© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

Στέφανου Ροζάνη, Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ [Από τη συλλογή δοκιμίων "Σολωμικά", εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2008]

Στέφανος Ροζάνης γεννήθηκε στην Κάρυστο της Εύβοιας το 1942. Είναι ποιητής και δοκιμιογράφος. Ανήκει στην εκδοτική ομάδα του περιοδικού "Σημειώσεις". Έχει συνεργασθεί με το Πανεπιστήμιο της Νέας Σορβόννης και τη New Philosophy Society του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Ανάμεσα στα πιο πρόσφατα δοκιμιακά του έργα περιλαμβάνονται: "Ο Μεσσιανισμός και η ηθική φιλοσοφία του Εμμανουέλ Λεβινάς", "Η ερμηνευτική ως πράξη και θεώρηση", "Ερμηνευτικές αναγνώσεις", "Θείος Έρως", "Σολωμικά".

Τα Σολωμικά συγκεντρώνουν την εργασία είκοσι τεσσάρων ετών πάνω σε θεμελιώδη προβλήματα ερμηνευτικής του έργου του Διονυσίου Σολωμού. Το γεγονός ότι τα προβλήματα αυτά, με τους όρους τους οποίους επεχείρησε να θέσει η εργασία αυτή ή με άλλους παραπλήσιους, απασχόλησαν ήδη από την έκδοση της πρώτης μελέτης, το 1976 (Το Δαιμονικό Ύψιστο), και εξακολουθούν ν' απασχολούν ένα σημαντικό τμήμα των Σολωμικών ερευνών, αποτελεί ασφαλώς απόδειξη της κρισιμότητας των προβλημάτων για τη συνολική θεώρηση και κατανόηση του Σολωμικού έργου, όσο και για την προώθηση των Σολωμικών μελετών μεταξύ νεώτερων ερευνητών. Η αισθητική προσέγγιση του Σολωμικού έργου συγκροτεί τον κεντρικό πυρήνα των δοκιμών που περιλαμβάνει ο τόμος αυτός. Το έργο του Σολωμού τίθεται μέσα στο ευρύτερο συμφραζόμενο της ευρωπαϊκής ρομαντικής φιλοσοφίας και ποιητικής θεωρίας και έτσι αναδεικνύεται ως κεντρικό γεγονός της ρομαντικής κοσμοαντίληψης. Οι αναγνώσεις του έργου έχουν ως σταθερό τους ορμητήριο τις ρομαντικές αισθητικές ποιότητες από τις οποίες το έργο αναδύθηκε.]


«Κι' εδώ η οπτασία του Διαβόλου. Kαι πρέπει να την παρουσιάσεις κάθε φορά διαφορετική. Την πρώτη φορά μπορεί να είναι φιδάκι που βγαίνει από το πηγάδι, έπειτα γιγαντώνεται και φανερώνεται ο Διάβολος. Στη μέση του συνθέματος άλλο πράγμα (στοχάσου), στο τέλος ένας νάνος».
Διονύσιος Σολωμός

Ι
Ξεκίνησα να μιλήσω για τον Σολωμό. Όμως αισθάνομαι πως τίποτε δεν θα μπορούσα να πω χωρίς τη μεγάλη παρένθεση, που άνοιξα. Διότι η σύνδεση, που τώρα προτίθεμαι να επιχειρήσω είναι για μένα το περιεχόμενο, αλλά και το κρισιμότερο βάθος της είδησης του ποιητή. Έχει γίνει πλέον παράδοση να βλέπουν τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος», το τραγικότατο αυτό από τα οράματα του Σολωμού, ως μιαν έκφραση, έστω αριστουργηματική, της σατιρικής του δύναμης. Από τον Κ. Καιροφύλα μέχρι τον Κώστα Βάρναλη και τον Λίνο Πολίτη, η ιδέα της προσωπικής ή πολιτικής σάτιρας αποτελεί το μόνιμο μοτίβο, τον σταθερό άξονα γύρω από τον οποίο παίζεται το παιχνίδι της «ερμηνείας», ανεξάρτητα από τις ατομικές δυνατότητες ή το βάθος προσεγγίσεως των μελετητών (32). Και πίσω από την προμετωπίδα αυτή το ίδιο το έργο αποδυναμώνεται, στερείται το κρυμμένο του Ύψος και αποβάλλει τις ποιότητες εκείνες οι οποίες, κατά τη δική μου γνώμη, το τοποθετούν ανάμεσα στις σπάνιες στιγμές που ο πoιητής μπόρεσε, αποφλοιώνοντας ψυχή και δημιουργία, να εκφράσει. Δεν θα αμφισβητήσω, ασφαλώς, κάποιες ενδείξεις που περισσότερο μέσα στους Στοχασμούς αναφαίνονται. Η σύνδεση των ενδείξεων αυτών μπορεί να επιτευχθεί με κάποιαν επίφαση βεβαιότητος αν προσπαθήσουμε να δούμε το έργο κάτω από ορισμένο πρίσμα, μέσα από την προκατάληψη του «Χρέους», που άλλωστε βαραίνει απελπιστικά και επάνω στα συντρίμμια -ή τουλάχιστον σε αρκετά από αυτά- που ο Σολωμός μας εγκατέλειψε, αλλά προπάντων και επάνω στο γενικότερο κλίμα το οποίο μιά λιγόψυχη, παράδοση κριτικής επέβαλε.

Όμως, το πρόσωπο της «Γυναίκας της Ζάκυνθος», η κρυφή στιγμή, της ενοραματικότητας τoυ έργου, ο πυρήνας που προσπαθεί να προσδώσει μια στέρεα ραχοκοκκαλιά στα απομεινάρια και, πριν απ' όλα, το κέντρο εκείνο που και συναισθηματικά αλλά και αισθητικά συμπυκνώνει εντός τoυ την Αρχή της δημιουργικής παρορμήσεως -και για μένα ένα έργο τέχνης ούτε καν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αποφλοίωση, και ανάδειξη, αυτής της ρέουσας οντότητας-, το κέντρο, λοιπόν, αυτό μου παρέχει τη μαρτυρία μιας αποκαλυπτικής στιγμής και με προσανατολίζει σε χώρους βιωματικούς που, αλήθεια, τους διαπερνά και τους συγκλονίζει ένα πάθος και μιά όραση ζωής ανάστροφη, στον αντίποδα αυτoύ που εκείνοι ονομάσανε σάτιρα, χαμένοι μέσα σε στοιχεία δευτερεύοντα, που είτε η άμετρη φιλοδοξία του ποιητή είτε η σύγχυση και μαζί η τάση προς μιαν έντονη, αυτοαπαγόρευση της συναισθηματικής του σύγκρουσης επέβαλαν σποραδικά μέσα στο έργο. Διαβάζοντας τον Σολωμό σκέφτομαι πάντα αυτό που ο Jose Ortega y Gasset έλεγε για τον Γκαίτε: «Αν ανασκαλίσουμε γερά το έργο του Γκαίτε θα μείνουν λίγες γραμμές ακρωτηριασμένες, για να μπορούμε φανταστικά να παρακολουθούμε, καθώς τα μάτια μας παρατηρούν τη σπασμένη αψίδα που δείχνει στον ουρανό τον κορμό της. Αυτό θα μας έδινε το αυθεντικό περίγραμμα της λογοτεχνικής του αποστολής»(33).

«Εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι λέγω» (34).

(Κεφάλαιον 1)

Αυτή είναι η αρχή του ύφους του Σολωμού. Η μορφή του Ιερομόναχου θα κυριαρχήσει σε κάθε έκφραση της σύλληψής του, και η προφητεία, που με αυτήν ταιριάζει την εκτρωματική φιγούρα της Γυναικός, θα πάρει τη θέση, αλλά και τη φρικίαση, ενός παράξενου οράματος, το οποίο ούτε στιγμή θα πάψει να επανέρχεται και να αυτοδοκιμάζεται, δοσμένο ολόκληρο στην Κολασμένη ουσία του.

«Αλλά επειδή αρχινήσανε τά σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ.Ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου.Έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου στον ουρανό και εφώναξα: Θε μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό».

(Κεφάλαιον 1)

Βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν αγωνία, ή καλύτερα μπροστά στο προοίμιο μιας αγωνίας, που προσπαθεί να σκιαγραφήσει μια σκοτεινή και ύποπτη μορφή. Το σημάδι του σταυρού με τα τρία έρμα δάχτυλα, κατάληξη ενός ασίγαστου τρόμου, κι έπειτα η κραυγή: «Θε μου, καταλαβαίνω...». Ποιο να' ναι το κλωνί αλάτι μες στο θερμό;

Η εντύπωση μιας μυστικής αναζήτησης κάπου σ' ένα πηγάδι, το ύφος της ανησυχίας και ο τρόμος που πλανιέται ανάμεσα σε δίκαιους και άδικους είναι τα πρώτα βήματα μέσα στον ζόφο των πραγμάτων που ο lερομόναχος θα ιστορήσει. Την πρώτη νύξη της Γυναικός την έχουμε εδώ επίσης: Μια «πεθυμιά», μια έλξη κατάδυσης σε μια ψυχή «εις την οποίαν αναβράζει η κακία του Σατανά». Και αμέσως ένα κρυφό νόημα ξεπετάγεται: η ψυχή, το πηγάδι και μέσα στο πηγάδι «ένα γέλιο φοβερό» και «προβαλμένα δύο κέρατα». Το σχήμα της κραυγής αρχίζει τώρα να παίρνει ένα συγκεκριμένο περίγραμμα. Και μαζί του η αγωνία στενεύει τα όριά της. Το πηγάδι-ψυχή συνιστά το φοβερό όραμα, το αλλόκοτο πηγάδι με τον «νάνο» των Στοχασμών και το φρικτό γέλιο, κι ύστερα προβαλλόμενη, η ψυχή στη ορφή της Γυναικός. Ο Ιερομόναχος, μέσα από το σχήμα της γαλήνης του -θυμηθείτε τα λόγια: «από την ερημική γαλήνη των μελετών μου»- θα κοιτάξει το δέος που του προσφέρει η ενόραση, η αναδίπλωση στις πτυχές του εσωτερικού του βίου. Και ό,τι ο ίδιος δεν τολμά να δει, όσα αναβλύζουν στην αντάρα ενός ανομολόγητου πάθους, θα τα προβάλει, κάτω από το ντύμα μιας μυστικής σύνδεσης, στη φιγούρα της Καταραμένης- στην πιο απόκρυφη και στοχαστική του δημιουργία.

«Να βάλης την περιγραφή [της γυναικός] στο στόμα του Διαβόλου. Kαι να τον κάμης να παρουσιάζεται με ύφος ειρωνικό, σαν εκείνονπου στοχάζεται τι θα συμβή εξ αιτίας του.Kαι καθώς κάνει ο άνθρωπος που στρίφει το μουστάκι του και συλλογίζεται κάτι που σίγουρα θα πετύχη, έτσι πασπάτευε κι' εκείνος την άκρη του κεράτου του (σαν άνθρωπος συλλογισμένος που στριφογυρίζει το μουστάκι του) και δεν ήξερα το γιατί. Και στο τέλος έσκασε ένα κακό γέλιο που μ' έκαμε και ανατρίχιασα και έγινε άφαντoς» (35).

Αυτά παραγγέλλει ο ποιητής στον εαυτό του. Η περιγραφή θα πρέπει να γίνει με το στόμα του Διαβόλου, του νάνου, δηλαδή, που «σκαρφαλώνει απ' το πηγάδι», απ' το πηγάδι -ψυχή που μέσα του θέλησε να σκύψει ο Ιερομόναχος, και «γιγαντώνεται» μετά σε μια προσπάθεια απόλυτης κυριαρχίας. Η Γυναίκα θα ταυτιστεί με το όραμα, που με τη σειρά του θα ενσαρκωθεί μέσω αυτής της ταύτισης. Στο βάθος θα ενεδρεύει η ψυχή του Ιερομόναχου, διότι μέσα εκεί συμβαίνουν όλα όσα θα ιστορήσει στη «Γυναίκα» και διότι πηγάδι-ψυχή, και Γυναίκα-Διάβολος θα δεθούν μεταξύ τους με τα νήματα μιας πίστης και μιας ύπαρξης. Μιας και μοναδικής ύπαρξης. Και είναι αυτή ακριβώς η ύπαρξη που θα συμβολοποιηθεί τώρα μέσα στη φρικιαστική εικόνα που ο ποιητής θα ενοραματισθεί στη συνέχεια: Εκείνα τα «δώδεκα ψωρόσκυλα» που αλληλοτρώγονται και ξεθυμαίνουν «τα κακορίζικα ψωριασμένα τη λύσσα τους» μπροστά στα τρομαγμένα μάτια του lερομονάχου σημαδεύουν με τη φρίκη τους την ανομολόγητη επιθυμία του ποιητή να ενδυναμώσει την Κόλαση της ψυχής του και τον αγωνιακό χαρακτήρα των εκτρωματικών του ρεμβασμών. Είναι ακριβώς το «κλωνί αλάτι» που αναζητούσε ο Σολωμός στην αρχή της οπτασίας του: η φρίκη, των ανομιών της καρδιάς του, ο απαγορευμένος καρπός του Δαίμονα και η αγάπη της Κολασμένης μορφής, της Υψίστης Γυναικός που θα ανασύρει τα απωθημένα του όνειρα.

Αν αυτό το σχήμα της αγωνίας που θέλησα να υπαινιχθώ είναι σωστό, αν τελικά μπορέσουμε να διακρίνουμε τη βαθύτατη σύνδεση ανάμεσα στον Ιερομόναχο και τη Γυναίκα-Δαίμονα και αν αντιληφθούμε, τη σύγχρονη πραγματικότητα αυτών των δυο υπάρξεων που σε μιαν έσχατη, αλλά εκ των ουκ άνευ, ανάλυση μας αποκαλύπτεται ενιαία και μοναδική, τότε το Κέντρο της δημιουργικής παρορμήσεως θα εμφανισθεί ολοκληρωμένο και συνολικό. Διότι το πάθος που συνταράζει το κείμενο, η εμμονή στις Δαιμονιακές μορφές που το απάρτίζουν και ο εξπρεσιονισμός των πλέον ουσιαστικών επισυμβάντων έχουν μια και μοναδική αφετηρία: την ετοιμότητα της ανταπόκρισης μπροστά στο Ρομαντικό πρότυπο της Υψίστης μορφής, του δέους και της φρίκης μιας εσωτερικής πραγματικότητος, η οποία εκτονωνόμενη φέρνει τον κόσμο στην αρχή της δημιουργίας του φρικιαστικό και αγαπημένο μαζί. Και το πρότυπο αυτό όχι μόνον το αναγνωρίζει ο Σολωμός, αλλά και εσωτερικά το επεξεργάζεται, αφού το ύφος του διαμορφώνεται στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί με τον δικό του τρόπο. Έτσι μαρτυρούν, τουλάχιστον, οι σημειώσεις του στο αυτόγραφο ενός άλλου από τα μεγαλύτερα, αλλά και τα πλησιέστερα προς τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος», έργα του -τον «Λάμπρο»:

Si mediti bene questa similitudine; [...]
poi per togliere quella simiglianza che ha con quella di Milton. Guarda Byron per non copiare.
Guarda che non s'imiti le parole del Satanasso di Μiltοn» (36).

[ Έχε εις το νου σου καλά ετούτη την ομοιότητα' (...)
ύστερα διά να αποβάλης εκείνη την ομοιότητα την οποία έχει με εκείνη του Μίλτωνος.
Κοίταξε τον Μπάυρον διά να μην απομιμηθής.
Κοίταξε διά να μην μιμηθής τα λόγια του Σατανά του Μίλτωνος.]

Η «Γυναίκα της Ζάκυνθος», απαράλλαχτα καθώς ο «Κάιν» του Coleridge, ο «Λεβιάθαν» του Blake και ο «Cenci» του Shelley, πυρπολείται από την ίδια φωτιά και υπακούει στην ίδια εσωτερική και αισθητική αναγκαιότητα: στην αναγκαιότητα να υπαχθεί μέσα στις δυνάμεις που απελευθερώνουν την ύπαρξη από τα αιώνια φράγματά της, για να ξεχυθεί στον κόσμο το ύφος, το άγχος, η ενοχή αλλά και μαζί η, υπέρτατη ηδονή του «Εκπεπτωκότος Αγγέλου», της πραγματικής τάξεως εναντίον της κατεστημένης, εναντίον αυτής τής ίδιας της τάξεως και της ηθικής δομής του συνόλου.

Πιστεύω πως μόνον εάν ιδωθεί μέσα από αυτό το πρίσμα η «Γυναίκα της Ζάκυνθος» θα αποκτήσει τη σωστή της διάσταση και θα ενταχθεί στο πλέον δημιουργικό μέρος της εργασίας του Σολωμού. Και προπάντων, μόνον έτσι θα συνεισφέρει σε μια γενικότερη αξιολόγηση και εμβάθυνση, αυτής της είδησης, που τόσο πολύ ο ποιητής αγωνίστηκε να μεταδώσει.


ΙΙ
Ο Ιερομόναχος, λοιπόν, και η Γυναίκα. Ο πρώτος είναι αυτός που μέσω του οράματός του ετόλμησε, η δεύτερη είναι ο καρπός της τόλμης του,η εκτόνωση της φουρτουνιασμένης ψυχής που κρύβεται κάτω από τη γαλήνια, τη σχολαστιχή φιγούρα του οραματιστή. Είναι ανάγκη να δούμε αυτά τα δύο πρόσωπα στη σωστή τους προβολή για να μπορέσουμε να κυριαρχήσουμε επάνω στον δεσμό, και το νόημα του δεσμού, που τα ενώνει, που τα καθιστά, τελικά, μια και μοναδική ύπαρξη.
Στους Στοχασμούς του ποιητή ανήκει και η παρακάτω ιδέα:

«Πρόσεξε καλά στον χαρακτήρα του Ιερομόναχου, να είναι σε όλες τις περιστάσεις συνεπής. Κοίτα μήπως ταιριάζει να έχη κάτι το πειραχτικό, και το πείραγμα να γiνεται μ' ένα ύφος ήρεμο».

Τι θέλει να υποδηλώσει ο Στοχασμός αυτός; Κατ' αρχάς, τα στοιχεία τα οποία μας παρέχονται μπορούν να ενταχθούν σε μια βασική σύλληψη: η μορφή θα πρέπει να έχει συνέπεια. Αυτό βεβαίως σημαίνει -και μιλώ πρωτίστως για τη λέξη «συνέπεια»- πως το πρόσωπο του Ιερομονάχου θα ενσαρκώσει ένα είδος παρατηρητού, σχολιαστού των συμβάντων πιστού στην αρχική του φύση, δηλαδή στη φύση του Ερημίτη, που επιζητά τα οράματα καί τα βρίσκει όχι μέσα στον κόσμο αλλά έξω και πέρα από αυτόν, μέσα στη μοναξιά της «θεωρίας» του. Η συνέπεια θα πρέπει να ενυπάρχει μέσα στο ύφος του σχολιασμού, μέσα στον τρόπο με τον οποίο τα πράγματα παρατίθενται και εκτίθενται σε μιαν αφηγηματική ενότητα. Είναι σαν να αναζητά ο ποιητής τη λειτουργία κάποιου Χρονικογράφου και να προσπαθεί να την επιβάλει στο πρότυπο της διήγησής του.

«Kαι μου ήρθε στό νου μου περσότερο από όλους αυτούς η γυναίκα της Ζάκυνθος, η οποία πολεμάει να βλάφτη τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους. Kαι γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτή την ψυχή, εις την οποίαν αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθύμια του παραμικρού καλού»

(Κεφάλαιον 1)

«Τότε έπεσα με τα γόνατα χάμου να κάμω δέηση για να την κάμη ο Κύριος να μην είναι έξω φρενών κάνε για το λίγο ακόμη πόχει να ζήση, και να της πάψη η κακία».

(Κεφάλαιον ύστερον 9)

«Kαι έφυγα από την πέτρα του σκανδάλου εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος».

(Κεφάλαιον 4)

Άλλωστε, η σχολιαστική φύση βρίσκεται πίσω από όλο το κείμενο, όταν ο Σολωμός, σύμφωνος με την παράδοση, παρουσιάζει το σχεδίασμα ως τυχαίο εύρημα των καταλοίπων κάποιου καλόγερου, που γι' αυτόν πολλά θαυμαστά ιστορούσανε, τάχα, oι σύγχρονοί του. Η αρχική ιδέα του Σολωμού, φαίνεται, ήταν να κρύψει επιμελώς, ή τουλάχιστον να δώσει κάποιου είδους αλληγoρία στο περιεχόμενο των μορφών του. Αυτό που ο Ιερομόναχος θα προφασιζόταν, και θα το προφασιζόταν με την απαιτούμενη συνέπεια, θα ήταν μια στάση αφηγητού ταραγμένου και έκπληκτου μπροστά στο συμβάν, που η δύναμή του να προφητεύει τα μέλλοντα θα προέδιδε την ιδιαιτερότητά του. Θα πρέπει ακόμη να θυμηθούμε πως την ίδια συνέπεια ο ποιητής την προβάλλει και στα λοιπά πρόσωπα του μύθου, στη Γυναίκα, δηλαδή, και στον Σατανά. Όμως προσθέτει: «Και η μορφή να είναι το ντύμα για το αληθινό βαθύ νόημα του κάθε πράγματος». Με αυτό τον τρόπο, φαντάζομαι, ήθελε να υποδηλώσει ένα επίπεδο κάτω από την επιφάνεια, μιαν ιδέα που αν και δεν ομολογείται φανερά, εν τούτοις υποφώσκοντας αποτελεί το πιο πραγματικό και αληθινό επίπεδο δημιουργίας, εκείνο που προέχει και οδηγεί τη σύλληψη.

Ας ξαναγυρίσουμε στη, συνέπεια του Ιερομονάχου: Θα πρέπει η συνέπεια αυτή, να δοκιμάζεται, βεβαίως, διότι αλλιώς δεν θα είχε νόημα το αίτημά της. Θέλω να πω πως εάν ο Σολωμός δεν ένιωθε να κινδυνεύει από κάπoιο είδος αυθόρμητης ανάμειξης των στοιχείων, από μια τάση να ενοποιήσει τις μορφές, δεν θα ζητούσε ποτέ με τέτοια επιμονή να τα διαχωρίσει, να τα παρουσιάσει σε μιαν ανεξαρτησία το ένα απέναντι στο άλλο. Και εάν η συνέπεια του Ιερομονάχου κινδυνεύει, από μια μονάχα κατεύθυνση πηγάζει ο κίνδυνος: από την ανάπτυξή του σε σχέση με τη μορφή της Γυναικός, σε σχέση δηλαδή με το αντικείμενο της αφήγησής του. Θα πρέπει λοιπόν, πρωταρχικά, να εντοπίσουμε αυτό τον κίνδυνο και να τον απομονώσουμε για να αντιληφθούμε το μέγεθός του.Σε κάποιον άλλo Στοχασμό του ο ποιητής σημειώνει τα εξής:

«Εδώ να μπάσης το Διάβολο και στο τέλoς και ο Iερoμόναχος να μη λέη ποτέ κακό. Έτσι θα τους οδηγή όλούς... ο Διάβολος».

Η σχέση αύτού του Στοχασμού με τον κίνδυνο που υπέδειξα πιο πάνω είναι, κατά τη γνώμη μου,η πιο κρίσιμη στιγμή της σύλληψης. Εδώ εισάγεται ένα ενδιάμεσο ανάμεσα στον Ιερομόναχο και τη Γυναίκα: το πρόσωπο του Σατανά. Τον Σατανά ο Ιερομόναχος τον αντάμωσε για πρώτη φορά σαν θέλησε να κοιτάξει μέσα στο πηγάδι. Εξ άλλου, ο Σατανάς είναι εκείνος που θα ενσαρκωθεί μέσα στη φιγούρα της Γυναικός με την απαιτούμενη συνέπεια ενός Δαιμονιακού προτύπου. Έτσι, ο Σατανάς θα γίνει αφ' ενός το πρωταρχικό όραμα του αφηγητού και αφ' ετέρου το πρότυπο της απεικονισμένης μορφής και, στη συνέχεια, της προφητείας. Η σκέψη αυτή μας φέρνει αντιμέτωπους με την ουσία του Δαίμονα. Μίλησα ήδη για τον συμβολισμό του πηγαδιού. Το πηγάδι εκπροσωπεί τον συναισθηματίκό βίο του Ιερομονάχου: το βλέπει ύστερα από κάποια πορεία εξομολογητική της ψυχής του [«ό,τι εγύριζα από το μοναστήρι του Α(γίου) Διονυσίου, όπου είχα πάει για να μιλήσω με έναν καλόγερο για κάτι υπόθεσες ψυχικές»]• σταματάει εκεί και ξαφνικά συλλογιέται τον κόσμο, τους δίκαιους και τους άδικους• περνάει τη στιγμή της αγωνίας του εκεί, χτυπώντας τα δάχτυλα στο φιλιατρό. Και η αγωνία του αυτή τον ωθεί να σκύψει μέσα στο πηγάδι, να σκύψει δηλαδή μέσα στην ψυχή του, διότι αυτή η αγωνία στάθηκε πρωταρχική - η αγωνία να μετρήσει όχι τους δίκαιους και τους άδικους του κόσμου, μα τις ανομίες της ψυχής του σε στιγμή που εκείνη, ήταν πρόσφορη και ειλικρινής, εξαγνισμένη, κατά κάποιον τρόπo, μετά την εξομολόγηση. Όμως η ενόραση των ανομιών αυξάνει την αγωνία του («Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ») και μαζί του φέρνει για πρώτη φορά το ρίγος του τρόμου. Η ύπαρξη αναταράζεται μπροστά σε μια πρώτη αποκάλυψη - στην αποκάλυψη του Δαίμονα, του Εξουσιαστή, του Άνομου στοιχείου που επεκτείνεται και δημιουργεί την ενόραση, που βαθαίνει την εικόνα του ψυχικού τρόμου. Και το φοβερό όραμα ξεσπάει τώρα. Ο νάνος ξεπετάγεται με τρομερό το γέλιο από το πηγάδι, από την ίδια την ψυχή, που την εικόνα της θέλησε να ατενίσει ο ποιητής. Είναι απόλυτα πιστός ο Σολωμός στο φρικιαστικό του όνειρο. Ο Δαίμονάς του συναντά με κάθε ένταση το Ρομαντικό πρότυπο της φρίκης, και η σκιά του πέφτει σ' όλα τα πράγματα, σε κάθε υπαρκτό ή αόρατο αυτού του κόσμου. Ο Σατανάς αναδύεται μέσα από την ψυχή του lερομονάχου (του ποιητή) και είναι αυτός η αποκάλυψη, το φοβερό μυστικό που έκρυβε κάτω από μια σεμνή και ήρεμη καλογερίσια μορφή. Η ενόραση φέρνει το ρίγος του Υψίστου: Εφόσον υπάρχει νάνος, Δαίμονας, εφόσον η ψυχή μετέδωσε το μήνυμά του, η αποτρόπαιη, μορφή θα ενσαρκώσει πια όλο το βάθος της. Το Δαιμονιακό Ύψιστο που συνετάραξε τα θεμέλια του Ρομαντισμού εισβάλλει βιαίως μέσα στον Σολωμό. Η έκφραση του ποιητή κατευθύνεται τώρα προς τα εκεί και αγγίζει μιαν από τις πλέον απόκρημνες κορυφές της. Λοιπόν, ο Σατανάς θα ενσαρκωθεί στη Μορφή της Γυναικός.

Η Γυναίκα είναι τώρα εκείνη, η οποία θα επενδύσει κάθε τρόμο, κάθε έννοια φρικίασης, κάθε εκτρωματική υπόσταση, των εσωτερικών δυνάμεων που απεκαλύφθησαν.
Όμως, ποια η Γυναίκα και τι από αυτήν ζητά ο ποιητής;

«Το λοιπόν το κορμί της γυναικός ήτανε μικρό και παρμένο
Kαι όποιος ήθελε σιμώση, την πιθαμή για να μετρήση, τη γυναίκα, ήθελ' εύρη το τέταρτο του κορμιού στο κεφάλι.
Kαι το μάγουλό της εξερνούσε σάγριο, το οποίο <ήταν> πότε ζωντανό και πότε πονιδιασμένο και μαραμένο.
Kαι αυτή η θωριά η γεροντίστικη ήτανε ζωντανεμένη από δύο μάτια λαμπρά και ολόμαυρα, και το ένα ήτανε ολίγο αλληθώρικο»

(Κεφάλαιον 2)

Δεν νομίζω πως ολόκληρος ο Ρομαντισμός έχει φθάσει σε μεγαλύτερο βάθος εξπρεσιονιστικής διάθεσης την περιγραφή του εκτρωματικού του προτύπου. Ο τρόμος, η φρίκη ως έννοια απόλυτη και καθολική, το τάραγμα του βάθους της ψυχής από όπου ξεκινά ο Σατανάς ως ποιότητα ανυπέρβλητη της εσωτερικής τάξεως ή αταξίας, βρίσκουν στο πρόσωπο της Γυναικός μια πληρότητα και έναν χαρακτήρα ενοραματικό αντάξια, αν όχι κατά πολύ ανώτερα, με τις πλέον συγκλονιστικές δημιουργίες που με αυτές το Ρομαντικό κίνημα εθεμελίωσε τη νέα όψη του κόσμου και της τέχνης. Ας θυμηθούμε τις έξοχες στιγμές όπου η Γυναίκα, ακολουθώντας τη δική της μοίρα, εκφράζεται με όλο το μέγεθος της αγριότητάς της στο φρικιαστικό τέλος:

«Kαι εχύθηκε πηδώντας ψηλά σαν τ' άστρο το καλοκαίρι που στον αέρα χύνεται δέκα οργιές άστρο. Kαι εχτύπησε στον καθρέφτη και οι μύγες εφύγανε και εβουΐζανε στο πρόσωπό της κουλουμωτές. Kαι αυτή, λογιάζοντας πως ήταν οι γονέοι της, έτρεχε εδώ και εκεί"Είσαι στα χέρια μου. Τι θέλεις; Να σου κάμω ψυχικό; Τώρα στο κάνω. Να ιδώ α σου μείνη φωνή να πης πως είμαι μουρλή ".
Έτσι λέοντας έκαμε ένα γύρο και εβάλθηκε με μεγάλη λύσσα να χορεύη, και το πουκάμισο το κοντό ευρισκότουνα στο πρόσωπό της.
Και τα μαλλιά, μαύρα και λιγδωμένα, έλεγες πως είναι φιδόπουλα όπου γένονται ανάμεσό τους κομμάτια απάνου στον κουρνιαχτό.
Και έσκασε ένα γέλιο μεγάλo .που αντιβούισε η κάμερα φωνάζοντας: Να, μάτια μου, το ψυχικό».

(Κεφάλαιον ύστερον 9)

Το Ύψιστο κακό που ο Δαίμονας σαρκώνει μέσα σε αυτή, την ανυπέρβλητη μορφή ενέχει κάθε ποιότητα Ρομαντική. Ακόμη και τα σύμβολα, οι χαρακτηριστικές ενσαρκώσεις, συμπίπτουν. Ο Δαίμονας-φίδι, τα μαλλιά-φιδόπουλα που ξεσκίζονται ανάμεσά τους, ο νάνος που γιγαντώνεται σε σύμβολο Δαιμονιακό αλλάζoντας τις μορφές του, και πάνω απ' όλα η έμπρακτη, εκδήλωση η οποία στρέφεται εναντίον κάθε ποιότητος ηθικής τάξεως: όταν η Γυναίκα με βρισιές αποδιώχνει και καταριέται τις ζητιάνες του Μεσολογγιού, ο Σολωμός λέγει: «αλλά εφάνηκε [η γυναίκα] σωστή». Τότε, δηλαδή„ έδειξε το πραγματικό της ανάστημα, τότε που το Κακό ορθώθηκε εναντίον της μεγίστης ηθικής αξίας, της αξίας που για τον ποιητή, εκπροσωπούσε το «Χρέος». Και εάν προσέξουμε κάπως περισσότερο τα λόγια της Γυναικός θα διακρίνουμε, ασφαλώς, μιαν ιδιαίτερη ποιότητα. Γιατί αυτά τα λόγια, καθώς προφέρονται, έχουν κάτι επιβλητικό μέσα τους. Έχουν ένα θάρρος και μιαν ευθύνη οι βρισιές, οι ιερόσυλες εκφράσεις. Και ο Σολωμός δεν κάνει τίποτε για να τις αναιρέσει. Του προκαλούνε άμεση, φρίκη και «σταυροκοπιέται» βεβαίως, όμως βαθιά αυτές οι κουβέντες εκπροσωπούνε, περισσότερο από κάθε τι ίσως, το μεγαλείο και τη δύναμη του Κακού που ανατρέπει, που ξεχύνεται «Άγγελος Εκδικητής», και αντιστρέφοντας πληρoί κάθε αξία με μιαν απουσία ηθικής. Και αυτό είναι πολύ συνεπές στο «βαθύ νόημα» το οποίο κρύβει μέσα της η δημιουργία. Διότι «ο ποιητής κινείται μές στην υπερφυσική σφαίρα, όπου τα πάντα εξουσιάζει το πνεύμα τoυ Κακού»(37).

Εδώ ας ξαναγυρίσω για μια στιγμή στο δεύτερο σκέλος του αρχικoύ Στοχασμού, τον οποίον άφησα ηθελημένα ανολοκλήρωτο:

«Κοίτα μήπως ταιριάζει να έχη [ο Iερομόναχoς] κάτι το πειραχτικό και το πείραγμα να γίνεται μ' ένα ύφoς ήρεμο».

Στο σημείο αυτό εκφράζεται μια κάποια αμφιβολία («Κοίτα μήπως ταιριάζει) ως προς τη στάση, την οποία ο Ιερομόναχος θα κρατά καθώς αντικρίζει και εμπλέκεται μέσα στα καθέκαστα συμβάντα, μέσα στο βαθμιαίο ξέσπασμα του Δαίμονα της Γυναικός. Πιο πέρα όμως υπάρχουν οι χαρακτηρισμοί «πειραχτικό» και «πείραγμα», στους οποίους θα σταθώ για λίγο επιχειρώντας να κατανοήσω το βάρος τους. Τη λέξη «πειραχτικό» θα πρέπει να τη, δούμε περισσότερο στην κατάχρηση του νοήματός της και όχι σε μια τρέχουσα χρήση, διότι αλλιώς εμφανίζεται εντελώς ξένη ως προς το κείμενο, όσον αφoρά τόσο στην επιφανειακή του κίνηση, όσο και στο βάθος των μορφών. Το «πειραχτικό» σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι ισοδύναμο του «σατυρικού». Η ψυχή του Ιερομονάχου, όπως άλλωστε πολλές φορές μου δόθηκε πιο πάνω η ευκαιρία να τονίσω, είναι τόσο πολύ δεμένη με το όραμα, ώστε μόνον για ταύτιση θα μπορούσε να γίνει λόγος. Η προσοχή θα πρέπει να δοθεί εξ ολοκλήρου στην τελευταία φράση: «και το πείραγμα να γίνεται μ' ένα ύφος ήρεμο».

Ότι μπορεί να χωρέσει κάτω από το ύφος της γαλήνης ενός Ιερομονάχου (του ποιητή) δεν μπορεί βεβαίως, να είναι σατιρικό. Πολύ περισσότερο που σε τέτοιες περιστάσεις η γαλήνη, από παράδοση, συνταιριάζεται με την αντίθεσή της- τον Πειρασμό. Ο Ιερομόναχος θα πρέπει, καθώς ο χαρακτήρας του Δαίμονα σαρκώνεται σταδιακά μέσα στο όραμα και στη Γυναίκα, να πειράζεται. Να νιώθει, δηλαδή, τον Δαίμονα να περιπαίζει την ψυχή του. να νιώθει τα καμώματά του να τον τυλίγουν, όπως ακριβώς το ράσο του, και να περιγλιέται μέσα σ' αυτή του τη μυστική έλξη του Υψίστου Κακού(38). Και όλα αυτά να γίνονται κάτω από την ηρεμία της «θεωρίας» του, μέσα στη γαλήνη των μελετών του, εκεί όπου ο ποιητής ένιωσε τους απόκρυφους πειρασμούς και τα περιγελάσματα της ταραγμένης του ψυχής κάτω από το επιφανειακά γαληνεμένο και ισορροπημένο έμβλημα της Αγιότητός του.Από τη σκοπιά αυτή είναι δυνατόν να ερευνηθεί και ο δεσμός που ενώνει τις δυο μορφές μέσα στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος», το βαθύ νόημα το οποίο υπαινίσσεται ο ποιητής. Θα σταθώ περισσότερο στην αρχή του Κεφαλαίου 4, εκεί όπου η Γυναίκα μιλά στη θυγατέρα της:

«Ωστόσο η γυναίκα της Zάκυνθoς είχε στα γόνατα τη θυγατέρα της και επολέμαε να την καλοπιάση. Έβαλε λοιπόν το ζουρλάδι στα μαλλιά της από πίσω από τ' αυτιά, γιατί η ανησυχία της τάχε πετάξει, και έλεγε φιλώντας τα μάτια της θυγατρός της:
"Μάτια μου, ψυχή μου, να γένης καλή, να παντρευτής, και να βγαίνουμε και να μπαίνουμε και να βλέπουμε τον κόσμο και να καθόμαστε μαζί στο παρεθύρι και να διαβάζουμε τη θεία Γραφή και τη Χαλιμά". Και αφού την εχάϊδεψε και της φίλησε τα μάτια και τα χείλα, την άφησε απάνου στην καθέκλα λέοντάς της: Να και ένα καθρεφτάκι και κοιτάξου που εισ' όμορφη και μου μοιάζεις».

(Κεφάλαιον 4)

Η σκηνή αυτή διαδραματίζεται λίγο πρίν η Γυναίκα εκδηλώσει το μίσος της, λίγο πριν διαπράξει την μεγίστην ιεροσυλία προπηλακίζοντας με βρισιές τις φτωχές ζητιάνες του Μεσολογγιού. Kαι όμως, παρ' όλον τον Δαίμονα που εκβράζεται μέσα από τα σπλάγχνα της, παρ' όλη την εκτρωματικότητα και τη φρίκη πoυ γεννά στην ψυχή του ποιητή η αποκάλυψη της επιθυμίας του Κακού και η εκτόνωσή της επάνω σε κάθε ιερό και όσιο, αυτός ο ίδιος ο δημιουργός, αυτός ο οποίος τρομάζει και σταυροκοπιέται μπροστά στη δαιμονισμένη μορφή, αυτός ο οποίος νιώθει τα σπλάγχνα του να φρικιούν στη δίνη του Σατανά που μέσα από το πηγάδι (από την ψυχή του) ξεσπά το φοβερό του γέλιο, αυτός λοιπόν ο ίδιος ο ποιητής ξεσπά μαζί με αυτό το φοβερό γέλιο και μιαν ανυπέρβλητη αγάπη μια τρυφερότητα απέραντη, για τη μορφή εκείνη της οποίας η «θεώρηση» γεμίζει την καρδιά του με το φρικτότατο όραμα:

«Μάτια μου, ψυχή μου, να γένης καλή...»

Είναι σαν να μιλά μια μάνα ενάρετη και αφοσιωμένη, κάποια που δεν γνώρισε και δεν ένιωσε καμία κακία να της αναστρέψει την ψυχή. Το όνειρό της είναι ένα όνειρο απλό και καθημερινό, με το «παρεθύρι» και τη Θεία Γραφή και τη Χαλιμά, και με τον κόσμο γύρω που δεν θα τρομάζει από την παρουσία της άθλιας μορφής, μα που θα δέχεται στην αγκαλιά του εκείνα τα δυο πλάσματα σαν όμοιους συγκάτοικούς του: «και θα βγαίνουμε και θα μπαίνουμε και θα βλέπουμε τον κόσμο...»

Η Γυναίκα της Ζάκυνθος φιλά την κόρη της στα μάτια και στα χείλη, σπαράζοντας μέσα στην τραγική ερημιά της. Και μιά δραματικότητα σπάνια σε ένταση και τρυφερότητα θα κορυφωθεί σε αυτά τα συγκρατημένα λόγια, τα ειπωμένα με τόσο παράξενο τρόπο: «Να και ένα καθρεφτάκι και κοιτάξου που εισ' όμορφη και μου μοιάζεις».

Δεν είναι, ασφαλώς, ο θολωμένος κόσμος της τρέλλας που βλέπει την άσχημη, την πανάθλια μορφή, να μεταλλάζει σε ομορφιά. Αντίθετα, είναι εδώ η βαθειά συνείδηση του ποιητή που αντιστρέφει τον κόσμο. Αυτός ο Δαίμονας, αυτή η στιγμή του Υψίστου μεταφυσικού Κακού, αυτό το όραμα της Κολασμένης ψυχής είναι συνάμα τρυφερό και αγαπημένο, είναι όμορφo έτσι καθώς το νιώθει να ξεριζώνει τα σπλάγχνα του. Μέσα του κλείνει μια τέτοια δύναμη ερημιάς και αγάπης, που καμιά έκφραση Καλού ή Αγαθού δεν θα μπορούσε ποτέ να εμπεριέχει. Ο Φοβερός Δαίμονας, ο Ύψιστος Δυνάστης της ψυχής, ο οποίος γεννά τη φρίκη με την αποκάλυψη της παντοτινής του εξουσίας και ο οποίος ξεχύνεται μέσα από τα σπλάγχνα του ποιητή, μοναδική αλήθεια και αξία ζωής, για να καλύψει με τα φτερά του Μαύρου Αγγέλου κάθε γωνιά της υπάρξεως, αυτός λοιπόν ο τρόμος της ψυχής είναι συγχρόνως αντικείμενο προσήλωσης και αγάπης. Ο ποιητής που ένιωσε βαθιά την κυριαρχία του, που είδε το πρόσωπό του μέσα σ'αυτή την ανήλιαγη και σκοτεινή ουσία της μοίρας του, ριζωμένη τώρα μέσα στη φρικαλέα πραγματικότητα, αφήνει, όλον του τον συναισθηματικό πλούτο να ξεχειλίσει σε σχήμα αγάπης απέναντι στον εφιάλτη του. Στον Μανιχαϊκό του κόσμο, η Γυναίκα της Ζάκυνθος είναι το πρότυπο της «Μεγάλης Μητέρας», μιας διφυούς οντότητος η οποία ως ουσία της εμφανίζει στο μισό της πρόσωπο τη «Σκοτεινή Κυρά» και στο άλλο της μισό την «Αγαθή παρθένο».

Αυτή η αγάπη, αυτή η τέλεια στιγμή της τρυφερότητας ενσαρκώνει το «βαθύ νόημα» και τον απόκρυφο δεσμό με το όραμα της τυραννίας.

Ο Σατανάς είναι συγχρόνως μισητός και αγαπημένος, είναι η Αξία, η Αγνότητα και η διεκδίκηση της Αγιοσύνης. Η Αγιότητα, μας είπε ο Ρομαντισμός, είναι μια αυταπάτη. Η μοναδική πραγματικότης, ο μοναδικός χώρος του ανθρώπου είναι η Έκπτωση, ο Άγγελος που με την Ανταρσία του γκρεμίστηκε διότι αγάπησε την Ανταρσία. Να, λοιπόν, που και ο Σολωμός την ίδια είδηση, κομίζει: Κλεισμένος πρώτα μέσα στο καλογερίστικο ράσο του Ιερομονάχου θα συναντήσει τον Δαίμονα και θα τον σαρκώσει μέσα σε μια μορφή Υψίστου πάθους. Ύστερα θα νιώσει την αγάπη αυτής της μορφής,τη μοναδική της δύναμη, την ομορφιά που κρύβει στο βάθος της και την απέραντη ερημιά της. Και θα ζωγραφίσει τη Γυναίκα με ανάλογα χρώματα, με ανάλογη, δραματική συνείδηση έκπτωσης. Ο Ιερομόναχος αγαπά τη Γυναίκα διότι αυτή είναι ο δικός του κόσμος, το νόημα και η ουσία της Αποκαλύψεώς του. Ας θυμηθούμε για λίγο τη σκηνή με την οποία ο ποιητής κλείνει το «Σχεδίασμα». Ενώπιος ενωπίω ο Ιερομόναχος, αντικρίζοντας το θλιβερό κουφάρι που η δύναμη, και η εξουσία του Δαίμονα το οδήγησε στο φρικτό του τέλος, έχοντας κιόλας δει κάθε εικόνα τρόμου και φρίκης, δεν δέχεται κανενός την παρουσία. Οργίζεται όταν άλλοι έρχονται να σταθούν ανάμεσα σ' αυτόν και το αντικείμενο της ψυχής του. Βλέπει τους άλλους να φoρούν «μια προσωπίδα» και ουρλιάζει: «Όξω από δω, όξω από δω! Τα κρίματά σας σάς εσύρανε εδώ. Τούτος ο τόπος είναι κεραυνοκράχτης, γιατί ο Θεός τον μισάει».

Τόπος κεραυνοκράχτης ήταν η ψυχή τoυ ποιητή μετά την αποκάλυψη, των ανομιών του, τόπος που ο Θεός τον μισεί, μα τόπος αγαπημένος, κανόνας Ύψιστος που μέσα από τρόμο και ρίγος μπόρεσε να ανοίξει μια εξαίσια πληγή. Ιερομόναχος, Σατανάς και Γυναίκα είναι ένα και μοναδικό τέλειο σύμπλεγμα στο οποίο η εμπλοκή του ενός προσώπου μέσα στο άλλο δημιουργεί μιαν αξεπέραστη, ενότητα.

«Και τελειωμένη η δέηση, εκοίταξα χάμου οπίσω από τον καθρέφτη στoχάζοντάς τηνε λιγωμένη, και δεν ήτον εκεί.
Και αιστάνθηκα το αίμα μου να τραβηχθή από τα μάγουλά μου. Και έπεσε το κεφάλι απάνου στα στήθια μου, και είπα μέσα μου:
Ο Θεός ξέρει που έφυγε η δύστυχη, ενώ επαρακάλεια για αυτήν με τη θέρμη της ψυχής μου.
Και επέρασα πέρα με το κεφάλι σκυφτό και στοχασμένο να πάω να την εύρω.
Και άκουσα στο μέτωπο κάποιον τι πoυ μ' εχτύπησε κι' έπεσα ξαφνισμένος τ' ανάσκελα.Κι εσηκώθηκα και επήα οπίσω από τον καθρέφτη και είδα τη γυναίκα της Ζάκυνθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε».

(Κεφάλαιον ύστερον 9)

Το φρικτό τέλος της Γυναικός γεννά στην ψυχή του ποιητή την τέλεια παραδoχή της μοίρας. Ο αγαπημένος του Δαίμονας έσυρε την κατάρα επάνω σε μια μορφή, η οποία τον υπηρετούσε πιστά και έλαμψε για μιαν ακόμη φορά με τη φοβερή του εκδίκηση, όταν το κορμί της Γυναικός «εκρεμότουνα και εκυμάτιζε» και το στοχασμένο κεφάλι του Ιερομονάχου ανακάλυπτε μιά μοίρα καταστροφής, η οποία ήταν και δική του μοίρα, και τον τραβούσε βίαια στο ίδιο τέλος, σ' αυτή την Υψίστη σκιά θανάτου που ο Σατανάς φυλάει για τους πιστούς του. Να γιατί ουρλιάζει ο ποιητής μπροστά στο κρεμασμένο κουφάρι και θέλει να το κρατήσει δικό του, μακριά από κάθε επέμβαση του κόσμου. Διότι το αγαπά, καθώς αγάπησε και τη στιγμή της αγωνίας του τότε που το όραμα γεννιόταν, και νιώθει πως αυτός μονάχα που αντίκρισε τον Δαίμονα να αναδύεται από τα σπλάγχνα του είναι ο μόνος άξιος να δεχθεί την εκδίκηση και τον εφιάλτη του σπαραγμού, είναι ο μόνος άξιος να ανταμώσει πάλι με το φρικτό γέλιο του νάνου:

«Και εσηκώθηκα από τη δέηση και άκουσα το ίδιο γέλιο και αντιβούϊζε η κάμαρα. Και πήγα πίσω από τον καθρέφτη και είδα τη γυναίκα της Ζάκυνθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε, και είδα καθισμένο το διπλοπόδι έναν νάνο που εμίμιζε απαράλλαχτα εκείνο το γέλιο».


ΙΙΙ
Μέχρι τώρα εμίλησα για τις γενικότατες ποιότητες μέσα στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος». Κατά κάποιον τρόπο επεχείρησα μιαν ανάλυση της είδησης του Σολωμού, όπως διαισθητικά την προσέγγισα διαβάζοντας το τραγικό «Σχεδίασμα». Μένει ακόμη, να μιλήσω για κάποιες ειδικές ποιότητες, για μια προέκταση, του ποιητή, στις ιδιαίτερες στιγμές του πάθους του.« Στοχάσου πως είναι νύχτα», λέει ο Σολωμός. Και παραλλάσσοντας: «Στοχάσου πως η σκηνή γίνεται τη νύχτα». Η προσήλωση στη νύχτα, η αγάπη στο σκοτάδι έχει όμοιο περιεχόμενο με εκείνο του Δαιμονιακού Υψίστου. Διότι το σκοτάδι ενσαρκώνει μιαν ακόμη όψη του τρομακτικού, ένα ακόμη βήμα προς τον ζόφο των φρικιαστικών οραμάτων. Χαρακτηριστική είναι πάλι η παρατήρηση του Edmund Burke: «Καμία προσωπικότητα δεν έχει καλύτερα συλλάβει το μυστικό της εξύψωσης ή της περιγραφής αντικειμένων τρόμου, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω την έκφραση, στο λαμπρότερό τους φως κάτω απ' τη δύναμη ενός μελετημένου σκότους, απ' ό,τι ο Μilton». Kαι παραθέτοντας, ο Burke, την περιγραφή, του Θανάτου από το δεύτερο βιβλίο του «Χαμένου Παραδείσου» προσθέτει: «Σ' αυτή την περιγραφή όλα είναι σκοτεινά, αβέβαια, συγκεχυμένα, τρομερά και ύψιστα στον έσχατο βαθμό» (39).

Η ίδια ακριβώς δύναμη ωθεί τον Σολωμό να θεωρεί τό σκοτάδι και τη νύχτα ως συντελεστές των εφιαλτικών στιγμών του μαρτυρίου του. Η ίδια ανάγκη, τον σύρει να περιγράψει όλες τις φρικαλέες προφητείες κάτω από την απουσία φωτός, για να τις κάνει όμως να αναδυθούν μέσα από το πιο δυνατό τους φως και να τις επιβάλει ως τελειωτικές και μέγιστες στιγμές της σύλληψής του. Μια τέτοια σύλληψη της νύχτας μας φέρνει πάλι κοντά στον εφιάλτη, κοντά στην έκφραση του τρόμου ως υπέρτατης ψυχικής και αισθητικής αρχής. Εδώ «Ο Λάμπρος», η άλλη, κορυφαία δημιουργία του ποιητή, μας παρέχει το έδαφος για να ολοκληρώσουμε τη θέασή μας:

«Kαι ιδoύ τρία σαν αδέλφια έρμα και ξένα,
Που έν' αγιοκέρι σβημένο βαστούσαν,
Όπου στρίψη, όπου πάη, τ' απελπισμένα
Γοργά πατήματά του ακολουθούσαν.
Λιγδερά και πλατιά κι' όλα σχισμένα
Τα λαμπριάτικα ρούχα οπού φορούσαν
Στα μπροστινά, στα πισιvά στασίδια,
Όλο σιμά του σειούνται τα ξεσκλίδια.
[...]
"Ω κολασμένα, αφήτε μου τα χέρια".
Χείλη με χείλη τότε εκολληθήκαν.
Όσα εδώσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια
Στου δυστυχή τα φυλλοκάρδια εμπήκαν.
Αφού στον κόσμο ελάμψανε τ' αστέρια,
Τέτοιου τρόμου φιλιά δεν εδοθήκαν.
Φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι•
Μέσα του επήε το νεκρικό βαμπάκι.
[...]
"Κόλαση; την πιστεύω• είναι τη• αυξάνει,
Κι' όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου.
Απόψε Κάποιος που ό,τι θέλει κάνει
Μόστειλε από το μνήμα τα παιδιά μου.
Χωρiς να τη γνωρίζω εχθές μου βάνει
Τη θυγατέρα αισχρά στην αγκαλιά μου.
Δε λείπει τώρα πάρεξ να χαλάση
Τον Εαυτό του, γιατί μ' έχει πλάσει"».(40)

Ο Λάμπρος είναι και αυτός μια Κολασμένη ψυχή, η οποία μέσα της κουβαλά τα πιο φρικτά ανομήματα. Θύμα μιας «Υψίστης κατάρας» σκορπά τη φρίκη του σε εκτρωματικά οράματα, ενστερνίζεται τον Δαίμονα και υποτάσσεται στη μεγίστη και ακατανίκητη εξουσία του με τη συναίσθηση της μοίρας και της ενοχής ως τμήματα αναπόσπαστα μιας τάξεως πέρα από αυτόν, την οποία και αν ακόμη τη δοκιμάζει και την αισθάνεται να κατευθύνει μυστικά τα νήματα της πράξης του, γνωρίζει πως δεν μπορεί να την ξορκίσει παρά μονάχα μέσω μιας ολοκληρωτικής αποδοχής. Είναι ο Λάμπρος πολύ κοντά στον ναύτη του Coleridge που ζει με τους νεκρούς του. Έτσι, διότι παράλογα σκότωσε ένα θαλασσινό πουλί.

Σταθερά, το περίγυρο του Σολωμού το δημιουργεί πρωτίστως η αποκάλυψη της ανομίας και η αβάστακτη σκιά της ενοχής. Εγκαταλείποντας την ερωμένη του ο Λάμπρος κάνει μια πράξη όχι φυσικά ηθική, με την απόλυτη έννοια, αλλά ωστόσο μια πράξη η οποία εντάσσεται ουσιαστικά μέσα στα όρια της συγκεκριμένης τάξεως του κοσμικού κατεστημένου. Η πράξη όμως αυτή ενεργώντας τώρα ερήμην του και επιτελώντας μια σκοπιμότητα ερμητικά μυστική και άγνωστη, επισύρει την Υψίστη κατάρα επάνω του. Δεν είναι, ασφαλώς, ο αίτιος για τον θάνατο των τριών του παιδιών. Παρ' όλα ταύτα, αυτά τον κυνηγούνε ακούραστα. Αισθάνεται τον τρόμο της παρουσίας τους. Μέσα στο θολωμένο του μυαλό αφήνει να ξεσπάσει όλος ο φόρτος της ενοχής, όλο το μαρτύριο της ψυχής του και συγχρόνως ο αποτροπιασμός του για τη μοίρα που του επιβάλλεται. Το ίδιο παράλογα καί εκτρωματικά γίνεται εραστής της κόρης του.

Όμως ο Λάμπρος δεν είναι ο ήρωας ο οποίος υφίσταται τη Θεοδικία. Αντιθέτως, είναι εκείνος ο οποίος υψώνει το μολυσμένο ανάστημά του εναντίον «πάσης θεϊκής παρεμβάσεως». Μέσα στήν έκπτωσή του, και χάρη σ' αυτήν, μπορεί τώρα να ενατενίσει ηδονικά την ουσία η οποία αναδύθηκε από τις πλέον απόκρυφες γωνιές της ψυχής του. Μπορεί να σαρκώσει την ανταρσία του σε δίψα για το Κακό, σε επιθυμία της ανομίας διατηρώντας μια βαθειά, όσο και συγκλονιστική, συνείδηση, του εαυτού του:

«Κόλαση; την πιστεύω• είναι τη• αυξάνει,
Κι' όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου».

Και ύστερα από αυτή την Υψίστη παραδοχή του Δαίμονά του, αισθάνεται τη δύναμη να ατενίσει με περιφρόνηση ως και αυτό ακόμη το μέγιστο πρότυπο της αρμονίας, αυτή την ηθική ισορρόπηση του κόσμου, σε ένα ξέσπασμα καταστρεπτικών δυνάμεων που τίς κρατούσε φυλακισμένες, μα που τώρα μπορούν ελεύθερα να ξεχυθούν από το ηδονικό ρίγος της ανομίας του:

«Δε λείπει τώρα πάρεξ να χαλάση,
Τον Εαυτό του, γιατί μ' έχει πλάσει».

Η σύντομη ανάλυση την οποία επεχείρησα, θαρρώ πως δείχνει τον βαθύτατο σύνδεσμο ανάμεσα στις δυο κορυφές της δημιουργίας του Σολωμού: τον «Λάμπρο» και τη «Γυναίκα τής Ζάκυνθος». Δείχνει κυρίως πόσο κοντά στέκονται τα δυο έργα και ερμηνεύει το κοινό ύφος, τον κοινό κεντρικό πυρήνα που κάνει τον Δαίμονα να υψωθεί ως έσχατη ουσία και αφετηρία δημιουργική.

Ας συγκρίνουμε το απόσπασμα από τον «Λάμπρο» με τη σκηνή της τελειωτικής εκδίκησης στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος»:

« Αλλά η μάνα της χώρις να κοιτάξη κατά τη θύρα, χώρις να κοιτάξη τη θυγατέρα της, χώρις να κοιτάξη κανέναν, αρχίνησε:
Ετούτη τη στιγμή το μάτι και το αυτί του παιδιού σου σε παραμονεύει από την κλειδωνότρουπα, και σε απομακραίνει,γιατί σκιάζεται το κακό σου. Kαι έτσι έκαμες και εσύ μ' εμέ. Για τούτο σόδωσα την κατάρα μου γονατισμένη, και ξέπλεκη εις την πίκρα της ψυχής μου, όταν ασήμαιναν όλες οι εκκλησίες την ημέρα του Πάσχα.
Στην ξανάδωσα μίαν ώρα πριν ξεψυχήσω, και τώρα σ' τήν ξαναδίνω, κακό και ανάποδο θηλυκό. Kαι η τρίδιπλη κατάρα θέλει είναι αληθινή και ενεργητική στο κορμί σου και στην ψυχή σου, καθώς είναι αληθινά και ενεργητικά στον φαινούμενο και στον αόρατο κόσμο τα τρία προσώπατα της Αγίας Τριάδας.
Έτσι λέοντας έβγαλε ένα ζωνάρι που ήτανε του ανδρός της, το χουχούλισε τρεις φορές και το πέταξε μες στα μούτρα της».

(Κεφάλαιον 8)

Η ίδια κατάρα, έτσι καθώς βάραινε στον Λάμπρο, βαραίνει επάνω στο κεφάλι της Γυναικός. Η εμμονή του Σολωμού στο σημείο αυτό είναι, πιστεύω, εμφανής. Ακόμη και ο χρόνος ταυτίζεται: Η ημέρα του Πάσχα, τότε που η Θεϊκή δικαίωση ανέρχεται τη μεγίστη κλίμακα της εκδήλωσής της, είναι η ημέρα της κατάρας. Τότε ο Λάμπρος κυνηγιέται από τα τρία πεθαμένα, τότε και η Γυναίκα στιγματίζεται διαπαντός από τον Δαίμονά της. Και η κατάρα είναι ανελέητη για το κορμί και την ψυχή.
Το βάθος της ενοχής που γεννά η επιθυμία της ανομίας, προσδίδει την ιδιαίτερη ποιότητα του εφιάλτη. Το εκτρωματικό στοιχείο ξεκινά από εδώ επίσης, όπως άλλωστε και σε όλα τα Ρομαντικά πρότυπα, και ο εξπρεσιονισμός της μορφής είναι βαθιά χωμένος, συνδεδεμένος άρρηκτα, με τον τρόμο και την αγάπη που προκύπτουν από την πράξη της καταπάτησης κάθε ουσίας, κάθε επιβεβλημένης τελεολογίας του κόσμου. Η ψυχή πραγματώνει μιαν ακριβή στιγμή Ελευθερίας. Μέσα από την ενατένιση, του εαυτού της ξεπροβάλλει κραδαίνοντας τη δική της τελεολογία, που δεν είναι άλλη από τον Ύψιστο κανόνα της κατάρας, της ενοχής δηλαδή για ό,τι καταστρεπτικό αλλά «ενεργητικό» και αληθινό κουβαλά μέσα της. Και έτσι εμφανίζεται ο Δαίμονας να καραδοκεί, η ενοχή να μεταστρέφεται σε ηδονή αναρχίας, η κατάρα να μεταλλάζει σε συναισθηματική εκτόνωση. Εξαγνισμένος ο κόσμος, περνώντας μέσα από τον εφιάλτη και τη φρίκη του Πνευματικού μαρτυρίου, θα γεννηθεί πάλι από τις στάχτες του, για να σπαταλήσει την ψυχή του αγαπώντας τη φρίκη και ανακαλύπτοντας σ' αυτή, μαζί με την εκτόνωση της τρέλλας, έναν τρόπο να υπάρξει:

«Kαι όσο εχτυπούσε, τόσο οι μύγες εβουίζανε, και τόσο αυτή εκατατρόμαζε, όσο που τέλος πάντων έχασε το νου της ολότελα.
Γιατί τρέχοντας με το πουκάμισο, που η φιλάργυρη τόχε κάμει κοντό, έτρεξε το μάτι της στον καθρέφτη,
Kαι εσταμάτηξε και δεν εγνώρισε τον εαυτό της, και άπλωσε το δάχτυλο και αναγέλασε:
"Ω κορμί, ω κορμί! Τι πουκάμισο! Ε, καταλαβαίνω εγώ. Kαι ποιος πονηρός μπορεί να μου κρύψη, την πονηρία του; Εκείνο το πουκάμισο με κάνει να καταλάβω πως καμώνεται τρέλα για νάν' έτοιμος να κριματίση".
Kαι επήγε οπίσω από τον καθρέφτη, και την άκουα να κάνη μεγάλη ταραχή.
Kαι έσκασε ένα γέλιο μεγάλο που αντιβούισε η κάμερα φωνάζοντας. Να, μάτια μου, το ψυχικό».

(Κεφάλαιον ύστερον 9)

Την ύστατη στιγμή του τέλους της έχει το θάρρος η Γυναίκα να διαδηλώσει την περιφρόνησή της προς τα μισητά αντικείμενα των γονιών της και προς εκείνη την όμορφη και καλή αδελφή της. Mε αυτό τον τρόπο διαλέγει να δείξει την προσήλωσή της στο μίσος και την αγάπη που νιώθει για την κακία της. Διότι είναι εκείνη που σάρκωσε τον Δαίμονα και γεύτηκε τη χαρά της απελευθερωμένης της ψυχής και την ηδονή του καταστρεπτικού οράματός της. Εάν τώρα βρίσκει το τέλος της, είναι διότι ακολουθεί πιστά τη μοίρα της, διότι επιβάλλει στον κόσμο τη συνείδηση της αυτοκαταστροφής της. Μήπως άλλωστε μια τέτοια ηδονή, μια τέτοια προσήλωση στη φρίκη της δεν νιώθει και η Μαρία του «Λάμπρου» μέσα στα αυτοκαταστροφικά της όνειρα;

«Κι' ό,τι τέτοια του λέω, μέσα με θάρρος
Να σου τα τρία τ' αρσενικά πετιούνται•
Του καραβιού τα ξύλα από το βάρος
Τρίζουν τόσο που φαίνεται και σκιούνται•
Τότε προβαίνει αφεύγατος ο χάρος,
Και στριμωμένα αυτά κρυφομιλιούνται,
Κι' αφού έχουν τα κρυφά λόγια 'πωμένα,
Λάμνουν με κάτι κουπιά τσακισμένα.

(...)

Και τα κύματα τότε μας πηδίζουν,

Που στα νέφη σου φαίνεται πως νάσαι,

Kαι πότε τόσο ανέλπιστα βυθίζουν,
Που μην ανοίξη η κόλαση φοβάσαι•
Οι κουπηλάτες κατά με γυρίζουν,
Βλασφημούν, και μου λένε: Ανάθεμά σε.
Η θάλασσα αποπάνου μας πηδάει,
Και το καράβι σύψυχο βουλιάει».

Το όνειρο αυτό μπορεί να μας πείσει, κατά τη γνώμη μου, για το «κρυφό νόημα» που και εδώ προβάλλει σχεδόν αναλλοίωτο.

Δεν γνωρίζω ποια στοιχεία θα μπορούσε πιθανώς ν’ανασύρει μια δυναμική ανάλυση του εφιάλτη. Πιστεύω όμως πως όλο το πάθος του ποιητή, συμπυκνώνεται σε δυο σημεία:

α) Το καράβι που το οδηγoύν τα πέντε νεκρά.
β) Η αφάνταστη ηδονή πoυ ωθεί τον δημιουργό να εκφράζει στιγμές καταστροφικές, στιγμές σκοτεινές όπου οι ήρωές του, νικημένοι από το Κακό που σέρνουν μέσα τους, βρίσκουν μια μοίρα ανελέητη, μια καταραμένη μοίρα. Και η μοίρα αυτή υψώνεται ως Υψίστη βαθμίδα δικαίωσης.

Η Μαρία, σε κάποια γωνιά του καραβιού, αντικρίζει τον Χάρο. Και μπροστά σ' αυτό το όραμα ένα σαδιστικό πάθος τη συγκλονίζει: Ο τρόμος που γεννά μέσα στις πέντε φτωχές υπάρξεις ο Θάνατος αποτελεί γι' αυτήν μια στιγμή, κρυφής αγαλλίασης. Η εικόνα, η οποία προβάλλεται τώρα για να εκφράσει αυτή, την άνομη επίθυμια, έχει μια ομορφιά περίεργη, είναι εν τέλει μια άγρια εικόνα επιβολής του αμαρτωλού της πάθους επάνω στις ανυποψίαστες ψυχές:

«Τότε προβαίνει αφεύγατος ο χάρος.
Και στριμωμένα αυτά κρυφομιλιούνται.
Κι' αφού έχουν τα κρυφά λόγια 'πωμένα,
Λάμνουν με κάτι κoυπιά τσακισμένα».

Αλλ' αυτές oι ψυχές έχουν «κρυφά λόγια πωμένα». Έχουν δηλαδή με τη σειρά τους θρέψει το μίσος και η κατάρα φουντώνει μέσα τους. Και η Μαρία το νιώθει. Γνωρίζει πως τελικά η κατάρα θα ξεσπάσει επάνω της, όταν οι «αθώες ψυχές» θα ανοίξουν τους κρουνούς της Κολάσεως:

«Οι κουπηλάτες κατά με γυρίζουν,
Βλασφημούν, και μου λένε: Ανάθεμά σε».
Αλλά η στιγμή της κατάρας είναι η δικαίωση της Μαρίας. Τα παιδιά της δεν είναι πια oι αθώες ψυχές, οι άγγελοι οι πλασμένοι να υμνούν τον Δημιουργό. Έχουν μετατραπεί σε πλάσματα καταχθόνια, πoυ επάνω της εξακοντίζουν τις κατάρες και τις βλαστήμιες τους, Άγγελοι του σκότους που θα την οδηγήσουν στον χαμό. «Έτσι θα τους οδηγεί όλους... ο Διάβολος», για να θυμηθούμε, άλλωστε, την έκφραση του ποιητή. Τώρα η Μαρία μπορεί επιτέλους να βουλιάξει το καράβι της. Το έργο της έχει πλέον συντελεσθεί. Τίποτε δεν στάθηκε ικανό να αντισταθεί στη δύναμη του Κακού, την οποία, ο ποιητής ενσάρκωσε στην ψυχή της. Ούτε ακόμη αυτές οι πέντε παιδικές ψυχές. Η κόλαση διάνοιξε τις πύλες της και όλα έγιναν Κόλαση, τα πάντα υπέκυψαν στην ενοχή και την κατάρα:
«Η θάλασσα αποπάνου μας πηδάει,
Και το καράβι σύψυχο βουλιάει».


IV
Είδαν τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» ως σάτιρα στο περιθώριο των «Ελευθέρων Πολιορκημένων». Αυτό κατά τη γνώμη μου αποτελεί τη μεγαλύτερη διαστρέβλωση του πάθους του Σολωμού και προπάντων εκείνων των στιγμών του έργου του, στις οποίες αποκλειστικά μπόρεσε ο δημιουργός, απερίσπαστος και τραγικά ειλικρινής, να εκφράσει τη σκοτεινιά του οραματισμού του. Αυτές οι στιγμές είναι οπωσδήποτε λίγες. Ας μην καταστραφούν και αυτές, εάν δεν θέλουμε να χάσουμε τον ποιητή και εάν δεν θέλουμε να δούμε το έργο στα νύχια των ανθρώπων του «Χρέους».


Σημειώσεις

32. Αναφέρομαι κυρίως στα έργα: Kώστα Βάρναλη, "Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική", Κ. Καιροφύλα, "Η Ζωή και το έργο του Σολωμού", Λίνου Πολίτη, "Εiσαγωγή στη Γυναίκα της Ζάκυνθος. Εξαίρεση θα πρέπει να κάνω για το δοκίμιο του Πάνου Καραβία "Ένα νόημα κ' ένα μήνυμα, όπου σ' αυτό η ερμηνεία επιχειρείται από μιαν αναλυτική σκοπιά και αναζητείται ο τραγικός πυρήνας του έργου.

33. Jose Ortega y Gasset, « Aναζητώντας έναν Γκαίτε εκ των ένδον», απόδοση, από τα ισπανικά: Μάγια-Μαρία Ρούσσου, ανάτυπον από την Ηπ. Εστία, Γιάννινα 1972, σ. 14.

34. Τα αποσπάσματα αντιγράφω από την έκδοση του Λίνου Πολίτη, Σολωμού: Η Γυναίκα της Ζάκυνθος, Ίκαρος 1944.

35. Toυς «Στοχασμούς» αντιγράφω από την έκδoση, του Λίνου Πολίτη, Διονυσίου Σολωμού: "Άπαντα", τόμος δεύτερος. Πεζά και Ιταλικά,β' έκδοση, Ίκαρος.

36. Βλ. Εμμ. Κ. Χατζηγιακουμή, Νεοελληνικαί πηγαί του Σολωμού, Αθήναι 1968.

37. Λίνου Πολίτη, «Εισαγωγή στη "Γυναίκα της Zάκυνθος"», ό.π. σ. 20.

38. Το ρήμα το οποίο χρησιμοποιεί ο Σολωμός είναι το ρήμα beffare. το οποίο σημαίνει: Prendere a giuoco_ Dileggiare, Deridere (βλ. Zingarelli, Vocabolario della lingua Italiana, Zanichelli Βοlοgna).

39. Edmund Burke, ό.π., part two, σ. 59.

40. Τα αποσπάσματα από τον «Λάμπρο» αντιγράφω από την έκδοση του Ιακώβου Πολυλά, Διον. Σολωμού: Άπαντα, έκδ. Φιλολογική.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, "BLOG-ΚΡΑΤΙΑ", Η 5n ΕΞΟΥΣΙΑ

[Απόσπασμα Ομιλίας της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ κατά την επίσημη αναγόρευσή της σε Επίτιμη Διδάκτορα του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στις 15 Ιανουαρίου 2007.]

(...)

Ειπώθηκε, ίσως με κάποια υπερβολή, ότι ο τύπος είναι η τέταρτη εξουσία, πρέπει πιο εύλογα να πούμε μάλλον ότι ζούμε σε μια εποχή «μιντιοκρατίας» και αυτό για να περιλάβουμε όλα τα μέσα επικοινωνίας που διαθέτει σήμερα ο κάθε μοντέρνος άνθρωπος (πολίτης βέβαια κυρίως των ανεπτυγμένων κοινωνιών), και όχι μόνο ο ειδικός χειριστής και διαχειριστής κάποιας δημοσιογραφικής ιδιότητας. Για του λόγου το αληθές, θα επισημάνω ότι οι παραδοσιακές ευχετήριες κάρτες παραγκωνίστηκαν φέτος από τα περίφημα SMS, τα ηλεκτρονικά μηνύματα (ο αριθμός τους προκάλεσε δυσλειτουργία στο όλο ηλεκτρονικό σύστημα) και θα αναφέρω βιαστικά την παρουσία στο διαδίκτυο (στα web sites) κάθε είδους πληροφοριών που προέρχονται από αμφίβολες συχνά μη έγκυρες πηγές, άγνωστης συνήθως προέλευσης. Και βέβαια όλως ιδιαίτερα θα τονίσω την αστραπιαία διάδοση των selfmedia, δηλαδή των blogs που τείνουν να αντικαταστήσουν τα παραδοσιακά massmedia. Ενδεικτικά μόνο θα υπογραμμίσω ότι το blog της Arianna Huffigton με τον τίτλο Huffigton Post έχει εκθρονίσει στην Αμερική τον Τύπο (συμπεριλαμβανομένου και του περίφημου Time). H Arianna ρυθμίζει τώρα στις ΗΠΑ κάθε πολιτικό διάλογο.

Εμφανίζονται πάνω από 100.000 καινούργια blogs την ημέρα στον κόσμο χωρίς ακόμη να διαφαίνεται κάποιος κορεσμός. Blogs που διεκδικούν από τα πιο παραδοσιακά μίντια (τον Τύπο, την τηλεόραση) το δικαίωμα του καθενός να πληροφορεί, να πληροφορείται, να σχολιάζει την καθημερινότητα επαινώντας και κακίζοντας κατά βούληση, χωρίς να είναι υπόλογος σε κανέναν. Όποιο από τα νέα αυτά μιντιακά δημοσιεύματα πετυχαίνει να προσελκύσει τους δικτυοναύτες, απορροφά ικανό μέρος της διαφήμισης, που βέβαια αφαιρείται από τον Τύπο, θέτοντας σε κίνδυνο την ύπαρξη του.

Τη δύναμη των blogs γνωρίζουν άριστα οι πολιτικοί που προσπαθούν να τα εκμεταλλευτούν προωθώντας blog παραγωγές των ίδιων αλλά και των οπαδών τους. Έτσι τώρα μιλούν για την 5η εξουσία, την blog-κρατία που έχει σήμερα και την εγκυκλοπαίδεια της με την περίφημη Wikipedia, τη γρήγορη δηλαδή εγκυκλοπαίδεια, όπου ο καθένας γράφει και συμπληρώνει ελεύθερα τα διάφορα λήμματα της. Τόσο που εμπνευστής της, ο Λάρι Σάνγκερ, δηλώνει πως η δική του εγκυκλοπαίδεια υπερέχει της British, δεδομένου ότι εκσυγχρονίζεται αδιάκοπα, υπό τον έλεγχο μάλιστα διαιτητών συντακτικής ομάδας ειδικών.

«Blogo ergo sum»

Τη δύναμη όμως των blogs γνωρίζουν και οι υπό εκκόλαψη λογοτέχνες που δημοσιεύουν τώρα τα βιβλία και έργα τους στο διαδίκτυο χωρίς να έχουν ανάγκη από απαιτητικούς εκδότες. Τα γνωστά πια blooks (σύμπτυξη όρων blog και book) δεν περιλαμβάνουν μόνο πρωτόλεια νέων και άγνωστων συγγραφέων. Για την ευρύτητα που έλαβε η blog-λογία θα σημειώσω διασκεδαστικά το αποτέλεσμα έρευνας μεταξύ Βρετανών φοιτητών γνωστών πανεπιστημίων. Τα 85% χρησιμοποιούσαν blog, αλλά μόνο το 5% ήξερε να βράσει ένα αβγό.

Δεν προτίθεμαι να κάνω την κριτική του νέου αυτού μέσου ενημέρωσης και πληροφόρησης που έχει για σύνθημα: blogo ergo sum κατά το cognito του Καρτεσίου. Η ποιότητα των δεδομένων που παρέχει είναι πάντως λίαν αμφιβόλου αξίας. Η ανάγκη άλλωστε για την επεξεργασία ελέγχου, από ειδικούς διαιτητές, των πληροφοριών που παρέχει γρήγορα, άμεσα και πλουσιοπάροχα το διαδίκτυο, αποδεικνύει τον κίνδυνο που διαβλέπουν οι σοβαροί χρήστες του, από τη διάδοση ανεύθυνων, κακόβουλων, λανθασμένων και διαστρεβλωμένων στοιχείων. Παρενθετικά για την αλήθεια των λεγομένων μου, παραπέμπω στον απαράδεκτο λίβελο κατά του Βυζαντίου (το ονομάζει, μεταξύ άλλων, ντροπή και αίσχος της ιστορίας). Όλα αυτά ελληνικά, μολονότι το φληνάφημα αυτό είναι βουλγαρικής προέλευσης.
Είμαστε μακριά ακόμη από τη λύση του προβλήματος αυτού, που μετατρέπει το διαδίκτυο, από δυναμική πηγή παιδαγωγικού πλούτου, σε φορέα σίγουρου σκοταδισμού.

Το πρόβλημα απασχολεί τους ειδικούς, όπως άλλωστε και το συναφές ζήτημα της ανάγνωσης και σύνταξης της εικόνας, που, όπως είναι γνωστό, αποτελεί, ως νέο παγκόσμιο γλωσσικό ιδίωμα τη βάση γνώσης, αλλά και διαμόρφωσης του χαρακτήρα της καλλιέργειας και της πολιτισμικής ενημέρωσης του σύγχρονου ανθρώπου.
(...)

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Νίκου Ι. Χουρδάκη, ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΨΑΣΚΗ

[Συμπληρώθηκε κιόλας ένας χρόνος από την αιώνια «φυγή» του εκλεκτού και βραβευμένου Ζακυνθινού συγγραφέα, ποιητή, πεζογράφου και μεταφραστή ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΨΑΣΚΗ (19.2.1928-28.8.2007).
Τιμώντας τη μνήμη του και την πνευματική του προσφορά, αναδημοσιεύουμε το εξαιρετικό κείμενο (δοκίμιο), που έγραψε γι’ αυτόν ο λογοτέχνης και κριτικός Νίκος Ι. Χουρδάκης και το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στο γνωστό αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 38, Απρίλης 2008, σ. 52-53].


Ο Σωκράτης Καψάσκης υπήρξε πνευματικός άνδρας της μείζονος προσπάθειας και των σπουδαίων έργων. Ανυπέρβλητος μεταφραστής του αριστουργήματος του Τζέημς Τζόυς «Οδυσσέας», αλλά και εξαιρετικός πεζογράφος, δοκιμιογράφος και ποιητής. Λιγότερο γνωστός είναι ως ποιητής γιατί δεν έλαχε, ενόσω ζούσε, να συμπεριληφθεί στις καθιερωμένες ανθολογίες της γενιάς του, της περίφημης πρώτης μεταπολεμικής. Αλλά και οι συλλογές του δεν έτυχαν κριτικού σχολιασμού, καθώς, για πολλά χρόνια, θεωρήθηκε περισσότερο ως άνθρωπος του κινηματογράφου, παρά των γραμμάτων. Επίσης, ως ποιητής υπήρξε ολιγογράφος, με μεγάλα διαστήματα εκδοτικής απουσίας. Σήμερα, όμως, που διαθέτουμε σ’ επιτομή το έργο του (βλ. Διαδρομή, Επτανησιακά Φύλλα, Ζάκυνθος 2003), μπορούμε να πούμε πως ό,τι έγραψε είναι σημαντικό.
Αρχικά στην πρώτη του συλλογή Αισθήσεις, ([Ιδιωτική έκδοση], Αθήνα 1953), διακόνησε τη δραματική αφηγηματική ποίηση, συνομιλώντας άμεσα, τότε, με την ποίηση του στενού φίλου του Τάκη Σινόπουλου (1917-1981), που δύο χρόνια νωρίτερα είχε εκδώσει το Μεταίχμιο.
Η συλλογή, που περιέχει 15 ποιήματα, είμαι μέσα στο πνεύμα της ποιητικής του Σεφέρη. Όμως, ο Καψάσκης, αυτό το πνεύμα το ενέταξε, χωρίς τους μιμητισμούς των πρωτάρηδων ήταν, τότε, 25 ετών, στην οικονομία της δικής του ευαισθησίας και το περιστοίχισε με τους δικούς τους βαθυνούστατους προβληματισμούς. Αυτοί εκφράστηκαν με διακεκριμένους στίχους για τη μοίρα του σώματος στη ροή του χρόνου και την αναπότρεπτη φθορά του· σε εναγώνιες ενύπνιες παρεκβάσεις και παθιασμένες ερωτικές ή αισθησιακές αναζητήσεις.
Στη συλλογή, αν και απουσιάζει η ευθεία αναφορά στα τεκταινόμενα της εποχής, δεν απουσιάζει καθόλου η εσωτερική οδύνη που αυτά προξενούσαν. Νιώθουμε τη βασανιστική προσπάθεια του ποιητή ν’ αντέξει, χρησιμοποιώντας μια δική του τεχνοτροπία συμβολισμών, όλα όσα έχουν συμβεί (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος) και όσα εξακολουθούν να συμβαίνουν (ήττα κομμουνιστών, διώξεις, στρατοδικεία, εξορίες, εκτελέσεις): Μπορεί καλύτερα να τους θυμάται ο ταχυδρόμος / εδώ που τ’ όνειρό τους δε θα εξηγηθεί/ μες στο ενδεχόμενο της άλλης μέρας,/ εδώ που πλάγιασαν χαμηλότερα από το επίπεδο / του πειρασμού της πράξης και της μετάνοιας / σ’ ένα κενό δίχως θερμοκρασία και βάρος / δίχως διαστάσεις, αδιάφοροι.// Μα δεν τους φθάνει μήτε μήνυμα μήτε γραφή.// Γι’ αυτό κι ο φίλος που χαμογελάει μες στην εσπέρα,/ την ώρα που με οξύτητα κατηγορεί το παρελθόν η μνήμη του, (…) περνάει πονετικός κι αφήνει εκεί τα δώρα τα ευτελή / χρυσό, πετράδια, ασπρόπετρες και/ τραπουλόχαρτα («Ανώνυμο»). Αλλά σημαντικά ποιήματα αυτής της συλλογής, που αντέχουν τη δοκιμασία του χρόνου: ο «Δημήτρης», ο «Ακταίων», «Η καλλονή και ο χρόνος», το «Τοπίο», η «Περιπλάνηση», ο «Έρωτας».
Στη δεύτερη συλλογή του Εφημερίδα ([Ιδιωτική έκδοση], Αθήνα 1955, ο Καψάσκης επιχειρεί και πετυχαίνει κάτι σχεδόν μοναδικό, τουλάχιστον θεματικά, στη μεταπολεμική ποίηση. Εμπνέεται από τις εφημερίδες και εκδίδει τη συλλογή του ωσάν να είναι ένας ιδιότυπος εκδότης – δημοσιογράφος. Περιέχει 18 ποιήματα.
Τεχνοτροπικά επιχειρεί και πετυχαίνει μία σημαντική μετατόπιση από το δραματικό στον ειρωνικό λόγο, τον οποίο φορμάρει σε ορισμένα σημεία υπό το πνεύμα της καβαφικής παράδοσης και σε άλλα υπό το πνεύμα της παράδοσης του ευρωπαϊκού μοντερνισμού (κυρίως Τζόυς, Έλιοτ και Μπρεχτ) και τον εξελίσσει σε μια νέα διάσταση, που όταν μελετηθεί θα μας κάνει ν’ αναθεωρήσουμε κάποια ζητήματα, σε σχέση με την τροπική εξέλιξη του ποιητικού λόγου της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Στη συλλογή, όπως είπαμε, αποφεύγει τις δραματικές διατυπώσεις και γίνεται ένας αποστασιοποιημένος (entfremden/Entfremdung) κυριολεκτικός καταγραφέας του ψυχροπολεμικού γίγνεσθαι, όπως π.χ. στα ποιήματα: «ΟΗΕ», «Συνέντευξη με ένα πρόσωπο σημαντικό», «Προετοιμασία πολέμου», «Επιστροφή απ’ τον πόλεμο» καθώς και γεγονότων της καθημερινότητας στην ελληνική ή διεθνή κοινωνία της δεκαετίας του ’50, όπως π.χ. στο εξαιρετικό σπονδυλωτό ποίημα «Εικοσιτετράωρο», απ’ όπου και το «Απωλέσθη κύων»: Πρωί πρωί στην εφημερίδα τραγικό το γεγονός / του αεροπορικού δυστυχήματος. Τριάντα δύο νεκροί./ Το τσάι το ξέχασα πάνω στο δίσκο, κρύωσε/ μου θύμισε την κλινική του Sir Edwards, φυματιολόγου/ Σκωτία, 1913, μήνας Μάιος. / Πέρα μακριά το τραίνο κοίταζα από τη βεράντα. // Στην τέταρτη σελίδα / βρήκα την είδηση για τη μικρή μου Lucky. / Ανάξιο το ποσό της αμοιβής, τελείως ασήμαντο / και τα γράμματα μικρά και πλάγια/ όπως στη γραφή της Βιβλικής Εταιρείας, έκδοση Λονδίνου./ Μόνο που εκεί δίνει άλλο τόνο το χρυσό σιρίτι/ στο περίγραμμα της σελίδας.// Χτύπησα το κουδούνι κι ειδοποίησα θα μείνω σπίτι σήμερα, νιώθω κάπως αδιάθετη / και κοίταζα την ακακία έξω από το παράθυρο / και κοίταζα το τηλέφωνο.
Ο Καψάσκης στη συλλογή κάνει υψηλού επιπέδου «ειρωνεία των καταστάσεων», χωρίς να εμπλέκει το δικό του υποκείμενο μέσα σ’ αυτές, τηρώντας αναλογικά την ίδια στάση μ’ έναν δημοσιογράφο, που καταστατικά καταγράφει ή σχολιάζει τα γεγονότα χωρίς, βέβαια να τα προξενεί ή να εμπλέκει το δικό του υποκείμενο μέσα σ’ αυτά.
Έτσι, δε χρησιμοποιεί τη δοκιμασμένη, από άλλους ποιητές της γενιάς του, «ειρωνεία του λόγου», που από τη φύση της καθιστά τον είρωνα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος: Ποιος λέει τι, γιατί, πότε, που και πόσο έξυπνα το λέει, όπως για παράδειγμα συμβαίνει, με ποιήματα ή συλλογές, εκείνης πάνω κάτω εποχής, των Μιχάλη Κατσαρού, Άρη Αλεξάνδρου, Δημήτρη Δούκαρη ή του κατά τι νεότερου Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Στην τρίτη του συλλογή, μετά από απουσία 23 ετών, Το καλοκαίρι του σώματος (Κέδρος, Αθήνα 1978), αναδημοσιεύει τις δύο προηγούμενες καθώς και μια ομότιλη ενότητα με άλλα 9 ποιήματα. Εμφανίζεται καταλυτικά εσωτερικός και αισθητικά λιτός. Εδώ, αν και κάνει μια πολυθεματική ποίηση, μπορεί κανείς να τη χαρακτηρίσει ουσιαστικά υπαρξιακή. Νιώθει κανείς μια θλίψη για τη ζωή του υποκειμένου καθώς κινείται μέσα σε «άδειες κάμαρες», ζώντας εσωτερικά σε αντίστιξη το ελληνικό καλοκαίρι.
Στη συλλογή παρότι ανακυκλώνει παλιές εμμονές (με τη δημιουργική πάντα έννοια), όπως αυτήν για τη «μοίρα» του σώματος, ένεκα της ουσιαστικοποιημένης γλώσσας που χρησιμοποιεί πια, δίνει άλλες διαστάσεις στα ίδια θέματα καθώς η ποιητική συνείδηση αναδεικνύεται πολυπρισματική. Όπως γράφει: «Το καλό και το κακό το συναντάς/ όσο φωτίζονται περισσότερο».
Σημαντικό ποίημα αυτής της συλλογής είναι: «Οι Ήρωες» (βλ. Ανθολόγηση), το οποίο είναι, ίσως, και το γνωστότερο απ’ όσα έγραψε ο ποιητής καθώς, τα τελευταία χρόνια, το βρίσκει κανείς καταχωρημένο σε κάποια sites στο διαδίκτυο. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», (τ. 55-56, Ιούλιος – Αύγουστος 1959).
Ύστερα από απουσία, πάλι, περίπου 7 ετών, στο περιοδικό «η λέξη» (τ. 41, Γενάρης ’85) δημοσιεύει την ενότητα "ΙΙ μικρά ποιήματα", που συνεχίζουν ακόμα πιο εμπεριστατωμένη την αισθητική της ενότητας Το καλοκαίρι του σώματος, αλλά στο επίπεδο της διάθεσης προσθέτει μια διάσταση αναγγελίας για την κατολίσθηση της ζωής, Γίνεται «άγγελος κακών επών», που σήμερα πια αποτελούν επιβεβαιωμένη καθημερινότητα. Εδώ η πρότερη λύπη του μπορούμε να πούμε ότι εξελίσσεται σε κατάθλιψη: Πρώτα σκοτώσαμε την επανάσταση / ύστερα μαγαρίσαμε τον έρωτα / και τελικά ξεκινάμε το σώμα μας // Έργο κουραστικό και δύσκολο που τα παιδιά μας / με τη σειρά τους προσπαθώντας να τα καταφέρουν / δεν βρήκανε καιρό για να μας θυμηθούνε.
Τρία χρόνια αργότερα ο Σωκράτης Καψάσκης θα δημοσιεύσει τη μείζονα συλλογή του: Η Σκάλα, (Τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα 1988). Πρόκειται για την ποιητική αφήγηση ενός ονείρου, στο οποίο ο ονειρευτής βλέπει πως κατεβαίνει μια σκάλα μαζί με αμέτρητους άλλους ανθρώπους. Η αφήγηση κλιμακώνεται με περιγραφές, αναφορές διαθέσεων, εικόνες και σκέψεις του ονειρευτή, που αποτελεί και το ποιητικό υποκείμενο.
Η εξαιρετική αφήγηση καθιστά τη συλλογή ένα ξεχωριστό παράδειγμα χρήσης της ελληνικής γλώσσας στην ποίηση. Ταυτόχρονα συμβολοποιεί με ουσιαστικούς όρους την καθολική περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης σαν περιπέτεια καθόδου.
Η χρήση του συμβόλου σκάλα δημιουργεί πλήθος συσχετισμών με βιβλικές / θρησκευτικές, λογοτεχνικές, φιλοσοφικές και κινηματογραφικές αφηγήσεις, ενώ παράλληλα δίνει νόημα στην κοινότατη εμπειρία όλων μας, να ανεβοκατεβαίνουμε σκάλες στη διάρκεια του καθημερινού βίου μας.
Η σκάλα αποτελεί φορέα συμβολισμού, πολύ πλούσιο, που δε χάνει καθόλου τη συνοχή του καθώς απεικονίζει, με μια υλική αναπαράσταση, τη ρήξη επιπέδου, που καθιστά εφικτό το πέρασμα από έναν τρόπο ύπαρξης σε κάποιον άλλο ή με άλλα λόγια, καθιστά εφικτή την επικοινωνία ανάμεσα στον Ουρανό, τη Γη και τον Άδη.
Σ’ αυτή τη συλλογή ο Καψάσκης θέτει σε δοκιμασία μαζί με τον εαυτό του και όλους εμάς και πετυχαίνει να φτιάξει μια από τις σημαντικότερες συλλογές που δημοσιεύτηκαν στη χώρα μας από το 1967 ως το τέλος του 20ού αιώνα. Καθώς τα βήματά μου με κατέβαζαν, μ’ εκείνο το φοβερό τρόμο που κατέχει το στρατοκόπο που νυχτώθηκε σε ώρα κεραυνού στην ανοιχτή πεδιάδα και στρέφει φυλακτικά λίγο το πρόσωπο ψηλά, αλλά ταυτόχρονα σκύβει το σώμα του κατά τη γη και καμπουριάζει, μου άρεσε να σκέφτομαι πως με κάποιο τρόπο έβρισκα τη δύναμη, σαν ασκητής ή σαν άγιος, να βγω έξω από το σώμα μου που ολοένα κατέβαινε και να υψωθώ πάνω από αυτή τη στριφογυριστή σκάλα, ψηλά, πολύ ψηλά, πολύ ψηλά, κερδίζοντας μια τέλεια εποπτεία του χώρου, χιλιόμετρα πολύ να ξετυλίγεται αυτή η γραμμή σαν αίμα, μιλιούνια ανθρώπων κατεβαίνοντας αμέτρητα, ψάχνοντας με τα μάτια του, όχι με πρόθεση μετρήματος, αλλά και για ν’ αντικρύσει κάποτε το βλέμμα μου το τέλος της γραμμής, που τόσο πολύ όλοι μας επιθυμούσαμε να φτάσουμε. Γιατί τελικά αυτό που λογαριάζαμε δεν ήταν η κούραση και ο καιρός, αλλά η οριστική απάντηση στο ερώτημα που μας έκαιγε, ποιο τοπίο θα ανοιγότανε μπροστά στα μάτια μας, πίσω από την τεράστια θύρα.
Ο Σωκράτης Καψάσκης έκλεισε την ποιητική του διαδρομή με τον Ύμνο στο Διονύσιο Σολωμό, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επτανησιακά Φύλλα», (τ. ΙΖ-3, Ζάκυνθος Καλοκαίρι 1996).
Το δοξαστικό αυτό ποίημα που είναι, ίσως, το καλύτερο που γράφτηκε ποτέ για το μεγάλο ποιητή, αποτελεί, αφ’ ενός, απότοκο του θαυμασμού του Καψάσκη για τον Σολωμό όχι μόνο ως ομοπάτριο ποιητή, αλλά και ως άνθρωπο και, αφ’ ετέρου, ένα είδος ποιητικής μεταγραφής των σημαντικών ιστοριοδιφικών ερευνών του γι’ αυτόν. Πάντως, κάποιες αποστροφές του Ύμνου δικαιωματικά περιλαμβάνουν και χαρακτηρίζουν τον γράψαντα αυτόν: (…) επειδή η σημασία δεν έγκειται στο τελικό αποτέλεσμα / μήτε σε αμφίβολες καταγραφές των εφησυχασμένων, / αλλά στη σταθερή συνέχιση της έντιμης προσπάθειας / και στην πεισματική εμμονή για ν’ αρθρωθεί το άναρθρο,// επειδή και εμείς του ίδιου αυτού δρόμου ψάχνοντας τη διαδρομή / και μιαν εξήγηση ζητώντας της δικής μας της αποτυχίας, / τολμήσαμε μια κριτική και μια ανάλυση σεμνή των λόγων που σταθήκανε / τα αίτια της εκκίνησης και της παραμονής σου,/ για όλα αυτά αναφωνούμε / Άξιος, (…)
Ναι, άξιος ποιητής και σεμνός και άνδρας πραγματικός υπήρξε ο Σωκράτης Καψάσκης στην επίγεια διαδρομή του!
Από τα δημοσιεύματα για το έργο του Σωκράτη Καψάσκη προτείνουμε το: Αφιέρωμα στο Σωκράτη Καψάσκη, περ. «Επτανησιακά φύλλα», Ζάκυνθος, Χειμώνας 2003, που κυκλοφόρησε με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από την εμφάνιση του Σ. Καψάσκη στα ελληνικά γράμματα. Ο Διονύσης Σέρρας, εκδότης του περιοδικού, δημοσιεύει μεταξύ πολλών άλλων αξιόλογων συνεργασιών, μια πολύτιμη βιβλιογραφία του τιμώμενου, όπως και ένα εμπεριστατωμένο βιογραφικό τα οποία θα μπορούσαν να συμβουλευθούν οι περαιτέρω ενδιαφερόμενοι αναγνώστες του «Μανδραγόρα».

Πηγή: Εφημερίδα Ημέρα τση Ζάκυθος, http://www.imerazante.gr/

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2008

Μάρκου Φ. Δραγούμη, Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΙΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΟ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟ ΜΕΛΟΣ
[απόσπασμα]

Η πλειοψηφία των σωζόμενων χειρογράφων του Ζακυνθινού Μέλους χρονολογούνται από τα μέσα του 19ου αιώνα. Αρκετά χειρόγραφα και μάλιστα παλαιότερα, θα πρέπει να κάηκαν στους σεισμούς του 1953. Αυτά που μπόρεσα να δω είναι γραμμένα κυρίως στη μεταρρυθμισμένη βυζαντινή παρασημαντική του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου εκ Μαδύτων, που επισημοποιήθηκε λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821. Τα γραμμένα στη δυτική σημειογραφία είναι λιγότερο σημαντικά.
Στα χειρόγραφα που χρησιμοποιούν το Χρυσανθινό σύστημα δεν συνηθίζεται να γράφεται τίποτε άλλο εκτός από τη μελωδία. Υπάρχουν πληροφορίες ωστόσο, ότι σώζεται τουλάχιστον ένας τόμος με καταγραμμένες, όχι μόνο την πρώτη φωνή, αλλά και τις υπόλοιπες που τη συνοδεύουν. Η δημοσίευση αυτού του χειρογράφου, αν όντως υπάρχει ακόμα, θα παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον για τους ειδικούς.
Οι ζακυνθινές χορωδίες ξεχωρίζονταν άλλοτε, ανάλογα με τον τρόπο που έψαλλαν. Υπήρχε ο πρώτος τρόπος με τις φωνές σοπράνο - σεκόντο - τέρτσα (η σουρτάνα) και μπάσο και ο δεύτερος με τις φωνές πρίμα, κοντράλτο, τενόρε και μπάσο. Η δεύτερη πιο επίσημη παράδοση προοριζόταν για τις μεγάλες γιορτές κι ονομαζόταν τιμητικά "musica". Σήμερα όμως έχει πέσει σε αχρηστία.

Το Ζακυνθινό Μέλος, που εναρμονίζεται εμπειρικά από τους βοηθούς του πρωτοψάλτη, διαιρείται σε οκτώ ήχους, από τους οποίους απουσιάζει τελείως η λεγόμενη χρωματική κλίμακα, χωρίς να λείπει η ποικιλία, που επιτυγχάνεται μέσω ενός συστήματος μετατροπιών. Το χτίσιμο των μελωδιών γίνεται σύμφωνα με τον παραδοσιακό βυζαντινό τρόπο της συγκόλλησης στερεότυπων μελωδικών ψηφίδων (φόρμουλες), που συναρμολογούνται ανάλογα με τις απαιτήσεις του ήχου και του κειμένου, καθώς και την επιδεξιότητα του μελοποιού. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει το γεγονός ότι σε πολλά ζακυνθινά μέλη εμφανίζονται φόρμουλες του βυζαντινού μεσαίωνα που είχαν αχρηστευτεί στα μεταβυζαντινά χρόνια. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι το ιδίωμα αυτό δεν παρουσιάζει πολλά κοινά με τη σημερινή μονοφωνική εκκλησιαστική μας μουσική που ψάλλεται στην πλειοψηφία των εκκλησιών μας, ή ότι σε μερικές μελωδίες του δεν υπάρχουν σημεία με δυτικά χαρακτηριστικά.

Ο ρυθμός (μέτρο) του Ζακυνθινού Μέλους προσδιορίζεται με βάση τον τονισμό των λέξεων του κειμένου, ακριβώς όπως γίνεται στο σύντομο και αργοσύντομο είδος της Βυζαντινής ψαλτικής τέχνης. Η σύνθεση δηλαδή δεν έχει ένα ενιαίο μέτρο, αλλά ένα που κυμαίνεται ανάλογα με τα σημεία όπου πέφτουν οι κύριοι τόνοι των λέξεων ενός στίχου. Η απόσταση ανάμεσα σ' αυτά τα σημεία δεν είναι πάντα σταθερή. Ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις που ένα κομμάτι ξεκινά μ' ένα σταθερό δίσημο, τρίσημο ή τετράσημο μέτρο, μετά από λίγο ο ρυθμός αυτός αλλάζει κι αρχίζουν οι διακυμάνσεις.

Στο Ζακυνθινό Μέλος δεν υπάρχει σαφής διάκρισις ανάμεσα σε σύντομο - ειρμολογικό και αργοσύντομο - στιχηραρικό ύφος, όπως στη σημερινή Βυζαντινή Μουσική. Δηλαδή, όταν αυτό δεν τείνει να είναι κάπως μελισματικό, κυμαίνεται ανάμεσα στα δύο συντομότερα είδη, άλλοτε με περισσότερα ειρμολογικά στοιχεία κι άλλοτε με περισσότερα στιχηραρικά.

Άλλο ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ζακυνθινού Μέλους είναι η τάση του μελοποιού να προβαίνει σε επαναλήψεις συλλαβών του κειμένου, εκεί όπου η βυζαντινή παράδοση δεν το συνηθίζει. Π.χ. στο πρώτο αναστάσιμο στιχηρό του δεύτερου ήχου του "Νέου Αναστασιματαρίου" του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος το κείμενο ρέει χωρίς διακοπές ως το τέλος, ενώ στη ζακυνθινή εκδοχή έχουμε δυο φορές επαναλήψεις συλλαβών στις λέξεις "προσκυνήσωμεν" και "ηθέλησεν".

Καθώς μπαίνουμε στον 21ο αιώνα διαπιστώνουμε ότι το Ζακυνθινό Μέλος λίγο-λίγο εξαφανίζεται. Αναφέρω μερικά από τα αίτια:
1. Οι σεισμοί του 1953 που -αφού έφεραν τα πάνω κάτω στη Ζακυνθινή κοινωνία- προκάλεσαν και τη σταδιακή απώλεια των ειδικών στοιχείων της ταυτότητάς της, κι επομένως και της μουσικής.
2. Η έλλειψη βούλησης εκ μέρους των εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών να λάβουν μέτρα για τη διάσωση, διατήρηση και προβολή της τοπικής μουσικής παράδοσης.
3. Η απουσία σχολών διδασκαλίας του ιδιώματος που προπολεμικά τουλάχιστον υπήρχαν και ανθούσαν.
4. Η έλλειψη κατάλληλων εντύπων βοηθημάτων για τους ψάλτες. Η μόνη έντυπη συλλογή που υπάρχει είναι από καιρό εξαντλημένη.
5. Η πορεία του κόσμου προς την ισοπέδωση και τυποποίηση που οδηγεί τους ντόπιους και μουσικά ακόμα στο να εξομοιωθούν με τους Έλληνες των Αθηνών.

Κι έτσι, όπως μου είπε ο Τάκης Τσουκαλάς το 1985, αλλά και όπως διαπίστωσα κι εγώ, σήμερα πια το Ζακυνθινό Μέλος ψάλλεται σχεδόν μόνο στα "βγαλσίματα" και "μπασίματα" του "Αγίου" τον Δεκέμβριο και τον Αύγουστο. Ας ελπίσουμε ότι η ανθολογία αυτή θα βοηθήσει, έστω και λίγο, στη δημιουργία ενός κλίματος πιο ευνοϊκού για το έργο τόσων εμπνευσμένων κυρίως ανώνυμων, αλλά και επώνυμων συνθετών, όπως ο Πλανήτερος, ο Κουρκουμέλης - Κοθρής, ο Καπανδρίτης, ο Καπνίσης, ο Πομόνης και τόσοι άλλοι.

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

Ζωής Μυλωνά, Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΤΡΟΦΑΔΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Το συγκρότημα της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος βρίσκεται στο ΒΑ άκρο του μεγαλύτερου από τα δύο νησάκια των Στροφάδων, σαράντα περίπου ναυτικά μίλια νότια της Ζακύνθου. Η σταυροπηγιακή και αυτοκρατορική Μονή είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος ή την Παναγία Πάντων Χαρά, ονομασία που καθιερώθηκε από την ύπαρξη της περιώνυμης και θαυματουργής εικόνας της Παναγίας στο μοναστήρι. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες το μοναστήρι ιδρύθηκε το 13ο αι. από την Ειρήνη, κόρη του Θεοδώρου του Λασκάρεως και ανακαινίστηκε το 15ο αι. από τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο. Η ίδρυση του μοναστηριού, σύμφωνα με την παράδοση, ανάγεται σε παλαιότερους χρόνους, γεγονός που δεν έχει επιβεβαιωθεί επιστημονικά μέχρι σήμερα. Εκτός από τις φυσικές καταστροφές, όπως οι είναι οι σεισμοί, το μοναστήρι δοκιμάστηκε από πειρατείες και επιδρομές, κυρίως κατά τα τέλη του 15ου και μέχρι τα μέσα του 16ου αι., οι οποίες καταγράφονται εύγλωττα στους αρχειακούς κώδικες. Ο 17ος αιώνας αποτελεί περίοδο ακμής και αίγλης της μονής, που εκείνο τον καιρό είχε το μεγαλύτερο αριθμό μοναχών και πολλά μετόχια. Η μεγαλύτερη καταστροφή συντελέστηκε το 1717, από επιδρομή του Τούρκου πειρατή Μουστή. Τότε αρπάχτηκαν πολλά κειμήλια και βεβηλώθηκε το σκήνωμα του Αγίου Διονυσίου, που είχε ενταφιαστεί εκεί το 1622. Μετά την επιδρομή, μεταφέρθηκε οριστικά στη Ζάκυνθο. Έκτοτε, η Μονή έλαβε την ονομασία Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, ενώ ο ηγούμενος και η σύναξη των πατέρων διαβιούν στο μοναστηριακό συγκρότημα που γειτνιάζει άμεσα με το ναό του Αγίου Διονυσίου στην πόλη της Ζακύνθου.
Το μοναστήρι, σημαντικό μοναστικό και πνευματικό κέντρο της Ορθοδοξίας, φύλασσε στους κόλπους του σημαντικό καλλιτεχνικό και ιστορικό πλούτο, τον οποίο δημιούργησε η ευλάβεια και δεξιότητα των καλλιτεχνών ή απέθεσε η ευσέβεια αοιδίμων ηγεμόνων, διαπρεπών πατριαρχών και λογίων, ταπεινών προσκυνητών. Πολλά από τα ανεκτίμητα κειμήλια της Μονής καθώς και μεγάλο μέρος της περίφημης βιβλιοθήκης της, αποτέλεσαν λεία των επιδρομέων, των πειρατών και των αρχαιοκαπήλων. Μερικοί από τους κώδικες βρίσκονται σήμερα στη Μαρκιανή βιβλιοθήκη της Βενετίας και στη Μονή του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο.
Το κτιριακό συγκρότημα της Μονής των Στροφάδων αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο για τον ελληνικό χώρο, μία μοναδική πολιτιστική παρακαταθήκη της Ελλάδας. Είναι ένα οχυρωματικό έργο, ένας πύργος-μοναστήρι, όπου η επί αιώνες αδιάκοπη και ακμαία μοναχική και θεολογική παράδοση διαφύλαξε πολύτιμους θησαυρούς, έργα πίστης, αλλά και καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας 1.
Μετά το μεγάλο σεισμό της 18ης Νοεμβρίου 1997, που επέφερε σοβαρές βλάβες στα κτίρια του μοναστηριού, όλες οι εικόνες και τα κειμήλια μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο 2.

Το νέο εκκλησιαστικό Μουσείο
Στο υπερυψωμένο ισόγειο της νέας πτέρυγας, που εγκαινιάστηκε στις 12 Νοεμβρίου 2000, στεγάζεται το νέο Μουσείο-Σκευοφυλάκιο της Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου. Το Μουσείο, χώρος πολιτισμού και ιστορικής μνήμης, συγκροτείται από εικόνες και άλλα κειμήλια της χριστιανικής τέχνης, που προέρχονται κυρίως από τη Μονή Στροφάδων. Ο πυρήνας της σημερινής έκθεσης υπήρχε σε ένα μικρό, και μάλλον ακατάλληλο ως προς τις συνθήκες φύλαξης, εκθεσιακό χώρο στη παλιά πτέρυγα του μοναστηριού, ενώ κάποια άλλα έργα ήταν αποθηκευμένα.
Η σημερινή έκθεση των θησαυρών, των ιερών κειμηλίων, των χειρογράφων των παλαιτύπων, των λειτουργικών σκευών, των εικόνων, δεν είναι μόνο ένα εικαστικό γεγονός, είναι μία ένδειξη της πνευματικότητας της Μονής Στροφάδων.
Τα εκθέματα, έργα λατρείας και αναθήματα ευσεβείας, εκτός από το θεολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον τους, διακρίνονται για την καλλιτεχνική τους ποιότητα και αποτελούν αδιαμφισβήτητα έργα τέχνης.
Οι εικόνες βρήκαν στο χώρο αυτό την πρόσφορη θέση τους και συνιστούν απόδειξη του δημιουργικού συγκρητισμού που είχε επιτευχθεί στα Ιόνια νησιά, πεδίο συγχώνευσης δύο φαινομενικά αντίρροπων παραδόσεων του Βυζαντίου και της Δύσης.
Η ανατολική ορθόδοξη Εκκλησία είναι άρρηκτα δεμένη με την ύπαρξη και τη θέση των εικόνων μέσα στο ναό, αφού αυτές εκφράζουν το βαθύτερο νόημα του ορθοδόξου δόγματος. Η εικόνα, αυθεντικό δημιούργημα του βυζαντινού πολιτισμού, είναι μέρος της προσευχής και της λατρείας, αλλά συγχρόνως μέσο διδασκαλίας της βαθύτερης αλήθειας και μυστικής επικοινωνίας του πιστού με τον υπερβατικό χώρο. Οι μορφές των αγίων που απεικονίζουν ταυτίζονται με το ιερό πρότυπο, και κατά συνέπεια η απόδοση της τιμής και της προσκύνησης γίνεται στον απεικονιζόμενο άγιο δια μέσου της εικόνας.
Η τεχνική της φορητής εικόνας έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική ζωγραφική, αλλά τα πρώτα χριστιανικά παραδείγματα, τα ταφικά πορτραίτα των πρώτων μαρτύρων, τοποθετούνται στον 4ο μ.Χ. αι. Κατά την άγραφη παράδοση, οι πρώτες εικόνες είναι "αχειροποίητες", όπως το αποτύπωμα της μορφής του Χριστού στο Μανδύλιο της Έδεσσας ή τα έργα του αποστόλου Λουκά. Από τις δύο τεχνικές που εφάρμοσαν οι βυζαντινοί αγιογράφοι, την εγκαυστική "κηρόχυτο γραφή" και την αυγοτέμπερα, η δεύτερη είναι σχεδόν ο αποκλειστικός τρόπος κατασκευής εικόνων από τον 8ο αιώνα έως τις μέρες μας.
Ο μεγαλύτερος αριθμός των εικόνων του Μουσείου ανήκει σε κρητικούς ζωγράφους, που εργάστηκαν στην Κρήτη ή τη Ζάκυνθο μετά την άλωση των μεγάλων κρητικών πόλεων από τους Τούρκους (Ρέθυμνο 1644, Χάνδακας 1669). Σημαντικός αριθμός έργων ανήκει σε ζωγράφους τοπικών εργαστηρίων της Ζακύνθου, ενώ αντιπροσωπεύονται με χαρακτηριστικά έργα τους οι δύο λαμπροί ζακυνθινοί ζωγράφοι, οι σημαντικότεροι της επτανησιακής σχολής ο Νικόλαος Κουτούζης (1741-1813) και ο Νικόλαος Καντούνης (1767-1834).

Η παλαιότερη εικόνα από τη Μονή Στροφάδων, και δεύτερη σε σειρά αρχαιότητας από τις σωζόμενες στη Ζάκυνθο, είναι η εικόνα της Παναγίας Θαλασσσομαχούσας, ένα αριστούργημα των αρχών του 13ου αι., που αποδίδεται σε ζωγράφο από την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με παράδοση του μοναστηριού η εικόνα είχε ριχτεί στη θάλασσα κατά την περίοδο της εικονομαχίας για να σωθεί και έφθασε όρθια στα κύματα από την Πόλη στις Στροφάδες. Θαλασσομαχούσα την είπαν ακόμα, επειδή οι μοναχοί όταν επρόκειτο να ταξιδέψουν, έριχναν λίγο λάδι από το καντήλι της για να γαληνέψει η τρικυμισμένη θάλασσα. Η εικόνα βρίσκεται σήμερα στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου 3.

Η λαμπρή τέχνη των κρητικών ζωγράφων του 15ου αι. ανιχνεύεται στα ενδύματα, το χρυσό βάθος και τα χρώματα της εφέστιας εικόνας της Μονής, στην Παναγία την "Πάντων Χαρά".

Το πρόσωπο και τα χέρια της Θεοτόκου και του Χριστού είναι επιζωγραφισμένα. Η εικόνα έφερε επίσης, μεταγενέστερη αργυρή επένδυση (1824) που εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο. Η παράσταση αποτελεί παραλλαγή του εικονογραφικού τύπου της Παναγίας Γλυκοφιλούσας, που οδηγεί στην Παναγία του Πάθους 4.
Η εικόνα των Στροφάδων απεικονίζεται σε αντίγραφο του ζωγράφου Σταυριανού Χίου σε τοιχογραφία του 1722 στον Άγιο Βασίλειο της Πάτμου. Φαίνεται ότι το αντίγραφο φιλοτεχνήθηκε κατά την παραμονή της εικόνας στην Πάτμο, όταν μετά την αρπαγή της από τις Στροφάδες το 1717, οι Τούρκοι την πούλησαν την ίδια εποχή στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Πιθανολογείται ότι την ίδια χρονιά η εικόνα επιστράφηκε στην Μονή Στροφάδων 5.

Μία σπάνια εικόνα, που κοσμούσε τον πρόναο του καθολικού της Μονής Στροφάδων, είναι του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη, που παριστάνεται όρθιος, σε χρυσό κάμπο, να φοράει λαμπρή βυζαντινή στρατιωτική στολή. Εκτιμάται ότι είναι η αρχαιότερη εικόνα αυτού του εικονογραφικού τύπου, χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο του 15ου αι. και από την ποιότητα και τον τρόπο της εκτέλεσης αποδίδεται με βεβαιότητα στο σημαντικό κρητικό ζωγράφο Άγγελο 6.
Έργο άριστου κρητικού ζωγράφου του 15ου αιώνα, πιστεύουμε ότι πρέπει να είναι και η παράσταση με την Κοίμηση του οσίου Εφραίμ του Σύρου, που επαναλαμβάνει τον εικονογραφικό τύπο που περιέγραψε το 15ο αι. ο Μάρκος Ευγενικός και υιοθετήθηκε και διαδόθηκε από τους κρητικούς ζωγράφους. Ο 16ος αιώνας αντιπροσωπεύεται, εκτός των άλλων, από την εικόνα του Χριστού Μεγάλου Αρχιερέα με τους ιεράρχες Ιωάννη Χρυσόστομο, Ιππόλυτο Ρώμης, Βασίλειο και Γρηγόριο το Θεολόγο, σύνθεση μοναδική ως προς το εικονογραφικό σχήμα της και με λόγιο χαρακτήρα 7.
Στη Ζάκυνθο, όπως και στα άλλα Ιόνια νησιά, η παρουσία κρητικών καλλιτεχνών και καλλιτεχνημάτων, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την άνθηση από τα τέλη του 17ου και κυρίως κατά το 18ο αι. μιας αυτόνομης καλλιτεχνικής παράδοσης ανοιχτής στις σύγχρονες τάσεις και τους τρόπους της δυτικής τέχνης που σηματοδοτεί και το τέλος της κρητικής σχολής. Σύμφωνα με αρχειακές μαρτυρίες, στη Ζάκυνθο ζούσαν και μάλιστα δίδασκαν την τέχνη της αγιογραφίας πολλοί κρητικοί ζωγράφοι, όπως ο ιερέας Σπυρίδων Στέντας, η υπογραφή του οποίου αποκαλύφθηκε μετά τη συντήρηση 8 μιας εικόνας με θέμα τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος: ΧΕΙΡ CΠΥΡΙΔΩΝΟC ΙΕΡΕΩC ΑXЧΓ (1693).
Η εξαιρετική ποιότητα του έργου και η απόλυτη ομοιότητα της υπογραφής με εκείνη που είχε αποκαλυφθεί στη θύρα της Ωραίας Πύλης στο τέμπλο του Αγίου Δημητρίου του Κόλα (σήμερα στο Μουσείο Ζακύνθου), καθώς και τα κοινά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά των δύο παραστάσεων, οδηγεί, κατά τη γνώμη μας, στο σημαντικό κρητικό ζωγράφο και δάσκαλο της αγιογραφίας στη Ζάκυνθο, που πέθανε το 1711.
Η ωραία εικόνα του 17ου αι. με τον άγιο Γεώργιο έφιππο και δρακοντοκτόνο είναι χαρακτηριστική για το συμφυρμό στοιχείων από τις δύο παραδόσεις. Το παραδοσιακό εικονογραφικό θέμα αποπνέει μία έντονη μανιεριστική διάθεση. Ο θώρακας του αγίου φέρει ένα σπάνιο διακοσμητικό μοτίβο, δύο αγγέλους που κρατούν σταυρό, στοιχείο που απαντάται και σε μία πανομοιότυπη κρητική εικόνα των αρχών του 17ου αι., που βρίσκεται στο Ιστορικό Μουσείο της Μόσχας 9. Το εικονογραφικό πρόγραμμα εμπλουτίζεται με κύκλους νέων θεμάτων, ενώ συχνά απεικονίζονται ιστορικά γεγονότα ή θαύματα αγίων, με χαρακτηριστικό στοιχείο τη συνύπαρξη νατουραλισμού και αφαίρεσης, με συνέπεια τα έργα αυτά να προσεγγίζουν την κοσμική ζωγραφική, όπως η φωτογραφική σχεδόν απόδοση στιγμιότυπου από τη θρησκευτική ζωή στις Στροφάδες, στην κάτω ζώνη του δεξιού φύλλου δίπτυχης εικόνας των μέσων του 18ου αι.
Οι ζακυνθινοί αγιογράφοι συνεχίζουν να εργάζονται με τον τρόπο των κρητικών δασκάλων τους. Στα έργα τους πληθαίνουν τα δυτικά στοιχεία, που αντλούνται εύκολα από τις ευρύτατα διαδεδομένες από την εποχή των κρητικών δασκάλων τους δυτικές χαλκογραφίες, όπως σε εικόνα του 18ου αι. με την Αγία Τριάδα και τους αρχαγγέλους. Η καλής τέχνης εικόνα έχει στενή εικονογραφική εξάρτηση από χαλκογραφία του J. Sadeler 1 που έγινε σε σχέδιο του Antoni Maria Viani. Οι δύο αρχάγγελοι, Μιχαήλ και Γαβριήλ, που πλαισιώνουν την αγία Τριάδα, που μεταφέρεται σχεδόν πιστά, αντιγράφονται με μικρές αποκλίσεις από το κάτω μέρος του χαρακτικού 10.
Οι δυτικές επιδράσεις είναι εμφανείς και σε εικόνα με την παράσταση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Μετά τον καθαρισμό της, αποκαλύφθηκε η υπογραφή του ζωγράφου: ΧΙΡ ΑΝΑЅΑCΙΟΥ ΙΕΡΕΩC. Πρόκειται μάλλον για τον ζακυνθινό ιερέα και δάσκαλο της "αγιογραφοσύνης" Αναστάσιο Κουτρούλη (μνείες: 1697-1705).
Ο αριθμός των ζωγράφων που συνεχίζουν να δουλεύουν σύμφωνα με την παράδοση σε όλα τα επίπεδα, με περισσότερες ή λιγότερες παραχωρήσεις προς την ιταλική και φλαμανδική τέχνη, αυξανόταν διαρκώς μέχρι το τέλος του 18ου αι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυτικών επιδράσεων σε ένα έργο που έχει κρητικό πρότυπο, τόσο στην εικονογραφία, όσο και στην τεχνική, είναι η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, έργο ζακυνθινού εργαστηρίου των αρχών του 18ου αι. Το δυτικού τύπου πέπλο της Παναγίας και οι χρυσές ταινίες στο φόρεμά της συνυπάρχουν με τις παραδοσιακές πτυχώσεις και χρυσογραφίες στα ενδύματα 11.
Παράλληλα, την ίδια εποχή, η τοπική κοινωνία με τη δυναμική αριστοκρατία και την προοδευτική αστική τάξη της, έχοντας αποδεχθεί από καιρό τη βενετσιάνικη αισθητική, ήταν ανοιχτή στις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις της Δύσης. Έτσι, οι ίδιοι καλλιτέχνες ζωγραφίζουν αγιογραφίες με την παραδοσιακή τεχνική και κοσμικά θέματα σύμφωνα με τη σύγχρονη ιταλική τεχνική και τεχνοτροπία.
Σε όλα τα Ιόνια νησιά την αγιογραφία του πρώτου μισού του 18ου αι. χαρακτηρίζει στην τεχνοτροπία η σταδιακή χαλάρωση της αυστηρότητας της κρητικής σχολής και στην εικονογραφία η εισαγωγή θεμάτων ή στοιχείων της κοσμικής τέχνης και η έκφραση έντονων συναισθημάτων, γενικά η περιπάθεια, συνέπεια του συγχρωτισμού ορθοδόξων και λατίνων. Τα έργα αυτά διαφέρουν από τις δημιουργίες της επτανησιακής σχολής, επειδή διατηρούν τα τεχνικά χαρακτηριστικά της παράδοσης και αντιστέκονται στην πλήρη εξιταλισμένη τεχνοτροπία.
Στα Επτάνησα φαίνεται ότι οι συνθήκες ήταν ώριμες για την εφαρμογή της ιταλικής τέχνης και στην εκκλησιαστική ζωγραφική, όσο και εάν αυτό συνιστούσε πρωτοφανή και ριζική ανατροπή της ορθόδοξης παράδοσης. Αφετηρία στάθηκε ο Παναγιώτης Δοξαράς από τη Μάνη (1662-1729), ιππότης στην υπηρεσία της Βενετίας, ο οποίος προσανατόλισε οριστικά την επτανησιακή τέχνη προς τη Δύση. Με το "Περί ζωγραφίας" σύγγραμμά του (1726) υποστήριξε και θεωρητικά τις καλλιτεχνικές του προτιμήσεις, προπαγάνδισε ανοιχτά την αντικατάσταση της βυζαντινής με τη δυτική ζωγραφική και ταυτίστηκε ολοκληρωτικά με τον μεγάλο ιταλό ζωγράφο Veronese, την ίδια εποχή που ο Διονύσιος, μοναχός από το Φουρνά της Ευρυτανίας, με την "Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης" (1728-1732) κήρυττε την επιστροφή στον βυζαντινό ζωγράφο του 14ου αι. Πανσέληνο. Ο Δοξαράς αντλεί τα πρότυπά του κατ' ευθείαν από την Αντιμεταρρύθμιση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αφού στα κείμενά του αποδέχεται ως δασκάλους του τους Ιησουΐτες Andrea Pozzo και Paolo Segneri. Εγκαινιάζει τη λεγόμενη επτανησιακή σχολή ζωγραφίζοντας στο ύφος του βενετσιάνικου μανιερισμού του 16ου αι. την ουρανία του ναού του Αγίου Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα (1727). Οι ουρανίες στις οροφές των ξυλόστεγων επτανησιακών βασιλικών είναι παραστάσεις μέσα σε ξυλόγλυπτα πλαίσια που, αντίθετα με τη βυζαντινή παράδοση, χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό και θεατρικότητα.
Επειδή από την ουρανία του Αγίου Σπυρίδωνα σώζονται μικρά μόνο τμήματα, ενώ οι αποδιδόμενες στο ζωγράφο λιγοστές εικόνες στη Ζάκυνθο, στη Λευκάδα και σε ιδιωτικές συλλογές είναι ανυπόγραφες, είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας η ύπαρξη της υπογραφής του ζωγράφου στο μεγάλο ξυλόγλυπτο σταυρό που κοσμούσε το επιστύλιο του τέμπλου στο καθολικό της Μονής Στροφάδων, εάν αποδειχθεί και εργαστηριακά ότι η υπογραφή είναι αυθεντική.

Ο ξυλόγλυπτος και χρυσωμένος σταυρός περιβάλλεται στο μεγαλύτερο τμήμα του από άνθινο ανάγλυφο πλαίσιο, ενώ το εσωτερικό του περίγραμμα κοσμείται με σφαιρίδια. Στις τρίλοβες απολήξεις των κεραιών του στερεώνονται ακτινωτά ξυλόγλυπτα άνθη, από τα οποία προβάλλει ένα κουκουνάρι. Στα επάνω άκρα των κεραιών και στο τριγωνικό υποπόδιο της βάσης απεικονίζονται τα σύμβολα των Ευαγγελιστών με ανοιχτά ευαγγέλια: ο αετός του Ιωάννη, ο λέων του Μάρκου, ο άγγελος του Ματθαίου και το φτερωτό βόδι του Λουκά. Στο κάτω άκρο της κάθετης κεραίας υπάρχει συνοπτική απεικόνιση του λόφου του Γολγοθά με την κάρα του Αδάμ, συμβολική αναφορά στην κάθαρση των ανθρώπων από το προπατορικό αμάρτημα που συντελέστηκε με το θάνατο του Θεανθρώπου. Στο χρυσό βάθος παριστάνεται η Σταύρωση. Στο επάνω μέρος της κάθετης κεραίας, σε δέλτο, επιγραφή σε τρεις σειρές. Στη μεσαία σειρά, με ελληνικά γράμματα: Ι.Ν.Β.Ι. Στις άλλες δύο, η ίδια επιγραφή στα εβραϊκά και λατινικά αντίστοιχα.
Ο νεκρός Χριστός, με γερμένο το κεφάλι στο δεξιό ώμο, είναι προσηλωμένος σε γραπτό απλό σταυρό. Η ανατομία του σώματος αποδίδεται με νατουραλιστικό τρόπο με τη χρήση της φωτοσκίασης. Το σώμα κάμπτεται στη μέση και στα γόνατα που σχηματίζουν έντονη γωνία. Τα δάνεια από την ιταλική τέχνη αναγνωρίζονται τόσο στα μοτίβα του ξυλόγλυπτου μέρους του σταυρού, όσο και στο πλάσιμο και τη στάση του εσταυρωμένου Χριστού. Στο υποπόδιο, αριστερά με κόκκινα γράμματα στο χρυσό βάθος αναγράφεται η αφιερωματική επιγραφή: ΔΕΗCΙC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ / ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΑΝΙ/ΗΛ ΙΕΡΟΜΟΝ(ΑΧΟΥ) / ΤΟΥ Γ(ΟΥ)ΡΑΤ(ΟΥ). Δεξιά, η υπογραφή του ζωγράφου και η χρονολογία: ΧΕΙΡ ΠΑΝΑΓΙΟΤΙ / ΔΟΞΑΡΑ, ΕΚ ΧΩ/ΡΑC ΚΑΛΑΜΑΤΑC ΑΧΠΘ (1689). Τη γνησιότητα της υπογραφής ενισχύει το γεγονός ότι η καταγωγή του ιερομόναχου Δανιήλ Γουράτου, ηγούμενου της Μονής Στροφάδων εκείνα τα χρόνια, ήταν από την Κορώνη 12 και ακόμα ότι η οικογένεια του Παναγιώτη Δοξαρά θα πρέπει να εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο πριν από το 1685, χρονιά που ο Λέος Μόσκος ανέλαβε να του μάθει την "προφεσιόν της αγιογραφοσύνης" 13.
Στη βάση του σταυρού ακουμπούν αντικριστά οι κεφαλές δύο δρακόντων με φολιδωτά σώματα. Το σύστημα στήριξης των εικόνων, που θα ονομαστούν αργότερα από την ορθόδοξη παράδοση λυπηρά, διαμορφωνόταν με τη βοήθεια άλλων τεσσάρων δρακόντων. Το σύνθετο αυτό σχήμα θα γνωρίσει μεγάλη διάδοση στις εκκλησίες όλων των ορθόδοξων περιοχών κατά τους δύο επόμενους αιώνες. Ο τύπος του ξυλόγλυπτου σταυρού στο επιστύλιο των τέμπλων, με τον Χριστό και τα σύμβολα των τεσσάρων ευαγγελιστών, κατάγεται από τους μεγάλους βενετσιάνικους σταυρούς του 13ου - 14ου αι., υιοθετείται από την κρητική τέχνη και γνωρίζει μεγάλη διάδοση στο τέλος του 16ου και στο 17ο αι., κυρίως σε βενετοκρατούμενες 14 περιοχές.
Μαθητής του Νικολάου Δοξαρά, γιου του Παναγιώτη, είναι ο Νικόλαος Κουτούζης (1741- 1813) που γεννήθηκε και πέθανε στη Ζάκυνθο. Χαρακτήρας δύσκολος, ασυμβίβαστος και φιλάρεσκος, έγινε παπάς για να κρύψει ένα τραύμα στο πρόσωπό του. Κατά τους βιογράφους του πήγε στη Βενετία και σπούδασε στο εργαστήρι του Tiepolo. Εκτός από ζωγράφος ήταν σατιρικός, κυρίως, ποιητής, που δεν δίσταζε να καυτηριάζει τα, όχι σπάνια, σκάνδαλα της αστικής τάξης του καιρού του. Αφομοίωσε με πληρότητα τύπους του μανιερισμού και του μπαρόκ και ζωγράφισε εικόνες με υποβλητική χρήση της απότομης φωτοσκίασης, όπως στους Εσταυρωμένους και στις εικόνες με θέματα από τα Πάθη, που δημιουργούν παράδοση στη Ζάκυνθο. Στο Μουσείο της Μονής φιλοξενείται η μακρόστενη πολυπρόσωπη παράσταση που φιλοτέχνησε ο Κουτούζης το 1766 και απεικονίζει τη Λιτανεία του λειψάνου του αγίου Διονυσίου 15. Η σύνθεση (λάδι σε μουσαμά), αν και πρώιμο έργο του ζωγράφου, αποδεικνύει το μέγεθος του ταλέντου του. Κοσμούσε το στηθαίο του γυναικωνίτη τόσο του παλαιού, όσο και του νέου ναού του Αγίου Διονυσίου.

Στην αρχή της παράστασης προπορεύονται χαρούμενα παιδιά, ακολουθούν οι τυμπανιστές με βενετσιάνικες στολές, οι σημαιοφόροι των συντεχνιών με τις πορφυρές παντιέρες τους, στρατιώτες, το λάβαρο της εκκλησίας, ιερείς ντυμένοι με επίσημα άμφια με τον πρωτοπαπά και τον εφημέριο του Αγίου Νικολάου του Μόλου ανάμεσά τους και ομάδα ευγενών. Στη μέση, κάτω από τον "ουρανό", τέσσερις ιερείς κρατούν το ιερό λείψανο του αγίου Διονυσίου. Γύρω απεικονίζονται πολίτες με αναμμένες λαμπάδες, ο προβλεπτής και οι διοικητικές και δικαστικές αρχές. Ανάμεσά τους, εμφανίζεται ένας νέος με κομψά μαύρα ρούχα, που ταυτίζεται με τον εικοσιπεντάχρονο τότε Κουτούζη 16. Στο βάθος της παράστασης, η πόλη με τις εκκλησιές της, το Κάστρο και η Μπόχαλη. Στο κάτω μέρος η χρονολογία και η υπογραφή του ζωγράφου: 1766 / N. C. F. (ecit). Ο πίνακας επιδιορθώθηκε τρεις φορές. Μετά το σεισμό της 18ης Οκτωβρίου 1840, στάλθηκε στην Ιταλία και συντηρήθηκε από τον ειδικό ζωγράφο-συντηρητή Giuseppe Capozzi. Τη δεύτερη φορά κακοποιήθηκε από αδέξιο επιδιορθωτή, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί σημαντικά η αρχική σύνθεση. Το όνομα του υπεύθυνου και τη χρονιά της καταστροφικής επέμβασης μαθαίνουμε από τον ίδιο, που φρόντισε να σημειώσει: "Εκατασκευάσθη/ παρ[ά] Πεπλί[κο]λα/ το 1865" 17. Τέλος, το 1991 έγινε στερέωση και ελαφρός καθαρισμός της ζωγραφικής επιφάνειας, από τη συντηρήτρια Φλωρεντία Ασημάκου. Εκκρεμεί ο πλήρης καθαρισμός του έργου.
Το θέμα των Λιτανειών εισήγαγε ο Ιωάννης (Γιαννάκης) Κοράης το 1756, ζωγραφίζοντας τη Λιτανεία του λειψάνου του Αγίου Χαραλάμπη για τον ομώνυμο ναό της πόλης της Ζακύνθου, με πρότυπα από την πρώιμη ιταλική Αναγέννηση του 15ου αι. 18.
Από τα υπόλοιπα έργα που ζωγράφισε ο Νικόλαος Κουτούζης για το ναό του Αγίου Διονυσίου, όπως τους μεγάλων διαστάσεων πίνακες με σκηνές από την Καινή Διαθήκη, καθώς και τους ολόσωμους αποστόλους που ήταν τοποθετημένοι στην επίστεψη του τέμπλου και σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο της Μονής, ξεχωρίζουν τέσσερις μακρόστενοι πίνακες με εξέχοντα γεγονότα από το βίο του πολιούχου αγίου της Ζακύνθου. Παριστάνουν τον άγιο Διονύσιο με τους διώκτες του φονιά του αδελφού του, τον άγιο να ευλογεί τα δίχτυα των ψαράδων στο θαύμα που έκανε στο νησάκι Βόιδι, την Κοίμηση του αγίου και τέλος τη Λιτάνευση του ιερού λειψάνου στα Στροφάδια. Από τις αφιερωματικές χρονολογημένες επιγραφές που υπάρχουν σε δύο από τους πίνακες συνάγεται το συμπέρασμα ότι αυτοί φιλοτεχνήθηκαν στη διετία 1797-1799. Στις παραστάσεις, έργο καλλιτεχνικής ωριμότητας του ζωγράφου, εντυπωσιάζουν ο λυρισμός, η δραματικότητα, η πλαστικότητα, αλλά κυρίως η επάρκεια του καλλιτέχνη στη χρήση των χρωμάτων και της φωτοσκίασης.
Ο Κουτούζης, που επιδόθηκε και στην προσωπογραφία, είναι η σημαντικότερη φυσιογνωμία της επτανησιακής ζωγραφικής.
Από τον Παναγιώτη Δοξαρά μέχρι τον Νικόλαο Κουτούζη και τον Νικόλαο Καντούνη διαπιστώνεται η ολοκληρωτική στροφή της θρησκευτικής ζωγραφικής στο μανιερισμό, το μπαρόκ, τη φλαμανδική ζωγραφική. Εγκαταλείπεται η τεχνική της αυγοτέμπερας και επικρατεί η ελαιογραφία, εισάγονται στοιχεία της κοσμικής τέχνης (εκκοσμίκευση), αποτυπώνεται η έκφραση έντονων συναισθημάτων (περιπάθεια), εισάγονται νέοι κύκλοι θεμάτων στην εικονογραφία με την επίδραση της Αντιμεταρρύθμισης και μεγάλοι πίνακες αντικαθιστούν τις τοιχογραφίες. Η επτανησιακή ζωγραφική, αλλά και τα γράμματα και οι άλλες τέχνες, ό,τι δηλαδή συνθέτει τον επτανησιακό πολιτισμό, είναι το φυσικό αποτέλεσμα του πολιτικού και κοινωνικού πλαισίου στο οποίο αναπτύχθηκαν.
Στα εκκλησιαστικά αργυρά υπάγονται πρωτίστως τα ιερά σκεύη που σχετίζονται με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπως το αρτοφόριο, το Ευαγγέλιο, τα κηροπήγια, ο σταυρός ευλογίας και ο σταυρός αγιασμού, το άγιο ποτήριο, το δισκάριο με τον αστερίσκο, η λαβίδα, το ζέον. Εκτός από αυτά, στην εκκλησιαστική αργυροχοΐα υπάγονται και άλλα αργυρά αντικείμενα απαραίτητα στη λατρεία, όπως το θυμιατήρι, οι λειψανοθήκες, οι λάρνακες, οι δίσκοι, τα καντήλια, τα μανουάλια, καθώς και άλλα αντικείμενα, όπως οι πόρπες, τα εγκόλπια, οι επιστήθιοι σταυροί, οι ποιμαντορικές ράβδοι (οι "πατερίτσες") και οι πλούσια κοσμημένες αρχιερατικές μίτρες.
Η τέχνη της αργυροχοΐας είχε μεγάλη άνθιση στη Ζάκυνθο. Είναι γνωστό ότι η τοπική συντεχνία των αργυροχρυσοχόων είχε ιδρυθεί πριν το 1668 και σ' αυτήν ανήκαν και οι ωρολογοποιοί. Η μεγάλη ακμή αυτής της τέχνης συνδέθηκε κυρίως με την επαγγελματική δραστηριότητα ονομαστών μαστόρων από το χωριό Καλαρρύτες της Ηπείρου, που κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο στις αρχές του 19ου αι., όταν τους έδιωξαν από τον τόπο τους οι Τούρκοι 19.
Στις προθήκες του Μουσείου φιλοξενούνται εξαιρετικά δείγματα μικροτεχνίας. Πολλά από αυτά είναι αναθήματα και φέρουν, κατά τη συνήθεια της εποχής, επιγραφές με τις δεήσεις και τα ονόματα των δωρητών. Τα περισσότερα αντικείμενα εκφράζουν τις καλλιτεχνικές τάσεις που επικρατούσαν στη Ζάκυνθο την εποχή που δημιουργήθηκαν και αποδεικνύουν ότι οι μακραίωνοι δεσμοί με τα καλλιτεχνικά ρεύματα από τη Δύση και κυρίως από την Ιταλία δεν έπαψαν να υφίστανται και μετά την πτώση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο ευαγγέλια με αργυρή στάχωση. Το ένα αποτελεί καλλιτεχνική δημιουργία του Αθανάσιου Τζημούρη 20, διάσημου αρχιτεχνίτη του Αλή Πασά, που είχε γίνει μυθικό πρόσωπο για τους ασημιτζήδες της Ηπείρου και πασίγνωστος κυρίως για τα καλύμματα των ευαγγελίων. Ο Τζημούρης πρόσφυγας στη Ζάκυνθο, δούλεψε από το 1821 έως το 1823, χρονιά που πεθαίνει στο νησί. Το ευαγγέλιο του Μουσείου προέρχεται από το ναό του Αγίου Διονυσίου και τυπώθηκε το 1818 από το πρώτο και πιο σημαντικό ελληνικό τυπογραφείο που λειτούργησε στη Βενετία, με άδεια της Γερουσίας, το 1670, του Γιαννιώτη Νικολάου Γλυκύ. Αρχικά τύπωνε κυρίως εκκλησιαστικά βιβλία, αλλά σύντομα για λόγους συναγωνισμού προς τα άλλα τυπογραφεία, και ακολουθώντας τη ζήτηση του αναγνωστικού κοινού, τύπωνε και λαϊκά αναγνώσματα. Οι εκδοτικές εργασίες του, φημισμένες για την έλλειψη λαθών, σταμάτησαν το 1854.
Στην κύρια όψη της αργυρής στάχωσης απεικονίζονται στο μέσον η Ανάσταση, που πλαισιώνεται από έξι σκηνές της ζωής του Κυρίου και οι τέσσερις ευαγγελιστές στις γωνίες. Στην πίσω όψη, η Σταύρωση, με τέσσερις προφήτες, τον Παλαιό των Ημερών επάνω και πέντε ακόμα σκηνές από το βίο του Χριστού. Τη ράχη σχηματίζουν έξι ορθογώνια, λεπτοδουλεμένα πλακίδια. Τα πέντε απ' αυτά περικλείουν από ένα ανάγλυφο τετράφυλλο ανθέμιο, ενώ στο έκτο ο Τζημούρης αναγράφει την επιγραφή και την υπογραφή του: Εκατασκεβάσθη και κατασκεβάζωνται εν καλαρρύταις χωρίον των Ιωαννίνων δια χειρός Αθανασίου Νικολάου Τζημούρη. Ο καλλιτέχνης κινείται γενικά στο παραδοσιακό κλίμα, όμως δεν μένει ανεπηρέαστος από τα δυτικά πρότυπα.
Ο Γεώργιος Διαμάντης Μπάφας γεννήθηκε στους Καλαρρύτες των Ιωαννίνων (1789;) και πέθανε στη Ζάκυνθο το 1854. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Άνθιμο Αργυρόπουλο και έγινε μέλος της το 1819. Δέχτηκε ανεπιφύλακτα τις δυτικές επιδράσεις στην τέχνη του και δούλεψε με αστείρευτη έμπνευση σε όλα τα είδη της εκκλησιαστικής αργυροχοΐας, χωρίς να επαναλαμβάνεται, όπως ο Τζημούρης, που υπέταξε το μεγάλο ταλέντο του στην εμπορική σκοπιμότητα, όπως δείχνει η τυποποίηση της δουλειάς του.
Από το 1812, ο Μπάφας αρχίζει να δουλεύει για την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου. Μέχρι το 1829 τελειώνει τρία αριστουργηματικά έργα τέχνης: το ευαγγέλιο, την αργυρή επένδυση της δεσποτικής εικόνας του Πολιούχου και τη λάρνακα.

Το ευαγγέλιο είναι τυπωμένο το 1764 στη Βενετία από τον Νικόλαο Σάρο, τον δεύτερο σημαντικό Γιαννιώτη τυπογράφο, μετά τον Νικόλαο Γλυκύ, που ίδρυσε και λειτούργησε από το 1686 έως το 1778 ελληνικό τυπογραφείο στη Βενετία, το σημαντικότερο τυπογραφικό κέντρο μέχρι το 18ο αι.
Στη στάχωση ακολουθείται μία ιδιότυπη διάταξη των εικονογραφικών θεμάτων, που θυμίζει τις θύρες των ναών της ιταλικής Αναγέννησης. Κάθε φύλλο χωρίζεται σε δεκαπέντε ορθογώνια. Στα γωνιακά διάχωρα του μπροστινού φύλλου εικονίζονται τέσσερις προφήτες, στο μεσαίο η Ανάσταση του Κυρίου και κάτω, στο μέσον, ένθρονος ο άγιος Διονύσιος. Στο υποπόδιο του θρόνου είναι χαραγμένη η υπογραφή του καλλιτέχνη: χειρ Διαμάντη Μπάφα και στο διπλανό ορθογώνιο η χρονολογία: 1812. Στην πίσω όψη, στις γωνίες οι τέσσερις Ευαγγελιστές και στο κέντρο η Σταύρωση. Όλα τα υπόλοιπα ορθογώνια διάχωρα καλύπτονται με ανάγλυφες παραστάσεις από τη ζωή του Χριστού. Οι δυτικές επιδράσεις στη στάχωση είναι ολοφάνερες, τόσο στη νατουραλιστική απόδοση του τοπίου, όσο και στη ρεαλιστική και αφηγηματική απόδοση των σκηνών.
Στο νέο Μουσείο εκτίθενται ακόμα, πολύτιμα χειρόγραφα, έγγραφα, σπάνιες παλαιές εκδόσεις, λειτουργικών κυρίως βιβλίων, που χρονολογούνται από το 16ο έως και το 18ο αι., και τέλος, μία πλούσια συλλογή από ιερατικά άμφια. Άμφια είναι τα ενδύματα που φορούν οι κληρικοί κατά τη Θεία Λειτουργία και τις άλλες ακολουθίες και εκκλησιαστικές τελετές της Ορθόδοξης εκκλησίας. Ταυτόχρονα αποτελούν διακριτικά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και εξουσίας. Ο όρος άμφια συναντάται στους βυζαντινούς συγγραφείς και δηλώνει αρχικά όλα τα πολύτιμα και λαμπρά ενδύματα, αργότερα τα ενδύματα των αυτοκρατόρων και των κληρικών και στη μεταβυζαντινή εποχή μόνο των τελευταίων. Με τον ίδιο όρο δηλώνονται στα Ευχολόγια και τα καλύμματα της Αγίας Τράπεζας και όλα τα διακοσμητικά πέπλα και παραπετάσματα που χρησιμοποιούνται στον στολισμό του ναού. Οι επιδράσεις της κοσμικής τέχνης ανιχνεύονται στην τεχνοτροπία και στη διακοσμητική αντίληψη των ιερατικών ενδυμάτων, που κατασκευάζονται με μετάξι και άλλα πολυτελή υφάσματα, κεντημένα με χρυσά και αργυρά νήματα ή σύρματα και πολύτιμους λίθους 21.
Χρυσοκέντητα αρχιερατικά άμφια φιλοξενούνται στο χώρο του Μουσείου, όπως του αρχιεπισκόπου Ζακύνθου Διονυσίου Πλαίσα (1894). Ξεχωριστή θέση όμως, όχι μόνο στο νέο Μουσείο, αλλά και στις καρδιές των πιστών, κατέχουν τα άμφια του αγίου Διονυσίου.
Στο σημείωμα αυτό έγινε προσπάθεια για μία συνοπτική παρουσίαση των σημαντικών εκθεμάτων του Μουσείου της Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, που μαρτυρούν τη γνήσια χριστιανική ορθόδοξη παράδοσή της.

Η ανασυγκρότηση, συντήρηση και μελέτη των έργων της συλλογής αποτελεί στόχο του Μητροπολίτη Ζακύνθου κ. Χρυσοστόμου Β΄, ο οποίος συμμετέχει ενεργά στην προσπάθεια για την προστασία και ανάδειξη του πολιτιστικού πλούτου της Ζακύνθου. Στο πλαίσιο αυτό, έχει προγραμματιστεί η έκδοση του καταλόγου των έργων, τόσο για την ενημέρωση των πολυάριθμων επισκεπτών -προσκυνητών, όσο και για να γίνουν αυτά προσιτά στην επιστημονική κοινότητα. Με την παρουσίαση των άγνωστων μέχρι τώρα στο ευρύ κοινό εκθεμάτων, προβάλλεται η θεολογία των εικόνων και η συμβολική των ιερών σκευών και ιερατικών αμφίων. Συγχρόνως, τα εκθέματα αποστέλλουν μήνυμα ειρήνης, αγάπης και αυτοσυνειδησίας, γεγονός πρωταρχικής σημασίας για τη σύγχρονη ηλεκτρονική κοινωνία της πληροφόρησης, αλλά και της αποξένωσης.

Σημειώσεις

1. Για την ιστορία και κυρίως την αρχιτεκτονική του μοναστηριού, βλ.: Γ. Πουλημένος και Ι. Στουφή - Πουλημένου, "Το οικοδομικό χρονικό της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Στροφάδων" , Μονές της Ζακύνθου. Ιστορία-Αρχιτεκτονική-Τέχνη. Πρακτικά επιστημονικής ημερίδας, 16 Νοεμβρίου 1996, Ζάκυνθος 1998, σ. 211-268 (όπου και όλη η προηγούμενη βιβλιογραφία).
2. Έχουν ληφθεί τα άμεσα μέτρα για την στερέωση του πύργου, έχει εκπονηθεί προμελέτη, από τον Γ. Πουλημένο, για τη συνολική αποκατάσταση του κτιριακού συγκροτήματος, ενώ γίνεται συντονισμένη προσπάθεια, τόσο από τον Μητροπολίτη, όσο και από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟ, για την ένταξη του έργου στο Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.
3. Η εικόνα της Παναγίας Θαλασσομαχούσας και έξι ακόμα από τη Μονή Στροφάδων έχουν δημοσιευθεί από τη Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου στην ωραία έκδοση της Ιεράς Μητρόπολης Ζακύνθου, Εικόνες της Ζακύνθου, Αθήνα 1997, σ. 46-49.
4. Βλ.: Χρυσάνθη Μπαλτογιάννη, Εικόνες Μήτηρ Θεού, Αθήνα 1994, σ. 155-156.
5. Βλ.: Χάρης Κουτελάκης, "Παναγία η Πάντων Χαρά των Στροφάδων. Ένα εικονογραφικό παράλληλο στην Πάτμο", Δωδεκανησιακά Χρονικά, τόμος ΙΕ΄, Αθήνα 1994, σ. 67-78.
6. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, ό.π., σ. 59-61.
7. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, ό.π., σ. 122-125.
8. Η συντήρηση, επί σειρά ετών, πολλών εικόνων της Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου οφείλεται στους έμπειρους συντηρητές του εργαστηρίου συντήρησης του Μουσείου Ζακύνθου, τη ζωγράφο Μαρία Ρουσέα, τον αλησμόνητο Δημήτρη Σταμίρη, και τους Μαρίνα Ραζή, Άννα Μάνεση Αντώνη Ραζή και Αγγελική Πέττα, που εξακολουθούν να προσφέρουν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους. Έχουμε χρέος να σημειώσουμε εδώ και το ζήλο του ηγουμένου της Μονής κ. Διονυσίου Λιβέρη για τη διατήρηση των ιερών κειμηλίων των Στροφάδων. Πρόσφατα, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Ζακύνθου κ. Χρυσοστόμου, δύο άξιοι νέοι συντηρητές, ο Ανdρέας και ο Μάριος Θεοδόσης, εργάζονται στο χώρο της νέας πτέρυγας, υπό την εποπτεία του εργαστηρίου του Μουσείου.
9. Βλ.: Εικόνες της Κρητικής Τέχνης (από τον Χάνδακα ως την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη), Kατάλογος έκθεσης, Ηράκλειο 1993, αρ. 60.
10. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, ό.π., σ. 234-235 και Γιάννης Ρηγόπουλος, Φλαμανδικές επιδράσεις στη μεταβυζαντινή ζωγραφική. Προβλήματα πολιτιστικού συγκρητισμού. Α΄ τόμος, Αθήνα 1998, σ. 184.
11. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, ό.π., σ. 188-189.
12. Βλ. Διονύσιος Ι. Μούσουρας, "Μετόχια της Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, Μονές της Ζακύνθου. Ιστορία-Αρχιτεκτονική-Τέχνη", Πρακτικά επιστημονικής ημερίδας (16 Νοεμβρίου 1996), Ζάκυνθος 1998, σ. 129, 131.
13. Μανόλης Χατζηδάκης, Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830), Αθήνα 1987, σ. 280-281.
14. Για τους ξυλόγλυπτους σταυρούς στα επιστύλια των τέμπλων, βλ.: Μαρία Καζανάκη-Λάππα, "Ο ξυλόγλυπτος σταυρός της Ευαγγελίστριας του Λιβόρνου (1643) και οι σταυροί επιστυλίου στα κρητικά τέμπλα", Ευφρόσυνον, Αφιέρωμα στον Μανόλη Χατζηδάκη, 1, Αθήνα 1991, σ. 219-238.
15. Βλ.: Αχειμάστου-Ποταμιάνου, ό.π., σ. 248-257.
16. Βλ.: Αλκιβιάδης Γ. Χαραλαμπίδης, Συμβολή στη μελέτη της Εφτανησιώτικης Ζωγραφικής του 18ου και 19ου αιώνα, Ιωάννινα 1978, σ. 17 κ.ε., 45 κ.ε.
17. Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος. Πεντακόσια χρόνια (1478-1978). Τέχνης Οδύσσεια. Τόμος 5ος, τ. Α΄. Θρησκευτική τέχνη. Ζωγραφική, Αθήνα 1988, σ. 137 κ.ε.
18. Βλ.: Αχειμάστου-Ποταμιάνου, ό.π., σ. 224-233 και Ζωή Α. Μυλωνά, Το Μουσείο Ζακύνθου, Αθήνα 1998, σ. 487-493.
19. Γενικά για την αργυροχοΐα στη Ζάκυνθο, βλ.: Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος. Πεντακόσια χρόνια (1478-1978). Τέχνης Οδύσσεια. Τόμος 5ος, τ. Β΄, Θρησκευτική τέχνη. Αρχιτεκτονική-Ξυλογλυπτική-Αργυρογλυπτική, Αθήνα 1989, σ. 77-102 και Διονύσης Φλεμοτόμος, Ζακυνθινοί τεχνίτες, Αθήνα 1991, σ. 11-17.
20. Πόπη Ζώρα, Δύο μεγάλοι μαστόροι του ασημιού. Αθανάσιος Τζημούρης. Γεώργιος Διαμάντης Μπάφας, Αθήνα 1972.
21. Βλ.: Άμφια. Το ένδυμα της Ορθόδοξης εκκλησίας, κατάλογος έκθεσης, Αθήνα 1999.

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2008

Mahmoud Darwish (1941-2008), [ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ]

Μετάφραση: NOCTOC.
Τα ποιήματα σταχυολογήθηκαν όλα από το ομώνυμο πολύ καλό Ιστολόγιο

Η ΓΗ ΜΑΣ ΚΑΤΑΚΛΥΕΙ

Η Γη μας κατακλύει
μας σπρώχνει μέσα από το τελευταίο πέρασμα
και εμείς σχίζουμε τα μέλη του σώματος μας για να περάσουμε.
Η Γη μας συμπιέζει.
Μακάρι να ήμασταν το σιτάρι της
έτσι θα μπορούσαμε να πεθάνουμε και να ζήσουμε πάλι.
Μακάρι η Γη να ήταν η μάνα μας
ώστε να ήταν εύσπλαχνη μαζί μας.
Μακάρι να ήμασταν εικόνες στα βράχια
για τα όνειρα μας να φέρουν ως καθρέπτες.
Είδαμε τα πρόσωπα εκείνων που θα ρίξουν τα παιδιά μας από το παράθυρο αυτού του τελευταίου χώρου.
Το αστέρι μας θα κρεμάσει καθρέπτες.
Που πρέπει να πάμε μετά τα τελευταία σύνορα;
Πού πρέπει τα πουλιά να πετάξουν μετά τον τελευταίο ουρανό;
Που πρέπει τα φυτά να κοιμηθούν μετά την τελευταία πνοή από αέρα;
Θα γράψουμε τα ονόματά μας από κόκκινο ατμό.
Θα κόψουμε το χέρι του τραγουδιού για να τελειώσει με τη σάρκα μας.
Θα πεθάνουμε εδώ, εδώ, στο τελευταίο πέρασμα.
Εδώ, και εδώ το αίμα μας θα φυτέψει το ελαιόδεντρό του.



ΤΡΙΤΟΣ ΨΑΛΜΟΣ

Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν χώμα ...
Ήμουνα φίλος με τους μίσχους του σιταριού.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν οργή
Ήμουνα φίλος με τις αλυσίδες.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν πέτρες
Ήμουνα φίλος με τα ρέματα.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν εξέγερση
Ήμουνα φίλος με τους σεισμούς.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μουήταν πικρά μήλα
Ήμουνα φίλος με την αισιοδοξία.
Αλλά όταν τα λόγια μου
έγιναν μέλι ...
οι μύγες κάλυψαν
τα χείλη μου! ...



Σ' ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΝΕ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΑΣ ΣΑΝ ΕΦΗΜΕΡΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις
πάρτε τ' ονόματά σας, και φύγετε
απελευθερώστε το χρόνο μας από τις ώρες σας,
κλέψτε ό,τι μπορείτε από το γαλάζιο της θάλασσας
και της άμμου τις μνήμες
πάρτε όποιες εικόνες θέλετε,
για να καταλάβετε, αυτό που ποτέ σας δεν μπορείτε:
Πως μια πέτρα από το χώμα μας κτίζει τη στέγη του ουρανού μας.
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις
από σας το ξίφος - από μας το αίμα
από σας χάλυβας και πυρκαγιά - από μας η σάρκα μας
από σας ακόμα ένα τανκ - από μας πέτρες
από σας δακρυγόνα - από μας βροχή
επάνω από μας, όπως επάνω από σας, είναι ουρανός και αέρας
έτσι πάρτε το μερίδιο σας από το αίμα μας - και χαθείτε
ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ σε μια χοροεσπερίδα - και χαθείτε.
Όσο για μας,
πρέπει να ποτίσουμε τα λουλούδια των μαρτύρων μας
όσο για μας,
πρέπει να ζήσουμε όπως μας αρέσει.
Μην μπαίνετε ανάμεσά μας σαν ιπτάμενα έντομα
γιατί έχουμε δουλειά να κάνουμε στη γη μας:
Έχουμε να σπέρνουμε σιτάρι,
που ποτίζουμε με τον ιδρώτα των κορμιών μας
έχουμε αυτό που εσάς δεν σας ευχαριστεί εδώ:
πέτρες και πέρδικες
έχουμε αυτό που εσάς δεν σας ευχαριστεί:
έχουμε το μέλλον
κ' έχουμε πράγματα να κάνουμε στη γη μας.
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις
κάνετε τις παραισθήσεις σας σωρό,
σ' ένα εγκαταλειμμένο λάκκο, και χαθείτε.
Γιατί έχουμε αυτό που εσάς δεν σας ευχαριστεί εδώ,
γι' αυτό χαθείτε
κ' έχουμε αυτό που εσείς στερείστε:
μια αιμορραγούσα πατρίδα, ενός λαού που αιμορραγεί,
μια πατρίδα που της αξίζει η αιωνιότητα και η μνήμη.
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις
είναι καιρός για σας να φύγετε χωρίς επιστροφή
ζήσετε οπουδήποτε σας αρέσει,
αλλά μην ζείτε ανάμεσά μας.
Πεθάνετε οπουδήποτε σας αρέσει,
αλλά μην πεθάνετε ανάμεσά μας
είναι καιρός για σας να φύγετε χωρίς επιστροφή,
γιατί έχουμε δουλειά να κάνουμε στη γη μας
έχουμε το παρελθόν εδώ,
έχουμε την πρώτη κραυγή της ζωής
έχουμε το παρόν, και το μέλλον,
έχουμε τον τωρινό κόσμο, και τον επόμενο
γι' αυτό αφήστε τη χώρα μας
τη γη μας, τη θάλασσά μας
το σιτάρι μας, το αλάτι μας, τις πληγές μας
τα πάντα, και αφεθείτε
από της θύμησης τις μνήμες.
Αι, εσείς που περνάτε τα λόγια μας σαν εφήμερες λέξεις!



ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ

Δεν μ' αναγνώρισαν στις σκιές
που απορροφούν το χρώμα μου σε αυτό το διαβατήριο
και η πληγή μου ήταν για αυτούς μια έκθεση για επίδειξη
για κάποιο τουρίστα που αγαπά να συλλέγει φωτογραφίες.
Δεν μ' αναγνώρισαν.
Ω... μην αφήνετε,
τη παλάμη του χεριού μου χωρίς τον ήλιο
επειδή τα δέντρα μ' αναγνωρίζουν
όλα τα τραγούδια της βροχής μ' αναγνωρίζουν
μην μ' αφήσετε χλωμό σαν το φεγγάρι.

Όλα τα πουλιά που ακολούθησαν τη παλάμη μου
στη πόρτα του μακρινού αεροδρομίου
όλα τα χωράφια με το σιτάρι
όλες οι φυλακές
όλες οι άσπρες ταφόπετρες
όλα τα οδοντωτά συρματοπλέγματα
όλα τα κυματιστά μανδήλια
όλα τα μάτια
ήταν με μένα,
αλλά τ' αφαίρεσαν από το διαβατήριό μου.

Ξεγυμνωμένος από τ' όνομά μου και τη ταυτότητα μου
Σ' ένα χώμα που έθρεψα με τα χέρια μου!
Σήμερα ο Ιώβ αναφώναξε σ' όλα τα πλάτη της γης
γεμίζοντας τον ουρανό:
Μην με κάνετε παράδειγμα για τους άλλους ξανά!
Ω, κύριοι, προφήτες,
μην ρωτάτε τα δέντρα για το όνομά τους
μην ρωτάτε τις κοιλάδες πια είναι η μάνα τους
από το μέτωπο μ' αναπηδά το ξίφος της φωτιάς
και από το χέρι μ' αναπηδά το νερό του ποταμού
όλες οι καρδιές των ανθρώπων είναι η ταυτότητα μου
πάρτε μου λοιπόν το διαβατήριό μου!



ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ

Έτσι πρέπειν' αρνηθώ το θάνατο
και να κάψω τα δάκρυα των τραγουδιών που αιμορραγούν
και να γδύσω τις ελιές
απ' όλα τα νεκρά κλαδιά τους
εάν τραγουδούσα για την ευτυχία
κάπου πέρα από τα βλέφαρα των εκφοβισμένων ματιών
είναι επειδή η θύελλα
μου υποσχέθηκε κρασί και καινούργιες προπόσεις
και ουράνια τόξα
επειδή η θύελλα σκούπισε μακριά τις φωνές των αδρανών σπουργιτιών,
και σκούπισε μακριά τα νεκρά κλαδιά
από τους κορμούς των όρθιων δέντρων
έτσι πρέπεινα είμαι υπερήφανος για σένα
ω πληγωμένη πόλη
είσαι αστραπή στη λυπημένη μας νύχτα
όταν οι δρόμοι με συνοφρύζουνμε προστατεύεις από τις σκιές τους
και τα βλέμματα της έχθρας
θα συνεχίσω να τραγουδώ για την ευτυχία
κάπου πέρα από τα βλέφαρα των εκφοβισμένων ματιών
γιατί από το καιρό που η θύελλα άρχισε να οργίζεται
στη χώρα μου
μου έχει υποσχεθεί κρασί και ουράνια τόξα



ΠΑΤΕΡΑ! ΕΙΜΑΙ Ο ΙΩΣΗΦ

Αχ πατέρα!
Οι αδελφοί μου, δεν μ' αγαπούν
ούτε θέλουν εμένα ανάμεσά τους.
Αχ πατέρα, με προσβάλουν
με λιθοβολούν
και με ύβρις με λούζουν.
Οι αδελφοί μου επιθυμούν τον θάνατό μου
και μετά να μου δώσουν τα ψευδή τους εγκώμια
κλείνουν την πόρτα σου, μπροστά μου
και από το περιβόλι σου με απελαύνουν
δηλητηρίασαν τους αμπελώνες μου,
Αχ πατέρα!
Όταν το αεράκι που διερχόταν
αστειεύτηκε με τα μαλλιά μου,
όλοι ζήλεψαν
αγανάκτησαν μ’ εσένα και εμένα.
Τι έχω κάνει σε αυτούς, πατέρα,
και τι ζημιά τους έχω προκαλέσει;
Πεταλούδες ξαπόσταζαν στον ώμο μου,
το σιτάρι μού υποκλινόταν
και πουλιά πετούσαν πάνω από τα χέρια μου.
Τι έκανα τότε λάθος πατέρα, και γιατί εγώ;
Εσύ είσαι εκείνος που με ονόμασε Ιωσήφ!
Μ' έσπρωξαν να πέσω μέσα στο πηγάδι
και στη συνέχεια κατηγόρησαν τον λύκο.
Αχ, πατέρα!
Ο λύκος είναι πιο έσπλαχνος απ’ ό,τι οι αδελφοί μου.
Έβλαψα κανένα όταν τους είπα για το όνειρό μου;
Για έντεκα πλανήτες, είδα στο όνειρό μου,
και τον ήλιο και τη σελήνη
όλοι γονατιστοί μπροστά μου.



MANA

Νοσταλγώ το ψωμί της μάνας μου
τον καφέ της μάνας μου
το άγγιγμά της
οι μνήμες της παιδικής μου ηλικίας μεγαλώνουν
μέρα με τη μέρα
πρέπει να αγαπώ τη ζωή μου
στην ώρα του θανάτου μου
πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου.
Και εάν επιστρέψω μια μέρα
πάρε με ως πέπλο στα βλέφαρά σου
σκέπασε τα κόκαλά μου με τη χλόη που
ευλογήθηκε από τα βήματά σου
δέσε μας μαζί
με μια μπούκλα από τα μαλλιά σου
με μια κλωστή που κρεμάτε από το πίσω μέρος του
φορέματός σου
μπορεί να γίνω αθάνατος
να γίνω Θεός
εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου.
Ας επιστρέψω και κάνε με ξύλα για τη φωτιά σου
σχοινί για να απλώνεις τα ρούχα στη στέγη του σπιτιού σου
χωρίς την ευλογία σου
είμαι πολύ αδύνατος να σταθώ.
Γέρασα
δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών
της παιδικής μου ηλικίας
έτσι ώστε εγώ
μαζί με τα χελιδόνια
να μπορούμε να ανιχνεύσουμε το μονοπάτι
πίσω στη φωλιά σου που περιμένει.

Related Posts with Thumbnails