Ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας φέρει στις δύο αόρατες φτερούγες του δύο σημαντικότατες ιδιότητες. Η μία είναι του πρωτοπρεσβύτερου και η άλλη του ποιητή. Στα τυπικά προσόντα του ο φάκελος είναι υπερπλήρης: πτυχία, μεταπτυχιακά, διδασκαλίες, βραβεία, τιμές και πολλά άλλα, τα οποία απορρέουν από μία και μοναδική πηγή· την αγάπη για τον άνθρωπο και τη φύση και την πίστη στον Θεό Δημιουργό.
Και από εκεί πηγάζει και το ταλέντο για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2004. Οι ποιητικές του συλλογές, συγκεντρωμένες σε έναν τόμο με τον τίτλο Καμένες πεταλούδες, κυκλοφόρησαν το 2010. Το νέο βιβλίο του, με τον τίτλο Λευκότερος καίγεσαι, υπαινίσσεται πολλά, ενώ παράλληλα υποδηλώνει μια διπλή καταγωγή, η οποία αρχίζει από την αντίληψη ότι το Αγαθό ταυτίζεται με το Κάλλος και με τον Θεό, πράγμα που υποστηρίζει και ο Οδυσσέας Ελύτης, ποιητής που αγαπά ο π. Παναγιώτης και του οποίου ο Ελύτης διέβλεψε εγκαίρως το ταλέντο. Η επικοινωνία μαζί του είχε κάτι από τη σχέση του πιστού προς τον Θεό του, προς τον οποίο γνωρίζει να αναπέμπει ύμνους.
Το όμορφο βιβλίο, Λευκότερος καίγεσαι, κοσμείται στο εξώφυλλο από το εικαστικό του Κώστα Ράμμου, που μια αόριστη αίσθηση θα μπορούσε να μας οδηγήσει ίσως στην Καπέλα Σιξτίνα. Οπωσδήποτε, έχει μακρινή έστω καταγωγή από την Αναγέννηση, την οποία επίσης αγαπά ο π. Παναγιώτης.
Τα ποιήματα της συλλογής είναι μοιρασμένα σε έξι ενότητες: «Η νύχτα μπάζει φως», «Θεωρία El Greco», «Ζωή καταφυγίου», «Τα Πολίτικα», «Πόνοι απόρρητοι», «Των Απόντων». Από τον κήπο με τον πλούτο και το πλήθος των ανθέων του καλού ο ποιητής επιλέγει να μας προσφέρει γνωμικά με τη φανερή σημασία, σαν επίστρωση εικονίσματος ασημένια, που καλύπτει την κρείττονα αφανή, όπως θα έλεγε και ο Ηράκλειτος. Ανθολογώ μερικά από τα είκοσι τέσσερα ποιημάτια από τα «Γνωμικά της αυτόματης γραφής»: «Πένθησέ με θάλασσα και ξαναγέννησέ με» (5), «Αν κλαίω κι αν γελάω / τον Τρόμο ξεγελάω» (18), «Αν έχεις πένθος χάρου το, αν είν’ χαρά λυπήσου» (21), «Αν είναι δάκρυ ας εκφραστεί, αλλιώς θα σε χαλάσει» (22), «Φτάνει σου για σήμερα / όλα είν’ εφήμερα» (23) και «Μέλλω σε εμέσαι, είπε και θα το κάμει. / Έρχεται ταχύ» (24).
Είναι φανερό στον αναγνώστη πως ο π. Παναγιώτης με αυτά τα ψήγματα και τις νύξεις μιλάει για την ανθρώπινη μοίρα, για την ανάγκη του ανθρώπου να παρηγορηθεί, έστω και με ένα ψέμα, «Και παρηγόρησέ με που γεννήθηκα», παρακαλεί τη Σελήνη ο Ελύτης. Ο άνθρωπος βέβαια διδάσκεται να υπομένει, πρώτον γιατί δεν ξέρει τι τον περιμένει και δεύτερον γιατί νομίζει πως είναι μακριά. Το ζωτικόν ψεύδος, λοιπόν, μας κρατάει στη ζωή που είναι από τη φύση της αντινομική. Η λύπη και η χαρά έχουν κοινή αρχή, όπως έλεγε και ο σοφός Σωκράτης. Την κατακτημένη γνώση της μεγάλης μας κληρονομιάς την βρίσκουμε καλλιτεχνικά, ποιητικά αφομοιωμένη στους στίχους της συλλογής.
Ο άνθρωπος ζει, περιμένοντας αλλά και προσποιούμενος ότι δεν περιμένει. Ο ποιητής πάντως ξέρει το τέλος, έχοντας στην καρδιά το Μεγάλο Πρότυπο: «Στο δικό σου ξύλο αφουγκράζομαι ανάσταση / στο δικό μου δρυοκολάπτη» και με αυτόν τον τρόπο φέρνει κοντά εκείνα που διίστανται: το μικρό με το Μέγα, το Σημαντικό με το ασήμαντο. Όταν ο ποιητής λέει: «Κάθε πηγή αν- / εμπόδιστη ελπίδα / φέρει άφθονη. / Άρα πιες και λησμόνει / το θνήσκειν ακινδύνως», συμβουλεύει: ζήσε όσο ζεις και ξέχνα ότι θα πεθάνεις, γιατί θα πεθάνεις. Από την άλλη, το τέλος που δεν έρχεται σαν «Ακόμη Καλοκαίρι» ισοδυναμεί με «εγκλωβισμό ανεπίτρεπτο». Η «γήρανση έως οίκτου… δεν αντέχεται». Ο ποιητής στοχάζεται βαθιά και σοφά πάνω στις ανθρώπινες καταστάσεις. Ο Σεφέρης παρατηρούσε «το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας» («Επιφάνια, 1937»).
Το ποίημα «Ανώδυνη δεν υφίσταται Άνοιξη» μας φέρνει στον νου αυτομάτως τον σκληρό Απρίλη, το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου του Ελύτη και στίχους από τον Μικρό ναυτίλο. Από όλα τα ποιήματα συνάγεται το πάθος της άνοιξης για τα λουλούδια – το κόκκινο της παπαρούνας, το κίτρινο της μαργαρίτας. Αλλά ο ποιητής βλέπει τα Πάθη και τη διεργασία της επανάστασης της φύσης στις δυνάμεις που θα φέρουν την έκρηξη. Και η έκρηξη θα γίνει αφού πρώτα συμβεί ο θάνατος. Μία η οδός και στον θάνατο οδηγεί. Ούτε οι αγροί είναι σημάδι της άνοιξης ούτε ο Μποτιτσέλι τόσο, όσο μια μικρή «Βαϊφόρος κόκκινη», λέει ο Ελύτης.
Τραγικό το ποίημα «Αλικαρνασsos», όπου το παιδί δεν πήγε στη θάλασσα για να παίξει, αλλά αναζητώντας τη φυγή για να πνιγεί. Από τη μια ο θάνατος από νερό και από την άλλη από φωτιά. Του ποιητή δεν του διαφεύγουν τα επίκαιρα δεινά, όπως και τα άλλα, τα πιο παλιά.
Τα «Νέα τρίστιχα για τον Άγιο Διονύσιο» μας θυμίζουν τον Διονύσιο Σολωμό.
Σε στάση προσευχής μπροστά στο μικρό ποιηματάκι «Ο Ιερέας Ποιητής» θα φιλήσει το χέρι που γράφει: «επιθέτει σπλάχνα λέξεων / ψιχουλάκια συλλαβών / στο δισκάρι της Διάρκειας και λογχίζοντάς τους την πλευρά της Ανάγκης / χλοΐζουν κι αιωνίζονται».
Δεν μπορεί να προσπεράσει κανείς τη «Μεγάλη Εβδομάδα σε Τρίστιχα», όπου «ρέει χρυσάφι / απ’ τα θεία έγκατα / της Χρυσοπηγής».
Μαζεύω χαλίκια πολύτιμα: «δαγκωμένο τ’ ολοφέγγαρο κι ανυποψίαστο», «πανδύσκολος ο Έρως / γέρος απαιτητικός», «Να δειλιάσεις ή να εκδηλωθείς;», «των παθών το πέλαγος», «Δεν έχουν όλες / οι γυναίκες ερμίνα / μήτε ζωγράφο / για να τις αφθαρτίσει», «Κάθε θάνατος / πίνει χρώματα και ζει», «της κακίας τα γεννήματα δρουν […] πιο φίδια κι απ’ τα φίδια». Κι ακόμα τα «Σικελικά», ο «Ακροκόρινθος», «Θεού ακροδάχτυλο που λέει “παρών”» σαν υπενθύμιση η ιδέα από το Άξιον Εστί: «Μια στιγμή που στάθηκε να στοχαστεί / κάτι δύσκολο ή κάτι υψηλό: / ο Όλυμπος ή ο Ταΰγετος» (Ύμνος 2ος).
Στο ποίημα «Οι γάτες της Εφέσου» ο ποιητής συμπληρώνει τις φωνές και τα πρόσωπα που ο Σεφέρης είχε στο δικό του ποίημα («Μνήμη, B΄, Έφεσος»), Ηράκλειτος, Σικελιανός και απών αδελφός. Τώρα ακούγονται και οι φωνές του λαού των Εφεσίων, κατευθείαν από τις Πράξεις των Αποστόλων, 19,34, ενώ οι γάτες περιφέρονται προς ανάμνησιν της παλαιάς δόξας.
Ο ποιητής δεν ξεχνάει τους απόντες, μικρούς και Μεγάλους: «Απολείτουργα στην Πράσινη βάρκα / για ουζάκια πολυπόθητα / με τους δύο Διονύσιους…», «Ο Μάρτιος εφέτος δεν σ’ έδωσε του Απρίλη / σε κρατάει στη γη του φιλήδονα» και η συλλογή κλείνει με το «Απολυτίκιον Παντοχαράς του Ελύτη», το οποίο έχουμε άλλοτε εκτενώς παρουσιάσει (βλ. (Παραθέματα Λόγου, 15-10-2014).
Ο «Ιερέας Ποιητής» έχει αφομοιώσει όλη την προγονική κληρονομιά –χρυσοπηγή της ποιητικής μας παράδοσης–, της οποίας τη μακρά αλυσίδα σαν άξιος απόγονος τροφοδοτεί με έναν ακόμα κρίκο. Το έργο του, για το πλήθος των αναφορών και το πολυεπίπεδο των μηνυμάτων και των υπαινιγμών, το παλίμψηστο των αισθήσεων και των ερώτων, για την ιδιαίτερη αίσθηση της γλώσσας, προνόμιο των ειδικών σπουδών του και του λειτουργήματος, τη γνώση της θρησκευτικής μας παράδοσης, αν και grosso modo κάθε καλός ποιητής την έχει, για την ιαματική του επίδραση στα δεινά μας, είναι σημαντικότατο. Ο «Ιερέας Ποιητής» υπερέχει γιατί βιώνει ενστικτωδώς και ουσιαστικότερα αυτά που ο κοσμικός ενστερνίστηκε διανοητικότερα, προσθέτοντας με το δικό του ταπεινό χέρι το δικό του νυν στον αιέν της ποιητικής μας παράδοσης.
Έτσι ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας κάνει το έργο που του ετάχθη μέσα στον ιερό ναό, στο σχολείο όπου διδάσκει, στην κοινωνία, αλλά και στην ποίηση, που και αυτή διδάσκει και όστις έχει ώτα ακούειν ακουέτω.
Λευκότερος καίγεσαι
Παναγιώτης Καποδίστριας
Εκδόσεις Αληθώς, Κέντρο Λόγου (Ζάκυνθος)134 σελ.
ISBN 978-960-91-495-3-2
Τιμή: Δεν πωλείται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου