Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Το πρώτο συνθετικό, ετυμολογικά, της «Τσικνοπέμπτης» είναι αναμφίβολα το θηλυκό ουσιαστικό «τσίκνα», που, όπως όλοι πρέπει να γνωρίζετε, σημαίνει την μυρωδιά που βγαίνει, κυρίως, από το κρέας, το οποίο ψήνεται. Από αυτήν προέρχονται και η λέξη «τσίκνισμα», όπου υποδηλώνει την κατάσταση του ψημένου κρέατος και το ρήμα «τσικνίζω», το οποίο περιγράφει την ενέργεια του να ψήνω φαγητά και να αναδίνονται οι σχετικές οσμές.
Αυτά αποτελούν τον κανόνα. Όμως υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Αυτές, μάλιστα, δεν θα μπορούσαν να συμβούν αλλού, εκτός από το νησί μας, τη Ζάκυνθο, όπου συχνά–πυκνά, θέλοντας να ξεχωρίσουμε, διαφέρουμε. Έτσι, για παράδειγμα, γιορτάζουμε τις Αγγελικές στη γιορτή των Εισοδίων της Παναγίας, αντί των Αρχαγγέλων, κόβουμε κουλούρα, αντί για βασιλόπιτα και το λαμπριάτικο τραπέζι μας απαιτεί το πηχτό αυγολέμονο σε καλοστρωμένο τραπέζι και όχι τον οβελία κατάχαμα. Αυτά, βέβαια, για τους γνήσιους και τους αληθινούς συνεχιστές της παράδοσης και της ιδιαιτερότητάς μας, μια και αρκετοί, άσχετοι με την γνήσια ταυτότητά μας, έχουν ενδώσει και τελευταία έχουν αβασάνιστα παραδώσει και προδώσει την ιστορία μας κυριολεκτικά «αντί πινακίου φακής».
Η ιδιαιτερότητα αυτή δεν θα μπορούσε να μην εφαρμοστεί και στο Καρναβάλι και κυρίως στην γιορτή του που μας απασχολεί και δεν είναι άλλη από την Τσικνοπέμπτη, της εβδομάδας της Αποκριάς, η οποία απαιτεί υποχρεωτική κρεατοφαγία, όχι μόνο επειδή είναι το τελευταίο, πριν την Μεγάλη και την πλέον αυστηρή Σαρακοστή, εφταήμερο, αλλά και επειδή βρίσκεται ανάμεσα από δύο, εκ μεταθέσεως νηστείες, της προηγούμενης Τετάρτης και της επόμενης Παρασκευής, οι οποίες θεσπίσθηκαν για να ισοφαρίσουν την σαρανταήμερη προπαρασκευαστική περίοδο, που ακολουθεί, αντικαθιστώντας τις γιορτές του Ευαγγελισμού και των Βαΐων, όπου γίνεται κατάλυση ιχθύος.
Τσικνοπέμπτη, λοιπόν, για μας τα παιδιά, αλλά και τους μεγάλους, ήταν το κυνηγητό με μια τσουκνίδα, το ιδιόρρυθμο, αλλά και θεραπευτικό αυτό φυτό, που αν σε άγγιζε, σου προξενούσε κοκκινίλα και φαγούρα. Τρέχαμε μ’ αυτές όλη την ημέρα και αλλοίμονο σ’ αυτόν που θα έπεφτε στα χέρια μας.
Ενώ, μάλιστα, όλο το χρόνο, ακόμα και τις πιο κρύες μέρες του Γενάρη, που είχε προηγηθεί και έκανε κρύσταλλα τα νερά στις λακκούβες κάθε πρωί, που πηγαίναμε σχολείο και γέμιζε τ’ αυτιά μας ανεπιθύμητες χιονίστρες, εμείς ζητούσαμε το πιο ελαφρό ντύσιμο, για να μπορούμε να τρέχουμε άνετα στα παιχνίδια μας, αυτήν την ημέρα απαιτούσαμε από τη μάνα μας να μιμηθούμε τις σεμνότυφες καλόγριες, φορώντας μακριά πανταλόνια και μπλούζες, που να καλύπτουν ακόμα και τους καρπούς των χεριών μας, έτσι για να μπορέσουμε ν’ αποφύγουμε, όσο γινόταν περισσότερο, τις επιθέσεις με τις τσουκνίδες και τις επίπονες συνέπειές τους.
Την ίδια μέρα οι μεγαλύτεροι συνήθιζαν να κάνουν μάντζιες με το κατά τα άλλα πολύτιμο αυτό φυτό, που συν τοις άλλοις, οι κορυφές του γίνονται ένα πολύ νόστιμο και θρεπτικό έδεσμα. Έπαιρναν, λοιπόν, λουλούδια, κυρίως μανουσάκια, τα οποία αυτές τις μέρες αφθονούν ευωδιαστά σε όλο το νησί, τα έκαναν μποκέ –μην ξεχνάμε και την διάλεκτό μας– έβαζαν κάπου κρυφά στη μέση τους μια τσουκουνίδα –έτσι την είχα πρωτακούσει– και την χάριζαν σε κάποιο φιλικό πρόσωπο, που ήθελαν να πειράξουν. Αυτό, αν ήταν ξεχασμένο και δεν θυμόταν την συνήθεια της γιορτής, μύριζε τα φιόρα και μετά… έξυνε για ώρα την ερεθισμένη μύτη του.
Χαρακτηριστικό φαγητό της ημέρας το είναι «ξυνιστό», το οποίο πατροπαράδοτα μαγειρευόταν από τις νοικοκυρές και συγκέντρωνε γιορταστικά γύρω του όλη την οικογένεια.
Τα ψητά και μάλιστα στους δρόμους ήταν άσχετα με την τοπική παράδοση της ημέρας και την εικόνα τους δεν την συναντούσες στους δρόμους της Ζακύνθου, που οι κάτοικοί της συνήθιζαν να γιορτάζουν το Καρναβάλι τους με ξέφρενους, καθημερινούς χορούς, κυρίως στα δύο μεγάλα Καζίνα, το Ρωμιάνικο και το Λουμπαρδιανό, με «Ομιλίες» στους δρόμους και τις πλατείες και παλιότερα και με Γκιόστρα.
Τα ψητά στους δρόμους της παλιάς και γνήσιας Ζακύνθου δεν θύμιζαν Τσικνοπέμπτη, αλλά την γιορτή της Αναλήψεως. Την άλλη αυτή Πέμπτη του εορταστικού εορτολογίου μας, που πανηγύριζε επίσημα ο κεντρικός ναός της Πλατείας Ρούγας, ο κάποτε κτητορικός της οικογένειας του φλογερού επαναστάτη Αντωνίου Μαρτελάου, σ’ ολόκληρη την πόλη υπήρχαν αρνιά και κατσίκια και υποχρεωτικά έπρεπε ο κάθε νοικοκύρης ν’ αγοράσει λίγο κρέας απ’ αυτά και να το πάει «για το καλό» στο σπίτι του. Από την συνήθεια αυτή βγήκε και η λαϊκή έκφραση, που λέγεται σε κάθε αναβολή εργασίας: «Της Ανάληψης κουμπάρε, θα την φάμε την γαρδούμα», απεμπολώντας το «π» της τελευταίας λέξης και δίνοντάς του ιόνια μουσική και προφορά.
Την περασμένη βδομάδα, θέλοντας κάτι πιο αλέγκρο από αυτά που παρουσιάζει εσχάτως η τηλεόραση στις ειδήσεις, είδα ηθελημένα το «Εξπρές του μεσονυχτίου»! Θυμάμαι τη σκηνή που ο πρωταγωνιστής, ο Brad Davis, στα πρόθυρα της τρέλας, βαδίζει αντίθετα από τους άλλους, γύρω από ένα στύλο. Ήταν η αντίστασή του.
Αυτό θέλω να κάνω και εγώ. Μέσα στην τόση τσίκνα θα επιμένω στις ηδονές του ξινιστού κάθε Τσικνοπέμπτη. Το ίδιο συμβουλεύω ν’ ακολουθήσετε κι εσείς.
Είναι ζωή η διαφορετικότητα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου