ἤ,
καθὼς ξημερώνει ἡ πάνσεπτος ἑορτὴ
τῶν ὁσίων Ἀνδρονίκου καὶ Ἀθανασίας
Στὸν
πολυσέβαστό μου φίλο, τὸν καθηγητή κ.
Π. Β. Πάσχο, ποὺ μοῦ γνώρισε τὸν Μωραϊτίδη
Μὲ
βαθειὰ συγκίνηση ἀναπολοῦμε, ὅλοι
ἐμεῖς ποὺ τιμᾶμε τὸν ἄλλον Ἀλέξανδρον
τῆς Σκιάθου, τὸν Μωραϊτίδη, τὴν εὐγενική,
φιλόχριστο καὶ φιλομόναχο Μορφὴ τοῦ
σεπτοῦ καὶ ἁγίου αὐτοῦ Γέροντος, ποὺ
ἀναμφισβήτητα ὑπῆρξε τέκνο ὑπακοῆς
καὶ φιλοθέου βιοτῆς. Γιατὶ καθὼς
ξημερώνει ἡ ἑορτὴ τῶν ὁσίων Ἀνδρονίκου
καὶ τῆς συμβίου αὐτοῦ Ἀθανασίας, ἡ
μνήμη εὐλαβικὰ ἀνακαλεῖ τὰ ὄντως
ἱεροπρεπῆ πρόσωπα τῶν μοναχῶν
Ἀνδρονίκου (κατὰ κόσμον Ἀλεξάνδρου
Μωραϊτίδου) καὶ Ἀθανασίας (κατὰ κόσμον
Βασιλικὴ Φουλάκη).
Ὅμως
ἄς δοῦμε τὰ πράγματα μὲ τὴ σειρά τους.
Στὶς
18 Φεβρουαρίου 1901 νυμφεύεται στὴν
Καπνικαρέα ὁ ἐκ Σκιάθου λόγιος καθηγητὴς
καὶ δημοσιογράφος, ὁ πολὺς Ἀλέξανδρος
Μωραϊτίδης, Ἀκαδημαϊκός, τὴν Ἀθηναία,
Βασιλικὴ Φουλάκη. Στὸν γάμο αὐτὸν
παραβρέθηκε κι ὁ Παπαδιαμαντης.
«Εἰς
τὰς ἀγρυπνίας τοῦ Προφήτου
Ἐλισσαίου, θὰ μᾶς ἐξηγήσει ὁ
Λαυριώτης μοναχὸς καὶ λόγιος ἰατρός,
ὁ Σπυρίδων Καμπανάος, φίλος τοῦ
Μωραϊτίδη, ἐσύχναζε τακτικώτατα κυρία
τις ὀνόματι Βασιλική, γυνὴ εὐλαβεστάτη
καὶ σωφρονεστάτη, ἔχουσα ψυχὴν οἷα
καὶ μορφήν. Ἡ εὐγένεια τοῦ χαρακτῆρος
καὶ ἡ χρηστότης τοῦ ἤθους
κατέκτησαν τὴν καρδιὰν τοῦ Μωραϊτίδου,
ἀλλὰ καὶ τούτου τὸ ἐπίχαρι, τὸ
ἀπαράμιλλον καὶ ἀκαταπόνητον καὶ
πλῆρες ζήλου ἐν τῇ ἐργασίᾳ τῶν ἀρετῶν,
κατέκτησαν τὴν καρδίαν ἐκείνης. Καὶ
ἐπειδὴ τὸ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ
ἀεὶ πελάζει, συνεφώνησαν συμφωνίαν
ἀπίστευτον καὶ μάλιστα εἰς τὴν ἐποχήν
μας. Εἶμαι ὅμως ὑποχρεωμένος, συνεχίζει
ὁ μ. Σπυρίδων, ὅπως ὑποχρεωμένος εἶναι
κάθε καλῆς πίστεως ἐπιστήμων, νὰ
διαλαλήσω τὴν ἀλήθειαν, ὅτι συνεφώνησαν
νὰ στεφανωθῶσι ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ
διέλθωσι τὴν ζωήν των ὡς ἀδελφοί,
ἀπέχοντες τῶν συζυγικῶν καθηκόντων...».
Τὸ
1914, μετὰ ἀπὸ δεκαπέντε ἔτη κοινοῦ
ὁσιακοῦ βίου, ἡ Βασιλικὴ κείρεται
μοναχὴ καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἀθανασία,
τὸ ἴδιο δὲ ἔτος ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὰ
πρόσκαιρα καὶ ἐπίγεια, ἀφοῦ ἐν τῶ
μεταξὺ ἔχει λάβει καὶ τὸ Μέγα Ἀγγελικὸ
Σχῆμα.
Ἀναφέρει
σχετικὰ ὁ ὁμόζυγός της Ἀλέξανδρος
Μωραϊτίδης σὲ ἐπιστολή του στὴν δόκιμη
μοναχὴ Θεοδώρα, τῆς Μονῆς τοῦ
Κεχροβουνίου τῆς Τήνου, τὰ ἑξῆς
σημαντικά. «Δὲν εἶμαι ἀξία ἔλεγε (ἡ
Βασιλικὴ) εἰς τὸν πνευματικόν, τὰς τελευταίας ὥρας. Δὲν εἶμαι ἀξία νὰ
λάβω τὸ Ἅγιον Σχῆμα. Ἐγὼ ἐγγυῶμαι,
τῆς ἔλεγε, ἡ ζωή σου ἦτο καλογηρική...
ἐσὺ τὸ ἔχεις λάβει πρὸ χρόνων». Γιὰ
νὰ συνεχίσει ὁ Μωραϊτίδης καὶ νὰ
ἐξομολογηθεῖ: «Εἰς τὸ σκαμνάκι
ὑπάρχουν τὰ ἴχνη τῶν χειρῶν της ἔνθεν
καὶ ἔνθεν ὁποῦ ἐμετάνοιζε. Θὰ τὸ
φυλάξω εἰς ἀνάμνησιν καὶ εἰς
ἔλεγχον. Ἡ ταπείνωσίς της τὴν
κατέστησεν ἀξίαν καὶ ἔλαβε τὰ πάντα
τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος».
Χρόνια
ἀργότερα καὶ συγκεκριμένα τὸ 1929, σὲ
ἠλικία 79 ἐτῶν ἀφήνει τὴν Ἀθήνα καὶ
μεταβαίνει στὴν πατρίδα του τὴ Σκιάθο.
«Εἶχε πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ
καλογερεύσει», μᾶς πληροφορεῖ ὁ
ἀνηψιός του καὶ βιογράφος του ὁ Ἰω.
Ν. Φραγκούλας. Κι ἔτσι γίνεται. Στὶς 16
Σεπτεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, κατὰ τὴν
ἑορτὴ τῆς ἁγίας Εὐφημίας, λαμβάνει
τὸ Μέγα Ἀγγελικὸ Σχῆμα καὶ μετονομάζεται
ἀπὸ Ἀλέξανδρος σὲ Ἀνδρόνικο.
Ἡ
κουρά του ἐτελέσθη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη
Χαλκίδος καὶ γνωστό του, τὸν Γρηγόριο
Πλειαθό, Τήνιο. Ἦταν πολὺ συγκινητικὲς
αὐτὲς οἱ στιγμές, ποὺ, εὐτυχῶς, μᾶς
τὶς διασώζει ὁ πολὺς Ἰω. Ν. Φραγκούλας.
«Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Μωραϊτίδης ἀσπαζόταν
τὶς εἰκόνες τοῦ τέμπλου, μπροστὰ στὴν
εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἄρχισε νὰ ψάλλει
τὸ ἀπολυτίκιο. “Τὴν ἄχραντον εἰκόνα
Σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ”. Ὁ δεσπότης
ἀμέσως τότε ἔκαμε νόημα στοὺς ψάλτες
νὰ σταματήσουν καὶ μέσα σὲ μιὰ
ὑποβλητικὴ σιγὴ ἀκούστηκε ἡ σιγανὴ
καὶ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ Μωραϊτίδη ποὺ
κατασυγκίνησε τὸ ἐκκλησίασμα». Ἀλλὰ
καὶ ὁ ἴδιος ὁ Μωραϊτίδης περιγράφει
τὴν τελετὴ τῆς κουρᾶς του σὲ ἐπιστολή
του, ἀναφέροντας μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ
τὰ ἀκόλουθα. «Σήμερον τῇ 16 7βρίου τοῦ
1829 ἑορτὴν τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ἡμέραν
Κυριακήν, εἶχον τὴν μεγαλυτέραν ἑορτὴν
τῆς ζωῆς μου. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπόθουν
ἀπὸ τόσα χρόνια, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἡ
ψυχή μου ἐμελετοῦσε νύκτας καὶ ἡμέρας,
τὸ ἀπήλαυσα, τὸ ἀπέκτησα. Τὸ Μέγα καὶ
Ἀγγελικὸν Σχῆμα. Δὲν εἶμαι πλέον ὁ
Διδάσκαλος Ἀλέξανδρος, ὁ πρεσβύτης, ὁ
πολυάσχολος μὲ τὰς μερίμνας τοῦ κόσμου.
Εἶμαι ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος, λαβὼν τὸ
Ἀγγελικὸν Σχῆμα ἀπὸ τὸν γλυκύτατον
καὶ ἀηδονόστομον Μητροπολίτην
Χαλκίδος σεβασμιώτατον Γρηγόριον εἰς
μίαν πανέκλαμπρον λειτουργίαν τελεσθεῖσαν
ἐν τῇ Μητροπόλει Σκιάθου ὑπὸ τὴν
πανευφρόσυνον χαρὰν τοῦ κείραντός με
καὶ τὴν εὐφροσύνην τῶν καλῶν καὶ
ἀγαπώντων με συμπολιτῶν μου, ἐν τῶ
Ναῷ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν μὲ τὸν ὁποῖον
μὲ συνδέουσι ἀναμνήσεις παιδικῶν
χρόνων».
Ὁ
νεὸς μοναχὸς γράφτηκε στὸ μοναχολόγιο
τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς
πατρίδας του Σκιάθου. Ἐπρόκειτο δὲ νὰ
μονάσει στὸ κάθισμα καὶ μετόχιο τῆς
ὡς ἄνω μονῆς, τὸν Ἅγιο Χαράλαμπο.
Μάλιστα ἐπισκεύασε καὶ τὰ κελλιά, ὅπου
θὰ ἔμενε. Ὅμως στὶς 9 Ὀκτωβρίου ἀσθένησε
καὶ στὶς 25 τοῦ ἰδιου μήνα ἀναχωρεῖ
ἀπὸ τὰ ἐπίγεια.
Σαράντα
ἡμέρες ἀπὸ τὴν κουρά του καὶ συγκεκριμένα
στὸν ἴδιο ναό, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν,
ψάλλεται ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία του,
κλείνοντας ἔτσι ἕναν κύκλο συγκινητικὸ
μέν, ἀλλὰ προπάντων ἱεροπρεπῆ καὶ
καθοσιωμένο.
Ἀνάβοντας
ἕνα κερὶ στὴ μνήμη τῶν ὁσιακῶν αὐτῶν
Μορφῶν ταπεινὰ εὐχόμαστε: «Ἀνδρονίκου
καὶ Ἀθανασίας τῶν μοναχῶν, αἰωνία ἡ
μνήμη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου