Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Το βιβλίο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου, Αναζητώντας τη Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά,
κυκλοφόρησε από τις εκδ. Ύψιλον, που είχαν,
και έχουν, την τιμή να εκδίδουν και το ποιητικό έργο του ο Οδυσσέα Ελύτη. Το
βιβλίο περιλαμβάνει επιλογή από άρθρα, εισηγήσεις και ομιλίες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν
τα τελευταία είκοσι χρόνια με αφορμή εκδηλώσεις για τον ποιητή. Οι ενότητες είναι
πέντε και συνοπτικά αναφέρω: Α. «Εισαγωγή
στην Ποίηση του Ελύτη». Β. «Μέσα από τα ποιήματα», ερμηνευτικές
προσεγγίσεις συγκεκριμένων ποιημάτων. Γ.
«Ποίηση και Ζωγραφική», το διπολικό σχήμα δημιουργίας που χαρακτηρίζει τον
ποιητή. Δ. «Ο Ελύτης και η Ευρώπη», ο διάλογος του Ελύτη με τα ευρωπαϊκά
ρεύματα. Ε. «Έννοιες και σχέσεις», όπου ανιχνεύεται η λειτουργία διαφορετικών
εννοιών στο έργο του Ελύτη. Υπάρχει ακόμα ένα συγκεφαλαιωτικό κείμενο και
ορισμένες διευκρινίσεις για τον αναγνώστη.
Η Ηλιοπούλου, ποιήτρια επίσης, πέραν της
παιδείας και της ευαισθησίας της, διαθέτει κι ένα ακόμη πλεονέκτημα έναντι των
άλλων διερμηνευτών της ποίησης του μεγάλου μας ποιητή, και αυτό έγκειται στην εκ
του πλησίον αναπνοή του ιδιωτικού χώρου. Θυμίζω πρόχειρα πώς αισθάνθηκε ο
Ελύτης όταν βρέθηκε μπροστά σε μια ιδιωτική στιγμή του Σικελιανού που «ξυπόλυτος»
στο «σφουγγαρισμένο σανίδι» έτρωγε ένα τσαμπί σταφύλι που το σήκωνε κάθε τόσο
και το «καμάρωνε στο φως» (Ανοιχτά Χαρτιά,
σελ. 272)[1].
Ή «Να δοκιμάσεις με τον ίδιο τρόπο που
δοκιμάζει ο Διονύσιος Σολωμός δεκαεννέα φορές τον ίδιο στίχο». Ή, όταν καταγράφει ιδιωτικές στιγμές άλλων. Ο «Λόρδος Μπάυρον συνήθιζε να πίνει ένα ποτήρι νερό κάθε απόγευμα η ώρα έξι
ακριβώς. Ο Λένιν να βρίσκει τους κοντυλοφόρους εκεί που τους είχε αφήσει και με
την ίδια σειρά. Ο Πούσκιν, ευθύς που τελείωνε το γράψιμο, ξανάβαζε τα βιβλία
στην προκαθορισμένη θέση κι απαγόρευε στους υπηρέτες του να τ’ αγγίξουν». «Οι μεγάλοι μας ρομαντικοί κι επαναστάτες
είχανε τις μικρές τους συνήθειες». (Ιδιωτική
Οδός, «Πρόσω Ηρέμα»). Ή, τέλος, τη συγκίνηση που ένιωσε όταν ο Πικασσό τον
κάλεσε στο σπίτι του να γευματίσουν μαζί (Ανοιχτά
Χαρτιά, σελ. 328). Οι μικρές
συνήθειες της καθημερινής ζωής εξασφαλίζουν ένα άλλου είδους προβάδισμα, έναντι
όλων ημών που αγαπάμε την ποίηση του Ελύτη και ασχολούμαστε μαζί της. Ωστόσο η
Ηλιοπούλου δεν μας παρέχει τέτοιες στιγμές. Αντιθέτως συνθέτει το εργοβιογραφικό του, αγρεύοντας από
τα ποιήματά του στοιχεία, με την ιδιοσυγκρασία της Ελληνίδας που αναπνέει στο
ρυθμό των στίχων του και βαδίζει στα μέτρα των λέξεών του. Και όπως τα πεζά του
Ελύτη είναι ποιητικά έτσι και τα δικά της πεζά είναι ποιητικά. Η ανάγνωση του
βιβλίου της μας δείχνει ότι, στην ευλύγιστη μελέτη της, στηρίζεται με το ένα πόδι στον δικό της ποιητικά εκφρασμένο
πεζό λόγο και με το άλλο στον ποιητικό λόγο του Ελύτη. Ο δικός της λόγος, το
περιέχον, μοιάζει με όστρακο που προστατεύει το μαργαριτάρι, το οποίο
περιεργάζεται με πολύ μεγάλη προσοχή, αισθαντικότητα και γνώση, με αποτέλεσμα να
ερμηνεύει την ποίηση και να αναπτερώνεται ο αναγνώστης. Η λογική αποτίμηση του στίχου δεν χάνει τη συναισθηματική
του ένταση στον διερμηνευμένο λόγο της. Και η γλώσσα ρέει σαν νεράκι που δεν εμποδίστηκε
από κανένα βότσαλο, σαν αεράκι που δεν σκόνταψε σε κανενός βράχου εξοχή. Για να
επιχειρήσω το ανάλογο, και εκ του αντιθέτου, με θραύσματα ελυτικά, τα «νερά»
δεν είναι «σγουρά», είναι όμως «του γαρ
και του «άρα».
Ο αναγνώστης θα
αντιληφθεί αμέσως την αρμονική σύζευξη των ρεαλιστικών στοιχείων
(αντικειμενικές πληροφορίες) με την ποιητική τους μεταμόρφωση. Η ερμηνευτική
αποτίμηση των ποιητικών μονάδων (λέξεις-κλειδιά, σύμβολα), οι διευκρινίσεις
όρων και η ανάλυση στίχων συνιστούν ένα «δηλαδή» που βοηθάει τον αναγνώστη στη
καμπή της ποιητικής σκέψης. Και συχνά κρυμμένα μέσα στα «στοιχεία μιας ποιητικής
ταυτότητας» βρίσκονται τα κλειδιά ερμηνείας.
Διαβάζω προσεκτικά,
γνωρίζοντας πως επανερμηνεύω τα ερμηνευμένα ήδη: «Αναζητώντας τις βασικές
αρχές», μέσα από ένα ζωγραφικό έργο του Ελύτη, η συγγραφέας μας δίνει την
αίσθηση της μαγείας και βέβαια δεν «φοβόμαστε», όπως σπεύδει να μας αποτρέψει,
διότι η μαγεία και το θαύμα είναι εκ των ων ουκ άνευ στη συγκεκριμένη ποίηση.
Κατά το όστις θέλει οπίσω μου ελθείν ο Ελύτης έχει προετοιμάσει τον αναγνώστη του:
«Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να ενδιαφέρεται για την Ποίηση. Άπαξ όμως κι ενδιαφέρεται, είναι υποχρεωμένος ‘‘να
γνωρίζει να μεταβαίνει’’ σ’ αυτή τη δεύτερη κατάσταση, να περπατεί και στον
αέρα και στο νερό» (Ανοιχτά Χαρτιά,
σελ. 131).
Και επειδή και ο αέρας
και το νερό είναι στοιχεία της ποίησής του, φορτισμένα με ηθικές δυνάμεις, η Ηλιοπούλου
τα μελετά. Και μελετώντας εκταμιεύει από το ελυτικό θησαυροφυλάκιο τα παραδείγματά της. «Η
αγιότης των φυσικών στοιχείων» μας λέει, «υλοποιείται και αντίστροφα, η
παρουσία Ναού πλάι στη θάλασσα σηματοδοτεί μια διαρκή χωρίς στίγμα θρησκείας
πίστη, της οποίας φύλακας είναι αυτός … ο ποιητής». Κι εδώ, «αυτός», ο
«ποιητής» υλοποιεί την ιδέα που κάποτε άστραψε στο μυαλό του, με διάμεσο την κληρονόμο,
δηλαδή, τον Ναό που είχε χτίσει χρόνια πριν μέσα στην ποίησή του: «Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό
είχα / Κάνει Ναό που κάθομουν να τον φυλάγω». Η ιδέα –επιθυμία του ποιητή, με
υλικά αντλημένα από την ίδια γη -πέτρες, θαλασσινό νερό και την επικουρία του
απολυμαντικού ασβέστη- πραγματώνεται στο απτό, χειροπιαστό παράδειγμα, το εκκλησάκι της Παντοχαράς στη Σίκινο (βλ. e-περιοδικό: Παραθέματα
Λόγου, «Οδυσσέας Ελύτης – π. Παναγιώτης Καποδίστριας στη Σίκινο», Τετάρτη,
15 Οκτωβρίου 2014).
Ο «αισθητός και ο
πνευματικός κόσμος μετατίθενται αμοιβαία», μας λέει. «Παντού, τα στοιχεία της
φύσης μεταθέτουν αμοιβαία τις ιδιότητές τους». Ο κόσμος του ποιητή είναι «συγκροτημένος», παρατήρηση που μας
ξαναθυμίζει τους στίχους από τον Μικρό
Ναυτίλο (XXVI): «Ένας πλήρης, αυτάρκης και συγκροτημένος κόσμος που μου ανταποκρίνεται και του ανταποκρίνομαι
και εισχωρούμε μαζί σαν ένα σώμα στον κίνδυνο και στο θαύμα».
Κομβικό
σημείο στη σκέψη του Ελύτη είναι η λέξη «υποσυνείδητο» που λειτουργεί σαν
σύνθεση όλων των αντινομιών. Εξισορρόπηση όλων των αντιθέτων. Η εγκοσμίωση του
ιδανικού. Η αρχή και το τέλος. Η συνάντηση της Ανατολής με τη Δύση. Η
ειδωλολατρία και ο Χριστιανισμός. Η
χώρα του Άξιον Εστί που σωματοποιεί
την προϋπάρχουσα ιδέα της ελληνικότητας, αλλά δεν φυλακίζει την ποίηση στο
ποίημα. Αντίθετα της «ανοίγει διαύλους» και αποκαλύπτει την «πολυπλοκότητα της
αίσθησης που την αποκαλεί Ελλάδα», της δημιουργεί «το ποιητικό ανάλογο» και μ’
αυτό «προσθέτει μια σταθερή παράμετρο στον προσδιορισμό της». Μέσα από τέτοιες
διατυπώσεις κρυφοκοιτάζει η μαγεία και γίνεται
η μετάβαση από τη νόηση στην αίσθηση ή η νόηση ενσαρκώνεται για να γίνει αισθητή,
κατανοητή ή, με τα λόγια τα δικά του, «είναι
η νόηση του αφηρημένου μεσ’ απ’ την αίσθηση του συγκεκριμένου» (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 32). Είναι αυτό που θα βρούμε και αλλού. Ότι
δηλαδή, στην ποίηση του Ελύτη, «Ακόμη
και οι πιο αφηρημένες έννοιες λαμβάνουν αντίκρισμα ορατό». Πρόκειται για
«αρχιτεκτόνημα αισθήσεων, χρωμάτων, ρυθμών, πρωτότυπων στοχασμών». Δεν είμαστε
μακριά από τις Correspondences του Baudelaire, ούτε από τους ζωγράφους που αντιμετώπισαν τον «λόγο σαν
σχήμα», την «αντιστοιχία αίσθησης –
ιδέας» και τη «δυναμική της εικονοπλαστικής φαντασίας». Κατά το «ζητήσετε και
ευρήσετε» ο Ελύτης μας βοηθάει να βρούμε «τα λόγια ενός κόσμου στα μέτρα των
αισθήσεων, στα μέτρα του ονείρου, στα μέτρα της επιθυμίας… στα μέτρα της
αληθινής καρδιάς».
Η αναγωγή στα επίπεδα πέραν της εμπειρίας
γίνεται με μεγάλη ευαισθησία, όπως συμβαίνει με τη διαπραγμάτευση της μελέτης
της ποιητικής σύνθεσης Μονόγραμμα, όπου
ο ποιητής, γράφει η Ηλιοπούλου, «ενδύεται
τον ενεστώτα χρόνο του έρωτά του», ερμηνεύοντας εκείνη την επίμονα επανερχόμενη
επίκληση, «μ’ ακούς;», ως παρουσία του απόντος προσώπου. Το
σπουδαιότερο, όμως, ίσως, είναι ότι η
φθορά εν τέλει στρέφεται εναντίον της και το «κρύσταλλο του Μονογράμματος θα
μας διδάξει πώς να εξαργυρώνουμε τα ανεκτίμητα των βιωμάτων εν τέχνη». L’ art est une blessure qui devient lumière, είναι μια φράση του Ζωρζ Μπρακ που μας έρχεται πρόχειρα
στο μυαλό.
Κι έτσι το βιβλίο από το
ένα στο άλλο μιλά για την ποίηση του Ελύτη, για την ποίηση γενικώς, για την
ποίηση και το έρωτα, για το υλικό σώμα του ποιήματος που «ασκούσε πάντα μιαν ακατανίκητη έλξη» στον
ποιητή, για τη γλώσσα, για τις έννοιες
και τις σχέσεις τους, για την ιερότητα και την αγιότητα των αισθήσεων, για την
Κρήτη, την Άνδρο, τις ιδιωτικές στιγμές και «συνάμα στιγμές της υπερβατικής
ελληνικής φύσης», όπως αυτές καταγράφονται στον Μικρό Ναυτίλο. Και στον «Επίλογο» έντεκα μικρά κείμενα που φέρνουν σημαντικές
διασαφηνίσεις.
Εν τέλει, ο Οδυσσέας
Ελύτης είναι ο μέγας ποιητής του 20ού αιώνα και υψίστη παρακαταθήκη για
τους μέλλοντες ποιητές. Εκείνος που ύμνησε την Ελλάδα και τη φύση, τη ζωή και
τον έρωτα, που απομυθοποίησε τον θάνατο, που έδωσε πνευματική υπόσταση στην
ύλη, που είδε και τα πέραν αλλά και τα τρέχοντα, τα τρέχοντα που ποτέ δεν αγνόησε και ας τον «λιθοβόλησαν» και τον είπαν
«αεροβάτη». Επιλέγω το ελάχιστο από το πολύ που υπάρχει στα γραπτά του και στο
βιβλίο: «Τα εμπορεία της Αγοράς
διανυκτερεύουν και η καλλιέργεια συμφέροντος και κακίας ως άθλημα
καταρρίπτει καθημερινά το ρεκόρ του χθες». Δεν ζει ο ποιητής για να δει πόσο,
δυστυχώς, επαληθεύτηκε, σ’ αυτά που είχε με όλες τις αισθήσεις αισθανθεί και
με το νου αντιληφθεί, και πόσο διαψεύστηκε
σ’ αυτά που η καρδιά είχε ονειρευτεί. Όμως,
όσο και αν είναι τα πράγματα πικρά, η ελπίδα του δεν μας εγκαταλείπει. Αυτό
δείχνει το πολυφίλητο εκείνο «γιατί η
ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος» (με
όσες σημασίες, μπορεί να πάρει ο θάνατος, με εκείνο το «εκεί» προσδιορισμένο: «εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται», εκεί
που οδηγεί «η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και
το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός» (Ανοιχτά
Χαρτιά, σελ. 39). Με άλλα λόγια, εκεί που τα πράγματα μετέχουν του εδώ και
του πέραν, εκεί που το φυσικό φως μετατρέπεται
σε «Λόγο», άρα σε Δημιουργό και το «φως το Άκτιστον» σε Θεό και αιωνιότητα,
εκεί που χωρίς να θεολογεί και χωρίς να χάνει την επαφή με τη γη, ισορροπώντας την πραγματικότητα με το φυσικό φαινόμενο του
πνεύματός του, εκεί στην άκρη της ζωής και στην άκρη του θανάτου, γίνεται ΘΕΟΣ ο
ίδιος (ας μη μου καταχωριστεί ύβρις), όπως ποιητής είναι και ο Θεός, και ο
θάνατος υπηρέτης της ζωής, για να μας ελεήσει.
Και η μελέτη, η
εισήγηση, το άρθρο συνεχίζεται πάντοτε κοντά στο στίχο, ποτέ από το πρωτότυπο μη κινούσα (για να παραφράσω τον
Καβάφη), με παρέμβαση στους στίχους
πάντοτε διακριτική, σαν μια μικρή κρυστάλλινη ράβδος ελαφρά να διευθετεί
ορατά και αόρατα. «Η τέχνη της ποίησης», γράφει η Ηλιοπούλου, είναι «η πιο
πρόσφορη στη μεταγλώττιση, αποδεικνύεται πως ξέρει να υπερβαίνει με βήμα
χορευτικό τις μπάρες των τοπικών περιορισμών και να αποτελεί ένα απέραντο δίχτυ
ασφαλείας της πανανθρώπινης ψυχής» και συμφωνούμε απολύτως.
Το βιβλίο διαβάζεται
αργά, απολαυστικά. Περιέχει τα πάντα, θίγει όλα εκείνα που αποτελούν τα αγκωνάρια του ελυτικού ποιητικού
ναού, με ωραία γλώσσα, εύστοχη λέξη, σωστά επιλεγμένους στίχους, ώστε να
αποδεικνύουν το δέον. Ο αναγνώστης που έχει ήδη κάποια επαφή με την ποίηση του
Ελύτη απολαμβάνει, ο μη έχων
διδάσκεται και ο επαρκής «μεταβαίνει»
και ίσως αυτή να είναι Η Δέκατη Τέταρτη
Ομορφιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου