Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Δανείζομαι
σαν τίτλο για το σημερινό κείμενό μου έναν πολύ αγαπημένο μου στίχο από το
ποίημα «Δικαιοσύνη» της Λούλας Βάλβη – Μυλωνά για να κάνω αυτό που οφείλεται
και να ξυπνήσω την ντροπή σε όλους μας, «μπρος στην δικαιοσύνη του», όπως η
ίδια γράφει στο τέλος του δημιουργήματός της.
Πρόκειται, όπως όλοι έχετε ήδη διαβάσει, για
το περιεκτικό: «και ο Αη Γιώργης έψαχνε για ένα κλωνί σταφίδα», που μπορεί να
γράφτηκε για ορισμένο σκοπό και ν’ αφορά συγκεκριμένα γεγονότα και σημαντικές
καταστάσεις της ιστορίας μας, αλλά, σαν γνήσια και σημαντική ποίηση, μπορεί να
έχει και άλλες ερμηνείες και μπορεί να προσαρμοστεί σε πολλές και ποικίλες
καταστάσεις.
Όπως και να είναι, όμως, έχει σαν σημείο
αναφοράς την προσεισμική σκοντράδα (ενορία) του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου,
γειτονιά, τότε, της ποιήτριας και εκεί διαδραματίζεται. Τον δανειζόμαστε,
λοιπόν, για να εξηγήσουμε πολλά στους πιο νέους και να δικαιώσουμε, μια και για
«Δικαιοσύνη» μιλά η ποιήτρια, τους παλιότερους, αυτούς που πρόλαβαν έναν λαμπρό
πολιτισμό και ποικιλότροπα και σε μια κυριολεκτικά στιγμή τον είδαν να χάνεται.
Και αυτό επειδή την Κυριακή 19 Μαΐου, όταν αναβίωσε η Γκιόστρα του Αγίου
Γεωργίου, με πρωτοβουλία της αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας “Giostra di Zante”,
στην παλιά της γειτονιά, πολλοί με
ρώτησαν γιατί είπα πως η εκκλησία αυτή, ένα αληθινό στολίδι της «Όξω Μερίας»,
δεν γκρεμίστηκε από τον σεισμό του Αυγούστου του 1953, δεν κάηκε από την φωτιά,
που τον ακολούθησε, αλλά εξαφανίσθηκε από προσώπου γης από την ανθρώπινη
αδιαφορία και αδηφαγία.
Ο Άγιος Γεώργιος του Πετρούτσου, λοιπόν, δεν
ήταν θύμα της διπλής θεομηνίας, που στιγμάτισε και δίχασε την ιστορία της
Ζακύνθου, αλλά γκρεμίστηκε από άσχετους και απαίδευτους, για να μας στερήσει
την καταγωγή μας και να μας αποκόψει από τις ρίζες μας.
Σαν απόδειξη και επιβεβαίωση γι’ αυτό
καταφεύγω, όπως πολλές φορές κάνω σε παρόμοιες περιπτώσεις, στο πολύτιμο βιβλίο
του αξέχαστου και χαλκέντερου ιστοριοδίφη μας Ντίνου Κονόμου, «Εκκλησίες και
Μοναστήρια στη Ζάκυνθο» και από αυτό, από την αναφορά του στην πολύπαθη ιερή
στέγη της πάλαι ποτέ πόλης της Ζακύνθου, αντιγράφω: «Αν και πληγωμένη τον Αύγουστο του 1953 η εκκλησία είχε μείνει όρθια. Η
θαυμάσια πρόσοψη, με το εντειχισμένο παλιό ανάγλυφο, ήταν απείραχτη από το
σεισμό. Ακόμα και τα κεραμίδια της στέγης είχαν μείνει στη θέση τους! Θα
μπορούσε λοιπόν η όμορφη και ιστορική εκκλησία να σωθεί και ν’ αναστηλωθεί ως
αρχιτεκτονικό μνημείο της περασμένης Ζακύνθου. Μολοντούτο αγωνίστηκαν ολόκληρα
συνεργεία επί εβδομάδες, ρίχνοντας άφθονο δυναμίτη, για να την γκρεμίσουν!».
Να, γιατί από τις τόσες εκκλησίες, που είχε
πριν την καταστροφή η πόλη και σήμερα είναι σπίτια και μαγαζιά στα οικόπεδά
τους, μόνο στον Άγιο Γιώργη ακούνε απειλητικά ποδοβολητά οι νεότεροι κάτοικοι
και μόνο εκεί αφουγκράζονται τον Τροπαιοφόρο να διεκδικεί τον χώρο του. Είναι η
εκδίκηση για την εξαφάνιση και την ισοπέδωση ενός πολιτισμού και μιας ιστορίας,
η υπενθύμιση για τα σφάλματα και τις αδικίες μας, η υπογράμμιση των ευθυνών
μας.
Η προσπετίβα (τέμπλο) του πολύαθλου, σαν τον
Οικοδεσπότη του, αυτού ναού ευτυχώς σώθηκε και σήμερα στολίζει την μετασεισμική
και συρρικνωμένη – άλλο έγκλημα και αυτό! – κεντρική εκκλησία της Ανάληψης, η
οποία, παρά το τεράστιο προαύλιό της την εποχή της ακμής της, ασφυκτιά στις
μέρες μας μέσα στην αναίδεια της απαίδευτης ευμάρειάς μας. Εκεί υπάρχει και
μέρος της περίφημης σύνθεσης του μεγάλου ζωγράφου και σατιρικού ποιητή Νικολάου
Κουτούζη με θέμα της το Πάθος του Χριστού. Αυτό που δεν χώρεσε στην μικρογραφία
του σήμερα, στεγάζεται στο νέο μας Μουσείο. Έτσι το έργο της πάνω ζώνης του
τέμπλου διασπάστηκε και μαζί του διχάστηκε και η ιστορία μας.
Η καθέδρα με την ασημοντυμένη εικόνα του
έφιππου Μεγαλομάρτυρα ξενοδοχείται στο ναό του τετραήμερου φίλου του Χριστού
Λαζάρου. Εφαρμογή δηλαδή και εδώ του γνωστού, για το ζακυνθινό μέλος του
τροπαρίου «διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου…» της Μεγάλης Πέμπτης ή -αν το θέλετε πιο
λαϊκά- «αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του». Την στιγμή μάλιστα που
θριαμβολογούμε επειδή σώσαμε το «Ναυάγιο» του «Παναγιώτη»!
Να, γιατί ο «ελευθερωτής των αιχμαλώτων»
ψάχνει για «ένα κλωνί σταφίδα». Να, γιατί τριγυρίζει έφιππος τα βράδια στην
σκιά του ναού του!
Ευτυχώς, που την Κυριακή 19 Μαΐου, μέσα στο
αναστάσιμο κλίμα των ημερών, ο παπά Πέτρος Μαρούδας, εφημέριος της ενορίας,
έψαλε ξανά το απολυτίκιο του Αγίου και το παρηγορητικό «Χριστός Ανέστη» στην
θέση εκείνη, όταν η Γκιόστρα τ’ Άι-Γιωργιού αναβίωσε και ξανάγινε το πανηγύρι
του.
Ευτυχώς, που ξανακούστηκαν τα ποδοβολητά των
αλόγων στον τόπο που αιώνες ακούγονταν.
Παρηγορούν ίσως τον καλπασμό της
διαμαρτυρίας του Μεγαλομάρτυρα. Δείχνουν συνέχεια και υπευθυνότητα.
Ας τα ξανακούσουμε και του χρόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου