Ὅταν
ζεῖς καὶ διακονεῖς ἐνορίες μὲ πληθωρικὴ
τὴν παρουσία θερινῶν ἐπισκεπτῶν
(τουριστῶν), εἶναι βέβαιο πὼς οἱ
ποιμαντικὲς ἐμπειρίες αὐξάνονται,
ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ ἀπρόσμενες
ἐνοχλήσεις-γιατί, κακὰ τὰ ψέματα, κι
αὐτὲς ὐπάρχουν. Κι εἶναι ὀχλήσεις
κάθε εἴδους, ὅπως συμπεριφορᾶς,
ὑπερβολῆς, ἀδιακρισίας καὶ ἀδιαφορίας
προκλητικῆς. Ὡστόσο στὸ περιθώριο
τῶν παραπάνω περιστατικῶν, ποὺ σὲ
περιπτώσεις ἀπορρυθμίζουν καὶ τὸ
πρόγραμμα τοῦ ἴδιου τοῦ ποιμένα,
ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ὄψη, ἀδιόρατη γιὰ
πολλούς, ἄφαντη, ἀλλὰ καὶ πολὺ
εύεργετικὴ ἀπὸ ἀπόψεως ποιμαντικοῦ
ἔργου ἐνισχύσεως καὶ καταρτίσεως
ψυχῶν. Γιατὶ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται
στὸ τόπο μας καὶ διαθερίζουν, ἄνθρωποι
τοῦ Θεοῦ εἶναι, ὅποιας ἐθνικότητας
ἤ καὶ κοινωνικῆς τάξεως εἶναι μέτοχοι.
Ἑπομένως αὐτὸ ποὺ πρωτίστως ἔχει
σημασία νὰ φανεῖ εἶναι ἕνα: Ποιᾶς
ποιμαντικῆς μέριμνας χρήζουν;
Εἶναι
γνωστό, πὼς ὁ κάθε θερινὸς ταξιδιώτης,
ὁ δυνάμενος νὰ ϋπερβεῖ τὰ ὅρια τῆς
στυγνῆς καθημερινότητας ποὺ ζεῖ καὶ
ἀντέχει ὁλάκερο τὸν ὑπόλοιπο χρόνο,
ὅταν φανοῦν οἱ μέρες τῆς ἄδειάς του
(τί λέξη στ’ἀληθεια κι αύτή, σοβαρή,
εὐεργετικὴ στὸν ψυχισμό, κυριολεκτικὴ
στὴ σημασία της) «ὀνειρεύεται καὶ
σχεδιάζει τὴν ἔξοδο αὐτή» (Κ. Ε.
Τσιρόπουλος)1.
Μιὰ ἔξοδο ἀπὸ τὴν ἀγχωτικὴ πορεία
του γιὰ τὸν ἀπαράιτητο βιοπορισμό, ἡ
ὁποία καὶ τὸν ἀναζωογονεῖ, θεραπεύει
καὶ ἀναγεννᾶ, καθὼς ἐπιχειρεῖ νὰ
ὑπερβεῖ τὸ σκάμμα τῆς ὅποιας του
ὀδύνης, ὥστε
νὰ χαρεῖ αὐτὲς τὶς μέρες/δῶρο Θεοῦ,
τῆς ἀναπαύσεώς του. Τῆς ἀναπαύσεως
ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν κατάπαυση (πρβλ.
Γεν.1) τῶν ἔργων του. Γιατὶ εἶναι πιὰ
γνωστό, πὼς οἱ διακοπές, ὅσο καὶ
σύντομες κι ἄν εἶναι, δωρήθηκαν ἀπὸ
τὸ Θεὸ ὡς κατάπαυση ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν
ἀνθρώπων. Ὅπως τοῦ δωρήθηκε καὶ ἡ
Κυριακή...
Ἔρχονται,
λοιπόν, οἱ ἐπισκέπτες μὲ τὴν αἰσιοδοξία
νὰ φωτίζει τὴν ψυχή τους, ἀλλὰ καὶ τὸ
εἶναι τους ὁλάκερο. Λαχταροῦν νὰ
ζήσουν κάοιοιες μέρες δίχως τὸ ἐλάχιστο
ἶχνος ζάλης καὶ πνευματικῆς κόπωσης.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ σεργιανοῦν στὰ σοκάκια,
περιφέρονται στὶς ἀκρογιαλιές,
γευματίζουν στὰ μαγαζιά τῆς Χώρας,
ἀλλὰ καὶ ἐπισκέπτονται ναοὺς καὶ
μοναστήρια μὲ ἕναν τρόπο ποὺ δὲ θέλει
παρεξήγηση. Ἐξήγηση θέλει καὶ πιὸ πολὺ
στοργή, φιλοτιμία καὶ ποιμαντικὰ
φιλαδελφο ἔλεγχο. Γιατὶ ἐκεῖ ποὺ
βλέπεις νὰ ἔρχονται κάποιοι μὲ τὰ
κοντὰ πανταλόνια καὶ τὸ ὅποιο ἐλαφρὸ
ντύσιμο, κυρίως σὲ ὧρες ἑσπερινοῦ -τὰ
πρωϊνὰ γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ
αὐτοὺς εἶναι δύσκολα, ἕως κι ἀκατόρθωτα-
τότε τὸ μόνο ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπὸ
μέρους τοῦ ποιμένα/φύλακα εἶναι ἡ
ὑπομονή, ἡ δυνατὴ ἐπικοινωνία καὶ ἡ
φιλαδελφία. Γιατὶ τὸ νὰ εἰσοδεύσει
κάποιος ἐπισκέπτης στὸ ναό, ἀσφαλῶς
κάτι ἐπιζητεῖ. Δὲν εἶναι τυχαία,
τουλάχιστον γιὰ τοὺς περισσότερους
ἀπὸ αὐτοὺς, ἡ ἐπίσκεψη ποὺ
πραγματοποιοῦν. Κάτι ἀσφαλῶς ἐπιζητοῦν
κι ἴσως εἶναι μιὰ εὐκαιρία ἀποτοξινώσεως
τους ἐτούτη ἡ παρουσία τους στὸ ναό.
Γιατὶ ποιὸς γνωρίζει τὶ σταυρὸ φέρει
ὁ καθένας ἀπὸ αὐτούς, πόσους κόπους
κατέβαλαν ὥστε ν᾿ ἀποδράσουν ἀπὸ τὸ
τσιμέντο, τὸ καυσαέριο καὶ τὸ πνιχτὸ
διαμέρισμα ὅπου ζοῦν, γιὰ νὰ ζήσουν
λίγες μέρες ἀνθρώπινες, ζωογόνες,
θεραπευτικές, γνήσιες. Νὰ ἀνασάνουν
τὸ ἄρωμα τοῦ πεύκου ἀλλὰ καὶ τοῦ
νυχτολούλουδου ποὺ τὸ συνοδεύει τὸ
ἑσπερινὸ θυμίαμα. Νὰ κολυμπήσουν στὰ
λαμπερὰ νερὰ τῆς βαθυγάλανης θάλασσας,
ἀλλὰ καὶ νὰ βρεθοῦν «ἐνώπιος ἐνωπίῳ»
κάποιες στιγμὲς ποὺ τὸ νοιώθουν, ὥστε
νὰ προσευχηθοῦν καὶ συνάμα νὰ
ἐξομολογηθοῦν, νὰ καταθέσσουν τὸν
καημό τους, τὰ προβλήματά τους, τὶς
ἔγνοιες καὶ ὅ, τι βαρύνει τὴν ψυχή.
Φυσικὰ ὅλοι δὲν τὸ κάνουν αὐτό, ὅμως
πάντα ἀρέσκονται νὰ ποῦν δυὸ λόγια
μὲ τὸν παπᾶ, ν᾿ ἀκούσουν κάτι, νὰ τὸ
παρουν μαζί τους, γιατὶ ἴσως νὰ μὴ
ξαναδεῖ ὁ ἔνας τὸν ἄλλο.
Εἶναι
μιὰ περίεργη, στ᾿ ἀλήθεια, ποιμαντικὴ
αὐτὴ ἡ τοῦ θερινοῦ ἐπισκέπτη, γιατὶ
ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὴ μιὰ ἐπαγρύπνηση τοῦ
ποιμένα, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ὑπομονή. Κι
αὐτὸ ἐπειδὴ γιὰ πρώτη φορὰ ἀντικρύζει
τὰ πρόσωπα αὐτά. Κι ἀλήθεια, εἶναι
φυσικὸ ν᾿ ἀναρωτιέται, τὸ πόσο
εἰλικρινῆ εἶναι, ἄν ἔχουν ἴχνη
ἐκκλησιαστικῆς παιδείας ἤ ἁπλῶς
εἶναι θεατές. Γιατὶ μόνο μὲ αὐτὴ τὴ
διακρίβωση θὰ ἐπιχειρηθεῖ ἡ ὅποια
ποιμαντικὴ προσέγγιση, χωρὶς νὰ ὑπάρξει
ἡ παραμικρὴ ἐνόχληση -κάτι τέτοιο
εἶναι σίγουρο ὅτι θεωρηθεῖ ἀπὸ πολλοὺς
ἀνάκριση ἤ κάτι παρόμοιο- ὁπότε καὶ
θὰ ὁδηγήσει τὰ πράγματα ἀλλοῦ. Κι
ἴσως οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, οἱ
τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή, ἤ ἐκεῖνοι ποὺ
τὴν ἀναζητοῦν, ὅλοι αὐτοὶ χρειάζονται
τὴ στοργή Της. Ἄλλωστε, δὲν εἰπώθηκε
τυχαῖα ὁ Κυριακὸς λόγος «δεῦτε πρὸς
με κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» ( Μτθ. 11, 28).
Γιατὶ ὅλοι αὐτοί, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ
σωματικὴ ἀναπαυση ἐπιζητοῦν καὶ τὴν
ἀναπαυση τῆς ψυχῆς, τὴν ἀποφόρτισή
της ἀπὸ πολλὰ δυσάρεστα καὶ ἐπιβλαβῆ,
τὴν ἀναζήτηση τῆς παραμυθίας, ἀλλὰ
καὶ τῆς εἰρἠνης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ
ἰσορροπήσουν.
Ὁ
θερινὸς ἐπισκέπτης, πρέπει νὰ ξέρουμε,
δὲν εἶναι μονάχα πηγὴ ἐσόδων ποὺ θὰ
αἱμοδοτήσει τὸν τόπο ὅπου διαθερίζει,
ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶναι κι ἔνα θεῖο
δημιούργημα, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀνἀγκη
νὰ λησμονήσει γιὰ λίγο τὸ στυφὸ πρόσωπο
τῆς καθημερινότητας καὶ ἐλέυθερα νὰ
ζήσει τὶς μέρες ποὺ εἶναι ἀδέσμευτος
ἀπὸ ὑποχρεώσεις. Κι οἱ μέρες αὐτές,
ποὺ εἶναι ἀναμφίβολα πολὺ σημαντικὲς
γι᾿ αὐτόν, ἄν ἀξιοποιηθοῦν σωστὰ
γίνονται τὸ βάλσαμο ποὺ κλείνει πολλὲς
πληγές. Πληγὲς ποὺ δέχεται ὁ καθένας
μέσα στὴν βιοπάλη. Πληγὲς μὲ βαθειὰ
σημἀδια καὶ αἰμορραγία κάποτε
ἀσταμάτητη. Κι ἐδῶ, λοιπόν, ἔχει τὴ
θέση του ὁ κάθε ποιμένας, ποὺ ὡς ἄλλος
καλὸς Σαμαρείτης καλεῖται νὰ ἐπιδέσει
τὶς πληγές, ἀφοῦ τὶς καθαρίσει μὲ
ἔλαιον καὶ οἶνον. Γιατὶ, ἐκτὸς τῶν
ἄλλων, μὴ ξεχνᾶμε πὼς ὁ κάθε συνειδητὸς
ποιμένας εἶναι καὶ θεραπευτής.
π.
κ. ν. καλλιανός
Ἰούλιος
2017
1
Τὸ γραφτὸ αὐτὸ θὰ σταθεῖ κυρίως
στοὺς Νεοέλληνες ἐπισκέπτες. Μιὰ ἄλλη
φορὰ θὰ γίνει λόγος γιὰ τοὺς ἀλλοδαπούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου