Η καθημερινότητα του γέροντα Κουρέα διαθέτει πολύ σουρεαλισμό. Κάθε πρωί, αφού ξυπνήσει, με απαράβατα τελετουργικές κινήσεις ντύνεται, ποδένεται, νίβεται, κάνει την προσευχή του στα κονίσματα, ζεσταίνει στο καμινέτο γάλα και το πίνει βουτώντας μία πάντα φρυγανιά, δοκιμάζει αν ανάβει ο φακός του, τον βάζει στην κωλότσεπη και πηγαίνει, από το διώροφο σπίτι του -παλαιό μπαρμπέρικο τής περιοχής- στο κεντρικό καφενείο του χωριού, διασχίζοντας το πλάτωμα της Παναγίας. Εκεί παραμένει μέχρι το μεσημέρι, για κάνα καφέ, κοντσίνα και τα συμπαρομαρτούντα.
Ο φακός καραδοκεί εξέχοντας απ’ την κωλότσεπη τού Κουρέα, χειμώνα καλοκαίρι, με βροχές ή με κάψα. Μα, σε τρεις-τέσσερις ώρες το πολύ, θα γυρίσει σπίτι για να γιοματίσει. Οπότε, προς τι το έκτακτο φωτιστικό σε αναμονή; Μού χαλάει το μυαλό...
Μια μέρα, δεν αντέχω∙ τον σταματώ -όλως περίεργος- καταμεσής στην πλατεία, ενώ τριγύρω τα τζιτζίκια του Αυγούστου έχουν από νωρίς αρχίσει το κονσέρτο τους στη διαπασών. Τον ρωτάω διερευνητικά:
- Μπάρμπα, τι τον έχεις και τόνε πηγαινοφέρνεις απάνου-κάτου τον φακό, μέρα μεσημέρι;
Εκείνος, με πολύ αυθορμητισμό και άλλη τόση βεβαιότητα για το σωστό τής προνοητικότητάς του, μού απαντά:
- Αα, παιδάκι μου! Άκου να ιδείς: Για φαντάσου, να πάθει τίποτα ο ήλιος, να σβήσει και να πέσει το σκοτάδι… Πώς θα βλέπω να γυρίσω σπίτι μου;
Ακαριαία φαντάζομαι ό,τι σπαραχτικό φανταζόταν ο γεροκουρέας και ανατριχιάζω σύγκορμος… Λες;;;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου