(Λησμονημένες
θερινὲς γεύσεις καὶ εὐωδιὲς ἀπὸ τὸ
Παλιὸ τὸ Κλῆμα)
Στὴ
Μνήμη τῆς Μίνας Μεν. Ραβανοῦ, τῆς ἀγαθῆς
ψυχῆς
Ἀπὸ
τὶς εὐωδιὲς τὶς θερινὲς ποὺ ἀπομένουν
στὴν ψυχὴ νὰ τὴν ἀρωματίζουν μέσα σὲ
τοῦτο τὸ ἀτελείωτο συνονθύλευμα ἀπὸ
ποικίλες μυρουδιὲς, ποὺ τώρα τὸ θέρος
εἶναι σὲ ἔξαρση -μυρουδιὲς ἀπὸ
ἀρώματα, ἀντηλιακά, ἐδέσματα, κ. ἄ-
εἶναι κι ἐκείνη ἀπὸ βρασμένο κολοκύθι
μὲ μάραθα. Κι ἦταν αὐτὴ ἡ εὐωδιὰ τόσο
χαρακτηριστικὴ στὸ παλιό μας τὸ χωριό,
τώρα τὸ καλοκαίρι, ποὺ πραγματικὰ
ἀρωμάτιζε τὸ σπίτι καὶ συνάμα ἔκανε
πιὸ εὔγευστο τὸ τρυφερὸ καὶ σταχτοπράσινο
κολοκύθι.
Οἱ
παλιοὶ Κληματιανοὶ συνήθιζαν τώρα τὸ
καλοκαίρι νὰ γεύονται τὸ ἁπλὸ αὐτὸ
φαγητό, ποὺ συνοδεύονταν ἀπὸ τυρὶ
ντόπιο ἤ ἐλιές, ἤ καὶ ψάρια καὶ φυσικὰ
μὲ ζυμωτὸ ψωμί, ποὺ τὸ βουτοῦσαν
μάλιστα μέσα στὸ πιάτο μὲ τὸ λαδολέμονο,
μὲ τὸ ὁποῖο περιχύνονταν τὸ κολοκύθι
μὲ τὰ μάραθα.
Τὸ
κολοκύθι τώρα ἦταν καρπὸς τῆς λεγόμενης
χειμωνιάτικης κολοκυθιᾶς, τὴν ὁποία
φύτευαν στοὺς κήπους κάτω στὸ Ρέμα ἤ
τοὺς ἔφερνε ἀπὸ τὸ δροσερό του τὸ
μποστάνι ὁ μπάρμπα-Ἀνάργυρος ἀπὸ τοῦ
«Κώστα». Ἦταν πολὺ γλυκὰ καὶ νοστιμα
τὰ κολοκύθια καὶ τὸ μυστικὸ γιὰ νὰ
γίνουν γλυκά κρύβονταν στὴν παλιὰ
συνταγή: Νὰ κοπρίζονται οἱ κολοκυθιὲς
κάθε τόσο μὲ «κοτσιλιά», ὄχι ριγμένη
ἔτσι, ἀλλὰ ἀνακατωμένη μὲ δροσερὸ
νερό. Ἡ λίπανση, λοιπόν, αὐτὴ καὶ τὸ
φυτὸ στήριζε καὶ καρπὸ εὔγευστο ἔδινε.
Ἀπὸ
τὶς μαραθιὲς, λοιπόν, κοίταζαν νὰ
μαζέψουν τὶς τρυφερὲς κορφές ἤ τὰ
τρυφερὰ τὰ βλαστάρια, ὅταν ἦταν
θαμνεμένο τὸ χτῆμα
καὶ μετὰ ἀπὸ κάποια βροχὴ «πετοῦσαν».
Τὰ καλὰ καὶ τρυφερὰ μάραθα τὰ μάζευαν
κυρίως σὲ μέρη ὑγρά, ὄχι «ρεβένια».
Σήμερα
ποὺ πολλὰ ἔχουν λησμονηθεῖ ἀπὸ τὴν
παραδοσιακὴ δίαιτα, ἐλάχιστοι γνωρίζουν
αὐτὸ τὸ καλὸ καὶ ὑγιεινὸ
φαγητὸ τῶν παλιῶν Κληματιανῶν. Γιατὶ
μὴ λησμονοῦμε καὶ τὸ ἄλλο, ὅτι δηλαδή
μὲ τέτοιυς τρόπους ζωῆς κοίταζαν οἱ
παλαιότεροι νὰ κάνουν τὴν πεντάρα
λίρα, γιατὶ εἶχαν κορίτσια νὰ παντρέψουν,
νὰ κάμουν προικιά, νὰ ζήσουν, μετρώντας
πάντα τὰ πράγματα μὲ σύνεση καὶ
νοικοκυροσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου