Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Μια παλιά, χαρακτηριστική έκφραση, πιθανόν του λαού μας, την οποία αξιοποιεί ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, λέει πως «μπορεί τα δαχτυλίδια να έπεσαν, αλλά παραμένουν τα δάχτυλα». Σοφή κουβέντα και αληθινά χαίρομαι κάθε φορά όπου την βλέπω να παίρνει σάρκα και οστά. Ιδιαίτερη είναι η ευχαρίστησή μου, όταν αυτό συμβαίνει στον τόπο μου, τη Ζάκυνθο, την οποία θεομηνίες και όχι μόνο την έχουν ισοπεδώσει και είναι πια δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να βρει τις ρίζες και την ταυτότητά της σ’ ένα περιβάλλον εχθρικό, συχνά, με την ιδιοσυγκρασία της και μια ισοπέδωση, που δεν αφήνει περιθώρια αντίστασης.
Μια τέτοια χαρά, αντίδοτο στα όσα τελευταία γύρω μας συμβαίνουν, μου δόθηκε την προπερασμένη Τρίτη, όταν βρέθηκα στις πρόβες για μια «Ομιλία», την οποία ετοίμαζαν οι πάντα δραστήριοι κάτοικοι του χωριού Αγκερυκός – ακολουθώ την σωστή, κατά τη γνώμη μου, γραφή του Ζώη - για να την παρουσιάσουν, πραγματικά «για την ξεφάντωσι των φίλων», πιστοί στα διδάγματα του μεγάλου Γουζέλη, στην πλατεία τους, το απομεσήμερο της Κυριακής της Αποκριάς, με το φυσικό φως του ήλιου και όχι με προβολείς και τεχνικά μέσα.
Πρόκειται για την «Οβρεοπούλα» του αξέχαστου και ταλαντούχου συγχωριανού τους Νιόνιου Αρβανιτάκη, στην οποία, με γνώση και ταλέντο, έχουν περάσει αριστοτεχνικά όλα αυτά που συνέβαιναν στο νησί την εποχή της Αγγλοκρατίας. Ιδιαίτερα θίγεται το θέμα της συμβίωσης των χριστιανών και των εβραίων, μέσα από μια αληθινή ιστορία, την οποία διασώζει η παράδοση και ο ταλαντούχος λαϊκός ποιητής έχει μεταφέρει στη σκηνή, για να παραδειγματίσει και να διδάξει. Παρηκμασμένοι Ευγενείς, απλοί άνθρωποι του λαού, στα πρόθυρα μιας κοινωνικής επανάστασης, ο κλήρος, με τα πάθη και τις αρετές του, η διοίκηση της «Προστασίας» και πολλές άλλες σκηνές και μορφές της ιστορίας και του πολιτισμού του τόπου ζωντανεύουν στους καλοδουλεμένους στίχους της «Ομιλίας» του αυτοδίδακτου ποιητή και στιγματίζουν μιαν εποχή και μια νοοτροπία, με την υπογράμμιση των ελαττωμάτων και την διακωμώδηση των λαθών.
Ζώντας το κλίμα αυτής της προπαρασκευής ήρθαν στο νου μου τα λόγια ενός παλιού, λαϊκού θεατρίνου, του Γεωργίου Βούτου, όπως μας τα διέσωσε ο Σπύρος Μινώτος σ’ ένα σχετικό κείμενό του. «Ετοιμαζόμαστε», αφηγείται, «από ένα μήνα πριν. Κάθε βράδυ εμαζευόμαστε σ’ ένα σπίτι ευρύχωρο κι εκάναμε δοκιμές, χωρίς να μας δείχνει κανείς, αλλά έτσι όπως το εκαταλαβαίναμε μοναχοί μας».
Αληθινά χάρηκα εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ του Φλεβάρη όπου όλα αυτά, τα οποία είχα ώς τότε διαβάσει σε πολύτιμα άρθρα και σημαντικές μελέτες, όχι μόνο γίνονταν βίωμά μου, αλλά συνέχιζαν να υπάρχουν, σε πείσμα της υποχώρησης και σαν αντίσταση σε ό,τι απειλεί την ταυτότητά μας.
«Ομιλίες» πολλές φορές είχα παρακολουθήσει και μάλιστα στην γνήσια αληθινή μορφή τους, με πρωταγωνιστή τον αξέχαστο Γεράσιμο Πανά, με «τσι κουνουπιδίες», όταν αυτές ακόμα παίζονταν σε δρόμους και πλατείες, όχι φολκλορικά, αλλά από ανάγκη ψυχής. Τις θυμάμαι τότε, με τον μακρόσυρτο, τραγουδιστό τους δεκαπεντασύλλαβο, να ξεκινούν από τον Άγιο Παύλο –εκεί άρχιζε το παιδικό μου βασίλειο– να ξαναπαίζονται στους Αγίους Σαράντες, να επαναλαμβάνονται και σ’ άλλα σημεία της Πλατείας Ρούγας και να καταλήγουν στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, το Φόρο, όπου γινόταν και το φινάλε.
Αργότερα τις παρακολούθησα με φορτωμένα σκηνικά, γυναικείες ερμηνείες, διδασκαλίες ειδικών, δίχως μάσκες και από τότε άρχισαν να μου γίνονται μάλλον αδιάφορες. Μια σκηνική οικονομία λαϊκής σοφίας και μια λιτότητα αριστοκρατικής και πλούσιας έκφρασης άρχισαν να προδίδονται και μια παράδοση αιώνων προσπαθούσε να προσαρμοστεί στην απρόσωπη και αβασάνιστη πραγματικότητά μας.
Η εμπειρία μου στην πρόβα της «Ομιλίας» του Αγκερυκού μού έδειξε την συνέχεια και μού απέδειξε πως το ζακυνθινό πνεύμα υπάρχει ακόμα και αν βρεθούν οι κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να ξαναγεννηθεί και να ξαναπροσφέρει.
Αυτό που χάρηκα εκείνο το βράδυ ήταν η μη επιτηδευμένη ερμηνεία των ρόλων, η γνήσια και αυθόρμητη προσέγγισή τους, η ομόνοια και σύμπνοια των χωριανών και θεατρίνων και η επιθυμία για δική τους «ξεφάντωσι», για να θυμηθούμε και πάλι τον ποιητή του «Χάση», η οποία δεν αποσκοπούσε στην τουριστική προβολή του τόπου, αλλά στην καλυτέρευση της ποιότητας της ζωής του.
Αληθινά, σαν ηθελημένος Ζακυνθινός, χάρηκα που υπάρχουν ακόμα στον τόπο μου άνθρωποι, οι οποίοι δίχως επιτήδευση και σκοπό, συνεχίζουν την ξεχωριστή μας ιδιαιτερότητα. Ένοιωσα ελπίδα και αισιοδοξία, βλέποντας πως γύρω μας υπάρχουν κάποιοι, που κοιτούν μέσα τους, για να συνεχίσουν την ουσία και δεν αντιγράφουν ξενόφερτα και επιδερμικά.
Μέχρι τότε λιγοψυχούσα, πιστεύοντας πως κάτι, που χαρακτήριζε και στιγμάτιζε το τζαντιώτικο Καρναβάλι, είχε πάψει πια να υπάρχει. Από την πρόβα εκείνη και μετά κατάλαβα πως μπορεί και πάλι τα χέρια μας να φορέσουν τα αρμόζοντα κοσμήματα.
Φεύγοντας από την αίθουσα της προετοιμασίας του Αγκερυκού ένοιωσα πως εκείνο το βράδυ δεν είχα συναντήσει μόνο τους συμμετέχοντες στην «Ομιλία», να συνεχίζουν επάξια μια έκφραση αιώνων, αλλά και τον Κονίδη Πορφύρη και την Μαριέττα Μινώτου-Γιαννοπούλου, που μαζί μου στάθηκαν ευτυχείς θεατές στην πρόβα, βλέποντας μακάρια πως οι κόποι τους και οι διδασκαλίες τους δεν πήγαν χαμένοι. Τα κείμενά τους είχαν γίνει εικονικό και όχι μόνο βίωμά μου.
Μακάρι να γίνουν και βίωμα του τόπου μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου