυμαζων πῶς εὑρέθην ἐν τῶ μέσῳ τῆς ἀθώας αὐτῆς ὁμηγύρεως, καὶ κουρασμένος διὰ τὸ μέγα διάστημα τῶν ἐτῶν, ἅτινα διῆλθον, ἕως οὗ ἀναπαυθῶ ἐγγὺς τῆς προσφιλοῦς μου ἑστίας...»[1]

Θεώρησα καλὸ νὰ παραθέσω γιὰ ἑόρτιο πνευματικὸ φίλευμα στοὺς γνησίως τιμῶντας τὴ μνήμη «τοῦ ἐνδόξου Μεγάλου Βασιλείου», τοῦ ξεχασμένου στὶς μέρες μας, αὐτὲς τὶς ἀθάνατες σελίδες τοῦ Σκιαθίτη λογίου καὶ νοσταλγοῦ. Γιατὶ τὸ σύγχρονο καὶ ἀδηφάγο  marketing θεώρησε πιὸ σωστὸ νὰ προβάλλεται ἡ μορφὴ ἐνὸς ξενόφερτου καὶ ἄγνωστου στὴν παραδοσή μας «ἁη-Βασίλη», ὁ ὁποῖος καμμία ἀπολύτως σχέση δὲν ἔχει καὶ μὲ τὴν Παραδοσή μας καὶ μὲ τὴν βιοτὴ τῶν πατερων μας. Γιατὶ ἐμεῖς οἱ παλιοτεροι θυμόμαστε μὲ φαρμακωμένη τὴν ψυχή, ὅτι ὁ νέος χρόνος δὲν ἐρχόταν ποτὲ ἀποβραδύς. Τὸν συναντούσαμε στὴν ἐκκλησία, ὅπου διαβάζονταν τὰ λαμπρὰ καὶ περιφρονημένα γράμματα τῆς γιορτῆς τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου καὶ τὰ ὅσα ὑμνολογοῦσαν τὸν ἐκ Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας ἐρχόμενο δωροφόρο Ἅγιο. Καὶ παίρνοντας ἀπόλυση λέγαμε τὴν Καλὴ Χρονιά, τὰ Χρόνια πολλά, πηγαίναμε στὸ σπίτι κομίζοντας τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ μεσημέρι στὸ ἑόρτιο γεῦμα κόβαμε γιὰ τὸ καλό τὴν Ἁγιοβασιλιατική κουλούρα.

Μακάριοι ὅσοι στὶς μέρες μας ἐπιμένουν νὰ ἐπιστρέφουν σὲ Πρωτοχρονιὲς εὐλογημένες καὶ εἰρηνικές, στεφανωμένες ἀπὸ τὴ Χάρη Τοῦ Περιτμηθέντος Χριστοῦ καὶ τοῦ ἑνός ἐκ τῶν τριῶν μεγίστων φωστήρων, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.
Εὐλογημένα εἰσόδια τοῦ 2014, ἀδελφοὶ Χριστιανοί.

π.κ.ν.κ.




[1] Ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ διαβάσουν ὅλο τὸ κείμενο τῶν Εἰκόνων, βλ. Ἀλ. Μωραϊτίδης, Τὰ Διηγήματα, τ. Α΄ (φιλ. ἐπιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος), ἐκδ. ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΗ, Ἀθήνα 1990, σελ. 52-58. 

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: 16 ΣΤΑΣΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ (ποίηση)


Στην Αγιά Σοφιά
κάθε κλικ αιχμαλωτί-
ζει τους Απόντες

διαρκώς εκεί
ο ήλιος εκπλήσσεται
με τόσο κάλλος

και θλιβόμενος
θωπεύει με ακτίνες
το μέγα πένθος.

Όλα ήρεμα
δείχνουνε, μα δεν είναι:
σκλάβοι κίονες

δέντρα της αυλής
ακρωτηριασμένα
πλάκες που βοούν

αρμοί που υπο-
μένουν και ανθίστανται
στα γεγονότα

βεβιασμένες
θύρες αρχαίας δόξας
ολοκλαίουσες.

Στενότης χώρου
στη Μεγάλη Εκκλησιά -
όλοι παρόντες

απ' τους κίονες
σκαρφαλώνουν ώς πάνω
στα παράθυρα

κι αναρίθμητοι
από κει βλέπουν έξω
την πάλαι Πόλη

κι αναθαρρεύουν.
Αρνιούνται να 'βγουν έξω
μην και διαλυθούν

μόνο κουρνιάζουν
στα πόδια της Δέησης
αναμένοντας

Αγιανάσταση
θαύμα εκ του μη όντος
καμπανίσματα

πνοές λιβάνου
άνωθεν οι Προφήται
πολυελέους.

Κατοικούν εντός -
φτάνουν στην έξω πύλη
και πίσω γυρίζουνε.

Εντός κατοικούν -
στο Παν του Τίποτά τους
αυτοκράτορες!


[Κωνσταντινούπολη, 29.11.2013]


Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Γιώργου Λέκκα: ΤΙΠΟΤΑ (ποίημα)


Μᾶς εἴπανε ν’ ἀντισταθοῦμε
καὶ θὰ νικήσουμε.
Νικήσαμε καὶ ἐξοντωθήκαμε
καὶ πιὰ δὲν θέλω
παρὰ νὰ εἶμαι ἕνα τίποτα.
Ἀγαπημένε,
ἐσὺ ποὺ φτιάχνεις ὁλόκληρους κόσμους
ἀπὸ τὸ τίποτα
πάρε καὶ κάνε με ἄνθρωπο
καὶ τοῦτο τὸ τίποτα.

[27.12.2013]


Ὁ πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Α. Λέκκας εἶναι ἄμισθος κληρικὸς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Ζαχαρία Στουφή: ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΚΟΝΟΜΟΥ




(Ντίνος Κονόμος 1918-1990) Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΑΛΗΤΗΣ[1] (διήγημα)

                Τα χελιδόνια πετούσαν χαρούμενα και με το γλυκό κελάϊδημά τους ανήγγειλαν την αυγή…
                Ο Γιώργης ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του κάπνιζε με νωχέλεια ρεμβάζοντας το στριμένο τσιγάρο του, ενώ από το ανοικτό παράθυρο του δωματίου του εισήρχετο η πρωινή δροσιά και αύρα.
Μέσα στη μνήμη του ήταν ζωγραφισμένη η βίαιη σκηνή που παίχτηκε το προηγούμενο βράδυ με το πατέρα του.
                Πολλές σκέψεις του πλημμύριζαν τον νου, άλλες μαρτυρικές και άλλες επιπόλαιες. Θα μ’ αφήσει πλέον στη Τύχη μου; μονολογούσε.
                Αυτά σκεπτόταν όταν έξαφνα η θύρα του δωματίου του ήνοιξε.
                Ήτανε ο πατέρας του. Προχώρησε σιγά και ήλθε και κάθησε κοντά στο γυιό του.
-Παιδί μου –του είπε– σε μια στιγμή… γίνου καλός άνθρωπος, σε συγχωρώ για ότι διέπραξες μέχρις σήμερον… απ’ εδώ και πέρα άνοιξε μία νέα ζωή για να φανής εξυπηρετικός στην κοινωνία και αγαπητός στο γέρο πατέρα σου…
Δεν έχει ανάγκη η κοινωνία από μέ –σάρκασε ο αμετανόητος γυιός όσον όμως αφορά εσέ, στα έχω πή και άλλοτε…
Τρελλός από την απελπισία του ο γέρο πατέρας, πλησίασε τον γυιό του και τον ώθησε βίαια… Καταστρεπτικό παιδί –του είπε– που άνοιξες στην οικογένειά σου εις ένδειξιν αγάπης και σεβασμού μίαν ατέλειωτη πληγή μαρασμού – πότε θα διορθωθής; Και μετ’ ολίγον ενώ απήρχετο ακούστηκε…
-Δεν σου δίνω άλλο λεφτά να τα παίξης  ή να τα διασκεδάσης με άτιμες γυναίκες, αρκετά σε πλήρωσα μέχρις σήμερα.. Και εξήλθε του δωματίου. Ώστε δεν μου δίνει άλλο χρήματα είπε σχεδόν μουρμουρίζοντας ο Γιώργης και πήρε μία απροσδόκητη απόφασι. Έπειτα από μία ώρα ο Γιώργης έφευγε για πάντα από το πατρικό σπίτι. Ο πατέρας του τον ζήτησε παντού, ο Γιώργης όμως είχε χαθεί…
Ο καιρός πέρασε οι μήνες διεδέχθησαν τους χρόνους και η μονότονη ζωή τραβούσε την ατέλειωτη αιωνιότητα…
Λησμονησμένος σε μια γωνιά βρισκόταν κουρελιασμένος και έρημος ένας αλήτης. Μέσα στο αλαγμένο από τη ζωή πρόσωπόν του έλαμπαν δύο μαύρα μάτια, δύο ασύλληπτα μάτια… Είναι ο Γιώργης…
Κατεστραμμένος καθώς ήταν, διωγμένος μόνος από τον πατέρα του τράβηξε το δρόμο του αλήτη∙ και ξεχάστηκε χρόνια μέσα σ’ αυτόν…
Ξεχασμένος μέσα στη συμφορά του, βάλθηκε σε αναμνήσεις κείνη τη στιγμή. Θυμήθηκε το γέρο πατέρα του –που πληγωμένος κατάκαρδα από τον άσχημο δρόμο που είχε χαράξει στη ζωή του, έμενε πλέον μόνος χωρίς αυτόν τον παρήγορον άγγελον της ζωής του..Θυμήθηκε την πεθαμένη μάννα του, που η σκιά της ερχόταν τη νύκτα να του χαϊδέψη ευχάριστα και μ’ αγάπη τα κατάξανθα μαλλιά του.. Θυμήθηκε το απορφανισμένο σπιτάκι του∙ και τι δεν θυμήθηκε.. μα δεν βρέθηκε κανείς να τον μαζέψη από το βόρβορο; Όλοι έκαναν πως δεν τον ήξεραν κι’ ο Γιώργης δάκρυσε κείνη τη στιγμή… Ώ! αυτό το δάκρυ του αμαρτωλού!... Έξαφνα τα μάτια του έλαμψαν και πήραν μια αλλόκοτη έκφρασιν. Και πήρε μία αλλόκοτη απόφασι να γυρίση στο πατρικό σπίτι και ως έτερος άσωτος του Ευαγγελίου να ζητήση συγγνώμην και έλεος από τον πατέρα του. Με μόνην την ιδέαν ότι θα απηλλάσσετο πλέον των ελέγχων της συνειδήσεως και ότι θα ελάμβανε την συγγνώμην και ευλογίαν του πατρός του εβάδισεν τον δρόμον προς την εξιλέωσιν…
Και έφθασε στο πατρικό σπίτι. Η πόρτα αμπαρωμένη, κλειστή, αραχνιασμένη. Χτύπησε δυνατά, δεν έλαβε όμως απάντησι. Μία φρικτή και αλλόκοτη ιδέα πέρασε από το μυαλό του και ήτις δεν άργησε να πιστοποιηθή… Καθώς περνούσε μια γρηούλα τη ρώτησε ευγενικά αν καθόταν στο σπίτι αυτό κανένας. Η γρηούλα τον κύτταξε. Μα γιατί τον κυττούσε έτσι παράξενα; Έτσι σε μια στιγμή του είπε.. –είναι παιδί μου αυτό το σπίτι έρημο, μοναχικό, είναι το σπίτι της δυστυχίας.. μη το πλησιάζης, θα σου φέρη μόνο συμφορά. Από την μέρα –είπε συνεχίζοντας η γρηούλα– που πέθανε ο γέρο οικοκύρης και το σπίτι κλείστηκε από το Δημόσιο, γιατί σημείωσε παιδί μου χάσανε οι αρχές τον κληρονόμο του γέρου, το νεαρό παιδί του… και έτσι και το σπίτι έμεινε και αυτό απορφανισμένο.. μη το πλησιάσης παιδί μου ακούστηκε πιο πέρα μουρμουρίζοντας η γρηούλα.
Ο Γιώργης έμεινε εκστατικός και άναυδος στη θέσι του ώστε αυτός ήτο ο ένοχος; Και γυρίζοντας το πρόσωπο από το σπίτι αυτό κύτταξε τον απέραντο δρόμο   - ο δρόμος  του αλήτη ανοίχτηκε γι’ αυτόν ευρύς. Μια μέρα ένα πνιγμένο πτώμα βρίκανε σ’ ένα ποτάμι∙ ήταν ο Γιώργης.
Κανείς δεν έμαθε το τέλος του η ιστορία κλείστηκε.. ο άμυαλος γυιός που καταδίκασε μόνος τον εαυτόν του βρέθηκε πνιγμένος…
                                                                                                                                                                                                               Ν.Κ.


Σαν σκυλί στο αμπέλι

Ο Ντίνος Κονόμος στο διήγημά του ο Χαμένος Αλήτης, πραγματεύεται και διασκευάζει μια αρχαία ιστορία που στην ελληνική κουλτούρα ενσωματώθηκε μέσα από την παραβολή του Χριστού. Ο συγγραφέας του Χαμένου Αλήτη,  Ν. Κονόμος γράφει συνειδητά μία ιστορία, η οποία εκτυλίσσεται παράλληλα με την παραβολή του ασώτου υιού. «…ως έτερος άσωτος του Ευαγγελίου …» παρομοιάζει τον ήρωά του. Η πλοκή της ιστορίας είναι ίδια, με τη διαφορά ότι ο Ν. Κονόμος αλλάζει κάποια γεγονότα και πράξεις που φέρουν μια κατάληξη διαφορετική από αυτή της παραβολής. Όμως, και η κατάληξη του Κονόμου, παρόλο που είναι διαφορετική περνάει ακριβώς το ίδιο μήνυμα που περνάει και η παραβολή.
                Στην παραβολή είναι δύο αδέρφια, ο ένας εκ των οποίων παίρνει το μερίδιο της περιουσίας του και φεύγει. Στον Χαμένο Αλήτη υπάρχει μόνον ο μοναχογιός που μετά από σπατάλες και ασωτίες εγκαταλείπει τον γέρο πατέρα του, και φεύγει αδέκαρος και κουρελής. Στην παραβολή όταν τελειώνουν τα χρήματα επιστρέφει μετανοημένος, ενώ στον Χαμένο Αλήτη οι τύψεις και οι ενοχές τον οδηγούν στην επιστροφή. Στην παραβολή υπάρχει happy end, ο μόσχος ο σιτευτός, το παράπονο του καλού αδελφού και τέλος το μεγάλο δίδαγμα, ενώ στον Χαμένο Αλήτη βλέπουμε το κακό τέλος της ίδιας ιστορίας. Όταν ο αλήτης γυρίζει δεν βρίσκει κανέναν και τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία ήταν ο μοναδικός κληρονόμος, πιθανώς, και να έχουν κατασχεθεί από το Δημόσιο. Το μεγάλο δίδαγμα, πάντως, και εδώ, είναι το ίδιο με της παραβολής.
                Στην ουσία, ο Ν. Κονόμος ξαναγράφει την παραβολή του Χριστού, όμως άλλα είναι τα χρόνια του Χριστού και οι παραδόσεις που δένουν τις εβραϊκές οικογένειες και άλλα τα χρόνια του Ν. Κονόμου (το 1936 πρωτοδημοσιεύτηκε) που όφειλε τουλάχιστον να μας ενημερώσει στοιχειωδώς για την κοινωνική τάξη αυτής της οικογένειας. Άρα λοιπόν ο Ν. Κονόμος όταν γράφει τον Χαμένο Αλήτη έχει στο μυαλό του μία αρχοντική οικογένεια που λειτουργεί με τα στερεότυπα της κοντέικης οικογένειας.
                Αυτή η απειλητική ιστορία που αναπαράγεται από τον Χριστό μέχρι σήμερα, αφορά μονάχα τα παιδιά των πλουσίων που αν εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία θα βγουν χαμένα. Το πρόβλημα, λοιπόν, με την παραβολή του ασώτου αλλά και με τις διασκευές της, όπως αυτή του Κονόμου, είναι ότι μιλάνε γενικά για την οικογένεια και όχι ειδικά για την πλούσια ή πάμπλουτη οικογένεια. Σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως οι περισσότερες οικογένειες σε κάθε χώρα ξεχωριστά και συνολικά σε όλο τον πλανήτη, είναι φτωχές ή πάμπτωχες, οπότε ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει κανείς από τη μάστιγα της φτώχειας και της πείνας, δεν είναι παρά να εγκαταλείψει την οικογένειά του, με στόχο ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης. Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε και κάτι άλλο που καταρρίπτει την εβραϊκή (για τους Έλληνες παραδοσιακή) λειτουργία της οικογένειας. Γνωρίζουμε πως κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να δοκιμάσει τις δυνάμεις του μέσα στον κόσμο και να μετρήσει τις αντοχές του, να αξιοποιήσει τα ταλέντα του και αν τέλος επιθυμεί να σταματήσει και τη λειτουργία της ίδιας του της ζωής.
                Στο τέλος του έργου ο Αλήτης του Ν. Κονόμου αυτοκτονεί; Αυτό δεν το ξέρουμε, είναι όμως πολύ πιθανό, αφού η ιστορία αυτού του αυτοκαταστροφικού ανθρώπου τελειώνει ως εξής: Κανείς δεν έμαθε το τέλος του η ιστορία κλείστηκε…Ο άμυαλος γιος που καταδίκασε μόνος του τον εαυτό του βρέθηκε πνιγμένος…». Ο Κονόμος που γράφει αυτή την ιστορία, από κοινωνικά, συντηρητική σκοπιά και θρησκευτική ηθική, απαξιώνει να μας περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο πεθαίνει ή αυτοκτονεί. Η λαϊκή φράση επήε σα σκυλί στο αμπέλι είναι αυτή που φαίνεται να εκφράζει τον Κονόμο. Ο Αλήτης του έμεινε απελπισμένος και γεμάτος ντροπή από τις ενοχές του. Λογοτεχνικά θα μπορούσε ή να κρεμαστεί ή να πνιγεί, αλλά αφού αυτό δεν θα τον δικαίωνε, και αυτός ο ήρωας δεν είναι πρότυπο αλλά παράδειγμα προς αποφυγήν, ο δημιουργός του Ν. Κονόμος θα τον αφήσει να πάει άκλαφτος, σαν το σκυλί στο αμπέλι.
Ζ.Σ.



[1] Προδημοσιεύτηκε στη ζακυνθινή εφημερίδα «Εμπρός», αρ. φ. 13/19–7–1936. Εδώ ανθολογείται από τον πρώτο τόμο (πρωτόλεια 1935-1944) με τίτλο «ΝΤΙΝΟΥ ΚΟΝΟΜΟΥ ΔΙΑΦΟΡΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 1935-1990». Η εισαγωγή τα σχόλια και η επιμέλεια είναι της Γεωργίας Κόκλα-Παπαδάτου. Έκδοση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ζακύνθου. Ζάκυνθος, 1993.


Related Posts with Thumbnails