© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

Νίκου Γράψα, ΣΥΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να σκέφτεται, το ίδιο πράγμα αναρωτιέμαι.
Τι φοβούνται οι άνθρωποι και μαζεύουν χρήματα και κρύβουν σκέψεις και αισθήματα;
Όπου μπεις σε κοιτάνε από πάνω ως κάτω. Ψάχνουν το βλέμμα σου να διαπιστώσουν τις διαθέσεις σου.
Πέρασε ο καιρός, ταξίδεψα ανατολικά, ταξίδεψα δυτικά, ταξίδεψα βόρεια. Κατάλαβα πως τα ερωτήματα αυτά με απασχολούν ακριβώς γιατί μεγάλωσα εδώ, στην "Έλλάδα", μια χώρα δηλαδή που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει γιατί δεν υπάρχουν Ελληνες, άνθρωποι δηλαδή που δέχονται τη δημόσια κριτική σκέψη και το διάλογο με λογική συνέπεια όπως οι Ελληνες, που φιλοσοφούν με μέθοδο ανάλυσης, σύνθεσης, αφαίρεσης και δομής όπως οι Ελληνες, που έχουν θεούς προστάτες των Τεχνών όπως οι Ελληνες, που αθλούνται και αγωνίζονται για ένα κλαράκι ελιάς -χωρίς πολυεθνικούς σπόνσορες- όπως οι Ελληνες, που δεν ακολουθούν επίσημο κρατικό θρησκευτικό δόγμα όπως οι Ελληνες, που μοιράζουν τα χωράφια της πόλης σε ίσα και ισάξια κομμάτια ένα για κάθε φυλή όπως οι Αθηναίοι.
Λένε οι ανθρωπιστικές επιστήμες, πως ικανές και αναγκαίες προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός έθνους είναι η γλώσσα και η θρησκεία. Και τότε άρχισα να προσέχω τη γλώσσα που μιλούσα. Αρχισα να σκέφτομαι τα ονόματα και τα επίθετα που άκουγα και έβλεπα. Αρχισα να μεταφράζω λογικά και όχι συναισθηματικά την πραγματικότητα γύρω μου. Ούτε την ίδια θρησκεία με τους Ελληνες είχα ούτε και την ίδια γλώσσα μιλούσα ακριβώς πέραν της χρήσης κάποιων ίδιων λέξεων. Αλλο συντακτικό άλλη γραμματική, άλλο λεξιλόγιο.
Αρχισα να σκέφτομαι πως η έννοια του έθνους είναι μάλλον απατηλή, τουλάχιστον σήμερα. Ποιος καθόρισε και πότε τα σύνορα. Όλη η Ευρώπη εθνοποιήθηκε τον 19ο αιώνα. Η Ελλάδα συνέχισε και στις αρχές του 20ού, κάποιοι βαλκάνιοι ακόμα περιμένουν.
Και πιο πριν; Τεράστιες αυτοκρατορίες για δύο χιλιάδες χρόνια, απ' το 200 π.Χ. Δυτική ρωμαϊκή, ανατολική ρωμαϊκή ("Βυζάντιο"), Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, (κεντρική Ευρώπη), Γαλλική, Ρωσική, Οθωμανική. Τι έγινε, λοιπόν.
Οι λαοί μοιράστηκαν τυχαία. Μπήκαν τα σύνορα και χωρίστηκαν ακόμη και οικογένειες, όπως έμαθα αργότερα από κάποιον κάτοικο της Φλώρινας που αυτός σήμερα είναι 'Ελληνας' και τα ξαδέρφια του "σκοπιανοί", με το ίδιο επίθετο και τον ίδιο πρόγονο.
Άρχισα να γράφω, λοιπόν, λέξεις που δεν ήταν ελληνικές, κατά κατηγορία, αυτές που χαρακτηρίζουν την κουλτούρα ενός λαού για να διαπιστώσω το μέγεθος της "εθνικής" απάτης.

Φαγητά
Ιμάμ, πίτα, πίτσα σαρδέλα, ατζούγια, μπακαλιάρος, πιλάφι, ροσμπίφ, κακαβιά, σπεντζοφάϊ, σουτζούκι, λουκάνικο, ντολμάς, κεφτές, μπριζόλα, κοκορέτσι, ζαμπόν, μπον φιλέ, ογκρατέν, μπολονέζ, ναπολιτέν, παρμεζάνα, προσούτο, εκμέκ, μπακλαβά, κανταϊφ, προφιτερόλ, λουκουμά, μπουγάτσα, πραλίνα, νουγκατίνα, σοκολάτα, τιραμισού, βανίλια, μαρμελάδα, σαβουαγιάρ, σαντιγί κλπ, κλπ.
Λέξεις αραβικές, τουρκικές, γαλλικές, αγγλικές, ιταλικές, σλαβικές.

Ρούχα
Παντελόνι, πουλόβερ, καπαρντίνα, μπουφάν, καπέλο, παλτό, κασκόλ, γάντι, κομπινεζόν, σουτιέν, κυλόττα, μπλούζα, μπότες, κοστούμι, γιλέκο, γραβάτα, κάλτσα, φερμουάρ, τσέπη, μπατζάκι, κολάρο, καθώς και υφάσματα, κασμίρι, τζην, μοχέρ, βισκόζ, κοτλέ, τεριλέν, τσόχα, μερσεριζέ, οργάτζα, ατλάζι, σατέν, μπροκάρ κλπ, κλπ. λέξεις ιταλικές, ισπανικές, αγγλικές, γαλλικές, κλπ, κλπ.
ακόμη και η "εθνική" στολή έχει στοιχεία με ξενικά ονόματα. Φουστανέλα , γιλέκο, φέσι, τσαρούχι. Μάλιστα κι άλλοι λαοί έχουν την ίδια "παραδοσιακή" στολή, Αλβανοί και Γιουγκοσλάβοι.
Ήταν φυσικό. Κάθε λαός που πρώτος παράγει κάτι, το ονομάζει στη γλώσσα του. Εξαιρούνται κάποιες επιστημονικές εφευρέσεις και ανακαλύψεις που κατονομάζονται, συνήθως, στα λατινικά ή τα ελληνικά.
Συνέχισα τους καταλόγους με λέξεις που ενώ προφέρονται σε άλλες γλώσσες, πέραν της ελληνικής, σήμερα θεωρούνται ελληνικές και χαρακτηρίζουν την κουλτούρα μας.

Σπίτι
Σπίτι, βεράντα, μπαλκόνι, κουζίνα, σαλόνι, γκαράζ, πόρτα, σερβάν, καναπές, ντουλάπα, κουρτίνα, καλοριφέρ, τζάκι, σόμπα, σοφίτα, κατσαρόλα, ταψί, καζάνι, πιάτο, μπρίκι, τσουκάλι, μπιντέ, πόμολο, τζάμι, πορτατίφ, λαμπατέρ, σκάλα, ασανσέρ, σκαμπό, μοκέτα, κουβέρτα, ταβάνι, ντιβάνι, σεντόνι, μαξιλάρι, χαλί, κιλίμι, βελέτζα, σκαμνί, σέηκερ, μίξερ, φριτέζα, φλυτζάνι, σκούπα, τρούλος κλπ, κλπ.

Διασκέδαση- περιποίηση
Κέφι, γλέντι, σινεμά, ταβέρνα, βίντεο, μοντάζ, οπερατέρ, κάρτα, μανικιούρ, άφτερ- σέηβ, κολόνια, κραγιόν, μανό, φράτζα, μπούκλα, σεσουάρ, μπουντουάρ κλπ.

Μουσικά όργανα
Πιάνο, τσέλο, βιολί, σαντούρι, ντράμς, νταούλι, ζουρνάς, κλαρίνο, φλάουτο, τρομπέτα, κόρνο, σαξόφωνο, μαέστρος, μπαγκέτα, ούτι, λαούτο, μπουζούκι, μαντολίνο κλπ.

Ποτά
Μπύρα, ουίσκι, βότκα, λικέρ, κοκτέηλ, κονιάκ, ούζο, βερμούτ, τζιν, καφές, τσάϊ, κόκα κόλα κλπ, κλπ.

Ζώα
Σκύλος, κότα, τσακάλι, μουλάρι, γάϊδαρος, κατσίκα, γουρούνι, τσίχλα, μπεκάτσα, κόκορας, τσαλαπετεινός κλπ.

Λουλούδια-φυτά
Γαρδένια, γαρίφαλο, αζαλέα, κατιφές, γιούκα, γιασεμί, τσουκνίδα, μποκαμβίλια, παπαρούνα, μπιγόνια, ιβίσκος, γλαδιόλα, ορτανσία, νερατζιά, μουσμουλιά, κερασιά, ντομάτα, καλαμπόκι, δαμάσκηνο, γκορτσά, πεπόνι, μπανάνα, μπουρνέλα κλπ, κλπ.

Η καθημερινότητά μου φαίνεται πως δεν είναι καθόλου ελληνική.
Σκεφτόμουν μήπως η νέα "Ελλάδα" είναι μια επινόηση εκ των "έξω" και "πάνω", όπως λέει η επιστήμη, μόνο και μόνο για τη δημιουργία μιας πλαστής εθνικής ταυτότητας. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις του 19ου αι., το γνωρίζουμε όλοι πόσο φρόντισαν για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς το συμφέρον τους, φυσικά. Στα Βαλκάνια υπάρχουν σήμερα- ο Τίτο καθυστέρησε το σχέδιο για λίγο με την ενιαία Γιουγκοσλαβία- δέκα χώρες, προς το παρόν, πρώην τμήματα της Οθωμανίας, σε έκταση ίση μόνο με της Γαλλίας όλες μαζί.
Συνεχίζω τη γλωσσική μου περιήγηση.

Χρώματα
Μπλε, τυρκουάζ, μοβ, λιλά, ραφ, βεραμάν, ροζ, γκρενά κλπ.

Αγορά
Χασάπης, μανάβης, μπακάλης, μπουλνόζα, γκρέϊτερ, τρακτέρ, κομπρεσέρ, καμπάνα, μανιβέλα, βολάν, σοφέρ, καπό, πορτμπαγκάζ, ντεμπραγιάζ, παρμπρίζ, αμορτισέρ, βάρκα, τρένο, πούλμαν, ρουλεμάν, ρόδα, κούρσα, τσιμπίδι, σακβουαγιάζ, σπρέι, πέτρα, στόκος, μπογιά, βίδα, πρόκα, πένσα, τανάλια, πριόνι, κασμάς, τσαπί, μπρούτζος, αλουμίνιο, βενζίνη, βαλβολίνη, τσιμέντο, βερνίκι, τρόμπα, πετονιά, χαρτί, κατσαβίδι, σανίδα, μαδέρι, τάβλα, σοβάς, σοβαντιπί, κοντραπλακέ, τσίγκος, λαμαρίνα, νοβοπάν, μελαμίνη, τανάλια, ψαλίδι, ρακέτα, καρμπόν, βιβλίο, καπνός, τσιγάρο, πούρο, πακέτο, μπουκάλι, μπετόνι, τενεκές, κουβάς, κολυμπήθρα, κλπ, κλπ.

Κοινωνικά
Κουμπάρος, κουνιάδος, μπατζανάκης, χαζός, βλάκας, μπούφος, μάγκας, τσογλάνι, μόρτης, τσουτσέκι, μπαμπέσης, νταντά, γκουβερνάντα, τσιράκι, μπράβος κλπ, κλπ.

Αποφάσισα να σταματήσω. Είχα καταλάβει τι σημαίνει Μεσόγειος και Βαλκάνια δύο χιλιάδες χρόνια χωρίς σύνορα, επικοινωνία και συνύπαρξη λαών. Ευτυχώς που άργησαν να βάλουν τα σύνορα οι ευρωπαίοι. Σήμερα θέλουν να τα καταργήσουν και πάλι στο πλαίσιο μιας ενωμένης Ευρώπης και να συμπεριλάβουν και την Τουρκία, μάλλον ευτυχώς και πάλι. Ιστορικές αναγκαιότητες. Που βασίζονται, όμως, οι ελληνάρες και επιμένουν περί ελληνικού έθνους, το οποίο μάλιστα αδιάσπαστα εξελίσσεται από την αρχαιότητα; (ξεπεράσατε και τον Ισαάκ Ασίμωφ "εθνικά" μου αδέρφια;)
Σκέφτηκα να ψάξω τα ονόματα. Επίθετα, μικρά και ονόματα πόλεων και χωριών. (Τα ελληνικά ονόματα είναι γνωστά, έστω σε όσους σπούδασαν αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Τα ονόματα περιοχών, ποταμών, λιμνών, νησιών και λοιπών τοπωνυμίων είναι γνωστό πως είναι προελληνικά, σε μια γλώσσα προγενέστερη της κλασικής αρχαιοελληνικής του 5ου αι). Με περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Χιλιάδες ονόματα και επίθετα μη ελληνικά.
Τελικά, όσο πιο ξενικό όνομα έχει κάποιος ελληνάρας, τόσο περισσότερο υπεραμύνεται της ύπαρξης αδιάσπαστου ελληνικού έθνους στο οποίο επιθυμεί να ανήκει κι αυτός, φυσικά.
Αρχισα να τους καταλαβαίνω τους ελληνάρες. Από ψυχιατρικής απόψεως. Οι περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως στις χώρες όπου δεν ενθαρρύνεται και δεν προετοιμάζεται, από τα παιδικά χρόνια ακόμη, η ανεξαρτησία του ατόμου, νοιώθουν προστασία μόνο αν ανήκουν σε κάποια ομάδα. Η σιγουριά της μάζας. Σ' αυτό, φυσικά, έχουν συμβάλλει και τα υπανάπτυκτα τριτοκοσμικά πολιτεύματα, όπως αυτό της νέας "Ελλάδας", που ουδόλως ευνοούν τις προσωπικές ελευθερίες και δεν ενθαρρύνουν τα δικαιώματα και την αυτονομία των πολιτών.
Ελληνάρες μου, ο ομφάλιος λώρος, και το οιδιπόδειο, σας κρατάει ακόμη δεμένους με τη μαμά και το μπαμπά, τον παππού και τη γιαγιά, το "έθνος" και το κράτος, και συνεπώς τη βία. Όχι απλώς δεμένους, συγκολλημένους. Οι εθνικός πατερναλισμός δεν έχει τελειωμό. Και ο φόβος σας.
Προς τη διερεύνηση των ονομάτων, λοιπόν. Είναι γνωστό στους κατέχοντες ελληνικά πως λέξη ελληνική από διφθόγγους "μπ", "γκ", "τσ", "ντ", δεν υπάρχει. Πέραν τούτου πολλές ρίζες ονομάτων ή και ολόκληρες οι λέξεις, είναι ξενικές. Πολλά εβραϊκά ονόματα, όπως Μαρία, Αννα, τα θεωρούμε συλλήβδην ελληνικά καθώς και κάποια λατινικά Κωνσταντίνος, Στέλλα κλπ.
Λάθος ελληνάρες.

Ονόματα
Μαρία, Αννα, Ιωάννης, Συμεών, Ιωσήφ, Μωϋσής, Μιχαήλ, Γαβριήλ, Ρουθ, Σαλώμη, Μάρκος, Πέτρος, Παύλος, Μαγδαληνή, Μαρίνα, Στέλλα, Ανδρέας, Κωνσταντίνος, Βλάσης κλπ, κλπ. Λουκάς, Ελισάβετ, Γιακουμής, Ιάκωβος.

Ας μη χαίρονται οι ελληνάρες για πολλούς αγίους και αυτοκράτορες του "Bυζαντίου", ότι δήθεν είναι "Ελληνες", επειδή πιστεύουν, αφελώς, ότι έχουν ελληνικά ονόματα. Αν και ούτε αυτό θα ήταν αρκετό. (ο άγιος Γεώργιος, αν και έχει ελληνικό όνομα, ήταν βαθιά σκουρόχρωμος).

Και τώρα η πιο μεγάλη έκπληξη. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων αναφέρω κομμένες τις λέξεις. Συμπληρώστε τις καταλήξεις. Και για να μη νομίσει κανείς πως ο γράφων είναι ρατσιστής, έστω και υποσυνείδητα, σας λέω πως το επίθετό του δεν είναι η μετοχή αορίστου του ρήματος γράφω, ο γράψας, αλλά πιθανότατα εξηγείται διαφορετικά.
ι. από την περιοχή Grapsi (σύνορα Ελλάδας Αλβανίας)
ιι. από το ιταλικό Gramsi (εξ ου και η παραλλαγή Γράμψας ή Γράμμισας). (Τη μεγαλύτερη έκπληξη την ένοιωσα, όταν κάποιος φίλος αρβανίτης από τη Θήβα, που η μάνα του μιλάει ακόμη αρβανίτικα τώρα που σας γράφω, ακούγοντας το παρανόμι του παππού μου, 'Φρεμεντίτης", πολύ απλά μου εξήγησε πως στα αρβανίτικα "φρεμ" σημαίνει ανάσα και "ντιτ" σημαίνει μέρα. Ρώτησα για επιβεβαίωση έναν Αλβανό και μου είπε ακριβώς το ίδιο. "φριέμ" ανάσα, "ντιτ" ημέρα. Όλο μαζί, κάτι σαν χάραμα, πρωινό ξύπνημα, αυγή.)

Ξεκινώ από ονόματα διασήμων ελληναράδων πολιτικών.

Επίθετα
γκιουλεκ, τσοχατζ, μπιστ, τσιγκ, μεϊμαρ, γκεσουλ, καραμαν, καρατζαφ, κουτσικ, τσουρ, λαλιωτ, φουρ, τζουμ, τζιβ, τζεβ, βουλγαρ, μητσοτ, σουρλ, λιαπ, παπουλ, κατριβ, ρεπ, μπαλ, μπουλ, μπολ, χατζι, τραγκ, τσαλ, κατσι, βενιζ, μπενιζ, τσικ, τσοκ, τσουκ, τσιτ, αραπογ, μπουτ, και άλλα, μπομπολ, πετραλ, αλαφ, βαρδιν, λατσ, τραϊφ, τσιφ, και τα καλλιτεχνικά, μπαρκ, κουρκουλ, μαρκουλ, τερζ, μητρ, τσακν, μαχαιρ, καζαντζ, νταλα, βεγγ, νίκα, μπαλα, καλατζ, μαριν, βεμπ, τσιβιλ, γαβαλ, βιταλ, νταντων, περπινια (το μόνο γαλλικό μεταξύ αρβανιτοσλαβορωμανοτουρκοαραβικών!), μπουλουγ,σαραγου, κουρτ, μπελ, βουρν, δεμιρ, καμπανε, βλαντ, βλαχο, βελεντζ, παρτσαλ, δερτιλ, γαρμπ, καρβε, βογλ, λασκα, δανδουλ, κιμουλ, ζορμπα, κραουν, λεκ, νεγκ, μπονατς, τουρν, σαλε, παπακαλ, ροκο, ρεμο, λαμπε, κεδρα, τσακιρ, παπα, για να μην αναφέρω και τα επιθετοποιημένα ονόματα τα οποία ορίστηκαν ως επίθετα για ανέστιους, πλανόδιους, άστεγους, τσιγγάνους ή χωρίς έγγραφα ανθρώπους που βρέθηκαν στην από ΄δω πλευρά όταν έμπαινε ο φράχτης, γεωργί, δημητρί, νικολά, αλεξί, διονυσί, αλεξάνδρ, κλπ, κλπ.

Είναι, τουλάχιστον, διασκεδαστικό, εκτός από θλιβερό, να ακούς κάποιον με επίθετο ας πούμε τουρκογιώ- ή γκιουλέ-, να προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι διαφορετικός, και μάλλον ανώτερος!, από ένα Τούρκο, Αλβανό, Βούλγαρο. Ελληνάρες μου καλοί, εθνικά μου αδέρφια, γιατί έχουμε ξενικά επίθετα και ονόματα οι περισσότεροι; Σε τι σας εξυπηρετεί η εθνότητα καλοί μου συμπολίτες; Δεν είναι μια χίμαιρα, μια ξωθιά, ένα δαιμόνιο; Θυμόσαστε τον Ρήγα από τις Φερές; Ονειρεύτηκε την ένωση των βαλκανίων. Εσείς τον πνίξατε στο Δούναβη καλοί μου εθνοελληνάρες!

Ανοίξτε ένα ελληνικό χάρτη, αν δεν ταξιδεύετε στην Ελλάδα, και διαβάστε τα ξενικά ονόματα των χωριών. Οκ, ο Φαλμεράυερ ήταν κακός επιστήμονας. Γιατί τα ελληνικά χωριά να έχουν ξενικά ονόματα βαθιά χαραγμένα στη μνήμη των κατοίκων τους, όσο κι αν η πολιτεία τους άλλαξε τα επίσημα ονόματα ; ανοίξτε τη "Δομή". Θα βρείτε την άποψη των ελλήνων ιστορικών: όλες οι χώρες της Μεσογείου, πρώην τμήματα αυτοκρατορίας, είναι πολυεθνικές, πολυπολιτισμικές, θύλακες φυλετικής πανσπερμίας.Το πιο αστείο συμβαίνει με το Ζορμπά τον "Έλληνα". Έχει ξενικό όνομα και ξενικά πράττει, γλεντάει, κάνει κέφι και χορεύει χασαποσέρβικο που μετονομάστηκε σε- υβριδικό- "συρτάκι".

Πόλεις και χωριά
Πολλές περιοχές της Αττικής φέρουν τα ονόματα των αρβανιτοβλάχων τσιφλικάδων που τις έφραξαν πρώτοι ή άλλα, κυρίως αλβανικά ονόματα. Οι αλβανοί το ξέρουν. Και οι 'Ελληνες' της Αττικής το ξέρουν ότι οι πρόγονοί τους ήταν πρώην αλβανοί. Γι αυτό τους μισούν. Οι περισσότεροι νέο'έλληνες' ντρέπονται για την καταγωγή τους. Λες και υπήρχε αριστοκρατία στα βαλκάνια κι αυτοί έμειναν απέξω. Σήμερα φωνάζουν πως είναι Ελληνες γιατί είναι καλύτερα, από οικονομικής απόψεως, να είσαι Ελληνας παρά κάτι γειτονικό.

Μαζέψτε χρήματα, ελληνάρες μου, ξορκίστε το άπορο παρελθόν σας.
Γαλάτσι, Μαρούσι, Σπάτα, Σούλι, Καπαντρίτι, Πικέρμι, Χαρβάτι (Παλλήνη), Λιόπεσι, Ζούμπερι, Λιόσα(με παχύ "σ"), Μάντρα, Μαλακάσα, Ρέντη, Πλιάκα, Γκράβα, Βίλια, Κριε κούκι, Ντράφι, Μαγούλα, Χασιά, Ντερβενοχώρια, Σούρμενα, Μπουρνάζι, Χαϊδάρι (έχουμε και μικρασιάτες) κλπ, κλπ.
Σκούρτα, Ρεντίνα, Σαρδίνια, Φραγκίστα, Καπαρέλι, Λέπουρα, Δόμβραινα, Μαντούδι, Αρκίτσα, Ρεγκίνιο, Τσαγγαράδα, Βελεστίνο, Νταμούχαρη, Μούρεσι, Μαρτίνο, Ματαράγγα, Μέγδοβας, Λαμπίρη, Κιάτο, Δερβένι, Αράχοβα, Στεμνίτσα, Βούρμπιανη, Δημητσάνα, Λιμποβίτσι, Βλόγγος, Βυτίνα, Βαλτεσινίκο, Βαλτέτσι, Ζυγοβίστι, Στεμνίτσα, Λάλας, Κρέστενα, Ρουπακιά, Λούτσα, Ρόκκα, Λυγουριό, Καρατζάς, Ζίτσα, Ζερμπίτσα, Σαπιέντζα, Σχίζα.Σπιναλόνγκα, Καρδαμύλη, Λάγια, Δελβινάκι, Καλπάκι, Ψάκα, Τέροβο, Βόνιτσα, Κορυτσά, Γρίμποβο, Βίτσι, Ζάλογγο, Κούκεσι, Μπανάτο, Μανταμάδο, Μπόχαλη, Τσιλιβί, Χανιά, Χάνια, Μουζάκι, Μπελούσι, Πάργα, Πρέβεζα, Μπενίτσες, Λάκκα, Σέκλιζα, Γαβαλού, Ζαγορά, Τσαρίτσανη, Τύρναβος, Γρεβενά, Ζάκας, Σαμαρίνα, Μέτσοβο, Τσεπέλοβο, Κεράσοβο, Βουτσαράς, Σιάτιστα, Σαρακίνα, Κιλκίς, Σουφλί, Καβάσιλα, Βερτίσκο, Ζαγκλιβέρι, Καρβάλη, Καβάλα, Κομοτηνή, Σέλερο, Βιτάλι, Μπατσί, Σάριζα, Σπέτσες, κλπ, κλπ, εκατοντάδες ακόμη.
Φυσικά και έχουν ενσωματώσει στη γλώσσα τους πολλές ελληνικές λέξεις άλλοι λαοί, κυρίως ότι αφορά σε πολιτική, τέχνες, επιστήμες και άλλα λόγια στοιχεία. Κι όχι μόνο λέξεις. Πολλοί έχουν εφαρμόσει ελληνικές τεχνικές, νοοτροπίες, σκέψεις που δεν τις έχουμε εφαρμόσει ούτε εμείς οι νέο "Έλληνες".
Κατάλαβα, τελικά, πως Ελληνας αυτό ακριβώς σημαίνει. Όχι Ζορμπάς, αλλά Θεωρητική σκέψη, Τέχνη, Επιστήμη, Φιλοσοφία, Λογική, Αρχιτεκτονική, Μηχανική, Γλυπτική, Μουσική, Θέατρο, Ποίηση, Μαθηματικά, Αθλητισμός.
Λέξεις που χρησιμοποιούνται διεθνώς στην ελληνική γλώσσα γιατί Ελληνες τις πρωτοδιατύπωσαν και τέλος. Μετά οι Ελληνες χάθηκαν. Η γνώση ταξίδεψε αλλού.
Αν θέλει να καμαρώνει κανείς γιατί είναι Ελληνας, ας γνωρίσει τον ελληνικό πολιτισμό. Λέτε οι ελληνάρες που φωνάζουν να έχουν διαβάσει τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη ή τον Τίμαιο του Πλάτωνα, να έχουν διαβάσει τους ιάμβους του Αρχίλοχου, τις δημηγορίες του Θουκυδίδη, την Κοσμογονία του Ησίοδου;
Μάλλον όχι. Αν τα είχατε διαβάσει ελληνάρες μου θα είσαστε σεμνοί, ήρεμοι και σώφρονες, όπως εκείνοι. Αν και δεν είμαστε Ελληνες ας γίνουμε τουλάχιστον ελληνικοί, όπως λέει ο ποιητής Καβάφης.
Κι άλλοι λαοί ισχυρίζονται πως είναι κληρονόμοι των Ελλήνων, πνευματικοί απόγονοι. Οι ελληνάρες ισχυρίζονται πως είναι και φυσικοί απόγονοί τους. Φανταστείτε ένα τύπο, τον συνάντησα στον στρατό, τον λοχία Μουρτζούκο Βλάση (με παχύ "σ") από την Τσαρίτσανη να λέει ότι είναι απόγονος των Ελλήνων. Έλεος! Μα, εσάς ελληνάρες, σας απασχολούν οι μαθητικές παρελάσεις που λάνσαρε ο δικτάτορας Μεταξάς το 1936 κι όχι οι Τέχνες και η Φιλοσοφία. Και για να μη θεωρηθώ προγονολάτρης και ελληνολάτρης γενικά και αόριστα, εξηγούμαι και εξηγείστε και εσείς στους εαυτούς σας. Για ποιους έλληνες καμαρώνετε ακριβώς;
Για τους "πολιτισμένους" Αθηναίους στρατηγούς, που ξεπάτωσαν τους συμμάχους τους στις Κυκλάδες ως οι πρώτοι ιμπεριαλιστές, και που διέθεταν 150.000 δούλους στα μεταλλεία του Λαυρίου φερμένους ποιος ξέρει από ποιες "συμμαχικές" πόλεις;
Για τους τρομερούς περσοφάγους Σπαρτιάτες που ξεπάτωσαν τους Μεσσήνιους και τους μετέτρεψαν σε είλωτες; ,
Για τους λαμπρούς Μακεδόνες που, πατέρας και γιος, Φίλιππος και Αλέξανδρος ξεπάτωσαν τις πόλεις συμμάχους των Αθηναίων μέχρι την Κόρινθο;
Για τους Τριάκοντα Τυράννους; Για τον Λύκο και τον Άνυτο που ψευδομαρτύρησαν κατά του Σωκράτη; κλπ, κλπ.
Ή μήπως γι αυτούς που σκότωσαν τον Ανδρούτσο, αυτούς που δίκασαν τον Κολοκοτρώνη, αυτούς που έστησαν την "ελλάς ελλήνων χριστιανών", κλπ, κλπ., για να θυμηθούμε και τη νεότερη ιστορία;
Ελληνάρες μου καλοί, εθνικά μου αδέρφια, μας ξεγέλασαν. Μας εξαπάτησαν. Δεν υπάρχουν έθνη, δεν υπάρχουν φυλές, δεν υπάρχουν ράτσες. Υπάρχουν μόνον άνθρωποι. Ανθρωποι που σκέφτονται, ας το δεχτούμε, με τη λογική της ελληνικής αρχαιότητας και των επιγόνων ευρωπαίων, άνθρωποι που αισθάνονται και διαβλέπουν, όπως ινδιάνοι, ινδοί, ινδονήσιοι και αφρικανοί, και άνθρωποι που ούτε σκέφτονται ούτε αισθάνονται, όπως εσείς, καλοί μου, και οι απανταχού φανατικοί, δογματικοί και φιλοπόλεμοι τρελοί.
Διαλέξτε που θέλετε να ανήκετε και μη ζητάτε να σας ανήκουμε όσοι έχουμε αλλεργία σε έθνος, πατρίδα, θρησκεία και άλλα χημικά κατασταλτικά και καρκινογόνα χάπια.
Συγνώμη για το μάθημα.

ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΖΗΤΩ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ, Η ΧΑΡΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ

Υ.Γ. Αν θέλετε να κάνετε κάτι χρήσιμο για την πατρίδα σας, να πείσετε τους ηγέτες του πολιτισμού και της παιδείας για την αναγνώριση των ελληνικών παραδοσιακών οργάνων. Είμαστε η μόνη μεσογειακή χώρα που από την παραδοσιακή μουσική το επίσημο κράτος αναγνωρίζει μόνο το πτυχίο του ψάλτου!

(Τι λέτε γι' αυτό αδέρφια; Αλλο ένα τρομερό μας ρεκόρ;)
20/2/07

* Ο Νίκος Γράψας σπούδασε Ελληνικό και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Ανώτερα θεωρητικά Μουσικής στο Εθνικό Ωδείο. Είναι συνθέτης και μουσικός και διδάσκει μουσική στα Δημόσια Μουσικά Σχολεία και στο Εθνικό Ωδείο.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

Διονύση Σέρρα, ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

Το Μουσείο Ερμιτάζ (Αγία Πετρούπολη)

Το σπίτι-μουσείο του Λέοντα Τολστόι, στη Μόσχα

Ο τάφος του ποιητή Μαγιακόφσκι (Μόσχα)

Ο τάφος του Ντοστογιέφσκι (Αγία Πετρούπολη)

Η είσοδος στο Κρεμλίνο της Μόσχας

Γεγονότα και γραμμές

Ταξίδια μνήμης και ζωής

«Τους δύο τούτους προαιώνιους αντί- παλους και συνεργάτες – το Πνέμα και την Ύλη – λαχτάριζα τώρα να φτάσω μιαν ώρα αρχύτερα και να δω να παλεύουν μέσα στην κόκκινη κλειστή παλαίστρα του Κρεμλίνου.»
Νίκος Καζαντζάκης (Ταξιδεύοντας. Ρουσία)

ΜΙΑ ιδιαίτερη επιθυμία κάποιων φίλων ή γνωστών Ζακυνθινών για ένα ολιγοήμερο ταξίδι διακοπών στην ιστορική, πολύπαθη και μακρινή – μα όχι απρόσιτη – Ρωσία, στη χώρα των άλλοτε περιώνυμων ή διαβόητων Τσάρων και των μαχητικών μπολσεβίκων, των αυτοκρατόρων και των προλετάριων, των αριστοκρατών ή των αστών και των μουζίκων, των επιφανών ή κορυφαίων μορφών της Τέχνης, των Γραμμάτων και των Επιστημών…, ικανοποιήθηκε και πραγματώθηκε ευχάριστα εφέτος (24-31 Ιουλίου), χάρη κυρίως στην κατανόηση, την προσπάθεια και την επιμονή, τη θέληση και την αποφασιστικότητα του Νίκου Κωνσταντάκου, ξεπερνώντας μ’ επιτυχία, ως το τέλος, τις όποιες δυσκολίες ή αντιξοότητες. Έτσι, μ’ επικεφαλής τον ίδιο και με τη συμμετοχή δεκατριών (13) συμπολιτών έγινε μια εκδρομή αναψυχής και γνώσης, αναζητήσεων και διαπιστώσεων, διάρκειας οχτώ ημερών, σε μια μεγάλη χώρα, που διαδραμάτισε στη διαδρομή των αιώνων (και διαδραματίζει ακόμα, παρά τις όποιες αλλαγές), σε παγκόσμιο επίπεδο, ρόλο πολύπλευρο, σημαντικό, δυναμικό, ανατρεπτικό κ.ά., με πρόσωπα και γεγονότα καθοριστικής σημασίας, οικουμενικής απήχησης και διάστασης πολυφωνικής (πολιτικής, στρατιωτικής, κοινωνικής, οικονομικής, πνευματικής, καλλιτεχνικής κ.ά.).

ΜΕΣΑ σε λίγες έστω μέρες, δόθηκε η δυνατότητα σε γνώριμα άτομα με διαφορετική ψυχοσύνθεση, νοοτροπία, ιδεολογική τοποθέτηση ή με άλλες αντιλήψεις, «πιστεύω» και μ’ ενδιαφέροντα ποικίλα να περιηγηθούν, να περπατήσουν, να προσεγγίσουν, να δουν και να γνωρίσουν, λίγο – πολύ, αξιοθέατα μέρη και χώρους δημόσιους ή ιδιωτικούς, όπου σε τρεις ιστορικές πόλεις – στην πολύκοσμη Μόσχα (με το περιβόητο Κρεμλίνο και το περίφημο και περίτεχνο Μετρό της), στο από τον 9ο αιώνα γνωστό και παραδοσιακό Νόβγκορντ (με τα δικά του σωζόμενα μνημεία και τα γαλήνια τοπία του) και στην επιβλητική και απολαυστική Αγία Πετρούπολη (με το έξοχο ανάκτορο – μουσείο Ερμιτάζ, τα Θερινά Ανάκτορα, τους κήπους, τους ναούς κ.ά.π.), αλλά και στο ξεχωριστό μοναστηριακό συγκρότημα του Ζαγκόρσκ (14ος αι.), είδαν το φως της ζωής, έδασαν, δημιούργησαν ή άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους, εκφράζοντας διακριτά και πολύτροπα όχι μόνο τον προσωπικό τους «κόσμο» και την εποχή τους αλλά και την πολυσύνθετη ψυχή και το πνεύμα της πατρικής μαρτυρικής τους γης και του ηρωικού λαού της – σε συγκεκριμένες καλότυχες ή δύσκολες στιγμές και συνθήκες – μορφές εκλεκτές, χαρισματικές ή πρωτοπόρες όπως αυτές του Αλέξανδρου Νιέφσκι, του Ιβάν του Τρομερού, του Μεγάλου Πέτρου, της Μεγάλης Αικατερίνης, του Αντρέι Ρουμπλιώφ, του Πούσκιν, του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι, του Τσαϊκόφσκι, του Σοστάκοβιτς, του Στραβίνσκι, του Ζαχάρωφ κ.ά.π.

ΕΚΕΙ, μέσα στους ήσυχους στενούς ή στους πλατείς πολύβουους δρόμους και στις μεγάλες λεωφόρους, ανάμεσα σε μεγαλοπρεπή και θαυμαστά παλάτια, μέγαρα, μουσεία, μοναστήρια, εκκλησίες και κοιμητήρια ή σε παλιές και σε νεότερες κατοικίες και σε ποικίλου ρυθμού ή σχήματος κτιριακές κατασκευές, ανάμεσα σε κτίσματα αρχοντικά και σε λαϊκά ξύλινα φτωχόσπιτα (άλλα εγκατελλειμμένα κι από το χρόνο ερειπωμένα ή φθαρμένα και άλλα ομορφοδιατηρημένα), ανάμεσα σε κάστρα, τείχη, γέφυρες, χρυσούς ή πολύχρωμους – σαν κράνη Τατάρων – τρούλους ανάμεσα σε αχνές ή συντηρημένες αγιογραφίες και σε σώματα ή πρόσωπα της καθημερινότητας (προσκηνυτών, επισκεπτών, διαβατών…), ανάμεσα σε πολυτελή ξενοδοχεία και σε απλής διαμονής ή διασκέδασης καταλύματα, ανάμεσα σε πολύδεντρες ή κατάφυτες απέραντες κ’ επίπεδες εκτάσεις, σ’ ευφρόσυνες πρασινάδες και σ’ άφθονα σκουρόχρωμα ή καθαρά νερά, σε πάρκα δροσερά και σε ποτάμια ηρεμίας (Μόσχοβας, Νέβας…), στα χαραγμένα όρια της κάθε διαδρομής και σε ορίζοντες χωρίς εμπόδια, ανάμεσα στο άσβηστο Χθες και στο επίπονο Σήμερα, ανάμεσα στην πάμφωτη ή σκιόφωτη Μνήμη και στη σφύζουσα – όλο ανάγκες για επιβίωση – Ζωή, ανάμεσα στην Ουτοπία και την Αλήθεια, στην Ιδέα και την Πράξη, ανάμεσα σε σελίδες – λαμπερές ή ζοφερές – της ρωσικής ιστορίας και πραγματικότητας, νιώθει κανείς παρόντα ή αισθητά, νοερά ή απτά, όχι μόνο τα σοφά ή σπουδαία Πνεύματα, που δημιούργησαν την ιδιότυπη «ταυτότηα» του ισχυρού ρωσικού κράτους και πολιτισμού, αλλά και ό,τι άλλο (μελανό ή οδυνηρό) δοκίμασε σκληρά ή σημάδεψε τις αντοχές και τις «φωνές» αυτού του τόπου και των αθώων κάθε γενιάς ανθρώπων του.

ΠΑΝΤΟΥ, σχεδόν, σε κάθε χώρο και γωνιά, τ’ αντίμαχα ή αντιθετικά (μα και συνάλληλα είτε παράπλευρα) «σημάδια» τής άκρας δύναμης και της αδυναμίας, του πλούτου (ή της χλιδής) και της φτώχειας, του κορεσμού ή της πλησμονής και της στέρησης, της γνώσης και της άγνοιας, του δεσποτισμού και της αντίστασης / αντίδρασης, του Πολέμου και της Ειρήνης, της νίκης και της ήττας, της απλής έμφυτης πίστης και της άκρατης νοσηρής θρησκοληψίας ή θεοφοβίας, των συνωμοσιών ή εγκλημάτων για την εξουσία και της (αυτο)θυσίας για το ιδανικό, της γνήσιας καλλιτεχνικής «φύσης» και της περισσής ή ογκώδους ακαλαισθησίας, του μεγαλείου και της απλότητας, του ολοκληρωτισμού ή του δογματισμού και της φιλελεύθερης πνοής, του μεσαιωνισμού ή βυζαντινισμού και της προοδευτικής – εκσυγχρονιστικής τάσης, της άβουλης παθητικότητας και του εύψυχου αγώνα ή της πάλης για το δυνατό (ή το ανέφικτο), του με θετικές και αρνητικές παραμέτρους κομμουνιστικού ιδεώδους ή συστήματος και της άφευκτης στα χρόνια μας κατάρρευσής του, της κυρίαρχης ηδύχαρης για τους πολλούς – Ύλης και του κινητήριου – για λύσεις ή «θαύματα – Πνεύματος, της θύμησης και της Λήθης, του πολύμορφου ακατάλυτου Παρελθόντος και του αντιφατικού (σε μια νέα πορεία Παρόντος…

ΟΛΑ τούτα, και άλλα μαζί, να συνθέτουν πολύσημα τα αδρό «πρόσωπο» και το «κλίμα» μιας χώρας εντυπωσιακής και αξιοθαύμαστης στην ιστορική της εξέλιξη (με τα όποια υπέρ και κατά), αξιοπρόσεκτης και ικανής να οδηγήσει τον νοήμονα και ευαίσθητο ταξιδιώτη ή τον με νου και κάτι ανοιχτό επισκέπτη της σε ποικίλους αφυπνιστικούς συλλογισμούς, σε γόνιμο προβληματισμό και διάλογο δημιουργικό, σε κρίσεις, ερωτήματα και απαντήσεις ουσίας και όχι επιφάνειας ή ρηχότητας. Κι ακόμη, σ’ ένα χωρίς προκαταλήψεις, παρωπίδες ή φανατισμούς π ρ ο σ κ ύ ν η μ α θαυμασμού και σεβασμού για ό,τι καθολικά ωραίο και διαχρονικά ανθεκτικό γεννήθηκε – ή και σήμερα, με την τωρινή του μορφή, επιχειρείται – σ’ έναν ηδύπικρο τόπο, που τόσα πολλά και διαφορετικά εγνώρισε, σε κρίσιμες στιγμές της διαμόρφωσής του, από εσωτερικούς ή εξωτερικόύς κατακτητές… Σ’ έναν τόπο, που αξίζει ιδιαίτερα σήμερα, μέσα στη νέα και ασφυκτική πολιορκία του καταναλωτισμού ή του στείρου ευδαιμονισμού να μη χάσει, αλλοτριωτικά, ό,τι παρέδωσαν ακέραιο και μοναδικό οι αιώνες και ό,τι φωτεινό χάρισε στον υπόλοιπο κόσμο η υφή και η δύναμη της ρώσικης ψηχής και σκέψης.

Αυτής, που πέρ’ από εφήμερα καθεστώτα, θεωρίες, γεγονότα και πρόσωπα ακμής και παρακμής ξεπερνά κάθε φορά τα κάθε λογής «μαύρα» και άγονα ή πνιγηρά στοιχεία (και στοιχειά) και παραδίδει – από τα χρόνια ήδη του Ρουμπλιώφ και ώς τις μέρες τού σύγχρονού μας «μάρτυρα» Αντρέι Ταρκόφσκι – για τους όποιους αδέσμευτους και ανυπότακτους «ταξιδευτές» κάθε εποχής, ό,τι ά ξ ι ο μπορεί να προσληφθεί και να σαρκωθεί σαν δώρημα και μήνυμα για την αληθινή (εσώτερη) του ανθρώπου Ανάσταση ή Επανάσταση.


Κείμενο – Φωτογραφίες: Δ.Σ.

Δέσποινας Καποδίστρια, ΜΑΝΟΥΗΛ ΓΕΔΕΩΝ "Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΓΝΗΣΙΟΣ ΦΑΝΑΡΙΩΤΗΣ"

Ο Μανουήλ Γεδεών, ο «τελευταίος», κατά πολλούς, «γνήσιος Φαναριώτης»[1], υπήρξε αναμφισβήτητα ακαταπόνητος αρχειοδίφης και πολυγραφότατος συγγραφέας. Αν και ίδιος προτιμούσε να λέγεται Μεσαιωνολόγος, θεωρώντας την Τουρκοκρατία και την προεπαναστατική περίοδο ως συνέχεια του Μεσαίωνα, συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους μελετητές του Νεότερου Ελληνισμού. Στην υπερεβδομηκονταετή συγγραφική του δραστηριότητα παρουσίασε περισσότερα από εφτακόσια δημοσιεύματα, διασκορπισμένα σε δυσεύρετα σήμερα έντυπα της Κωνσταντινούπολης και των Αθηνών, των οποίων δεν υπάρχει, δυστυχώς, πλήρης βιβλιογραφική αναγραφή.

Η ζωή και το έργο του
Γεννημένος στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης (1851) από γονείς κρητικής καταγωγής, αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1869) και ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία, αρχικά ως συνεργάτης της εφημερίδας Κωνσταντινούπολις και της τουρκόφωνης εφημερίδας Μικρά Ασία και στη συνέχεια ως εκδότης των βραχύβιων εβδομαδιαίων εφημερίδων Πρωία (1876) και Ανατολή (1877), επιδιδόμενος παράλληλα στην αρχειοδιφική και ιστορική έρευνα, «εκ νεανικής κενοδοξίας», όπως έγραψε κι ο ίδιος. Κατά την περίοδο 1881-1923 υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας της Εκκλησιαστικής Αλήθειας, του επίσημου, δηλαδή, οργάνου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, διατελώντας ακόμα, αρχισυντάκτης (1882-1885 και 1888-1890) και επίτιμος διευθυντής (1902-1923) του εν λόγω περιοδικού. Στην Εκκλησιαστική Αλήθεια ο Γεδεών δημοσιεύει πλήθος ιστορικών μελετών, ανέκδοτων έως τότε χειρογράφων κωδίκων, πατριαρχικών σιγιλλίων και εκκλησιαστικών εγγράφων. Κυρίως δε μετά το 1897, οπότε και διορίζεται Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Γεδεών αναδιφεί το Πατριαρχικό αρχείο και δημοσιεύει πολύτιμο αρχειακό, ιστορικό και φιλολογικό υλικό.
Ένα μεγάλο, όμως, μέρος του έργου του προέρχεται και από την προφορική παράδοση, που ο Γεδεών πρόφτασε ζωντανή και αγωνίστηκε να τη σώσει, την ίδια στιγμή που οι σύγχρονοί του την παρέβλεπαν, μην έχοντας την επίγνωση ότι η προφορική παράδοση συμπληρώνει τη γραπτή. Στις μελέτες του πολλές φορές ασχολείται με τη γραμματολογία, τη βιογραφία, την μουσική, την πολιτική και θρησκευτική ιστορία, τη βιβλιογραφία, την επιγραφική, τη λαογραφία και την εικονογραφία. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ο κύριος σκοπός του ήταν να καταγράψει και να σώσει κάθε τι το ελληνικό, προσφέροντάς το, μέσω των πολύπλευρων πραγματειών του στις επόμενες γενιές.
Πάντοτε όμως το κέντρο της ερευνητικής του περιοχής παραμένει η πατριαρχική ιστορία του ελληνισμού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, την «περίοδο των κάτω χρόνων», όπως συνήθιζε να λέει. Παράλληλα, το γεωγραφικό κέντρο της ερευνητικής του δραστηριότητας παραμένει η Κωνσταντινούπολη και η περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη, έχοντας όμως επεκτείνει την αρχειοδιφική του έρευνα και σε περιοχές όπως το Άγιον Όρος και η Πάτμος.

Θητεία στο Οικουμενικό Πατριαρχείο κι εγκατάσταση στην Αθήνα
Ωστόσο, ο Μανουήλ Γεδεών δεν αρκείται μόνο στην αναδιφική και ιστορική έρευνα κι έτσι κατά την μακρόχρονη θητεία του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο που συμπίπτει με δύσκολες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας και στιγμές έντονης όξυνσης των ελληνο-οθωμανικών σχέσεων, αναμιγνύεται σε όλα τα ζητήματα που συντάραξαν είτε το ίδιο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, είτε γενικότερα την ελληνική ομογένεια της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως για παράδειγμα, οι ρωσικές βλέψεις επί του Αγίου Όρους, το Βουλγαρικό Σχίσμα, το ζήτημα των θρησκευτικών προνομίων των μειονοτήτων που ζούσαν στα οθωμανικά εδάφη, και τέλος, η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως προς την Ελληνική κυβέρνηση και την Εκκλησία της Ελλάδος κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916-1922).
Κατά τη διαμονή του στην Αθήνα, δηλαδή από το 1921 έως και το θάνατό του το 1943, ο Γεδεών ίδρυσε (1926) και διηύθυνε τον Σύλλογο των Μεσαιωνικών Γραμμάτων, καθώς και την περιοδική έκδοση του συλλόγου, Μεσαιωνικά Γράμματα (Α΄ 1933, Β΄ 1935). Επιπροσθέτως, εκτός του οφικίου του Μεγάλου Χαρτοφύλακα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είχε δεχθεί ακόμα τα οφίκια του Χρονογράφου του ιδίου Πατριαρχείου (1901) και του Υπομνηματογράφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (1920)˙ ήταν μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας και το 1929 εξελέγη πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στον τομέα της Βυζαντινής Ιστορίας.

Ιδιάζουσα Προσωπικότητα
Σαν άνθρωπος ο Μέγας Χαρτοφύλαξ, υπήρξε, σύμφωνα με τους συγχρόνους του, ιδιόρρυθμος. Ο Γ. Βαλέτας, στην νεκρολογία που του αφιερώνει στην Νέα Εστία, τον σκιαγραφεί αριστοτεχνικά, γράφοντας ότι ούτε η προσφυγιά ούτε και το ξερίζωμα από το Φανάρι ανέκοψαν την ιδιότροπη έκφραση του Γεδεών, τον πατριαρχικό αέρα, τις απότομες κινήσεις τις γεμάτες πνεύμα και λεπτό χιούμορ, την κατά καιρούς αλαζονεία του ή την αγκαθωτή ειρωνεία και την ελευθερόστομη κριτική για τα σύγχρονα ή και τα περασμένα. Αλλά ούτε και το κέφι και η έγνοια του για την επιστήμη άλλαξαν ποτέ. Μάλιστα δε, αυτή η έγνοια γύρω από την επιστήμη ήταν που οδηγούσε συχνά τον Γεδεών σε μικρολογίες, εθελοκακίες κι ιδιοτροπίες[2].
Ως ιστορικός ο Γεδεών, δεν ακολουθεί μια συγκεκριμένη μέθοδο αλλά προτιμά την χρονολογική και τοπική κατάταξη του ιστορικού υλικού, αδιαφορώντας για την εσωτερική αταξία και τις επαναλήψεις. Ελλείψει μεθόδου, κατάταξης, κριτικής επεξεργασίας, ευρετηρίων και περιεχομένων, το έργο του, σύμφωνα και με τον ίδιο, «κολυμβά εις ωκεανόν». Στα γραπτά του καταργεί ακόμα και τα κεφαλαία γράμματα των παραγράφων και των περιόδων, μιμούμενος, πιθανότατα, τους βυζαντινούς κωδικογράφους[3]. Το χαρακτηριστικότερο, όμως, της μεθόδου του Γεδεών είναι η σκόπιμη παράλειψη υποσημειώσεων και παραπομπών στις πηγές του, «προς απελπισμόν», καθώς έλεγε, «των Ελλήνων λογοκλόπων».

Θεμελιωτής των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών
Επιλογικά, αξίζει να σημειωθεί ότι από αναδιφική και ιστοριογραφική άποψη, το έργο του Γεδεών είναι μια τεράστια προσφορά στις επόμενες γενιές μελετητών. Γι’ αυτό και σύμφωνα με τον Ν. Τωμαδάκη, ο Γεδεών διακρίνεται ως ο κατεξοχήν ιστοριογράφος και αναδιφητής της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας[4]. Κατά συνέπεια, και με βάση την βαθειά αφοσίωσή του στην επιστήμη, τη φιλοπονία του και κυρίως το αρχειοδιφικό του έργο, καθώς και τον όγκο και την σημαντικότητα των πραγματειών του, ο Μανουήλ Γεδεών συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και ο αιώνιος αντίζηλος του Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς και ο Κ. Σάθας[5].
Τέλος, άξια μνείας είναι τα ακόλουθα έργα του Γεδεών: Χρονικά Πατριαρχικής Ακαδημίας: ιστορικαί ειδήσεις περί της Μεγάλης του Γένους Σχολής (Κωνσταντινούπολις 1883), Βυζαντινόν Εορτολόγιον (Κωνσταντινούπολις 1896), Επίσημα γράμματα τουρκικά αναφερόμενα εις τα εκκλησιαστικά ημών δίκαια (Κωνσταντινούπολις 1910), Αποσημειώματα χρονογράφου 1780-1800-1869-1913 (Αθήναι 1932), Μνεία των προ εμού 1800-1863-1913 (Αθήναι 1934), Πατριαρχικαί Εφημερίδες: ειδήσεις εκ της ημετέρας εκκλησιαστικής ιστορίας 1500-1912 (Αθήναι 1936-1938), Ιστορία των του Χριστού πενήτων 1453-1913 (Αθήναι 1939).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. Χ.Γ. Πατρινέλη, «Γεδεών Μανουήλ», ΘΗΕ 4 (1964) 242.
[2] Βλ. Γ. Βαλέτα, «Μανουήλ Γεδεών» (Νεκρολογία), Νέα Εστία 34 (1943) 1418.
[3] Βλ. ό.π. σελ. 1420.
[4] Βλ. Ν. Τωμαδάκη, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν, τ. 1 Κλεις της Βυζαντινής Φιλολογίας, Έκδοσις 3η, Αθήναι, Εκ του Τυπογραφείου Αδελφών Μυρτίδη, 1965, σελ. 129.
[5] Βλ. Χ.Γ. Πατρινέλη, ό.π.
[Αναδημοσίευση από το Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ. 471, Σεπτέμβριος 2007, σελ. 104-107]

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2007

Κικής Δημουλά, α) ΕΡΗΜΗΝ, β) ΔΕΝ ΒΑΡΙΕΣΑΙ, γ) ΤΟ ΣΠΑΝΙΟ ΔΩΡΟ, δ) ΤΟ ΑΛΛΟΘΙ, ε) ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΟΥΝΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ, στ) ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ


Έκστασις

Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο
στον τοίχο τ’ ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.

Ο Θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να ’ρχεται σε μένα.

Κι εγώ κάθομαι τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.

(Ερήμην, 1958)


Δεν βαριέσαι

Για να ξημερώσει σ' ένα δάσος
πρέπει πρώτα να βγει στον άμβωνα του κόσμου
ένα πουλίκαι να ζητήσει τον άρτον τον επιούσιον,
δήθεν πως κελαϊδάει.

Nα τρέξει ένα αμήν από δέντρο σε δέντρο,
ψίθυρος ανιδιοτελείας δήθεν.
Aπ' τις μεγάλες πέτρες θ' ανέβει ένα λιβάνι ήμαρτον.
Aπό κει και πέρα ξεμυτίζει η λεπτομέρεια
κι η βεβαιότης πως αφήσαμε πίσω τη νύχτα.

Λίγο σαν περισκόπια υψώνονται
οι άκρες των τηλεγραφόξυλων
μήπως πλέει μακριά καμιά είδηση,
βγάζει απ' τη θήκη του το αγκάθι ο πυράκανθος,
κι ένα καμπουριασμένο μονοπάτι
παραπατάει και γράφεται.
Aπό τους γύρω όγκους πέφτει η μάσκα
και ησυχάζεις: ξεκαθαρίζει
τι είναι Πεντέλη, τι Yμηττός
και τι απομένει μύτη φόβου.

Tο χρώμα της ελιάς,
μουντό κι ολιγόλογο,
βλεφαρίζει στα φύλλα
κι είναι ευκαιρία μ' αυτό να προσδιορίσεις
μάτια ακαθορίστου χρώματος που λέμε.
Eπουσιώδης βέβαια εκκρεμότης
μα, που όσο να 'ναι, βασανίζει.
Έτσι και τα προσδιορίσεις,
μας έρχεται ολόκληρο το φως
κι αστενοχώρητο
σαν ένα δεν βαριέσαι.

(Tο λίγο του κόσμου, 1994)


Tο σπάνιο δώρο

Kαινούργιες θεωρίες.
Tα μωρά δεν πρέπει να τ' αφήνετε να κλαίνε.
Aμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Aλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.

Για τους μεγάλους, ούτως ειπείν τους γέροντες
–ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια–
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.
Ποτέ αγκαλιά. Aφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Aς κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.
Γεμίστε μοναχά το μπιμπερό τους
με άγλυκην υπόσχεση –δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις– πως θά 'ρθει μία και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.
Bάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν' ακούτε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.
Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά.
Tυλίγονται άγρια
γύρω απ' τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,
θα σας πνίξουν.

Tίποτα. Όταν σας ζητάνε αγκαλιά
μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε.

(H εφηβεία της λήθης, 1994)


Tο άλλοθι

Kάθε που σ' επισκέπτομαι
μονάχα ο καιρός που μεσολάβησε
από τη μια φορά στην άλλη έχει αλλάξει.
Kατά τα άλλα, όπως πάντα
τρέχει από τα μάτια μου ποτάμι
θολό το χαραγμένο όνομά σου–
ανάδοχος της μικρούλας παύλας
ανάμεσα στις δυο χρονολογίες
να μη νομίζει ο κόσμος ότι πέθανε
αβάπτιστη η διάρκεια της ζωής σου.
Eν συνεχεία σκουπίζω τις μαραμένες
κουτσουλιές των λουλουδιών προσθέτοντας
λίγο κοκκινόχωμα εκεί που ετέθη μαύρο
κι αλλάζω τέλος το ποτήρι στο καντήλι
με άλλο καθαρό που φέρνω.

Aμέσως μόλις γυρίσω σπίτι
σχολαστικά θα πλύνω το λερό
απολυμαίνοντας με χλωρίνες
και καυστικούς αφρούς φρίκης που βγάζω
καθώς αναταράζομαι δυνατά.
Mε γάντια πάντα και κρατώντας το σώμα μου
σε μεγάλη απόσταση από το νιπτηράκι
να μη με πιτσιλάνε τα νεκρά νερά.
Mε σύρμα σκληρής αποστροφής ξύνω
τα κολλημένα λίπη στου ποτηριού τα χείλη
και στον ουρανίσκο της σβησμένης φλόγας
ενώ οργή συνθλίβει τον παράνομο περίπατο
κάποιου σαλιγκαριού, καταπατητή
της γείτονος ακινησίας.

Ξεπλένω μετά ξεπλένω με ζεματιστή μανία
κοχλάζει η προσπάθεια να φέρω το ποτήρι στην πρώτη
τη χαρούμενη τη φυσική του χρήση
την ξεδιψαστική.
Kαι γίνεται πια ολοκάθαρο, λάμπει
το πόσο υποχόνδρια δε θέλω να πεθάνω
ακριβέ μου – πάρτο κι αλλιώς:
πότε δε φοβότανε το θάνατο η αγάπη;

(Eνός λεπτού μαζί, 1998)


Συγκοινωνούντα φαινόμενα

Eγώ λουλούδια δεν εκτρέφω στο μπαλκόνι μου.
Bάσκανος μίμηση ολόγυρα με ξεραίνει.

Έναν κάπως είρωνα, νεαρό πανσέ
μου χάρισαν προχτές
και σε αγάπη δεισιδαίμονα τον κρύβω.

Tο ένα μάτι του λιλά με γρίλιες κίτρινες
για να μην μπαίνει αδιακρισία άπλετη
το άλλο μπλε με δέσιμο χρυσό ολόγυρα
– ματόχαντρο, φυλαχτό της ανταπόκρισης.

Aλλήθωρη ανταπόκριση θα πεις.
Mα τι απ' όσα αγαπήσαμε μας κοίταζε ευθέως;
Mε προσοχή ποτίζω στάλα στάλα γύρω γύρω
μακριά από το πανκ έφηβο βλέμμα
έχοντας σουρώσει τις κατεστημένες ρυτίδες
μην πέσει χρόνος το νερό.

Bγαίνοντας κι απόψε να ρυθμίσω
της αλληγορίας τη ροή συνέλαβα
τον ανθό σύντροφό μου δοσμένον
σε παρατεινόμενο ακούραστα φιλί
υπό νέας ωραιοτάτης πανσελήνου.

Δι' απεσταλμένης αποστάσεως, θα πεις.
Mα ποιο που μας συνέβη εγγύτατο φιλί
ήταν αυτοπροσώπως.

(Ήχος απομακρύνσεων, 2001)


Δεν έχεις τι να χάσεις

Καλά τα βγάζει πέρα η μοναξιά
φτωχικά αλλά τίμια.
Αλλού κοιμάται αυγή
κι αλλού το εγκρατές σκεπτικό εάν.

Μόνο καμιά φορά
σε πειραματισμούς την παρασύρει
η περιέργεια
- όφις προγενέστερος
και πιο φανατικός
απ' τον νερόβραστον εκείνον της μηλέας.

Δοκίμασε της λέει, μη φοβάσαι
δεν έχεις τι να χάσεις
και την πείθει
να κουλουριάζεται πνιχτά
να τρίβεται σα γάτα ανεπαίσθητη
πάνω στον διαθέσιμο αέρα
που αφήνεις προσπερνώντας.

Απόλαυση πολύ μοναχικότερη
από τη στέρησή της.

(Χλόη θερμοκηπίου, 2005)

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2007

Μικρό ανθολόγιο Γαλλικής Ποίησης Ι [Μετάφραση: Δέσποινα Καποδίστρια]


Οι προσεγγίσεις της αγάπης και του φιλιού

Σταματά στην όχθη των ρυακιών Τραγουδά
Τρέχει Βγάζει μια κραυγή διαρκείας προς τον ουρανό
Το φουστάνι της είναι ανοιχτό πάνω στον παράδεισο
Είναι απόλυτα γοητευτική
Ταρακουνά ένα κλαδί πάνω από τα κυματάκια
Περνά με βραδύτητα το λευκό της χέρι στο καθαρό της μέτωπο
Ανάμεσα στα πόδια της τρέχουν οι νυφίτσες
Μες στο καπέλο της κάθεται το κυανό.

[Louis Aragon, Η αέναη κίνηση, 1925]


Φως
Μια μικρή πανάδα γυαλίζει ανάμεσα στα μάτια που ανοιγοκλείνουν. Το δωμάτιο είναι άδειο και τα παντζούρια ανοίγουν μες στη σκόνη. Είναι η μέρα που μπαίνει ή κάποια ανάμνηση που κάνει τα μάτια σου να κλαίνε. Το τοπίο του τοίχου –ο ορίζοντας από πίσω- η μνήμη σου σε αναταραχή κι ο ουρανός πιο κοντά τους. Υπάρχουν δέντρα και σύννεφα, κεφάλια που περνούν και χέρια πληγωμένα από το φως. Και μετά είναι μια κουρτίνα που πέφτει και τυλίγει όλα τα σχήματα μες στη νύχτα.

[Pierre Reverdy, Πλειοψηφία χρόνου, 1945]


Όντας υπόλογος

Βλέπω, ακούω, μιλάω
Βλέπω για τους μουγκούς
Ακούω για τους τυφλούς
Μιλάω για τους κωφούς
Ο κόσμος που είναι ο κόσμος
-Τυφλός, κωφός, μουγκός-
Πάω όπου μένω
Αλλά δεν τρέμω πια

[Claude Sernet, Τα ξαναμετρημένα βήματα, 1962]

Σωκράτη Καψάσκη, ΕΝΤΕΚΑ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


[Από τη συγκεντρωτική έκδοση του Σωκράτη Καψάσκη, Διαδρομή, εκδ. Επτανησιακά Φύλλα, Ζάκυνθος 2002, σ. 89-101]

I
Όνειρό μου απροστάτευτο μέσα σε κίνδυνο
σαν οξύ που καθαρίζει τα μέταλλα σε περιβάλλει το φως
και σαν οξύ τον όγκο σου εξαφανίζει.

Είμαι όλος σκοτεινιά στις δίπλες του σώματος
στις δίπλες των σπλάχνων μου αναγγέλλονται
όσα το δέρμα και τα δάχτυλά μου αισθάνονται.

Γι' αυτό και ό,τι από μέσα μου ζητάει να βγει το αγαπώ
στο φως το εμπιστεύομαι αυτό το καλύτερο
και στο φως αυτό το πολύτιμο το ενταφιάζω.

Σα χελιδόνια που πρωτοβλέπει τα μικρά της να φτερουγίζουν
έτσι πικρά βλέπω τα όνειρά μου να υψώνονται
με τέτοια οδύνη να απομακρύνονται μέσα στο φως.

Όνειρό μου ανυπεράσπιστο επάνω στα ύψη σου
ουρανέ μου ολοσκότεινε που πορεύομαι μέσα σου
όπως το ψάρι ανοίγει μέσα στο νερό το δρόμο του.

ΙΙ
Με πάνε σαν ποτάμι τα αισθήματα
στόματα ανοίγουνε και μου μιλούν χωρίς να αισθάνομαι
αυτή την τραγική φωνή που απελπισμένη χάνεται
χωρίς να ελπίζει να ακουστεί.
Πονάει το σώμα μου σαν της ετοιμόγενης
που κακιά γέννα προμηνάει το απόγευμα
και όλο βυθίζομαι στο σώμα μου και δεν μπορώ
ν' ακούσω τις φωνές σας, φίλοι.

ΙΙΙ
Σπαταλημένο καλοκαίρι,
πρόσωπο που γέρασε
στη μέση ενός κύκλου από καθρέφτες
καθώς χαμήλωνε το φως.

IV
Δόντια του λύκου
δέρμα του σκατζόχοιρου.
Ένας υγρός χειμώνας
κι ένα καλοκαίρι ατέλειωτο.

Άφησα το κορμί μου να επιπλέει στην ακρογιαλιά.
Μπορείς να το δεις να βουλιάζει
χωρίς σημασία.
Ο αγέρας από την πεδιάδα
τό 'σπρωξε μακρυά.
Θα το βρούνε κάποτε
γύρω από τα νέα δελφίνια
και τις γέρικες φώκιες.

Δεν έμεινε τίποτα
και όσα η άνοιξη μού υποσχέθηκε πέρασαν
στη σκοτεινή πλευρά της μνήμης.

V
Εφτά τα θαύματα και δεν σε βρήκα εκεί
μήτε στις δυο χαρές μου, σιωπή και μουσική.

VI
Ο πρωινός άνεμος ρυτίδωσε το βλέμμα μου.

Οι ελιές με κοίταξαν κατάφατσα
καθώς μέσα στο εκτυφλωτικό φως
τα πρόσωπα του ονείρου μου
έστριψαν τις ράχες τους και χάθηκαν
πίσω από τα λιόδεντρα.

Το σώμα μου άρχισε να ανεβαίνει με το φως
βουίζοντας σαν ένα μελίσσι
αφήνοντάς με μόνο εδώ
πλάι στο άδειο φλυτζάνι του καφέ.

VII
Κι είπα μη βιάζεσαι
θαρθεί ο καιρός
θα κλείσει ο κύκλος κάποτε
μέσα απ' το σώμα σου πληθαίνουνε τα σήματα.

Γιατί το σώμα μας ξερόκλαδο είναι της φωτιάς
μα πρώτα πρέπει να στεγνώσουν οι χυμοί
σιγά-σιγά.

Μην το ξεχνάς λοιπόν
μετά το μπάνιο εδώ στου πεύκου τη σκιά
καθώς το σώμα σου δροσίζει ο θαλασσινός αέρας
μην το ξεχνάς
αυτός ο δροσερός αέρας σε ξεραίνει
σε ετοιμάζει για τη φωτιά.

VIII
Πρώτα σκοτώσαμε την επανάσταση
ύστερα μαγαρίσαμε τον έρωτα
και τελικά ξεκάναμε το σώμα μας.

Έργο κουραστικό και δύσκολο που τα παιδιά μας
με τη σειρά τους προσπαθώντας να το καταφέρουν
δεν βρήκανε καιρό για να μάς θυμηθούνε.

IX
Κάθε μέρα το σώμα μου υφίσταται
τις συνέπειες των πράξεων της αριθμητικής
αφαιρείται
προστίθεται
διαιρείται
πολλαπλασιάζεται
μέχρι τη μέρα που θα μηδενιστεί.
Τόσο δύσκολο να φροντίζω αυτό το υπόλοιπο
κάθε μέρα πιο άχρηστο και βαρύτερο.

X
Μήτε επιστρέφουν μήτε συνεχίζονται
αυτά τα ατέλειωτα καλοκαίρια.

Όμως εγώ
θα προσπαθήσω να κρατηθώ
από πράγματα που μου ήταν άλλοτε αδιάφορα.

Αυτά που αγάπησα
σιγά-σιγά τρίφτηκαν από την αγάπη μου
δεν με κρατάνε πια καθώς βυθίζομαι
καθώς ψάχνω να κρυφτώ μέσα στο σώμα μου
που ολοένα βουλιάζει.

Θα προσπαθήσω να κρατηθώ από τη βεβαιότητα του θανάτου μου
έτσι απλά όπως κοιτάζω την αθόρυβη βροχή
πίσω από τα κλεισμένα τζάμια.

ΧΙ
Του φτωχού το ψωμί
γλίστρησε χάμω στο χώμα.
Του τυφλού η υπομονή
δεν εξαντλήθηκε ακόμα.

Της ορφανής το πανί
σκίστηκε δίχως ήχο.
Του φυλακισμένου η φωνή
τρίφτηκε πάνω στον τοίχο.

Πεινάω διψάω πονάω
δε θέλω στο γιατρό να πάω.
Πεινάω διψάω πονάω
θέλω στη μάνα μου να πάω.

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2007

Francis Ponge, Ο ΗΛΙΟΣ ΤΙΤΛΟΦΟΡΕΙ ΤΗ ΦΥΣΗ (Μετάφραση Χριστόφορος Λιοντάκης)


Ο ήλιος με το δικό του τρόπο τιτλοφορεί τη φύση. Ιδού πως:
Την πλησιάζει νύχτα από τα νώτα. Ύστερα
εμφανίζεται στον ορίζοντα του κειμένου κι ενσωματώνεται μια στιγμή
στην πρώτη γραμμή για ν' αποκοπεί αμέσως.
Και νάτη εδώ μια ματωμένη στιγμή.
Τότε, ανατέλλοντας σιγά σιγά, φτάνει στο ζενίθ
όπου η σωστή θέση του τίτλου, κι όλα είναι ακριβοδίκαια, όλα
ανάγονται στον ήλιο μ΄ αχτίνες ισομήκεις κι ισοδύναμες.
Έπειτα όμως δύει σιγά σιγά προς την κάτω δεξιά
γωνία της σελίδας, και καθώς διαβαίνει την τελευταία γραμμή
για να βυθιστεί ξανά στο σκότος και τη σιωπή,
να πάλι μια καινούρια ματωμένη στιγμή.
Γρήγορα η σκιά κυριεύει το κείμενο που γίνεται
σε λίγο αδιάβαστο.

Τότε αντηχεί η κατακραυγή της νύχτας.


[Francis Ponge, Η φωνή των πραγμάτων, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1978, σ. 38]

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2007

Τρία γαλλικά ποιήματα για το Καλοκαίρι [Ανθολόγηση - Μετάφραση: Δέσποινα Καποδίστρια]


Η ακρογιαλιά με τη λευκή άμμο

Μπουντρούμια πύργων από άμμο
Πολεμίστρες της λησμονιάς
Πάντα όλα είναι ίδια
Κι όμως άλλαξαν όλα
Ήσουν γυμνή στον ήλιο
Ήσουν γυμνή κολύμπαγες
Τα βότσαλα με τη θάλασσα τυλίγονταν
Και πάντα πάντα θ’ ακούω
Το γλυκό ρεφρέν τους από πέτρες χαρούμενες
Το χαρούμενο ρεφρέν τους από βρεγμένες πέτρες
Σπαραγμένο ρεφρέν των διακοπών
Χαμένο στα κύματα της ανάμνησης
Σπαραγμένες αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας
Καμένης ζωντανής απ’ την επιθυμία
Θαυμαστή ανάμνηση της παιδικής ηλικίας
Θαμπωμένης απ’ την ηδονή.

[Jacques Prévert, Ιστορίες, 1946]


Ήλιος

Ήλιος ανεύρετος
Ήλιος επανάληψη
Ήλιος πόνος
Ήλιος οπτασία της αυγής
Ήλιος ευρέτης
Ήλιος Ρωμαίος και Ιουλιέτα χωρισμένοι
Ήλιος προς το εσωτερικό
Ήλιος διάσταση
Ήλιος κοιλιά μαιάνδρων
Ήλιος επίμονος
Ήλιος μαύρο κρύσταλλο
Ήλιος ηλεκτρονική κάλπη
Ήλιος ατομική καρδιά
Ήλιος άρωμα κρασιού ξεθυμασμένο
Ήλιος του κεραυνοβόλου Ειρηνικού
Ήλιος γιουχαρισμένος από ανθρώπους δίχως τύχη
Ήλιος που έπεσε στα χέρια του Τζίμι Χέντριξ
Ήλιος – Κιόσκι
Ήλιος – Ίλιγγος
Ήλιος για πούλημα
Ήλιος για νοίκιασμα
Ήλιος εμπρηστής του θορύβου
Ήλιος – Δοτήρας
Ήλιος ερείπια ενέργειας
ΗΛΙΟΣ ΒΙΤΑΜΙΝΗ ΤΟ ΑΙΜΑ ΚΥΛΗΣΕ

[Claude Pélieu, Αυτό που λέει το στόμα του ίσκιου μέσα στο μπρούτζινο αστέρι ενός κεφαλιού, 1969.]



Νύχτα Καλοκαιριού

Ολόκληρη η πόλη μέσα στη νυχτερινή της βοή
Ξεχύνεται σε ηχητικά κύματα

Περνώντας από τα ψηλά παράθυρα του καύσωνα
Το μπάσο των ροκάδων υπόκωφα συνοδεύει
Το Salve Regina των Ολοκρατικών

Γέλια λόγια ασυνάρτητα ψιθυρίσματα
Βόμβοι και μακρόσυρτοι κρότοι

Μυρωδιές μυρωδιές δυνατές έως θανάτου
Σκόνες και στάχτες αποπνικτικές
Γύρεις ιπτάμενες και γάτοι περιπλανώμενοι

Οι γριούλες που βασανίζουμε και δολοφονούμε
Μες στα κλειστά δωμάτια
Μένουν κρυφές και κρυμμένες
Μέχρι το τέλος
Χωρίς καμιά αντιληπτή κραυγή
Μες στη μαύρη βροντώδη πόλη
Ταραχώδη νυχτερινά πανηγύρια
Αγόρια και κορίτσια διακρίνονται απ’ τη μυρωδιά
Μες στην κουφόβραση του καμινιού
Ο έρωτας και τα ναρκωτικά κυκλοφορούν
Κάτω απ’ το διαπεραστικό νέον
Κάτω απ’ τη σκοτεινή καμάρα των σοκακιών

Ενώ στον χωρίς φεγγάρι και ήλιο ουρανό
Σκοτεινοί μάντεις τούς υπόσχονται το τέλειο άστρο
Απολαύσεις και θάνατος μπερδεμένα σε μια μόνο λάμψη.

[Anne Hébert, Η μέρα δεν έχει ίσο παρά τη νύχτα, 1992]

Κυριακή 5 Αυγούστου 2007

Οδυσσέα Ελύτη, ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ (1979)

Κύριοι Ακαδημαϊκοί,
Κυρίες και Κύριοι,
Ας μού επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας. Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά-σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ. Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του. Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα.
Δεν μιλώ για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τ' αντικείμενα σ' όλες τους τις λεπτομέρειες αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα την μεταφυσική τους σημασιολογία. Ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκαν την ύλη οι γλύπτες της Κυκλαδικής περιόδου, που έφτασαν ίσια-ίσια να ξεπεράσουν την ύλη, το δείχνει καθαρά. Οπως επίσης, ο τρόπος που οι εικονογράφοι του Βυζαντίου επέτυχαν από το καθαρό χρώμα να υποβάλλουν το «θείο». Μια τέτοια, διεισδυτική και συνάμα μεταμορφωτική, επέμβαση, μέσα στην πραγματικότητα επεχείρησε πιστεύω ανέκαθεν και κάθε υψηλή ποίηση.
Οχι ν' αρκεστεί στο «νυν έχον» αλλά να επεκταθεί στο «δυνατόν γενέσθαι».
Κάτι που, είναι η αλήθεια, δεν εκτιμήθηκε πάντοτε. Ισως γιατί οι ομαδικές νευρώσεις δεν το επέτρεψαν. Ισως γιατί ο ωφελιμισμός δεν άφησε τα μάτια των ανθρώπων ανοιχτά όσο χρειάζεται. Η ομορφιά και το φως συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή ανώδυνα. Και όμως. Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω πολύ πιο επώδυνη από την άλλη που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαιμόνους.
Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε ομορφιά. Την ομορφιά που είναι μια οδός -η μόνη ίσως οδός- προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει.

Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια.
Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατάλυτος και αιώνιος; Είναι φρόνιμο ν' αποφεύγουμε τις μεγαλεπήβολες εκφράσεις, το ξέρω. Οι κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τις χρησιμοποίησαν, ήρθαν σε σύγκρουση, ακμάσανε, πέρασαν. Η ουσία όμως έμεινε, μένει. Και η ποίηση, που εγείρεται στο σημείον όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του για να τ' αναλάβει εκείνη και να προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, ελέγχεται να είναι ίσια-ίσια εκείνη που προσβάλλεται λιγότερο από τη φθορά. Διασώζει σε καθαρή μορφή τα μόνιμα, τα βιώσιμα στοιχεία που καταντούν δυσδιάκριτα μέσα στο σκότος της συνείδησης όπως τα φύκια μέσα στους βυθούς των θαλασσών.
Να γιατί μας χρειάζεται η διαφάνεια. Για να διακρίνουμε τους κόμπους στο νήμα που μες από τους αιώνες τεντώνεται και μας βοηθεί να σταθούμε όρθιοι πάνω σ' αυτή τη γη.
Από τον Ηράκλειτο έως τον Πλάτωνα και από τον Πλάτωνα έως τον Ιησού διακρίνουμε αυτό το «δέσιμο» που φτάνει κάτω από διάφορες μορφές ως τις ημέρες μας και που μας λέει περίπου το ίδιο: ότι εντός του κόσμου τούτου εμπεριέχεται και με τα στοιχεία του κόσμου τούτου ανασυντίθεται ο άλλος κόσμος, ο «πέραν» η δεύτερη πραγματικότητα η υπερτοποθετημένη επάνω σ' αυτήν όπου παρά φύσιν ζούμε. Είναι μια πραγματικότητα που τη δικαιούμαστε και που από δική μας ανικανότητα δεν αξιωνόμαστε.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σε εποχές υγιείς το κάλλος ταυτίσθηκε με το αγαθόν και το αγαθόν με τον Ηλιο. Κατά το μέτρο που η συνείδηση καθαίρεται και πληρούται με φως, τα μελανά σημεία υποχωρούν και σβήνουν αφήνοντας κενά που -όπως ακριβώς στους φυσικούς νόμους- τα αντίθετά τους έρχονται να πληρώσουν τη θέση τους.
Κι αυτό, με τέτοιον τρόπο που τελικά το δημιουργημένο αποτέλεσμα να στηρίζεται και στις δύο πλευρές, θέλω να πω στο «εδώ» και στο «επέκεινα». Ο Ηράκλειτος δεν είχε ήδη μιλήσει για μιαν «εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην»; Εάν είναι ο Απόλλων ή η Αφροδίτη, ο Χριστός ή η Παναγία, που ενσαρκώνουν και προσωποποιούν την ανάγκη να δούμε υλοποιημένο εκείνο που σε ορισμένες στιγμές διαισθανόμαστε, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η αναπνοή της αθανασίας που μας επιτρέπουν. Η ποίηση οφείλει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πέραν από συγκεκριμένα δόγματα, να επιτρέπει αυτή την αναπνοή.
Πώς να μην αναφερθώ εδώ πέρα στον Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, τον μεγάλο ποιητή που με το ίδιο πνεύμα εστράφηκε προς τους Θεούς του Ολύμπου και προς τον Ιησού; Η σταθερότητα που έδωσε σ' ένα είδος οράματος είναι ανεκτίμητη. Και η έκταση που μας αποκάλυψε μεγάλη. Θα έλεγα τρομακτική. Αυτή άλλωστε είναι που τον έκανε, όταν μόλις ακόμη άρχιζε το κακό που σήμερα μας πλήττει, ν' ανακράξει:
Wozu Dichter in durftiger Zeit!
Οι καιροί φευ εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο durftiger. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε. Δύο φαινόμενα προορισμένα να συνοδεύουν την επίγεια μοίρα μας και που το ένα τους αντισταθμίζει το άλλο. Πως αλλιώς. Αφού και η νύχτα και τ' άστρα εάν μας γίνονται αντιληπτά είναι χάρη στον ήλιο. Με τη διαφορά ότι ο ήλιος, κατά τη ρήση του αρχαίου σοφού, εάν υπερβεί τα μέτρα καταντά «ύβρις». Χρειάζεται να βρισκόμαστε στη σωστή απόσταση από τον ηθικόν ήλιο, όπως ο πλανήτης μας από τον φυσικόν ήλιο, για να γίνεται η ζωή επιτρεπτή. Μας έφταιγε άλλοτε η αμάθεια. Σήμερα μας φταίει η μεγάλη γνώση. Δεν έρχομαι μ' αυτά που λέω να προστεθώ στην μακρά σειρά των επικριτών του τεχνικού μας πολιτισμού. Μια σοφία παλαιή όσο και η χώρα που μ' εξέθρεψε, μ' εδίδαξε να δέχομαι την εξέλιξη, να χωνεύω την πρόοδο μαζί με όλα της τα παρεπόμενα, όσο δυσάρεστα και αν μπορεί να είναι αυτά.
Τότε όμως η Ποίηση; Τί αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.
Είναι, το ξέρω, άτοπο ν' αναφέρεται κανείς σε προσωπικές περιπτώσεις. Και ακόμη πιο άτοπο να παινά το σπίτι του. Είναι όμως κάποτε απαραίτητο, στο βαθμό που αυτά βοηθούν να δούμε πιο καθαρά μιαν ορισμένη κατάσταση πραγμάτων. Και είναι σήμερα η περίπτωση. Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλ' αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μία Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. -χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρυσμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας. Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση.
Η σφαίρα που σχηματίζει η νέα ελληνική ποίηση έχει, θα μπορούσε να πει κανείς, όπως κάθε σφαίρα δύο πόλους: τον βόρειο και τον νότιο. Στον ένα τοποθετείται ο Διονύσιος Σολωμός που από την άποψη της εκφραστικής επέτυχε -προτού υπάρξει ο Mallarme στα ευρωπαϊκά γράμματα- να χαράξει με άκρα συνέπεια και αυστηρότητα την αντίληψη της καθαρής ποίησης με όλα της τα παρεπόμενα: να υποτάξει το αίσθημα στη διάνοια, να εξευγενίσει την έκφραση και να δραστηριοποιήσει όλες τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου προς την κατεύθυνση του θαύματος. Στον άλλο πόλο, τοποθετείται ο Κ. Π. Καβάφης, αυτός που παράλληλα με τον T.S. Eliot έφτασε στην άκρα λιτότητα, στη μεγαλύτερη δυνατή εκφραστική ακρίβεια, εξουδετερώνοντας τον πληθωρισμό στη διατύπωση των προσωπικών του βιωμάτων.
Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους κινήθηκαν οι μεγάλοι μας άλλοι ποιητές, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Αγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γιώργος Σεφέρης, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο προς το έν ή το άλλο από τα δύο άκρα. Αυτή είναι μια πρόχειρη και όσο γίνεται πιο σχηματική χαρτογράφηση του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Το πρόβλημα για μας που ακολουθήσαμε ήταν να επωμιστούμε τα υψηλά διδάγματα που μας κληροδότησαν και, ο καθένας με τον τρόπο του, να τ' αρμόσουμε πάνω στη σύγχρονη ευαισθησία. Πέραν από τα όρια της τεχνικής, οφείλαμε να φτάσουμε σε μια σύνθεση που από το ένα μέρος ν' αναχωνεύει τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης και από το άλλο να εκφράζει τα κοινωνικά και ψυχολογικά αιτήματα της εποχής μας. Με άλλα λόγια, να φτάσουμε να προβάλλουμε τον τύπο του «Ευρωπαίου-Ελληνα». Δεν μιλώ για επιτυχίες μιλώ για προσπάθειες. Οι κατευθύνσεις είναι που έχουν σημασία για τον μελετητή της λογοτεχνίας.
Πώς όμως ν' αναπτυχθούν οι κατευθύνσεις αυτές ελεύθερα όταν οι συνθήκες της ζωής είναι στις ημέρες μας εξοντωτικές για τον δημιουργό; Και πως να διαμορφωθεί η πνευματική κοινότητα όταν οι φραγμοί των γλωσσών ορθώνονται αξεπέραστοι; Σας γνωρίζουμε και μας γνωρίζετε από το 20 ή έστω το 30% που απομένει ύστερα από την μεταγλώτισση. Ειδικά εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μια συγκεκριμένη παράδοση και αποβλέπουμε στα θαύματα του λόγου, στον σπινθήρα που τινάζουν εκάστοτε δύο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες, παραμένουμε βουβοί, αμετάδοτοι. Πάσχουμε από την έλλειψη μιας κοινής γλώσσας. Και ο αντίκτυπος απ' αυτή την έλλειψη -αν ανεβούμε την κλίμακα- σημειώνεται ακόμη και στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της κοινής μας πατρίδας, της Ευρώπης.
Λέμε, και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ' ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θα έλεγα τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο. Η αντίφαση είναι διδακτική. Οταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή.
Για τον ποιητή - μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές -η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμιά σύγκρουση όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια.
Ομως όταν μιλώ για αισθήσεις δεν εννοώ το προσιτό, πρώτο ή δεύτερο, επίπεδό τους. Εννοώ το απώτατο. Εννοώ τις «αναλογίες των αισθήσεων» στο πνεύμα. Ολες οι τέχνες μιλούν με ανάλογα. Μια οσμή μπορεί να είναι ο βούρκος ή η αγνότητα. Η ευθεία γραμμή ή η καμπύλη, ο οξύς ή ο βαθύς ήχος, αποτελούν μεταφράσεις κάποιας οπτικής ή ακουστικής επαφής. Ολοι μας γράφουμε καλά ή κακά ποιήματα κατά το μέτρο που ζούμε και διανοούμαστε με την καλή ή την κακή σημασία του όρου. Μια εικόνα πελάγους από τον Ομηρο φτάνει άθικτη ως τις ημέρες μας. Ο Rimbaud την αναφέρει σαν mer melee au soleil και την ταυτίζει με την αιωνιότητα. Ενα κορίτσι που κρατάει ένα κλώνο μυρτιάς από τον Αρχίλοχο επιβιοί σ' έναν πίνακα του Matisse και μας καθιστά πιο απτή την αίσθηση, τη μεσογειακή, της καθαρότητας.
Εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και μία παρθένος της βυζαντινής εικονογραφίας, δεν διαφέρει πολύ. Παρά ένα κάτι ελάχιστο, συχνά, το εγκώσμιο φως γίνεται υπερκόσμιο και τανάπαλιν. Μια αίσθηση που μας δόθηκε από τους αρχαίους και μια άλλη από τους μεσαιωνικούς έρχονται να γεννήσουν μια τρίτη που τους μοιάζει όπως το παιδί στους γεννήτορές του.
Μπορεί η ποίηση ν' ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο; Οι αισθήσεις μες απ' τον αδιάκοπο καθαρμό τους να φτάσουν στην αγιότητα; Τότε η αναλογία τους θα επαναστραφεί επάνω στον υλικό κόσμο και θα τον επηρεάσει.Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ' όλ' αυτά βρίσκεται στα χέρια μας.

Οδυσσέα Ελύτη, Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ



Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη -Μα πού γύριζες

Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

-Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού 'λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερί τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων -Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ώς τη διαύγεια των βυθών

Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ώς το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο.

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

[Από την ποιητική συλλογή "Προσανατολισμοί" ]

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2007

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, είς έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον-εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ.Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.
Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τον τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού του γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι του Τουνεζίου, επανωβράκι τσόχινον, με ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν με ηλέκτρινον μαμόν, και κρατών με την αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δεν ήτο και πολύ γέρων, ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από την αρχαιοτέραν και πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν του τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαγχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τα μουσικά τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν, αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος.
Την Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, την είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τα είκοσι πέντε έτη, και είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς και τρεις θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τον ουδόν του γήρατος, δεν συνέζη πλέον μαζί της.
Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τα τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί και δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή και συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός και θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός , υπέρ το έτος διαρκέσας. Μετά τον χωρισμόν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ των συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει από τριών ετών και ημίσεος. Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτο υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.
Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ’ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ’ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο;
Βεβαίως την σύζυγόν του, με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν, και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως του είχον παρουσιασθή πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφιών ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι’ όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ’ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τον έτρωγαν!» Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον του τόπου.
Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ’ έξω, και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν, ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ αυτής, αρχομένης της εκατονταετηρίδος, κανείς δεν έδωκεν προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς.
Αλλ’ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κ’ εμπορεύοντο κ’ εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε συμβαίνει, οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην των χρημάτων, και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία και ημισεία, και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ’ εαυτών και τα κτήματα.
Έως τότε δεν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ’ επ’ εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισταί προθύμως του έδιδαν, αλλ’ απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε κατ’ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου... Πλην φευ! αυτός δεν ήτο μόνος καϋμός του.
Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ’ ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του... Είχε πρόσφατον πένθος.
-Α! Τώχασα το καϋμένο μ’, το ευάγωγο, τώχασα.
Ο γέρο-Φραγκούλης εστέναζε, και είχε δίκαιον να στενάζη. Το καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον, δεκατετραετές μόλις την ηλικίαν –το οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών- του είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών...
Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνο του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόνας –και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρύΐνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγίαν. Την ημέραν εκείνην θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών και πανηγυριστών και ο Παππανικόλας ο συμπέθερός του. Εις τον Παππανικόλαν έδιδεν ο Φραγκούλης διά τον κόπον του εν τάλληρον, περιπλέον δε εισέπραττεν ο παππάς διά λογαριασμόν του τας δεκάρας, όσας έδιδον αι γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια». Όλα τ’ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τα εισέπραττεν ο Φραγκούλης ως εισόδημα ιδικόν του...
Και τώρα τους επερίμενε να έλθουν πάλιν... και ανελογίζετο πώς άλλοτε, όταν ήτο νέος ακόμη, μετά τον πρώτον χωρισμόν από τη γυναίκα του, η πανήγυρις αύτη της Παναγίας της Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά να επέλθη συνδιαλλαγή μετά της γυναικός του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, και το Κουμπώ, το θυγάτριον το οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλης.
-Τώχασα, το καυμένο μου, το ευάγωγο, τώχασα!...
Ω, δεν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τον από της γυναικός του χωρισμόν –την οποίαν άλλως τε τρυφερώς ηγάπα-, όσον εθρήνει την σκληράν απώλειαν εκείνη της κορασίδος, την οποίαν εις τον άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον να επανεύρη... Και κατενύσσετο πολύ η καρδία του και εθλίβετο... Και ανελογίσθη ότι το πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας ήρχοντο τας ημέρας αυτάς, να εύρωσι διά της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν... Τον παλαιόν καιρόν, προ του εικοσιένα, όταν το σήμερον έρημον και κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι, και των δύο ενοριών, ήρχοντο εις τον ναόν της Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν’ ακούσωσι τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ’ όλον τον Δεκαπενταύγουστον...
Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.
Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα και τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη».
Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους,ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε
Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,
Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»,

...Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων...» Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως...
Ο γέρο-Φραγκούλης επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει... Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν. Τον καιρόν εκείνον είχε αγαπήσει εξ όλης καρδίας την Σινιωρίτσα του... και την ηγάπα ακόμη. Αλλ’ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα, και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω, ατέλειαι των ανθρώπων!
Τώρα εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι!» Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν γεμάται από βούλες και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. Τα κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε να τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα ήρχισαν κ’ εξηκολούθουν να τίκτουν...
Ανελογίζεταο αυτά, κ’ έκλαιεν η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον άλλοτε, όταν ήσαν «μονιασμένοι», -όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι προ δεκαπέντε ετών... Τώρα μόνον η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.
Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της. πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου. Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων. και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή όπως τώρα, από την πολίχνην την κατοικημένην εις το παλαιόν χωρίον το έρημον, του οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι και δεν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου κι’ εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον... Και τότε ο Φραγκούλης ήτο σαράντα χρόνων και τώρα ήτο πενηνταπέντε. Τότε έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ’ είχε πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος να συγχωρήση και ν’ αγαπήση... Αλλά τώρα δεν είχε πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα την Σινιώραν, την επόνει, αλλ’ έκλαιε πολύ περισσότερον διά το θυγάτριόν του, το Κουμπώ. «Το καϋμένο το ευάγωγο!».
Εκείνην την φοράν, ο παππά-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς:
-Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.
-Τι τρέχει, παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα.
-Θα σου έλθει τ’ ασκέρι... Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα.
Ο Παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; -καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή.
-Θάρθη μαζί κι’ η μάνα τους;
-Βέβαια... πιστεύω, είπεν ο παππάς.
Τω όντι, όταν εβράδυασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζύ με την γραίαν μητέρα της και με τα τέσσερα παιδιά της, εν συνοδεία και άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον συζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά –εις ευτελές δωμάτιον, χάρις ταπεινώσεως, το οποίον ονόμαζε «το κελλί του», και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ’ έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.
Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον Ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κ’ εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του.
Ήδη ενύκτωνε και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ’ ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κι’ εκεί επί των χόρτων και των ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!»
Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή εξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κ’ εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η Ακολουθία της Αγρυπνίας.
Ο Φραγκούλης ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας, όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος –όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ – Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγει κι’ αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ – Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον». Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ’ ημών». Είτα έψαλε Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την θείαν Κοινωνίαν, και εις την λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοινωνικόν κ.τ.λ.
Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήταν χθες, ο γερο-Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις την ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχον κολλήσει πολλά και χονδρά; κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περικοκλάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίτσας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχον λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιά το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος κ’ επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μη πατή τα κηρία, γιατί είναι κρίμα.
Τότε εις των παρεστώτων υιός πλουσίου του τόπου, από εκείνους οίτινες είς το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του Φραγκούλα –και όστις ελέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος-, ηκούσθη να λέγη
ότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!... η νύχτα μεγαλώνει... ισημερία τώρα κοντεύει... έχει νύκτα...»
Αλλ’ αι γυναίκες, ενώ είξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας οικονομίας του κόσμου, δεν εννιούσαν τι θα πη «οικονομία στα κηρία» αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της Παναγίας. Μία απ’αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι’ εν θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρία –και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της:
«Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνης...»
Την ίδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ’ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν επέτρεπε να πη κ’ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε κ’ εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου) έλαβε το θάρρος να κάμη παρατήρησιν.
- Πειο σιγά, πειο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να λες το «Κύριε ελέησον», γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν αι γυναίκες να τ’ ακούνε.
Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παππάν να γράψη. Εννοούσαν να τ’ ακούη κι’ ο Θεός, κι’ η Παναγία, κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν’ ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ’ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατα του παππά, κι’ ο παππάς αν ήθελε να φάη κι’ άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με τις ενορίτισσαις.
Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους του, και του λέγει κρυφά:
- Πατέρα, άφησε και τον μπαρμπα – Δημητρό να ψάλλη «Κύριε ελέησον!!»
Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγη:
- Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».
Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν είξευρεν ακριβώς πότε κατά την Λιτήν το Κύριε ελέησον λέγεται τρις και... πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παππάς εβιάσθη ν’ απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και διά να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη: «... υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.
Τέλος μετά την λειτουργίαν ο παππάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ’ έφαγαν ομού και ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του υπό την οικιακήν στέγην.
Πριν παρέλθη έτος εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον και συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγένετο το χάρμα και η παρηγορία του πατρός της. Δεν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός της, εις το «κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν της πολίχνης, και την εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.
Αυτή μόνον εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε να τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή.
- Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λεγ’ η μητέρα, ζωνταρφανά.
Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε:
- Τάμαθες, πατέρα; ... Θα παντρέψουμε τ’ Αργυρώ μας ... Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είναι πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ’ Αργυρώ μας ... για να μην κακιώση ο γαμπρος! ...
Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κ’ εφιλιώθη με την σύζυγόν του. Ηρραβώνισαν
την Αργυρώ, είτα μετ’ ολίγους μήνας την εστεφάνωσαν ... Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου και μ’ ένα γεροντόπαιδον μαζί, το οποίον ήλθεν εις τον κόσμον σχεδόν συγχρόνως με τον γάμο της πρωτοτόκου.
Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να τρέχη πλησίον του πατρός της, και να τον παρακινή ν’ αγαπήση με την μητέρα.
Μίαν ημέραν θλιβερά του είπεν:
- Δεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα ... Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στον μαχαλά στο δρόμο που περνώ, και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της». Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα.
Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της. Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη.
-Τι έχεις κορίτσι μου; της είπεν ο πατήρ της.
-Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω απ’ τον καϋμό μου!
-Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.

Τω όντι, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν. Αλλ’ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής και είχεν δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθεν παρά την κλίνην της και της ανήγγειλεν ότι έκαμε αγάπην με την μητέρα της διά να χαρή, ήτο αργά πλέον. Η τρυφερή παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέση εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με τη λαλιάν εις το στόμα.
-Πατέρα! Πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία ... με την μητέρα μαζί!...
Είπε και απέθανε!
Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με την σύζυγόν του ... Κατόπιν απεσύρθη, κ’ εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του εις την ερημίαν ...
Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γείνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο μίαν τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί». Μόνον εν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει. Του εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, και η άλλη η δευτερότοκος, δεν την ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δεν την επένθησαν, όσον της ήξιζε, την ατυχή μικράν, την Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει να ζη ολομόναχος πάλιν, τώρα «επί γήρατος ουδώ». Και ενθυμείτο τον στίχον του Ψαλτηρίου:
«Μη απώση με εις καιρόν γήρως ... και έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με».
Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν... αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλλίτερον κτήμα –ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα, με νερόμυλον –και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν.
«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε...»
Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φων ή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα:
«Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων...»
Related Posts with Thumbnails