Γράφει
η Δρ ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Η
Ζωή Κατσιαμπούρα μετά τις Ιστορίες
της Μανιάς έρχεται να
μας πει και τις δικές της και αποδεικνύεται
με τη δεύτερη αυτή εμφάνισή της στην
πεζογραφία σαν έτοιμη από καιρό και
θαρραλέα. Και μάλιστα με τις γνώσεις
της από τις σπουδές της καταφέρνει να
συγκεράσει τη συγγραφή της λογοτεχνίας
με τη θεωρία της. Από την πρώτη σελίδα
του βιβλίου της με τον τίτλο Μαθαίνεται
η Ζωή; ήδη μας ενημερώνει
πώς γράφεται το μυθιστόρημα. Δεν ξέρω
αν θα καταλήξει σε μια θετική απάντηση,
όσον αφορά τη ζωή, αλλά μου λύνει την
απορία για το αν αυτός που μιλάει είναι
ένας άλλος –«εγώ είναι ένας άλλος»
έλεγε ο Ρεμπώ- δείχνοντας την απόσταση
του εγώ από τον ήρωα, όπως μάθαμε και
διδάξαμε σε μαθητές και συναδέλφους
στην Επιμόρφωση: αυτός που γράφει είναι
άλλος και δεν είναι αυτός που λέει «εγώ»
μέσα στο μυθιστόρημα…
Βέβαια,
εγώ που λέω «εγώ» μέσα στο βιβλίο, δεν
είμαι εγώ, αλλά εγώ τα γράφω και τα
φορτώνω στον ήρωά μου. Έρχεται λοιπόν,
η Ζωή –η συγγραφέας, δηλαδή, μπαίνει
στο εγώ των άλλων, προσπαθώντας να μας
μάθει αν μαθαίνεται η Ζωή και παράλληλα
και η συγγραφή:
«Αγαπητέ
Λευτέρη, Το διάβασες! Σ’ ευχαριστώ! Τη
γνώμη σου τη θεωρώ ειλικρινή για να
παίρνω κουράγιο! Τα σχόλιά σου τώρα:
Εννοείται ότι δικές μου είναι οι σκέψεις
των ηρώων. Πώς αλλιώς; Εγώ είμαι η Μαντάμ
Μποβαρύ και ο εραστής και ο Κάρολος. Εγώ
διάλεξα το θέμα, εγώ επινόησα τους
συνδυασμούς. Οι ιστορίες όμως δεν είναι
δικές μου …». Τέλεια.
Επομένως εγώ και εσύ, αγαπητέ αναγνώστη,
«hypocrite lecteur
mon semblable,
Mon Frère!»
που έλεγε ο Baudelaire, λέμε
ψέματα όταν λέμε πως δεν έχουμε καμία
σχέση με τα διαδραματιζόμενα. Απλώς,
κρυβόμαστε πίσω από το εγώ των άλλων
κάνουμε ένα ρετούς στα γνωστά θέματα
που μας έχουν συγκινήσει, σαν τον
σκηνοθέτη που διαλέγει μια κούκλα
πρωταγωνίστρια για
να ενσαρκώσει μια ηρωίδα υπαρκτή που
καμιά σχέση δεν έχει φυσιογνωμικά με
την πρωταγωνίστρια. Ε! έτσι και ο
συγγραφέας κάνει ρετούς σε ό,τι θέλει.
Δεκαεννέα
κείμενα. Όλα ένα κι ένα, σαν σκληρά
αμύγδαλα στα δόντια, τα διαβάζεις και
τρίζουν, σπαρταράς στα γέλια με τα
περισσότερα. Είναι η εθνική κοινωνική,
πολιτική, πνευματική μας ιστορία, η
κακομοίρικη και η μίζερη, από τον καιρό
των τσιφλικάδων - πόλεμοι, πραξικοπήματα,
φτώχιες, διώξεις, εμφύλιος- μέχρι τη
δεκαετία του 1960 που είναι η εποχή των
μεγάλων προσδοκιών και ανακατατάξεων,
των ψευδαισθήσεων των ελευθεριών, της
αλλαγής των πραγμάτων των πολιτικών,
των αμφισβητήσεων των αυθεντιών, του
ευρωπαϊκού (διάβαζε αμερικάνικου) τρόπου
ζωής, των συμπεριφορών και ονείρων,
κομμένων και ραμμένων στα μέτρα που ο
καθένας μας τα ονειρεύτηκε και τα
παράγγειλε, όπως νόμιζε ότι θα του
ταίριαζαν και θα τα φόραγε στο τέλος.
Η
Κατσιαμπούρα πρώτα πρώτα έχει γνώσεις.
Έχει παρατηρητικότητα. Έχει χιούμορ
και πάνω απ’ όλα, έχει ταλέντο. Μάζευε
υλικό στο μαγνητόφωνο (παλιάς κοπής
συγγραφέας) και τώρα το σερβίρησε σε
δεκαεννέα κούπες. Σπάμε κούπες, σκάμε
στα γέλια. Μας κερνάει κρασί δυνατό,
μπρούσκο. Δεν λέω «νέκταρ» γιατί αυτό
θα ήταν πολύ της ρομαντικής σχολής, ενώ
εδώ έχουμε ένα καθαρόαιμο, γκροτέσκο,
δυνατό, κείμενο, γεμάτο από μυρωδιές
χωριάτικες και λαϊκές, της εποχής που
η Ελλάδα προσπαθεί να επικοινωνήσει με
την εξ Ευρώπης παιδεία, τα νέα πολιτικά
ρεύματα, τον εκσυγχρονισμό, βρε αδελφέ!
Να γίνουμε κι εμείς Ευρώπη από τον καιρό
του Κοραή… Να κάνουμε την περίφημη
«Μετακένωση».
«Μαθαίνεται
η ζωή»; Η απάντηση είναι…. Έκπληξη για
το τέλος και άσκηση για το σπίτι.
Τα
κείμενα του βιβλίου είναι μικρά και
μεγάλα. Τα μεγάλα είναι ανάπτυξη του
μικρού και ουσιαστικού και τα μικρά
σύμπτυξη του μεγάλου και σημαντικού.
Ένα μπαντονεόν, που ανοίγει παίρνει
ανάσα και κλείνει. Όλα χαρακτηρίζονται
από διειδυτικότητα στο βάθος του
φαινομένου ή του γεγονότος που
παρουσιάζουν και την έκταση που
καταλαμβάνουν. Έτσι βλέπουμε στην
επιφάνεια το στήσιμο του κωμικού τις
περισσότερες φορές, σκηνικού, αλλά από
πίσω κι από κάτω, από βάθος μέγα, αναδύονται
νοοτροπίες, ιδέες, ήθη, συνήθειες,
συμπεριφορές, καταπιεσμένα ένστικτα,
καμπουφλαρισμένες επιθυμίες, που θέσαμε
υπό ορθολογιστικό έλεγχο, που σχεδόν
έχουμε ξεχάσει. Που νομίζαμε πως ξεμάθαμε,
προσπαθώντας να μάθουμε τη ζωή και να
γίνουμε μοντέρνοι.
Σήμερα
ο κόσμος έχει γίνει ένα απέραντο
ξενοδοχείο, έλεγε ο Σεφέρης, για να
δείξει, εκτός των άλλων, ότι είμαστε
όλοι ένοικοι και προσωρινοί, σ’ αυτό
τον κόσμο, που δεν πρόλαβε να αλλάξει
και να δικαιώσει τις προσδοκίες εκείνων
που ήλπισαν και που αγωνίστηκαν και
κάποιοι πλήρωσαν με τη ζωή τους αυτή
την αλλαγή. Και ο καιρός πέρασε και όλοι
είδαμε πια τι κούφια λόγια ήσανε αυτές
οι αλλαγές. Ωστόσο, το χιούμορ κάνει
καλό στην υγεία και σοβαρολογώ (ο Μισέλ
Πικολί έλεγε στην ταινία Ο
Μιλού το Μάη: αποφάσισα
να είμαι ευτυχής γιατί η ευτυχία κάνει
καλό στην υγεία). Και το πικρό έχει την
κωμική του εκδοχή και το απλό καθημερινό
και αστείο, έχει γέλια σπαρταριστά,
μέχρι δακρύων που μπορούν όμως εύκολα
να μπερδευτούν με τα δάκρυα λύπης. Η
αντίφαση, το οξύμωρο, η αντινομία, όπως
και να το πω αυτό που χαρακτηρίζει τη
ζωή μας, χαρακτηρίζει και τα διηγήματα.
Παίρνω
για παράδειγμα το διήγημα, «Πλασιέδες
και Λαμπράκηδες» για την ολιστική
προσέγγιση των φαινομένων της ζωής.
Έχει μέσα του όλα, όσα ανέφερα. Βρισκόμαστε
στο 1960 και οι φτωχοί άνθρωποι και
αριστερών πολιτικών αποχρώσεων δεν
μπορούν, λόγω φρονημάτων, να φύγουν
εργάτες στη Γερμανία, εννοείται ότι δεν
μπορούν πουθενά
να βρουν δουλειά και ούτε λόγος για να
διοριστούν στο δημόσιο. Λίγο παλιότερα
δεν μπορούσαν να μπουν ούτε στο
πανεπιστήμιο ούτε δάσκαλοι να γίνουν.
Και τότε τι να γίνουν; Έμποροι της
Βενετίας, θα έλεγε ο Σαίξπηρ, στα ελληνικά
συμφραζόμενα πλασιέ.
Έχουμε
λοιπόν έναν πλασιέ που και τι δε λέει ο
άνθρωπος. Λόγω επαγγέλματος, σαν τον
παλιό πραματευτή, γυρίζει, βλέπει ακούει,
μαθαίνει. Όλα όσα βλέπουν τα μάτια του
και ακούνε τα αυτιά του δεν είναι άλλο
από όσα θα έβλεπε ένας κινηματογραφιστής
που θα γύρναγε τις γειτονιές για να
αποτυπώσει στιγμιότυπα της καθημερινής
ζωής. Μιας ζωής που αγωνίζεται να
επιβιώσει με τα ψέματα και να μπαλώσει
τα πράγματα με όποιο τρόπο μπορεί θεμιτό
ή και αθέμιτο, κάποιες φορές. Επομένως
το βιβλίο απλώνεται σε ένα επίπεδο
κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, ηθικό,
ταξικό, θρησκευτικό, φυσιολατρικό.
Ανθρώπινο, με λίγα λόγια.
Λέει
ο πλασιέ: Τι πουλάνε; «σεντόνια
και κεντήματα ‘‘χειροποίητα’’, τι
λέω τώρα, ως και βρακιά και γλυκά του
κουταλιού και ‘‘μέλι αγνό’’ … πήγαινες
από σπίτι σε σπίτι να πουλήσεις με
δόσεις, βέβαια το ένα άλλο ένα. Πώς
αλλιώς; … Αν έκανε το πράγμα τριάντα
δραχμές, ας πούμε, και έβαζες δόση ένα
τάλιρο τη βδομάδα, κι εσύ ο δοσάς κέρδιζες,
γιατί από τις τριάντα δραχμές, οι είκοσι
ήταν κέρδος, και εκείνη που πλήρωνε έτσι
σου χρωστούσε χάρη, γιατί αγόραζε ό,τι
ήθελε χωρίς να έχει λεφτά στο χέρι. Γιατί
δεν μάζευαν τα φράγκα τους να πάνε να
τα αγοράσουν στην Ερμού, στην Αιόλου,
στην Αγίου Μάρκου; Ξέρω γω; Ντρέπονταν
να πάνε στα μαγαζιά; Πώς θα έφευγαν από
το σπίτι τους; Στο κάτω κάτω, ήταν και
το άλλο, πώς θα ψήναν καφέ στον δοσά να
πουν και καμιά κουβέντα; Να γκομενίσουν
κιόλα κάποιες; Πολλές φορές τύχαινε να
είναι ο άντρας στο σπίτι … άνοιγε η
πελάτισσα και κλείνοντας το μάτι φώναζε
δυνατά: ‘‘Όχι καλέ, δεν θέλουμε τίποτα,
δεν αγοράζουμε εμείς’’… Ήξερες τότε
ότι έπρεπε να περάσεις μετά, όταν θα
έφευγε ο μαντρόσκυλος».
Εδώ έχουμε ένα δυνατό κοινωνικό σχόλιο.
Πρώτον, οι άντρες ποτέ δεν κατάλαβαν αν
το σπίτι είχε ανάγκη από σεντόνια και
πετσέτες. Δεύτερον, η γυναίκα που ξέρει
τις ανάγκες επινοεί τρόπους για να τις
ικανοποιήσει, χωρίς εκείνος να παίρνει
είδηση και να γκρινιάζει (και όχι πάντα,
βέβαια, με το απλό τρόπο, αλλά … Θυμάστε
στο Ζερμινάλ
του Ζολά, πώς εξασφάλισε ένα κομμάτι
κρέας η γυναίκα του ανθρακωρύχου για
τον άντρα της που έμπαινε στα έγκατα
της γης να βγάλει κάρβουνο; Δεν άφησε
την κόρη της να πάει στον μπακάλη. Πήγε
η ίδια και το διαπραγματεύτηκε, η έμπειρη
που ήξερε να το παζαρέψει. Διεθνής και
πάντα επιτυχημένη η πατέντα.
Μετά
ο δοσάς αλλάζει θέμα. Μιλάει για τις
υπηρέτριες που ζουν στο υπόγειο του
σπιτιού, οι οποίες «ξεπατρισμένες
και μόνες, βρίσκαν παρέα στον πλασιέ να
πουν μια κουβέντα … Δυο τρεις από αυτές
τις είχα πελάτισσες τριάντα χρόνια.
Έγινε η προίκα, έφυγαν από τη δουλειά
τους, δεν είναι πια ‘‘υπηρεσία’’,
μπήκαν καθαρίστρια σε υπουργείο, σε
σπίτια και μαγαζιά… πιο ελεύθερη
δουλειά, αλλά ο γαμπρός δεν ήρθε και οι
προίκες στοιβάζονταν αμεταχείριστες».
Τα φτωχά κορίτσια που ξενιτεύτηκαν και
από υπηρέτριες αναβαθμίστηκαν σε
καθαρίστριες (αλλάζουν οι σχέσεις
εργαζόμενης και εργοδότη) για να φτιάξουν
την προίκα και να παντρευτούν και πολύ
καλά ξέρουμε τι συνέβαινε με αυτά τα
κορίτσια και τα αρσενικά αφεντικά τους.
Και ο πλασιέ, που έβλεπε τι γινόταν, που
καταλάβαινε τη δυστυχία, που ήταν κι
αυτός παιδί του λαού, εκεί, να της πουλήσει
και κάτι ακόμα για την άχρηστη προίκα.
Το συμφέρον πάνω από όλα.
«Στους
Λαμπράκηδες, μη νομίζεις, φανταστήκαμε
τον κόσμο αλλιώς, Ελεύθερες σχέσεις και
ειλικρίνεια (το πρώτο ζητούμενο οι
ελεύθερες σχέσεις). Ο Τάκης έφυγε από
το χωριό σχεδόν διωγμένος από μια
καψοσχέση, μισή κι ανέσωτη, κι εδώ, στην
οργάνωση, έβρισκες τις κοπέλες τρυφερές
και άνετες, διαθέσιμες… Μου άρεζαν οι
μορφωμένες κι εγώ τους άρεζα, αλλά
‘‘σχέση’’ δεν προχώρησε μ’ αυτές.
Δεν βαριέσαι. Κι αυτές που βρήκα στη ζωή
μου κούκλες ήταν και τις σκέφτομαι με
χαρά. Αλλά βαριόμουν σε λίγο καιρό,
πιθανόν κι αυτές να με βαριόνταν, είχα
και τις ελευθερίες μου τότε, ξέρεις,
Παλαμιώτης που άφησε πίσω του τις
ντροπαλές με τη μαντήλα και τα σκασμένα
ποδάρια στη βόλτα της Κυριακής και ήρθε
εδώ να βλέπει γυναίκες όμορφες και
καλοβαλμένες και χαμογελαστές και
ελεύθερες. Κατά του γάμου, μισός μισός
ο λογαριασμός στην ταβέρνα, όχι σαχλαμάρες
και κομπλιμέντα της σειράς… ‘‘Ναι
μισά μισά στην ταβέρνα’’, μου είπε
κάποτε η Μαρία ‘‘αλλά στο σπίτι
περιμένεις να μαγειρέψω εγώ’’… Καλά
παιδιά οι αριστεροί, αλλά αυτά που
παντρεύονται καλύτερα».
Είπαμε
ότι η χώρα αλλάζει, αλλά αλλάζει
πιθηκίζοντας ξένες συμπεριφορές, γιατί
οι Λαμπράκισσες και η Μαρία του
αποσπάσματος και οι άλλες που του
«άρεζαν» ή τους «άρεζε» δεν είναι παρά
το κακέκτυπο μιας νεολαίας που μας
έρχεται απέξω, απηχώντας τον Μάη του
’68, το φεμινιστικό κίνημα, την απελευθέρωση
των ηθών και των σεξουαλικών σχέσεων,
την ισότητα των φύλων στη διαχείριση
των οικονομικών (στην ταβέρνα όμως, όχι
και στο σπίτι). Μια μηχανιστική
μεταφορά ιδεών της Δύσης στην Ελλάδα,
«τις γνώμες σοφών από την Εσπερία», ενώ
ακόμα – το ’60-
επιβιώνει το νυφοπάζαρο της Κυριακής
στο χωριό με τα κορίτσια με τις μαντήλες
(σαν τις μπούργκες των μουσουλμανίδων)
και τις σκασμένες φτέρνες. Αυτές οι
τελευταίες με πάνε ντρίτα στη Φόνισσα
του Παπαδιαμάντη, σ’ εκείνη τη σκηνή
που ανασήκωσε τις φουστάνες της και
φάνηκαν οι χοντρές εμβάδες της και οι
τρύπιες κάλτσες της. Άλλα χρόνια ίδια
δύστυχα όμως.
Και
μετά έρχεται «η Χούντα,
οι αληταράδες, οι κωλοφασίστες. Με
συνέλαβαν. Έφαγα ξύλο για να αποκαλύψω
σχέδια για κατάλυση του κράτους που δεν
είχαμε… για ονόματα και διευθύνσεις
που δεν έδωσα και αισθάνομαι ότι κέρδισα
τον τίτλο του ανθρώπου, βρε!».
Και αφού μας τον έστησε σαν ήρωα, χλαπ
του δίνει μία και τον γκρεμίζει από το
βάθρο. Και η Τασούλα η φοιτήτρια που
μοιράζανε προκηρύξεις και παρίσταναν
το ζευγαράκι… Το τερπνό μετά του
ωφελίμου, ο σύντροφος, πλασιέ και
Λαμπράκης. (Εδώ θυμάμαι τον Γιοκαρίνη
«Είμαι άρχοντας και μην ξεχνάς, Μαρία,
πριν δυο μήνες πασατέμπο και πορεία»).
«Με
τους Λαμπράκηδες διάβασα και τα βιβλία
του Κορδάτου για την Παλαιά Διαθήκη, ε,
άκουσα τόσες φορές για το όπιο του λαού».
Και για τη φύση «η
οικειοθελότατη εργασία που αν κάτι το
κάνεις από ανάγκη δεν μας αρέσει. Το
ίδιο πράγμα, άμα το κάνεις για πλάκα,
είναι σαν σπορ».
Αφήγηση
σπαρταριστή, λεξιλόγιο που χρειάζεσαι
και τον Μπαμπινιώτη, μερικές φορές
(εκείνοι οι Δασκαλοπουλαίοι δε φτάνει
που είναι φονιάδες είναι και γεμάτοι
άγνωστες λέξεις, πανάθεμά τους: φοντς,
πλοκό, γαλίκι, παρμάκες, φιλογούσαν,
τζιαουνίζοντα), λεξιλόγιο που μας
μεταφέρει στο χρόνο (αλήθεια γιατί
λέγαμε «ψήνω καφέ» και όχι φτιάχνω; Στο
φούρνο τον ψήναμε;), χαρακτήρες αδροί,
δυναμικοί, αντιπροσωπευτικοί του είδους
του ανθρώπου που θέλει να συμβαδίσει
με τα μοντέρνα ρεύματα αλλά που το χούι
του Παλάμα, του χωριού δηλαδή (όχι του
ποιητή) του βγαίνει μπροστά. Έκθεση
γεγονότων στα οποία παρουσιάζεται
κωμικά καμουφλαρισμένο το δράμα της
νεότερης Ελλάδας, της νιότης μας, δηλαδή,
της προσπάθειας για «Μετακένωση» του
αρχαίου μεγαλείου που έγινε ευρωπαϊκό
και τώρα το θέλουμε πάλι πίσω. Ευρωπαϊκά
μοντέλα στην ελληνική ψωροκώσταινα. Η
Κατσιαμπούρα κάνει έργο αυτό που έλεγε
ο Σεφέρης: «Δουλειά μου δεν είναι οι
αφηρημένες ιδέες». Και ποια είναι η
δουλειά του; Δουλειά
του είναι να ακούει τα πράγματα του
κόσμου, να κοιτάζει πώς συμπλέκονται
με την ψυχή του και το σώμα του και να
τα εκφράζει. Αυτό
έκανε η Κατσιαμπούρα πήρε το υλικό
ακατέργαστο από τη ζωή γύρω της και το
έπλασε στα διηγήματά της. Με εκφραστική
λιτότητα, χωρίς λεκτικές πιρουέτες,
εστιάζοντας στην ουσία, μας έδωσε μια
Ελλάδα με την ανθρωπιά της και την
απανθρωπιά της.
Όλα
ωραία, με πίκρα, με δάκρυ, με πόνο, με
χιούμορ. Δεν ξέρω να απαντήσω στο ερώτημα
αν «Μαθαίνεται η Ζωή». Το σίγουρο είναι
ότι τρώγεται και ότι είναι γεμάτη
εκπλήξεις. Κι αν εμείς που έχουμε φάει
τα δύο τρίτα ή τα τρία τέταρτα, δεν
απαντήσουμε, τότε κανείς δεν θα απαντήσει.
Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι
όλα γυρίζουν στον τροχό του χρόνου, όλα
αλλάζουν, όλα ανατρέπονται, όλα
αναθεωρούνται, ανακυκλώνονται και μας
ξαφνιάζουν. Γηράσκω αεί διδασκόμενος
και μέχρι τελευταίας πνοής μαθητευόμενος.
Αν αυτά τα διηγήματα τα διαβάζαμε τότε
στην εποχή που αναφέρονται, θα είχαμε
κάτι να περιμένουμε από το μέλλον. Τώρα
που είμαστε στο μέλλον, που η ζωή έκανε
τον κύκλο της και τα άλεσε όλα, τώρα τι
κάνουμε; Έχει
έναν
ωραίo
στίχο
ο
Paul Εluard:
Nous de l’ avenir pour en petit momen penson au passé. Εμείς
από το μέλλον για μια στιγμούλα ας
σκεφτούμε το παρελθόν (και πώς φτάσαμε
ως εδώ, ας συμπληρώσουμε). Η Κατσιαμπούρα
σαν επιδέξιος ταχυδακτυλουργός βγάζει
περιστέρια και λαγούς από το καπέλο
της με αυτά τα διηγήματα, τα οποία θα
μπορούσαν να γίνουν επεισόδια ενός
επιτυχημένου σίριαλ ευρείας κατανάλωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου