Ξαπλωμένος ανάσκελα, λίγο
πριν αποκοιμηθώ, αναλογίζομαι. Πού καρφώνονται τα βέλη που απ' το στόμα μου
ακατάσχετα τοξεύω; Πού καταλήγουνε οι σκέψεις και οι πράξεις που εντέχνως
συγκαλύπτω; Απ' το ανοιχτό παράθυρο ακούω του δρόμου τις πρόστυχες φωνές. Σαν
τα φασόλια που βράζουν στη χύτρα, ανεβοκατεβαίνουνε μέσα στη νύχτα οι
κολασμένοι. Κι η μέρα φειδωλή, φοβάται μη τυχόν της ζητήσω ένα χάδι. Μα έστω
αυτό το χάδι το ελάχιστο αν μου πρόσφερε, δε θα απαιτούσα τώρα ακόρεστα τα
πάντα. Κι όμως τέτοιο χάδι ουδέποτε μου δόθηκε. Έτσι κι εγώ γι' αντίποινα, με
δυο πόδια ορθοστάτες, έτοιμος είμαι τα πάντα να πιστέψω, αρκεί να μην πιστέψω
σ' εσένα.
Αυτά στο προσκεφάλι μου σκεφτόμουν κι αναλογιζόμουν, όταν
μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, κάποιος με σκούντηξε στον ώμο. "Ξύπνα", μου λέει, "κι
ακολούθα με. Θα σε πάω σ' ένα σπίτι. Δε μένει πια μέσα στο ντάμι ο
παπά-Φώτης". Σε λίγο ενός ανάκτορου χτυπούσαμε την πόρτα. Δε ξέρω
ποιος μας άνοιξε, σ' ένα υπνοδωμάτιο βρεθήκαμε, όπου τρία αγγελόμορφα
κοιμόντουσαν παιδάκια. Δε πρόλαβα να στρέψω αλλού το βλέμμα, να καταλάβω τι μου
γίνεται, όταν -πώς έγινε- κι απ' το κρεβάτι εκείνο σηκώθηκε ο παπά-Φώτης. Όχι
όμως τώρα πια κοντός καλογερόπαπας, με την καμπούρα και το βρώμικο τορβά του,
μα νέος ευθυτενής και λεβεντόκορμος, μ' ένα παχύ μουστάκι. Το τριμμένο του ράσο
πια δε φορούσε, με μια στολή ήταν ντυμένος κατάλευκη. Και δίχως πια το γέλιο
του, χωρίς το φοβερό εκείνο πείραγμα του, μ' ένα φως μου πλημμύριζε τα μάτια,
μ' ένα φως προβολέα με δίκαζε.
Δεν είχα προλάβει ακόμα να συνέλθω, όταν ο αγνώστων
στοιχείων ξεναγός μου, σ' ένα μέρος με οδήγησε τόσο υγρό και βρωμερό, που
άνθρωπος ούτε λεπτό να σταθεί δε θα μπορούσε. Εκεί σε μια γωνιά, είδα τον
Γκρούτζο, τον παλιό συγχωριανό μου. "Αν
τα πάρουν κι όσο τα πάρουν", έλεγε πάντα ο Γκρούτζος, ο πλούσιος
χονδρέμπορος προς τους φτωχούς ψαράδες, το μόχθο τους ληστεύοντας χωρίς καμία
τύψη. Και ύστερα τους σκόρπιζε τρεις πενταροδεκάρες, αφού "τόσο τα πήραν, όσα πήραν". Τ' αγάπαγε τα ψάρια ο Γκρούτζος,
τρεις πολυκατοικίες έφτιαξε στο κέντρο της Αθήνας. Μια μυρωδιά, του χρήματος
μαζί και της ψαρίλας, το δέρμα τόσα χρόνια ριζοπότισε μαζί και την ψυχή του.
Ψάρια στον ξύπνιο του έβλεπε, ψάρια και στον ύπνο, "Αν τα πάρουν κι όσο τα πάρουν", έλεγε και ξανάλεγε στον
ύπνο και στον ξύπνιο. Σε μια γωνιά τον είδα τον Γκρούτζο. Μόνο εκεί κατάμονο,
να τρέμει σαν το ψάρι. Κι είχε ακόμη πάνω του τη μυρωδιά εκείνη, την ανεξίτηλη
εκείνη απαίσια μυρωδιά.
Μη μπορώντας όμως
άλλο να υποφέρω το αφιλόξενο εκείνο μέρος, τον άγνωστο οδηγό μου παρακάλεσα από
εκεί το ταχύτερο να με απομακρύνει. Πράγματι, επί πτερύγων ανέμων υψούμενοι, σε
μια διάσταση τελείως διαφορετική μεταφερθήκαμε. "Εδώ, αθεόφοβε", μου λέει ο οδηγός μου, "είναι το μέρος που μετά θάνατον
περνούν όσοι φόβο είχαν Θεού στον επί γης τους βίο". Μέσα σ' εκείνον
τον παράδεισο είδα τη Δήμητρα Φωτίου. Σα να 'ταν χθες τη θυμάμαι, κάτω κρατούσε
πάντα τη ματιά σαν έβγαινε στη γειτονιά, τα σαράντα της τα χρόνια δε της είχαν
αφήσει συμπόνια. Με κάτασπρο φόρεμα την είδα ντυμένη, στο κεφάλι της στεφάνι,
κι έλαμπε καθώς ακούγονταν δίστιχα γάμου. Μα αιφνιδίως η εξαίσια εκείνη εικόνα
άρχισε σιγά-σιγά να θαμπώνει και να σβήνει. Κι ενώ τον άγνωστο οδηγό μου
προσπαθούσα με χίλια παρακάλια να πείσω λίγο ακόμα στο μέρος εκείνο να
μείνουμε, απότομα ξύπνησα. Ανάσκελος ξύπνησα όπως κοιμήθηκα, αναίσθητος στη
μαύρη μου μιζέρια. Μα όσο τώρα το σκέφτομαι, την απορία λύστε μου, πώς, αφού
άνδρα ποτέ της δε γνώρισε, πώς νυφούλα την είδα τη Δήμητρα ντυμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου