Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου
μετὰ τὸ πέρας τῆς Δοξολογίας,
κατὰ τὴν Δεξίωσιν
εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν Προφήτου Ἠλιοῦ Φραγκφούρτης
(12 Μαΐου 2014)
Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε, Ἱερώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί, Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, Εὐχαριστήσαντες διὰ τῆς Δοξολογίας τὸν Θεὸν ὁ Ὁποῖος ἐπεδαψίλευσεν εἰς ἡμᾶς τὴν χαρὰν καὶ τὴν εὐλογίαν τῆς μετ᾽ ἀλλήλων συναντήσεως καὶ τῆς κοινῆς προσευχῆς, εὐχαριστοῦμεν τώρα καὶ ἅπαντας ὑμᾶς τοὺς προσελθόντας διὰ νὰ ἐκδηλώσετε τὰ εὐγενῆ αἰσθήματα τιμῆς, σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης πρὸς τὴν ἡμετέραν Μετριότητα, τὸν Πατριάρχην σας. Ὅλως ἰδιαιτέρως εὐχαριστοῦμεν τοὺς ἐλθόντας πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον ἀπὸ τὴν εὐρυτέραν περιοχὴν τῆς Ἔσσης, τοὺς ἐκλεκτοὺς Γερμανοὺς προσκεκλημένους καὶ φίλους τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας καὶ τῆς ἐνορίας ταύτης, συγχρόνως δὲ καὶ τοὺς ἐκπροσωποῦντας τὸν Σύλλογον Κωνσταντινουπολιτῶν, καὶ ἀπευθύνομεν πρὸς ἅπαντας τὸν πασχάλιον χαιρετισμόν «Χριστὸς ἀνέστη». Εὑρισκόμενοι ἀπὸ τῆς χθὲς εἰς τὴν μεγαλούπολιν ταύτην, τὴν ἀποκαλουμένην καὶ οἰκονομικὴν πρωτεύουσαν τῆς Εὐρώπης, εἴχομεν τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἴδωμεν τὰ ἐπιβλητικὰ κτήρια τὰ ἀντανακλῶντα τὴν οἰκονομικὴν εὐμάρειαν καὶ τὴν αὐτοπεποίθησιν τῶν ἰδιοκτητῶν αὐτῶν, καὶ τῶν ἑδρευόντων ἐν αὐτοῖς χρηματοπιστωτικῶν ἱδρυμάτων καὶ οἰκονομικῶν ὑπηρεσιῶν. Καὶ οὐχὶ ἀδίκως, διότι ἡ οἰκονομικὴ ἄνεσις καὶ εὐμάρεια ἀποτελεῖ συνάρτησιν τῆς ἐργατικότητος τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς λελογισμένης χρήσεως τῶν ἐκ τῆς ἐργασίας αὐτῶν προερχομένων κερδῶν καὶ οὐχὶ τῆς σπατάλου διαχειρίσεως καὶ ἀλογίστου ἐκδαπανήσεώς των. Οἱ διαθέτοντες ὅμως τὴν τοιαύτην εὐμάρειαν καὶ οἱ πλησίον αὐτῶν δὲν θὰ πρέπει νὰ παρασύρωνται εἰς σκέψεις ὑπερηφανείας καὶ λογισμοὺς ἀλαζονείας, διότι τοιαῦται σκέψεις καὶ λογισμοὶ ὡδήγησαν τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴν Παλαιὰν Διαθήκην εἰς τὴν σχεδίασιν τῆς ἀνεγέρσεως πύργου ὑψηλοῦ, ὁ ὁποῖος νὰ ἐγγίζῃ τὸν οὐρανόν. Ἀλλ᾽ ὁ τοιοῦτος πύργος, ὁ πύργος τῆς Βαβέλ, οὐδέποτε ὡλοκληρώθη, ἐξ αἰτίας τῆς συγχύσεως τῶν γλωσσῶν τῶν ὑπερηφάνων κατασκευαστῶν αὐτοῦ, παρέμεινε δὲ ὡς τεκμήριον τῆς ἀλαζονείας, εἰς τὴν ὁποίαν ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἡ κατὰ κόσμον ἰσχὺς καὶ δύναμις, ἰδίᾳ ὅταν ἀδιαφοροῦν διὰ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐκτὸς τῶν πλουσίων ἢ τῶν ἰσχυρῶν, ὑπάρχουν καὶ ἀσθενεῖς καὶ ἐνδεεῖς συνάνθρωποί των, οἱ ὁποῖοι χρῄζουν βοηθείας καὶ στηρίξεως ὑπ᾽ αὐτῶν. Βεβαίως, οἱ τοιοῦτοι εἶναι πολλάκις εὐτυχέστεροι τῶν πλουσιωτέρων συνανθρώπων των, διότι τὰ ὀλίγα καὶ πενιχρὰ μέσα τὰ ὁποῖα ἔχουν εἰς τὴν διάθεσιν αὐτῶν γνωρίζουν νὰ τὰ μοιράζωνται μὲ τοὺς ἀδελφούς των, ἀποκτῶντες τοιουτοτρόπως τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὰ ἔργα των. Τοῦτο μᾶς διδάσκει καὶ τὸ γνωστὸν ἐκ τοῦ βίου τοῦ προστάτου τῆς ἐνορίας ταύτης, τοῦ προφήτου Ἠλιού, θαῦμα. Εὑρεθεὶς ὁ προφήτης ἐν τῇ οἰκίᾳ χήρας τινὸς καὶ πτωχῆς γυναικός, μὴ ἐχούσης οὐδέν τι κατάλληλον διὰ νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν ἐπισκέπτην αὐτῆς παρὰ μόνον ὀλίγον ἄλευρον, διέθεσε τοῦτο μετὰ πολλῆς χαρᾶς διὰ νὰ παρασκευάσῃ ἄρτον χάριν τοῦ φιλοξενουμένου αὐτῆς προφήτου. Ἡ τοιαύτη προσφορὰ μεγάλως συνεκίνησε τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ ἐξ εὐγνωμοσύνης προσηυχήθη ὑπὲρ αὐτῆς τῷ Θεῷ, διὰ νὰ μὴν τελειώσῃ οὐδέποτε τὸ ἄλευρον ἐν τῇ οἰκίᾳ τῆς γυναικός, ὅπερ καὶ θαυμαστῷ τῷ τρόπῳ ἐπραγματοποιήθη. Τὸ θαῦμα τοῦτο οὐδόλως παραποιεῖ τὸ νόημα τῆς ἐργασίας ἢ θέτει ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν ἀναγκαιότητα αὐτῆς. Ἀντιθέτως, ὑποδεικνύει εἰς ἡμᾶς τὴν σημασίαν τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ἐλεήμονας καὶ εἰς τοὺς προσφέροντας μετὰ χαρᾶς εἰς τὸν πλησίον, ἀκόμη καὶ ἐκ τοῦ ὑστερήματος αὐτῶν, διὰ τοὺς ὁποίους ἰσχύει τὸ τοῦ ἀποστόλου «ἱλαρὸν δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β΄ Κορ. θ΄,7). Πολλάκις ἀναζητοῦμεν τὰς αἰτίας τῆς συγχρόνου οἰκονομικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία ταλανίζει πλείστους ὅσους ἀδελφούς μας, ἐν τῇ εὐημερούσῃ ἐν συγκρίσει πρὸς ἄλλας χώρας τοῦ κόσμου Εὐρώπῃ. Μᾶς διαφεύγει ὅμως ὅτι μία ἐκ τῶν σημαντικωτέρων αἰτιῶν τῆς κρίσεως εἶναι ἡ πλεονεξία τῶν ἐχόντων, οἱ ὁποῖοι, φοβούμενοι τὴν ἐλάττωσιν τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν, ἀρνοῦνται νὰ προσφέρουν κάτι ἀπὸ αὐτὰ εἰς τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην ἀδελφούς των, μὴ συνειδητοποιοῦντες ὅτι ἡ ἀνέχεια ἐκείνων ἔχει δυσαρέστους συνεπείας καὶ διὰ τοὺς ἰδίους, ὡς δημιουργοῦσα μίαν κοινωνίαν ἄνισον καὶ ἄδικον, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἀληθὴς καὶ χρηστὴ πρόοδος. Ἐν σχέσει ὅμως πρὸς τὴν οἰκονομικὴν κρίσιν, ἡ ὁποία μαστίζει χώρας τινὰς τῆς Εὐρώπης, καὶ διὰ τὴν ἀποτελεσματικωτέραν ἀντιμετώπισιν τῆς ὁποίας ἀπαιτοῦνται ἀναμφιβόλως τόσον οἰκονομικὰ μέτρα ὅσον καὶ προσπάθειαι ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἐμπλεκομένων εἰς αὐτὴν ὁμάδων, διαφεύγει τὴν προσοχήν μας συνήθως καὶ ἕτερόν τι, τοὐτέστι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ οἰκονομικὸς παράγων δὲν εἶναι ὁ μόνος ὅστις καθορίζει τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε αὐτὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐξαρτᾶται κατ᾽ ἀπόλυτον τρόπον ἡ εὐτυχία καὶ εὐημερία αὐτοῦ. Αὐτὴ ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπὸ τὴν σχέσιν του πρὸς τὸν δημιουργόν του Θεόν, ἄνευ τῆς εὐλογίας τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος καὶ προοδεύων δὲν αἰσθάνεται εὐτυχής, δὲν αἰσθάνεται ἱκανοποιημένος, δὲν αἰσθάνεται πλήρης. Διὸ καὶ παρατηροῦμεν εἰς τὰς συγχρόνους κοινωνίας ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι, παρότι διαθέτουν ὅλας τὰς κατὰ κόσμον προϋποθέσεις διὰ νὰ εἶναι εὐτυχεῖς, ἐν τούτοις εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀπελπισίαν καὶ ἀπόγνωσιν διὰ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἐξέλιξιν αὐτῆς καὶ ὄχι σπάνια θέτουν τέρμα εἰς τὴν ζωήν των. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ Ἐκκλησία συστήνει τὴν εἰς Κύριον ἀνάθεσιν τῶν μεριμνῶν τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς βεβαίως τοῦτο νὰ σημαίνῃ ὅτι παροτρύνει εἰς παραίτησιν αὐτοῦ ἀπὸ τὴν ἐργασίαν ἢ τὴν προσπάθειαν πρὸς βελτίωσιν τῆς θέσεως καὶ τῆς καταστάσεώς του. Συστήνει ὅμως αὐτὴν διότι πιστεύει εἰς τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ὅτι ὑπεράνω τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα «σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ τὰ ὁποῖα κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι» (Ματθ. ς΄, 19-20), εὑρίσκεται ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία εἶναι προωρισμένη νὰ ζήσῃ αἰωνίως, καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό «ἓν, οὗ ἔστι χρεία» (πρβλ. Λουκ. ι΄, 41). Ἡ ψυχικὴ κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἁρμονικὴ καὶ ἐν ἀγάπῃ συμβίωσίς του μετὰ τῶν συνανθρώπων του καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη του πρὸς τὸν Θεὸν προσφέρουν περισσοτέραν εὐτυχίαν εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Διὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας διαρκῶς ἐπαναλαμβάνει τὸ ψαλμικὸν λόγιον «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. λγ΄ 11). Αὐτὴν τὴν πίστιν καὶ αὐτὴν τὴν βεβαιότητα, ἐντὸς τῆς ὁποίας ζῶμεν καὶ κινούμεθα ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μεταφέρομεν καὶ πρὸς ἐσᾶς ἀπὸ αὐτήν, ἀπὸ τὸ Ἱερό μας Κέντρον. Γνωρίζομεν τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνας σας εἰς τὴν φιλόξενον χώραν αὐτὴν εἰς τὴν ὁποίαν ἤλθετε πρὸ ἐτῶν διὰ νὰ ἀναζητήσετε ἐργασίαν καὶ προοπτικὴν διὰ τὸ μέλλον σας καὶ τὸ μέλλον τῶν οἰκογενειῶν καὶ τῶν τέκνων σας. Γνωρίζομεν καὶ τὰ ἀγαθὰ ἀποτελέσματα τοῦ μόχθου σας. Διὸ καὶ εὐλογοῦμεν ἀπὸ καρδίας τοὺς κόπους καὶ τοὺς τιμίους ἱδρῶτας σας, καὶ σᾶς συγχαίρομεν πατρικῶς δι᾽ ὅσα ἐπετύχετε τόσον εἰς προσωπικὸν ὅσον καὶ εἰς συλλογικὸν ἐπίπεδον. Χαίρομεν καὶ καυχώμεθα διὰ σᾶς, διότι διὰ τῶν ἔργων σας ἐπετύχετε τὴν ἀναγνώρισιν καὶ τὴν τιμὴν τῆς κοινωνίας ἐντὸς τῆς ὁποίας ζῆτε καὶ ἐργάζεσθε, καὶ τῶν Γερμανῶν συμπολιτῶν σας. Χαίρομεν καὶ καυχώμεθα διότι διὰ τῶν κόπων σας ἐδημιουργήσατε τὰς καταλλήλους ὑποδομὰς διὰ τὴν ὑποστήριξιν τῆς νέας γενεᾶς, τῶν τέκνων σας. Χαίρομεν βλέποντες τὸν ναὸν τοῦτον, παλαιὸν ναὸν παραχωρηθέντα ἀρχικῶς ὑπὸ τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς δευτέρας ἐν Φραγκφούρτῃ ἐνορίας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας, ἐπεκταθέντα καὶ ἀνακαινισθέντα καὶ εὐτρεπισθέντα καὶ κοσμηθέντα δι᾽ ἁγιογραφιῶν, οὕτως ὥστε νὰ ἐξυπηρετῇ ἐπαρκέστερον τὰς διευρυμένας ἀνάγκας τῆς ἐνορίας σας. Χαίρομεν καὶ διὰ τὴν πολυσχιδῆ δρᾶσιν τὴν ὁποίαν ἀκούομεν ὅτι ἀναπτύσσει ἡ ἐνορία σας χάριν κυρίως τῶν νέων, δίδουσα καὶ τοιουτοτρόπως τὴν καλὴν μαρτυρίαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸν κόσμον. Μεγάλως χαροποιεῖ τὴν ἡμετέραν Μετριότητα ἡ ἐκ τοῦ πλησίον συνάντησίς μας καὶ ἡ ἐπικοινωνία μετὰ πάντων ὑμῶν, τῶν ἀγαπητῶν τέκνων τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅλως δὲ ἰδιαιτέρως τῶν ἐξ αὐτῆς καταγομένων, τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται κατὰ τὴν παροῦσαν ἑσπέραν ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν. Πρὸς αὐτοὺς ἀλλὰ καὶ πρὸς ἅπαντας ὑμᾶς μεταφέρομεν τὴν ἀγάπην τῶν ἐν τῇ πόλει ἀδελφῶν μας, τῶν ὀλίγων ἀλλ᾽ ἀναριθμήτων, ὡς ἔλεγεν ὁ μακαριστὸς προκάτοχός μας, Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὡς ἐπίσης καὶ τὴν εὐλογίαν τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας. Σᾶς εὐχαριστοῦμεν διὰ τὴν ἐγκάρδιον καὶ θερμὴν ὑποδοχήν, σᾶς ἐναγκαλιζόμεθα πατρικῶς καὶ σᾶς εὐλογοῦμεν ἐν ἀγάπῃ. Μείνατε «ἑδραῖοι καὶ ἀμετακίνητοι» εἰς τὴν πίστιν καὶ τὰς παραδόσεις τῶν πατέρων μας. Μείνατε ἡνωμένοι μετὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετ᾽ ἀλλήλων, διὰ νὰ ἔχετε τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὰ ἔργα σας. Προσευχόμεθα καὶ θὰ προσευχώμεθα πάντοτε δι᾽ ὑμᾶς, ἀναμένοντες νὰ σᾶς ἴδωμεν καὶ εἰς τὰς αὐλὰς τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας. Ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου εἴησαν μετὰ πάντων ὑμῶν. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου