ἤ,
Ἀναπνέοντας ζείδωρη εὐωδιὰ ἀπὸ
παλιὲς Σκοπελίτικες Πασχαλιές
Στὶς
ἀξ. κυρίες Ἀνθούλα Δανιὴλ καὶ Μαρία
Κοτοπούλη, Ἀναστάσιμος, Σκοπελίτικος
χαιρετισμός
Μέχρι σήμερα, τέτοιες μέρες, μέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τῆς Λαμπρῆς προσπαθοῦσα νὰ γράψω δυὸ λόγια γιὰ τὶς παλιὲς τὶς πασχαλιὲς ποὺ ἔζησα στὸ χωριό μου, τὸ Κλῆμα. Κι ὁ λόγος ποὺ γράφω αὐτὰ τὰ ἄτεχνα κείμενα εἶναι γιατὶ κοιταζω νὰ μοιραστῶ μαζὶ μὲ τοὺς ὅποιους νοσταλγοὺς συγχωριανούς μου μνῆμες εὐλογημένες ἀπὸ μέρερς ἁγαισμένες καὶ μυρωμένς ἀπὸ ροδόσταμο κι ἄνθη βιολέτας καὶ μαγιάτικου τριαντάφυλλου.
Φέτος ὅμως σκέφτηκα πὼς εἶναι πιὰ καιρὸς νὰ εὐαισθητοποιηθοῦν κι οἱ συντοπίτες μου Σκοπελίτες, δηλαδή, οἱ κατὰ τὴν Χώρα τῆς Σκοπέλου ἐγκάτοικοι καὶ νὰ θυμηθοῦν, πρῶτα ἐκεῖνοι καὶ μαζί τους κι ἐγὼ, παλιὲς Πασχαλιές λευκοφορεμένες Πασχαλιές καὶ μαζί τους καὶ τὰ εὐκατανυκτα Μεγαλοβγόμαδα. Ντυμένα μὲ μώβ χρώματα Μεγαλοβδόμαδα, ποὺ στραγγίζουν μέσα μας ψιχαλισμένες στιγμὲς ἱεροπρέπειας καὶ εὐλογίας.
Κι ὁδηγός, πολύτιμος ὁδηγὸς εἶναι τὸ περικαλλὲς αὐτοβιογραφικὸ πόνημα τῆς λογίου Σκοπελίτισσας κ. Μαρίας Δελήτσικου-Παπαχρήστου, φιλολόγου, ποὺ τιτλοφορεῖται «Στὴ Σκόπελο, ὅπως τὰ πεῦκα...». Πρόκειται γιὰ ἕνα βιβλιο ποὺ νομίζω ὅτι δὲν ἔχει προσεχτεῖ ὅσο πρέπει ἀπὸ τοὺς Σκοπελίτες, ἀφοῦ εἶναι τὸ μοναδικό, ἀπ᾿ ὅσα γνωρίζω, ποὺ ταμιεύει, μαζὶ μὲ τὶς παιδικὲς κι ἐφηβικὲς μνῆμες τῆς σ. καὶ πτυχὲς τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ τῆς Σκοπέλου, ἀλλὰ καὶ ὄψεις τῆς νεότερης ἱστορίας μας. Καὶ τὸ σημαντικότερο, μέσα στὸν κύκλο τῶν ὅσων γράφονται γιὰ τὸ λαϊκό μας πολιτισμό, κορυφαία θέση ἔχουν καὶ τὰ ὅσα παραθέτει ἡ σ. γύρω ἀπὸ τὴ λεγόμενη θρησκευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν παλιῶν Σκοπελίτῶν.
Κάποιες σελίδες, λοιπόν, ἀφιερωμένες στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὸ Πάσχα θὰ προσπαθήσω νὰ θυμίσω στὸν κάθε εὐαίσθητο Σκοπελίτης, μέρες ποὺ εἶναι, ὥστε νὰ καταλάβει ὄτι ὁ τόπος μας ἔχει φωτεινὴ καὶ πλούσια παράδοση. Παράδοση παντρεμένη ὑπέροχα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη πίστἦ, ὥστε νὰ μποροῦμε μὲ βεβαιότητα νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὸν κορυφαίο λόγο τοῦ γείτονα λογογράφου Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, ὁ ὁποῖος ἔγραφε γιὰ τὴ Σκιάθο: «Ὤ, πατρίς μου μικρά, πόσο μεγάλη εἶσαι ἐν τῇ θρησκείᾳ Σου». Καὶ μήπως τὸ ἴδιο δὲν ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ Σκόπελο;
Στὶς δεκαενιὰ σελίδες ποὺ ἀφιερώνει ἡ σ. στὴ Μεγαλοβδομάδα καὶ τὸ Πάσχα (σ. 286-305), κοιτάζει νὰ συμπυκνώσει παιδικὲς μνῆμες καὶ νοσταλγικὲς στιγμές μὲ τὶς λατρευτικὲς συνήθειες τοῦ τόπου, ξεχασμένες σχεδὸν σήμερα. Ἔτσι, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαῒων, ἀνοίγει τὴ νοσταλγικὴ καὶ ραντισμένη μὲ εὐαιασθησία,περιήγηση στὴ σκοπελίτικη Μεγαλοβδομαδα κάποιων ἄλλων ὅμως καιρῶν, ποὺ τόσο συγγενεύουν μὲ ἐκείνους, τοὺς ὁποίους περιγράφει (γιατί, ἀσφαλῶς, τὶς ἔχει ζήσει) ὁ ἄλλος μεγάλος γείτονάς μας, ὁ Παπαδιαμάντης.
Τρυφερές, χαριτωμένες καὶ ἀθάνατες οἱ Μεγαλοβδομαδιάτικες ὧρες καὶ μέρες ποὺ περιγραφει μὲ τόση συγκίνση ἡ σ. Ἀπὸ τὶς ὁποῖες πιστεύω ὅτι ἔχει ταμιεύσει τὰ πιὸ χαρισματικὰ καὶ ἀλησμόνητα βιώματα. Γιατὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ ταξιδεύει, νὰ γνωρίζει τόπους ὀνομαστούς, ὅμως ἐκεῖνα τὰ χλωρὰ ἀκόμα καὶ ἀρυτίδωτα βιώματα ἀπὸ τὸν καιρὸ τὸν εὐαίσθητο τῆς παιδικῆς ἤ καὶ ἐφηβικῆς ἡλίκιας εἶναι ποὺ διακρατοῦν τὸ εἶναι ὄρθιο μέσα στὶς καταιγίδες τῆς στυγνῆς καθημερινότητας. Μὲ λίγα λόγια ἐκεῖνο τὸ εὐκατάνυκτο περιβάλλον τοῦ χωνεμένου ναοῦ στὸ ἐαρινό μυρωμένο ἀπόβραδο μὲ τὸν σιωπηλὸ «ἀγκαθοστεφανωμένο» (σ. 288) Νυμφίο νὰ λιτανεύεται, νομίζω πὼς δύσκολα λησμονιέται, ὅσες ἄλλες παραστάσεις κι ἄν δεῖ κάποιος καὶ τὶς θαυμάσει. Ὅπως ἐπίσης δὲν ξεπερνιέται εὔκολα ὁ στολισμὸς τοῦ Ἐπιταφίου μὲ ἄνθη ἀναθρεμμένα στὶς αὐλὲς τῶν σπιτιῶν (ὅπως οἱ περίφημες κάλες μὲ τὸ ἁπαλὸ ἀχνοκίτρινο χρῶμα, ποὺ στόλιζαν ὅπως καὶ στὸ Κλῆμα τὰ τέσσερα φανάρια (σελ. 298), ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς γύρω ἀγρούς - μὲ κίνδυνο μάλιστα νὰ συγκεντρωθοῦν λόγω τοῦ ἀναταγωνισμοῦ, γιατὶ μὴν τὸ ξεχνᾶμε τέσσερεις Ἐπιτάφιοι ἔπρεπε νὰ στολιστοῦν (σελ. 296-297). Κι εἶχε μιὰν ἄλλη χάρη ὁ στολισμὸς ἐκεῖνος, γιατὶ ἦταν ἀποτέλεσμα προσφορᾶς καὶ κοινῆς προσπάθειας τῶν ἄξιων γυναικῶν τῆς ἐνορίας, ὥστε νὰ παρουσιάσουν ἕνα ἔργο τῶν χειρῶν τους σεβασμοῦ καὶ τιμῆς ἄξιο- λὲς κι ἦταν μιὰ ἰδιότυπη προσευχή (καὶ μήπως ἡ κάθε «στολίστρα» ἐκείνη τὴν ὥρα ποσες παρακλήσεις δὲν ἔκαμε ἀπὸ μέσα της!!!).
Δὲν εἶναι καὶ λίγες οἱ εἰκόνες ποὺ μᾶς παρουσιάζει μὲ ἀνάγλυφο, φωτεινὸ καὶ ζωντανὸ λόγο ἡ σ. Εἰκόνες ἀπὸ τὴ λιτανεία τοῦ Ἐπιταφίου μὲ τὸ ἀξεπεραστο «σᾶς bαταλάραμι» (σελ. 296, 300) ποὺ κλείνει μὲ τὴ συγκινητικὴ ποιητικὴ ἀποστροφή: «Κι ἡ νύχτα πενθώντας ντυμένη μέσα στὰ μαῦρα νὰ μᾶς ἀκολουθεῖ..» (σελ. 300).
Εἶναι γνωστὸ πὼς ἡ παράδοσή μας θέλει τὴν κάθε γιορτὴ νὰ τὴν ὁλοκληρώνει ἡ ἑορταστικὴ ἡ τράπεζα, ὅπου παρατίθενται ὅλα τὰ ἀγαθὰ γιὰ νὰ εὐφρανθεῖ ἡ οἰκογένεια. Κι ἡ νύχτα τῆς Λαμπρῆς, ἡ κορυφαία δηλ. καὶ μοναδικὴ νύχτα τοῦ ἐτήσιου κύκλου ἦταν καὶ εἶναι εὐτυχῶς ἀκόμα μιὰ μικρὴ πανήγυρις γιὰ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ τὶς πλέον θαυμάσιες καὶ πέρα γιὰ πέρα βιωματικὲς σελίδες ποὺ ἔχουν γραφεῖ «μὲ τῆς καρδιᾶς τὸ αἷμα», ὅπως λέει κι ὁ ποιητὴς, εἶναι κι αὐτές, ποὺ ἡ σ. βαθύτατα συγκινημένη ἀναπολεῖ τὸ πασχαλινὸ τραπέζι μὲ ὅλη τὴν οἰκογένεια γύρω του νὰ γεύεται τὰ καλὰ τοῦ Θεοῦ μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, γιατὶ ἦταν Πάσχα, «ἡ ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν καὶ ἡ Πανήγυρις τῶν Πανηγύρεων» Καὶ συμπληρώνει ἡ σ. μὲ μιὰ de profundis συγκλονιστικὴ ὁμολογία. «Καὶ τί δὲ θά ΄δινα νὰ μποροῦσα νὰ γυρίσω γιὰ ἕνα μόνο δευτερόλεπτο πάλι, σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα! Νὰ ξαναζήσω ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ τὴν ιλαρότητα τοῦ τραπεζιοῦ τὴς Ἀνάστασης μὲ τοὺς γονιούς μου νέους... τὴν ἀδελφή μου νὰ τιτιβίζει καὶ νὰ ἀστειεύεται καὶ ὅλη ἐκείνη τὴ χαρούμενη ἀτμόσφαιρα ποὺ φρόντιζε νὰ μᾶς δημιουργεῖ ἡ Μάνα...» (σελ. 304).
Ἀλήθεια, πόσοι καὶ πόσοι δὲν θὰ ἐπιθυμούσαμε νὰ ξαναβρεθοῦμε μαζὶ μὲ τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα τέτοιες μέρες, ὥστε νὰ ὁμολογήσουμε μαζί μὲ τὸν ἀξεπέραστο Παπαδιαμάντη τό, «Γλυκεῖα Πασχαλιά, ἡ μήτηρ τῆς χαρᾶς! Γλυκεῖα μήτηρ, τῆς Πασχαλιᾶς ἡ ἐνσάρκωσις!» Καὶ μήπως ἔτσι δὲν εἶναι; Χωρὶς τὴν μητρικὴ φροντίδα καὶ τρυφερίοτητα νοεῖται «γλυκεῖα πασχαλιά»;
Διαβάζοντας, λοιπόν, μὲ προσοχὴ αὐτὲς τὶς πασπαλισμένες νόστο καὶ ἁγνότητα σελίδες τῆς σ. μπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνει τό πόσο ἔχουν διαφοροποιηθεῖ τὰ πράγματα ἀπὸ κεῖνο τὸ χαριτωμένο χτὲς στὸ ἀγχωτικὸ καί, δυστυχῶς, ὑπερβολικὰ ἐκκοσμικευμένο σήμερα. Καὶ ἀσφαλῶς νὰ βγάλει τὰ συμπεράσματά του.
π. κ. ν. κ.
υ. γ. Ἡ φωτ. εἶναι τῶν ἀρχῶν τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 καὶ εἰκονίζει τὸν Ἐπιταφιο τῆς ἐνορίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀνήκει στὴν δ. Χαρίκλεια Στ. Στιβαχτή, τὴν ὁποία καὶ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν προσφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου