© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Στέλιου Τζερμπίνου: ΕΛΑΣΣΟΝΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΥΣΤΕΡΟΡΟΜΑΝΤΙΚΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 951-963]

Η χρησιμοποίηση του όρου “υστερορομαντικός”, φοβάμαι ότι προσκόπτει στις δυσκολίες που ενέχει κάθε προσπάθεια προσδιορισμού μιας εποχής που τα όρια και η διάρκειά της, δεν καθορίζονται με μαθηματική ακρίβεια, όπως για παράδειγμα η έναρξη και η λήξη ενός πολέμου. Μπορεί όμως να την επικαλεσθεί κανείς με γενικώτερες αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα που συνδέονται χρονικά και που αναπόφευκτα δημιουργούν τις “κλιματολογικές” συνθήκες, μέσα στις οποίες αναπτύσσεται μια ζωή, μια τέχνη, ένας πολιτισμός. Μ’ αυτή συνεπώς τη χρονική συγκατάβαση η προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε τα πρόσωπα και την εποχή της ιστορικής τους παρουσίας, όπως ήδη την σημειολογήσαμε, είναι πιστεύω επιτρεπτή.

Ο θάνατος του Μάλερ (1911) εξαντλεί πιθανόν τους ασπασμούς προς τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό, όχι όμως και για τους επτανήσιους εκτελεστές της διαθήκης του. Οι τελευταίοι διάγουν την περίοδο της μεθενωτικής εποχής στα Επτάνησα, που οριοθετεί (με την επιτρεπτή πάντα χρονική συγκατάβαση) την πολιτισμική τους υπόσταση ανάμεσα στην εκπνοή της ρομαντικής κοσμογονίας και την έναρξη της Βelle Époque. Η Ευρώπη παράλληλα, αποτινάσσοντας τα άγχη του αιώνα που μόλις έχει λήξει, αισιοδοξεί στα ευεργετήματα των νέων εφευρέσεων και στη φροϋδική ερμηνεία των ονείρων, συνεπαίρνεται από την ταχύτητα του αυτοκινήτου και την αμαρτωλή γοητεία των café-chantant και ενδίδει μεν στη γεωμετρία του κυβισμού όχι όμως και στη λήθη των καμπυλών του μπελκάντο. Ο ευρωπαϊκός μιμητισμός εξ άλλου, επενδύει στις κοινωνικές δραστηριότητες του αναπτυσσόμενου ελληνικού αστικού χώρου και τα Επτάνησα, έχουν την τιμή να επιδεικνύουν την ευρωπαϊκή τους ταυτότητα, εξασφαλίζοντας αυτοδίκαιη προτεραιότητα στους κοινωνικούς και καλλιτεχνικούς χώρους κι αυτής ακόμη της πρωτεύουσας.

Στα Επτάνησα ακόμη, με τη χειραφέτηση μιας νεόκοπης αστικής τάξης, διαπλάσσεται και η αντίστοιχη κουλτούρα, μέσα από την οποία αναδύονται οι περιβαλλοντικές προϋποθέσεις της (θέατρα, αίθουσες χορών, ερασιτεχνικά κοντσέρτα, ιδιωτικές παραστάσεις), τα εκφραστικά της πρότυπα (ποιητές, ζωγράφοι, καλλιτέχνες, μουσικοί) και η ανθρωπογενής ακολουθία της (ο λαός). Σ’ αυτού ακριβώς του κοινωνικού τοπίου το ηχόχρωμα, επτανήσιοι συνθέτες, ελάσσονες ίσως, συνεπείς όμως στις παρακαταθήκες και τα μουσικά ρήματα της ρομαντικής παράδοσης, καταθέτουν ανάλαφρα τη συνεισφορά τους και την απογραφή δειγμάτων ενός ενδιαφέροντος πολιτισμικού DNA, τόσο αναγκαίου στη διακρίβωση των καλών και καλολογικών στοιχείων της απειλούμενης ήδη προσωπικότητας κάθε λαού.

Κάτι που από την πρώτη στιγμή θα πρέπει να τονισθεί είναι εφάμιλλο του κοινότοπου: Όπως ήδη υπαινίχθηκα για τις εποχές, έτσι και για τη συγκεκριμένη περίπτωση, οφείλω να πώ ότι τα όρια μεταξύ ελάσσονος και μείζονος δεν διεκδικούν μαθηματικές ακρίβειες.
Το κριτήριο του χαρακτηρισμού και της ιεράρχησης ανάμεσά τους είναι όπωσδήποτε ρευστό και κατά μέγα μέρος υποκειμενικό, αφού απόλυτα, ούτε το "ποιοτικό" μπορεί να εκφράσει, ούτε το "ακριβές" να προσδιορίσει. Κι ακόμη είναι... επώδυνο, όσο και επισφαλές. Επώδυνο γιατί υποχρεώνει τον γράφοντα σε συγκρίσεις που κατά βάθος δεν επιθυμεί και επισφαλές γιατί κανείς, νομίζω, δεν μπορεί να διεκδικεί το… αλάθητο. Δικαιούται όμως να επικαλεσθεί τις αγαθές του προθέσεις, ώστε να μη στερηθούν μιας τιμητικής απογραφής παρουσίες ζακυνθινών συνθετών, που δεν είχαν την τύχη ούτε ως μείζονες ν’ αναγνωρισθούν ούτε ως ελάσσονες ν’ αξιολογηθούν.
Θέλω να προσθέσω ακόμη ότι η χρησιμοποίηση του όρου "ελάσσονες", δεν ανάγεται στο εύρος και τη δύναμη της μουσικής παραγωγής των αναφερομένων, αλλά στο μέγεθος της κοινωνικής τους παρουσίας και στο μέτρο που επηρέασε την κοινή αντίληψη η προσωπικότητά τους. H συνθετική τους αξιοσύνη εγκλωβίζεται στην γοητευτική αχλύ του ρομαντικού ιδεώδους που αργεί να εγκαταλείψει τον ιόνιο χώρο και ενώπιον του, με ειλικρίνεια ψυχής, καταθέτουν τα άνθη της έμπνευσης και της αισθαντικότητας που διαθέτουν. Οι συνθέτες αυτοί αποτιμούν την σημαντικότητά τους σε ποικίλες παραμέτρους, των οποίων οι διαστάσεις θα μπορούσαν ν’ αναχθούν: α) Στον όγκο της λαϊκής μέθεξης β) Στη συγκριτική τους αντιπαράθεση με τους μείζονες γ) Στην αναφορά τους στις σελίδες του τοπικού τύπου δ) Στην ύπαρξη ενός αξιόγραφου συνθετικού έργου και ε) Στη διαχρονική αξιολόγηση του έργου τους στο εργαστήρι της έρευνας

Μ’ αυτά συνεπώς τα δεδομένα μπορούμε ν’ αξιολογήσουμε την παρουσία και το έργο πλειάδος ζακυνθίων συνθετών, για τους οποίους η αναφορά τους εδώ θ’ αποτελέσει και μια ληξιπρόθεσμη απότιση οφειλόμενης τιμής.
Οφείλω τέλος να διευκρινίσω ότι η παρούσα εργασία είναι ένα απλό μνημόνιο παρουσιών στην αναφερόμενη χρονική περίοδο και δεν διεκδικεί την πληρότητα μιας ακαδημαϊκής μελέτης. Τα παρεχόμενα στοιχεία δεν ακολουθούν μεθοδολογική κατάταξη και δεν εξαντλούν τις υπάρχουσες-διάσπαρτες άλλωστε- πληροφοριακές πηγές. Πιστεύω ωστόσο ότι δεν στερούνται χρησιμότητας για όποιον συστηματικότερο μελετητή θα επιχειρούσε ν’ ασχοληθεί με το τρυφερό αυτό και νοσταλγικό κεφάλαιο της μουσικής ιστορίας της Ζακύνθου, μηδέ του γράφοντος εξαιρουμένου. Ας σημειωθεί ακόμη ότι τυχόν παραλείψεις έστω και απλής αναφοράς κάποιων περισσότερο ή λιγώτερο γνωστών ονομάτων, θα πρέπει να καταλογισθούν όχι σώνει και καλά σε δική μου αμέλεια αλλά στον τρόπο της ερμηνείας του τίτλου του παρόντος, όπου το μείζον ή το έλασσον μιας μουσικής παρουσίας, υποκλίνεται αναγκαστικά στην υποκειμενικότητα είτε του γράφοντος είτε του αναγνώστη. Και για να γίνω πιο σαφής, ονόματα μεγέθους όπως του Παύλου Καρρέρ, του Ιωσήφ Λιμπεράλη, του Αντωνίου Καπνίση και άλλων, σίγουρα δεν θα ’χαν θέση στο παρόν, ποια θέση όμως θα μπορούσε να πάρει κανείς απέναντι σε ονόματα όπως του Φραγκίσκου Δομενεγίνη, του Γεωργίου Δομενεγίνη ή του Τζώρτζη Κωστή;

΄Ερχομαι όμως στο θέμα ή αν θέλετε, σε μιαν ενδεικτική αναφορά, αρχίζοντας από τον γενάρχη της συγκεκριμένης περιόδου.

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΚΑΣΙΑΝΟΣ (1853-1908) υπήρξε ο ανεπανάληπτος εκφραστής της ζακυνθινής belle epoque. Με την ποίηση του, τα τραγούδια του, τις σερενάδες του, τους έρωτές του άφησε πίσω του μια δική του εποχή. Μιλάω για μια υπαρκτή εποχή, που ούτε λιγώτερα ήταν τα προβλήματα (πλούσιων και φτωχών) ούτε λιγώτεροι οι φτωχοί, αλλά που το ρομαντικό ιδεώδες και η λατρεία της μουσικής (ιδιαίτερα της όπερας) ξάνοιγαν τα μονοπάτια της ψυχής, που “γλυκειά κι ελεύθερη”, όπως την ήθελε ο Σολωμός, αποδεχόταν τα σχετικά μηνύματα.
Ο γλυκύτατος αυτός τραγουδιστής, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κουρέας και τελώνης, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 10 Αυγούστου 1853 και πέθανε στο Ναύπλιο στις 16 Γενάρη 1908. Η μετακομιδή των οστών του στη Ζάκυνθο που τόσο της ανήκε έγινε μόλις το 1971, με ιδιωτικής πρωτοβουλίας ενέργειες.
Ξεκίνησε σαν “μπαρμπερόπουλο” στο κουρείο του μπάρμπα του αλλά η τέχνη του κομμωτή ήταν η μόνη στην οποία δεν πρόκοψε. Αντίθετα η ποίηση, το θέατρο, η μουσική σύνθεση, το τραγούδι και ο έρωτας υπήρξαν γι αυτόν τομείς τέχνης και ζωής στους οποίους διέπρεψε.
Για τις μουσικές του σπουδές, έχουμε την πληροφορία ότι διετέλεσε μαθητής του ζακυνθινού αρχιμουσικού, κιθαρίστα και συνθέτη Αντωνίου Καπνίση, βασικά όμως μπορούμε να πούμε πως ήταν αυτοδίδακτος όπως τόσοι άλλοι ζακυνθινοί μελουργοί. ΄Ηταν δεν ήταν 22 χρονών το 1875, όταν μελοποίησε το επίγραμμα του Σολωμού "Η καταστροφή των Ψαρρών", που κατά συνήθεια της εποχής, θεώρησε σκόπιμο ν’ αφιερώσει σε μιαν εξέχουσα προσωπικότητα και η προτίμησή του στάθηκε στον τότε στον Κωνσταντίνο. Παράλληλα εκδίδει και διευθύνει το πολύ αξιόλογο περιοδικό γραμμάτων και τέχνης Ζακύνθιος Ανθών, παρά τη νεαρή του ηλικία και τις στοιχειώδεις γραμματικές του γνώσεις.
Tην ίδια χρονιά (1875-76), γίνεται συμμέτοχος της παρουσίασης στη Ζάκυνθο των πρώτων κωμειδυλλίων (Vaudeville), είδος μιούζικαλ θα λέγαμε σήμερα ή εν πάση περιπτώσει, για την εποχή που μιλάμε, κωμωδία διανθισμένη με τραγούδια του συρμού συμπεριλαμβανομένης και της όπερας). Οι παραστάσεις δίνονται στο περίφημο δημοτικό θέατρο της Ζακύνθου, το “Φώσκολος” όπου ο Σωκράτης Ζερβός παρουσιάζει τον “Μαστρομανώλη”, ο Πίος Μαρτζώκης “Το τύμπανον και η σάλπιγξ” και ο Τσακασιάνος “Τα γελοία αποτελέσματα της ζηλοτυπίας”. Την μουσική και για τα τρία αυτά κωμειδύλλια, επιμελήθηκε ο μουσικοσυνθέτης Αντώνιος Καπνίσης. Ο Τσακασιάνος έγραψε ακόμη την “Ερωμένη του συρμού”, που όμως δεν παίχτηκε στο θέατρο. Με τη νεανική ορμή της τρίτης δεκαετίας της ηλικίας του επιδίδεται στην σύνθεση και την εκτέλεση τραγουδιών για κιθάρα που μιλούν για τον έρωτα, τη γυναίκα και τις χαρές της ζωής, που παρά την ανέχεια και τους περιορισμούς, φροντίζει ν’ απολαμβάνει με κάθε τρόπο. Τα έργα του εν πολλοίς είναι γνωστά και εντοπίσιμα. Θα τολμούσα να τον ονομάσω, αν όχι γενάρχη, τουλάχιστον έναν από τους πρωτεργάτες της επτανησιακής καντάδας. Η καντάδα “Της γής τα πλάσματα...” που ανάγει τη μελωδία της κατ’ ευθείαν στην άρια “Dite a la giovine” από την “Τραβιάτα” του Βέρντι, παραμένει μέχρι σήμερα μοναδική και ανεπανάληπτη, όπως άλλωστε και η πασίγνωστη ανά την Ελλάδα “Mία μόνον ποθώ και λατρεύω”, αλλά και η επίσης γνωστή “Για ποιάν πονώ και κλαίω”. Οι διωδίες του “Η εικών σου” (“Δεν είσ’ εσύ γλυκειά μου αγάπη πρώτη”), “Εις το ρεύμα της ζωής μου”, “Σ’ εσένα και τη Ζάκυνθο” κ.α., γίνονται πραγματικά, εντρύφημα ερωτικής αγωγής στις σερενάτες που οργανώνει και πρωτοστατεί, αυτός ο τόσο αντιπροσωπευτικός Ζακύνθιος που ο ιστορικός Παναγιώτης Χιώτης τον ονομάζε “Ερωδιό”. Πάνω απ’ όλα όμως, ο Τσακασιάνος παραμένει, πιστεύω, κοινωνικό ορόσημο μιας αναίμακτης κοινωνικής μεταλλαγής, όπως αυτή διαμορφώνεται στη Ζάκυνθο μετά την ΄Ενωση, αναδεικνύοντας, μέσα από το λαό, μια νέα αστική τάξη με αξιώσεις και οράματα.

Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗΣ (9 Αυγ. 1866 – 2 Νοε. 1927) γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στη Ζάκυνθο, στην οποία και ανάλωσε όλη την ζωϊκή και καλλιτεχνική του προσφορά, εκτός από κάποιο απαραίτητο χρόνο απουσίας για σπουδές στη Νάπολη, που πήγε για κτηνίατρος και γύρισε… μουσικοδιδάσκαλος. Βαφτίστηκε όμως στην κολυμβήθρα της έντεχνης δυτικο-ευρωπαϊκής μουσικής και γυρίζοντας στη Ζάκυνθο απέθεσε τα μουσικά του διαπιστευτήρια στο καλλιεργημένο έδαφος του ζακυνθινού αστικού χώρου.
Δεξιοτέχνης του πιάνου, οργανίστας στην καθολική εκκλησία του Αγίου Μάρκου, συνθέτης και μαέστρος, υπήρξε αναγκαίος συμμέτοχος και σημαντικός συντελεστής κάθε μουσικής δραστηριότητας στη Ζάκυνθο μέσα στις κοινωνικά και πολιτικά κρίσιμες δεκατίες της περιόδου 1890-1920.
Το 1893 παίρνει την πρώτη γεύση της επιτυχίας όταν βραβεύεται μια romanza του, που είχε στείλει σε μουσικό διαγωνισμό του Ωδείου της Ρώμης. Η πληροφορία έρχεται από την τοπική εφημερίδα “Ελπίς” (20 Ιουν. 1893), σύμφωνα με την οποία
Oι συμπολίται μας Στέφανος Καραμαλίκης και ΄Αγγελος Σαλούτσης απέστειλαν εις το μουσικόν διαγώνισμα του Ωδείου της Ρώμης, ο μεν κ. Καραμαλίκης Romanza ο δε κ Σαλούτσης Valser και εβραβεύθησαν αμφότεροι.
Το 1900 "αναλαμβάνει ευγενώς" και προσωρινά, τη διεύθυνση του Φιλαρμονικού Συλλόγου Ζακύνθου, περιμένοντας τον αρχιμουσικό Francesco Nicolini. Aπασχολείται όμως και ως μουσικοδιδάσκαλος στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο του Γεωργίου Σφήκα, που λειτούργησε στη Ζάκυνθο από το 1889 ως το 1918.
Οι επιδόσεις των μαθητριών του στα μαθήματα πιάνου που παραδίνει δικαιώνουν τις ικανότητές του, που επιβεβαιώνονται από την επαγγελματική σχεδόν σταδιοδρομία της αξέχαστης Λίζας Γκιουστότση.
Στις σημαντικές στιγμές της ζωής του ανάγεται ασφαλώς και η πληροφορία του ιστορικού της νεοελληνικής μουσικής Σπύρου Μοτσενίγου, ότι:
"Εις την Ζάκυνθον συνεκροτήθη, κατά το 1901, η πρώτη συστηματική μανδολινάτα υπό τον ζακύνθιον μουσικο-διδάσκαλον και συνθέτην Σ τ έ φ α ν ο ν Κ α ρ α μ α λ ί κ η ν… Η μανδολινάτα αύτη ενεφανίσθη δια πρώτην φοράν το εσπέρας της πανηγύρεως των Αγίων Πάντων εις μίαν σλεπίαν (μαούνα του Κωνστάντζα), εις την οποίαν είχον κατασκευάσει κατάλληλον εξέδραν, διακεκοσμημένην δια σημαιών, σμυρτιών και βενετικών φανών. Την εορτήν παρηκολούθησαν χιλιάδες λαού, με μεγάλον ενθουσιασμόν, εκ της προκυμαίας και της πλατείας αυτής".
Σημειώνω ακόμη ότι το Γενάρη του 1902, αναλαμβάνει μουσικοδιδάσκαλος στη "Σχολή Φωνητικής και Εκκλησιαστικής Μουσικής", που λειτουργεί στη Ζάκυνθο και στις 24 Μαρτίου 1902, κάνει μια θαυμάσια εμφάνιση με 14μελή τετράφωνη χορωδία στην εκκλησία της Ευαγγελιστρίας.
Οι ερασιτεχνικές, φιλανθρωπικές και κοσμικές εσπερίδες, στις οποίες οι Ζακυνθινοί της εποχής επενδύουν τα φιλάλληλα αισθήματα τους και τις ματαιοδοξίες τους ή εκτονώνουν τους καημούς πολέμων, κινημάτων και σεισμών, βρίσκουν πάντα τον συμπαθή Στέφανο, πρόθυμο cavalliere για να συνοδεύσει στο πιάνο ωραίες κυρίες της Ζακύνθου σε κλασσικές αλλά και προσωπικές του συνθέσεις. Αριστοκρατικός και κοινωνικά συναινετικός, παραμένει τυπικό δείγμα της αστικής κοινωνίας του καιρού του και ντύνοντας την τέχνη του με τα προσόντα του χαρακτήρα του, διασφαλίζει παράλληλα μιαν ακόμα εύφημη μνεία στα μουσικά πεντάγραμμα της Ζακύνθου.
Οι καλλιτεχνοκοσμικές του εμφανίσεις, όχι όμως και η συνθετική του δραστηριότητα, φαίνεται να σταματάνε στα 1916. Κι από τότε θα περάσουν 11 ολόκληρα χρόνια για να ξανασυναντήσουμε το όνομά του στον τοπικό τύπο. Αυτή τη φορά όμως συνοδευόμενο με το στερεότυπο θλιβερό μοτίβο της ανθρώπινης μοίρας:
"Απέθανε και σεμνοπρεπώς εκηδεύθη ο μουσικοδιδάσκαλος Στέφανος Καραμαλίκης, γνωστότατος δια την εντιμότητά του, την αγαθότητά του και την μουσικήν δεινότητά του.Την κηδείαν του ηκολούθησε πλήθος κόσμου".

Σωζόμενα έργα του (όλα γραμμένα για pianoforte):
Μια επεξεργασία του γνωστού μελουργήματος της Μ. Εβδομάδας ΄Ινα τι εφρύαξαν... , (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος-Μοτσενίγειο αρχείο φ.777), ένα Χριστός Ανέστη, σε δική του επίσης επεξεργασία (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος-Μοτσενίγειο αρχείο φ.777), μια πόλκα με τίτλο “Teresa” composta per pianoforte dal dilettante Stefano Caramaliki, με την αφιέρωση All Eccel/ssimo Console di Russia Giorgio Domeneghini, (Aρχείο Γιάννη Βίτσου), μια διωδία με τίτλο “Το δώρον”, σε ποίηση Δ. Καπανδρίτη (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος-Μοτσενίγειο αρχείο φ.777), μια μαζούρκα για πιάνο με τον τίτλο "Αδαμαντίνη" με αφιέρωση "Τη θυγατρί μου Νίνα", (χρονολογία 20 Οκτ.1899, αρχείο Στέλιου Τζερμπίνου), μια διωδία "Στρόβιλος τη συνοδεία κλειδοκυμβάλου" με τίτλο "Σε αγαπώ”, ποίηση Δημ. Κανελλοπούλου με την αφιέρωση: "Τη πολυαγαπητή μου αδελφή Μάνια Καραμαλίκη, αφιερώ. Στεφ. Καραμαλίκης - 1922" (αρχείο Στέλιου Τζερμπίνου), καθώς και η τριωδία “Νάνη-Νάνη” (1921), αφιερωμένη “Τη μικρά Κομήσση Αιμιλία Μερκάτη” (αρχείο Στέλιου Τζερμπίνου).
Σε αντίγραφο καταλόγου επίσης, που μου είχε παραχωρήσει η αείμνηστη εξ αγχιστείας συγγενής του Μαρία Καραμαλίκη μετράω 34 συνολικά συνθέσεις του, από τις οποίες 4 πόλκες, 6 μαζούρκες, 3 βαλς, 4 ρομάντσες, 2 εμβατήρια, 5 διωδίες, 1 βαρκαρόλα, διάφορα άλλα τραγούδια (μονωδίες και χορωδιακά) και τρεις άλλες συνθέσεις χωρίς προσδιοριστικό τίτλο.

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ (ΤΖΩΡΤΖΗΣ) ΚΩΣΤΗΣ του Γεωργίου (1871 - Αργος 1959), είναι ο πατέρας της ζακυνθινής σερενάτας. Οι 18 περίπου διωδίες του (τα ντουέτα του) που σήμερα διασώζονται σε δύο αξιόλογες δισκογραφικές εκδόσεις αλλά και στη μνήμη κάποιων παλιών Ζακυνθινών, αποτέλεσαν αποθέωση του ιταλικού μπελκάντο σε τοπικά πλαίσια και οδηγούς έκφρασης ερωτικών καημών, από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι και το μοιραίο 1953. Στάθηκαν ακόμη και μοντέλα συνθετικής έμπνευσης για τους συνθέτες της αθηναϊκής καντάδας. Ελάχιστες οι λεπτομέρειες για τη ζωή του και τις μουσικές του σπουδές. Δεν ξέρουμε ούτε πως ούτε που έμαθε μουσική. Πιθανολογούμε απλά ότι υπήρξε μαθητής του ιταλού αρχιμουσικού του Φιλαρμονικού Συλλόγου Ζακύνθου Φραντσέσκο Νικολίνι. Ο Τζώρτζης Κωστής γεννήθηκε στη Ζάκυνθο και πέθανε 88 χρονών στο ΄Αργος. Μέχρι τη σεισμοπυρκαϊά του 1953 ζούσε στη Ζάκυνθο μετερχόμενος το επάγγελμα του ράφτη. Παράλληλα πρόσφερε τη μουσική και συνθετική του εμπειρία στην εκκλησιαστική χορωδία της Μητρόπολης, ως συντονιστής της χορωδίας και ως βαθύφωνος. Το μεγάλο του ρόλο όμως στη μουσική ιστορία της Ζακύνθου ο Κωστής, τον είχε διαδραματίσει μέχρι το 1912. Μέχρι τότε είχε προσφέρει στη Ζάκυνθο και το τραγούδι υπέρτατα δωρήματα μουσικής έμπνευσης και κοσμικού πάθους, εκφρασμένα μέσα από τις ερωτικές διωδίες (ντουέτα - σερενάτες) που είχε συνθέσει κυρίως πάνω σε στίχους του ωραιολάτρη γιατρού και ποιητή Γιάγκου Τσιλιμίγκρα και του ζωγράφου ποιητή Μίμη Πελεκάση. Ο σχεδόν ισοπεδωτικός σεισμός του 1912 στη Ζάκυνθο, υπήρξε για τον Κωστή καθοριστικός. Θεώρησε το γεγονός ως προειδοποίηση εξ ουρανού για τις …αμαρτίες του και η μετάνοιά του υπήρξε ακαριαία. Οι ερωτικές νυκτωδίες αντικαταστάθηκαν με εκκλησιαστικά χερουβικά.
Δυό δίσκοι βινυλίου, δυό φιλότιμες δισκογραφικές προσπάθειες απογράφουν σήμερα το κοσμικό μουσικό έργο του Κωστή, με την ερμηνεία καλλιτεχνών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ο πρώτος έχει τον τίτλο Ζακυνθινές Σερενάδες και ερμηνεύεται από τον τενόρο Κωνσταντίνο Παλιατσάρα και τον ζακυνθινό βαρύτονο Διονύση Τρούσσα, με οργανική συνοδεία μελών της Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων του Πνευματικού Καλλιτεχνικού Κέντρου του Δήμου Πάτρας, υπό την διεύθυνση του Δημήτρη Λάγιου, στον οποίο ανήκει και η επιμέλεια έκδοσης του δίσκου. Ο δεύτερος δίσκος έχει τον τίτλο Οι σερενάτες και ερμηνεύεται από τον ζακυνθινό βαρύτονο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Βασίλη Κουντούρη και τον
τενόρο συνάδελφό του Γιάννη Μανωλάκη ενώ συνοδεύει η Μαντολινάτα του Διονύση Αποστολάτου. Η έκδοση είναι παραγωγής του σωματείου “Oι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων” και συνοδεύεται από εμπεριστατωμένο ενημερωτικό φυλλάδιο με επιμέλεια και κείμενα του Νίκια Λούντζη. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και δίσκος ακτίνας (CD) με τραγούδια του Κωστή και ερμηνευτή τον ζακυνθινό λαϊκό τενόρο με τη θαυμάσια φωνή Διονύση Κρητικό.

Ο ΠΙΕΡΡΟΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ (1894-1970) είναι ένας άξιος συνεχιστής του έργου του Κωστή. Αυτοδίδακτος, πολυεπίπεδος, αισθαντικός και συνεπής εκφραστής του υστερορομαντικού κλίματος στη Ζάκυνθο. Ελλάσων ή όχι, παίρνει κι αυτός τη θέση του στη σύνθεση της ζακυνθινής διωδίας. Νεώτερος κατά 23 χρόνια του Κωστή, που, όπως είπαμε, εγκαταλείποντας τα ερωτικά εγκόσμια, πρόλαβε ν’ αφήσει γραφτές οδηγίες στον Πιέρρο για το πώς ν’ αποθέσει “Όλα τ’ Απρίλη τα λουλούδια”, δίπλα στα “Φύλλα της ανεμώνης” του. Πληροφορίες από το οικογενειακό του περιβάλλον του αποδίδουν μουσικές σπουδές στη Βιέννη, το πιθανώτερο όμως είναι, σύμφωνα με μαρτυρίες παλιών Ζακυνθινών, ότι μουσική έμαθε στο Γκοέρλιτς της πρωσσικής τότε Σιλεσίας, όταν κατά τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο είχε μεταφερθεί εκεί σαν αιχμάλωτος. Άριστος μαντολινίστας, βιολιστής, κιθαρωδός, μουσικοδιδάσκαλος εγχόρδων και πνευστών, αρχιμουσικός μπάντας και συνθέτης. Οι σερεναδίστικες συνθέσεις του αποπνέουν την ερατεινή εκείνη διάθεση που υποθάλπει στη Ζάκυνθο η καλοκαιρινή βραδιά μ’ εκείνη την κατέκδηλη ή και υπολάνθανουσα αίσθηση που συνδυάζει την ερωτική προδιάθεση με την μελαγχολία. Τραγούδια για τη γυναίκα, για το κρασί, για τις χαρές της ζωής. Σημειώνω μερικά από τα τραγούδια του, από τον πληρέστερο κατάλογο του βιβλίου του Γιάννη Βίτσου “Ζακυνθινά Πεντάγραμμα”: “΄Όλα τ’ Απρίλη τα λουλούδια”, σε στίχους Γ. Αθάνα, “Και μόνο το κρασάκι…”, σε στίχους Σπύρου Μαρίνου-Μισοπούλη, “Να χαρείς το δυό σου μάτια”, επίσης σε στίχους Σπύρου Μαρίνου-Μισοπούλη, το πολύ τρυφερό “Ύπνε μου φύγε”, σε στίχους Διον. Μάργαρη, το “Θάλασσα πες μου”, σε στίχους Γεωργίου Μπονίκου-Μπιρίτση αλλά και την περίφημη “Ζακυνθινοπούλα”, σε στίχους Τόλη Γαρουφαλή. Τα τραγούδια του αυτά τραγουδιούνται ακόμα, αλλά δυστυχώς ακόμη δεν αξιώθηκαν μιας αξιόλογης ηχογράφησης. Αξιόλογες όμως είναι και οι οργανικές του συνθέσεις για μαντολίνο.

Κοντά στο Πιέρρο Πανταζή, αν και με ευρύτερες αξιώσεις μουσικής δημιουργίας, νομίζω ότι μπορεί να σταθεί ο ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΨΑΣΚΗΣ (1909-1967) που σταδιοδρόμησε στη μεταπολεμική Αθήνα σαν συνθέτης, σαν διευθυντής χορωδίας και μαντολινάτας επτανησιακού ρεπερτορίου αλλά και σαν χοράρχης στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης.
Δύο πολύ σημαντικές δισκογραφικές εκδόσεις, από σπαράγματα παλιών ηχογραφήσεων του άλλοτε ΕΙΡ, με πρωτοβουλία του σωματείου “Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων” και με την όπως πάντα εξαιρετική επιμέλεια του γνωστού θεωρητικού της μουσικής και συγγραφέα Νίκια Λούντζη, αποτελούν το ακροαστικό προϊόν μιας σπουδαίας απογραφής 40 περίπου συνθεμάτων επτανησίων συνθετών του υστερορομαντικού κλίματος. Ανάμεσα τους ο Γιάννης Τσακασιάνος, ο ληξουριώτης Τζώρτζης Δελλαπόρτας και ο ίδιος ο Καψάσκης, που διευθύνει τη χορωδία και μαντολινάτα που διατηρούσε μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής του, το 1967.

Για τον ΙΩΑΝΝΗ ΜΟΖΕΡΑ (1832- 6 Σεπ. 1880), δεν έχουμε ιδιαίτερες μουσικές πληροφορίες. Στο “Λεξικό” του Ζώη (σ. 430, τόμ. Α΄, μέρος B΄, έκδ. 1963) τα μόνα που αναφέρονται είναι η χρονολογία της γέννησής του, ότι “Εξελέγη βουλευτής ψηφίσας την ΄Ενωσιν και Πληρεξούσιος ψηφίσας το Σύνταγμα του 1864”, και ότι “Διετέλεσε συντηρητής Ενεχυροδανειστηρίου μέχρι του θανάτου του, 6 σεπτ. 1880”. Από ευγενική ωστόσο προσφορά του αγαπητού φίλου κ. Γιάννη Στεφ. Παπαδάτου, περιήλθαν στην διάθεσή μου, φωτοτυπικά αντίγραφα, 5 χορών πιάνο , που θα πρέπει, χωρίς άλλο, να πιστωθούν στον εδώ αναφερόμενο, αφού συνηγορούν σ’ αυτό τόσο η χρονολογία (1853) του χειρογράφου, που συμπίπτει με το χρόνο δράσης του ανδρός, όσο και η ιδιόγραφη αφιέρωση του συνθέτη προς το δάσκαλό του Ιωσήφ Λιμπεράλλη, πρόσφατα τότε εγκατεστημένο στη Ζάκυνθο και στον οποίον ο 21 ετών τότε Μόζερας, με σεμνότητα και μετριοπάθεια, αφιερώνει τις συνθέσεις του, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του dilettante, δηλαδή ερασιτέχνη. Οι τίτλοι των συνθέσεων είναι οι ακόλουθοι: Redova Maria, Polca Kadina, Schotisch Grajina, Les Clochettes, Polca-Mazurca per Madame Laura.

Για τον συνθέτη και διευθυντή μαντολινάτας ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΚΑΨΟΚΕΦΑΛΟ (22 Μαρτ. 1888-1951), μέχρι προ τινος, οι πληροφορίες που είχαμε ήταν ελάχιστες. Ο Λεων. Ζώης (Λεξικό, σ. 288-289) αναφέρει τα εξής “Aυτοδίδακτος διεκρίθη ως καλλιτέχνης πρωτεύσας εν διαγωνισμώ Βελιγραδίου δια σύνθεσιν ύμνου και εν άλλοις καλλιτεχνικοίς διαγωνισμοίς, υπηρετήσας ως τμηματάρχης του Υπουργείου Συγκοινωνίας”. Πρωτοεμφανίζεται ως διευθυντής μαντολινάτας ερασιτεχνών στις 12 Ιουλίου 1909, εν τη Πλατεία Σολωμού (εφημ. Ελπίς 12.7.1909). Σε άλλη πληροφορία αναφέρεται σε μουσική συμφωνία με μαντολίνο στη Ζάκυνθο και με συμμετοχή του Στεφ. Καραμαλίκη στο πιάνο (Ελπίς 17.2.1913). Η ίδια πληροφορία τον φέρει και σαν βοηθό του Δημ. Πελεκάση σε σχετική σκηνογραφία. Σωζόμενα μουσικά έργα του μια “Φαντασία δια κλειδοκύμβαλον”, δημοσιευμένη τo 1912 στο περιοδικό Ελλάς, με ένθετη φωτογραφία του (Αρχείο Στέλιου Τζερμπίνου) και μία δισκογραφική εγγραφή για κάλαντα, με συνοδεία της μαντολινάτας Σπ. Καψάσκη, που περιλαμβάνονται στο δίσκο βυνιλίου "Τραγουδούσε η Ζάκυνθος" (1992, “Oι φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων”, επιμ. Νίκιας Λούντζης). Με τον τίτλο όμως “Διονύσιος Καψοκέφαλος-Στέφανος Ξενόπουλος, δυό παραγνωρισμένοι ζακυνθινοί εικαστικοί” του αρχαιολόγου και ιστορικού της τέχνης Δημήτρη Παυλόπουλου, που δημοσιεύουν τα Επτανησιακά Φύλλα του Διονύση Σέρρα (τομ. ΚΓ΄, τευχ. 5-6 Φθινόπωρο 2003), γνωρίζουμε πια τον Καψοκέφαλο ως μια πολύ σημαντική προσωπικότητα του εικαστικού χώρου με πλήρη βιογραφικά και φωτογραφία στα οποία και παραπέμπω.

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΗΛΙΚΑΣ (7 Mαρτ. 1870-29 Μαρτ. 1942) υπήρξε ένας πραγματικά ιεροδιάκονος της μουσικής ιστορίας της Ζακύνθου, μέσα στην πρώτη 50ετία του 20ού αιώνα αλλά και πριν. Αυτοδίδακτος κι αυτός της μουσικής, θα διαδεχθεί στον Φιλαρμονικό Σύλλογο, το Μάη του 1906, τον ιταλό Φραντσέσκο Νικολίνι, σαν προσωρινός αρχιμουσικός και θα παραμείνει ισόβιος (με 11μηνη εξαίρεση) μέχρι το Μάρτη του 1942 που πέθανε. Θα επενδύσει με τα εμβατήριά του τις νίκες των βαλκανικών πολέμων, τις επιτυχίες των συμμάχων στον πανευρωπαϊκό πόλεμο και με τα βαλς και τις μαζούρκες του την ψυχαγωγία των Ζακυνθίων, συνεπής στο κλίμα και την παράδοση μιας τοπικής «μπελ επόκ» χωρίς ημερομηνία λήξης. Από το πλήθος των συνθέσεων του ελάχιστες έχουν διασωθεί. Ο Λεων. Ζώης, στο Λεξικό του, ομιλεί για 200 τόμους χειρογράφων, ενώ παράλληλα η τοπική εφημερίδα Καθημερινή (12.4.1953) αναφέρει ότι το ογκώδες περιεχόμενο της μουσικής βιβλιοθήκης του Πήλικα είχε αποστείλει από την Πάτρα στη Ζάκυνθο, ως δωρεά, ο κληρονόμος του μαέστρου ΄Αγγελος Μυλωνάς μέσα σε κασόνια. Το υλικό όμως αυτό, αν δεν ιδιοποιήθηκε από κάποιον ή κάποιους, πρέπει να χάθηκε στη σεισμοπυρκαϊά του 1953.
Ο Πήλικας συνέθεσε ηρωικά εμβατήρια, πένθιμα εμβατήρια (funebre) και χορευτικές συνθέσεις, ιδίως για πιάνο. Οι τίτλοι των εμβατηρίων του ελληνικοί όταν αφορούν σε βαλκανικές νίκες, ταυτίζονται συνήθως με αντίστοιχες ημερομηνίες: Η 8η Μαρτίου 1913, Η 1η Νοεμβρίου 1913, διαπνέονται όμως και από εθνική έξαρση: Ελληνικόν αίμα, Ελληνικός θρίαμβος, Επί των πτερύγων του βυζαντινού αετού, Αβέρωφ κ.ά. Η συνθηκολόγηση της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 1918 αντίστοιχα, εμπνέουν στον Πήλικα το εμβατήριο Επί των πτερύγων της νίκης, που παίζεται σε πρώτη εκτέλεση στις υπαίθριες συναυλίες των 7 και 26 Οκτωβρίου 1918 με τη γαλλική αμφίεση Sur les ailes de la victoire. Η συμμαχική αλληλεγγύη και η γλώσσα του συρμού της εποχής, γαλλικούς τίτλους επιβάλλουν και σε άλλες συνθέσεις του Πήλικα, όπως στις παιζόμενες μαζούρκες Je ne t’aime plus (Δεν σ’αγαπώ πια) και Temps! Suspende ton vol (Δίπλωσε χρόνε δίπλωσε τ’ακούραστα φτερά σου), αφού δεν διαθέτω την ποιητική άδεια του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, για να μεταφράσω αυτό το τελευταίο με δικά μου λόγια. 100 χρόνια πάντως μετά το γράψιμό της η Λίμνη του Λαμαρτίνου εξακολουθούσε να εμπνέει το συντηρημένο ρομαντισμό των Ζακυνθινών και φυσικά το μουστακοφόρο εκφραστή του, τον Πήλικα. Γαλλικά επίσης επιμένει ο Πήλικας με την πόλκα Temps accables και το περίφημο βαλς Les ondes ecumantes, σωζόμενο και σήμερα με τον τίτλο Κύματα αφρόεντα στο βιβλίο του Γιάννη Ν. Βίτσου “Ζακυνθινά Πεντάγραμμα”. Η ιταλική γλώσσα διατηρείται τιμητικά στα εμβατήρια Vita sognata, Avanti και Zante, στις πολυπαιγμένες μαζούρκες του Gelosie amorose, Vita Zantiota και Amore e cuore καθώς και στο βαλς
Pensami ed amami.
Πρόσφατα η έρευνά μου ευτύχισε στην ανεύρεση δύο ακόμη συνθεμάτων του συνθέτη-μαέστρου. Πρόκειται για δύο μαζούρκες η πρώτη από τις οποίες έχει τον τίτλο H πατρίς μου σε φιλοτεχνημένο χειρόγραφο υπό ημερομηνία 16 Δεκ.1894 και φέρει την ένδειξη “ελάχιστον δείγμα υπολήψεως, αφιερούμενον τω αξιοτίμω προξένω της Ελλάδος εν Σιέρρα Λεόνηι Αναστασίω Γ. Κεφαλά” (Partitura per pianoforte) (Aρχείο Στέλιου Τζερμπίνου) και η δεύτερη με τίτλο Ultimo baccio (Mazurka per pianoforte) σε φιλοτεχνημένο χειρόγραφο (Zante Novembre 1895), αφιερωμένη “all onorabile Maestro P. Carreri” (Aρχείο Στέλιου Τζερμπίνου). Σώζονται επίσης και κάποιες marcie funebre στο ρεπερτόριο της Φιλαρμονικής Ζακύνθου.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΑΤΣΙΓΙΑΛΟΣ (24 Φεβ. 1880-6 Φεβ. 1944). Κορνετίστας (πιστονίνο), βιολιστής, μαντoλινίστας και κιθαρωδός, τραγουδοποιός, διευθυντής "ασματικών ομίλων" και υποκατάστατος του Πήλικα στη διεύθυνση της Φιλαρμονικής Ζακύνθου. Ο ιστορικός της μουσικής Σπύρος Μοτσενίγος (Νεοελληνική Μουσική, Αθήνα 1958), αναφέρει ότι "εσπούδασε την μουσικήν υπό τον αρχιμουσικόν της Φιλαρμονικής Ζακύνθου Francesco Nicolini και τον Κερκυραίον Βίκτωρα Μαυρόχην". Πιο πολύ στους πιο πολλούς, είναι γνωστός ο Κατσίγιαλος ως ο συνθέτης της τετράφωνης καντάδας "Γλυκειά παρθένα ολόχαρη", σε στίχους του ζωγράφου-ποιητή Δημητρίου (Μίμη) Πελεκάση. Η περίφημη αυτή καντάδα, που τραγουδιέται μέχρι και σήμερα, κυκλοφορεί επίσης δισκογραφημένη σε αρκετές εκδόσεις. Μια απ’ αυτές περιλαμβάνεται και στο δίσκο "Τραγουδούσε η Ζάκυνθος", με τη συνοδεία της Μαντολινάτας Σπ. Καψάσκη (Εκδ. “Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων”, επιμέλεια-κείμενα Νίκια Λούντζη). Στον ίδιο δίσκο περιλαμβάνονται και τα περίφημα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς.
Τύπος ιδιόρρυθμος και σοβαρός, αναφέρει πάλι ο Σπ. Μοτσενίγος,
εμελοποίησεν αρκετά ωραία τραγούδια, καθώς και τα περίφημα "κάλαντα" του Δημητρίου Πελεκάση, τα οποία δια πρώτην φοράν ετραγούδησαν εν Ζακύνθω τη συνοδεία μανδολινάτας την πρώτην του έτους 1905:

Τώρα που έφθασε του χρόνου,
η στερνή του η στιγμή
και προβάλλει με τραγούδια
της πρωτοχρονιάς η αυγή...

Ο όμιλος ούτος απετελείτο από τους Σπυρίδωνα Μπάστα ή Μορού-λιαν, Ανδρέαν Χρυσάφην, Διονύσιον Ντάριον, Σπυρίδωνα Γκιουστόζην, Μίμηκαν και τον "γλυκόν τραγουδιστήν" Ανδρέαν Χιώνην. Τα "κάλαντα Κατσίγιαλου" εσημείωσαν εις την ιστορίαν της Ζακυνθινής νυκτωδίας σταθμόν. Εδωσαν την χαριστικήν βολήν εις την έως τότε επικρατούσαν τετράφωνον χορωδίαν, η οποία υπερηφάνως εκράτει το προνόμιον της αποκλειστικής εκτελέσεως των "καλάντων" της πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Την πρώτην εμφάνισιν της υπό τον Κατσίγιαλον μανδολινάτας παρηκολούθησαν χιλιάδες λαού και μάλιστα υπό βροχήν με μεγάλον ενθουσιασμόν". Στο σημείο αυτό όμως είναι αναγκαίο να προστεθεί ότι ο Κατσίγιαλος συνέθεσε και έτερα κάλαντα σε στίχους Σπύρου Μαρίνου (Μισοπούλη), τα πολύ γνωστά:

Πρωτοχρονιά καλή χρονιά
χρονιά γεμάτη κάλλη
γεμάτη υγεία και χαρά
σας εύχεται και πάλι...κλπ.

Για τα κάλαντα μάλιστα αυτά ο Γιάννης Ν. Βίτσος στα "Ζακυνθινά Πεντάγραμμά" του (σελ.168) έχει διαφορετική γνώμη. Τ’ αποδίδει στον Δημ. Πελεκάση, ενώ για τα προαναφερθέντα του Πελεκάση δεν κάνει λόγο. Δεν υπάρχει συνεπώς αμφιβολία ότι και αυτά είναι του Κατσίγιαλου, μόνο που (από τον Βίτσο) δεν αναφέρεται ο δημιουργός των στίχων, που όπως προαναφέρθηκε είναι ο Σπύρος Μαρίνος-Μισοπούλης.
Ο τοπικός τύπος της εποχής του, που δεν παραλείπει την χρονογράφηση των εμφανίσεών του στην κοινωνική ζωή, μας δίνει την δυνατότητα να σημειώσουμε μιαν εμφάνισή του επικεφαλής ασματικού ομίλου τον Αύγουστο του 1909 στις γιορτές του Αγίου και μιαν άλλη, επίσης ως επικεφαλής "χορωδίας εθνικής υπό μαθητριών", στις 3 Φλεβάρη 1913 σε "εσπερίδα υπέρ των απόρων οικογενειών των επιστράτων" στο δημοτικό θέατρο, όπου
"επιστέγασμα της ωραίας εκείνης εσπερίδος ήτο ο χορός των μαθητριών και μαθητών επιτυχέστατα εκτελέσας υπό την συνοδείαν εγχόρδων οργάνων και υπό την διεύθυνσιν του μουσικού κ. Κατσίγιαλου τους δια την Α.Υ. τον Διάδοχον γραφέντας ύμνους μελοποιηθέντας υπό του κ. Κατσίγιαλου".
Αναφέρονται ακόμη, στον τοπικό τύπο (Εφημ. Ελπίς 30.8.1909, 3.2.1913, 10.2.1913, 2.6.1913), συγχαρητήρια, "καθ' υψηλήν επιταγήν", από τον αυλάρχη του βασιλιά Κωνσταντίνου, Αλέξανδρο Μερκάτη
"δια το πένθιμον εμβατήριον όπερ είχε την καλοσύνην να αποστείλη", καθώς επίσης και άλλα ευχαριστήρια από τον βασιλιά του Μαυροβουνίου "επί τω ωραίω εμβατηρίω όπερ επί τη ευκαιρία της αλώσεως της Σκόδρας είχε την ευγενή προθυμίαν ν' αποστείλη...."

O Nτίνος Κονόμος επίσης, στην τακτική ραδιοφωνική "Επτανησιακός Αντίλαλος" μιλώντας στις 26 Αυγούστου 1955, με θέμα "Αγνωστοι και λησμονημένοι Επτανήσιοι μουσικοσυνθέτες", που δημοσιεύεται σε δύο συνέχειες στην εφημερίδα Αλήθεια της Ζακύνθου (φ. 353 και 354/ 14.9.1955) αναφέρει γι' αυτόν τα εξής: "Ο Κατσίγιαλος ήταν ο τελευταίος εκπρόσωπος του μπενεστάντε στο νησί. Τύπος ανάμεσα στους τόσους τύπους της Ζακύνθου ξεχώριζε πάντα με το γλυκό του χαμόγελο, με το υπερβολικά μακρύ σακάκι του και με τη λεπτότατη μπαγολίνα του. Οταν την ανέμιζε στον αέρα έπρεπε να περνάς αρόδου από κοντά του, γιατί έτσι πούταν αφηρημένος υπήρχε φόβος να σου βγάλη το μάτι".

Στα ευρισκόμενά του, εντοπίζεται ακόμη, ένα χειρόγραφο του μετην εύγλωττη αφιέρωση “Ασμα Η εκ της καρδίας ευχή, Δυωδία” (δια κλειδοκύμβαλον) Αφιερωθείσα επί τη ονομαστική εορτή του Εξοχωτάτου Πρωθυπουργού της Ελλάδος Ελευθερίου Βενιζέλου Ζάκυνθος τη 15η Δεκεμβρίου 1914 (Aρχείο Στέλιου Τζερμπίνου), καθώς επίσης ένα άλλο χειρόγραφο που ανήκει στον κατά τα έτη 1914 και 1916 ευγενικό έφορο του Φιλαρμονικού Συλλόγου Ζακύνθου Θεόδωρο Γεροντή (Βλ. Στέλιος Τζερμπίνος, Φιλαρμονικά Ζακύνθου σσ. 126, 132, 252) που φέρει τον τίτλο “PRIMO AMORE”-Valser per Pianoforte solo -Musica dal Teodoro G. Gerondi -Zante Marzo 1895 και την ιδιόχειρη υπογραφή του συνθέτη.


Mιλήσαμε ήδη για τ’ ανθρωπογενή συστατικά μιας περιόδου του μουσικού μας πολιτισμού μέσα στην οποία οι ζακυνθινοί συνθέτες αποτύπωσαν τα διαπιστευτήρια της υστεροφημίας τους. Με το δικό του ο καθένας τρόπο, με τις προσωπικές του δυνατότητες, τα ατομικά του βιώματα, την ανιδιοτέλεια της προσφοράς του και τα περιβαλλοντικά του ερεθίσματα . Γι αυτά τα τελευταία, θα ’θελα, πριν ολοκληρώσω, να μου επιτραπεί μια πολύ σύντομη πινελιά στο ταμπλό του κοινωνικού τοπίου της Ζακύνθου, που διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτο μέχρι τους καταστροφικούς σεισμούς του 1953 και που μέσα του ο ζακυνθινός λαός έθρεψε τις πολιτισμικές του ευαισθησίες. Δεν είναι από το δικό μου χέρι. Είναι μια πολύ απλή, αλλά δροσερή αφήγηση από ένα χρονογράφημα σε τοπική εφημερίδα, ενός παλιού ευαίσθητου Ζακυνθινού και αλησμόνητου φίλου, του Γιάννη Πομόνη- Τζαγκλαρά (έφυγε πρόσφατα). Περιγράφει ένα στιγμιότυπο της ζακυνθινής καθημερινότητας λίγο καιρό πριν από την σεισμοπυρκαϊά του 1953. Να τι γράφει:
Ήτανε αρχές Μαΐου, πριν σεισμού.΄Ισως στα 1952... Εύδιο και ευφρόσυνο προσεισμικό ζακυνθινό πρωινό. Το Γιοφύρι μοιάζει με ολόδροσο κήπο.Το ανθοπωλείο του Δημησιάνου, στολίζεται από λίγα ματζέτα, με γαρούφαλα και λοΐζες ανθισμένες και τα μανάβικα του Φόρου, με ολόφρεσκα φρούτα και κηπουρικά, συνθέτουν εικόνα ευφορίας καρπών, που ευφραίνει τις ψυχές.
Δυό τρείς καρέττες με γόπες και οι πάντοτε αργόρυθμοι πρωινοί αβεντόροι, ολοκληρώνουν το ράθυμο ευδιάθετο σκηνικό του “αφαλού” τση “Μέσα Μερίας”. Από το μπαρμπερείο του Πόπου Ζαμπάζα, ακούγεται το μελωδικό ντουέττο του καταστηματάρχη με το συνεργάτη του τον Αντρέα το Σόλο, που θωπεύει τρυφερά τσοι κόρδες τση κιτάρας του. Αυτή η σότο-βότσε αρμονική παρενθήκη, επιστέφει γηθοσύνως, το αλλοτινό ζακυνθινό “κλίμα” της καθημερινής λειτουργίας του αστικού χώρου... Κοντοστέκουμαι, συνεπαρμένος από το αρμονικό γλυκόηχο κι εκφραστικό υποτονθόρισμα, έκφραση υμνητική μετά τρυφερής αβροσύνης, της πηγαίας ψυχικής ευφορίας που εμπνέει η ομορφιά του ανοιξιάτικου πρωινού. Και που τη συνθέτουν ήχοι, χρώματα, αρώματα και φώς…

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Ζωής Σαμαρά, ΤΟ ΘΕΙΟ ΔΡΑΜΑ

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β' Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 851-853.]

Ο τίτλος είναι σκοπίμως παραπλανητικός, με κύριο στόχο την αποκάλυψη μιας πολυσημίας. Το θείο δράμα παραπέμπει στον Θεάνθρωπο, άρα στην Αλήθεια. Το δράμα αναφέρεται στο θέατρο, άρα στο ιερό ψεύδος της τέχνης και την ψευδαίσθηση. Παραπέμπει επίσης στον δραματικό λόγο, που έχει τη μυστική δύναμη να κάνει ορατό το αόρατο, ενώ μας εισάγει στο χώρο του Λόγου. Και ο λόγος; Στον κατεξοχήν λόγο, δηλαδή στην ποίηση. Παίρνοντας τη σκυτάλη, η ποίηση διασχίζει μοναχικά, ακανθώδη μονοπάτια, για να συναντήσει τον Ποιητή ορατών τε πάντων και αοράτων και να επανέλθει στο θείο δράμα.

Όσο βέβηλη και αν ακούγεται στις μέρες μας, η ανθρώπινη γλώσσα δεν παύει να είναι βαθιά ριζωμένη στο Ιερό. Το ιερό, λέξη με πολλαπλές συνδηλώσεις. Αντίθετα από το θρησκευτικό, που περιορίζεται συχνά στον πολιτισμό ενός λαού και σε μια (επιφανειακή) δράση, συγκεκριμένη σε κάθε κοινωνία, το ιερό είναι μια δύναμη, συνάμα ουράνια και εσωτερική, που αναδύει φως, γι’ αυτό και συχνά οδηγεί σε προσπάθεια άμεσης επικοινωνίας με το θείο. Εντούτοις, κάποια μεταβατική στιγμή, που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε επακριβώς μέσα στην πορεία της ανθρώπινης σκέψης, και που αλλάζει σύμφωνα με τον ποιητή ή το φιλόσοφο που την πραγματεύεται, διαγράψαμε το Ιερό από τη ζωή μας, «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ», όπως σβήνουμε ένα κείμενο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Και όπως στον υπολογιστή το κείμενο δεν χάνεται πραγματικά, το Ιερό δεν εξαφανίστηκε. Δεν κρύφτηκε βέβαια σε κάποιο κάδο ανακύκλωσης, άφησε ωστόσο στην οθόνη μας τα Επιφάνιά του: τον θείο και τον ανθρώπινο (ποιητικό, θεατρικό, αφηγηματικό) λόγο. Όταν ο άνθρωπος αντιληφθεί ότι έχει εξορίσει το Ιερό, δεν του μένει παρά να ανοίξει το πνεύμα του στην Ποίηση, να καλέσει τον ποιητή που κρύβει μέσα του, να του ζητήσει να οριοθετήσει και να αναγγείλει μια νέα μετάβαση. Ποίηση, δημιουργική θέαση της ζωής, είναι η κάθε στιγμή του γίγνεσθαι, ακριβώς επειδή η στιγμή είναι σύντομη, περνά, χάνεται μόλις αντικρύσει τον ήλιο, όπως η Ευρυδίκη, αντιμέτωπη με το βλέμμα του Ορφέα, του κατεξοχήν ποιητή, που την κάλεσε από τον Άδη.

Ο Λόγος, η Ποίηση έχουν πρώτη ύλη τις λέξεις, δημιούργημα νομοθέτη σταλμένου ειδικά από μια θεία δύναμη, σύμφωνα με τον Κρατύλο στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνος. Πρώτη ύλη, όχι όμως μοναδική. Αντίθετα από τα αποφθέγματα και τους αφορισμούς που αναφέρονται, χωρίς κανένα προβληματισμό, στη μετάφραση ως αδυνατότητα, η ποίηση, όπως ο λόγος γενικά, μπορεί να μεταφραστεί, γιατί δεν θα απασχολήσουν τον ποιητή-μεταφραστή (εξάλλου, μόνο ένας ποιητής μπορεί να μεταφράσει ποίηση) τα κοινά γλωσσικά σημεία, αλλά εκείνα που γεννούν κοσμοθεωρίες και μύθους• θα ασχοληθεί με το λόγο και τη δημιουργικότητα που υπονοεί ο όρος ποίηση.

Ποίηση δεν είναι επομένως μόνο οι στίχοι που γράφουμε, αλλά κάθε μας πράξη, κάθε μας βλέμμα. Ποίηση είναι το δέος που μας επιβάλλει η μαγεία του λόγου. Από αυτό το δέος γεννιέται η μυητική ιεροτελεστία που θα οδηγήσει σε νέες πηγές λόγου, όπως είναι το θέατρο. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η τραγωδία προέρχεται από το διθύραμβο, που ήταν αρχικά λυρικός ύμνος αφιερωμένος στον Διόνυσο. Αυτή η γένεση θα μπορούσε να εξηγήσει τη θεατρικότητα της Θείας Λειτουργίας, όπως και την αστείρευτη τελετουργική ισχύ του θεάτρου.

Ένοικοι στο ναό του λόγου, ταξιδεύουμε μέσα στις φωτοσκιάσεις της σημασίας. Στον Μεσαίωνα οι Ευρωπαίοι μελετούσαν τις Γραφές με διαφορετικούς τρόπους διαδοχικά. Αφού πρώτα εξέταζαν το γράμμα των Κειμένων, αναζητούσαν το πνεύμα, με τη διερεύνηση των συμβόλων και των αλληγοριών που έκρυβαν μέσα τους, για να φθάσουν σε ηθικά διδάγματα, που ξεπερνούσαν την ανθρώπινη λογική, και τέλος σε αναγωγικές διαστάσεις, για να ανακαλύψουν μια ουράνια εικόνα που να επεξηγεί το πνευματικό νόημα. Εννοείται ότι μια τέτοια ερμηνευτική διαδικασία οδήγησε αναπόφευκτα στην ελεύθερη σκέψη της Αναγέννησης.

Η εμπειρία γέννησε την τέχνη, γράφει ο Αριστοτέλης. Σήμερα όμως ο ποιητής, ενώ αναδημιουργεί, αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να εντάξει τον εξωτερικό κόσμο στο ποιητικό όραμα. Η ποίηση εμφανίζεται ως μια περιπέτεια της γραφής και η αδυναμία του λόγου εκφράζεται μόνο διά μέσου του ίδιου του λόγου και όχι της σιωπής. Γεννιέται με αυτό τον τρόπο μια ποιητική της αγονίας, της στειρότητας. Ο τόπος της ποίησης περιορίζεται σε ατοπία, ενώ η ποίηση παλεύει να ανακτήσει τη μυθική της σκέψη και να επανατοποθετήσει τα φωνήματά της στο μυθικό τους βάθρο.

Στόχος μας λοιπόν ας είναι να φέρουμε τους συνανθρώπους μας στον ποιητικό λόγο, λόγο κατεξοχήν της Θείας Λειτουργίας. Να διαβάζουμε, να γράφουμε ποίηση. Να μεταφράζουμε ποίηση. Η ποίηση ας ταξιδεύει από χώρα σε χώρα, από γλώσσα σε γλώσσα. Ίσως με αυτό τον τρόπο να κατανοήσουμε ότι δεν είμαστε πια μόνοι και ότι οφείλουμε να διασώσουμε την εθνική μας ταυτότητα σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο: η ταυτότητά μας δεν κινδυνεύει όταν είναι σαφώς διαμορφωμένη, αλλά όταν παραμένει απροσδιόριστη. Να ανατρέψουμε, ποιητική αδεία, τις αρνητικές έννοιες των λέξεων. Γιατί να αναφέρεται η λέξη παγκοσμιοποίηση στην αγορά, στον ρωμαϊκό φόρο (forum) των πολυεθνικών εταιρειών; Γιατί να μην είναι αγορά με την αρχαία ελληνική έννοια, συνάθροιση του λαού (και όχι των αρχόντων), και να μετατρέψει την ποίηση, την οποία εμπεριέχει η ελληνική λέξη, σε παγκόσμια γλώσσα; Όταν ο Έλληνας ποιητής είναι πολίτης της Ελλάδος, της Ευρώπης, του Κόσμου, με αυτή τη σειρά, η παγκοσμιοποίηση οδηγεί στην ποίηση. Η εθνική γλώσσα τού ποιητή ανάγεται σε «κοινό τόπο», σε πατρίδα όλων των ποιητών. Ας μη χάνουμε καιρό. Το Ιερό έχει αντικατασταθεί όχι μονάχα από το Βέβηλο, αλλά και από το Ολέθριο.

Η ζωή του ποιητή είναι ένα οδοιπορικό προς τη σιωπή, η φωνή του είναι κραυγή που ακούγεται μόνο στην έρημο. Μέσα από την ποίηση ο αναγνώστης μεταφέρεται στην έρημο του Ευαγγελιστή Ματθαίου, στην αβροχία του προφήτη Ιερεμία, στην ατοπία της σύγχρονης φιλοσοφίας, στον μαγικό τόπο της πολλαπλής σήμανσης. Ο ποιητής απευθύνεται στον πρώτο Ποιητή και προσεύχεται: την ποίησιν ημών την επιούσιον, δος ημίν σήμερον.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Δέσποινας Καποδίστρια: ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΖΑΚΥΝΘΙΝΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΩΝ ΣΤΟΝ ΝΤΙΝΟ ΚΟΝΟΜΟ

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β' Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 373-380.]

«... Η ιστορία Σού οφείλει πολλά και ο κατοπινός
μελετητής […] πρέπει να Σε ευγνωμονή…»

Ο Μητροπολίτης Ιερισσού Παύλος, προς τον Ντ. Κονόμο



Σε μια προσπάθεια συμβολής στη διεξοδική έρευνα για τη συμπλήρωση, μελέτη και αξιολόγηση της ζακυνθινολογικής Επιστολογραφίας, δημοσιεύουμε στην παρούσα εργασία τέσσερα άγνωστα γράμματα ζακυνθινών εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων προς τον ακαταπόνητο Ζακύνθιο μελετητή Ντίνο Κονόμο.
O Ντίνος Κονόμος [1] γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1918 και πέθανε στην Αθήνα το 1990. Κατά την διάρκεια της ζωής του αφιερώθηκε στην, ζακυνθινολογικού κυρίως ενδιαφέροντος, ιστορική, φιλολογική και λαογραφική έρευνα. Εκτός από τις πολυάριθμες μελέτες του, αποκορύφωμα του φιλοπνευματικού του ζήλου, αποτελεί αναμφίβολα η ίδρυση και η τακτή έκδοση του έγκριτου περιοδικού Επτανησιακά Φύλλα.

Οι επιστολές [2] που στάλθηκαν στον Ντίνο Κονόμο και παρουσιάζονται εδώ συντάχθηκαν από τον Μητροπολίτη Αργολίδος Χρυσόστομο Β΄, τον Μητροπολίτη Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου Παύλο, τον Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου Δανιήλ Γιγάντε και τον θεολόγο – γυμνασιάρχη Σπύρο Αβούρη.

Ο Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος Β΄[3] , κατά κόσμον Νικόλαος Δεληγιαννόπουλος, γεννήθηκε το 1916 στη Ζάκυνθο και πέθανε το 1985 στην Αθήνα. Διετέλεσε ιεροκήρυκας της Μητρόπολης Τριφυλίας και Ολυμπίας και της Μητρόπολης Αργολίδος, στρατιωτικός ιερέας με τον βαθμό του Υπολοχαγού κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας τιμηθεί με τον Πολεμικό Σταυρό Γ΄ Τάξεως, και Μητροπολίτης στην Μητρόπολη Αργολίδος από το 1965 έως τον θάνατό του. Διακρίθηκε για το πνευματικό, θεολογικό και φιλανθρωπικό του έργο, ενώ στο συγγραφικό έργο του συγκαταλέγονται μελέτες, όπως: Η Εκκλησία του Άργους και της Ναυπλίας (δύο τεύχη), Αγιολογικαί μελέται και ασματική Ακολουθία Αγίου Λεωνίδου και Βίοι των εν Αργολίδι Αγίων [4] .

Ο Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου Παύλος, κατά κόσμον Παναγιώτης Σοφός, γεννήθηκε το 1910 στη Ζάκυνθο και πέθανε το 1995 στην Αθήνα. Διετέλεσε ιεροκήρυκας των Μητροπόλεων Ζακύνθου και Κεφαλληνίας, Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου από το 1960 έως το 1980, οπότε και εξέπεσε του θρόνου του, καθώς και Τοποτηρητής της Μητρόπολης Ζακύνθου κατά την περίοδο 1976-1977. Μετά τον θάνατό του και σύμφωνα με επιθυμία του, τα υπάρχοντά του διατέθηκαν για την ίδρυση του «Ιδρύματος Μητροπολίτου Παύλου Σοφού» το οποίο λειτουργεί ύστερα από Προεδρικό Διάταγμα του 2000 και χορηγεί υποτροφίες σε Ζακυνθινούς φοιτητές Εκκλησιαστικών ή Θεολογικών Σχολών [5] .

Ο Αρχιμανδρίτης και Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου [6] Δανιήλ Γιγάντες (κατά κόσμον Διονύσιος) γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1892 στο χωριό Μαχαιράδο της Ζακύνθου. Προσήλθε στη Μονή Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου την 1η Οκτωβρίου 1912, εκάρη μοναχός στις 11 Νοεμβρίου 1917 και χειροτονήθηκε Διάκονος στις 20 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Το 1925, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος, ενώ το 1942, χειροτονήθηκε Αρχιμανδρίτης. Απεβίωσε στις 13 Δεκεμβρίου 1980 [7] . Υπηρέτησε το μοναστήρι του με τέτοιο ζήλο κι αφοσίωση ώστε κάποιοι σύγχρονοί του να μαρτυρούν ότι «στη Ζάκυνθο έχουμε δύο αγίους, τον πολιούχο Άγιο Διονύσιο και τον ηγούμενό μας» [8] .

Ο Σπύρος Αβούρης [9] γεννήθηκε το 1904 [10] και πέθανε την 1η Απριλίου 1978. Σπούδασε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, στο Ωδείο Αθηνών, καθώς και στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Δίδαξε σε γυμνάσια ως θεολόγος από το 1927 έως το 1967 [11] , ενώ διετέλεσε γυμνασιάρχης, ιεροκήρυκας, ψάλτης και πρόεδρος της Ένωσης Ζακυνθίων Αθηνών – Πειραιά [12] . Εκπόνησε φιλολογικές, λαογραφικές κι ιστορικές μελέτες, συνεργαζόμενος με τα σημαντικότερα έντυπα του καιρού του στη Ζάκυνθο και στις Κυκλάδες όπου εργάστηκε. Συνεργάστηκε ακόμα με τις εγκυρότερες εγκυκλοπαίδειες τις εποχής του, γράφοντας λήμματα για τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Χριστιανισμού, την Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Χάρη Πάτση) και τη Λαϊκή Εγκυκλοπαίδεια. Στο συγγραφικό του έργο συμπεριλαμβάνονται μελέτες όπως: Η Εκκλησία της Επτανήσου επί Αγγλοκρατίας (Αθήναι, 1964), Χριστιανική Ηθική (Διδακτικό βιβλίο Η΄ Τάξης), Τα Εκκλησιαστικά της Επτανήσου (1815-1867) (Αθήναι, 1965), Σύντομος Ιστορία της Εκκλησίας των Ιονίων Νήσων (Αθήναι, 1966), Η Σύρος στη Νεοελληνική Λογοτεχνία (Αθήναι, 1966) και Ηθικά Μελετήματα (Αθήναι, 1969). Για την προσφορά του, το 1960, του απονεμήθηκε Τιμητικό Δίπλωμα από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Βενέδικτο Α΄.

Οι τέσσερις επιστολές παρουσιάζουν ιστορικό και γραμματειακό ενδιαφέρον καθώς το περιεχόμενό τους μας αποκαλύπτει τις σχέσεις μεταξύ αποστολέων και παραλήπτη και σχετίζεται με θέματα ζακυνθινής βιβλιογραφίας.
Τα άγνωστα, μέχρι τώρα, επιστολικά κείμενα παρουσιάζονται στη συνέχεια σχολιασμένα, έχοντας τηρηθεί η χρονολογική τους σειρά και η ορθογραφία των συντακτών τους.


ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Α. Το γράμμα του Σπύρου Αβούρη

Τήνος 17-9-62

Φίλτατε Ντίνο,
Δεν βρήκα ευκαιρία να σου γράψω από Αθήνα, γιατί γυρίζοντας από τη Ζάκυνθο, βρήκα μετάθεση για Τήνο, εις την οποίαν και βρίσκομαι από τας αρχάς του μηνός.
Διάβασα με απληστία τους «Ζακυνθινούς σατιρικούς» [13] . Μου άρεσαν πολύ οι κριτικές βιογραφίες και τα σημειώματα. Αρκετά καλή και η επιλογή από τα έργα τους. Έδωσα σχετικό σημείωμα στο περιοδικό της Ενώσεως Ελλ[ήνων] Θεολόγων [14] . Αλλά, φαίνεται, ότι δεν εκυκλοφόρησεν ακόμη [15] .
Προ ολίγων ημερών έμαθα, ότι εκυκλοφόρησες μία ιστορική εργασία σου, την Ιστορία της κατοχής στη Ζάκυνθο [16] .
Δεν έχω καμμιά αξίωση να μου το στείλεις. Μπορούμε όμως να το αγοράση το Σχολ[ικόν] Ταμείον του Γυμνασίου μας. Γι’ αυτό στείλε ένα αντίτυπο, αν σου είναι δυνατόν ή και δύο, με σχετικήν απόδειξη και τα χρήματα θα σου σταλούν άμα τη λήψει του βιβλίου.
Στον κ. .... [17] τους χαιρετισμούς μου, το ίδιο και στον αγαπητό μου πατέρα σου [18] .
Από τη γυναίκα μου έχεις τα δέοντα.
Συγχαίροντάς σε και ευχαριστώντας για την αποστολή του βιβλίου // μένω μ’ αγάπη

[Υπογραφή]
Σπυρ. Αβούρης
Γυμνασιάρχης

Από τον κ. Μαυρίδη [19] πήρα πίσω την «καμπανολογία» [20] . Ζητούσε λεπτά για… τη δημοσίευση. Δεν του έκαμα το χατίρι [21] .



Β. Το γράμμα του Μητροπολίτη Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου Παύλου


+ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΙΕΡΙΣΣΟΥ, ΑΓ. ΟΡΟΥΣ & ΑΡΔΑΜΕΡΙΟΥ
ΠΑΥΛΟΣ
Σέρραι 1/4/1965

Αγαπητέ Ντίνο,
Με πολλήν προσοχήν διάβασα το αριστουργηματικόν έργον Σου «Ναοί και μονές στην Ζάκυνθο» [22] και ως Ζακυνθινός Σε συγχαίρω με όλην μου την καρδιά.
Δώρον πολύτιμον δια την Ζάκυνθον και για κάθε Ζακυνθινό, διότι άφησες ζωντανά στην Ιστορία, όχι μόνον την προέλευσιν και τον σκοπόν που εκτίσθησαν οι ανεκτιμήτου αξίας Ναοί και Μοναί της ωραίας Ζακύνθου, αλλά απετύπωσες τα ανεκτίμητα αυτά κειμήλια που οι φλόγες απετέφρωσαν και εξηφάνησαν για πάντα.
Η ιστορία Σου οφείλει πολλά και ο κατοπινός μελετητής, είτε Ζακυνθινός είναι αυτός είτε ξένος, πρέπει να Σε ευγνωμονή, διότι δεν ελογάριασες κόπους, θυσίες και στερήσεις, προκειμένου να παρουσιάσης την αρτίαν κατά πάντα αυτήν εργασίαν.
Ταπεινός εγώ Ιεράρχης, ο ελάχιστος των Ζακυνθινών Ιεραρχών, εκφράζω την ευγνωμοσύνην μου διότι έμαθα και εγνώρισα πολλά που αγνοούσα για τους ωραίους Ναούς και τις Μονές της φιλτάτης Ζακύνθου μας.
Σου εύχομαι δε διαπύρος υγείαν, χαράν και δύναμιν, δια να συνεχίσης το ωραίον έργον Σου, φέροντας εις το φως της δημοσιότητος και άλλες πολίτιμες ιστορικές αλήθειες δια την Ζάκυνθόν μας που τις αγνοούμεν και ημείς οι ντώπιοι και οι ξένοι.-
Διάπυρος ευχέτης προς Κύριον
+ Ο Ιερισσ[ού] Αγ. Όρ[ους] και Αρδ[αμερί]ου Παύλος



Γ. Το γράμμα του Ηγουμένου Δανιήλ Γιγάντε [23]

+
ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΜΟΝΗ
ΣΤΡΟΦΑΔΩΝ & ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
ΖΑΚΥΝΘΟΥ

Εν Ζακύνθω τη 24-2-1979

Αγαπητέ κύριε Κονόμε ελάβαμε τα αντίτυπα του έργου σας και σας ευχαριστούμεν θερμώς επιφυλασσόμενοι να σας γράψωμε στο μέλλον για την επανέκδοσιν του.
Παρακαλώ τον Άγιον Διονύσιον να σας έχη πάντα καλά για να επιτελήτε ένα τόσο ωραία έργο της συγγραφής.
Μετ’ ευχών και ευχαριστιών
ο Καθηγούμενος
Αρχ[ιμανδρίτης] Δ[ανιήλ] Γιγάντες



Δ. Το γράμμα του Μητροπολίτη Αργολίδος Χρυσοστόμου Β΄


+ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Ναύπλιον 31-1-85
Αγαπητέ μου Ντίνο, χαίρε.
Έλαβα την ωραίαν και επιτυχή φωτογραφίαν, του θρόνου της παληάς (αλησμόνητης) εκκλησίας της Μητροπόλεως Ζακύνθου [24] και σ’ ευχαριστώ θερμώς δια την προσφοράν, που για μένα είναι πολύτιμη [25] .
Για το βιβλίο Σου για τον Τερτσέτη [26] έγραψα στον ίδιον τον Πρόεδρον της Βουλής[27] και ελπίζω να μου το στείλει.
Σου εύχομαι υγείαν, υγείαν, υγείαν εις έτη πολλά για να συνεχίσης το πολύτιμον δια την Ιστορίαν και δη της Ζακύνθου έργόν Σου και διατελώ

Με αδελφικήν αγάπην
+ Ο Αργολίδος Χρυσόστομος


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Για τον Ντίνο Κονόμο, βλ. επιλεκτικά α) Διονύση Σέρρα, Ντίνος Κονόμος. Η μορφή του – Το έργο του. Κείμενα για την 50χρονη προσφορά του, Εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα 1986, β) Του ίδιου, Φύλλα τιμής για τον Ντίνο Κονόμο. Αφιέρωμα στη μνήμη του, Έκδοση Ένωσης Ζακυνθίων Αθήνας, Αθήνα 1991, γ) Επτανησιακά Φύλλα, Αφιερωματικό τεύχος στον Ντίνο Κονόμο, 17 (1995) 4-54 και δ) Επτανησιακά Φύλλα, Αφιέρωμα στον Ντίνο Κονόμο για τα 10 χρόνια από το θάνατό του, 20 (2000) 723-968.
2. Οφείλονται ευχαριστίες στον φιλόλογο και εκδότη των Επτανησιακών Φύλλων κύριο Διονύση Σέρρα για την ευγενική παραχώρηση των επιστολών που δημοσιεύονται σ’ αυτή τη μελέτη.
3. Βλ. Λεωνίδα Χ. Ζώη, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι, 1963, τ. 1, 150.
4. Βλ. Πρωτοπρεσβύτερου Παναγιώτη Καποδίστρια, Ζακυνθινοί Επίσκοποι Στον Κόσμο, Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2004, σ. 162-169.
5. Βλ. ό.π., σ. 158-161.
6. Για την Ιερά Μονή Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου, βλ. Διονυσίου Ιω. Μούσουρα, Αι Μοναί Στροφάδων και Αγίου Γεωργίου των Κρημνών Ζακύνθου (Μελέτη φιλολογική και παλαιογραφική), (Διδακτορική Διατριβή), Έκδοση Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, Εν Αθήναις 2003.
7. Στοιχεία από το Μοναχολόγιο της Ιεράς Κοινοβιακής και Αυτοκρατορικής Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου.
8. Βλ. Αρχιμανδρίτη Αλεξίου Ξένου, «Ιερατικές Μορφές Ζακυνθίων που κατεκόσμησαν τα ήθη και τα έθιμα», Ματιές και Μνήμες από την Ζάκυνθο, τχ. 26 (2009)16-22.
9. Για τον Σπύρο Αβούρη βλ. α) Το συλλογικό τομίδιο Αφιέρωμα στη μνήμη Σπύρου Ν. Αβούρη Θεολόγου – Γυμνασιάρχου (1904-1978), Δημόσια Βιβλιοθήκη Ζακύνθου, Ζάκυνθος 1980 και β) Διονύση Σέρρα, «Επιστολή του Σπύρου Αβούρη για τις Λυρικές Παραλλαγές του Νίκου Γρυπάρη», Επτανησιακά Φύλλα 26 (2006) 647.
10. Στο Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου του Λεωνίδα Χ. Ζώη, βλ. ό.π., σ. 18, αναφέρεται εσφαλμένα ως έτος γέννησης του Σπύρου Αβούρη το 1900.
11. Βλ. α) Ντίνου Κονόμου, «Σπύρος Αβούρης (1904-1978)», Εφημερίδα Πρόοδος της Ζακύνθου, Ζάκυνθος, 31.12.1979, σ.1 και β) Του ίδιου, «Σπύρος Αβούρης (1904-1978)» στο Αφιέρωμα στη μνήμη Σπύρου Ν. Αβούρη Θεολόγου – Γυμνασιάρχου (1904-1978), Δημόσια Βιβλιοθήκη Ζακύνθου, Ζάκυνθος, 1980, σ. 78-80.
12. Βλ. Μαρίας Καραμαλίκη – Κεφαλινού, «Μια εκκλησιαστική προσωπικότητα. Σπύρος Αβούρης. Ο θεολόγος, ο δάσκαλος, ο Ζακυνθινός, ο άνθρωπος», Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου «Άγιοι και εκκλησιαστικές προσωπικότητες στη Ζάκυνθο» (Ζάκυνθος, 6-9.11.1997), Αθήναι, 1 (1999) 443-446.
13. Πρόκειται για το βιβλίο του Ντίνου Κονόμου, Ζακυθινοί Σατιρογράφοι που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1962, ως δεύτερο έργο της σειράς Ζακυθινή Βιβλιοθήκη.
14. Εννοείται το Δελτίο της «Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων» που εκδίδεται από το 1957.
15. Σύμφωνα με την Απογραφή των δημοσιευμάτων του Σπύρου Αβούρη, δεν υπάρχει παρουσίαση του βιβλίου του Ντίνου Κονόμου Ζακυθινοί Σατιρογράφοι στο Δελτίο της «Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων». Βλ. σχετικά, Γεωργίας Κόκλα – Παπαδάτου, «Αναγραφή Δημοσιευμάτων του Σπύρου Αβούρη (1927-1977)», στο Αφιέρωμα στη μνήμη Σπύρου Ν. Αβούρη Θεολόγου – Γυμνασιάρχου (1904-1978), Δημόσια Βιβλιοθήκη Ζακύνθου, Ζάκυνθος 1980, σ.9-39.
16. Αναφορά στο έργο του Ντίνου Κονόμου, Η Επτάνησος κατά την Ιταλικήν Κατοχήν (1941-1943) που κυκλοφόρησε το 1962 στην Αθήνα.
17. Δυσανάγνωστο επίθετο.
18. Για τη σχέση του Ντίνου Κονόμου με τον πατέρα του, βλ. Ντίνου Κονόμου, Ο πατέρας μου κι εγώ, Αθήνα 1973.
19. Εννοείται ο Φαναριώτης τυπογράφος κι εκδότης Αριστείδης Μαυρίδης (1903-1997), ιδρυτής των εκδόσεων Μαυρίδη (1929) που από το 1943 εκδίδουν την Φιλολογική Πρωτοχρονιά.
«Ο Αριστείδης Μαυρίδης αφιέρωσε τη ζωή του στην έκδοση της Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς. Αυτή υπήρξε το πάθος κι ο έρωτας της ζωής του και γι’ αυτήν ανάλωσε κάθε ικμάδα του βίου του. “Η γυναίκα που αγάπησα πιο πολύ στη ζωή μου, είναι η Φιλολογική Πρωτοχρονιά” είπε κάποτε (στον Δ. Νικορέτζο).» [Ευγενίας Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 12.2.1998, σ. 28].
20. Πρόκειται για τη μελέτη του Σπύρου Αβούρη «Ζακυνθινή Καμπανολογία» που κυκλοφόρησε τελικά στην εφημερίδα Ταχυδρόμος Ζακύνθου, στα φύλλα 319-321, στις 12/16/18 Ιουνίου 1964.
21. Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο του Ντίνου Κονόμου, Ζακυθινοί Σατιρογράφοι τυπώθηκε στο τυπογραφείο του Αριστοτέλη Μαυρίδη.
22. Αναφορά στη μελέτη του Ντίνου Κονόμου, Ναοί και Μονές στη Ζάκυνθο, Έκδοσις Ιονικής και Λαϊκής Τραπέζης Ελλάδος, Αθήναι, 1964. Για το έργο αυτό που κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου, ο Ντίνος Κονόμος τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών στις 25.5.1965.
23. Το χειρόγραφο αυτό γράμμα υπογράφεται από τον Ηγούμενο της Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου αλλά γράφτηκε από τον τραπεζικό υπάλληλο Ιωάννη Μαρμαρά που την εποχή εκείνη εκτελούσε χρέη λογιστή της Μονής.
24. Πρόκειται για τον Ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων, ο οποίος είναι και ο σημερινός Μητροπολιτικός Ναός της Ζακύνθου. Γι’ αυτό τον Ναό, βλ. α) Αρχιεπισκόπου Ζακύνθου Διονυσίου Λάτα, Επίσημα Έγγραφα αφορώντα εις τον εν Ζακύνθω Ναόν της Μητροπόλεως και την αυτώ παρακειμένην γυναικείαν Μονήν, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, Εν Αθήναις 1891 και β) Ντίνου Κονόμου, Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήνα, 1967, σ. 93 εξ. Εδώ διαβάζουμε τα εξής: «Από τους αξιομνημόνευτους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου των Ξένων ήταν ο ξυλόγλυπτος αρχιερατικός θρόνος, έργο 14ου αιώνα […]». Επίσης, σε υποσημείωση ο Κονόμος γράφει ότι «ο μνημειώδης αυτός θρόνος ανήκε αρχικά στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο χωριό Καλαμάκι».
25. Δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί ο Μητροπολίτης Αργολίδος χρειαζόταν την φωτογραφία του θρόνου του παλιού Μητροπολιτικού Ναού. Ωστόσο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχε δεσμούς με τον συγκεκριμένο Ναό, αφού εκεί χειροτονήθηκε Διάκονος την 1.1.1938 και Πρεσβύτερος στις 28.4.1940 από τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Δημητρίου (1934-1957). Βλ. σχετικά, Πρωτοπρεσβύτερου Παναγιώτη Καποδίστρια, ό.π., σ. 162 εξ.
26. Πρόκειται για τη μελέτη του Ντίνου Κονόμου, Ο Γεώργιος Τερτσέτης και τα ευρισκόμενα έργα του. Το κορυφαίο αυτό έργο του Κονόμου, έκδοση της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1984. Πρόκειται για έναν μεγάλου μεγέθους πανόδετο τόμο, 920 σελίδων.
27. Εννοείται ο τότε Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Γιάννης Αλευράς. Ο Ντίνος Κονόμος στον πρόλογο του έργου του Ο Γεώργιος Τερτσέτης και τα ευρισκόμενα έργα του, ευχαριστεί τον πρώην Πρόεδρο της Βουλής Δημήτριο Παπασπύρου ο οποίος του έδωσε την εντολή να επιμεληθεί την έκδοση και τον τότε Πρόεδρο Γιάννη Αλευρά «ο οποίος προχώρησε με κατανόηση κι ενθουσιασμό στην πραγματοποίηση της εθνικής αυτής έκδοσης.» (Ο Γεώργιος Τερτσέτης και τα ευρισκόμενα έργα του, Έκδοση Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 1984, σ. 46).

* Στη φωτογραφία: Ντίνος Κονόμος (1918-1990), Ξυλογραφία της Άριας Κομιανού (2000) που πρωτοδημοσιεύτηκε στο εξώφυλλο του αφιερωματικού τεύχους των Επτανησιακών Φύλλων για τα 10 χρόνια από το θάνατο του Ντίνου Κονόμου (τόμος 20, 2000).

ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΙΜΗΤΙΚΟΥ ΤΟΜΟΥ "ΦΙΟΡΑ ΤΙΜΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ Β΄ ΣΥΝΕΤΟ"

Εὐλογέειν ἐπί καλοῖς ἔργμασιν καλόν•
τό γάρ ἐπί φλαύροισι κίβδηλον καί ἀπατεῶνος ἔργον.
(Εἶναι ὡραῖο νά ἐπαινεῖς καλές πράξεις• γιατί τό νά ἐπαινεῖς τίς κακές
εἶναι ἔργο ψεύτικο καί ἔργο ἀπατεώνα.)

Δημόκριτος

ΧΡΕΟΣ ἐλάχιστο τιμῆς, ἀναγνώρισης καί ἀντιπροσφορᾶς πρός τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ζακύνθου κ.κ. Χρυσόστομο Β΄ ἀποτελεῖ ὁ παρών συλλογικός τόμος, μέ κείμενα πολλῶν καί γνωστῶν λίγο-πολύ, τοπικά ἤ εὐρύτερα, προσώπων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Γραμμάτων, τῆς Ἐπιστήμης. Κείμενα, εἴτε ζακυνθινολογικοῦ εἴτε ἐξωζακυνθινοῦ περιεχομένου καί ποικίλου ἐνδιαφέροντος, συναγμένα ὅλα χάρη, προπαντός, στήν πρόθυμη, εὐγενῆ καί φιλοπνευματική ἀνταπόκριση τῶν (ἐκτός τῶν μελῶν τῆς ἁρμόδιας Ἐπιτροπῆς) ἐκλεκτῶν συνεργατῶν τῆς ἔκδοσης αὐτῆς. Μιᾶς ἔκδοσης σεβαστικά ἀφιερωματικῆς καί σύνθετα πολυφωνικῆς, πού δέν ἔρχεται, ἁπλά, φυσικά ἤ εὔλογα, γιά νά προβάλει ἤ νά ἐπαινέσει ἕναν πρό πολλοῦ ἐπάξια καί δίκαια ἀναγνωρισμένο, στήν Ἑλλάδα καί σέ πολλές χῶρες τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἱκανό δραστήριο καί ρέκτη ἐκκλησιαστικό ἐκπρόσωπο καί ἡγέτη τοῦ νησιοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς Συγγνώμης καί τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ. Ἕναν δημιουργικά καί πολύτροπα γνήσιο Ζακυνθινό Ἱεράρχη, μέ αἰσθητή τήν παρουσία του καί τή «φωνή» του καί πέρ’ ἀπό τά ὅρια τῆς γενέτειράς του, ὅπως εἶναι ἀναμφισβήτητα ὁ σημερινός Ποιμενάρχης τοῦ ἄλλοτε «Φιόρου τοῦ Λεβάντε», ἄξιος διάδοχος προτέρων του ἀξιομνημόνευτων Ἱεραρχῶν (Διονυσίου Δελάζαρη, Νικολάου Κοκκίνη, Νικολάου Β΄ Κατραμῆ κ.ἄ.).

Κυρίως, ἡ ἀνά χεῖρας ἔκδοση ἔρχεται, ὅπως πιστεύουμε, γιά νά τονίσει καί νά ὑπογραμμίσει ἰδιαίτερα, σέ καιρούς πολύπλευρης καί πολύσημης (τοπικῆς καί μή) κρίσης, δοκιμασίας καί ἀπαξίωσης ἤ ἄγνοιας, λήθης καί ὑποτίμησης προσώπων καί θεσμῶν, σ’ ἐποχή μάλιστα περισσῆς ἰδιοτέλειας καί ἄκρατου ἀτομισμοῦ, σέ μέρες ἀκμῆς ἤ κυριαρχίας τῆς μετριότητας, τῆς ἀνικανότητας, τῆς πλάνης..., ἔρχεται πρόσθετα, λοιπόν, νά ὑπομνήσει τήν ἀ ν ά γ κ η γι’ ἀντικειμενική, χωρίς παρωπίδες καί ταπεινές σκοπιμότητες, καί γι’ ἀνυστερόβουλη ἀνάδειξη καί ἐπιβράβευση πολλῶν βαθύτατα ἀνθρώπινων θετικῶν καί διακριτῶν ἀξιέπαινων στοιχείων. Ἐκείνων πού, μέ «ἀνοιχτά πάντα κι ἄγρυπνα» τά μάτια τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς, καί ὑπερβαίνοντας κάθε εἴδους μικρότητα, ἐθελοτυφλία, συντηρητισμό, καταξιώνουν -γενναιόδωρα καί ἀκέραια στή συνείδηση καί στή σκέψη τῶν πολλῶν ἤ τῶν ἀμερόληπτων καί εὐαίσθητων κριτῶν- μιά, μέ πνεῦμα ἐλεύθερο κι ἀνήσυχο καί μέ στάση (φύσει καί θέσει) φιλόθρησκη, φιλάνθρωπη, φιλονεϊκή, φιλοπατριωτική ὕπαρξη ἤ προσωπικότητα, μέ ἔργο προσφορᾶς πολύπτυχο καί ἀνθεκτικό, αὐταπόδεικτα, διδακτικά καί παραδειγματικά σύμφωνο μέ τό πνεῦμα καί τόν ρόλο τῆς σύγχρονης Ἐκκλησίας. Κι ἀκόμη, μέ ἔργο πλατύτερα καί οὐσιαστικά χριστιανικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, φιλολαϊκό, προοδευτικό, ἀλλά καί μέ πορεία ἤ διαδρομή ζωῆς συνεπῆ καί ἀνοδική καί μέ λόγο καί ὕψος ἁδρό, τολμηρό, καθαρό, ἀσυμβίβαστο...

Πολλά ἀπ’ αὐτά τά στοιχεῖα, μαζί μέ ἄλλα ἰδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα, ἔμφυτα καί ἐπίκτητα (ὄχι ἀρνητικά, ἀταίριαστα ἤ βλαπτικά), πιστεύουμε ὅτι χαρακτηρίζουν ἤ εὐδιάκριτα σκιαγραφοῦν ἰχνογραφοῦν καί τήν περίπτωση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ζακύνθου κ.κ. Χρυσοστόμου Β΄, στόν ὁποῖο τοῦτα τά «Φιόρα Τιμῆς» προσφέρονται σήμερα σάν Γνώσης καί Λόγου χαριστήριοι ἀνθοί ἤ σάν δώρημα ψυχῆς ἀναθηματικό, μέ ἀφορμή (ἤ μέ τήν εὐκαιρία) τῆς συμπλήρωσης ἐφέτος:
α) 70 χρόνων ἀπό τή γέννησή του στή Ζάκυνθο,
β) 50ετίας ἀπό τή Μοναχική Ἀφιέρωσή του στήν περιώνυμη Μονή τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης στό Σινᾶ καί
γ) 15ετίας ἀπό τήν ἀνάρρησή του στόν Μητροπολιτικό Θρόνο τῆς πατρικῆς του γῆς.

Ἰδιαίτερες καί εἰλικρινεῖς εὐχαριστίες ἐκφράζονται πρός ὅλους ὅσοι, ἄμεσα κ’ εὐγενικά, ἀνταποκρίθηκαν στήν πρόσκλησή μας γιά τήν ἀποστολή κάποιας πρωτότυπης καί ἀξιόλογης συνεργασίας. Εὐχαριστίες, ἐξάλλου, ὀφείλονται καί ἐκφράζονται πρός τόν ἀξιότιμο κ. Δημήτριο Γόνη, Ὁμότιμο Καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, γιά τήν ἐκ μέρους του ἀνάληψη τῆς κύριας εὐθήνης καί τῆς ἐπιμέλειας τοῦ ἐκδοτικοῦ αὐτοῦ πονήματος.

Ζάκυνθος, Μάϊος 2009

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΤΙΜΗΤΙΚΟΥ ΤΟΜΟΥ

Ὁ Πρόεδρος
Πρωτοπρεσβύτερος Παναγιώτης Καποδίστριας,
Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἱ. Μ. Ζακύνθου – Θεολόγος - Λογοτέχνης

Τά Μέλη
1. Ἀρχιμανδρίτης Διονύσιος Λυκογιάννης,
Θεολόγος - Ἱεροκήρυκας Ἱ. Μ. Ζακύνθου
2. Ἀρχιμανδρίτης Δανιήλ Μπιάζης,
Θεολόγος
3. Διονύσης Σέρρας,
Φιλόλογος – Ποιητής – Ἐκδότης Περιοδικοῦ Ἑπτανησιακά Φύλλα
4. Διονύσης Φλεμοτόμος,
Ἐκπαιδευτικός - Ποιητής

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Ecumenical Patriarch Bartholomew: SAVING THE SOUL OF THE PLANET

Αddress at the Brookings Institution
Direct Archdiocesan District
Washington, DC

(November 4, 2009)



Esteemed President Strobe Talbott,

Distinguished Guests,

It is a pleasure and a privilege to address members and guests of this renowned center of political study and thought. At first glance, it may appear strange for the leader of a religious institution concerned with spiritual values to speak about the environment at a secular institution that deals with public policy. What exactly does preserving the planet or promoting democracy have to do with saving the soul or helping the poor? It is commonly assumed that ecological issues – global climate change and the exploitation of nature’s resources – are matters that concern politicians, scientists, technocrats, and interest groups.

The Ecumenical Patriarchate is certainly no worldly institution. It wields no political authority; it leads by example and by persuasion. And so the preoccupation of the Orthodox Christian Church and, in particular, her highest spiritual authority, the Ecumenical Patriarchate, with the environmental crisis will probably come to many people as a surprise. But it is neither surprising nor unnatural within the context of Orthodox Christian spirituality.

Indeed, it is now exactly twenty years since our revered predecessor, Ecumenical Patriarch Dimitrios, sparked the ecological initiatives of our Church by issuing the first encyclical encouraging our faithful throughout the world to pray for and preserve the natural environment. His exhortation was subsequently heeded by the member churches of the World Council of Churches.

What, then, does preserving the planet have to do with saving the soul? Let us begin to sketch an answer by quoting an Orthodox Christian literary giant, Fyodor Dostoevsky, echoing the profound mysticism of Isaac the Syrian in the seventh century through Staretz Zossima in The Brothers Karamazov:

Love all God’s creation, the whole of it and every grain of sand. Love every leaf, every ray of God’s light! If you love everything, you will perceive the divine mystery in things. Everything is like an ocean, I tell you, flowing and coming into contact with everything else: touch it in one place and it reverberates at the other end of the world. [1]

This passage illustrates why, with respect to the priority and urgency of environmental issues, we do not perceive any sharp line of distinction between the pulpit and this lectern. One of our greatest goals has always been to weave together the seemingly disparate threads of issues related to human life with those related to the natural environment and climate change. For as we read the mystical teachings of the Eastern Church, these form a single fabric, a seamless garment that connects every aspect and detail of this created world to the Creator God that we worship.

For how can we possibly separate the intellectual goals of this institution – namely, the advancement of democracy, the promotion of social welfare, and the security of international cooperation – from the inspirational purpose of the church to pray, as we do in every Orthodox service, “for the peace of the whole world,” “for favorable weather, an abundance of the fruit of the earth,” and “for the safety of all those who suffer”?

Over the past two decades of our ministry, we have come to appreciate that one of the most valuable lesson to be gained from the ecological crisis is neither the political implications nor the personal consequences. Rather, this crisis reminds us of the connections that we seem to have forgotten between previously unrelated areas of life.

It is a kind of miracle, really, and you don’t have to be a believer to acknowledge that. For, the environment unites us in ways that transcend religious and philosophical differences as well as political and cultural differences. Paradoxically, the more we harm the environment, the more the environment proves that we are all connected.

The global connections that we must inevitably recognize between previously unrelated areas of life include the need to discern connections between the faith communities. We must also perceive the connections between all diverse disciplines; climate change can only be overcome when scientists and activists cooperate for a common cause. And, finally, we can no longer ignore the connections in our hearts between the political and the personal; the survival of our planet depends largely on how we translate traditional faith into personal values and, by extension, into political action.

That is why the Orthodox Church has been a prime mover in a series of inter-disciplinary and interfaith ecological symposia held on the Adriatic, Aegean, Baltic, and Black Seas, along the Amazon and Danube Rivers, as well as on the Arctic Ocean. The last of these symposia concluded only a few days ago in New Orleans, seeking ways to restore the balance of the great Mississippi River.

The mention of New Orleans brings to mind another truth. Not only are we all connected in a seamless web of existence on this third planet from the Sun, but there are profound analogies between the way we treat the earth’s natural resources and the attitude we have toward the disadvantaged. Sadly, our willingness to exploit the one reflects our willingness to exploit the other. There cannot be distinct ways of looking at the environment, the poor, and God.

This is one of the reasons why we selected New Orleans as the site of our latest symposium; and this is why our visit there was in fact the second since the devastation of Hurricane Katrina. There, images of poverty abound, too close for comfort. We witnessed them in August of 2005 on the Gulf of Mexico; they are still evident over four years later – not only sealed forever in our memory, but soiling the Ward 9 to this day! How could the most powerful nation on earth appear so powerless in the face of such catastrophe? Certainly not because of lack of resources. Perhaps because of what St. Seraphim of Sarov once called “lack of firm resolve.”

The truth is that we tend – somewhat conveniently – to forget situations of poverty and suffering. And yet, we must learn to open up our worldview; we must no longer remain trapped within our limited, restricted point of view; we must be susceptible to a fuller, global vision. Tragically, we appear to be caught up in selfish lifestyles that repeatedly ignore the constraints of nature, which are neither deniable nor negotiable. We must relearn the sense of connectedness. For we will ultimately be judged by the tenderness with which we respond to human beings and to nature.

Surely one area of common ground, where all people of good will – of all political persuasion and every social background – can agree is the need to respond to those who suffer. Even if we cannot – or refuse to – agree on the root causes and human impact on environmental degradation; even if we cannot – or refuse to – agree about what would define success in sustainable development, no one would doubt that the consequences of climate change on the poor and disadvantaged is unacceptable. Such denial would be inhumane at the very least and politically disadvantageous at worst.

Of course, poverty is not merely a local phenomenon; it is also a global reality. It applies to the situation that has existed for so long in such countries as China, India, and Brazil? To put it simply, someone in the “third-world,” is the most impacted person on the planet; yet, that person’s responsibility is incomparably minute: what that person does for mere survival neither parallels nor rivals our actions in the “first-world.”

Many argue that the wealthy nations of the West became so by exploiting the environment – they polluted rivers and oceans, razed forests, destroyed habitats, and poisoned the atmosphere. But now that that the poorer nations are developing and improving the quality of life for their citizens – like the West did during the 19th and 20th centuries – all of a sudden the rules are being changed and developing nations are being asked to make sacrifices the nations of the West never made as they were developing. They are being asked to reduce their impact on the environment – in other words, to curb their development. They are being asked to drive fewer cars, consume less oil, build fewer factories, raze fewer forests, and harm fewer habitats – all in the name of protecting the environment.

Brothers and sisters – this simply cannot be. Not only is it unfair to ask the developing nations to sacrifice when the West does not – it is futile. They care not what we say – they watch what we do. And if we are unwilling to make sacrifices, we have no moral authority to ask others, who have not tasted the fruits of development and wealth, to make sacrifices.

Fortunately, the West, and in particular America, is now showing that it recognizes this “inconvenient truth” – that if we are to save our planet, sacrifices must be made by all. The Obama administration, as you know, has been very active in this regard. The President has signed an Executive Order challenging government agencies to set 2020 greenhouse reduction goals, and using the government’s $500 billion per year in purchasing power to encourage development of energy-efficient products and services.

There are also many promising developments at the global level. Representatives of the 16 countries that emit the highest levels of greenhouse gases met recently in London to discuss the amount of aid they will give less-developed nations to help them adopt cleaner energy technology. And there are growing expectations that meaningful progress can be made as a result of the United Nations Climate Change Conference scheduled to take place in Copenhagen next month.

Sacrifices will have to be made by all. Unfortunately, people normally perceive sacrifice as loss or surrender. Yet, the root meaning of the word has less to do with “going without” and more to do with “making sacred.” Just as pollution has profound spiritual connotations, related to the destruction of creation when disconnected from its Creator, so too sacrifice is the necessary corrective for reducing the world to a commodity to be exploited by our selfish appetites. When we sacrifice, we render the world sacred, recognizing it as a gift from above to be shared with all humanity – if not equally, then at least justly. Sacrifice is ultimately an expression of gratitude (for what we enjoy) and humility (for what we must share).

For our part, in addition to our international ecological symposia, the Orthodox Church has decided to establish a center for environment and peace. Hitherto, the Ecumenical Patriarchate has endeavored to raise regional and global awareness on the urgency of preserving the natural environment and promoting inter-religious dialogue and understanding. Henceforth, the emphasis will be educational – on the regional and international levels.

The Center for Environment and Peace is planned to be housed in a historical orphanage, on Büyükada, one of the Princess Islands near Istanbul. The building was once the largest and most beautiful wooden edifice in Europe, and it will embody a new direction in the initiatives of the Ecumenical Patriarchate. Whereas the orphanage was at one time forcibly closed by Turkish authorities in an act of religious intolerance, it is highly expected to be returned to the Ecumenical Patriarchate through a just process in the European Court of Human Rights, which ruled in favor of returning this historic property of the Ecumenical Patriarchate. The purpose of the Center will be to translate theory into practice, providing educational resources to advance ecological transformation and interfaith tolerance.

The Center will focus on climate change and the related changes needed in human behavior and ethics. It will serve as a source of inspiration and awareness for resolving religious issues related to the environment and peace, in cooperation with universities, and policy centers on both local and international levels.

Dear friends, as we humbly learned very early on, and as we have repeatedly stressed throughout our ministry over the last twenty years, the environment is not only a political issue; it is also – indeed, it is primarily – a spiritual issue. Moreover, it directly affects all of us in the most personal and the most tangible manner. We can no longer afford to be passive observers in this crucial debate.

In 2002, at the conclusion of the Adriatic Symposium, together with His Holiness, the late Pope John Paul II, we signed a declaration in Venice that proclaimed in optimism and prayer. Our conclusion was that:

It is not too late. God’s world has incredible healing powers. Within a single generation, we could steer the earth toward our children’s future. Let that generation start now.

Because – ΝΥΝ Ο ΚΑΙΡΟΣ -- now is the kairos – the decisive moment in human history, when we can truly make a difference.

Because now is the kairos – when the consciousness of the world is rising to the challenge.

Because now is the kairos – for us to save the soul of our planet.

Because now is the kairos – there is no other day than this day, this time, this moment.

Indeed, let it start now.

May God bless all of us to bring our labors to fruition.

Thank you.


--------------------------------------------------------------------------------

[1] The Brothers Karamozov (Harmondsworth UK: Penguin, 1982), vol. 1, 375-376 376.

Ecumenical Patriarch Bartholomew: A CHANGELESS FAITH FOR A CHANGING WORLD


Center for American Progress and Georgetown University
Gaston Hall of Georgetown University
Washington, DC
(November 3, 2009)

Remarks as Prepared for Delivery

* * *

Thank you very much, Professor James J. O'Donnell, Provost of Georgetown University, and John Podesta, President of the Center for American Progress. We are also especially grateful for the students who are present with us today, and for their interest.

Progress is often equated with change. So let us acknowledge this: it may appear strange for a progressive think tank to sponsor a lecture by the leader of a faith that takes pride in how little it has changed in 2,000 years. The fact is that our first instinct in Orthodoxy is to conserve the precious faith that has been handed down to us in an unbroken line from Jesus Christ through the Apostles. In the case of our Ecumenical Patriarchate, the First See of the Orthodox World, it has been handed to us through St. Andrew the Apostle, to whose See we are the 270th successor.

But even though our faith may be 2,000 years old, our thinking is not. True progress is a balance between preserving the essence of a certain way of life and changing things that are not essential. Christianity was born a revolutionary faith – and we have preserved that. In other words, paradoxically, we have succeeded in not changing a faith that is itself dedicated to change.

Let us, as the lawyers would say, make a disclaimer: By calling Christianity revolutionary, and saying it is dedicated to change, we are not siding with Progressives – just as, by conserving it, we are not siding with Conservatives. All political factions believe God is on their side – as Abraham Lincoln said of the Union and Confederacy, “Both read the same Bible, and pray to the same God; and each invokes His aid against the other.”

The only side we take is that of our faith – which today may seem to land us in one political camp, tomorrow another – but in truth we are always and only in one camp, that of our Lord and Savior Jesus Christ.

John Podesta, in his wonderful book, “The Power of Progress,” gives a very lucid account of American progressivism. Its core beliefs are boundless opportunity for all… equal access to education, good jobs, fair pay… and the freedom to pursue one’s dreams. It also encompasses personal and national security… respect for the environment… and harmony among nations.

Although Orthodoxy has never taken up the banner of progressivism per se, we have taken up many causes over the centuries that are progressive by definition – and today we will discuss three of them in particular:

1.Nonviolence;
2.Philanthropy, specifically in the form of healthcare; and
3.Environmentalism.

Let us begin with a Christian concept that has led to some of the most significant changes of the last century that were not delivered at the barrel of a gun – quite the opposite. It is the Christian concept of nonviolence, even and especially in the face of evil.

We said earlier that Christianity is a revolutionary faith. The highest law of all was to love God and one another

Now we all know the political and theological revolution that followed – the Roman Empire eventually adopted Christianity, which spread like a cleansing fire and rose to dominance in Europe, Asia Minor, Northern Africa, and beyond. We do not always pay as much attention to the revolution in thinking that helped achieve this dominance.

In the early years, citizens of Rome saw Christ’s followers persecuted, tortured, brutalized, and murdered in huge numbers, throughout the Empire. In most cases, they did not resist the evil that was done to them – but rather, they went willingly to their painful deaths. Why? Of course they had faith – a giant faith, a faith rarely seen in human history. But many in the pagan world had faith, and yet, when threatened, they resisted. The world had never before seen anything like the willing martyrdom of these early followers of Christ.

The world had never before seen it simply because it was a completely new and radical idea introduced by Jesus and described in Matthew 5 (38-39, 43-44):

“You have heard that it has been said, An eye for an eye, and a tooth for a tooth: But I say unto you, resist not evil: but whoever smites you on thy right cheek, turn to him the other also…. I say unto you, Love your enemies, bless them that curse you, do good to them that hate you, and pray for them which despitefully use you, and persecute you.”

Now if that is not a revolutionary concept, we don’t know what is. And the proof lies not only in the rapid spread of Christianity among the Romans who witnessed these martyrs and were awestruck by their example. The proof can be seen in our own time, in the civil rights revolution that in less than 50 years brought America from Bull Connor to Barack Obama. It was Dr. Martin Luther King, Jr.’s doctrine of nonviolence in the face of evil that made the movement unstoppable by any human force. It is one of the most powerful ideas known to man – and yet it did not come from man, in fact for human beings it is completely counter-intuitive – our first instinct is to strike back, not turn the other cheek.

We Orthodox Christians will forever hold in our hearts the late Archbishop of America Iakovos of blessed memory, who shared the faith, courage, and humility of those early Christian martyrs and joined hands with Dr. King in Selma, Alabama, in March of 1965. But there is another Orthodox link in this chain...

Dr. King was extremely conversant with Christian theology, and yet at a critical juncture early in the civil rights movement, he began to doubt the power of love to resolve social problems. A chance conversation about Gandhi led King to study the Mahatma’s successful use of nonviolence to gain freedom for India – and that restored Dr. King’s belief that love was powerful enough to gain civil rights for African-Americans.

That story is well-known --- what you may not know is that Gandhi’s inspiration was an Orthodox Christian whose name will be familiar to you – Leo Tolstoy – who in 1893 wrote a seminal book not about Christian ideas, but rather how to put those ideas into practice, especially the ideas expressed in Matthew 5. “The Kingdom of God Is within You” was translated into English in 1894 and the same year a copy came into the possession of a young Hindu lawyer in South Africa. Gandhi found the book “overwhelming” and after launching his campaign of nonviolent civil disobedience in India in 1906, could often be seen carrying Tolstoy’s writings with him into jail. The two men corresponded until Tolstoy’s death in 1910, and in fact the last long letter Tolstoy wrote was to Gandhi.

Tolstoy had his own inspiration not only in the New Testament but also in the works of others who took seriously the injunction of Jesus to “resist not evil,” including the American abolitionist William Lloyd Garrison and the pacifist Adin Ballou. But it is safe to say that, in the hands of Orthodox Christians such as Tolstoy and Iakovos, the doctrine of nonviolence helped lead to some remarkably progressive achievements.



Let us move on to a topic that is extremely timely – because of the healthcare debate in this country – to healthcare the concept of philanthropy in its most essential meaning, from the Greek, “love of human beings.”

How many people know that the modern hospital originated in the Eastern Roman Empire, also known as the Byzantine Empire?

It is widely acknowledged that the first hospitals were created in Cappadocia, which is now part of Turkey, sometime around 370 A.D. by St. Basil, Bishop of Caesarea. There had been a tradition since Antiquity of maintaining hostels for those without food or shelter, or travelers on a long journey. St. Basil was apparently the first to add doctors and staff to look after the sick.

Later that century, our revered predecessor on the Ecumenical Throne, St. John Chrysostom, opened hospitals in Constantinople, the capital of the Roman Empire. It is important to note that these institutions were funded by the Emperor and by the Church, respectively – in other words, they were public institutions, free of charge and created for the public good.

By the end of the sixth century, hospitals could be found throughout the empire. They were usually maintained by the Church, in keeping with the parable of the Last Judgment in the Gospel of Saint Matthew (25:35-36):

‘For I was hungry and you gave me food, I was thirsty and you gave me drink, a stranger and you welcomed me,

naked and you clothed me, ill and you cared for me, in prison and you visited me.'

Byzantine hospitals began as institutions for the poor, but by the seventh century they began to service the wealthy, including relatives of the royal family.

These were well-organized institutions – doctors made daily rounds of patients, except on Christian holy days… nurses or physicians’ assistants looked after patients’ needs and carried out doctors’ orders… while orderlies carried out the less skilled chores such as cleaning and so on.

At least one Byzantine emperor, Manuel I Commenus, was a trained physician himself. During his reign from 1143 to 1180, he personally treated patients in the Empire’s hospitals.

In summary, it is clear that we owe the Byzantines the development of the modern institutions we call hospitals. But what may be more important, we owe to them the view that every member of society, from the greatest to the least, deserved the best quality healthcare available at the time. This is obviously relevant today, and as the U.S. debates the best way to provide healthcare for its citizens, we hope and pray that the Byzantine-Orthodox approach provides a model worthy of emulation.

Just as every human life is a gift from God, to be treated with love and respect, so is all the rest of Creation – which is why the Orthodox Church has also been a leading voice for healing the environment.



We have followed with great interest and sincere concern, the efforts to curb the destructive effects that human beings have wrought upon the natural world. We view with alarm the dangerous consequences of humanity’s disregard for the survival of God's creation.

Our predecessor, the late Patriarch Dimitrios of blessed memory, invited the whole world to offer, together with the Great Church of Christ, prayers of thanksgiving and supplications for the protection of the gift of creation. Since 1989, every September 1st, the beginning of the ecclesiastical calendar has been designated as a day of prayer for the protection of the environment, throughout the Orthodox world.

It is fair to ask: Beyond any platitudes, what can Orthodox Christianity contribute to the movement to protect the environment? Fortunately, we have a very specific answer: We believe that through our unique liturgical and ascetic ethos, Orthodox spirituality can provide significant moral and ethical direction toward a new awareness about the planet.

Our sin toward the world – the spiritual root of all our pollution – lies in our refusal to view life and the world as a sacrament of thanksgiving, and as a gift of constant communion with God on a global scale.

We believe that our first task is to raise the consciousness of adults who most use the resources and gifts of the planet. Ultimately, it is for our children that we must perceive our every action in the world as having a direct effect upon the future of the environment. At the heart of the relationship between man and environment is the relationship between human beings. As individuals, we live not only in vertical relationships to God, and horizontal relationships to one another, but also in a complex web of relationships that extend throughout our lives, our cultures and the material world.

Human beings and the environment form a seamless garment of existence; a complex fabric that we believe is fashioned by God. As human beings, created “in the image and likeness of God” (Gen. 1:26), we are called to recognize this interdependence between our environment and ourselves. Moreover, human beings participated in Creation by giving names to the things that God created. There is no escaping our responsibility for the environment.

There is also an ascetic element in our responsibility toward God's creation. This asceticism requires voluntary restraint, in order for us to live in harmony with our environment. By reducing consumption – known in Orthodox theology as “encratia” or self-control – we ensure that resources are left for others in the world.

We must challenge ourselves to align our personal and spiritual attitudes with public policy. Encratia frees us of our self-centered neediness, that we may do good works for others. We do this out of a personal love for the natural world around us. We are called to work in humble harmony with creation and not in arrogant supremacy against it. Asceticism provides an example whereby we may live simply.

Asceticism is not a flight from society and the world, but a communal attitude of mind and way of life that leads to the respectful use, and not the abuse of material goods. Excessive consumption issues from our estrangement from self, from land, from life, and from God. Consuming the fruits of the earth unrestrained, we become consumed ourselves, by avarice and greed. Excessive consumption leaves us emptied, out-of-touch with our deepest self. Asceticism is a corrective practice, a vision of repentance. Such a vision can lead us from repentance to return, the return to a world in which we give, as well as take from creation.

We are of the deeply held belief that many human beings have come to behave as materialistic tyrants. Those that tyrannize the earth are themselves, sadly, tyrannized. We have been called by God, to “be fruitful, increase and have dominion in the earth” (Gen 1:28). Dominion is not domination – it is an eschatological sign of the perfect Kingdom of God, where corruption and death are no more.

If human beings treated one another’s personal property the way they sometimes treat their environment, we would view that behavior as anti-social. We would impose the judicial measures necessary to restore wrongly appropriated personal possessions. It is therefore appropriate for us to seek ethical and even legal recourse where possible, in matters of ecological crimes.

It follows that, to commit a crime against the natural world, is a sin. For humans to cause species to become extinct and to destroy the biological diversity of God’s creation… for humans to degrade the integrity of Earth by causing changes in its climate, by stripping the Earth of its natural forests, or destroying its wetlands… for humans to injure other humans with disease… for humans to contaminate the Earth’s waters, its land, its air, and its life, with poisonous substances… these are sins.

In prayer, we ask for the forgiveness of sins committed both willingly and unwillingly. And it is certainly God’s forgiveness that we must ask, for causing harm to His creation.

Thus we begin the process of healing our worldly environment which was blessed with Beauty and created by God. Then we may also begin to participate responsibly, as persons making informed choices in both the whole of creation, and within our own souls.

It is with that understanding that we have called upon the world's leaders to take action to halt the destructive changes to global climate that are being caused by human activity. This common cause unites all humankind – just as the waters of the world are all united. To save one river is to save all rivers and all oceans. God created heaven and earth as a united whole, and we must take a holistic view of creation. For us in the Patriarchate, “Ecumenical” is more than a name – it is a world-view and way of life.

We hope the three examples we have chosen – a nonviolent pursuit of social change… care for the health and welfare of all in the community… and respect and love for the environment as God’s creation – illustrate some of the ways in which one of the most conservative members of the Christian family has played a role in some very progressive causes.

But we also hope we have made clear that neither these causes, nor the conservative causes we may undertake – none of these things define the Church of God, no matter what any human being may assert. The Church encompasses all of God’s creation – and indeed, that is our key theme for today – we are all connected, and that connection is God.

The Lord fills all of creation with His Divine presence in one continuous connection from the substance of atoms to the Mind of God. Let us work together to renew the harmony between heaven and earth, and transfigure every detail, every particle of life. Let us love one another, and lovingly learn from one another, for the edification of God's people, for the sanctification of God's creation, and for the glorification of God's most holy Name. Amen.

Photos by J. Mindala

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Διονύση Σέρρα: ΠΕΝΤΑΣΤΙΧΑ ΧΟΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟ


[............] μόνη,
αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος,
το καθαρόν του ουρανού αναβαίνει
η Αρετή [............]

Ανδρέας Κάλβος, Η Λύρα [Πρόλογος]


Ι

Σήματα μνήμης σε μονόφυλλα Τιμής
-από της γέννας ή του τάφου την ωδή-
και με φως και με θάνατον
σαν λύτρωσης καρφιά
σε καθηλώνουν.


ΙΙ

Στις θηλιές του καιρού και του στήθους
σταθερά παρηγόρησις
της ανάσας τα λείψανα -
πώς σαρκώνουν θωπείας αφές
και φιλήματα.


ΙΙΙ

Ανείδωτος στη λάμψη του λευκού
-από την ώρα της φυγής
μέχρι του νόστου το σημάδι-
πληγές αμέτρητες μετρά (σε τόπο πλάνης)
ο φιλόπατρις.


IV

Κ' έτσι ανάκουστος σπαρά-
ζοντας στ' ακρόθυρα των Ιδεών
χέρια ταγών
ανόσια
κι ονειροθύτες χαλασμού
καταδικάζεις.


V

Και με την πένα σαν ρομφαία χαραγής
-φτερά κορφής χρυσώνοντας με το μελάνι-
αναίσχυντα φρονήματα
και σπλάχνα ζόφου σημαδεύεις
γι' ανάστασης Πνοή.


Ζάκυνθος, 2007, 2008
Related Posts with Thumbnails