Γράφει
η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Οι «ιδανικές φωνές» του Κ. Π. Καβάφη είναι αναρτημένες στους τοίχους των ωραίων αιθουσών του Μεγάρου Σταθάτου. Και κάτω, οι «ιδανικές μορφές» τους αναδύονται από τα αγάλματα ή τις προτομές αυτών που αποτέλεσαν την αφορμή.
Εικονογραφώντας ποιήματα του Καβάφη
επιμελήθηκε την έκθεση στο Κυκλαδικό Μουσείο ο κ. Νικόλαος Σταμπολίδης, ο
οποίος με πολλή φροντίδα, αγάπη αλλά και γνώση έχει αντιστοιχίσει τα εικαστικά
με τα ποιήματα και έχει κάνει τόσο απτό, ορατό, αισθητό εν γένει το άπιαστο, το
αιωρούμενο στον αέρα αίσθημα του ποιητή.
Η πρώτη εικόνα για τον επισκέπτη είναι
βέβαια τα φύλλα, τα φέιγ βολάν, με τα ποιήματα του Καβάφη που σαν πουλιά
ξεκινούν από μια στοίβα χαρτιών και ανεβαίνουν τη σκάλα για να επιβεβαιώσουν
ότι τα έπεα είναι πτερόεντα ή ότι τα λόγια των ποιητών είναι φτερωτά. Η σκάλα,
με λίγη «φαντασία» και λιγότερο «λόγο», σχεδόν ίδια, σαν εκείνη της οδού Λεψίους 10, όπου έζησε ο
ποιητής. Η «οτρηρή ταμίη», που θα έλεγε και ο Όμηρος, και καλά ενημερωμένη ξεναγός
διέτρεξε τις περιόδους, έδωσε το σώμα του ποιήματος και τα πραγματολογικά
συνακόλουθά του. Και στους τοίχους παντού οι «ιδανικές φωνές κι αγαπημένες» από
το ποίημα «Φωνές»:
Ιδανικές
φωνές κι αγαπημένες
εκείνων
που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για
μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε
μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε
μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και
με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι
από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα
μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.
Μεγεθυσμένες οι λέξεις, με την ιδιόχειρη
καλλιγραφία του Καβάφη, περιδιαβαίνουν μαζί μας τις αίθουσες σαν εμμονές, από
τις οποίες δεν μπορούμε να απαλλαγούμε. Είναι οι «φωνές» των πεθαμένων
αγαπημένων μας που «κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε» και «κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό». Η ψυχανάλυση ανέλαβε
βαρύ έργο να τεκμηριώσει τη σημασία του ονείρου στη ζωή του ανθρώπου. Κι είναι
η άποψη πως η προσκολλημένη σκέψη μας σε κάτι γεννά το όνειρο αλλά και η άλλη
πως το όνειρο από αλλού ξεκινημένο έρχεται να ζήσει σ’ αυτό που βλέπουμε στον
ύπνο μας. Δεν είναι της περίστασης, ούτε θέλω αυτή τη στιγμή να μιλήσω για κάτι
τέτοιο παρά μόνο να πω πως αυτοί οι δυο κεντρικοί στίχοι του ποιήματος είναι η
βάση και το έρεισμά του. Πάνω σ’ αυτό εδράζεται το αίσθημα του ανθρώπου που
έχασε τους αγαπημένους του. Και ό,τι και να γίνει, οι αγαπημένοι παραμένουν στη μνήμη των ζωντανών ζωντανοί,
με τη φωνή τους, την κίνησή τους, τα μάτια τους. «Σε κοίταζα μ᾿
όλο το φως και το σκοτάδι που έχω» λέει ο Σεφέρης, (ΙΑ΄ «Θερινό
Ηλιοστάσι»), κοιτάζοντας και εκείνος πέρα από τα τετριμμένα και οφθαλμοφανή.
Μάλιστα στο ίδιο ποίημα μιλάει για τη λεύκα που
Στη
δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της
σέρνουν
μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.
Αυτές οι σκιές, γιατί περί αυτών
πρόκειται, με λίγη φαντασία μετασχηματίζονται σ’ εκείνους που λείπουν και τις
φωνές τους ακούμε στη σκέψη μας. Ο Σεφέρης στο ποίημα «Ο Βασιλιάς της Ασίνης»
διερωτάται :
υπάρχουν
άραγε… υπάρχουν άραγε… υπάρχουν,
η
κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων
που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών
που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου…
Το τριπλό ερώτημα «υπάρχουν άραγε», «υπάρχουν
άραγε», «υπάρχουν» είναι άλλη μια μορφή
εμμονής· της αναζήτησης της «κίνησης του
προσώπου» και του «σχήματος της
στοργής», δυο πράγματα που έχουν
ριζώσει στη μνήμη του. Στην οπτική μνήμη «η κίνηση του προσώπου» η γκριμάτσα,
το ύφος, το σχήμα, η έκφραση που είναι κάτι, ας πούμε, χειροπιαστό. Και το άλλο, το απροσδιόριστο «σχήμα
της στοργής», σαν δυο χέρια ανοιχτά, έτοιμα για μια σφιχτή αγκαλιά. Αλλά επειδή
τίποτα δεν είναι σίγουρο ο ποιητής επανέρχεται στο ερωτηματικό «υπάρχουν» με
μια υποθετική αρνητική απάντηση:
ή
μήπως όχι δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το βάρος
η
νοσταλγία του βάρους μιάς ύπαρξης ζωντανής
εκεί
που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν
τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ
το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μές στο βούρκο
είκόνα
μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο
ποιητής ένα κενό.
Με εικόνες από τη φύση, με λυγισμένα
κλωνάρια ιτιάς, με ξεριζωμένα βούρλα, με
ένα ποτάμι βούρκο, καταλήγει πάλι με διφορούμενο τρόπο, πως «δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το βάρος» ή καλύτερα «η
νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής», μισοερωτώντας και μισοαποκρινόμενος, με κάτι συγκεκριμένο,
«το βάρος», για κάτι ταυτόχρονα αφηρημένο, τη «νοσταλγία του βάρους». Σαν να είναι τελικά μόνο αυτό που απομένει
από τον άνθρωπο. Η νοσταλγία που βαραίνει τον επιζήσαντα. Ο άλλος, σαν τον
βασιλιά της Ασίνης, είναι άφαντος και σκιά πάνω στον άσπρο τοίχο, σαν τα φύλλα
της λεύκας.
Ο Καβάφης ακούει μόνος τις αγαπημένες φωνές
«σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που
σβύνει» και ο Σεφέρης μένει μόνος με το κενό «μιας πίκρας παντοτινής».
* * *
Στο ίδιο κλίμα είναι το ποίημα «Λάνη
Τάφος». Στο τάφο βρίσκεται το σώμα του αγαπημένου Λάνη, αλλά :
Ο
Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε,
στον
τάφο που έρχεσαι και κλαις, και μένεις ώρες κι ώρες.
Τον
Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου
στο
σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα,
που
αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχε που ν’ αξίζει,
που
αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες αγαπήσει.
Παρακάμπτοντας τα νενομισμένα -τον επί
του τάφου θρήνο- ο ομιλών στο ποίημα συμβουλεύει την απομόνωση, την εις εαυτόν
στροφή, «στο σπίτι», γιατί αυτό που μένει από τον αγαπημένο νεκρό είναι η
«εικόνα» του που είναι χαραγμένη μέσα του, αυτή είναι που αξίζει και αυτήν είχε αγαπήσει,
ο Μάρκος. Η εικόνα, είδωλα των νέων, που ο Καβάφης συχνά θα την
σκηνοθετήσει να περιφέρεται στην κάμαρά του μέσα, στο χαμηλό φως της λάμπας,
δίνοντας έδαφος στην illusion
να αναπτυχθεί.
* * *
Και η illusion είναι
το έδαφος της ποίησης και αυτήν, μια άλλου είδους βέβαια, υπηρέτησε σε όλη τη ζωή του και ο «Βασιλεύς
Δημήτριος». Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1906.
Ώσπερ
ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής, μεταμ-
φιέννυται
χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής
εκείνης,
και διαλαθών υπεχώρησεν.
Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου
Σαν
τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι
απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο
βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε
ψυχή) καθόλου -έτσι είπαν-
δεν
φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’
έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και
τα ποδήματά του πέταξε
τα
ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε
γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας
όμοια σαν ηθοποιός
που
όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει
φορεσιά κι απέρχεται.
Πρόκειται για τον γνωστό μας Δημήτριο
Πολιορκητή, ο οποίος έζησε ως βασιλεύς μέσα στη χλιδή, στην ασωτεία και την
κραιπάλη. Κι όταν τον «παραίτησαν οι Μακεδόνες» (λες και τον είχαν
υπάλληλο) «καθόλου — έτσι είπαν — / δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς». Ο βασιλεύς
Δημήτριος στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή
είναι σκιά βασιλέως, βασιλεύς των χρυσών φορεμάτων και των ολοπόρφυρων
υποδημάτων και καθόλου βασιλεύς που στέκεται να αντιμετωπίσει τη μοίρα του λαού
του και του κράτους του. Το ασήμαντο
σαρκίο του να περισώσει έτρεξε και, από την πίσω πόρτα αλλάζοντας ρούχα,
«ξέφυγε». Σαν ηθοποιός. Το ποίημα είναι σαφές και όποιος δεν κατανοεί την ειρωνεία του πράγματος βεβαίως δεν
κατανοεί και την ειρωνεία του Καβάφη, ο οποίος βρίσκει τρόπο να ψέξει τους
ανάξιους, ανίκανους, άπραγους και επιδειξιομανείς, προβάλλοντας τα ωραία ρούχα
και τα κοσμήματα (όπως π.χ. και στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους» ή στο
«Αλεξανδρινοί βασιλείς»). Ο ποιητής είναι σαφής: «καθόλου δεν φέρθηκε σαν
βασιλεύς», -«έτσι είπαν»- φέρθηκε «σαν ηθοποιός», αλλά, «ας την παραδεχτούμε
την αλήθεια πια», ηθοποιός που στην προκειμένη περίπτωση δεν ποιεί ήθος, γιατί
δεν είναι και ηθοποιός, μια καρικατούρα βασιλέως είναι και καθόλου ο ποιητής
δεν τον υπερασπίζεται, όπως δεν υπερασπίζεται και όλους εκείνους που
καλυπτόμενοι κάτω από την σκευήν τους προσπαθούν να ξεγελάσουν το κοινό τους.
Εξαίρεση ίσως αποτελεί ο «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης», ο οποίος είναι ένας καταπιεσμένος και τον
λυπάται που αναγκάζεται να μη μιλάει «μήπως
και τον πάρουν στο ψιλό / ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι»
Αλεξανδρινοί, γιατί μιλούσε «με
βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά». Κατά τα άλλα ο Καβάφης συνιστά
αξιοπρέπεια. Στον Αντώνιο λέει «αποχαιρέτα
την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις».
Τον Δημήτριο δεν προλαβαίνει να τον συμβουλεύσει διότι εκείνος πρόλαβε και
«ξέφυγε», ακολουθώντας την παρότρυνση
του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης.
* * *
Μια άλλη φιγούρα της Πινακοθήκης των
βασιλέων είναι ο βάρβαρος ηγεμών που επιβλέπει την χάραξη πορτρέτου πάνω σε
νόμισμα που αναπαριστά διάδημα και φέρει επιγραφή «Φιλέλλην». Κι επειδή
υποψιάζεται τι μπορεί να σκεφτεί κι ο άλλος, προλαβαίνει:
Και
τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα
«Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω
απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι
και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού
το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
Βάρβαροι, βαρβαρότεροι και βαρβαρίσκοι
ενδιαφέρονται για το φαίνεθαι, προσλαμβάνουν Έλληνες καλλιτέχνες, προσπαθούν να
μοιάζουν με Έλληνες. Ακολουθούν τη μόδα της εποχής, η οποία είναι ελληνοπρεπής
αλλά μόνο στα εξωτερικά. Σαν τους αξιωματικούς της βρεταννικής αυτοκρατορίας από τις αποικίες με
τις επίσημες στολές τους, για τους οποίους έλεγε ο Σεφέρης «νοσταλγείς τον
καιρό που ήταν ανθρωποφάγοι». Όμως η μόδα είναι νόμος που την ακολουθούν περισσότερο όσοι δεν κατανοούν την ουσία της.
* * *
Και η περιήγηση συνεχίζεται. Το
ενδιαφέρον στρέφεται στον Δαρείο, πρόγονο του Μιθριδάτη (και οι δύο σκότωσαν πολλούς για να φτάσουν στο θρόνο), για
τον οποίο ετοιμάζει έπος ο ποιητής Φερνάζης… Κι ενώ προσπαθεί να διαλευκάνει αν
ο Δαρείος διακατεχόταν από «υπεροψίαν και μέθην» ή από «κατανόησι της
ματαιότητος των μεγαλείων»,
…
τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει
τρέχοντας,
και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.
Άρχισε
ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το
πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.
Ο
ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού
τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο
Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’
ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα
σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.
Και φυσικά τέτοια ώρα τέτοια λόγια, εδώ ο κόσμος καίγεται… Η
έκτακτη ανάγκη, ο πόλεμος και η αντιμετώπισή του, διακόπτουν την ποίηση. Η
φράση «ελληνικά ποιήματα» δυο φορές, δοσμένη ειρωνικά, όχι βέβαια για τον
ποιητή αλλά για τους πολέμαρχους, δείχνει το παράκαιρο της ποίησης στη
συγκεκριμένη περίσταση, την οποία εμποδίζει ο εξωγενής παράγων πόλεμος. Ταυτοχρόνως η επανάληψη του ονόματος του
βασιλέως μαζί με τους τίτλους, «Ο ένδοξός
μας βασιλεύς, Ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ» ακούγεται ειρωνικά και
επιπλέον δημιουργεί θυμηδία η ανησυχία
του Φερνάζη που έχασε την ευκαιρία να διακριθεί:
Aδημονεί
ο Φερνάζης. Aτυχία!
Εκεί
που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’
αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους
φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
Τι
αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του
αλλά και η ανικανότητα του «ενδόξου» βασιλέως, με τόσους
τίτλους κι ονόματα, να αντιμετωπίσει τον
εχθρό:
Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.—
Υποχρεωμένος πια ο Φερνάζης σε αυτοκριτική για λογαριασμό του
κράτους και των συμπατριωτών του, βλέπει ότι οι Καππαδόκες δεν είναι σε θέση «να
τα βάλουνε μ’ αυτούς», στους Ρωμαίους. Η λουστραρισμένη επιφάνεια γκρεμίζεται.
Το εγώ υποχωρεί πίσω από το εμείς. Η
τέχνη αναστέλλει τη λειτουργία της μπροστά στον κίνδυνο που διατρέχει η χώρα,
κι ο Φερνάζης παραιτείται του θρόνου του, στα σύννεφα, που θα του εξασφάλιζε ο
«Δαρείος» του. Διότι «ο ένδοξός μας
βασιλεύς, Μιθριδάτης, Διόνυσος κ' Ευπάτωρ» που κατάγεται από τον Δαρείο,
δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την επίθεση των Ρωμαίων!
Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.
Η
ποιητική ιδέα που επίμονα «πάει κ’ έρχεται» καταλήγει στη διπλή αναφορά της
φράσης «υπεροψίαν και μέθην», και δεν είναι τυχαία αυτή η επανάληψη. Είναι το
απόσταγμα της βαθιάς σκέψης του ποιητή από την αρχή της σύνθεσης. Ο ποιητής δεν
ολοκλήρωσε τη σύνθεσή του για τον Δαρείο, ολοκλήρωσε όμως την σκέψη του.
Το ποίημα είναι στιλέτο στην ματαιοδοξία των μεγαλομανών ηγετών,
που βρυχώνται κατά των εχθρών εκ του ασφαλούς και όταν οι ανάγκες το απαιτούν
δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν. Το μόνο πράγμα τελικά που μένει αλώβητο
είναι η ποίηση. Αυτή, και μέσα στην ταραχή, ακόμα κι αν δε δίνει έπη, δίνει πραγματικές και ουσιαστικές σκέψεις,
εφόσον, παρά την ταραχή και το κακό, η ποιητική ιδέα δεν εγκαταλείπει τον
ποιητή, αλλά «πάει κι έρχεται». Κι ο Καβάφης από το 1920 μ’ ένα φλας μπακ στο 74 μ.Χ. (στο Μιθριδάτη) κοιτάζει
τον Φερνάζη, ο οποίος, με τη σειρά του, από το 74 μ.Χ. κοιτάζει το 521-486 π.Χ. τον Δαρείο, δηλαδή ο
Καβάφης, καλυπτόμενος πίσω από τα ιστορικά προσωπεία, απομακρύνεται από τα
γεγονότα της εποχής του για να κρίνει πιο καθαρά, διαπλέκοντας τα ιστορικά
πρόσωπα με τον πλασματικό ποιητή και τον
πλασματικό με τον πραγματικό, για να πάρει θέση σε προβλήματα με διαχρονική σημασία.
Ιδανικές μορφές,
φωνές, αξιοπρεπείς και μη, όλες εκείνες που έδωσαν ύλη στα ποιητικά
σώματα, συμφιλιωμένες πια, φιγουράρουν
στην πλατιά τοιχογραφία που συνέθεσε ο Καβάφης, ανασυνθέτοντας ένα κόσμο του
παρελθόντος που καθρεφτίζεται στο παρόν, που εμείς σήμερα αποτελούμε το προωθημένο
του μέλλον.
1 σχόλιο:
Μ α Εσεις, αγαπητη κ. Ανθούλα, δεν παρουσιασατε την Εκθεση μοναχα. Μας δώσατε σε επιτομη ολο το ριγος καί το μεγαλειο που περικλειει η ποιηση του Αλεξανδρινου Να εισαστε καλα. π. κ. ν. καλλιανος
Δημοσίευση σχολίου