[Σκόπελος
2008, σ.σ. 78]
Γράφει ὁ π.
Κων. Ν. Καλλιανός
Ἀλήθεια, ποιὸν ἄλλο τίτλο
θὰ διάλεγε ἡ ἐν λόγῳ ποιήτρια,
ἐκτὸς ἀπὸ κεῖνον ποὺ ταμιεύει
μέσα της βιώματα καὶ εὐωδιὲς συνάμα,
χρωματισμένα ὅλα μὲ κεῖνο τὸ χρῶμα τῶν φρέσκων δαμάσκηνων, τῶν κορόμηλων, ὅπως τὰ ξέρουμε
στὸν τόπο μας, ποὺ ζωγραφίζουν κάθε Αὔγουστο τὶς πλατεῖες τῶν φούρνων καὶ τὶς γύρω
πλαγιὲς τοῦ χωριοῦ, ἁπλωμένα
πάνω στὰ τελάρα ἤ στὶς σπαρτίνες.
Ζωγραφίζουν μὲ βαθυγάλαζη μπογιὰ τὸν τόπο ποὺ ἁπλώνονται
νὰ λιαστοῦν, ἀφήνοντας συνάμα μιὰ εὐωδιὰ ποὺ λιγώνει
τὴν ψυχή, τέρπει τὴν ὄσφρηση, χαριτώνει
τὸ εἶναι...
Αὐτά, λοιπόν, σκέφτηκα
ὅταν πῆρα στὰ χέρια μου τὴν ποιητικὴ συλλογὴ τῆς κ. Μ(άρως Βουδούρογλου) «Φῶς δαμασκηνί». Μιὰ συλλογὴ ποὺ ἁπλώνεται, μέσα ἀπὸ πέντε ἑνότητες
σὲ σαρανταεννιὰ ποιήματα, ποὺ ἀνασαίνουν τὴν εὐωδιὰ τοῦ δαμάσκηνου καὶ τὸ λεπτὸ τὸ ἄρωμα τοῦ πεύκου: αὐτοῦ τοῦ δέντρου, μὲ τὸ ὁποῖο εἶναι ντυμένη ἀπὸ τὸ Δημιουργό της ἡ Σκόπελος.
Ναί, λοιπόν, χαριτώνει τὸ εἶναι αὐτὸ τὸ πάντρεμα τῶν εὐωδιῶν ποὺ σκορπῶνται πλούσια τὸν Αὔγουστο στὴ Σκόπελο, ὅπως τὸ χαριτώνει
καὶ τὸ συγκινεῖ ὁ ποιητικὸς λόγος τῆς κ. Μ., ποὺ ἀκτινοβολεῖ ἡ συλλογή της. Συλλογὴ
προικισμένη μὲ βαθὺ λυρισμό, βιωματικὴ καταθεση καὶ φωτεινὰ κλωνάρια γνήσιου ἐξομολογητικοῦ ἐκδηλωτισμοῦ:
Δὲν διάβηκα τῆς ξεγνοιασιᾶς σοκάκια
παρέα νἄχω ὄνειρα
κι ἐλπίδες.
Γέλιο ποὺ ἄφηνε
στὰ μάγουλα λακκακια
σκεπάστηκε ἀπὸ
πρόωωρες ρυτίδες». (σ. 59)
Ὅμως αὐτὸ ποὺ
κυριαρχεῖ ὡς
πρωταρχικὸ
στοιχεῖο -μὲ τὸ ὁποῖο καὶ δομοῦνται πολλὰ ποιήματα- εἶναι τὸ νησὶ τῆς ποιήτριας, ἡ Σκόπελος,
«... ἡ βλογημένη γῆ». (24)
Κι
ἔχει δίκιο, γιατὶ μονάχα μέσα ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἐξαίσιο ποίημα ποὺ
παρέδωσε ὀ
Δημιουργὸς στὸν
Κόσμο, ποίημα ντυμένο
«πράσινο λαδί...». (24)
εἶναι δυνατὸ νὰ πηγάσουν
στίχοι ὅπως αὐτοὶ ποὺ
καταθέτει ἡ
ποιήτρια: ὕμνος
φωτεινὸς στὴ
Σκόπελο
«Κρύβω τὴ θάλασσα, τοῦ
Στὰ φυλλοκάρδια μου,
στοῦ φεγγαριοῦ τὸ φῶς
τὴ Σκόπελό μου». (61)
Κι
ἀκόμα παραπέρα, κρύβει καὶ κάτι ἄλλο ἡ ψυχὴ τῆς κ. Μ.: Μιὰ παλιὰ αὐλή, ραντισμένη ἀπὸ τὴν εὐωδιὰ τοῦ ἀγιοκλήματος, ποὺ συντροφεύει τὸ παλιὸ ἀρχοντικὸ στὸ
Κλήμα, τῆς γιαγιᾶς τὸ
στοργικὸ τὸ
σπίτι.
«Ἁγιόκλημα καὶ μῦρο
μου
Τυλίξου γύρω-γύρω μου» (18)
θὰ πεῖ καὶ θὰ
συνεχίσει
«σὲ μιὰ γωνιὰ νταντεντέμενη στὸ λιόγερμα
σὲ μιὰ ἀβραγιὰ
σκαλισμένη μὲ ὄνειρα
ἐγὼ ἔχω
ζήσει...» (22)
κι
ἄδικο δὲν ἔχει. Γιατὶ ἐκείνη
ἡ γωνιὰ στὸν Πεῦκο ποὺ ἀγναντεύει
τὸ πέλαγο τὴν ἀπαγκιάζει
μέχρι σήμερα κι ἡ ἀβραγιὰ ποὺ κοσμοῦσε τὸ σπίτι θὰ τὴ
στηρίζει πάντα.
Μάρω,
μπορεῖ νὰ
μίλησες καὶ νὰ ἔγραψες
γιὰ τὴ
Σκόπελο, τὴν ἀρχαία Πεπάρηθο, ὅμως ὅσοι σὲ ξέρουμε,
γνωρίζουμε πὼς τὸ Κλῆμα εἶχες πάντα στὸ νοῦ σου. Τὸ Κλῆμα καὶ τὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς τῆς Σεβαστῆς στὸν Ἐλιώνα. Ἐκεῖ ποὺ ἀναπαύονταν
ἡ ψυχή σου, δηλαδή. Νἄσαι καλά καὶ νἄχει συνέχεια
τὸ ποιητικό Σου τὸ ταξίδι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου