© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2007

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, είς έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον-εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ.Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.
Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τον τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού του γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι του Τουνεζίου, επανωβράκι τσόχινον, με ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν με ηλέκτρινον μαμόν, και κρατών με την αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δεν ήτο και πολύ γέρων, ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από την αρχαιοτέραν και πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν του τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαγχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τα μουσικά τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν, αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος.
Την Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, την είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τα είκοσι πέντε έτη, και είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς και τρεις θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τον ουδόν του γήρατος, δεν συνέζη πλέον μαζί της.
Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τα τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί και δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή και συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός και θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός , υπέρ το έτος διαρκέσας. Μετά τον χωρισμόν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ των συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει από τριών ετών και ημίσεος. Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτο υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.
Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ’ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ’ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο;
Βεβαίως την σύζυγόν του, με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν, και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως του είχον παρουσιασθή πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφιών ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι’ όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ’ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τον έτρωγαν!» Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον του τόπου.
Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ’ έξω, και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν, ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ αυτής, αρχομένης της εκατονταετηρίδος, κανείς δεν έδωκεν προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς.
Αλλ’ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κ’ εμπορεύοντο κ’ εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε συμβαίνει, οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην των χρημάτων, και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία και ημισεία, και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ’ εαυτών και τα κτήματα.
Έως τότε δεν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ’ επ’ εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισταί προθύμως του έδιδαν, αλλ’ απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε κατ’ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου... Πλην φευ! αυτός δεν ήτο μόνος καϋμός του.
Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ’ ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του... Είχε πρόσφατον πένθος.
-Α! Τώχασα το καϋμένο μ’, το ευάγωγο, τώχασα.
Ο γέρο-Φραγκούλης εστέναζε, και είχε δίκαιον να στενάζη. Το καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον, δεκατετραετές μόλις την ηλικίαν –το οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών- του είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών...
Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνο του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόνας –και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρύΐνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγίαν. Την ημέραν εκείνην θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών και πανηγυριστών και ο Παππανικόλας ο συμπέθερός του. Εις τον Παππανικόλαν έδιδεν ο Φραγκούλης διά τον κόπον του εν τάλληρον, περιπλέον δε εισέπραττεν ο παππάς διά λογαριασμόν του τας δεκάρας, όσας έδιδον αι γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια». Όλα τ’ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τα εισέπραττεν ο Φραγκούλης ως εισόδημα ιδικόν του...
Και τώρα τους επερίμενε να έλθουν πάλιν... και ανελογίζετο πώς άλλοτε, όταν ήτο νέος ακόμη, μετά τον πρώτον χωρισμόν από τη γυναίκα του, η πανήγυρις αύτη της Παναγίας της Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά να επέλθη συνδιαλλαγή μετά της γυναικός του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, και το Κουμπώ, το θυγάτριον το οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλης.
-Τώχασα, το καυμένο μου, το ευάγωγο, τώχασα!...
Ω, δεν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τον από της γυναικός του χωρισμόν –την οποίαν άλλως τε τρυφερώς ηγάπα-, όσον εθρήνει την σκληράν απώλειαν εκείνη της κορασίδος, την οποίαν εις τον άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον να επανεύρη... Και κατενύσσετο πολύ η καρδία του και εθλίβετο... Και ανελογίσθη ότι το πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας ήρχοντο τας ημέρας αυτάς, να εύρωσι διά της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν... Τον παλαιόν καιρόν, προ του εικοσιένα, όταν το σήμερον έρημον και κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι, και των δύο ενοριών, ήρχοντο εις τον ναόν της Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν’ ακούσωσι τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ’ όλον τον Δεκαπενταύγουστον...
Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.
Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα και τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη».
Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους,ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε
Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,
Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»,

...Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων...» Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως...
Ο γέρο-Φραγκούλης επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει... Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν. Τον καιρόν εκείνον είχε αγαπήσει εξ όλης καρδίας την Σινιωρίτσα του... και την ηγάπα ακόμη. Αλλ’ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα, και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω, ατέλειαι των ανθρώπων!
Τώρα εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι!» Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν γεμάται από βούλες και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. Τα κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε να τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα ήρχισαν κ’ εξηκολούθουν να τίκτουν...
Ανελογίζεταο αυτά, κ’ έκλαιεν η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον άλλοτε, όταν ήσαν «μονιασμένοι», -όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι προ δεκαπέντε ετών... Τώρα μόνον η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.
Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της. πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου. Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων. και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή όπως τώρα, από την πολίχνην την κατοικημένην εις το παλαιόν χωρίον το έρημον, του οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι και δεν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου κι’ εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον... Και τότε ο Φραγκούλης ήτο σαράντα χρόνων και τώρα ήτο πενηνταπέντε. Τότε έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ’ είχε πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος να συγχωρήση και ν’ αγαπήση... Αλλά τώρα δεν είχε πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα την Σινιώραν, την επόνει, αλλ’ έκλαιε πολύ περισσότερον διά το θυγάτριόν του, το Κουμπώ. «Το καϋμένο το ευάγωγο!».
Εκείνην την φοράν, ο παππά-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς:
-Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.
-Τι τρέχει, παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα.
-Θα σου έλθει τ’ ασκέρι... Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα.
Ο Παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; -καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή.
-Θάρθη μαζί κι’ η μάνα τους;
-Βέβαια... πιστεύω, είπεν ο παππάς.
Τω όντι, όταν εβράδυασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζύ με την γραίαν μητέρα της και με τα τέσσερα παιδιά της, εν συνοδεία και άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον συζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά –εις ευτελές δωμάτιον, χάρις ταπεινώσεως, το οποίον ονόμαζε «το κελλί του», και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ’ έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.
Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον Ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κ’ εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του.
Ήδη ενύκτωνε και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ’ ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κι’ εκεί επί των χόρτων και των ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!»
Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή εξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κ’ εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η Ακολουθία της Αγρυπνίας.
Ο Φραγκούλης ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας, όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος –όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ – Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγει κι’ αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ – Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον». Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ’ ημών». Είτα έψαλε Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την θείαν Κοινωνίαν, και εις την λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοινωνικόν κ.τ.λ.
Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήταν χθες, ο γερο-Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις την ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχον κολλήσει πολλά και χονδρά; κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περικοκλάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίτσας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχον λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιά το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος κ’ επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μη πατή τα κηρία, γιατί είναι κρίμα.
Τότε εις των παρεστώτων υιός πλουσίου του τόπου, από εκείνους οίτινες είς το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του Φραγκούλα –και όστις ελέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος-, ηκούσθη να λέγη
ότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!... η νύχτα μεγαλώνει... ισημερία τώρα κοντεύει... έχει νύκτα...»
Αλλ’ αι γυναίκες, ενώ είξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας οικονομίας του κόσμου, δεν εννιούσαν τι θα πη «οικονομία στα κηρία» αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της Παναγίας. Μία απ’αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι’ εν θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρία –και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της:
«Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνης...»
Την ίδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ’ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν επέτρεπε να πη κ’ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε κ’ εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου) έλαβε το θάρρος να κάμη παρατήρησιν.
- Πειο σιγά, πειο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να λες το «Κύριε ελέησον», γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν αι γυναίκες να τ’ ακούνε.
Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παππάν να γράψη. Εννοούσαν να τ’ ακούη κι’ ο Θεός, κι’ η Παναγία, κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν’ ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ’ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατα του παππά, κι’ ο παππάς αν ήθελε να φάη κι’ άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με τις ενορίτισσαις.
Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους του, και του λέγει κρυφά:
- Πατέρα, άφησε και τον μπαρμπα – Δημητρό να ψάλλη «Κύριε ελέησον!!»
Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγη:
- Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».
Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν είξευρεν ακριβώς πότε κατά την Λιτήν το Κύριε ελέησον λέγεται τρις και... πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παππάς εβιάσθη ν’ απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και διά να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη: «... υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.
Τέλος μετά την λειτουργίαν ο παππάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ’ έφαγαν ομού και ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του υπό την οικιακήν στέγην.
Πριν παρέλθη έτος εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον και συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγένετο το χάρμα και η παρηγορία του πατρός της. Δεν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός της, εις το «κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν της πολίχνης, και την εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.
Αυτή μόνον εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε να τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή.
- Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λεγ’ η μητέρα, ζωνταρφανά.
Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε:
- Τάμαθες, πατέρα; ... Θα παντρέψουμε τ’ Αργυρώ μας ... Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είναι πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ’ Αργυρώ μας ... για να μην κακιώση ο γαμπρος! ...
Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κ’ εφιλιώθη με την σύζυγόν του. Ηρραβώνισαν
την Αργυρώ, είτα μετ’ ολίγους μήνας την εστεφάνωσαν ... Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου και μ’ ένα γεροντόπαιδον μαζί, το οποίον ήλθεν εις τον κόσμον σχεδόν συγχρόνως με τον γάμο της πρωτοτόκου.
Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να τρέχη πλησίον του πατρός της, και να τον παρακινή ν’ αγαπήση με την μητέρα.
Μίαν ημέραν θλιβερά του είπεν:
- Δεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα ... Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στον μαχαλά στο δρόμο που περνώ, και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της». Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα.
Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της. Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη.
-Τι έχεις κορίτσι μου; της είπεν ο πατήρ της.
-Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω απ’ τον καϋμό μου!
-Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.

Τω όντι, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν. Αλλ’ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής και είχεν δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθεν παρά την κλίνην της και της ανήγγειλεν ότι έκαμε αγάπην με την μητέρα της διά να χαρή, ήτο αργά πλέον. Η τρυφερή παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέση εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με τη λαλιάν εις το στόμα.
-Πατέρα! Πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία ... με την μητέρα μαζί!...
Είπε και απέθανε!
Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με την σύζυγόν του ... Κατόπιν απεσύρθη, κ’ εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του εις την ερημίαν ...
Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γείνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο μίαν τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί». Μόνον εν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει. Του εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, και η άλλη η δευτερότοκος, δεν την ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δεν την επένθησαν, όσον της ήξιζε, την ατυχή μικράν, την Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει να ζη ολομόναχος πάλιν, τώρα «επί γήρατος ουδώ». Και ενθυμείτο τον στίχον του Ψαλτηρίου:
«Μη απώση με εις καιρόν γήρως ... και έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με».
Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν... αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλλίτερον κτήμα –ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα, με νερόμυλον –και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν.
«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε...»
Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φων ή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα:
«Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων...»

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007

Δαβίδ, ΨΑΛΜΟΣ ργ΄ (Νεοελληνική απόδοση: π. Παναγιώτης Καποδίστριας)

Να ευλογείς, ψυχή μου, τον Κύριο.

Κύριε, ο Θεός μου, πόσο πολύ αναδείχτηκες μέγας!
Αίνο και μεγαλοπρέπεια ντύθηκες,
εσύ που το φως σα ρούχο σου φοράς,
ξαπλώνοντας τον ουρανό σα κάλυμμα δερμάτινο.
Ο στεγάζοντας τα πάνω ουράνια σε νερά,
ο που τα νέφη έκαμε άρμα του
και στις φτερούγες των ανέμων περπατά.
Ο που έπλασε τους αγγέλους του πνεύματα
και τους λειτουργούς του φλόγα πυρός.

Αυτός είναι που θεμελίωσε τη γη στην ασφάλειά της επάνω,
στον αιώνα του αιώνα δε θα γείρει.
Σαν ιμάτιο η άβυσσος περικάλυμμά του,
πάνω στα βουνά θα σταθούν τα νερά.
Τα επιτίμησες και θα φύγουν,
από τη βροντή της φωνής σου θα δειλιάσουν.
Βουνά ορθώνονται πάνω,
πεδιάδες κατεβαίνουν
όπου τα θεμελίωσες.
Σύνορο έβαλες που δεν θα ξεπεράσουν,
ούτε θα επιστρέψουν να καλύψουν τη γη.
Στα φαράγγια τις πηγές ο εξαποστέλλοντας
δίοδο θα βρίσκουν τα νερά στα όρη ανάμεσα,
θα ποτίσουν όλα τα θηρία του αγρού
όναγροι στη δίψα τους θα τα καλοδεχτούν,
πάνω τους θα κατασκηνώσουν τ’ ουρανού τα πετεινά
μες από τις πέτρες θα φωνάξουν.
Ο ποτίζοντας από τα ύψη του βουνά
η γη απ’ τον καρπό θα χορτάσει των έργων σου.
Ο που κάνεις να βλαστήσει χορτάρι για τα ζωντανά
και χλόη να ξεπερετιούνται οι άνθρωποι
ψωμί να βγάνει από τη γη
και την καρδιά του ανθρώπου ευφραίνει το κρασί
ώστε με λάδι το πρόσωπό του ν’ απαλύνει
και το ψωμί στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου.
Θα χορτάσουν τα ξύλα της πεδιάδας
οι κέδροι του Λιβάνου που φύτεψες.
Εκεί στρουθία θα στήσουνε φωλιά
με πρώτη και καλύτερη του ερωδιού.
Τα ψηλά βουνά για τα ελάφια
πέτρα
των λαγών το καταφύγιο.

Σελήνη εποίησε για τους καιρούς
τη δύση του έμαθε ο ήλιος.
Σκοτάδι έβαλες κι έγινε νύχτα
ανάμεσά της θα διαβούν του δάσους όλα τα θεριά.
Λιονταράκια ωρυόμενα ν’ αρπάξουν
τροφή να γυρέψουν απ’ τον Θεό.
Ο ήλιος ανάτειλε και συνάχτηκαν
στις μάντρες τους θα κοιμηθούν.
Για τη δουλειά του θάβγει ο άνθρωπος
μέχρι το βράδυ στη δουλειά.

Πόσο μεγάλα τα έργα σου, Κύριε!
Όλα με σοφία τα δημιούργησες
γέμισε από τα κτίσματά σου η γη.
Να, η θάλασσα η μεγάλη κι ευρύχωρη
εκεί αναρίθμητα ερπετά
μικρούλια ζώα και μεγάλα
πλοία εκεί τη διαπλέουν
κι ετούτος ο δράκοντας που τον έπλασες να την εμπαίζει.
Όλα περιμένουν από Σε
στην πρώτη ευκαιρία να τους δώσεις τροφή
κι όταν τους δώσεις θα την μαζέψουν.
Θα τους στερήσεις την πνοή και θα εκλείψουν
στο χώμα τους επιστρέφοντας.
Θα τους στείλεις την πνοή και θα κτιστούν
το πρόσωπο της γης θ’ ανακαινίσεις.

Ας είναι του Κυρίου η δόξα στους αιώνες
ας ευφρανθεί ο Κύριος λόγω των έργων του.
Αυτός που βλέμμα ρίχνει στη γη και την κάνει να τρέμει
αγγίζει τα βουνά και καπνίζονται.

Όσο ζήσω τον Κύριο θα τραγουδήσω
Θα ψάλω τον Θεό μου όσο υπάρχω.

Μακάρι να του αρέσει το ποίημά μου ετούτο
Κι εγώ θα ευφρανθώ με τον Κύριο μαζί.
Μακάρι να εκλείψουν οι αμαρτωλοί από τη γη
και οι άνομοι να μην υπάρχουν.

Να ευλογείς, ψυχή μου, τον Κύριο.

Γρηγορίου Θεολόγου, ΤΡΙΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ (Μετάφραση π. Παναγιώτη Καποδίστρια)


ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ (ΠΒ΄)

Ά
λλοι χρυσό, άλλοι άργυρο κι άλλοι τιμάνε
πλούσια τράπεζα, του βίου αυτού παιχνίδια.
Άλλοι τα μεταξένια νήματα, χωράφια άλλοι
καρποφόρα, ζώων αγέλες άλλοι.
Για μένα πλούτος μέγας ο Χριστός. Ω, να τον έβλεπε
ολοκάθαρα γυμνός ο νους μου. Κι ας έχει τ’ άλλα ο κόσμος.

ΣΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΟΛΩΝ ΤΟΥΣ (ΖΑ΄)

Η πέτρα είμαι που τον πατέρα και τον γιο τους ένδοξους
σκεπάζω Γρηγορίους, λιθάρι ένα, δόξες ίσες,
τους δυο ιερείς. Κι εγώ την ευγενή δέχθηκα
Νόννα, με τον Καισάριο μαζί τον γιο της τον μεγάλο.
Τάφους έτσι μοιράστηκαν και γιους. Ο δρόμος τους;
Όλοι ψηλά. Ζωής ουράνιας ο πόθος ένας.


ΑΛΛΟ (ϞΕ΄)

Του ιερού πατέρα εγώ απόχτησα και τ’ όνομα και θρόνο
και τον τάφο. Μα, να θυμάσαι, φίλε, τον Γρηγόριο,
τον Γρηγόριο, δώρο από τον Χριστό στη μάνα του.
Με όνειρα νυχτερινά του ‘δωκεν έρωτα σοφίας.


Τετάρτη 18 Ιουλίου 2007

Ακούστε τον λόγο του Ποιητή: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. Δήλωση για την Δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967

Ιστορικό το κείμενο που ακολουθεί και ο λόγος του Γιώργου Σεφέρη, βγαλμένος κατευθείαν από τη Σιωπή και την Ψυχή του, όλος θυμό και πίκρα...
Ακούστε τον λόγο του Ποιητή. Είναι καίριος κι ευθύβολος!
Ακούστε τον, παρακαλώ Σας:


Τετάρτη 11 Ιουλίου 2007

Αδελφών Ανδρέα και Μάριου Θεοδόση, ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟ "ΑΡΧΑΙΟΝ ΚΑΛΛΟΣ"

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΕΡΓΩΝ ΤΕΧΝΗΣ

Ίδρυση - Λειτουργία


Το Εργαστήριο Συντήρησης της Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου ιδρύθηκε το Μάρτιο του 2001 με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Ζακύνθου κ.κ. Χρυσοστόμου Β΄, σε χώρο της Ιεράς Μονής των Στροφάδων. Aπό τότε, αμείωτη είναι η συμπαράσταση και των πατέρων της Μονής καθώς και η καθοδήγηση της εφόρου αρχαιολόγου κ. Ζωής Μυλώνα στις δραστηριότητες του εργαστηρίου.

Στα έξι χρόνια λειτουργίας του έχει συντηρηθεί ένας μεγάλος αριθμός έργων τέχνης – άνω των 370 – που χρονολογούνται από τη βυζαντινή και κυρίως την μεταβυζαντινή περίοδο, μεταξύ των οποίων φορητές εικόνες, ελαιογραφίες, ξυλόγλυπτα και αργυρά πάμφυλλα.
Πιο συγκεκριμένα :
- Φορητές εικόνες και ελαιογραφίες της Iεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου που αποτελούν μέρος της μόνιμης συλλογής και εκτίθενται στις αίθουσες του Εκκλησιαστικού Μουσείου – Σκευοφυλακίου της Ιεράς Μονής.
- Εικόνες τέμπλου, εκκλησιαστικά κειμήλια από τις Ιερές Μονές Αγίου Γεωργίου Κρημνών και Αγίου Ανδρέα Βολιμών.
- Εικόνες δωδεκάορτου και βημόθυρα από το ομώνυμο μετόχι της Αγίας Αικατερίνης του Σινά στη Ζάκυνθο.
- Εικόνες από την συλλογή του Μητροπολιτικού Μεγάρου.
- Φορητές εικόνες από το αρχικό τέμπλο του ναού του Αγίου Παντελεήμονα Πηγαδακίων.
- Το επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι από τη Μονή του Αγίου Ιωάννη του προδρόμου στη Λαγκάδα.
- Έργα υψηλής καλλιτεχνικής, θρησκευτικής και ιστορικής αξίας από ναούς της Ζακύνθου. Συνοπτικά αναφέρονται ο ναός της Παναγίας Δερματούσας στο Τραγάκι Ζακύνθου, ο ναός του Αγ. Χαραλάμπη Ζακύνθου, ο Μητροπολιτικός ναός του Αγ. Νικολάου των Ξένων, ο ναός του Αγ. Λαζάρου Ζακύνθου, εικόνες από το σκευοφυλάκιο του ναού της Αγίας Μαύρας Μαχαιράδου, από το ναό της Παναγίας της Κεριώτισσας, από το ναό Φανερωμένης Ζακύνθου και Λιθακιάς κ.α.

Συντήρηση

Η συντήρηση περιλαμβάνει την ταξινόμηση και καταγραφή των εκκλησιαστικών έργων, την αποκατάσταση των ασυντήρητων έργων, καθώς και τον έλεγχο, τη μέτρηση και την εξασφάλιση κατάλληλων κλιματολογικών συνθηκών.


Η συνολική διαγνωστική διαδικασία, περιλαμβάνει την εφαρμογή των πιο κάτω μεθόδων:

1. Ψηφιακή φωτογράφηση και μακροφωτογράφηση
2. Φωτογράφηση σε στερεομικροσκόπιο
3. Υπεριώδη φωτογράφηση φθορισμού
4. Υπέρυθρη φωτογράφηση
5. Απεικόνηση ψευδοχρώματος υπερύθρου
6. Ακτινογραφία Roentgen
7. Μαθηματική επεξεργασία των εικονιστικών δεδομένων

Οι μέθοδοι εξέτασης που εφαρμόζονται είναι μη καταστρεπτικές και αφορούν τη μελέτη της επιφάνειας και της εσωτερικής δομής των αντικειμένων καθώς και των αιτιών που προκαλούν την φθορά τους. Εξασφαλίζουν έτσι την αποτελεσματική συντήρηση με την χρησιμοποίηση των κατάλληλων υλικών και μεθόδων.

Η έως τώρα συντήρηση και εργαστηριακή έρευνα:
-αποκάλυψε αρκετά άγνωστα ενυπόγραφα έργα διαφόρων καλλιτεχνών. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι δύο εικόνες του Βίκτωρος, η «Προσκύνηση των Ποιμένων» και ο «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», ο «Χριστός Παντοκράτωρ» του Γ. Βιδάλε, ο «Ευαγγελισμός» του Ιερέα Αναστασίου Κουτρούλη, φορητές εικόνες Δωδεκάορτου του Πέτρου Βόσσου, έργα του Ιωάννη Ταμβάκη, Κωνσταντίνου Χίου κ.α.
-συνέβαλε στη μελέτη της επιφάνειας και της εσωτερικής δομής των αντικειμένων, στον προσδιορισμό των στρωμάτων από τα οποία αποτελούνται και στην αποκάλυψη της αυθεντικής ζωγραφικής κάτω από νεότερες επιζωγραφήσεις, χαρακτηριστικά αναφέρεται η πολύ αξιόλογη εικόνα της «Βαπτίσεως του Χριστού» του 15ου αι., του «Χριστού δεμένου στον Κίονα» του 17ου αι. από τη Μονή του Αγ. Γεωργίου Κρημνών και η εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας «Βλαχέραινα» από τα Πηγαδάκια.
- έφερε στο φως συνθέσεις ζωγραφικής και έγιναν γνωστές αθέατες επιγραφές καλυμμένες από στρώμα συσσωρευμένου ρύπου αποκάλυψε μη ορατές φθορές του φέροντος υλικού που έγιναν στο πέρασμα του χρόνου «Παναγία Δερματούσα» από το χωριό Τραγάκι.
- συνεισέφερε στην χρονολόγηση, γεωγραφική τοποθέτηση και στην επίλυση προβλημάτων, όπως είναι η αυθεντικότητα των έργων ζωγραφικής, φορητή εικόνα «Εσταυρωμένος» από τον ναό του Εσταυρωμένου στην Πόλη Ζακύνθου.

Στις δραστηριότητες του Εργαστηρίου Συντήρησης εντάσσεται ακόμη η οργάνωση τριών περιοδικών Εκθέσεων. Η πρώτη «Εκ του μη όντος εις το Είναι» που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2003, η δεύτερη «Εικόνες της Ζακύνθου» που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2005 και η τρίτη "Αποκαθιστώντας το αρχαίον κάλλος", που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2006.

Παρότι έχουν γίνει πολλά στην κατεύθυνση διάσωσης της πολιτισμικής κληρονομιάς της Ζακύνθου παραμένει ακόμα ένας μεγάλος αριθμός ασυντήρητων έργων εκκλησιαστικής τέχνης, τα περισσότερα από αυτά υψηλής ιστορικής, καλλιτεχνικής και θρησκευτικής αξίας που λόγω της κακής κατάστασης διατήρησης τους καθιστούν αναγκαία την άμεση καταγραφή, συντήρηση και μελέτη.
Η δραστηριοποίηση της πολιτείας αλλά και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα μπορούσε να συμβάλει ουσιαστικά στην χρηματοδότηση τέτοιων προσπαθειών.

Summary

The establishment and the operation of a museum in the new wings of the holy Monasteres of Strofades and Agios Dionysios aims at exhibiting and exposing to the public several relics of religious art. The cultural and historical value of these pieces have made imperative the establishment of a workshop for the preservation and restitution of works of painting.
The establishment of this workshop would not have been possible without the unconditional and personal support of his Excellency the metropolit of Zakynthos, Crysostomos II.

Methodology of restoration
The workshop’s preservation department is equipped with all research instrument necessary for understanding the physiology of the artwork and documenting its pathology.
The methods employed are nondestructive. Their aim is to study the surface and structure of the artworks. They also reveal the causes of decay and how they can be deal with.
Effective maintenance is ensured by means of choice of proper material and preservation methodology:
- X-Rays
- Black and White infrared
- Ultraviolet photography
- Color infrared
- Macroscopic photographic

Τρίτη 10 Ιουλίου 2007

Κ. Π. Καβάφη, ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ



Την εκκλησίαν αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της,
τ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Εκεί σαν μπω, μές σ' εκκλησία των Γραικών
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό -
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό -
ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.

π. Παναγιώτη Καποδίστρια ΗΛΙΑΝΘΟΙ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ


-Τρένο πού με πας;
-Κάμπο διασχίζω κοίτα
με ηλίανθους
ωραίους εγωπαθείς
κι άλλες πολλές εκπλήξεις

ω, δεν θα πλήξεις
ήδη αποδύονται
το κίτρινό τους
έως την Απώλεια
λόγω καύσωνα λένε

ωστόσο φίλε
μην παραμυθιάζεσαι.
Προϋποθέτουν
μεροληπτικές αφές
και μύθους αμοιβαίους

πιθανότητες
εγκιβωτιζόμενες
στην αφάνεια

βεβαιότητες
αναβαπτιζόμενες
στην παράνοια.

[Από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή του Π.Κ. "Ο αρχαίος Αγροφύλαξ", εκδ. Γαβριηλίδης].

Ζυλ Συπερβιέλ ΝΑΥΑΓΙΟ (Μετάφραση Δέσποινα Καποδίστρια)

Ένα τραπέζι πολύ κοντά, μια λάμπα πολύ μακριά
Που μες στον μανιασμένο αέρα δεν μπορούν να σμίξουν
Και μέχρι τον ορίζοντα μια έρημη ακρογιαλιά.
Ένας άνθρωπος στη θάλασσα σηκώνει το χέρι, φωνάζει: "Βοήθεια!"
Κι η ηχώ του απαντά: "Τι εννοείτε μ' αυτό;"

(Από τη συλλογή Αποβάθρες, 1922)

Διονυσίου Σολωμού, ΕΠΑΙΝΟΣ ΤΟΥ ΛΟΦΟΥ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ

(με υποχρεωτικές ομοιοκαταληξίες)

Άμα είναι η νύχτα φεγγερή, με υψώνει ο λογισμός μου, βαριές φροντίδες φορτωμένος, απάνω στον ανάερο βουβό βράχο του Σκοπού, αφιερωμένον στης Παρθένου τον παλαιϊκό ναό.

Εδώ ο πόθος ν' αγναντεύω με βιάζει να καθίσω στον ίσκιο ενός χαμόδεντρου μα ξάφνου μπρος στ' αχόρταγα τα μάτια μου ένα πνεύμα ξεπετιέται, στα κινήματα και στην ειδή σεβάσμιο.

"Ποιος είσαι;" τον ρωτώ. Κι' εκείνος: "Τέτοια εικόνα όλο αγροτικά χρώματα απλώνεται εδώ πέρα, που το βλέπω καλά τι μπορεί και κάνει η Φύση.

Εδώ σού ανοίγονται της φύσης όλες οι ομορφιές, έτσι που ξαστοχάω ακόμα και τα Ηλύσια εγώ ο Πλίνιος τόση στα μάτια μου έχει αξία για την ομορφιά της".

[Μετάφραση από τα ιταλικά: Λίνος Πολίτης]

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007

Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)

Η Βίβλος ή Αγία Γραφή, δηλαδή η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, αποτελεί το ιερό και θεόπνευστο Βιβλίο των Χριστιανών. Μαζί μάλιστα με την Ιερά Παράδοση είναι τα δύο σκέλη, τα οποία στηρίζουν και νοηματοδοτούν το όλο Χριστιανικό Οικοδόμημα.

Έχουμε την ευχαρίστηση, να μπορούμε πλέον να προσφέρουμε ολόκληρη την Βίβλο στους φίλους αναγνώστες της Ενοριακής μας Βιβλιοθήκης, μέσα από τον ΟΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ της Διαδικτυακής Βιβλιοθήκης της Εκκλησίας της Ελλάδος ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ, πατώντας την παρακάτω ένδειξη:

Home of the Greek Bible

Σάββατο 30 Ιουνίου 2007

Κάρολος Παπούλιας: "Να μην επιτρέψουμε να ξαναδημιουργηθούν διαχωριστικές γραμμές"

[Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κάρολου Παπούλια κατά την τελετή αναγόρευσής του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Κρατικού Πανεπιστημίου Ερεβάν
Αρμενία, 27 Ιουνίου 2007]

Κύριε Πρύτανη,
Κύριοι Καθηγητές,
Αγαπητοί Σπουδαστές,

Με μεγάλη χαρά και συγκίνηση βρίσκομαι σήμερα στο ιστορικό σας Πανεπιστήμιο. Είναι τιμή και ευθύνη για μένα η αναγόρευσή μου σε Επίτιμο Διδάκτορα ενός Πανεπιστημίου με υψηλές πνευματικές επιδόσεις, ακόμη και κάτω από αντίξοες συνθήκες.

Από το Πανεπιστήμιο του Ερεβάν έχουν αποφοιτήσει διαπρεπείς επιστήμονες, χάρη στο υψηλότατο επίπεδο της κοινότητας των διδασκόντων αλλά και τη βούληση των φοιτητών να συνεχίσουν την παράδοση στις επιστήμες και τις τέχνες που διέκριναν το αρμενικό έθνος στην μακραίωνη ιστορία του.

Θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική τη συνεργασία με το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και ελπίζω να συνιστά την αρχή μόνο νέων συνεργασιών στον μορφωτικό και πολιτισμικό τομέα. Άλλωστε, η διδασκαλία εδώ των Νέων Ελληνικών και η εκτεταμένη παρουσία ελληνικής βιβλιογραφίας μαρτυρούν το ενδιαφέρον της Αρμενίας για την Ελλάδα, ισοδύναμο με εκείνο της Ελλάδας προς την Αρμενία.

Ο ελληνικός λαός αισθάνεται πολιτισμική και ιστορική εγγύτητα με τον αρμενικό λαό, για πολλούς λόγους. Υπήρξε κοινή η πορεία μας στην βυζαντινή αυτοκρατορία και μας ενώνει βέβαια και η Ορθοδοξία. Ένας όμως από τους σημαντικότερους λόγους είναι η προσφυγιά που βιώσαμε με δραματικό τρόπο και με κοινή αιτία.

Την συγγένεια των λαών μας δείχνει και η αναφορά του μεγάλου πολιτικού Ελευθέριου Βενιζέλου, ότι στις φλέβες του τρέχει αρμενικό αίμα λόγω των μετοικεσιών Αρμενίων στην Κρήτη από τον αρμενικής καταγωγής βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά.

Εγώ προσωπικά αλλά και πολλοί συμπατριώτες μου θαυμάζουμε τα επιτεύγματα του μακραίωνου αρμενικού πολιτισμού, που μας είναι οικείος και εξακολουθεί να μας γοητεύει κάθε φορά που τον ανακαλύπτουμε από την αρχή.

Κύριε Πρύτανη,

Συνηθίζουμε να λέμε ότι ο Καύκασος είναι μία περιοχή στρατηγικής σημασίας γιατί αποτελεί σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία. Στην πραγματικότητα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης, από την αρχαιότητα έως σήμερα και αυτή η πραγματικότητα είναι ώρα να αποκτήσει σαφές και συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο.

Η Αρμενία έχει εκφράσει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της. Οι σχέσεις της Αρμενίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση άλλωστε δεν είναι ζητούμενο, είναι υφιστάμενη κατάσταση. Παντού στην Ευρώπη υπάρχουν δραστήριες αρμενικές κοινότητες οι οποίες συχνά βρίσκονται στην πρωτοπορία των χωρών υποδοχής τους ενώ οι αρμένιοι της διασποράς, όπως ο Archille Gorky και ο Charles Aznavour έχουν τιμήσει την Αρμενία στις νέες πατρίδες τους αλλά και σε όλο τον κόσμο.

Θεωρώ ότι αυτές οι σχέσεις πρέπει να αποκτήσουν θεσμική αναφορά. Ξεκινώντας από την οικονομική συνεργασία, την προσφορά κοινοτικής τεχνογνωσίας για την πρόοδο διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τη διατήρηση ζωντανού του πολιτικού διαλόγου, και φθάνοντας ως την ενεργό εμπλοκή στις προσπάθειες σταθεροποίησης και διευθέτησης διενέξεων, η Ένωση μπορεί και πρέπει να εφαρμόσει στρατηγική ουσιαστικής προσέγγισης με την Αρμενία και την περιοχή του Καυκάσου.

Κύριε Πρύτανη,
Κυρίες και Κύριοι,

Η Ελλάδα και η Αρμενία ανήκουν σε μια ευρύτερη περιοχή που γεωγραφικά θα μπορούσε να ορισθεί από την γειτνίαση που έχουν οι χώρες της με τρεις θάλασσες: Την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, τον Εύξεινο Πόντο και την Κασπία. Πολλές από τις χώρες της περιοχής έχουν πίσω τους μια ιστορία ταραγμένη που καθορίστηκε από τη σύμμειξη εθνοτήτων, θρησκειών και πολιτισμών.

Ο ευρύς αυτός χώρος έχει γνωρίσει πρόσφατα πολύ σημαντικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μιας σειράς θεμάτων με άμεσες γεωπολιτικές συνέπειες: Την δημιουργία νέων κρατών στην μετασοβιετική εποχή. Την επακόλουθη επανεμφάνιση μειονοτικών προβλημάτων. Την έξαρση των εθνικισμών. Συχνά βεβαρημένο ιστορικό παρελθόν. Τις εσωτερικές δυσκολίες που δημιουργεί το πέρασμα στη νέα κατάσταση. Τη θέση πολλών κρατών ως χωρών παραγωγής ή διέλευσης ενεργειακών πόρων. Τον έντονο ανταγωνισμό παγκόσμιων δυνάμεων και τον κίνδυνο επανεμφάνισης ψυχροπολεμικών συνόρων. Επιπρόσθετα η γειτνίαση με την Μέση Ανατολή και ιδίως το Ιράκ και η αντιπαράθεση για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, το Κυπριακό πρόβλημα, η αβεβαιότητα ως προς το ευρωπαϊκό μέλλον και την πορεία της Τουρκίας και βέβαια η κατάσταση στη Μέση Ανατολή συμβάλλουν στην δημιουργία ενός ιδιαίτερα σύνθετου πολιτικού περιβάλλοντος.

Οι παραπάνω αναφορές θέτουν πιστεύω ξεκάθαρα και τους στόχους μας: Την μετάβαση από τις αντιθέσεις στην συνεργασία, από την ένδεια που επικρατεί σε ορισμένες περιοχές του χώρου αυτού στην ανάπτυξη, από τον έντονο γεωπολιτικό και ενεργειακό ανταγωνισμό σε μία εποχή κοινών δράσεων.

Δεν θα ήθελα να θεωρηθώ ονειροπόλος. Πιστεύω όμως ότι η ιστορία διδάσκει, και στις δέλτους της υπάρχουν όχι μόνο εφιαλτικές σελίδες αλλά και φωτεινά παραδείγματα.

Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι δυνάμεις της εποχής θεωρούσαν ότι η διαχείριση περιφερειακών κρίσεων μπορούσε να γίνει χωρίς να αμφισβητηθεί η παγκόσμια σταθερότητα. Το πόσο έξω έπεσαν φάνηκε στη μαύρη τριακονταετία της ευρωπαϊκής ιστορίας που ξεκίνησε το 1914 και που τόσο ακριβά πλήρωσαν οι λαοί της ηπείρου μας αλλά και οι άφρονες ηγεσίες.

Πίστευαν ότι μια δολοφονία σε μιαν άσημη πόλη των Βαλκανίων δεν ήταν παρά μια απ’ τις πολλές περιορισμένες κρίσεις που η διεθνής κοινότητα είχε μάθει να ξεπερνά.

Οι αγορές της εποχής μάλιστα, με όλη την σοφία τους, δεν είχαν σημειώσει καμία πτώση μετά από την δολοφονία εκείνη του Αρχιδούκα και της συζύγου του στο Σεράγεβο.

Το άμεσο συμπέρασμα: Περιφερειακές κρίσεις που αφήνονται να εξελιχθούν θεωρούμενες από εξωτερικούς παίκτες ως ελέγξιμες μπορεί να κρύβουν πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις.

Φωτεινό παράδειγμα από την άλλη αποτελεί η γαλλογερμανική φιλία: Η αντίθεση Γαλλίας - Γερμανίας πήρε συγκεκριμένη μορφή στα ευρωπαϊκά πράγματα μετά τον τριακονταετή πόλεμο για να σημαδευθεί από το όνειδος του πολέμου των χαρακωμάτων.

Σήμερα όμως έχει αντικατασταθεί από μια στέρεη φιλία που αποτελεί έναν από στους σημαντικότερους πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Στρασβούργο, η Κοινοβουλευτική πρωτεύουσα της Ενωμένης Ευρώπης, ενώνει πια τους δύο λαούς.

Σήμερα διανύουμε στον χώρο για τον οποίο συζητάμε την πρώτη φάση μετά τον ψυχρό πόλεμο. Οι αλλαγές συσχετισμών και ισορροπιών που έλαβαν και λαμβάνουν ακόμη χώρα είναι μπροστά μας. Πιστεύω ότι, στη φάση αυτή, το σημαντικότερο χρέος όλων μας, ιδίως όσων έχουν προσωπική ιστορική πείρα αντιπαραθέσεων είναι να μην επιτρέψουμε να ξαναδημιουργηθούν διαχωριστικές γραμμές. Εκεί που υπάρχουν ανταγωνισμοί μεγάλων δυνάμεων να συμβάλλουμε να αντικατασταθούν από την συνεργασία. Εκεί που αναδύονται εθνικισμοί περιφερειακών δυνάμεων να επιτύχουμε η βία να μην είναι επιλογή. Εκεί που εντείνονται γεωπολιτικές αντιθέσεις για έλεγχο των πηγών και των οδών ενέργειας να δείξουμε ότι σ’ έναν κόσμο που μιλάμε για παγκοσμιοποίηση η αντιπαράθεση αυτή είναι και οικονομικά αντιπαραγωγική.

Η ιστορία έχει αποδείξει ότι αυτό είναι δυνατό όπως έχει αποδείξει, εκ των υστέρων, και το μάταιο πολλών συγκρούσεων.

Ποιες είναι όμως οι ενδεδειγμένες δράσεις που μπορούν να οδηγήσουν σ’ αυτό το αποτέλεσμα, που μπορούν να συντελέσουν, ώστε το όραμα να καταστεί πραγματικότητα;

Προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί κατ’ αρχήν να συμβάλλει η παραδοχή από πολιτικούς, μέσα ενημέρωσης και πολίτες ότι ζούμε πια σ’ έναν κόσμο άμεσης αλληλεξάρτησης.

Σ’ έναν κόσμο που λόγω της εντεινόμενης τάσης για παγκόσμια ολοκλήρωση, των νέων τεχνολογιών και της ανάδυσης νέων δυνάμεων ο πολλαπλασιαστής του οφέλους από την ειρηνική συνεργασία ή της βλάβης από τις εντάσεις είναι πολύ μεγαλύτερος.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η ενίσχυση διαδικασιών περιφερειακής ολοκλήρωσης. Έχει αποδειχθεί ότι οι περιφερειακές συνεργασίες δημιουργούν συμβατούς προσανατολισμούς, ενεργοποιούν κοινά συμφέροντα και έχουν τη δύναμη να ξεπερνούν επιβαρύνσεις του παρελθόντος. Πολιτιστικές και οικονομικές συνεργασίες, εκπαιδευτικές ανταλλαγές, άνοιγμα των επικοινωνιών και βέβαια επίταση των πάσης φύσεως πολιτικών επαφών είναι μερικοί δοκιμασμένοι δρόμοι.

Ιδιαίτερο βάρος έχει, στην ευρύτερη περιοχή που περιέγραψα προηγουμένως, η ιστορία.

Δεν μπορούμε ούτε να παραμένουμε φυλακισμένοι της ιστορίας αλλά ούτε βέβαια είναι δυνατόν να παραγράψουμε τη ιστορική μνήμη.

Πιστεύω ότι η ιστορία μπορεί να λειτουργήσει σαν κάθαρση. Γι αυτό όμως απαιτείται τα θύματα να έχουν την ευγένεια να θέλουν να συγχωρήσουν, εφ’ όσον οι θύτες επιδείξουν την ευγένεια να μάθουν να μην ξεχνούν.

Ξέρω ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο. Απαιτεί θάρρος πολιτικό αλλά και προσωπικό. Πιστεύω όμως ότι μπορεί να εμπνεύσει το παράδειγμα χωρών, όπως η Γερμανία, που βλέποντας κατάματα τον καθρέφτη της ιστορίας όχι μόνο αντιμετώπισε με το μόνο δυνατό τρόπο το τραγικό ολοκαύτωμα των εβραίων αλλά και απελευθέρωσε δυνάμεις που δέσμευε ο πρωσικός μιλιταρισμός.

Και ήταν ακριβώς οι δυνάμεις αυτές που δημιούργησαν από μια κατεστραμμένη χώρα σε τόσο σύντομο διάστημα την σημερινή ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Το ενεργειακό είναι από τα σημαντικότερα θέματα της περιοχής των τριών θαλασσών. Ο στόχος εδώ πρέπει να είναι να μην αφήσουμε ανταγωνισμούς να επικυριαρχήσουν μιας πραγματικότητας που απαιτεί συνεργασίες. Η αλματώδης ανάπτυξη σε ενεργειακές απαιτήσεις των δύο υπό ανάδυση μεγάλων δυνάμεων, της Ινδίας και της Κίνας, συνηγορούν για προσεγγίσεις που θα εξασφαλίζουν την όσο πιο φθηνή και απρόσκοπτη διανομή και την αποφυγή μονοπωλιακών καταστάσεων.

Είναι μία προσέγγιση επωφελής και αναγκαία πρώτα για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα επόμενα χρόνια η σημασία της περιοχής για τον ενεργειακό εφοδιασμό της θα ενισχυθεί και αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στις χώρες του Καυκάσου και της ευρύτερης περιοχής θα πρέπει να αναθεωρηθεί στη λογική της αναγνώρισης της σημασίας τους.

Θεωρώ λοιπόν απαραίτητο να υπάρξει εντονότερη ενεργοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής στον χώρο αυτό. Υποστηρίζω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση από την ίδια την ιστορία της γέννησής της, από την αξιοπιστία που έχει ήδη κατακτήσει στο παγκόσμιο σύστημα και από το στόχο της να ισχυροποιήσει και άλλο το ρόλο της στα παγκόσμια πράγματα σαν δύναμη σταθερότητας συνδιαλλαγής και ανάπτυξης, οφείλει να αναβαθμίσει την παρουσία και το πολιτικό της ενδιαφέρον.

Το πρόγραμμα καλής γειτονίας είναι αναμφισβήτητα μια σωστή προσέγγιση. Παράλληλα όμως απαιτούνται παρεμβάσεις ουσιαστικού πολιτικού και θεσμικού περιεχομένου, παρεμβάσεις που θα δείχνουν ότι η Ευρώπη έχει τη βούληση και αντιλαμβάνεται την παγκόσμια σημασία της περιοχής.

Η σχέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις ΗΠΑ είναι γνωστή. Εξάλλου τόσο η Ελλάδα όσο και η Αρμενία υποστηρίζουν την προσέγγιση Ευρωπαϊκής Ένωσης-Ρωσίας. Πρόκειται για δύο χώρες που μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σ’αυτές τις προσπάθειες. Προσπάθειες καθοριστικής σημασίας για την παγκόσμια σταθερότητα.

Κοιτάζοντας μπροστά, βλέπουμε έναν υπό διαμόρφωση ενιαίο στρατηγικό χώρο που πρέπει να αποτελέσει στον 21ο αιώνα περιοχή σταθερότητας, δημοκρατίας και ευημερίας. Οι ανταγωνισμοί μεγάλων δυνάμεων για την διανομή σφαιρών επιρροής και οι εθνικές διενέξεις που παραμένουν άλυτες συνθέτουν ένα εκρηκτικό διπλωματικό και πολιτικό περιβάλλον. Όλες οι παγκόσμιες δυνάμεις οφείλουν να αντιληφθούν ότι είναι προς το συμφέρον τους η μείωση των περιφερειακών εστιών έντασης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την ιστορική ευθύνη και την ιστορική ευκαιρία να δει μπροστά και να μπει μπροστά στην προσπάθεια για σταθερότητα και ανάπτυξη σε μία περιοχή στρατηγικής σημασίας για τη διεθνή ασφάλεια και ανάπτυξη, σε μια περιοχή που όσο μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για τις μελλοντικές γενεές άλλο τόσο μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις.-

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2007

Διονύση Σέρρα, ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΠΛΗΡΗ -ΚΑΙ ΟΛΟΦΩΤΗ- ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΑ;

[Από το Περιοδικό ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΑ ΦΥΛΛΑ 27 (2007) 403-411]

ΑΡΑΓΕ, λίγο μόλις πριν τη συμπλήρωση διακοσίων δέκα χρόνων από τη γέννηση (1798) – και ενάμιση ακριβώς αιώνα από το θάνατο (1875) – του γενάρχη της νεότερης ποίησής μας Διονυσίου Σολωμού και μετά από χιλιάδες τιμητικές – πολυφωνικές μα και άνισες – σελίδες που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν γι’ αυτόν (χωρίς ακόμη να υπάρχει στη διάθεση όλων μια πλήρης και έγκυρη σολωμική βιβλιογραφία), πόσο πολύ γνωστός μας είναι και πόσο γόνιμα και άρρηκτα – αναμορφωτικά δικός μας έχει γίνει ο «όμορφος κόσμος» του μύστη ποιητή, η ψυχοσυναισθηματική του οντότητα, ο καθαρά ανθρώπινος πολυσύνθετος και πρισματικός «χαρακτήρας» του, η βαθύτερη ιδιοσυγκρασία του, η ηδύπικρη προσωπικότητά του, η ξέχωρη ατομική ιδιοτυπία του; Ποια ορατά ή ως ένα σημείο αντιληπτά «σημεία» και ποιες πλευρές της ισόβια και ενδότερα δοκιμαζόμενης από πολλούς και πολλά ύπαρξής του δε μας είναι προσιτά ή ευδιάκριτα, παραμένοντας εσαεί άγνωστα, αθέατα, αδιευκρίνιστα ή ασύλληπτα (στη σφαίρα του μετέωρου – αναπάντητου ερωτηματικού ή του αποθεματικού συλλογισμού) για τους κάθε λογής και (σ)τάσης αναγνώστες του, για τους ερευνητές, για τους μελετητές του, για τους βιογράφους και τους «ψυχογράφους» του, για τους ικανούς και καλοπροαίρετους – ή όχι – ανιχνευτές, κατακτητές κ.ά. ζηλωτές της ενδοχώρας του; Ποια και πόσα στοιχεία (γνωρίσματά) του θέλησε ο ιδιοφυής Ποιητής ν’ αποκαλύψει για τον αληθινό του εαυτό (όχι μονόπλευρα, εγωιστικά ή άκρατα περιαυτολογώντας) και τι ακριβώς – και γιατί – λίγα ή περισσότερα απέκρυψε, αφήνοντάς τα για πάντα στη μυστήρια σιωπή και στη σκιόφωτη ή την ανείδωτη πλευρά της ζωής και της γραφής του; Ποιος μπόρεσε πότε ή ποιος είναι σε θέση, υπεύθυνα και σοβαρά – και όχι άκριτα, υποκειμενικά και φαντασιωτικά -, με σεβασμό απόλυτο και γνώση και όραση βαθιά, να μιλήσει τεκμηριωμένα και με αναμφισβήτητη βεβαιότητα και πειστικότητα (χωρίς απλοϊκές ή βαθυστόχαστες, δήθεν, θεωρητικολογίες και δίχως αβάσιμα, αντιεπιστημονικά ή εφήμερα συμπεράσματα) για την εσώτερη υπόσταση και σύνθεση της ύπαρξής του, για την ψυχοσωματική υφή και τη σύνολη κατάστασή του, για της άρρητης «φύσης» του την πλάση, για τις μύχιες σκέψεις, τις επιθυμίες, τις κλίσεις, τα όνειρα, τις ορμές τους; Κι ακόμη, για τις φυσικές ανθρώπινες αδυναμίες ή τα όποια (κοινά ή ιδιαίτερα) ελαττώματά του, για τους πόθους ή τα πάθη του, για τα άθωρα τραύματα ή τις πληγές του, για τους φόβους, τις αγωνίες, τις ανησυχίες του; Για τις ανάγκες, τις ελλείψεις, τις – υλικές ή άυλες – στερήσεις του; Για την όποια έμφυτη, αισθητή ή έμμεσα – διαισθητικά – αντιληπτή (και εύλογη ή ευνόητη) ιδιαιτερότητα και διαφορετικότητά του; Για τα κύρια αίτια ή τις πραγματικές αιτίες και αφορμές της συναισθηματικής του διάθεσης και της συμπεριφοράς του; Για τους θυμούς, τις εκρήξεις, τις εκάστοτε αντιδράσεις του, για τον εκφραστικό του λόγο και για τις σιωπές του; Για την προσωπική του ζωή, την ψυχοπνευματική και τη σαρκική – ερωτική πλευρά, «φύση» και στάση του; Για τις – περ’ από την υψηλής πνοής Ποίηση – σκέψεις, ιδέες και απόψεις του γύρω από την ανθρώπινη γέννηση, παρουσία και δράση, για την κοινωνία ή τις ηθικοκοινωνικές αρχές, αξίες, αντιλήψεις, σχέσεις κτλ, για τη φιλία, την αγάπη, την αλληλεγγύη, για την αξιοπρέπεια, την ανωτερότητα, τον αυτοσεβασμό κ.ά.; Για τον αρμόζοντα στον Άντρα και στη Γυναίκα ρόλο και προορισμό, για το γάμο ή την ελεύθερη διαβίωση (χωρίς δεσμεύσεις, συμβιβασμούς, υποχωρήσεις…), για το θεσμό της οικογένειας, για την τεκνοποιία ή την ανατροφή των παιδιών, για το ύψιστο χρέος – ή τις ευθύνες – του όντως άξιου και άριστου πατέρα και της ανεπίληπτης (χωρίς σκιές) μητέρας, μέσα από τις προσωπικές του, κυρίως, - ευχάριστες ή πικρές – εμπειρίες;

ΑΡΑΓΕ, ποιος μπορεί, αναμφίβολα, να ισχυριστεί ότι γνωρίζει, νιώθει ή αντιλαμβάνεται ποίου είδους και ποίου βαθμού ή σημασίας επιρροές δέχτηκε, ακούσια ή εκούσια, συνειδητά ή ασυνείδητα, θετικά και αρνητικά, τραυματικά ή όχι, στα τρυφερά παιδικά του και στα ανήσυχα νεανικά του χρόνια, με αφύπνιση της σάρκας και του νου – και με ευάλωτη ή αυστηρή την ευαίσθητη στ’ αντίθετα κ’ επώδυνα χαράγματα ψυχή του; Πώς κατά βάθος ένιωθε ή τι σκεφτόταν κ’ αισθανόταν για πρόσωπα και πράγματα ή καταστάσεις ποικίλες του χώρου του, του περιβάλλοντός του; Πώς αντιδρούσε, φανερά ή κρυφά, σε κάθε απλή ή δύσκολη περίπτωση και πώς έκρινε – δίκαια ή άδικα, σκληρά ή μεγαλόψυχα – τους άλλους (συγγενείς ή ξένους) στην πεζή καθημερινότητά του, χωρίς να ξεφεύγει από την αλήθεια της ζωής ή την ανάλλαχτη πραγματικότητα των άλλων; Σε ποιον ή ποιους απέδιδε, κυρίως, το «κράμα» ή τη «σκευή» της ύπαρξής του ή σε ποιους «χρέωνε», ευγνώμονα ή όχι, ανάλογο μερίδιο για τον περίπλοκο και όχι συνήθη, προικισμένο μα και αυτοβασανιστικό, ψυχισμό του; Τι (παντελώς ανέκφραστο) αισθανόταν για τον γέροντα πατέρα του και τι σήμαινε για την παιδική ψυχή του ο θάνατος αυτού; Τι ηδονικό ή σπαραχτικό χάραξε μέσα του η τότε στάση της νεαρής μητέρας του και η μετέπειτα συμπεριφορά της; Πώς, ακόμη, δέχτηκε την απομάκρυνση, σε μικρή ηλικία (χωρίς πατρική προστασία, ορφανός και με τη μένα σε δεύτερο – βιαστικό και δυσοίωνο – γάμο) από τη γενέτειρά του; Πώς έζησε και πώς διαμορφώθηκε ως έφηβος και ως ώριμος άντρας, χωρίς ο Νους του και το Ήθος του να πέσουν και να εγκλωβιστούν στο υπογάστριό του; Ποια «μοίρα» ή ποιες ακαθόριστες καταστάσεις τον οδήγησαν ισόβια να μάχεται, νικηφόρα ή όχι, παραδομένος σ’ έναν πολύμορφο και ανελέητο δυισμό ή «διχασμό», δοκιμαζόμενος στον αγώνα για το πέρασμα των δικών του «συμπληγάδων»: της αριστοκρατικής του, από τη μία, και της λαϊκής του καταγωγής, από την άλλη^ της ορφάνιας από πατέρα και της στέρησης της μητέρας^ της ελληνικής και της ιταλικής γλώσσας^ της ορθοδοξίας και του καθολικισμού^ της πατρικής ελληνικής γης και της πνευματικής του τροφού Ιταλίας^ των πρώτων Ελλήνων δασκάλων και των Ιταλών παιδαγωγών – εκπαιδευτών του^ της αγάπης για τη μάνα και της σύγκρουσης μαζί της^ του επτανησιακού χώρου και του άλλου ελλαδικού «τοπίου»^ της ψυχρής κ’ επιθανάτιας λογιοσύνης του καιρού του και του εύφορου δημοτικού Λόγου^ της αδελφικής αγάπης και της άρνησης ή στέρησής της^ της στενής και ένθερμης φιλίας και της οριστικής διακοπής της^ της νομιμότητας για την καταγωγή του και της αμφισβήτησής της^ της αδικίας και της δικαιοσύνης (δικαίωσης); Κι ακόμη, δοκιμαζόμενος ανάμεσα: στο Πνεύμα και την Ύλη, στη σάρκα και το νου (ή την ψυχή), στην ανάγκη για κοινωνική ή πιο προσωπική επαφή και στη μοναξιά ή στη σιωπή, στο δυνατό ή εφικτό και στο Ιδανικό, στο τέλειο ή το ανέφικτο, στη φιλοπατρία και την απογοήτευση από την ελληνική (και την τοπική), πραγματικότητα, στον αντιαγγλισμό και τον φιλοαγγλισμό, στην ελευθεροσύνη και τον αθέλητο ή αναγκαστικό συμβιβασμό, στο λυρισμό – ρομαντισμό και τη σάτιρα ή τον ρεαλισμό, στη λατρευτική εξιδανίκευση ή εξύμνηση της γυναίκας και την απόρριψη ή την καταδίκη της, στην άδολη αγάπη για τα παιδιά και την επιλογή (εκούσια ή ακούσια) της ως το τέλος αγαμίας, στην ιδέα, στο αίσθημα και την πράξη του Έρωτα;

ΑΡΑΓΕ, ποια άλλα στοιχεία συνιστούν τον παιδεμό, την «τραγωδία» αλλά και το ηθικοπνευματικό μεγαλείο του Ποιητή, την αυθεντική του «φύση» και «εικόνα» του; Με τι γελούσε, με τι διασκέδαζε, με τι χαιρόταν ή γιατί έκλαιγε, τι τον πονούσε περισσότερο, σε ποιον εμπιστευόταν ή εκμυστηρευόταν τα προσωπικά του προβλήματα, τα ερωτηματικά ή τις απορίες του για τον εαυτό του και τους άλλους, τα αισθήματά του, τις σκέψεις, τις έγνοιες, τις ανάγκες του (εσώτερες και όχι μόνο υλικές); Σε ποιον και πώς αποκάλυψε ποτέ (;) την αληθινή, τη διάφανη κι ακέραιη «μορφή» του, τ’ αποτυπώματα ή τις συνέπειες της καταγωγής του ή της γέννησης / ανατροφής του, τα από την ανοδική πορεία της ζωής και τις ανθρώπινες σχέσεις – τα από την άσωτη πάλη του – σημάδια ή κομμάτια του; Για τις διάφορες και αλλεπάλληλες δυσκολίες, για τα διλήμματά του, τις συγκρούσεις, τις διαμάχες, τις αντιθέσεις, τις πικρίες, τις πιέσεις κτλ από τον εαυτό του, από συγγενείς, γνωστούς, φίλους, συντοπίτες ή μη, από πρόσωπα του περίγυρου ή της τότε κοινωνίας, άλλα σημαντικά (κατά την εκτίμησή του) και άλλα ασήμαντα και κατώτερα των περιστάσεων, των προσδοκιών, των απαιτήσεών του, των ονείρων του;
Τι επιτακτικό και καθοριστικό τον οδήγησε, συνειδητά και αμετάκλητα, στην αρεστή ή μη και άχαρη φυγή, στη μοναξιά, στη μη αντοχή της συγκατοίκησης με άλλους, στη σιωπή, στο ασφυκτικό μα κι αναπόφευκτο (με τις Πνοές της γραφής) αδιέξοδο, στη σχεδόν αυτοκτονική παράδοσή του στο άκρατο της αυτοσυντριβής και της ψευδαίσθησης πιοτό; Μήπως τα τυχόν «στίγματα» και οι άθωρες πληγές του παρελθόντος, οι άφευκτες (για τον άνθρωπο) δοκιμασίες του σώματος, του νου και της ψυχής, το οδυνηρό πάθος για το ιδανικό ή το τέλειο, η επίμονη πάλη με τη γλώσσα και τον ανώτερο λυρικοστοχαστικό Λόγο, το αβάσταχτο βάρος της αυτογνωσίας ή της αλήθειας του, η (όποια) απογοήτευση, η βεβαιότητα της αδυναμίας για μια ριζική αλλαγή ή βελτίωση, η αναγκαστική ή πνιγηρή συμβατικότητα, η αηδία και η αποστροφή για πρόσωπα θλίψης ή πλήξης (κι όχι μόνο για την αφόρητη εικόνα της γυναίκας, που αντιαισθητικά και υποτιμητικά κάθεται, άχαρα, και τρώει, σ’ αντίθεση με την εξιδανικευμένη μορφή της, όπως την είχε πλάσει και την ήθελε ο ίδιος), για πράγματα και θέματα ανούσια, περιττά, ασήμαντα, αταίριαστα στο Καλό και το Ωραίο…;
Ποια «χάσματα» ανείδωτα δεν γέμισαν ανακουφιστικά ή ευφρόσυνα με άνθη ποιητικά, για κάποια άλλη άνοιξη ευοίωνα, και ποια συντρίμματα αμετακίνητα τον έσπρωξαν ή τον κράτησαν, μοναχικά, στον δικό του (χωρίς πτώση απ’ το ύψος του) σταυρό ή στα όρια μιας θαυμαστής αντοχής και πνευματικής ανάτασης, σε μη (με κλαυθμούς ή πεισιθάνατες γραφές) εξομολογημένα – και ακαθόριστα – δεσμά, σε ποικίλες αντιθέσεις, σε αντιφάσεις, σε ρήξεις, στο δικό του – ανύποπτο γι’ άλλους – κενό, χωρίς όμως και να στερηθεί ή να μας στερήσει δωρήματα Πνοής ηδονικής ως το πρόωρο τέλος του; Τι και ποιον αγάπησε ολόψυχα ή μοναδικά, με τον δικό του άγνωρο και άφατο τρόπο; Ποιος, τότε, μπόρεσε να τον δει, έτσι, όπως ακριβώς ήταν; Από ποιο πρόσωπο ή ποια «αλαφροΐσκιωτη» ύπαρξη άκουσε λόγια της καρδιάς, του Έρωτα και της Αγάπης, της πληρότητας, της χαράς…; Ποιο χέρι συμπαράστασης εκράτησε σφιχτά και ποιον ιδιαίτερα είδε ή ένιωσε να του αφοσιώνεται ολόψυχα στις κρίσιμε στιγμές του; Τι αποδεχόταν ευχάριστα και τι απέφευγε ή απέρριπτε αμετανόητα; Πόσο βοήθησε και πόσο «τιμώρησε» ο ίδιος τον για τα βαθιά και υψηλά πλασμένο – μα όχι κι από τ’ ανθρώπινα αποκομμένο – εαυτό του, κρίνοντάς τον δίκαια ή άδικα, με αυστηρότητα ή μ’ επιείκεια; Ποια υπήρξε η αυτοεκτίμησή του – ανεπηρέαστη από τον εύλογο θαυμασμό των άλλων – και ποιος ο αυτοέλεγχός του, η αυτοκριτική του; Γιατί, ίσως, αυτό που βαθύτερα ποθούσε ή λαχταρούσε, αυτό πιθανότατα συνέβαινε και να τον συντρίβει; Υπήρξε αυτή η ανεπούλωτη η αξεπέραστη τομή, χαραγή ή σχάση (σύγκρουση) ανάμεσα στο Θέλω και το Πρέπει, στην προσωπική του βούληση και τις επιταγές των άλλων, ανάμεσα στο Ναι και το Όχι; Με ποιους – και σε τι βαθμό, με ποιο τρόπο – επικοινωνούσε, χωρίς τυπικότητες, κοινοτοπίες ή «προσωπεία» και περ’ από συνηθισμένες ή επιφανειακές κοινωνικές γνωριμίες και επαφές; Μέχρι ποιο σημείο ταυτιζόταν ή πόσο – και ως προς τι ακριβώς – διέφεραν η πνευματική – ποιητική (ιδεολογική) και η ανθρώπινη (βιοσωματική) πλευρά του, η στάση του, η έκφρασή του; Για ποια «κομμάτια» του αισθανόταν – με ή δίχως έπαρση – υπερηφάνεια και πόσο ένιωθε – αφού ήταν και το γνώριζε – ξεχωριστός κι όχι ομόλογος με το σύνολο σχεδόν των γύρω του; Σε σχέση με ποια «σημεία» του μπορεί να θλιβόταν, να ένιωθε κάποιου είδους ενοχές, ν’ αγανακτούσε, να εκνευριζόταν, να αισθανόταν – αναίτια ή όχι – κάποιου είδους ντροπή ή συστολή; Για ποιες μύχιες σκέψεις του και για ποιες (ή μη) ενέργειές του μετάνιωσε και για ποιες πεισματικά ή πιστεύοντας στο δίκιο του δεν μετανόησε ποτέ; Πώς κατόρθωσε να «πνίγει», μες στα κατάβαθα ή στα απόκρυφα του «είναι» του, της πλάσης του τις φυσικές ή τις επίκτητες θηλιές και, αν διέφερε ασύγκριτα από του πεζούς συνοδίτες του, απ’ τους κοινούς κι ανύποπτους (απόμακρους) «συζητητές» του, πως – με ποιο τίμημα – γινόταν να στέκει ή να φτάνει όλο και πιο ψηλά στου Πνεύματος την επικράτεια, θητεύοντας – λόγω έμφυτης κλίσης και ανάγκης – (αυτοδιασωστικά) ή αντέχοντας και ανασαίνοντας με κόσμους όμορφους και ηθικούς ή με μαύρο φως αγγελικό σε σώματα της Χάρης σαρκωμένο; Πόσες, ακόμη, και ποιες φορές (πέρ’ από τις στιγμές της χαρμολύπης, την ώρα της σε μόνωση και βυθοσκόπηση δημιουργίας) ένιωθε αληθινά τι σημαίνει ευτυχία και ποια σωματικά ή ψυχικά κ.ά. «πονίδια» τον έκαναν, ίσως, να φαντάζει άτυχος ή και δυστυχισμένος, όχι όπως θα ήθελε ολοκληρωμένος ως άνθρωπος (με απόλαυση όλων των επιθυμητών αγαθών) και ως χαρισματικός ή κορυφαίος – σε κρίσιμη εποχή – δημιουργός (μ’ επίτευξη του αισθητά – λογοτεχνικά και ηθικοπνευματικά τέλειου);

ΠώΣ, λοιπόν, έτσι παράξενα και θαυμαστά γεννήθηκε, ανατράφηκε, διαμορφώθηκε και άντεξε – ύπαρξη άξια – ο Σολωμός, με σάρκα και οστά, με όνειρα κ’ ελπίδες, με συν και με πλην, μ’ επιτυχίες και αποτυχίες, με χάρες και οιδήματα, με λάμψη και σκιές, με Πνεύμα ανώτερο και γοητευτικό, πρωτοπόρο και αποκαλυπτικό; Πώς κράτησε κι ανέδειξε παραδειγματικά, μέσ’ στα ρηχά και στα σκοτεινά του «τόπου» του και του καιρού του, σαν στόχο του και λάφυρό του το Άριστο και το Ωραίο; Πώς μέσ’ απ’ της ζωής την τραγικότητα ή τα «ερείπια» υψώθηκε κι αθανατίστηκε το μεγαλείο του (αφήνοντας στην άκρη τα μικρά, τα ευτελή και τα ανούσια), δωρίζοντας νέου ή άλλου κόσμου θησαυρούς ή μετατρέποντας το Δάκρυ του σε Χάδι; Και πώς της μέρας και της νύχτας του πνοές, από τα σπλάχνα του ηδύφωτες, γίναν κι αυτές χρυσόφτερα για της δοκιμασίας (το δικό του και άλλων) το κορμί, ώστε να βγαίνει μόνο και άτρητο από της γέννας ή της φύσης του την άβυσσο – αλλά κι απ’ το βυθό της κάμαράς του, με την πένα – όλο αίμα και γαλάζιο φωτεινό – άλλου Λόγου ευαγγελικού τα λαμπρά πετράδια ή τα μιλήματα μιας άλλης αύρας να σμιλεύει;
Πώς, όμως, και γιατί (ερήμην του) τον έστησαν ή τον κρατούν πολλοί απλά και μόνο στον εθνικοπατριωτικό του(ς) βάθρο, αγιοποιημένο ή απρόσιτο και παραλλαγμένο, σε ανάρμοστη – ή εκτυφλωτική, για πολλούς – «Σκιά» αφήνοντας τη βαθιά ανθρώπινη (με χάσματα και Θαύματα) πλευρά του, μεταπλάθοντάς τον, επιλεκτικά ή σκόπιμα, σε ό,τι νομίζουν ότι ο ίδιος αυτόθελα ήταν, είτε σε ό,τι επιθυμούν (ανεπίγνωστα) να είναι ή να φαίνεται, έξω από τη δική του «ταυτότητα» και πέρ’ από τους «νόμους» της ανθρώπινης φύσης;
Κι ακόμη, ποιοι και πόσο εύθραυστοι, λίγο – πολύ, και υποψιασμένοι για τα περ’ από την επιδερμίδα γνώστες – αναγνώστες του, διάφοροι μελετητές, γραμματολόγοι, ιστορικοί, λογοτέχνες, φιλόλογοι (πανεπιστημιακοί και μη, στοχαστικοί ή όχι), κριτικοί, αναλυτές, ψυχολόγοι κτλ μπορούν να πουν ότι ουσιαστικά και ολοκληρωτικά τον ξέρουν, ότι τον έχουν προσεγγίσει γνωρίζοντάς τον σε βάθος και σε ύψος γραφής και νόησης, ότι τον βλέπουν ολοκάθαρα, όπως πράγματι ήταν, και ως ανθρώπινο πλάσμα και ως ιδιοφυή δημιουργό; Ότι τον αγαπούν σαν φίλο διαχρονικό και ανεξάντλητο δωρητή υψίτονης πνευματικής προσφοράς ότι τον νιώθουν και τον χαίρονται πιο πάνω από τα «μέτρα» τα κοινά, ότι ακούν με όλα τους τα κύτταρα τα εύηχα ή κρυπτικά του σήματα, αυτά που ευάκουστα εχάραξε ή όσα άφησε ανάκουστα ή δεν θέλησε ν’ αποκαλύψει περιαυτολογώντας, ότι αφομοιώνουν αναμορφωτικά – και έμπρακτα, σε προσωπικό και γενικότερο επίπεδο – τα δοξαστικά για τη Ζωή και τις αξίες της μηνύματά του, οδεύοντας κι αυτοί ανοδικά «στο φως της καλοσύνης του, στο φως της ομορφιάς του»; Πόσοι, επίσης, δεν τον αδικούν (δίχως και να μειώνεται στο ελάχιστο η διαφορά – και η μεγαλοσύνη του), κοιτάζοντάς τον μόνο με τα δικά τους (της όψης τους τα) μάτια, φέρνοντάς τον σε σημείο χαμηλότερο και ξένο προς αυτόν, κινούμενοι από έμμονες ή άγονες ιδέες, από επιλογές ή επιθυμίες ατομικής – όχι καθαρά και ελεύθερα πνευματικής – αφετηρίας και σκοπιμότητας; Κι ακόμα, κρίνοντάς τον χωρίς αλάθητες μαρτυρίες ή στοιχεία σαφή, σύμφωνα με τις απόψεις τους, τις ανάγκες τους, τις φαντασιώσεις τους, τις πιθανές ή υποθετικές ερμηνείες τους, θωρώντας τον ισοπεδωτικά, μη συλλογιζόμενοι ότι μπορεί να υπήρξε ή να υπάρχει πάντα και κάποιος, ασύλληπτος για τους δικούς τους δέκτες, που δεν μπορεί να «μετρηθεί» με κριτήριο ή βάση τις συνήθεις ανάγκες και δυνατότητες – ή τα ένστικτα – του κοινού και αδύναμου ανθρώπινου σαρκίου;
Πόσοι και ποιοι (ανάλογης δυνατότητας, θέλησης, πνευματικότητας κτλ), εκατόν πενήντα χρόνια τώρα, παραδομένοι απλά και μόνο στη γοητεία ή στους ρυθμούς των Συλλαβών του, δυσκολεύονται ή αδυνατούν να παρακινηθούν και να συγ-κινηθούν από τα σαν τη θάλασσα ανήσυχα σπλάχνα του Ποιητή της Φαρμακωμένης, του Πόρφυρα, των Ελεύθερων Πολιορκημένων (πόσο υπήρξε κι ο ίδιος ένας άλλος πολιορκημένος στο δικό του «αλωνάκι», με ή χωρίς τη δική του Έξοδο;), χωρίς όμως να τον θεωρούν και να τον βιώνουν, διάφανο και ηδονικό, στις φλέβες και στις εσοχές του, στου στήθους τα γεννήματα, στις χαραγές και τα σπαράγματά του, χωρίς να μεταγγίζουν τη θέρμη ή τη φλόγα απ’ την άχνα του στον δικό τους σφυγμό και παλμό; Χωρίς, ακόμη, να τον (απο)δέχονται σαν εγκάτοικο του πάμφωτου – και του δικού τους ελλειμματικού – «κόσμου», έτσι όπως γεννήθηκε και πλάστηκε αλλιώτικα απ’ όλους τους άλλους – σύγχρονους και κατοπινούς-, με ιδιότητες και «φωνές» ηθικοπνευματικά θαυμαστές και πολύτιμες, μα και με αναπόφευκτες ή ευνόητες (όπως όλοι) αδυναμίες, με αρετές και ελαττώματα, με φύτρα από παράδεισο ζωής και με φωτιές από της ύπαρξης την κόλαση, με σπέρμα σάρκας γήινης και όχι εξωπραγματικής ή απόκοσμης;

ΑΡΑΓΕ, όντας πάντοτε ζωντανός μετά το βιολογικό του τέλος, σε πόσους εφήμερους θνητούς μπορεί να είναι γνωστός και ηδύχαρα προσιτός ο λειτουργός – ιερομόναχος (με οικουμενική διάσταση) Διονύσιος Σολωμός – ως προς την βαθύτατα ανθρώπινη και όχι μόνο την ύψιστα ποιητική ολότητα και ιδιαιτερότητά του, όταν ακόμα και οι συγκαιρινοί του ελάχιστα έμαθαν ή αντιλήφθηκαν (και κατέθεσαν) από της ψυχής του ή του «είναι» του τα μυστικά – και τα «φωνήματα» - κι όταν σε κάθε εποχή (και στην δική μας, σήμερα) είναι σχεδόν ή απολύτως δύσκολο (έως αδύνατο), και για τον πιο ικανό, επίμονο ή οξυδερκή ερευνητή – ανιχνευτή, να βρει τον άσφαλτο δρόμο τη δίοδο για την καθολική ανά-γνωση και τη φιλάνθρωπη κατάκτηση του άλλου, της αθέατης πλευράς του (ακόμη και του πιο κοντινού προσώπου ή άμεσου συνομιλητή), αν ο ίδιος αυτός – άλλος όχι μόνο στην όψη ή στον λόγο – δεν φανερώσει αυτόθελα και αυταπαρνητικά τα ίχνη του ή τα «σημάδια» για τη δική του άβυσσο, αν τα κλειδιά της ερημιάς ή της (ερμητικής) σιωπής μόνος του δεν αποκαλύψει;

ΕΤΣΙ, παρά τα όποια ουσιαστικά ή ρητορικά ερωτήματα και παρά τις όποιες ακριβείς ή πιθανές, υποθετικές κ.ά. απαντήσεις, (θα) παραμένει ένας γνωστός–άγνωστος κι ο Σολωμός, ολόφωτος σαν Πνεύμα ηδονής αλλά σκιόφωτος σαν γέννημα και σώμα (εσώτερης) δια-πάλης, με ακατόρθωτη μια πλήρη, εξαντλητική και ακριβοδίκαιη βιοψυχογραφία του (χωρίς αυθαίρετες υποκειμενικές παραναγνώσεις, παρερμηνείες, υποθέσεις, ανεκδοτολογίες, αβάσιμα ή φανταστικά – «βολικά» - συμπεράσματα κτλ), εκπληρώνοντας εσαεί το Χρέος του ως πνευματικά «παρών» δημιουργός - προς αυτούς που θέλουν και μπορούν να νιώθουν και να είναι, από ανάγκη, πιο κοντά του – με τη μεγαλοσύνη και την ομορφιά της γραφής του, με τα οράματα και της ανάβασης χαλάσματά του, πάντα πιο απτός και ονειρικός για τους ευαίσθητους (αλαφροΐσκιωτους) ομότεχνούς του, θαλερός και διάφανος ή πάμφωτος ποιητικά/νοητικά,

«μ’ όλα τα άνθη (του) σε γαλάζια δευτερόλεπτα μ’ όλες (του) τις αχτίδες».
Related Posts with Thumbnails