Ὅ,τι ζεῖ κανείς σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅ,τι ταμιεύει μέσα του στὴν ὅλη χρονικὴ διάρκεια τῆς ἐφημερίας του, ἐξάπαντος σχετίζεται μὲ πρόσωπα καὶ τόπους. Καὶ μάλιστα μὲ τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἔδωσαν τὴ ζωή, τὸν ὕψωσαν μέσα στὸν κόσμο ἀπό τὶς πρῶτες του στιγμές, τὶς νηπιακὲς καὶ ἀφάνταστα τρυφερές, ἴσαμε τὰ χρόνια τὰ ἀνήσυχα καὶ ἐπανατατικὰ τῆς ἐφηβείας.
Στὴν κορυφὴ αὐτῆς τῆς πυραμίδας τῶν προσφιλῶν προσώπων ἀπομένει ἀναμφίβολα τὸ ἱερὸ καὶ πανέντιμο Πρόσωπο τῆς Μάνας, αὐτῆς τῆς ὕπαρξης ποὺ χαριτώνει τὴ ζωή σου, τῆς δωρίζει τὴν αὔρα τῆς εὐαισθησίας καὶ τῆς ἀστήρευτης κι ἄδολης ἀγάπης, τὴν ντύνει μὲ τὸ τρυφερὸ ἔνδυμα τῆς Προσευχῆς/προστασίας καὶ φυσικὰ τὴ νοηματίζει μὲ τὴν ἔγνοια της.
Γι᾿ αὐτὸ ὅταν ἔλθει ὀ καιρὸς νὰ κινήσει γιὰ τὸ μεγάλο της ταξίδι, ν᾿ ἀποχωρήσει δηλαδὴ ἀπό τὸ σκηνικὸ τῶν ἐγκοσμίων γιὰ νὰ ξαποστάσει πιά, ὅπου κι οἱ πρόγονοί της ἀναπαύονται, ἐκεῖ, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ κενὸ ποὺ ἀφήνει εἶναι δυσαναπλήρωτο, κορυφαῖο καὶ ἀγεφύρωτο. Γιατὶ μαζί της ταξιδεύει γιὰ τὸν κόσμο τὸν ἀληθηνὸ κι ἕνας ἄλλος κόσμος, ὁ δικός σου κόσμος, ποὺ τὸν συνέθεταν πρόσωπα καὶ δραστηριότητες ἀγαπημένες καὶ ἀλησμόνητες. Ὅπως ἐπίσης μαζί τους χάνεται, δὲν ἔχει δηλαδὴ τὴν ἴδια νοστιμιὰ ποὺ κάποτε διακρατοῦσε, κι ὀ τόπος, ποὺ παύει νὰ ἔχει τὸ ἴδιο νόημα, ὅπως τότε ποὺ τὸν κατοικοῦσαν ἄνθρωποι... Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς, ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος ποὺ ἄνοιγε τὴ θύρα τῆς Μνήμης καὶ μαζεύονταν ἕνα γύρω οἱ πρόγονοι ἡ Μάνα...
Τώρα πιὰ μὲ τὴν ἀποχώρησή της, ὁ χῶρος ὀρφάνεψε, ἀφοῦ ἠ σιωπὴ ποὺ ἁπλώνεται στὸ σπίτι, στοὺς δρόμους, στὴ χορταριασμένη τὴν αὐλή, στὰ παρατημένα τὰ λουλούδια, κυοφορεῖ μιὰ θλίψη ποὺ πραγματικὰ ἀνοίγει στὴν ψυχὴ πληγὲς.
Τώρα πιὰ δὲν θὰ ξαναδεῖς το πατρικὸ τὸ σπίτι φωτισμένο, μήτε θὰ μοσχοβολᾶ τὸ καμένο ξύλο τὸ χειμώνα ἤ τὸ φρέσκο νερὸ στὴ νοτισμένη τὴν αὐλή τὸ καλοκαίρι. Γιατὶ θ᾿ ἀραιώσεις τὶς ἐπισκέψεις ἐκεῖ, ἐπειδὴ δὲν θ᾿ ἀντέχεις κάθε φορὰ ν᾿ ἀνοίγεις διπλοκλειδωμένες πόρτες καὶ νὰ νοιώθεις τὸν παγωμένο ἀέρα τῆς μοναξιᾶς καί τῆς ἐγκατάλειψης νὰ σοῦ ριπίζουν τὴν ψυχή καὶ τὸ εἶναι ὁλάκερο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀποχαιρετᾶς πιὰ τὸν παλιό σου τόν τόπο, ποὺ στὸ κάτω-κάτω τῆς γραφῆς δὲ σοῦ θυμίζει τίποτε πιὰ, ἀφοῦ μὲ τὴ φυγὴ τοῦ κόσμου -ἡ ἔσχατη κάτοικος ἦταν ἡ Μάνα- ὅλα σοῦ φαίνονται ξένα, ἀφοῦ εἶναι πιὰ ξένα, ἀλλαγμένα, διαφορετικὰ καὶ πολὺ περισσότερο ἄγνωστα σὲ σένα ποὺ ἔζησες περιούσιες στιγμὲς κι εὐλογημένες. Στιγμὲς ποὺ τὶς στεφάνωνε πάντα ἡ Μορφὴ τῆς Μάνας...
Καθαρὰ Δευτέρα 26-2-2012
π. κ. ν. κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου