Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Την ερχόμενη Παρασκευή το βράδυ σ’ όλες τις εκκλησίες θα διαβασθεί ολόκληρος ο Ακάθιστος Ύμνος –και οι εικοσιτέσσερις οίκοι του– κι έτσι θα τελειώσει ο προεόρτιος, θεομητορικός κύκλος, μια κι η άλλη βδομάδα είναι η «Κουφή», όπως την λέει ο λαός μας κι η επομένη η Μεγάλη, η οποία θα μας οδηγήσει και στο Πάσχα.
Στο νησί μας υπήρχε η συνήθεια το όμορφο αυτό λειτουργικό ποίημα να συνδέεται με την ακολουθία του Όρθρου κι όχι μ’ αυτήν του Αποδείπνου, όπως κυρίως, χάριν συντομίας, συμβαίνει κι έτσι η βραδιά έπαιρνε μια επίσημη κι επιβλητική μορφή. Σε πολλές εκκλησίες, μάλιστα, συνήθιζαν στο τέλος της ακολουθίας και την ώρα της Δοξολογίας να λιτανεύουν την καθέδρα με την συνήθως ασημοντυμένη εικόνα της Παναγίας μέσα στο ναό κι από το κέντρο, όπου βρισκόταν από τους Πρώτους Χαιρετισμούς, να την επανατοποθετούν εις την δική της θέση.
Χαρακτηριστικό, δε, της αποψινής ακολουθίας ήταν –και είναι– να λέει ο ιερέας την κάθε στάση των Χαιρετισμών με άλλα άμφια και μάλιστα με άλλο χρώμα. Αυτά είναι δημιουργικά κατάλοιπα, μάλλον, από την παλιά εποχή των Αδελφάτων, όταν υπήρχε η συνήθεια της εκλογής κάθε λίγα χρόνια των εφημερίων των ναών και γι’ αυτό ο κάθε κληρικός, για να σταθεροποιήσει την θέση του και να επανεκλεγεί, άρα και να μην μείνει δίχως δουλειά, φρόντιζε να κάνει, εκτός των άλλων, όσο γινόταν πιο μεγαλόπρεπες τις ιερουργίες και να δημιουργεί συχνά και μικρογιορτές, οι οποίες θα έφερναν έσοδα όχι μόνο στην εκκλησία, αλλά και στο ίδιο, όπως είναι επόμενο.
Ιδιαίτερη επίσημη στο νησί μας ήταν η αποψινή βραδιά στην εκκλησία της Ακαθίστου, η οποία, μέχρι την θεομηνία του Αυγούστου του 1953 βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και τέτοια μέρα πανηγύριζε.
Η εκκλησία αυτή ήταν αφιερωμένη ουσιαστικά στον Άγιο Γρηγόριο, αλλά με τον καιρό άλλαξε ανεπίσημα ονομασία, χάριν μιας εικόνας, η οποία παρίστανε την Θεοτόκο Βρεφοκρατούσα και γύρω της, σε μικρά εικονίδια εικόνιζε τους εικοσιτέσσερις Οίκους. Έτσι όλοι την έλεγαν η Ακάθιστος κι έτσι την γνώριζαν
Σύμφωνα με πληροφορίες, που μας διασώζει ο χαλκέντερος Ντίνος Κονόμος στο βιβλίο του «Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο», η εκκλησία πρωτοχτίστηκε το 1718 από την Αννούλα Ρουσία, η οποία αργότερα την παρέδωσε στον ιερέα Γρηγόριο Σκορδίλη. Αυτός, με διαθήκη του, όρισε να γίνει αδελφάτο, μετά από το θάνατο του ανεψιού του Ιωάννη, όπου ήταν ο κληρονόμος του.
Την εκκλησία κοσμούσαν αξιόλογα έργα τέχνης, όπως η Αποτομή της κεφαλής του Προδρόμου, αντίγραφο του περίφημου πίνακα του Βίκτορος της Φανερωμένης πόλεως, η οποία είχε την επιγραφή: «μνήσθητι Κύριε ιωά / ννου ιερεως του Σκορδυ / λλίου, και των εν διανοία αυτού. α.ψ.ν.ζ. χειρ Ιωάννου αναγνώστου του Σαρατζένου». Επίσης αξιοθαύμαστη ήταν η δεσποτική του Χριστού στην προσπετίβα, έργο του Νικολάου Κουτούζη και η προσευχή στο όρος των Ελαιών, ζωγραφισμένη στην κεντρική Θύρα (Ωραία Πύλη), έργο του άλλου μεγάλου, επτανήσιου ζωγράφου Νικολάου Καντούνη.
Αυτά τα λίγα για την ιστορία του ναού, ο οποίος χάθηκε κι αυτός με την καταστροφή του ’53. Δεν θα ήταν άστοχο, όμως, σ’ αυτό το επίκαιρο κείμενο, να μην καταγράψω και μια πολύ χαρακτηριστική ιστορία, όπως μου την διηγήθηκε ένας καλός φίλος και συνέβη σ’ αυτόν το ναό, σαν απόψε το βράδυ, πριν κάμποσα χρόνια. Είναι ένα είδος μάντζιας και χαρακτηρίζει τους αξιμνημόνευτους, προσεισμικούς και καθαρά Ζακυνθινούς ιερείς μας.
Ένας εφημέριος, λοιπόν, της εκκλησίας, αν δεν κάνω λάθος λεγόταν Κοκκίνης (δεν ήταν, βέβαια, ο Αρχιεπίσκοπος) ή επειδή δεν είχε αρκετό εκκλησίασμα ή επειδή βαριόταν, δεν είπε και τους εικοσιτέσσερις οίκους των Χαιρετισμών, αλλά πηδώντας τους περισσότερους, έκανε την δική του επιλογή.
Αγράμματο το εκκλησίασμα, αποτελούμενο κυρίως από ηλικιωμένες γυναίκες, δεν κατάλαβε την πονηριά του ιερέα. Με την απόλυση πήγε και προσκύνησε την καθέδρα και ετοιμάστηκε να φύγει.
Μια γιαγιά, όμως, που ή ήξερε κάποια γράμματα ή κρατούσε σύνοψη και παρακολουθούσε, κατάλαβε την πονηριά και πλησίασε τον ιερωμένο λέγοντάς του:
- Δέσποτά μου, εικοσιτέσσεροι δεν είναι οι Χαιρετισμοί; Γιατί εσύ είπες τους μισούς;
Θέλοντας να ξεφύγει τον σκόπελο ο πονηρός ρασοφόρος, σκέφτηκε καλά και της απάντησε:
- Για σένα, κυρά μου, λέμε τα γράμματα ή για την Κυρά την Παρθένα;
- Για την Παρθένα, Δέσποτα, του απάντησε η γριά, μη γνωρίζοντας, η δόλια, θεολογία.
- Ε, τότε η Χάρη τση τα ακούει τόσα χρόνια και τα βαρέθηκε.
Έμεινε, τότε, σύξυλη η προεστή και δεν τόλμησε ν’ απαντήσει.
Σήμερα η εκκλησία δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν και οι τύποι, που παραπάνω γνωρίσαμε. Στην τοποθεσία έχει δοθεί το όνομα της εκκλησίας σε κάποιο δρόμο, σαν θύμηση, μα κανείς πια δεν γνωρίζει την ύπαρξή της.
Είναι κι αυτό ένα από τα κακά αποτελέσματα της σεισμοπυρκαγιάς του ’53.
Μα κάπου, κάπου αξίζει να θυμόμαστε την ιστορία μας.
Εικαστικό σχόλιο στο χρονογράφημα: Η προσεισμική πόλη της Ζακύνθου, έργο του Μπάμπη Πυλαρινού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου