© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Κείμενα τιμής για την Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

[Η Διονυσία Μούσουρα –Τσουκαλά είναι μια Ζακυνθινή λογοτέχνις, η οποία ζει κι εργάζεται στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, παράγοντας πλούσιο συγγραφικό έργο. Τελευταία (23 Νοεμβρίου 2008) το έργο της τιμήθηκε στην κατάμεστη αίθουσα του δημαρχείου Νόρθκοτ, παράλληλα με την παρουσίαση του ετήσιου λογοτεχνικού περιοδικού Ο ΛΟΓΟΣ, το οποίο εκδίδει ο Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών Αυστραλίας. Περισσότερα εδώ.
Παρακάτω δημοσιεύουμε τα σχετικά τιμητικά για την Δ. Μ.-Τ. κείμενα των κ.κ. Χρήστου Ν. Φίφη, Κυριάκου Αμανατίδη, Νίκης Βλαχάκη-Ιλιοπούλου, Παρασκευής Δέντσα-Τσίγκας και Μayio Konidaris-Kozirakis.]


Η Πεζογραφία της Διονυσίας Μούσουρα - Τσουκαλά

Του Χρήστου Ν. Φίφη,
Πρώην Επίκουρου καθηγητή Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου La Trobe της Μελβούρνης


Η πεζογραφία της Διονυσίας Μούσουρα – Τσουκαλά αποτελείται από τα 31 διηγήματα που έχουν δημοσιευτεί στα δυο πεζογραφικά βιβλία της, Κραταιός Νόστος (ΚΝ), (15 διηγήματα), RMIT University, Εκδόσεις Ελληνοαυστραλιανού Αρχείου, 2000, και το Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων (ΕΦ&ΕΑ) (16 διηγήματα), εκδόσεις Τσώνη, 2005 και διηγήματα που έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς σε περιοδικά και Ανθολογίες. Λόγω αναπόφευκτων περιορισμών χώρου θ’ αναφερθώ μόνο σε διηγήματα των δυο παραπάνω βιβλίων της.
Ο Κραταιός Νόστος παραπέμπει στο δυνατό αίσθημα μιας ασίγαστης νοσταλγίας επιστροφής στο αγαπημένο της νησί –τη Ζάκυνθο. Είναι περισσότερο ένα έντονο αίσθημα νοερής επιστροφής που σαν την ‘Πόλη’ του Καβάφη ακολουθεί την ομιλήτρια των διηγημάτων της ακόμη και κατά τις σύντομες επισκέψεις της στην Ελλάδα και τη Ζάκυνθο:
Την Τρίτη φορά, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα για κείνην δεν ήξερε τι πρόφαση να βρει... «Ξέρεις, Μάνα, έχω δουλέψει σκληρά τόσα χρόνια, έχω ένα καλό εφάπαξ στη δουλειά, μα πρέπει να γίνω 60 χρονών για να το δικαιούμαι... σε παρακαλώ υπομόνεψε λίγο ακόμα...» ...σε κάθε της επιστροφή όλο και πλήθαιναν οι φευγάτοι... Τώρα έφυγε και η Μάνα... (‘Το Βάζο’, ΚΝ:1-6).
Το Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων αποτελείται από 16 διηγήματα που επίσης κινούνται μεταξύ Φιόρε και Αυστραλίας – εξού και ο τίτλος: Φιόρε του Λεβάντε -΄Ανθος της Ανατολής- είναι το ενετικό όνομα της Ζακύνθου.
Η Διονυσία Μούσουρα – Τσουκαλά στην καλλιτεχνική της εργασία επιδεικνύει την τάση να μυθοποιεί βιώματά της καθώς και βιώματα φίλων και γνωστών της κι αυτό κάνει τα διηγήματά της ρεαλιστικά, πειστικά και ζωντανά. Ακολουθεί μια τεχνική με άνετη ρέουσα γλώσσα, με πειστικούς χαρακτήρες, οι ιστορίες της διαθέτουν την απαραίτητη δομή και αποφεύγει τους πειραματισμούς με τα είδη του μοντέρνου και μεταμοντέρνου. Οι καταστάσεις, παρουσιάζονται συνήθως από τη θέση της γυναίκας, αν και υπάρχουν και μερικά διηγήματα όπου ο αφηγητής είναι άντρας. Θα επιχειρήσουμε μια γρήγορη αναφορά σε μερικά από τα διηγήματα.

Στα περισσότερα διηγήματα, η Ζάκυνθος είναι η παραδεισένια γωνιά των νεανικών αναμνήσεων και βιωμάτων. Οι παλιές ιστορίες, νοσταλγικές, δραματικές ή ευτράπελες επιβιώνουν ακόμη στα χείλη των ανθρώπων από την εποχή της «Παραμυθένιας Πολιτείας», όταν ο κόσμος ήταν ακόμα μαγικός. Η «Παραμυθένια Πολιτεία» σταμάτησε ξαφνικά και καταστράφηκε από το σεισμό και τη φωτιά του 1953 και μετεξελίχθηκε αργά στη νεότερη διαφορετική πολιτεία:
Εμείς οι παλαιότεροι όταν σμίγουμε μιλάμε για τα παλιά... για τη χαμένη πολιτεία... προσπαθούμε να θυμηθούμε πώς ακριβώς ήταν... πού ακριβώς βρισκόταν το σπίτι μας ή το σχολειό μας, μας πιάνει η νοσταλγία... κοιτάμε τη σημερινή Ζάκυνθο και μας παίρνει το παράπονο... Αιώνιοι αρνητές! Μήπως δεν είμαστε;
Η καινούργια πολιτεία είναι και αυτή όμορφη... ΄Ομως, πώς να το κάνουμε... δεν είναι η Παραμυθένια Πολιτεία... Εκείνη ξεψύχησε στις 2.30 περίπου το μεσημέρι της 12ης Αυγούστου 1953. ... (ΚΝ, «Παραμυθένια Πολιτεία», σ. 81).

Δυο απ’ τα διηγήματα της παραδοσιακής Ζακυνθινής ζωής έχουν τον ίδιο τίτλο «Με βιολιά και με νταούλια» 1 και 2, (ΕΦ&ΕΑ, σσ.85-106). Αφηγήτρια και στα δύο είναι η Ελένη της μικρής κοινωνίας του Ζακυνθινού χωριού. Η Ελένη διαθέτει κάποιες ιδιότυπες, αν όχι αντιφατικές, φεμινιστικές πεποιθήσεις. Παρουσιάζει σχεδόν υποτιμητικά τους ανδρικούς χαρακτήρες των δυο διηγημάτων στους οποίους ρίχνει την ευθύνη για το ότι η ίδια παρέμεινε γεροντοκόρη:
Μέχρι να ξεπεράσω εκείνη την ιστορία (με τον Ρίκο μας του πρώτου διηγήματος) έκανε άλλα ρεζιλίκια ο ξαδελφούλης μου ο Γιάννης, και άστα να πάνε. Σιχάθηκα το αντρικό φύλο. Αποφάσισα, καλύτερα μόνη παρά να μου τύχει κι εμένα κανένας τέτοιος και τότε ‘βράσε όρυζα’ (σ. 97).

Οι τίτλοι «Με βιολιά και με νταούλια» (1 και 2) φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, ως γραφικές ηθογραφικές αναφορές στα έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας της αφηγήτριας για τα έθιμα του γάμου. Στις εξελίξεις των διηγημάτων, όμως, το έθιμο αποξεχνιέται στο υπόβαθρο κι αυτό που κυριαρχεί στο προσκήνιο είναι η ειρωνία και η σάτιρα για τη χρήση βιολιών, νταουλιών, μουσικής και χορού, όχι για τον εορτασμό ενός γάμου αλλά για το ξαναζέσταμα ενός αποτυχημένου γάμου. Και τι είναι αυτό που έχει προκαλέσει τους αποτυχημένους γάμους; Είναι ακριβώς αυτό που προκάλεσε την αποστροφή της Ελένης προς το ανδρικό φύλο. Στο πρώτο διήγημα είναι η καταπίεση της γυναίκας από τα ίδια τα έθιμα και τις προλήψεις της μικρής κοινωνίας, από τη στερεότυπη έμμονη εικόνα της νύφης την πρώτη βραδιά του γάμου και τη σύγχυση που προκαλείται στη μικρή κοινωνία από τη συζητήσιμη σεξουαλική ικανότητα ή ανικανότητα του Ρίκου. Στο δεύτερο διήγημα η Ελένη εμφανίζεται το ίδιο επικριτική προς το ανδρικό φύλο, αν και κάπως αντιφατική σε σχέση με το πρώτο. Ο γυναικοκατακτητής ξάδελφος της Ελένης, Γιάννης, βρίσκει το μάστορά του από την ερωτιάρα σύζυγό του Σπυρούλα που εγκαταλείπει τη συζυγική τους εστία να συγκατοικήσει με τον ερωμένο της. Όταν ο ερωμένος της, όμως, την εγκαταλείπει, αυτή θέτει ‘απαράβατους’ όρους για την επιστροφή της στο σύζυγο και τα παιδιά της. Οι απαράβατοι όροι είναι ότι θα πρέπει να επιστρέψει «με δόξα και τιμή», σαν να γίνεται νύφη απ’ την αρχή.
Στολισμένη σαν την φρεγάτα η Σπυρούλα, αγκαζέ με το Γιάννη και από δίπλα το μικρό, πιο πίσω τα μεγάλα και με ...ουρά που όλο και μεγάλωνε από όπου περνούσαν. ΄Αλλοι για πλάκα, άλλοι από περιέργεια... είχαν γίνει ολόκληρο... συμπεθεριό. Φτάνοντας σπίτι έστησαν το χορό, τα κεράσματα και τα καλωσορίσματα (σ. 104).

Στο Ζακυνθινό διήγημα «Νικολής ο Χαμωλόης» επιχειρείται μια σατιρική παρουσίαση παρωχημένων τοπικών κοινωνικών τάξεων και διακρίσεων:
Με την Κεβή (ο Νικολής) γνωρίζονταν από παιδιά.
Εκείνος ήταν χαμωλόης (καθόταν σε χαμόσπιτο του δρόμου) εκείνη, ανωλόγα, στο απέναντι ανώι, παλιό αρχοντικό ξεπεσμένης και ξιπασμένης γενιάς. Ζούσε με τη μάνα της και τις δυο γεροντοκόρες θείες της, αδελφές του πατέρα της, που πέθανε νέος από χτικιό. ΄Ετσι όπως κυκλοφορούσαν οι τρεις νυφοκουνιάδες, πάντα μαζί αγκαζέ, ψηλές, κοκκαλιάρες και με ασορτί καπέλα με φαρδειά μπορ, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις γιατί τις ονόμασαν οι «πρόκες» (ΚΝ, σ.52).

Οι «πρόκες» έμεναν σε «ετοιμόρροπο Αρχοντόσπιτο» και «φρόντιζαν να καλλιεργούν δεόντως» το αρχοντικό τους όνομα και περιφρονούν το Νικολή που αγαπά την Κεβή. Απελπισμένος ο Νικολής παίρνει το δρόμο για τη Μελβούρνη ελπίζοντας να επιστρέψει με τα απαραίτητα χρήματα για να εντυπωσιάσει και να πείσει τις «πρόκες» για την αξία του. Εκείνες δέχονται το Νικολή αλλά με τον επιπλέον όρο να αναστυλώσει τον «πατρογονικό πύργο» της νύφης. Ο Νικολής αρχίζει έναν δεύτερο «Μαραθώνειο» ν’ αποταμιεύσει το σημαντικό ποσό που απαιτείται αλλά καταλήγει σε λάθη και αποτυχία.

Η ευάλωτη θέση της γυναίκας εμφανίζεται και στα διηγήματα «Η Τρόμπα του Μπανάτου» , «Η εξαδέλφη μου η Αντριάνα», η «Μαυριδερή», η «Τυχερή», κ. α. Η «Τρόμπα του Μπανάτου» και η «Ξαδέλφη μου η Αντριάνα» χαρακτηρίζονται από ένα λυρικό και ελεγειακό αλλά συγκρατημένο τόνο. Τα γεγονότα και τα αισθήματα ανακαλούνται και αναβιώνουν στη μνήμη:
Κόψατε μυρτιές από τους όχτους, προχειροφτιάξατε στεφάνι και στεφανώσατε την τρόμπα! ΄Ετσι για να δοξαστεί ο έρωτας και να μείνει η τρόμπα σύμβολο του έρωτα και της αγάπης! (ΕΦ&ΕΑ, σ.62).

«Η Τρόμπα του Μπανάτου» αναπτύσσει μια ιστορία με την τραγωδία του πολέμου στην Ελλάδα. Το διήγημα της Αντριάνας αναπτύσσει μια ξαφνική τραγωδία της ζωής στην Αυστραλία. Μολονότι συχνά η γλώσσα της είναι συγκινησιακά φορτισμένη η συγγραφέας διαθέτει την τεχνική να μην υπερβαίνει το μέτρο, να την αποφορτίζει, να βρίσκει την ισορροπία και την εύθυμη νότα μιας βαριάς ατμόσφαιρας.

Στο «Εύθραυστο βάζο» (ΕΦ&ΕΑ, σ.39-50) κυριαρχούν οι μνήμες νοσταλγίας από το παρελθόν, οι παρεκβάσεις, η αφήγηση των επισκέψεων στην Ελλάδα και η σύγκριση της παλιάς δύσκολης ζωής με τη μαλθακότητα της σημερινής ευημερούσας Ελλάδας που αποτυπώνεται στην παραφθορά της γλώσσας. Το «εύθραυστο βάζο» μπορεί να εκληφθεί ένα σύμβολο της σχέσης της αφηγήτριας με τη μητέρα της και τη γενέτειρά της.

Στις «Συμμαθήτριες» (ΕΦ&ΕΑ, σ.75-84), που η φωτογραφία τους δίνεται στο εξώφυλλο, τα εύθυμα και αυθόρμητα κοριτσόπουλα που τελειώνουν τα τελευταία γυμνασιακά διαγωνίσματά τους υπόσχονται μεταξύ τους να συναντούνται αυτή τη μέρα κάθε χρόνο, να τα λένε και να θυμούνται τα παλιά. Η συγγραφέας δείχνει με χιούμορ και παρατηρητικότητα τις αλλαγές και την εκζήτηση που φέρνουν η ζωή και ο χρόνος στις πρώην φιλικές σχέσεις. Οι γυναίκες, πρώην συμμαθήτριες, προσπαθούν να δώσουν η μια στην άλλη έναν αέρα επιτυχίας και αυτοσπουδαιότητας, εκτός από την Σάσα που παρέμεινε στο νησί της, παντρεύτηκε τον πρώτο της έρωτα και μεγαλώνει τα παιδιά της χωρίς, νομίζει η ίδια, να μπορεί να δείξει κάτι απ’ την γκλαμουριά των άλλων, που τις ζηλεύει λίγο γι’ αυτά που δίνουν την εντύπωση ότι τις κάνουν επιτυχημένες. Η τελευταία συνάντησή τους, όμως, γίνεται στην έβδομη δεκαετία της ζωής τους, όταν έχουν περάσει τα εξήντα τους και στα χρόνια τους πλανάται η σκιά της απογοήτευσης. Δεν έχουν πια τη βεβαιότητα για δυνατότητα άλλης συνάντησης και η συναίσθηση της ματαιότητας των προσπαθειών τους τις οδηγεί σε μια εξομολόγηση πιο ειλικρινή, όπου παραδέχονται ότι στο βάθος τρέφουν κάποια ανάκατα αισθήματα ζήλειας και θαυμασμού για τη ζωή της Σάσας. Ακούνε, όμως, με έκπληξη ότι και η Σάσα είχε στο παρελθόν μια περίοδο αμφιβολιών και μελαγχολικής αβεβαιότητας:
Τους μιλάει (η Σάσα) απλά και με προσήνεια για την επίδραση που είχαν οι ίδιες στη ζωή της με τις ‘τόσες επιτυχίες τους’. Τους λέει πως κάπου εκεί στα μεσοκοπήματα της ζωής της όταν περνούσε την κρίση της μέσης ηλικίας άρχισε να νιώθει ανικανοποίητη από τη ζωή της. ...πως εγκατέλειψε το Μίμη και τα παιδιά της ψάχνοντας για κάτι το συναρπαστικό, ψάχνοντας να ξεφύγει απ’ τη ρουτίνα της καθημερινότητας (σ. 83).

Στο «Μονόλογος σχεδόν» (ΕΦ&ΕΑ, σ.179-194). ο Αστέριος που μια ζωή ένιωθε καταπιεσμένος από τη Ρίκα (ή Αστέρω) τη γυναίκα του αισθάνεται απελευθερωμένος όταν αυτή πεθαίνει. Όταν φεύγουν και οι τελευταίοι επισκέπτες μετά το συνηθισμένο φαγοπότι για το μνημόσυνο των 40 ημερών της γυναίκας του αποτελειώνει τα μπουκάλια από ουίσκι, ούζα και μπύρες για να τιμήσει την επέτειο της Αστέρως και την απελευθέρωσή του. Μεθυσμένος αρχίζει ένα μονόλογο με τη φωτογραφία της γυναίκας του. Της υπενθυμίζει σαρκαστικά τα παλιά, τις φιλολογικές της εκζητήσεις, τις υπερβολικές της αξιώσεις για κοινωνική επίδειξη. Της δηλώνει ότι τώρα είναι ελεύθερος να πωλήσει το πολυτελές σπίτι τους στο ακριβό προάστιο της Μελβούρνης με τον πολυτελή κήπο που επέμενε να διατηρεί αυτή και να μετακινηθεί στους φίλους του στις παλιές λαϊκές συνοικίες της πόλης. Λόγω υπερβολικής πόσης, όμως, πεθαίνει το ίδο βράδυ. Οι φίλοι του δεν μπορούν να βρουν μια πρόσφατη φωτογραφία του της προκοπής και –κατά ειρωνία, όπως θα το έβλεπε ο ίδιος, αναγγέλουν την αποβίωσή του με μια παλιά φωτογραφία που τον δείχνει φαντάρο 20 χρονών. Στα δικά του 40 η άποψη που επικρατεί είναι ότι ήταν αισθηματίας και πήγε «σκαστός»:
...δεν άντεξε το χαμό της γυναίκας του και στα σαράντα της πήγε κι αυτός από μαράζι. Συμφώνησαν όλοι πως θα πρέπει να την αγάπαγε πολύ, πάρα πολύ, με τη φωτογραφία της στα χέρια του ξεψύχησε.
Καημένε Αστέριε και να σκεφτείς ότι κάπου σε είχαμε παρεξηγήσει στην αρχή... Στο καλό αισθηματία φίλε, στο καλό... ‘ Αντε, εβίβα ρε παιδιά, ζωή σε λόγου μας (σ. 194).

Η σάτιρα, το χιούμορ και το κωμικό στοιχείο στο διήγημα είναι εμφανή αλλά και πειστικά.

Η «Απερίγραπτη συντριβή» (ΕΦ&ΕΑ, σ.129-142. φαίνεται ένα περίπλοκο διήγημα που εξετάζει τη σχέση μιας μητέρας με την κόρη της. Η μητέρα υπεραγαπά την κόρη της αλλά είναι αρκετά υπερήφανη να το δείχνει αυτό σ’ όλες τις περιπτώσεις που η κόρη το χρειάζεται. Εμφιλοχωρούν στις σχέσεις τους εμπόδια, μικροκαβγάδες, παρανοήσεις που εμποδίζουν την αδιατάρακτη επικοινωνία τους. Η κόρη είναι συχνά μπερδεμένη για το πώς αισθάνεται η μητέρα της και για το πώς αισθάνεται αυτή για τη μητέρα της, μολονότι είναι σίγουρη ότι την αγαπά και τη θαυμάζει για τις ικανότητές της και τον δυναμισμό της. ΄Εχουμε την εικόνα της μητέρας μέσα από τα μάτια της κόρης της αλλά και την εικόνα της μητέρας για την ίδια και την κόρη της μέσα από το Ημερολόγιό της που η κόρη της το ανακαλύπτει μόνο μετά το θάνατό της.
Υπάρχουν διάφορα ζητήματα ή συμβάντα που φέρνουν τις δυο γυναίκες κοντά ή ψυχολογικά τις απομακρύνουν προσωρινά..Υπάρχουν οι δυσάρεστες πτυχές αλλά και χαριτωμένα περιστατικά που αποκαλύπτουν στην κόρη τη ζεστή και εξωστρεφή πλευρά του χαρακτήρα της μητέρας της.

Στο «Τρακτέρ» (ΚΝ, σσ. 119-139), οι πρωταγωνιστές Βασίλης και Γιαννούλα είναι από τη Μακεδονία. Η συγγραφέας παρουσιάζει τη ζωή και τα βιώματα των μεταναστών και την τραγικότητα των χαμένων στόχων τους.
Ενώ αν είχαμε ένα τρακτέρ... αυτό θα έσκαβε, θα όργωνε, εμείς θα σπέρναμε και πόσο πιο εύκολη θάταν η ζωή μας. Με τι λεφτά όμως;
Κάπου εκεί, ανάμεσα στα τόσα αν και με τι, πάρθηκε η απόφαση να φύγουμε (για την Αυστραλία), για λίγο, μόνο για λίγο, τόσο όσο χρειάζόταν να μαζέψουμε λεφτά για ένα τρακτέρ... (σ. 120).

Ο λίγος καιρός γίνεται μετά τη μετανάστευση πολύς και η οικογένεια παλεύει με τις υπερωρίες, το χρέος του σπιτιού, το σχολείο του Γιαννάκη και τον καρκίνο της Γιαννούλας. Μετά το θάνατο της Γιαννούλας ο Βασίλης και ο Γιαννάκης επιστρέφουν στο χωριό και αγοράζουν το τρακτέρ που πια, λόγω της καταπάτησης των χτημάτων τους, τούς είναι άχρηστο. Επιστρέφουν και πάλι στην Αυστραλία αλλά όνειρα επιστροφής εξακολουθούν να κάνουν. Ο Γιαννάκης θέλει να μεγαλώσει το σπίτι, να φράξει τον κήπο του, όπως στην Αυστραλία και με την Αυστραλοιταλίδα γυναίκα του να τον φυτέψει και με σπόρια από τη Μελβούρνη:
Εγώ (ο Βασίλης)... θα καμαρώνω τα εγγονάκια, τον κήπο και το τρακτέρ μας, γιατί θα ‘ρχόμαστε, έτσι υπολογίζει (ο Γιαννάκης), τουλάχιστον κάθε δυο – τρία χρόνια...

Και το όνειρό σου, το όνειρό μας, θα το συνεχίσει το παιδί μας... (σ. 130).

Το «Στοιχειωμένο Γεφύρι» ΕΦ&ΕΑ (σσ. 195-205).αναφέρεται σ’ ένα ιστορικό γεγονός, σ’ ένα απ’ τα μεγαλύτερα εργατικά ατυχήματα της Μελβούρνης, την κατάρρευση της ανεγειρόμενης γέφυρας του West Gate στις 15 Οκτωβρίου του 1970. Αρκετοί έλληνες δούλευαν στο έργο εκείνο όπου 35 εργάτες έχασαν τη ζωή τους στο τραγικό δυστύχημα μεταξύ των οποίων τουλάχιστον και ένας έλληνας. Η συγγραφέας αναφέρεται στις απώλειες της τραγωδίας εκείνης με το συναρπαστικό αφηγηματικό της λόγο και τις παραλληλίζει με το θρύλο του γεφυριού της ΄Αρτας. Μόνο που η θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα φαντάζει παιχνιδάκι σε σύγκριση με τις θυσίες που απαιτούσε ο Μινώταυρος της γέφυρας του West Gate. Η συγγραφέας έχοντας ως άξονα τις μνήμες των απωλειών αναμιγνύει πολύ πετυχημένα την ιστορία του γεφυριού με τις «νύφες των καραβιών», με τους αγώνες των παροικιακών οικογενειών στα χρόνια μετά το 1950, με τα προβλήματα των σημερινών ηλικιωμένων, όλα αρμονικά συνδεδεμένα στο μύθο της ιστορίας της σε μια πειστική ατμόσφαιρα. Οι μνήμες ανακαλούνται μέσα από ένα ζεστό καθημερινό διάλογο και την παρεμβολή αφήγησης και περιγραφών κατά τις συζητήσεις των δυο συνομιλουσών γυναικών.

Τα διηγήματα της Διονυσίας Μούσουρα Τσουκαλά έχουν ρεαλιστικότητα και πειστικότητα. Η άνετη και παραστατική της γλώσσα διανθισμένη με το σπιρτόζικο χιούμορ της κρατά ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως το τέλος της κάθε ιστορίας. Οι χαρακτήρες της είναι ζωντανοί, γίνονται γνώριμοι και παραμένουν στη μνήμη με τις ατυχίες τους, τα ελαττώματά τους, τις αδυναμίες τους, τις προσπάθειές τους. Τα διηγήματα της συγγραφέα χτίζουν γέφυρες και ενώνουν δυο πατρίδες με το πάθος της νοσταλγίας και τη δύναμη της εγκαρτέρησης. Ο Κραταιός Νόστος και το Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων είναι δυο συλλογές εξαιρετικών διηγημάτων που έχουν δομή και ύφος και που αναπτύσσουν μια πειστική κάθε φορά ιστορία και ατμόσφαιρα.

Διονυσία Μούσουρα - Τσουκαλά
Μια ζακυνθινή ποιήτρια στην Μελβούρνη

Του Κυριάκου Αμανατίδη,
Νεοελληνιστή - Κριτικού


Τα σχόλιά μου για το ποιητικό έργο της Διονυσίας Μούσουρα – Τσουκαλά επικεντρώνονται στα ποιήματά της που περιλαμβάνονται στην Τετραλογία, ομαδική έκδοση με τον Γιάννη Λιάσκο, Άντρια Γαριβάλδη, και Γιάννη Κατσαρά, Εκδόσεις Ναυτίλος, Μελβούρνη 1996, και στην δίγλωσση ποιητική της συλλογή «Εν τη πόλει της Μελβούρνης», Εκδόσεις Τσώνη, Μελβούρνη 2007.
Πριν ασχοληθώ με την θεματολογία της ποίησης της Μούσουρα – Τσουκαλά, θα αναφερθώ στην τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει την ποίησή της, η οποία έχει ζακυνθινές καταβολές.
Στην πλειονότητα των ποιημάτων της η Μούσουρα – Τσουκαλά παραμένει στον παραδοσιακό έμμετρο και ομοιοκατάληκτο στίχο, αν και με άνεση εκφράζεται και στον ελεύθερο στίχο της σύγχρονης ποίησης.
Το μέτρο, ο ρυθμός και η ομοιοκαταληξία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της παραδοσιακής ποίησης.
Κυρίαρχο μέτρο στην ποίηση της Μούσουρα – Τσουκαλά είναι το ιαμβικό, στο οποίο κατά κανόνα, τονίζεται η δεύτερη από τις δύο συλλαβές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του μέτρου είναι η ακόλουθη στροφή:
Ολόγυρά σου μοναξιά, σκοτάδι
γυμνώσανε τα δέντρα από πουλιά
βουλιάζει το γαλάζιο το φεγγάρι
με κάθε της βροχής σταλαγματιά.

(Ατέλειωτη Βροχή, «Τετραλογία»)

Το ιαμβικό μέτρο συνήθως χρησιμοποιείται σε λυρικά ποιήματα, δηλαδή σε ποιήματα που εκφράζουν τα υποκειμενικά συναισθήματα του ανθρώπου.
Σε κάποια της ποιήματα συναντάμε και το τροχαϊκό μέτρο, με τον τονισμό της πρώτης από τις δύο συλλαβές, δίνοντας στον στίχο πιο γρήγορο ρυθμό.
Στο ποίημα «Ζάκυνθος» το τροχαϊκό μέτρο δένεται οργανικά με το θέμα του, τονίζοντας το αίσθημα του δεσμού της ποιήτριας με την γενέτειρά της Ζάκυνθο. Με το να τονίζεται η πρώτη συλλαβή δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο επιφώνημα «Ω», με το οποίο αρχίζουν οι δύο πρώτοι στίχοι, και το οποίο υποδηλώνει τον δεσμό της Μούσουρα – Τσουκαλά με το πολυαγαπημένο της νησί, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο της ποίησής της.
Δίνω το ποίημα στην ολότητά του, γιατί το θεωρώ ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά πατριδολατρικά ποιήματα της συλλογής της «Εν τη πόλει της Μελβούρνης».
Επίσης, στο ποίημα αυτό συναντάμε, όπως θα δούμε, απόηχους από ποίημα ενός άλλου ζακυνθινού ποιητή, πράγμα που υποδηλώνει την διαχρονικότητα της μετρικής τεχνικής, αλλά και των θεματικών μοτίβων, της νεοελληνικής ποίησης.
Ζάκυνθος

Ω Πατρίδα μου φιλτάτη
Ω νησάκι μου μικρό
Στην καρδιά μου σε κρατάω
Φυλαχτό μου ιερό.

Κι αν στην ξένη γη η μοίρα
Μού ’γραψε να αναπαυτώ
Μία φούχτα μόνο χώμα,
Χώμα, μα Ζακυνθινό,

Να μυρίζει μπουγαρίνι
Τζαντζαμίνι και μυρτιά
Θά ’θελα μαζί να πάρω
Για στερνή παρηγοριά,

Η ψυχή να ξεγελιέται
Πως στο Τζάντε* τριγυρνά.
(Ζάκυνθος, «Εν τη πόλει της Μελβούρνης»)

Οι δύο πρώτοι στίχοι του παραπάνω ποιήματος παραπέμπουν στους δύο πρώτους στίχους, της πρώτης στροφής της Ωδής «Ο Φιλόπατρις», του πρώτου χρονολογικά μεγάλου ζακυνθινού ποιητή, Ανδρέα Κάλβου (1792-1869):
Ω φιλτάτη πατρίς,
Ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
Την πνοήν και του Απόλλωνος
Τα χρυσά δώρα.

Με την παραπάνω αντιπαραβολή δεν θέλω να αφαιρέσω τίποτε από την πρωτοτυπία, και γνησιότητα του ποιήματος της Τσουκαλά.
Τα λογοτεχνικά έργα, και ιδίως τα έργα του έμμετρου λόγου, δεν δημιουργούνται στο κενό. Τα έργα της μιας περιόδου αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, συνέχεια και προέκταση των έργων της προηγούμενης, ιδιαίτερα στην τεχνοτροπία και στην μετρική, αλλά και στα κοινά σύμβολα και μοτίβα, παρά τις οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις.
Πιο ασυνήθιστο από το ιαμβικό και το τροχαϊκό μέτρο είναι το αναπαιστικό. Ο ανάπαιστος απαρτίζεται από τρεις συλλαβές, με τον τονισμό στην τρίτη.
Λίγοι είναι οι ποιητές που χρησιμοποίησαν τον ανάπαιστο. Είναι δύσκολο μέτρο, ο ρυθμός του αργός, και ο τόνος ελεγειακός, με άλλα λόγια θρηνητικός.
Κλασικό παράδειγμα αναπαιστικού μέτρου παραμένει το ποίημα του Διονύσιου Σολωμού «Η καταστροφή των Ψαρών».

Το ποίημα «Μπαλάντα για Σεπτέμβρη» της Μούσουρα - Τσουκαλά αποτελεί επιτυχημένο συνδυασμό μέτρου, ρυθμού και θέματος. Δίνω τις δύο πρώτες στροφές του:
«Στο μικρό το μουράγιο»
τραγουδούσε τ’ αγόρι,
στην βαθιά τη φωνή του
εριγούσεν η κόρη.

«Σου κουνώ το μαντήλι»
συνεχίζει εκείνο,
«η βαρκούλα σαλπάρει
και μονάχη σ’ αφήνω».
(Τετραλογία)

Όπως βλέπουμε, το μοτίβο της ξενιτιάς, με τον πόνο του χωρισμού από τα αγαπημένα πρόσωπα και την γενέθλια γη, δένεται φυσιολογικά με τον αργόσυρτο μελαγχολικό τόνο του αναπαιστικού μέτρου.
Δεν λείπουν και οι απόηχοι από τα δημοτικά μας τραγούδια από την ποίηση της Διονυσίας Μούσουρα -Τσουκαλά.
Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος είναι το κύριο μετρικό χαρακτηριστικό των περισσότερων δημοτικών τραγουδιών, όπως παρατηρούμε στους ακόλουθους δύο στίχους:
Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
(Της Δέσπως)

Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος χρησιμοποιήθηκε από πολλούς επώνυμους ποιητές, με τον Διονύσιο Σολωμό από τους πρώτους, και καλύτερους χρήστες του. Κάποιοι τον δεκαπεντασύλλαβο τον κόβουν σε δύο στίχους, ο πρώτος οκτασύλλαβος και ο δεύτερος επτασύλλαβος.
Αυτήν την τεχνοτροπία την παρατηρούμε και σε ποιήματα της Μούσουρα –Τσουκαλά. Η ακόλουθη στροφή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τεχνοτροπίας, η οποία συνεχίζει μεν την παράδοση της δημοτικής ποίησης, προσαρμοσμένη όμως στα σύγχρονα μετρικά δεδομένα, που προτιμούν τους ολιγοσύλλαβους στίχους:
Θυμάσαι εκείνη την ελιά
με τα πολλά τζιτζίκια
πού ’χε τα φύλλα τα σταχτιά
στους κλώνους τα σπουργίτια;

(Θύμηση, «Εν τη πόλει της Μελβούρνης»)

Ενωμένα τα τέσσερα ημιστίχια μάς δίνουν δύο δεκαπεντασύλλαβους στίχους:
Θυμάσαι εκείνη την ελιά, με τα πολλά τζιτζίκια,
πού ’χε τα φύλλα τα σταχτιά, στους κλώνους τα σπουργίτια;

Αναφέρθηκα, κάπως εκτενώς ομολογουμένως, στην μετρική της ποίησης της Μούσουρα –Τσουκαλά, γιατί τα πιο πολλά ποιήματά της αναφέρονται στην γενέτειρά της Ζάκυνθο, και διά μέσου αυτής συνδέονται με την μεγάλη ποιητική της παράδοση.
Η προσέγγισή μου στην ποίηση της Μούσουρα – Τσουκαλά στοχεύει να δείξει πως η θεματολογία της, σε μεγάλο βαθμό, έχει ως επίκεντρο την Ζάκυνθο, και η μετρική επένδυση των ποιημάτων της αντλεί τους ρυθμούς της από την πλούσια ποιητική παράδοση του νησιού της, και γενικότερα της Επτανησιακής Σχολής.
Σκυφτές ανεμώνες
«Σκυφτές ανεμώνες» είναι η ενότητα ποιημάτων, με τα οποία η Μούσουρα – Τσουκαλά συμμετείχε στην «Τετραλογία», με τρεις άλλους ομότεχνούς της από την Μελβούρνη.
Στο εισαγωγικό της σημείωμα η Μούσουρα – Τσουκαλά γράφει χαρακτηριστικά: «Σε ’σένα, που σαν της νιότης τους ανεκπλήρωτους έρωτες έγινες Μεγάλη Αγάπη, προσφέρω μια χούφτα της ψυχής ανεμώνες. Η λαχτάρα μου για ’σένα τις θέριεψε, μα η πικρία του χωρισμού τις έσκυψε».
Δύο είναι τα κύρια μοτίβα που συναντάμε στα περισσότερα ποιήματα αυτής της ενότητας: η νοσταλγία για την Ζάκυνθο και ο προσωπικός συναισθηματικός κόσμος της ποιήτριας.
Και στην μία και στην άλλη περίπτωση οι τόνοι είναι συγκρατημένοι και ήρεμοι. Η νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα της δίνεται εικονοπλαστικά, γι’ αυτό παίρνει και μια οικουμενική διάσταση, αφού η εικόνα και το σύμβολο θα μπορούσαν εύκολα να βρουν απήχηση στον συναισθηματικό κόσμο και των άλλων.
Το πρώτο ποίημα της ενότητας αυτής, με τίτλο «Δεκέμβρης δίχως χιόνια», δημιουργεί το συναισθηματικό κλίμα, μέσα στο οποίο θα κινηθούν και τα υπόλοιπα 19 ποιήματα, και μας δίνει το κλειδί για να αποκωδικοποιήσουμε τον συμβολισμό της «Ανεμώνας» στην ποίηση της Μούσουρα - Τσουκαλά. Παραθέτω τις τρεις πρώτες στροφές, καθώς και την τελευταία, του ποιήματος.
Όταν γεμίζει η ματιά γκριζόχρωμη αυγή
και η σκέψη απαντοχή,
όταν ρομφαίες πέτρινες τρυπάνε την ψυχή
στην ξένη γη,

όταν βαριά η καρδιά απ’ ατέλειωτη σιγή
ψάχνει για προσμονή, τότε γυρίζει η ματιά μου
σε μέρη γνώριμα, δικά μου,
και προσπαθεί ν’ αγκιστρωθεί
την άπνοια του Δεκέμβρη να μη δει.

Τότε αργά, δειλά, οι θύμησες με παίρνουν
και στ’ ακρογιάλια της πατρίδας μου με φέρνουν,
στα χρόνια τα όμορφα τα παιδικά μου,
στου κάστρου μου του Βενετσιάνικου τις Ανεμώνες...

***
Αργά, αργά, ταξίδι και μνημόσυνο τελειώνει...
με φέρνει πίσω η γκριζόχρωμη αυγή,
ακόμα δε το δέχτηκες ψυχή,
πως θά ’σαι εδώ χωρίς καντήλι και κερί...

Η νοσταλγία της γενέθλιας γης είναι διάχυτη σε ολόκληρο το ποίημα, το οποίο αποτελεί μια αναδρομή στο παρελθόν, κυριαρχημένη από παιδικές μνήμες και αισθήματα αβάσταχτης νοσταλγίας.
Οι ανεμώνες στην ποίηση της Μούσουρα – Τσουκαλά δεν είναι ένα απλό λουλούδι, παρά σύμβολο ομορφιάς, αλλά και δεσμού με τα βιώματα των παιδικών της χρόνων στην αγαπημένη της Ζάκυνθο, και ιδιαίτερα στην Πόχαλη, τον ιδιαίτερο τόπο που μεγάλωσε, η οποία μνημονεύεται σε πολλά ποιήματά της.

Με το ποίημα «Θλίψη» κλείνει η θεματική ενότητα «Σκυφτές ανεμώνες».
Πλησιάζει η ώρα να φύγω,
ζυγώνει η στιγμή του χωρισμού.
Ψάχνω να βρω τι να σου στείλω
σ’ ανάμνηση του τότε, μιας ζωής καημού.

Μήνυμα, ίσως, στο αγέρι, στη βροχή,
θα εμπιστευτώ, κοντά σου να το φέρουν,
για να σου πει θλιμμένη πόσο είν’ η ψυχή
και η καρδιά καθώς για πάντα φεύγουν.

Να σου χαρίσω θέλω δώρο ακριβό,
να το κρατάς και να θυμάσαι πως υπήρξα,
μα όσο κι αν έψαξα δεν μπόρεσα να βρω,
γι’ αυτό,
σου στέλνω Ανεμώνα, τη στερνή πνοή,
γεμάτη πίκρα, να σου θυμίζει,
κι εκεί ακόμα, σ’ αγαπώ.

Η ασάφεια σε αυτό το ποίημα δημιουργεί κλίμα αβεβαιότητας ως προς το αντικείμενο της θλίψης, επιτρέποντας τις διάφορες εκδοχές, ανάλογα με την δεκτικότητα και την συναισθηματική διάθεση του αναγνώστη.
Το κλείσιμο πάντως δεν αφήνει αμφιβολία πως η ανεμώνα είναι το σύμβολο, αλλά και ο δεσμός, της αποστασιοποιημένης αγάπης.

Εν τη πόλει της Μελβούρνης

Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής «Εν τη πόλει της Μελβούρνης» αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, στο αγαπημένο νησί της Μούσουρα – Τσουκαλά Ζάκυνθο.
Τα δύο πρώτα ποιήματα της συλλογής, «Τση Ζάκυθος» και «Νοβιτές» (νέα, ειδήσεις), δεν τα χαρακτηρίζει μόνο η «ζακυνθοκεντρική» θεματολογία τους. Είναι και το γλωσσικό ζακυνθινό ιδίωμα που τονίζει την ακατάλυτη σχέση της ποιήτριας με την γενέτειρά της.
Τα ποιήματα αυτά αναφέρονται στις αέναες προσπάθειες της Μούσουρα – Τσουκαλά να δημιουργήσει στο σπίτι της στην Μελβούρνη περιβάλλον οικείο με εκείνο της Πόχαλης, φυτεύοντας λουλούδια που ευδοκιμούν στον τόπος της. Όμως, στο ποίημα «Τση Ζάκυθος» διαπιστώνει πως:
Τα μπουμπουκάκια για να βγουν
καμπάνας θέλουνε αχό
απ’ το καμπαναριό τ’ Αγίου
τση Κυριακής το πρωινό.

Θέλουν σεργιάνι Πόχαλης
και κανταδόρους τσι νυχτιές,
τσι ρούγες τση να τριγυρνούν,
να τραγουδούν στσι κοπελιές.

Στο δεύτερο ποίημα, με τίτλο «Νοβιτές», γίνεται το θαύμα. Μετά από εννέα χρόνια, η «Γατζία» που είχε φυτρώσει στον κήπο της, από σπόρο που έφερε από την Ζάκυνθο, «έβγαλε φιόρο*»! Ενθουσιασμένη, εκστασιασμένη μάλλον, η Μούσουρα – Τσουκαλά, καλεί τους συντοπίτες της να δουν το θαύμα:
Ζακυνθινοί μου χωρικοί,
και χωραΐτες ούλοι,
ακούστε τι εγίνηκε
στην πόλη τη Μελβούρνη.

Εκείνη η Μποχαλιώτισα
που ζει στην ... Αυστραλία
κατάφερε να γκαινιαστεί*
το Κήλορ Ηστ, Γατζία*.

Το θαύμα δεν σταματάει στο άνθισμα της γαζίας. Με το να μαζευτούν οι Ζακυνθινοί να δουν το θαύμα ξαναέσμιξαν, ξεπερνώντας τις παλιές τις διχόνοιες τους.
Ο συμβολισμός είναι εμφανής: η κοινή καταγωγή, τα κοινά έθιμα, γίνονται πόλος έλξης για τους ομογενείς της αλλοδαπής. Όπως λέει η ποιήτρια, μια μικρή Γατζία:
κατόρθωσε και ένωσε
στη μακρινή Αυστραλία
του Τζάντε* τη φατρία.

Μια πρωτοτυπία στην σύλληψη, και καινοτομία στην εκτέλεση, χαρακτηρίζει το ποίημα «Μετανάστριες», το οποίο απεικονίζει μια άλλη διάσταση της ξενιτιάς. Εδώ η Μούσουρα - Τσουκαλά αποστασιοποιείται από τα πρόσωπα του ποιήματος, δίνοντας έτσι μια αντικειμενικότητα στην περιγραφή τους, και στις μεταπτώσεις του ψυχισμού τους που παρατηρεί.
Μάτια θαμπά, θλιμμένα,
κορμιά σκυφτά.
Πρόσωπα απ’ τον πόνο χαραγμένα,
βαμμένα κόκκινα, μαύρα μαλλιά,
και στην ψυχή,
όνειρα χίλια μαραμένα.

Όμως
όλα δεν πήγανε χαμένα,
η ελπίδα Ζει.
Απ’ όλες μια, εγγόνι
στην ποδιά κρατεί.
Σαν το κοιτάζει, του μιλεί,
σαν το γλυκοφιλεί,
τριαντάφυλλα ανθίζουν στην μορφή,
κι η νιότη ξαναζεί.
Στο ποίημα αυτό κυρίαρχο στοιχείο είναι η εικόνα. Ο πόνος και το συναίσθημα της απώλειας της οντότητας και ταυτότητας της μετανάστριας δίνονται εξωτερικά, με την χρήση απλών, και όμως πειστικών συμβόλων.
Ο λόγος εδώ είναι ελλειπτικός, σαν πινελιές ενός ζωγραφικού πίνακα με διάφορες αποχρώσεις, έτσι που οι αναγνώστες του ποιήματος να είναι σε θέση να δώσουν τις οποιεσδήποτε δικές τους προεκτάσεις, σύμφωνα με τις προσωπικές τους εμπειρίες, αλλά και ευαισθησίες.
Το εγγόνι γίνεται ο συνδετικός κρίκος του εκεί με το εδώ, του ονείρου με την πραγματικότητα, της μιας με την άλλη ταυτότητα, αλλά και η προέκταση στο μέλλον, και έτσι η ζωή ξαναβρίσκει το νόημα και την ροή της, με την νέα γενιά να διαδέχεται την παλιά, όπως η άνοιξη τον χειμώνα.
Τα συναισθήματα της γιαγιάς εκφράζονται παραστατικά μέσα από την αλληγορία του στίχου «τριαντάφυλλα ανθίζουν στην μορφή», αντί να δοθούν περιγραφικά, τονίζοντας την εικονιστική απόδοση των συναισθηματικών αλλαγών.

«Έπεα Πτερόεντα» είναι μια σειρά από επιγραμματικά και στοχαστικά ποιήματα, αποστάγματα σκέψης και ενόρασης.
Στο ακόλουθο επίγραμμα η πυκνότητα του στοχασμού συνυπάρχει αβίαστα με το ηθοπλαστικό μήνυμα, την εκφραστική λιτότητα, και τον λυρισμό του μέτρου:
Δόξες αν θέλεις στη ζωή
κι όλοι να σε τιμούνε,
πάνω από απ’ όλα «άνθρωπο»
φρόντισε να σε πούνε.

Η φιλοσοφημένη παρατήρηση, η αποφθεγματική μορφή, και ο ρυθμός που δημιουργούν οι ιαμβικοί οκτασύλλαβοι και επτασύλλαβοι στίχοι, χαρακτηρίζουν το επόμενο επίγραμμα, που διατυπώνει μια μεγάλη αλήθεια:
Του λουλουδιού την ευωδιά,
που δίπλα σου το έχεις,
με τον καιρό την συνηθάς
κι άλλο δεν την προσέχεις.

Και ένα επίγραμμα – συμβουλή για αυτοέλεγχο, για συγκρατημό της ενστικτώδους αντίδρασης, στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας, αποτελεί το ακόλουθο τετράστιχο:
Ζωή σ’ ευχαριστώ που μ’ έμαθες
να περιμένω να περνάει η μπόρα.
Έτσι, τα φουρτουνιασμένα μου
γράμματα μένουν πάντα ανεπίδοτα.
Η Μούσουρα – Τσουκαλά δεν επιδιώκει νεωτερισμούς, δεν προβαίνει σε επιδείξεις και εκζητήσεις. Η ποίησή της είναι αδρή, χωρίς επιτήδευση, με έντονο προβληματισμό, με έναν εξομολογητικό, κουβεντιαστό τόνο, και την διακρίνει μια αμεσότητα, που δεν αφήνει αδιάφορο τον αναγνώστη.
Οι μνήμες, οι θύμησες και η νοσταλγία από τη μια, και τα αισθήματα, τα οράματα, τα όνειρα και οι προσδοκίες από την άλλη, αποτελούν τους βασικούς άξονες, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται ο ποιητικός της λόγος.
Η νοσταλγία, όσο και αν αυτή διαχέει πολλά ποιήματά της, για την Μούσουρα – Τσουκαλά δεν γίνεται αφορμή για απόρριψη του παρόντος, και αναζήτηση της ευτυχίας στην αναβίωση του παρελθόντος. Μάλλον θα έλεγα πως την νοσταλγία για τον απόδημο Έλληνα την βλέπει ως μια ανανεωτική ενέργεια, για να αντλεί από τις αναπολήσεις του παρελθόντος δύναμη, έτσι ώστε να είναι σε θέση, όταν το καλεί η περίσταση, να διαβαίνει αλώβητος τις συμπληγάδες, που κάθε τόσο του στήνει εμπρός του η ζωή στην ξενιτιά.
Η νοσταλγία, μορφή οδύνης – το δεύτερο συνθετικό «άλγος» σημαίνει ψυχικό πόνο - ωθεί τον πνευματικό άνθρωπο σε μια νέα θεώρηση της ζωής, και τον φέρνει πιο κοντά στον συνάνθρωπό του, μέσα από το λογοτεχνικό του έργο, έμμετρο ή πεζό είναι αυτό.
Καθώς τα βιώματα της Μούσουρα – Τσουκαλά συναντώνται, σε διάφορες παραλλαγές, στους περισσότερους από τους Έλληνες της Διασποράς, η ποιητική τους μετουσίωση έρχεται σαν διαπίστωση πως κάποιες στιγμές από την ζωή μας στην γενέτειρα μένουν μετέωρες στην μνήμη μας, για να ενεργοποιηθούν από διάφορα περιστατικά, και να μας επανασυνδέσουν με το απόμακρο, αλλά όχι απολησμονημένο, παρελθόν. Έτσι επέρχεται το αναβάπτισμα στα νάματα της πατρώας γης.
Η Τέχνη, όποιο μέσο και αν χρησιμοποιεί – τον λόγο, τον ήχο, το χρώμα ή το σχήμα – έχει επικοινωνιακό, και για τον λόγο αυτό, κοινωνικό ρόλο. Στον βαθμό που ο αναγνώστης του ποιητικού έργου της Διονυσίας Μούσουρα – Τσουκαλά γίνεται κοινωνός των συναισθημάτων και αναπολήσεων που περιέχει, η νοσταλγία, που είναι το κύριο μοτίβο του έργου της, με το να αντιμάχεται την λήθη, αναζωπυρώνει την μνήμη, και διά μέσου αυτής αναζωογονεί τις ενθυμήσεις, που μας κρατούν κοντά στις ρίζες μας.


*Τζάντε = Ζάκυνθος.
*Φιόρο = Άνθος. Οι Ενετοί είχαν ονομάσει την Ζάκυνθο «Φιόρο του Λεβάντε = Άνθος της Ανατολής
*Γκαινιάζομαι = Αποκτώ.
*Γατζία = Γαζία.


Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Της Νίκης Βλαχάκη-Ιλιοπούλου,
Ψυχολόγου


Συνάντησα τη Διονυσία ή Σούλα όπως την αποκαλώ εγώ και τα πολύ φιλικά της άτομα, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, πριν 11 χρόνια, στην Βορειοδυτική Υπηρεσία Ψυχιατρικής Υγείας, στο Μπράνσγουικ της Μελβούρνης.
Φορούσε έναν σκούφο που καθόταν κάπως αστεία στο κεφάλι της και ήταν πυρ και μανία με τον παθολόγο της που αρνιόταν να δεχτεί ότι το πρόβλημα με τον πόνο στο λαιμό/κεφάλι της, ήταν ψύξη
Αφού συστηθήκαμε, εγώ σαν δίγλωσση Ψυχολόγος που θα δούλευα επί το πλείστον με τους Έλληνες πελάτες της Κλινικής και η Σούλα σαν Ελληνίδα Διερμηνέας με χρόνια εμπειρίας στον Ψυχιατρικό τομέα, με πληροφόρησε σχεδόν αστραπιαία ότι, για να μπορέσω να λειτουργήσω σωστά στο ρόλο μου ως Ψυχολόγος, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιώ τους Έλληνες Διερμηνείς στη συνεργασία μου με το υπόλοιπο προσωπικό της Κλινικής, Ψυχιάτρους, Νοσοκόμες, κλπ.
Αυτό ήταν το πρώτο μάθημα που θα μάθαινα από τη Σούλα.
Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν η αμεσότητα με την οποία η Σούλα εκφραζόταν. Καθώς την κοίταζα έβλεπα μπροστά μου μια ώριμη γυναίκα, σχεδόν διαχρονική, και αυτό το λέω γιατί είχε κάτι το τρομερά νεανικό επάνω της, που δεν μπορούσα να προσδιορίσω.
Ίσως, η ικανότητά της να επικοινωνεί και να δένεται τόσο αποτελεσματικά με ανθρώπους όλων των ηλικιών, μορφωμένων και μη, ασθενών ή όχι, με έναν τρόπο αυθεντικό, σεβαστικό, γλυκό, χιουμοριστικό και πάνω από όλα, ανθρώπινο. Την παρατηρούσα να μάθω πώς το κάνει, ποιό είναι το μυστικό της επιτυχίας της. Καθώς περνούσε ο καιρός, συνειδητοποίησα ότι η Σούλα ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που ονομάζουμε χαρισματικούς, ένας μοναδικός, έξυπνος, αξιαγάπητος άνθρωπος με τρομερή δημιουργικότητα και αγάπη για τη ζωή...
Η παρουσία της Σούλας, για όσους τη συναντήσουν, θα συμφωνήσουν, ότι είναι επιβλητική με τη θετική έννοια. Η χροιά της φωνής της, το χαμόγελο της, η φυσική παρουσία της, ο τρόπος που κερδίζει την προσοχή του κοινού, (όπως είχα παρατηρήσει πολλές φορές από τις παρουσιάσεις της), η εξυπνάδα της, είναι μερικά από τα χαρίσματα που την κάνουν και ξεχωρίζει αμέσως.
Στο ρόλο της σαν Διερμηνέας, δεν έχω συναντήσει καλύτερη. Αυτό που την ξεχωρίζει από τους άλλους δεν είναι μόνο το καθήκον και η αγάπη για τη δουλειά της, αλλά και η τρομερή ικανότητα της να μεταφράζει πολύπλοκες συνομιλίες μεταξύ πελατών και Ψυχιατρικού προσωπικού και να μπορεί να μεταδίδει το συναίσθημα του πελάτη της ακόμα και αυτών που είναι πολύ ψυχικά τραυματισμένοι.
Έχει καταφέρει μιαν υπέροχη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικότητας και ανθρωπιάς.
Έχει το θάρρος να συνηγορεί εκ μέρους των πελατών της, όταν το κρίνει σκόπιμο, με Ψυχιάτρους και άλλους Υψηλόβαθμους Επαγγελματίες και να τους εκπαιδεύει ή να φέρνει στην προσοχή τους τις ιδιαιτερότητες της Ελληνικής κουλτούρας και ψυχής.
Οι πελάτες νιώθουν ασφαλείς στα χέρια της Σούλας και πιστεύω ότι για πολλούς ασθενείς η παρουσία της Σούλας στις συναντήσεις τους με το Ψυχιατρικό προσωπικό είναι έως και θεραπευτική. Αλλά και οι επαγγελματίες που δουλεύουν μαζί της, εκφράζουν, επίσης, ότι νιώθουν ασφαλείς όταν Διερμηνέας είναι η Σούλα.
Η σχέση μου με τη Σούλα, καθώς περνούσε ο καιρός, προχώρησε από επαγγελματική σε φιλική κι αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσω σιγά-σιγά και άλλες πτυχές της προσωπικότητας της.
Η Σούλα έχει αποφασίσει και καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να μην παίρνει ούτε τον εαυτό της ούτε τους άλλους πολύ στα σοβαρά. Μπορεί να διακωμωδεί τις καθημερινές αντιξοότητες που συναντά στη προσωπική ζωή της και να κερδίζει νέα πνοή ζωής μέσα από τη δημιουργικότητα της.
Γιατί δημιουργικότητα και Σούλα, είναι δύο έννοιες που ταυτίζονται.
Είτε ετοιμάζει το καινούριο της βιβλίο, είτε σχεδιάζει/ράβει το καινούριο της φόρεμα, είτε μαγειρεύει γεύμα για την οικογένεια της, η Σούλα δημιουργεί.
Η Σούλα είναι ένας άνθρωπος τρομερά δοτικός σε όσους την γνωρίζουν.
Στους πολλαπλούς ρόλους της, αυτόν της Διερμηνέας, Συγγραφέα, συζύγου, μάνας, γιαγιάς, συναδέλφου, φίλης, η Σούλα είναι αναντικατάστατη
Είναι τιμή μου λοιπόν, Σούλα, να σε αποκαλώ φίλη και συνάδελφο και σου εύχομαι κάθε χαρά και επιτυχία στο μέλλον.


Η Διονυσία της Ζακύνθου - Η Διονυσία της Μελβούρνης



Της Παρασκευής Δέντσα-ΤσίγκαςΚοινωνικής Λειτουργού, Κουκλοπαίχτριας




Πρώτη εντύπωσηΜάρτιος 2001. Κοσμοσυρροή σε παροικιακή εκδήλωση. Γυναικεία χαρούμενα κελαρύσματα πίσω μου. Γύρισα να δω, στο πρόσωπο μιας γυναικείας φιγούρας μια ανοιξιάτικη Ελλαδίτικη νότα δροσιάς. Ανέμελο χαμόγελο και αισιόδοξες ανταύγειες ζωής αντανακλούσε η παρουσία της. Τα μαλλιά της, τα χρώματα που φορούσε, το γέλιο της. Μια ανέλπιδη έκπληξη. Σε λίγο την ακούω να απαγγέλλει σε τόνο ζωντανό και μοναδικό, τους υπέροχους στίχους που άγγιξαν την γυναίκα μέσα μου και μου μετέδωσε την αισιοδοξία της, όπως και σε όλο το ακροατήριο:
...............................................................
.................................................

Δεύτερη εντύπωση
Λίγο αργότερα σε επαγγελματική συνεργασία, γνωρίζω την Επιμορφωτική Σύμβουλο του Καρκινικού Οργανισμού. Έγραψα τότε στα σχόλιά μου:
«Η παρουσιάστρια γνωρίζει πολύ καλά το ακροατήριό της, το επίπεδο των γνώσεων και των αναγκών τους και βεβαίως διαθέτει έναν άριστο τρόπο να προσαρμόζει την ομιλία της και να επικοινωνεί στη γλώσσα τους».
Συνεχίζουμε σε μια χρόνια σταθερή συνεργασία με την διερμηνέα - Διονυσία. Εκεί επίσης αναδεικνύεται η επαγγελματίας και ο άνθρωπος. Διαθέτει απόλυτη επαγγελματική συνείδηση, που ‘’ ο άνθρωπος ’’ μέσα της επενδύει και η δουλειά της γίνεται χωρίς καμιά προσποίηση, χωρίς επιτήδευση. Ό,τι γίνεται κυλάει απόλυτα φυσικά, αυθόρμητα και αληθινά, σαν χωρίς κόπο. Όταν αναφέρεται στη δουλειά της, μπορείς να διακρίνεις τον σεβασμό και την παραδοχή που τρέφει προς τους πελάτες της, όπως επίσης την τήρηση του απορρήτου τους σαν ιερό μυστικό. Και βεβαίως η Ελληνίδα Σούλα, είναι μια ‘’ Εγγλέζα ’’ στα ραντεβού της.

Η εδραίωση
..................από τις ώρες εξομολόγησης της μικρής μας συντροφιάς, η Σούλα καταγράφει στο μυαλό και την καρδιά της, τις εμπειρίες μας και εμπνέεται. Σε λίγο διάστημα με επισκέπται και μου διαβάζει ένα υπέροχο διήγημα και ζητάει την άδεια να το εκδώσει στην συλλογή της. Οι συγκινήσεις ήταν απερίγραπτες. Οι προεκτάσεις της ‘’ συγγραφικής της φαντασίας ’’, που θα λέγαμε ότι η ίδια έδωσε στο γραπτό της, ανταποκρινόταν απόλυτα στην πραγματικότητα, η οποία όμως δεν ειπώθηκε στην παρέα μας και η ίδια δεν άκουσε ποτέ, όμως τις κατέγραψε. Η Σούλα, ήταν άλλη μια έκπληξη και αποκάλυψη για μένα. Οι ευαίσθητες χορδές της 5ης της αίσθησης άγγιξαν για πάντα τις δικές μου. Κλάψαμε και οι δύο από συγκίνηση. Και αυτά τα δάκρυα, εδραίωσαν μια αληθινή σχέση εκτίμησης και φιλίας ανάμεσά μας.

O άνθρωπος
Είμαι σίγουρη ότι κάπως έτσι έχει εδραιώσει τις φιλίες της η Σούλα και κέρδισε με ‘’ το σπαθί της ’’ , την αγάπη και εκτίμηση τόσων εκλεκτών φίλων και συνεργατών στη ζωή της. .................κι έτσι με τα χρόνια, σταδιακά και σταθερά γνωρίζοντας την προσωπικότητα της Διονυσίας, θα μπορούσα να πω, αλλά και η ίδια για τον εαυτό της, περήφανα και χωρίς αναστολές, ότι σαν άνθρωπος, γυναίκα, επαγγελματίας, μητέρα, σύζυγος, μετανάστρια, καλλιτέχνης-συγγραφέας έδωσε τον καλύτερο εαυτό της και ανταποκρίθηκε ολόκληρη στη ζωή της στη καθημερινότητα, στις απαιτήσεις, την προσωπική της ανέλιξη, στα ωραία και τα ιδεώδη, πετυχημένο και χρηστό μέλος της κοινωνίας μας.

.........ότι σαν άνθρωπος διαθέτει την ικανότητα,
* να εξαντλεί την υπομονή στην αγάπη και την καρτερία,
* να εξερευνά την αναζήτησή της, σε καινούριες περιοχές γνώσης, εμπειρίας και ζωής.
* να καλλιεργεί τον μέσα άνθρωπο και να εξελίσσει το πνεύμα, την ψυχή, τη σοφία, τη συγχώρεση και την αγάπη, ακατάπαυστα.
* σαν καλή μητέρα, ξέρει να αφιερώνει τον εαυτό της στην οικογένειά της. Τα παιδιά και τα εγγόνια της, πολύτιμη επένδυση ζωής.
* σαν γνήσια Ελληνίδα, σέβεται, προάγει, διατηρεί και ανακινεί την ελληνικότητά και την κουλτούρα της, αφιερώνοντας τον χρόνο και την καρδιά της σε αυτό, μέσα από το συγγραφικό της έργο και την καθημερινή της βίωση.
ΕπίλογοςΗ προσωπικότητα της Σούλας, σου μεταδίδει μια άλλη άποψη ζωής, αυτή του αισιόδοξου μαχητή της ζωής και της καθημερινότητας με τις αξιώσεις της.
Αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση.
Αν η Διονυσία ήταν ένα δένδρο, θα είχε βαθιές ρίζες, γερό κορμό, πυκνό δροσερό φύλλωμα και πλούσιους καρπούς.


Dionysia Mousoura-Tsoukala - 29-May-08


Μayio Konidaris-Kozirakis,
Social Worker, Family Therapist


Sometimes in our working lives there are those people that we don’t just work with, they are our mentors our friends… AND sometimes play a part in our lives similar to what our mother or father would (and sometimes even MORE) - Soula played that role for me! It was at the beginning of my social work career starting off as a young graduate in my mid 20’s and becoming a part of one of Melbourne’s largest psychiatric institutions at that time. I remember Soula ‘seeking me out’ after hearing about this new social worker from Greek background that had just joined the SW department (unlike now where mental health interpreters are privately contracted and are freelance, back then they resided within the SW department). Soula, was interested in me and my life, love and relationships, as a young woman struggling with issues of cultural identity, trying to adapt into the professional realm. I would turn to her for advice and soon she became my confidante influencing major turning points in my life! I have been privileged with Soula’s friendship, a woman so caring, insightful and talented in all that she does! No doubt, our ‘Greekness’ also connected us, but to later discover that we have a similar heritage originating from the ‘Eptanissa’ (group of 7 Greek Islands in the Ionian Sea) – me being a second-generation migrant and my parents’ first generation.

As I began working with Soula in her role as Greek interpreter within the mental health field, I learnt quickly what constitutes ‘good interpreting’ and the significant implicationsthis has on ‘therapeutic alliance’. During times when my own therapeutic relationship was compromised, due to sharing the same cultural background with clients and families, Soula’s gift of rapport with them would assist to alleviate such points of tension in the therapeutic context. Soulas’ instinctive qualities and professionalism would enable her to utilise an appropriate voice tone, one that would diffuse and settle a highly irritable and acutely psychotic client caught up in the conflict of denial of their diagnosis and the need for psychiatric treatment. Dionysia (Soula) Moussoura-Tsoukala, I am eternally grateful to you for your interpreting excellence and support, and your unique ability to facilitate communication in highly complex matters impacting Greek clients and their families.
I highly value all that I have learnt from you and more….THANK YOU!

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΣ: ΟΡΟΙ ΕΝΟΣ ΖΩΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

[Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, κατά τήν τελετήν ἀναγορεύσεως Αὐτοῦ εἰς ἐπίτιμον διδάκτορα τοῦ Πανεπιστημίου Στερεᾶς Ἑλλάδος (7 Νοεμβρίου 2008)]

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμε,
Ἐξοχώτατε κ. Ε. Στυλιανίδη, Ὑπουργέ Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων τῆς Ἑλλάδος,
Ἱερώτατε Ποιμενάρχα τῆς θεοσώστου Ἐπαρχίας ταύτης, ἀδελφέ Μητροπολῖτα Φθιώτιδος κ. Νικόλαε,
Ἐντιμολογιώτατε Πρόεδρε τῆς Διοικούσης Ἐπιτροπῆς τοῦ Πανεπιστημίου Στερεᾶς Ἑλλάδος κ. Γρηγόριε Σκαλκέα,
Ἱερώτατοι Ἀδελφοί,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες τῆς Ἐπαρχίας ταύτης,
Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγηταί,
Κυρίαι καί Κύριοι,

Ὁ πολιτισμός τῆς νεωτερικότητος ἐπηρέασεν εἰς βάθος τήν ἱστορικήν πορείαν ὁλοκλήρου της ἀνθρωπότητος. Κατά τούς τελευταίους αἰῶνας ἐγεννήθησαν τά θαύματα τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, ἡ συνταγματική δημοκρατία, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, τά κοινωνικά κινήματα, ἡ ἀνοικτή κοινωνία, ἐπετεύχθη ἁλματώδης οἰκονομική ἀνάπτυξις καί ἐντυπωσιακή ἄνοδος τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου διά σημαντικόν ἀριθμόν ἀνθρώπων. Κατά τούς νεωτερικούς χρόνους ἐγνωρίσαμεν ὅμως καί πολλά δεινά, τάς μεγάλας πολιτικάς, κοινωνικάς καί οἰκονομικάς κρίσεις, τόν κλονισμόν τῶν θεσμῶν καί τῶν παραδοσιακῶν ἀξιῶν, τούς φονικούς παγκοσμίους πολέμους, τήν καταστροφήν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ἀνείπωτον βίαν καί βαρβαρότητα.

Ἐζήσαμεν, ὄντως, τήν «διαλεκτικήν» καί τήν ἀμφισημίαν τοῦ νεωτερικοῦ πολιτισμοῦ, κοιτίδα τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε τό κίνημα τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ὁ Διαφωτισμός θεωρεῖται δικαίως ὡς μία βαθεῖα τομή εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ὁποία προεκάλεσε καθοριστικάς ἀνατροπάς εἰς τήν σχέσιν τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεόν, μέ τόν ἑαυτόν του, μέ τόν συνάνθρωπον καί μέ τόν κόσμον. Τά μεγάλα ὁράματα τοῦ Διαφωτισμοῦ, παρά τάς ποικίλας ἀμφισβητήσεις των, ὄχι μόνον δέν ἔχουν ἀπολέσει τόν δυναμισμόν καί τήν ἐγκυρότητά των, ἀλλά φαίνεται ὅτι σήμερον ἀναπτύσσουν τήν παγκόσμιον δυναμικήν των. Εἰς τήν ἐποχήν τῆς μετανεωτερικότητος ἤ τῆς ὑστέρας νεωτερικότητος ζῶμεν τήν παγκοσμιοποίησιν τῶν ἐπιτευγμάτων τοῦ νεωτερικοῦ πολιτισμοῦ, παραλλήλως πρός τήν ἀπομυθοποίησιν τῶν «μεγάλων ἀφηγήσεών» του.

Εἶναι προφανές ὅτι καί αἱ θρησκεῖαι, ὡς ζῶσαι ἐντός αὐτοῦ τοῦ πολιτισμικοῦ πλαισίου, εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων ὑποχρεωμέναι νά λάβουν θέσιν, νά διατυπώσουν τήν ἰδικήν των πρότασιν ζωῆς ἐν ὄψει τῶν συγχρόνων προκλήσεων. Τό πρόβλημα τῶν σχέσεών των μέ τήν νεωτερικότητα εἶναι ἕν ἐκ τῶν πλέον δυσκόλων ἐρωτημάτων, τά ὁποῖα ἐτέθησάν ποτε εἰς τάς θρησκείας.

Καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζῇ μέσα εἰς τό ἱστορικόν, κοινωνικόν καί πολιτισμικόν πλαίσιον, τό ὁποῖον ὁρίζουν ἡ νεωτερικότης καί αἱ πολυδιάστατοι ἐπιρροαί της, ὅπου καί καλεῖται νά δώσῃ τήν μαρτυρίαν περί τοῦ σταυρωθέντος, ἀναστάντος καί ἐρχομένου Χριστοῦ, νά σαρκώσῃ τήν ζωτικήν χριστιανικήν ἀλήθειαν περί τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.

Τό πρῶτον βῆμα διά τήν Ὀρθοδοξίαν εἶναι, εἰς τό σημεῖον αὐτό, ἡ ὑπέρβασις τῆς δῆθεν αὐτονοήτου ἀρνητικῆς στάσεως ἔναντι τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἡ ἀνακάλυψις τοῦ «ἀνθρωπίνου προσώπου» τῆς νεωτερικότητος καί ἡ θεώρησις τοῦ ἀνθρωπισμοῦ ὡς συμμάχου εἰς τόν καλόν ἀγῶνα διά τήν ἐλευθερίαν. Χωρίς οὐσιαστικήν συνάντησιν καί διάλογον μέ τήν νεωτερικότητα δέν εἶναι δυνατόν νά ἀρθρωθῇ καίριος χριστιανικός θεολογικός λόγος, ὁ ὁποῖος νά ἐγγίζῃ τόν σύγχρονον ἄνθρωπον καί νά ἀπαντᾷ εἰς τά ἀγωνιώδη ὑπαρξιακά ἐρωτήματά του.

Ὁ Διαφωτισμός καί ὁ Χριστιανισμός εὑρίσκοντο, βεβαίως, ἐπί μακρόν ἐπί ποδός πολέμου. Τά κινήματα, τά ὁποῖα, ἀπό τοῦ 18ου αἰῶνος μέχρι σήμερον, ἠγωνίσθησαν διά τήν ἐλευθερίαν καί τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, ἐστρέφοντο ἀπροκαλύπτως κατά τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν ἀντιμετώπιζον ὡς κατάλοιπον ἑνός σκοτεινοῦ παρελθόντος καί ὡς ἀνασταλτικόν παράγοντα διά τήν πρόοδον τῆς ἀνθρωπότητος. Πέραν αὐτοῦ, ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκείας ὡς δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου κατενοήθη ὡς ἐλευθερία ἀπό τήν θρησκείαν καί ὡς ἐλευθερία κατά τῆς θρησκείας.

Ἦτο φυσικόν αἱ χριστιανικαί ἐκκλησίαι νά διαφωνήσουν μέ τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Διαφωτισμοῦ ἡρμήνευσαν τήν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶδον εἰς τήν αὐτονομίαν, εἰς τό ἀγωνιστικόν αὐτό σύνθημα τοῦ Διαφωτισμοῦ, τήν αὐτοαποθέωσιν τοῦ ἀτόμου, τήν προσπάθειαν αὐτοῦ νά ἀπαλλαγῇ ἀπό τάς ἑτερονόμους δεσμεύσεις, αἱ ὁποῖαι προήρχοντο ἐκ τῶν θεσμῶν, ἐκ τῆς παραδόσεως καί τῆς θρησκείας. Ἐγράφη ὅτι οὐδεμία ἔκφρασις τοῦ νεωτερικοῦ πνεύματος ὑπῆρξεν ἡ ὁποία νά μήν ἀντιμετώπισεν ἀρχικῶς τήν ἀντίδρασιν καί ἀντίστασιν τῶν ἐκκλησιῶν καί τῆς θεολογίας. Ἀκόμη καί σήμερον, αἱ προκαταλήψεις καί ἡ δυσπιστία μεταξύ ἐκπροσώπων τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς νεωτερικότητος δέν ἔχουν ἐκλείψει.

Εἶναι, βεβαίως, γεγονός ὅτι μεταξύ τῆς χριστιανικῆς εἰκόνος τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ Διαφωτισμοῦ ὑπάρχουν ριζικαί διαφοραί. Οἱ ὅροι ὀρθολογισμός, ἀτομοκεντρισμός, δικαιωματισμός, ὑπεραισιό-δοξος θεώρησις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἐνδοκοσμικός προσανατολισμός κ.ἄ., μέ τούς ὁποίους ἡ χριστιανική θεολογία ἐκφράζει τήν κριτικήν της εἰς τήν νεωτερικήν ἀνθρωπολογίαν, στρέφουν τήν προσοχήν μας εἰς οὐσιαστικά προβλήματα μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί νεωτερικότητος. Ἡ ὑψίστη μορφή ἐλευθερίας διά τήν Ὀρθοδοξίαν δέν εἶναι ἡ αὐτονομία τοῦ ἀτόμου καί ἡ διεκδίκησις δικαιωμάτων διά τόν ἑαυτόν μας, ἀλλά ἡ ἑκουσία παραίτησις ἀπό τά «ἀτομικά» δικαιώματά μας, εἰς τό ὄνομα τῆς ἀγάπης. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ χῶρος ἐκείνης τῆς ριζοσπαστικῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς», ἀλλά διακονεῖ. Αἱ διαφοραί αὗται δέν ἐπιτρέπουν νά ἀρθῇ ἡ ἔντασις μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί νεωτερικοῦ πολιτισμοῦ, παραλλήλως ὅμως δέν καταδικάζουν τούς δυό αὐτούς κόσμους εἰς μίαν ἀδιέξοδον ἀντιπαράθεσιν. Αἱ δυσκολίαι διαλόγου Χριστιανισμοῦ καί Διαφωτισμοῦ δέν σημαίνουν ὅτι ὑπάρχει οὐσιαστική ἀσυμβατότης τῶν δυό αὐτῶν μεγεθῶν.

Ἐπί τῇ βάσει τῶν λεχθέντων περί τῆς σχέσεως χριστιανικῆς καί νεωτερικῆς ἀνθρωπολογίας, σημειοῦμεν τά ἑξῆς, ἀναφορικῶς πρός τόν ἀντίλογον καί τόν διάλογον Ὀρθοδοξίας καί νεωτερικότητος:

Εἰς τήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολήν ὑπάρχουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀπό φόβον ἀλλοιώσεως τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν ταυτότητος, ἐκφράζουν ἕνα ἀκραῖον ἀντιδιαφωτισμόν, ὑποτιμοῦν τάς ἀνθρωπιστικάς παραδόσεις τῆς Δύσεως καί περιχαρακώνονται εἰς μίαν κλειστήν Ὀρθοδοξίαν. Ἡ στάσις αὕτη ἀποκαλύπτει προκαταλήψεις καί ἀδυναμίας καί ἐμφανέστατα δέν ἀποτελεῖ δημιουργικήν ἀντιμετώπισιν τῆς προκλήσεως τοῦ νεωτερικοῦ πνεύματος. Ἡ κατάφασις τῶν νεωτερικῶν ἀνθρωπιστικῶν κατακτήσεων δέν ὁδηγεῖ νομοτελειακῶς εἰς ἄμβλυνσιν τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας.

Ὁ διάλογος τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν νεωτερικότητα δέν πρέπει νά εἶναι ἀμυντικός, ὡς νά εἴχομεν νά ἀντιμετωπίσωμεν μίαν ἀπειλήν κατά τῆς παραδόσεως καί κατά τῆς ἰδιοπροσωπίας ἡμῶν. Εἶναι καιρός νά παύσωμεν νά ταυτίζωμεν τόν Διαφωτισμόν μέ τήν ἀντιεκκλησιαστικήν καί ἀθεϊστικήν διάστασίν του, μέ φονταμενταλισμόν τῆς νεωτερικότητος, καθώς καί νά ἀποδίδωμεν τά δεινά τῶν τελευταίων αἰώνων εἰς ἐπιρροάς του. Ὁ ἄνθρωπος εἶχεν ἀπολέσει τόν παράδεισον πολύ πρίν ἀπό τόν Διαφωτισμόν καί τήν νεωτερικότητα!

Ὅμως εἰς τάς κοινωνίας μας ὑπάρχουν καί οἱ φωταδισταί, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν πηγαῖον ἐνθουσιασμόν διά τήν πρόοδον, τήν ὁποίαν σηματοδοτεῖ καί ἐγγυᾶται ἡ δυτική νεωτερικότης, ἐνῷ παραμένουν τελείως ἀνυποψίαστοι διά τάς ἐσωτερικάς ἀντιφάσεις καί τήν διαλεκτικήν τοῦ Διαφωτισμοῦ. Δι’ αὐτούς ἡ Ὀρθοδοξία ἀνήκει εἰς τήν προνεωτερικότητα, στερεῖται ἀνοικτοσύνης καί οἰκουμενικοῦ πνεύματος καί ρέπει πρός τόν φονταμενταλισμόν καί τόν ἐθνοκεντρισμόν. Οἱ ἀδιόρθωτοι ὅμως οὗτοι ὑπερνεωτερικοί ὀφείλουν νά κατανοήσουν ὅτι εἰς τό κέντρον τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας εὑρίσκεται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πάντοτε ἐσεβάσθη τάς πολιτισμικάς ἰδιαιτερότητας τῶν λαῶν, εἰς τούς ὁποίους ἐκήρυξε τό χριστιανικόν εὐαγγέλιον. Οἱ ἐν λόγῳ εἶναι ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ἀποτελεῖ παραλογισμόν νά στρέφεταί τις κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐν ὀνόματι τοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Ὁ νεωτερικός ἀνθρωπισμός τῆς Δύσεως προϋποθέτει τήν μακράν θητείαν τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Δύσεως εἰς τόν Χριστιανισμόν.

Ἐν ὄψει ὅλων αὐτῶν, τό ζητούμενον σήμερον διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί τήν θεολογίαν δέν δύναται νά εἶναι ἡ συνολική ἀπόρριψις τῆς νεωτερικότητος ἤ ἡ ἄκριτος ἀποδοχή της. Ὁ κριτικός διάλογος ἀποτελεῖ καί ἐδῶ τήν μοναδικήν ὑπεύθυνον ἐπιλογήν. Ἐννοεῖται, ὅτι ἡ υἱοθέτησις ἐκείνων τῶν στοιχείων τῆς νεωτερικότητος, ἐπί τῶν ὁποίων ἐθεμελιώθησαν αἱ σύγχρονοι δημοκρατικαί ἀνοικταί κοινωνίαι, δέν σημαίνει ἀποδοχήν τοῦ Διαφωτισμοῦ εἰς τό σύνολόν του, ἀκόμη καί τῶν ἀκραίων ἐκφάνσεών του. Ἀντιθέτως, θά ἀσκήσωμεν κριτικήν εἰς τάς ἀρνητικάς ὄψεις τοῦ πολιτισμοῦ τῆς νεωτερικότητος, εἰς τόν ἀκραῖον ὀρθολογισμόν, εἰς τήν τεχνοκρατίαν, τόν αὐτονομισμόν, τόν ἀντικοινωνικόν ἀτομοκεντρισμόν, εἰς τήν «ἀπανθρωπίαν τοῦ δικαιώματος» καί τήν ἀντιθρησκευτικήν νεύρωσιν καί εἰς πολλά ἄλλα. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀγνοήσωμεν ὅτι ἡ νεωτερικότης ἐξέθρεψε τόν ἀνθρωπομονισμόν καί τήν σχάσιν μεταξύ ἀνθρώπου καί φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος αὐτοεχρίσθη κυρίαρχος καί ἐξουσιαστής τῆς φύσεως, τήν ὁποίαν ἀντικειμενοποίησε καί μετέτρεψεν εἰς μέσον τῆς εὐδαιμονοθηρίας του. Ἐκυριάρχησαν, μέ καταστροφικάς διά τό φυσικόν περιβάλλον συνεπείας, ἡ προτεραιότης τῆς κερδοφορίας ἔναντι τῆς ἀειφορίας, ἡ κτητική ἀξιολογία ἔναντι τοῦ μετοχικοῦ πολιτισμοῦ, τό ἔχειν ἀπέναντι τοῦ εἶναι, οἱ οἰκονομικοί δεῖκται ἀπέναντι εἰς τούς περιβαλλοντικούς δείκτας, ἡ καταναλωτική μανία ἀπέναντι εἰς τήν βιωσιμότητα καί τήν κοινωνικήν ἀλληλεγγύην.
Παρ’ ὅλα αὐτά, εἶναι τελείως ἄκαιρον νά καλλιεργῶνται καί σήμερον ἐντός τῆς ὀρθοδοξίας ἀντινεωτερικόν πνεῦμα καί ἀπαξιωτικαι θέσεις διά σύνολον τόν σύγχρονον πολιτισμόν καί νά ζητῆται καταφύγιον εἰς τόν συντηρητισμόν, εἰς προνεωτερικάς, δῆθεν «παραδοσιακάς», ἀξίας καί εἰς μίαν ἄγονον ἐσωστρέφειαν. Τοιουτοτρόπως, ὅμως, διά νά χρησιμοποιήσωμεν τούς σοφούς λόγους τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ ἡμῶν πατρός, τοῦ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, «ὑποκρινόμενοι τό χθές, ἀπουσιάζομεν ἀπό τήν σήμερον καί ἡ αὔριον ἔρχεται ἄνευ ἡμῶν».

Ἡ Ὀρθοδοξία, ὀφείλει νά προβάλῃ σήμερον τάς οἰκουμενικάς της ἀξίας καί ὄχι τά ἐπιμεριστικά της στοιχεῖα. Πρέπει νά ἀσκήσῃ αὐτοκριτικήν, ἐπειδή δέν ἐτόνισε, μέ μεγαλυτέραν ἔμφασιν, τάς ἀνθρωπιστικάς της παραδοχάς καί τό προσωποκεντρικόν ἦθος της, καί νά συνταχθῇ μέ τάς δυνάμεις ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι ἀγωνίζονται διά τήν ἐλευθερίαν, τήν δικαιοσύνην καί τήν εἰρήνην.

Ἡ δημιουργική συνάντησις Ὀρθοδοξίας καί νεωτερικότητος δύναται νά λειτουργήσῃ ὡς πρότυπον διά τάς μή-χριστιανικάς θρησκείας, νά προσεγγίσουν τήν νεωτερικότητα, νά ἀνακαλύψουν τό ἀνθρωπιστικόν της περιεχόμενον, νά ἀσκήσουν κριτικήν εἰς τάς ἀκρότητάς της, ἀλλά καί νά ἀρχίσουν ἕνα εἰλικρινῆ διάλογον μέ αὐτήν. Γνωρίζετε ὅτι ἡ πιό σκληρή κριτική κατά τοῦ νεωτερικοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ καί τοῦ ὑλισμοῦ του, προέρχεται σήμερον ἀπό τάς μή χριστιανικάς θρησκείας.

Διά τό γεγονός αὐτό δέν εἶναι ἄμοιρος εὐθυνῶν καί ὁ ἴδιος ὁ δυτικός κόσμος ἤ, καλύτερον, αἱ ἀλαζονικαί αὐτοῦ τάσεις, ἡ προκλητική προβολή τῆς πολιτιστικῆς ὑπεροχῆς τῆς Δύσεως, ἡ ἰδεολογικοποίησις καί ἐπιλεκτική χρῆσις τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ὁ φονταμενταλισμός πολλῶν νεωτερικῶν κινημάτων, ἡ ἐκκοσμίκευσις, ἡ ἐπιδεικτική κατανάλωσις καί ὁ εὐδαιμονισμός, ὁ ἀσύδοτος ἠθικός ὑποκειμενισμός κ.ἄ. .

Ὁ σοβαρός καί ἀπροκατάληπτος διάλογος μεταξύ νεωτερικότητος καί μή χριστιανικῶν θρησκειῶν θά ὠφελήσῃ τάς δυό πλευράς, καθώς καί τήν ἱεράν ὑπόθεσιν τῆς εἰρήνης. Μέ τήν ἀλληλογνωριμίαν αὐξάνεται ἡ ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη, ὑπερβαίνεται ἡ ἐσωστρέφεια, ἀναπτύσσεται ὁ σεβασμός τῆς διαφορετικότητος, ἀνακαλύπτονται αἱ κοιναί ἀνθρωπιστικαί παραδόσεις, προωθεῖται ἡ συνεργασία καί ὁ κοινός καλός ἀγών διά τόν ἄνθρωπον. Ἴσως, αἱ θρησκεῖαι νά εὐγνωμονοῦν, ἐκ τῶν ὑστέρων, τόν νεωτερικόν πολιτισμόν διά τήν εὐκαιρίαν πού ἔδωκεν εἰς αὐτάς νά συνειδητοποιήσουν καί νά προβάλουν τό ἀνθρωπιστικόν περιεχόμενόν των!

Κυρίαι καί κύριοι,

Τά μεγάλα προβλήματα τοῦ παρόντος δέν εἶναι μόνον ἐπιστημονικά καί τεχνολογικά, κοινωνικά καί πολιτικά, ἀλλά καί ἠθικά, πνευματικά καί θρησκευτικά. Οἱ σύγχρονοι καιροί ἔχουν ἀνάγκην μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς χώρου τοῦ προσώπου καί τῆς ἐλευθερίας. Ἐντός τῆς ἀναλγήτου οἰκονομοκρατίας, τοῦ παγκοσμιοποιημένου τεχνοπωλείου καί τῆς ἀπροσώπου κοινωνίας τῆς πληροφορίας, τοῦ διαχύτου ἀτομοκεντρισμοῦ καί τοῦ κολλεκτιβισμοῦ, κοσμικοῦ ἤ θρησκευτικοῦ τύπου, ὁ πολιτισμός τοῦ προσώπου, αἱ προσωποκεντρικαί προτεραιότητες ζωῆς καί ἐλευθερίας καί ὁ σχεσιακός τρόπος τοῦ βίου τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀποτελοῦν ἐναλλακτικήν πρότασιν ποιότητος ζωῆς. Ἕν πρόσωπον σημαίνει οὐδέν πρόσωπον. Ἡ κόλασις δέν εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ἄλλου, ἀλλά ἡ ἀπουσία του. Δέν εἶναι δυνατόν νά εἶμαι πρόσωπον, νά εἶμαι ἀληθῶς ἐλεύθερος, παρά ὡς ὄν σχέσεως, διά μέσου δηλαδή τοῦ ἄλλου. Δέν ἀληθεύομεν παρά «ἐν ἀγάπῃ», «ἐν ἐκκλησίᾳ», διότι ἡ ἀλήθεια εἶναι κοινωνία καί ὄχι αὐτοβεβαίωσις τῆς ἀτομικότητος.

Ὁ πολιτισμός τοῦ προσώπου εἶναι ἀσύμβατος μέ τήν αὐτονόμησιν τῆς τεχνολογίας καί τῆς οἰκονομίας ἀπό τάς πραγματικάς καί ζωτικάς ἀνάγκας τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τό «ὑπαρξιακόν ἔχειν». Εἶναι ἀδιανόητον νά παράγωμεν ὅ,τι εἶναι τεχνικῶς δυνατόν καί ὅ,τι ὑπόσχεται κέρδος, χωρίς νά διερωτώμεθα, ἄν αὐτό ὠφελῇ ἤ ἀπειλῇ τό ἀνθρώπινον πρόσωπον καί τόν κόσμον του. Δέν ὑπάρχει βιώσιμος οἰκονομία, χωρίς κοινωνικόν προσανατολισμόν, χωρίς δικαιοσύνην καί χωρίς οἰκολογικήν εὐθύνην καί σεβασμόν τῆς κτίσεως. Εἰς τό μήνυμα ἡμῶν οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατά τήν πρόσφατον Σύναξίν μας ἐν Φαναρίῳ εἴπομεν μεταξύ ἄλλων: «Βιώσιμος οἰκονομία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία συνδυάζει τήν ἀποτελεσματικότητα μέ τήν δικαιοσύνην καί τήν κοινωνικήν ἀλληλεγγύην».

Οὐδείς ἐτίμησε καί κατηξίωσε τό ἀνθρώπινον πρόσωπον τόσον ὅσον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Πουθενά δέν συνεφιλιώθη τόσον βαθέως ὁ νοῦς καί ἡ καρδία, ἡ πίστις καί ἡ γνῶσις, ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη, τό πνεῦμα καί ἡ ὕλη, τό ἄτομον καί ἡ κοινωνία, ὁ ἄνθρωπος καί τό περιβάλλον, ὅσον εἰς τόν μετοχικόν τρόπον τοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι κτῆσις, ἀλλά σχέσις. Ὁ Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν, ἀπό τῆς πρώτης ἕως τῆς τελευταίας σελίδος τῆς Βίβλου, ἐμφανίζεται ὡς «Θεός μεθ' ἡμῶν», ὡς ζωοδότης καί φιλάνθρωπος. Καί ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί θά παραμείνῃ παρέμβασις ὑπέρ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τοῦ κόσμου του, αὐτοῦ, τοῦ καλοῦ λίαν, οἴκου τῶν εἰκόνων τοῦ Θεοῦ.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

Μνημονεύοντας τον Ζακυνθινό ιστορικό Ερμάννο Λούντζη (1806-1868) [Επιμέλεια:Διονύσης Σέρρας]


[Τιμώντας μια σπουδαία πνευματική μορφή της Ζακύνθου του 19ου αι., με διαχρονική αξία, τον ιστορικό, στοχαστή, λογοτέχνη και συγγραφέα Ερμάννο Αναστ. Λούντζη, το περιοδικό Επτανησιακά Φύλλα, που εκδίδει ο φιλόλογος και ποιητής – λογοτέχνης κ. Διονύσης Σέρρας, ετοιμάζει ένα αφιέρωμα στον εκλεκτό Ζακυνθινό ιστοριογράφο, με αναφορές και σε άλλα πρόσωπα της ιστορικής οικογένειας Λούντζη. Από το νέο τεύχος του περιοδικού, που θα εκδοθεί τον επόμενο μήνα, προδημοσιεύουμε σήμερα τα παρακάτω αποσπάσματα κειμένων και σχετικό φωτογραφικό υλικό].

Οικογένεια Λούντζη
Πέντε αιώνες μνήμης, ζωής και προσφοράς


«Πάσα τε επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται»
Πλάτων (Μενέξενος, 246Ε-247Α)

Δύο χρόνια πριν, με αφορμή τη συμπλήρωση διακοσίων (200) χρόνων από τη γέννηση στη Ζάκυνθο (25.9.1806) του επιφανή και εσαεί αξιοθύμητου ιστορικού Ερμάννου Λούντζη, αποτίσαμε μικρό φόρο τιμής στη μορφή και τη μνήμη του, παρότι, βέβαια, άξιζε ένα ξεχωριστό πολυσέλιδο αφιέρωμα. Και αυτό, λόγω της ιδιαίτερης θέσης του στην τοπική (και όχι μόνο) πνευματική ζωή και γραμματεία (και, μάλιστα, στην πολυπρόσωπη και αξιόλογη «Σχολή της Επτανησιακής Ιστοριογραφίας») και λόγω του ότι ο Λούντζης υπήρξε και παραμένει πάντοτε πνεύμα ενεργό ή «ζωντανό», πολύπλευρα ενδιαφέρον και παραδειγματικά διδακτικό (και) για τους νεότερους. Και ακόμη, λόγω του πολυδιάστατου και βαθύτερου «χαρακτήρα» της περίπτωσής του, ως ευγενή (όχι απλά ή τυπικά, για το οικογενειακό του οικόσημο) και ευπαίδευτου ανθρώπου, βιωματικά και όχι θεωρητικά ενάρετου, ως διανοητή, ως συγγραφέα, ως ηθικοπνευματικής, γενικά, ύπαρξης και «φωνής» εκλεκτικής, με αντοχή και ποιότητα αμείωτη στο πέρασμα του χρόνου ή με «παρουσία» αξιοπρόσεχτη και αισθητή – για λίγους ή για περισσότερους – σε καιρούς και χώρους, προπαντός, περισσής δοκιμασίας, κρίσης ή παρακμής κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής κ.ά.

Εφέτος, με τη συμπλήρωση 140 χρόνων από τον πρόωρο βιολογικό θάνατό του (30.4.1868), στην προσφιλή του και πασίγνωστη έπαυλή του Σαρακίνα, επανερχόμαστε στον Ερμάννο Λούντζη με το παρόν, πιο εκτενές, αφιέρωμά μας, μνημονεύοντας σ’ αυτό, ιδιαίτερα, όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και άλλα σημαντικά και αξιοτίμητα πρόσωπα της μακρόβιας και πολυμελούς οικογένειάς του. Μιας οικογένειας που δυναμικά και γόνιμα διατρέχει την τοπική – περιφερειακή και την ευρύτερη νεοελληνική ιστορία και ζωή σε διάρκεια πέντε ολόκληρων αιώνων (από το 1504, οπότε αρχειακά – γενεολογικά πρωτοαναφέρεται), γραμμένη από νωρίς στη Χρυσή Βίβλο (Libro d’ oro) των αλλοτινών ευγενών – αριστοκρατών του νησιού μας, στο οποίο την περίοπτη θέση της κατέλαβε, όπως κέρδισε και τη γενικότερη αναγνώριση και εκτίμηση, διαχρονικά (και σε αντίθεση με άλλες), όχι με βάση αποκλειστικά ή κυρίως την εγγραφή της στο τότε (και εφήμερο) αρχοντολόγιο ούτε λόγω του όποιου υλικού πλούτου, που κατά καιρούς συγκέντρωσε και διατήρησε, αλλά λόγω, προπαντός, της ανελλιπούς και γενναιόδωρης όσο και αξιόλογης προσφοράς πολλών μελών της στους χώρους και στους τομείς της (τοπικής ή μη) κοινωνίας, της κοινωνίας, της πολιτικής, των γραμμάτων, της τέχνης, της επιστήμης…

Προσφορά, που ποικιλόμορφα και πολύσημα, συνδέεται με: τη φιλολογία, τη φιλοσοφική σκέψη, την αρχαιολογία, τη λογοτεχνία (πεζογραφία – ποίηση), τη νομική και τις πολιτικές επιστήμες, την έρευνα και τη μελέτη, την ιστοριογραφία, τη θρησκειολογία, την κοινωνιολογία, τη διακίνηση ιδεών, την πολιτική, τον ριζοσπαστισμό, την πατριωτική και τη φιλανθρωπική δράση, τη γεωπονία, την παιδεία (με την πλατιά της έννοια) ή την εκπαίδευση, την ιταλική, γερμανική και ελληνική γλώσσα και κουλτούρα, τη μετάφραση κειμένων κτλ. Στοιχεία, δηλαδή, που ήταν (και είναι) αρκετά, για να δώσουν στην οικογένεια Λούντζη εξέχουσα θέση – χωρίς ψεγάδια ή στίγματα – στο δύσκολο, σύνθετο και με συνεχείς αλλαγές χώρο της Ζακύνθου από τον 16ο αιώνα και ως τις μέρες μας ακόμη, όταν πολλές άλλες παλιές ζακυνθινές οικογένειες, αριστοκρατικής ή λαϊκής καταγωγής, έχουν εκλείψει και λησμονηθεί ή δεν έχουν να παρουσιάσουν άξια επιφανή μέλη ούτε και σπουδαία και ποικίλη ιστορική – πολιτισμική προσφορά. Προσφορά, που αυταπόδεκτα και αναμφισβήτητα μας φέρνει και μας τοποθετεί στο κέντρο της τοπικής πραγματικότητας και «ταυτότητας», προσδιορίζοντας και προβάλλοντας πολλά από τα χαρακτηριστικά εκείνα σημεία, τα οποία συγκροτούν το «πρόσωπο» και την υφή του ιδιότυπου ζακυνθινού «κόσμου» και πολιτισμού.

Έτσι, με τους Λούντζη (όπως και με κάποιες άλλες, λίγες, όμως, περιπτώσεις, συλλογικές ή μεμονωμένες) προσεγγίζουμε και κατέχουμε όλα εκείνα τα συστατικά στοιχεία, που με θαυμαστή δημιουργική συνέχεια, χαράσσουν και συναποτελούν το καθαρό «είδωλο» ή την αδρή «προσωπογραφία» μιας μακρόχρονης περιόδου και ενός τόπου πολιτιστικά αυθύπαρκτου, σε συνδυασμό με την πορεία και άλλων περιοχών του ευρύτερου ελληνισμού ή του εξωελληνικού ευρωπαϊκού κόσμου. Και τέτοια στοιχεία, μεταξύ άλλων, είναι: η αδιάκοπη και στενή σχέση – εξαρχής και ως σήμερα – των Λούντζη με την αναπτυγμένη ευρωπαϊκή ζωή και κουλτούρα (Ιταλίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Ελβετίας, Αγγλίας), ή προξενική ορισμένων ιδιότητα, το μορφωτικό τους επίπεδο, η γλωσσομάθειά τους, τα ποικίλα ενδιαφέροντά τους, η ενασχόλησή τους όχι μόνο με θέματα ή ζητήματα της καθημερινότητας και του υλικού πολιτισμού αλλά και με τομείς ευρύτερης και διαχρονικής σημασίας (πολιτική, κοινωνική ζωή, φιλανθρωπία, τέχνες, γράμματα, επιστήμες…), η ηθικοπνευματική πλευρά της ύπαρξής τους, η προς το Καλό και το Ωραίο κλίση και αγάπη τους, η καταξίωση και η αποδοχή τους, πέρ’ από εποχές, γεγονότα, καταστάσεις, αντιλήψεις…

Ένα σύνολο δηλαδή στοιχείων ομόλογων και θετικών, σπάνια συναντώμενων σε γόνους μιας μόνο οικογένειας, έστω και πολύχρονης επιβίωσης ή πολύπτυχης διαδρομής και δραστηριότητας. Με κύρια βάση αυτά, ή και με άλλα κριτήρια αντικειμενικά, και με μια αυστηρή μα δίκαιη επιλογή, θα μπορούσε κάθε καλόπιστος παρατηρητής – και γνώστης προσώπων και πραγμάτων – να συντάξει έναν σαφή και εύγλωτο κατάλογο δέκα, τουλάχιστον, μελών της οικογένειας Λούντζη, που ξεχωρίζουν στα τελευταία 250 χρόνια της 500χρονης παρουσίας τους στο νησί της Ζακύνθου, διατρέχοντας ή συνδέοντας τις ιστορικές περιόδους της Βενετοκρατίας, της Αγγλοκρατίας, της ελληνικής Επανάστασης, της Ένωσης των Επτανήσων και της μεθενωτικής εποχής, της προσεισμικής και της μεσασεισμικής κατάστασης και αλλαγής, χωρίς ν’ αφήνουν κενά – ή να προκαλούν απορίες – κατά τη διαμόρφωση του τοπικού κοινωνικοπολιτικού και πνευματοκαλλιτεχνικού γίγνεσθαι. Και δίχως, ακόμη, να περιορίζονται, στείρα ή αταβιστικά, στις δάφνες του παρελθόντος, στην άγονη προγονοπληξία ή προγονολατρία, αλλά θέλοντας και επιδιώκοντας πάντοτε να παράγουν και ν’ αφήνουν εμφανή τα δείγματα της δικής τους εκάστοτε αξίας και προσφοράς.

Σ’ αυτόν τον ονομαστικό κατάλογο – «δεκάλογο» δικαιωματικά παίρνουν τη θέση που τους αναλογεί, τ’ ακόλουθα εκλεκτά μέλη της οικογένειας Λούντζη, συγγενείς ή συνοδίτες όχι μόνο εξ αίματος ή λόγω κοινής καταγωγής, ιστορίας, παράδοσης κτλ, αλλά και λόγω στενότερων δεσμών και κρίκων εκφραστικών, που τους ενώνουν ιδεολογικά, ηθικοπνευματικά, δημιουργικά…. συνδέοντάς τους άρρηκτα και με τις ρίζες του ανθεκτικού και πολύφυλλου (ανθηρού) γενεαλογικού τους δέντρου και με τον γνήσιο και καθαρό χώρο και «κόσμο» της αλλοτινής και της νεότερης Ζακύνθου (και της Επτανήσου, γενικότερα). Έτσι, στη σύνθετη αυτή, δεκαμελή, προσωπογραφία εντάσσονται οι:

1. Αναστάσιος Μ. Λούντζης (1764-1810)
2. Νικόλαος (- Κορράδος – Ναθαναήλ) Αναστ. Λούντζης (1798 – 1885)
3. Ιωάννης – Γουλιέλμος Αναστ. Λούντζης (1801-1838)
4. Ερμάννος Αναστ. Λούντζης (1806-1868)
5. Αναστάσιος Ερμ. Λούντζης (1841-1913)
6. Δημήτριος Νικ. Λούντζης – Σολωμός (1848-1915)
7. Ερμάννος Αναστ. Λούντζης (1894-1958)
8. Αβιγαήλ Αναστ. Λούντζη – Νικοκάβουρα (1900 -1980)
9. Αλέξανδρος Αναστ. Λούντζης (1904-1963)
10. Νίκιας (Νικόλαος) Αλέξ. Λούντζης (1935)

Εύλογα ή ευνόητα, βέβαια, η πρώτη θέση μεταξύ των πιο πάνω μελών της οικογένειας Λούντζης ανήκει προ πολλού στο σοφό, εγκρατή και καρτερικό «εγκάτοικο» της αλλοτινής αρχοντικής (ερειπωμένης ή πληγωμένης βαριά στους σεισμούς του 1953) Σαρακίνας, στον πολυδιάστατο (κι όχι μόνο ή απλά ιστοριογράφο) Ερμάννο Λούντζη, τον οποίο και ιδιαίτερα οφείλουμε πάντοτε – και σήμερα ή αύριο – να μνημονεύσουμε και να τιμάμε (πέρ’ απ’ όποιες επετείους, περιστάσεις κτλ).

Και αυτό, όχι μόνο λόγω της αναμφισβήτητης και αναγνωρισμένης αξίας του στον επιστημονικό – συγγραφικό τομέα, όπου επιδόθηκε και διακρίθηκε, ή στον ευρύτερα πνευματικό χώρο της πατρίδας του (και της επτανησιακής λογιοσύνης, γενικότερα), αλλά και λόγω, ιδιαίτερα και όχι δευτερευόντως) των σκέψεών του, των ιδεών του, των αρχών του, των ηθικοπνευματικών αξιών, τις οποίες ενσαρκώνει, διασώζει, εκφράζει και μεταδίδει με το στοχαστικό και ουσιώδη λόγο του και στη σημερινή αντιφατική εποχή, σε μέρες περισσής μετριοκρατίας ή αναξιοκρατίας, ελλειμμάτων ή κενών ποιότητας, ανωτερότητας κτλ. Σε καιρούς, ακόμη, κοινωνικοπολιτικής κ.ά. κρίσης ή δοκιμασίας, άγνοιας ή Λήθης, έπαρσης ή αλαζονείας, αντιπνευματικής ή αντιαισθητικής νοοτροπίας και συμπεριφοράς (ιθυνόντων και μη), ιδιοτέλειας, ατομισμού, καιροσκοπισμού, ρηχότητας, κενολογίας, ευτέλειας, εμπορευματοποίησης σχεδόν των πάντων κ.ο.κ. […]
Διονύσης Σέρρας


Ο στοχαστικός – γνωμικός λόγος του Ερμάννου Λούντζη

Ψήγματα ήθους και σοφίας

Α΄

«Ήθελον προτιμήσει και από αυτάς τας απαγγελθείσας μεταρρυθμίσεις, να ίδω την εξουσίαν μεταρρυθμίζουσαν πρότερον αυτήν εαυτήν, και αφαιρούσαν ούτω πάσαν αφορμήν δικαίων παραπόνων».

«[…] ευκόλως του λαού η φαντασία εξάπτεται, ο δε ενθουσιασμός αυτού ταχέως μεταδίδεται. Και τότε άλλο δεν μένει εις την εξουσίαν, παρά γυμνή δύναμις, η οποία αντιπαλαίουσα μετά του λαού, δεν δύναται παρά να συνεπιφέρη τον αφανισμόν και την καταστροφήν της κοινωνίας».

«[…] δεν θέλω πλέον ακούσει παρά την φωνήν του δικαίου και της συνειδήσεως».

«[…] η εκπαίδευσις προς μεν τας ευπορούσας τάξεις της κοινωνίας είναι η πρώτη διανοητική τροφή, προς δε τον λαόν η ακτίς του εξευγενισμού, ήτις εισδύει εις τα βάθη της κοινωνίας».

«Αντί να διαφθείρωμεν τον λαόν δι’ αναισχύντων κολακειών και να τον εξευτελίζωμεν δι’ αγερώχου και μεταμελημένης ελεημοσύνης, οφείλομεν να εργαζώμεθα παντί σθένει εις το να φωτίζωμεν αυτόν επί των αληθών συμφερόντων του και να καλλιεργώμεν τους θησαυρούς ορθού νοός και φυσικής επιεικείας, τους οποίους η ανθρωπότης, ό,τι και αν αντιτείνωσί τινες, κρύπτει εν τοις κόλποις αυτοίς».

Αβιγαΐλ Λούντζη – Νικοκάβουρα – Μιχαήλ Ι. Δεσύλλας, Ερμάννος Λούντζης. Η ζωή και το έργο του, Κερκυραϊκή Βιβλιοθήκη, [Κέρκυρα] 1948.

Β΄

«Οφείλει ο άνθρωπος να υποτάσσηται εις εξουσίαν τινά, ή δε χειραφέτησις να μην επεκτείνεται και εις τον εσωτερικόν άνθρωπον […] Οφείλει υπεράνω του ανθρώπου να υπάρχη τι, ενώπιον του οποίου να κλίνη αυτός τον αυχένα. Καθώς ο πολιτικός κόσμος, ούτως και ο ηθικός δεν δύναται να συντηρηθή εν αναρχία».

«Το βέβαιον είναι ότι ο κόσμος είναι όποιος ημείς αυτοί τον δημιουργούμεν. Αν μαύρος πέπλος καλύπτη τους οφθαλμούς του νοός, τα πάντα μέλανα παρίστανται. Ήσυχοι, ευχαριστημένοι εντός ημών, τα πάντα έξωθεν γελώσι».

«Τας λυπηράς αναμνήσεις δεν δυνάμεθα βεβαίως να απομακρύνομεν. Αλλ’ όταν δεν υπάρχει έλεγχος συνειδότος, όταν η συνείδησις είναι ήσυχος, όταν έχει τις την συναίσθησιν ότι εξεπλήρωσε τα χρέη του, αι αναμνήσεις δεν ταράττουσι την γαλήνην της ψυχής. Αν ο Θεός εν τω βίω τούτο δεν μας εδοκίμαζε δεν ήθελεν ενδυναμωθή εν τη καρδία ημών η πίστις εις την Θείαν Πρόνοιαν. Η πίστις αύτη, πιστεύσετέ το τέκνα μου, είναι η παρηγορία του τιμίου ανδρός οσάκις είναι καταδικασμένος να γίνη προσκαίρως θύμα των κακούργων».

«Κατ’ εμέ όλη η ευτυχία και όλη η δυστυχία συνίσταται εις την υπερτάτην ώραν της ζωής και αι λεγόμεναι ευτυχίαι και αι δυστυχίαι ολοκλήρου ζωής, είναι όνειρον, απατηλόν φάντασμα· το πράγμα, η αλήθεια, είναι το τελευταίον αίσθημα, η εσχάτη κατάστασις της ψυχής, μεθ’ ης ο άνθρωπος εξέρχεται του κόσμου τούτου. Και τούτο είναι άρθρον της πίστεώς μου».

«Ο συνετός ανήρ πρέπει προς εαυτόν να δυσπιστή – και μάλιστα ο νέος τόσον ευαπάτητος υπό της ιδίας αυτού φαντασίας. Ποτέ να μην απελπίζεται, αλλά υπέρ το δέον να μη φαντάζηται. Ναι, να ελπίζη. Αλλά η ελπίς να είναι κέντρον ακουράστου φιλοπονίας. Η μόνη επιθυμία είναι άγονος. Η δραστήριος θέλησις συνεπιφέρουσα αόκνους κόπους και μόχθους καρποφορεί».

«Αι ευγενείς του πνεύματος ηδοναί αποκρούουσι πάσαν μη εξευγενίζουσαν και τελειοποιούσαν τον άνθρωπον απόλαυσιν».

«Ο Ζακύνθιος κυρίως θέλει να χαίρεται, να θορυβή, να διασκεδάζη […]. Μέγα είναι αμάρτημα λαός τοιούτος να παραμελείται και να μην έχει ειμή την εξωτερικήν επιφάνειαν του πολιτισμού, στερούμενος της ουσίας. Δυστυχώς, υφ’ όλας τα απόψεις η πατρίς μας προβαίνει από το κακόν εις το χειρότερον, κρίμασι οις οίδε Κύριος κτλ».

«… Αγάπη άνευ θυσίας, άνευ απαρνήσεως, δεν έχει σημασίαν. Αγάπη είναι να ζη τις εις άλλον και δι’ άλλον».

Ερμάννου Λούντζη, Ανέκδοτα κείμενα. Α) Αυτοβιογραφία Β) Αλληλογραφία. Εισαγωγή και σχόλια Ντίνου Κονόμου, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Αθήναι 1962

Γ΄

«Το ν’ αγαπάς σημαίνει να ζης μέσα σε μιαν ιδέα! Σ’ αυτή να ξεχνάς τον εαυτό σου, γύρω να στρέφεις τη στοργή· μαζί της να αισθάνεσαι ευτυχισμένος!»

«Ο πόνος από τη διάρκεια δεν κρίνεται, μ’ από την ένταση· τούτη είναι που φαρμακώνει και τροχίζει! Μέχρις ότου ο χρόνος τον λυγίσει και τις δύναμές του αποκάμει…».

«Οι αλήθειες οι σημαντικότερες για τη ζωή, σκοτεινιάζουν όταν υπερβολικά λεπτολογούνται! Ο ίσιος δρόμος που οδηγεί στη γνώση, είν’ η πείρα· πείρα θλίψης και ταλαιπωρίας!»

«Η αλήθεια μόνιμες δεν μπορεί ν’ απλώσει ρίζες, δίχως μαρτύριο…».

«Ο άνθρωπος δυστυχεί κάθε φορά που προσπαθεί να ζήσει έξω απ’ τον εαυτό του! Γιατί έξω από την ατομική συνείδηση δεν υπάρχει παρά η γνώμη· και μαζί της, η πλάνη»!

«Αν με χρυσό έμπλαστρο μπορούσα να γιατρέψω τον πόνο της καρδιάς, θα δεχόμουνα τη χρησιμότητα του πλούτου! Όμως, με όπoιους θησαυρούς, δεν αποχτιέται η παραμυθία…»

Ερμάννου Λούντζη, Μiscellanea, Προλεγόμενα Διονυσίου Ρώμα, Σημείωμα – μετάφραση Νίκου Λούντζη, Αθήνα 1978

Δ΄

«Αν η πίστη αποτελεί ανθρώπινη ανάγκη, το ίδιο αποτελεί και η επιστήμη. Οικουμενικότερη η πρώτη, συγκριτικά περιορισμένη η δεύτερη. Και η μία και η άλλη, ωστόσο, με δικαιώματα ίσα και ίση διεκδίκηση ελευθερίας».

«Η επιστήμη στρέφεται σε όλα όσα μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Και δεν ανήκει στον τομέα της μόνον ο υλικός κόσμος, ο υποκειμενικός στις αισθήσεις, αλλά και ο ηθικός σε όλες του τις εκφάνσεις.»

«Πραγματικά, όσο περισσότερο εμβαθύνει κανείς στη συνείδησή του και όσο περισσότερο εξετάζει και γνωρίζει τον εαυτό του, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται το κακό που φυτρώνει μέσα του και την αναγκαιότητα, συνεπώς, να το νικήσει, να το ξεριζώσει.»

Ερμάννου Λούντζη, Δύο Δοκίμια για την Ιστορία του Χριστιανισμού, Μετάφραση – Εισαγωγή - Σημειώσεις: Νίκιας Λούντζης, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2008 Πρόλογος – Επίμετρο: Δημήτρης Αρβανιτάκης

Μικρός αφορισμός για την Τέχνη με όρους ψυχανάλυσης

Γράφει ο συνθέτης Νίκος Γράψας

Λέγεται πως η Τέχνη αντιγράφει τη ζωή. Κι αυτό λέγεται ως μια πραγματική λογική επαγωγή. Η λογική αναστροφή αυτής της πρότασης, έχω την εντύπωση πως είναι η πραγματικά αληθής. Η ζωή αντιγράφει την Τέχνη. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος γεννιέται, κυριολεκτικά ρίχνεται, σ’ ένα κόσμο έτοιμο που δεν τον έχει επιλέξει εκ των προτέρων και που είναι γεμάτος ήρωες κάθε είδους, τους οποίους και αντιγράφει. Ήρωες λογοτεχνικοί, τηλεοπτικοί, καλλιτεχνικοί, θρησκευτικοί, αθλητικοί, εγκληματικοί, κινηματογραφικοί κ.ά.
Σ’ αυτόν τον κόσμο μαθαίνει να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται, να αισθάνεται υπό την καθοδήγηση των ανθρώπων και των έργων Τέχνης. Μελετάει τον Όμηρο, τον Μπαχ, τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Αριστοφάνη, τον Πούσκιν, τον Καλατράβα, τον Βιντγκενστάϊν, τους Beatles.
Από 5 έως 25 ετών μελετάει. Είκοσι χρόνια σπουδής για να μάθει τη σκέψη των ηρώων του. Από πού να αντλεί, άραγε, τα πρότυπα της ζωής του; … ο άνθρωπος φέρεται όπως θα φερόταν ο αγαπημένος του λογοτεχνικός ήρωας, ντύνεται όπως ο αγαπημένος του σταρ, μιμείται τα χρώματα των πινάκων του αγαπημένου του ζωγράφου και τον τρόπο που κοιτάζει ο πρωταγωνιστής της αγαπημένης του ταινίας.
Ο άνθρωπος ποτέ δεν είναι ‘αυτός’. Απλώς αποτελεί ένα πεδίο συγκέντρωσης κοινωνικής έντασης όπου ολιστικές έννοιες όπως ‘παιδεία’, ‘έθνος’, ‘τέχνη’, λειτουργούν ως καταπιεστικοί μηχανισμοί που τον συνθλίβουν. Η λογική δεν δημιουργεί, η διάνοια δεν αντιλαμβάνεται. Μόνο συγκρίνουν και καταχωρούν.
‘το αναρίθμητο χαμόγελο των κυμάτων’ είναι παραλογισμός. Κι αυτός, ακριβώς, ο παραλογισμός κάνει τον Αισχύλο ποιητή.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Μεγάλοι διανοητές περί Παιδείας

Επιλέγει ο Νίκος Γράψας

Εν αρχή ο Θεός έπλασε τους ηλίθιους. Αυτό το έκανε για εξάσκηση. Μετά έπλασε τα Σχολικά Συμβούλια.
Μαρκ Τουέιν

Η διαδικασία της εκπαίδευσης είναι ένας τρόπος ζωής και όχι προετοιμασία για ένα μελλοντικό τρόπο ζωής.
Τζον Ντιούι

Οι αναλφάβητοι του 21ου αιώνα δεν θα είναι εκείνοι που δεν θα ξέρουν γραφή και ανάγνωση αλλά εκείνοι που δεν θα μπορούν να μάθουν, να ξεμάθουν και να ξαναμάθουν.
Άλβιν Τόφλερ

Οι εξετάσεις είναι δύσκολες ακόμη και για τους καλύτερα προετοιμασμένους, γιατί και ο πιο ανόητος μπορεί να ρωτήσει περισσότερα από όσα μπορεί να απαντήσει ο σοφότερος άνθρωπος.
Τσαρλς Κέιμπελ Κόλτον

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Νίκου Αρβανιτάκη, ΖΑΚΥΝΘΙΝΟ ΛΑΪΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - "ΟΜΙΛΙΕΣ"


Όταν λέμε Λαϊκό Θέατρο στη Ζάκυνθο εννοούμε τις «Ομιλίες», που είναι υπαίθριες παραστάσεις και τις κάνουν άνθρωποι του λαού, την περίοδο κυρίως του καρναβαλιού «για ξεφάντωμα των φίλων», όπως μάς αναφέρει ο Δημήτρης Γουζέλης, ο λαϊκός ποιητής του περίφημου «Χάση».
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο είδος παρουσίασης θεατρικών έργων, μοναδικό στην Ελλάδα, σε δρόμους και σε πλατείες. Είναι γραμμένες από λαϊκούς ποιητάδες, οι οποίοι είναι άγνωστοι τις περισσότερες φορές, σε έμμετρο δεκαπεντασύλλαβο στίχο.
Εμφανίστηκαν στα μέσα του 17ου αιώνα στο νησί και είναι ένα καταπληκτικό δημιούργημα του ζακυνθινού λαϊκού πνεύματος.
Αναπτύχθηκαν παράλληλα με τα άλλα είδη ζακυνθινής τέχνης και αποτέλεσαν μία από τις καλύτερες διασκεδάσεις των ανθρώπων της υπαίθρου και γενικότερα των λαϊκών τάξεων.
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τις ρίζες τους ούτε έχει προσδιοριστεί, μέχρι τώρα, η καταγωγή τους. Το θέμα αυτό παραμένει και σήμερα άλυτο μια και κανένας μελετητής δεν μπόρεσε να δώσει ικανοποιητική και τεκμηριωμένη λύση.
Ίσως να έχουν σχέση με τις λαϊκές συγκεντρώσεις που γίνονταν το Μεσαίωνα στην ύπαιθρο και εκεί διαβάζονταν διάφορα ιπποτικά μυθιστορήματα, συνήθως με ηρωικά κατορθώματα. Αν μπορέσουμε να αποδείξουμε ότι και στη Ζάκυνθο γνώριζαν αυτά τα μυθιστορήματα, πιθανόν μέσω των κατακτητών, δυτικής προέλευσης, που κυριάρχησαν στο νησί, θα είχαμε ασφαλώς την προϊστορία των «Ομιλιών». Όμως κάτι τέτοιο δεν είμαστε σε θέση να το αποδείξουμε και έτσι οι γνώμες που κατά καιρούς διατυπώθηκαν συνεχίζουν να παραμένουν απλές εικασίες.
Άγνωστο θέμα, επίσης, παραμένει και ο τρόπος γέννησης των «Ομιλιών». Ένα είναι όμως σίγουρο: «Ομιλίες» παίζονταν στη Ζάκυνθο από τα μέσα περίπου του 17ου αιώνα.
Για τη θεατρική ζωή της Ζακύνθου τον προηγούμενο αιώνα (δηλ. 16ο) υπάρχει μόνο η πληροφορία ότι το 1571, μετά την κοσμοϊστορική για τα ευρωπαϊκά χριστιανικά κράτη νίκη στη ναυμαχία της Ναυπάκτου κατά των Τούρκων και τη ματαίωση για επέκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο χώρο της σημερινής Ευρώπης, παίχτηκε η τραγωδία «Πέρσες» μέσα στο κάστρο, όπου εκεί ήταν τότε η πόλη της Ζακύνθου, από νέους της αριστοκρατικής τάξης, για να γιορτάσουν τα επινίκια. Άλλες μαρτυρίες δεν υπάρχουν.
Αναφέρονται μόνο οι περίφημες γκιόστρες, τα ιπποτικά ιππικά αυτά αγωνίσματα των ευγενών και διάφορες άλλες δημόσιες γιορτές. Πιστεύεται όμως ότι θα πρέπει να υπήρχε οπωσδήποτε και κάποια θεατρική κίνηση.
Μνεία θεατρικής παράστασης «Ομιλίας» γίνεται για πρώτη φορά το Φλεβάρη του 1666 στην κεντρική πλατεία του Αγίου Μάρκου. Ήταν ένα θεατρικό λαϊκό έργο σχετικό με τη ζωή του Εβραίου ψευτομεσσία Σαμπαθάι Σέβι και αναφέρεται σε βιβλίο του Γερμανού περιηγητή της εποχής FRANS FERDINAND VON TROILI, που την είχε παρακολουθήσει περνώντας από το νησί εκείνη τη χρονιά.
Την πολύτιμη αυτή πληροφορία δημοσίευσε για πρώτη φορά ο αξέχαστος Διονύσης Ρώμας στον «Θρήνο της Κάντιας» του «Περίπλου» του και του την είχε εμπιστευτεί ο φίλος του και γνωστός ιστοριοδίφης Ντίνος Κονάμος.
Ο Ανδρέας Γαήτας μάς μεταφέρει την πληροφορία, ότι οι «Ομιλίες» «ΕΡΩΦΙΛΗ», «ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ» και «ΓΑΪΔΟΥΡΟΚΑΒΑΛΑ» παίζονταν από την εποχή της Ενετοκρατίας.
Οι Κρητικοί πρόσφυγες, που ήρθαν και στη Ζάκυνθο το έτος 1669, μετά την πτώση του Χάνδακα από τους Τούρκους, έφεραν μαζί τους - μεταξύ των άλλων - και τα έργα του κρητικού θεάτρου. Αυτά διασκευασμένα πάντοτε κατάλληλα στο ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα, δόθηκαν στις υπαίθριες λαϊκές παραστάσεις.
Ο καλοδουλεμένος δεκαπεντασύλλαβος στίχος των μεγάλων Κρητικών δημιουργών, όπως του Βιτσέντζου Κορνάρου, του Γεωργίου Χορτάντζη, κτλ. θα βοηθήσει και θα εμπνεύσει πολύ τους λαϊκούς ποιητάδες του νησιού της Ζακύνθου, οι οποίοι σαφώς επηρεασμένοι και από την ιταλική commedia dell'arte (Θέατρο του δρόμου), θα δημιουργήσουν το Λαϊκό Ζακυνθινό Θέατρο, τη ζακυνθινή «Ομιλία».
Το δραματικό στοιχείο όμως του κρητικού θεάτρου έμεινε ξένο στη νοοτροπία και το πνεύμα του είρωνα και ευτράπελου Ζακυνθινού.
Οι «Ομιλίες» αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του ζακυνθινού λαϊκού θεάτρου και είναι το ξεκίνημα και η βάση της λογοτεχνικής του ανάπτυξης.
Έτσι από τον ανώνυμο λαϊκό συγγραφέα της «Ομιλίας» και την ομαδική συντεχνιακή πολλές φορές συγγραφή, φτάνουμε στους πρώτους επώνυμους θεατρικούς σατιρικούς ή κωμωδιογράφους.
Ο «Χάσης» του Δημήτρη Γουζέλη, «Οι Γιαννιώτες» ή «Κωμωδία των ψευτογιατρών» και «Οι Μοραΐτες» του Σαβόγια Ρούσμελη, «Η κακάβα» του Νικόλα Καρατζά και «Το ιντερμέδιο της κυράς Ελιάς Ρουφιάνας και Μηλιάς Κορασίδας» είναι από τα καλύτερα έργα του ζακυνθινού λαϊκού θεάτρου στην πρώτη δημιουργική του περίοδο.
Εκτός από το ανόθευτο και πηγαίο λαϊκο-σατiρικό στοιχείο τους, τα έργα αυτά χαρακτηρίζονται από την ανώτερη καλλιτεχνική τους ποιότητα, στην προσπάθεια μιας τελειότερης στιχουργικής μορφής και μεγαλύτερης δραματικής ποιότητας.
Μέχρι αυτή τη χρονική στιγμή (1750-1790) οι «Ομιλίες», οι οποίες γράφονταν έπαιρναν τα θέματά τους από την κρητική θεατρική σχολή και από την ελληνική και ξένη μυθολογία και λογοτεχνία, διασκευασμένες κατάλληλα σε λαϊκά θεατρικά έργα και προσαρμοσμένες στο ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα, έτσι που να μπορούν να ικανοποιούν πλήρως τις ιδιαίτερες θεατρικές απαιτήσεις των ευαίσθητων κατοίκων.
Οι «Ομιλίες» που προαναφέραμε και ιδιαίτερα «Ο Χάσης» του Δημήτρη Γουζέλη, που γράφτηκε το 1790-95, θα αποτελέσουν σταθμό για το ζακυνθινό λαϊκό θέατρο, καθότι οι ήρωες πλέον είναι καθαρά ζακυνθινοί τύπου, κάτι που συγκίνησε τους θεατές.
Έτσι σιγά-σιγά διαμορφώνεται από την εποχή αυτή η δημιουργία της μεγάλης επτανησιακής σχολής και ειδικά της έντεχνης δραματικής παραγωγής, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με το θαυμάσιο έργο «Ο βασιλικός» του Αντωνίου Μάτεση.
Το ζακυνθινό λαϊκό θέατρο, μπορούμε να πούμε, ότι γαλούχησε και δίδαξε τόσες και τόσες γενιές Ζακυνθινών και συνετέλεσε στην ανάπτυξη της επτανησιακής ποιητικής δημιουργίας. Αποτέλεσε δε αληθινό σταθμό στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου.
Στις «Ομιλίες» παίζουν ερασιτέχνες λαϊκοί θεατρίνοι και είναι πάντα άντρες.
Χρησιμοποιούνται υποτυπώδη ή καθόλου σκηνικά, θεατρικά κοστούμια όμως φανταχτερά, μάσκα στο πρόσωπο και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο λόγο και στη θεατρική κίνηση.
Χαρακτηριστική είναι η απόδοση του δεκαπεντασύλλαβου στίχου στη ζακυνθινή ντοπιολαλιά.
Περιεχόμενο των «Ομιλιών» ήταν και είναι σύγχρονα κοινωνικά περιστατικά, διανθισμένα πάντοτε με πολύ χιούμορ και τοποθετημένα στις αντιλήψεις του λαού. Απίθανα ονόματα αφορούσαν πρόσωπα της «Ομιλίας»...
Σπανιότερα το περιεχόμενο των «Ομιλιών» ήταν ηρωικό ή δραματικό, προφανώς λόγω της ξένης ή λόγιας παράδοσης ή των εκάστοτε κατά καιρούς καταστάσεων και απαιτήσεων.
Ο σκοπός της «Ομιλίας» που διακρινόταν, όπως είπαμε, για το πηγαίο σατυρικό της στοιχείο, ήταν τις περισσότερες φορές εκτός από διασκεδαστικός και διδακτικός.
Η «Ομιλία» ακόμα ήταν μία ευκαιρία ετήσιας κοινωνικής κριτικής, που δινόταν σαν ένα δικαίωμα στο λαό κατά την περίοδο του καρναβαλιού από την εκάστοτε εξουσία.
Στις «Ομιλίες», όπως προαναφέραμε έπαιζαν πάντα ερασιτέχνες ηθοποιοί προερχόμενοι από τα λαϊκά στρώματα, όπως γεωργοί, έμποροι και τεχνίτες.
Υπάρχουν μαρτυρίες ότι πολλές φορές στο τέλος της κάθε παράστασης γύριζε κάποιος με δίσκο και μάζευε λεφτά, όπου μετά τα μοιράζονταν οι λαϊκοί θεατρίνοι αναμεταξύ τους. Μερικοί μάλιστα γίνονταν τελικά και «επαγγελματίες», όπως αναφέρεται κάποιος Μυλωνόπουλος, που είχε μανία με τις «Ομιλίες» και έπαιζε κάθε χρόνο στα πλαίσια του καρναβαλιού.
Οι προετοιμασίες και οι πρόβες για τις «Ομιλίες» ξεκινούσαν πολύ ενωρίς. Οι λαϊκοί θεατρίνοι μαζεύονταν σε ταβέρνες, σε μαγαζιά και σε μαγέρικα και μοίραζαν τους ρόλους. Τις πιο πολλές φορές η δουλειά ήταν συλλογική και ο καθένας φρόντιζε για το δικό του ρόλο.
Υπήρχαν όμως και μερικοί που είχαν μεγαλύτερη πείρα και διόρθωναν τους άλλους, αν και κάτι τέτοιο ήταν περιττό, μια και οι περισσότεροι Ζακυνθινοί γνώριζαν απ΄ έξω τα κείμενα των «Ομιλιών» από τις πολλές φορές που τις είχαν ακούσει.
Στις παραστάσεις –το αναφέραμε ήδη– έπαιρναν μέρος μόνο άντρες, που υποδύονταν και τους γυναικείους ρόλους, όπως γινόταν σε όλη την Ευρώπη ως τις αρχές του 17ου αιώνα. Για τους ρόλους διάλεγαν νέους συνήθως με κάπως ψιλότερη φωνή και που είχαν τη δυνατότητα να κάνουν και τις απαραίτητες γυναικείες κινήσεις, που το θεατρικό έργο απαιτούσε.
Σε μια από αυτές τις παραστάσεις έγινε ένα απρόοπτο περιστατικό, που μας το περιγράφει πολύ χαριτωμένα ο Διονύσιος Ρώμας, που το παρακολούθησε:
«Θυμάμαι εγώ ο ίδιος», γράφει, «μιαν Ομιλία που παρακολούθησα παιδί εδώ και κάπου 50 χρόνια. Άγιοι Πάντες, τι αριθμός! Ήταν «Ο Κρίνος και η Ανθία» κατά την οποία το παλικάρι κλέβει τη βασιλοπούλα και καταλήγει στο Κριτήριο. Με αγωνία περιμένει η Ανθία τριγυρισμένη από την Αυλή της. Λες και τη βλέπω την καημένη ν΄ αγανακτεί για τη θανατική καταδίκη του αγαπημένου της και μουντζώνοντας να σκούζει:
«Τον Κρίνο εδικάσατεεεε; Όρσε τσοι δικαστάδες !!!…»
Συγχρόνως όμως η απότομη κίνηση του φασκελώματος παραμέρισε λίγο τη μάσκα και λάμψανε στο φως του ήλιου οι αρειμάνιες ξανθές… μουστάκες της».
«Ομιλίες»
συνεχίζονται να γράφονται και να παίζονται ακόμη και σήμερα, με μεγάλη επιτυχία από δραστήριους Πολιτιστικούς Συλλόγους του νησιού ή από κάποιες άλλες ομάδες ζακυνθινού λαϊκού θεάτρου.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το ζακυνθινό λαϊκό θέατρο είναι ισότιμο και ισάξιο των παγκοσμίως γνωστών θεάτρων «Νο» της Ιαπωνίας, του λαϊκού θεάτρου του «Μπαλί» και ιταλικής «commedia del arte».
Παρόλο όμως που συγκεντρώνει την αποδοχή των απανταχού της γης ειδικών, δεν τυχαίνει και της ανάλογης μεταχείρισης στην Ελλάδα.

Ζάκυνθος 17.11.2008

Βιβλιογραφία:

1. «Τση Ζάκυθος», Αθήνα 1983, του Ντίνου Κονόμου, «Το ζακυνθινό λαϊκό θέατρο» σελ. 71-73.
2. Ομιλίες Ο ΚΡΙΝΟΣ, Η ΧΡΥΣΑΥΓΗ, Ο ΜΥΡΤΙΛΟΣ ΚΑΙ Η ΔΑΦΝΗ, Τόμος Α΄, εκδόσεις Θέατρο Αβούρη, Ζάκυνθος 1996, προλεγόμενα Διονύση Φλεμοτόμου, σελ. 7-13.



* Στη φωτό, μια παράσταση της Ομιλίας "Η Χρυσαυγή" από το Πoλιτιστικό Σωματείο Υακίνθη, στο πλάτωμα του χωριού Μπανάτου, 14 Φεβρουαρίου 1999.

Related Posts with Thumbnails