Παλαιός γόης πλατείας ο Σπύρος και, αφού έζησε ως γνήσιος νεοέλληνας με τυχοδιωκτισμούς, απατεωνιές και τοκογλυφίες, είπε να νοικοκυρευτεί. Απόχτησε γυναίκα, τη Λίζα, αγνώστου προελεύσεως και λοιπών προσωπικών δεδομένων.
Κάθε απόγευμα η Λίζα βγάζει βόλτα το σκυλάκι της στην κεντρική πλατεία της πόλης, για να κάμει πιπί του, ενώ ο υποδειγματικός σύζυγος ασχολείται νύχτα-μέρα με τις άδηλες δουλειές του. Η Λίζα συμπαθεί τον Ελύτη ή τουλάχιστον προσποιείται, για να δείχνεται υπεράνω! Κάποια στιγμή μάλιστα, σε μιαν υπέρβαση του γνωστού εαυτού του ο Σπύρος της δώρισε τα Άπαντα του Νομπελίστα σ’ ένα τόμο, δίχως να ξέρει ή να τον γνοιάζει τι θέλει να πει ο ποιητής. Εκείνο που τον έτσουξε ήταν τα πενήντα ευρώ, που του κόστισε η έκτακτη αβροφροσύνη του.
Κάθε απόγευμα η Λίζα, παρέα με το σκυλάκι, βγάζει βόλτα και τον Ελύτη, καθώς θέλει να πιστεύει τι σκάσιμο θα έχουν οι άλλες, οι παρακατιανές της πλατείας, που δεν διαβάζουν ποίηση. «Βγαίνουν με τα καρότσια και τα κουτσούβελα, παριστάνοντας τις κάποιες, οι ληγμένες», σκέφτεται κάθε φορά πανομοιότυπα και, με συγκρατημένη ζήλια, συνεχίζει: «Έγνοια σου, κύριε Σπύρο, θα σε κανονίσω εσένα…», υπονοώντας τα μύρια όσα.
Μια μέρα ανοίγει τυχαία τον Ελύτη και διαβάζει:
Πού 'ναι η Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού
η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς;
«Ααα! Θα εκδράμω Κωνσταντινούπολη, αρέσει και στον ποιητή», συλλογίζεται αναπτερωμένη. Ο Σπύρος δεν έφερε αντίρρηση, με χαρά μάλιστα θα ξεφορτωνόταν τη βαριεστιμάρα, που του προξενούσε η διαρκώς πένθιμη όψη της συζύγου του.
Στο επόμενο τουριστικό γκρουπ για Πόλη η Λίζα είναι μέσα στο λεωφορείο και ήδη απ’ τον καθρέφτη ο οδηγός, ο Κωνσταντίνος -έτσι άκουσε να τον φωνάζουν οι διάφοροι αδιάφοροι συνταξιδιώτες- τής κάνει τα γλυκά ματάκια!... Εκείνη, μετά τις πρώτες προσποιητές αναστολές, πρωτοενδίδει στην Κομοτηνή στα θέλγητρα του Κωνσταντίνου και αφήνεται ν’ αλωθεί από τον επιτήδειο σ’ αυτά πολιορκητή της στην Πόλη, άνευ όρων και ορίων! Ευκαίρως ακαίρως ανοίγει Ελύτη -εξέδραμε κι αυτός, εννοείται- όπου μάλιστα θεμελιώνει την ξεφάντωσή της με στίχους από Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης:
“Κρίμας το κορίτσι” λένε
το κεφάλι τους κουνάν
Τάχατε για μένα κλαίνε
δε μ’ απαρατάν!
[…]
και το βράδυ οπού κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού
λες και κονταροχτυπιέμαι
ντρούγκου – ντρούγκου – ντρου.
Η Λίζα πέρασε στην Πόλη του Κωνσταντίνου ονειρεμένα! Ο οδηγός του λεωφορείου ήταν κύριος και πολύ διακριτικός σε όλα του! Αλλά και αυτή παρομοίως: Υπεράνω! Ουδέποτε τον ενόχλησε, μήτε και τότε, δυο μήνες μετά, που βίωσε ολομόναχη κι εγωιστικά σιωπηλή τη φρίκη της έκτρωσης. Ο Σπύρος εν τω μεταξύ στις άδηλες και κρύφιες δουλειές του…
Κάθε απόγευμα στην πλατεία η Λίζα, βγάζοντας το σκυλάκι της για πιπί του και με τον Ελύτη παραμάσχαλα, αναπολεί Κωνσταντίνο και Κωνσταντινούπολη, πολιορκία και άλωση! Ο ήλιος χάνεται κι απόψε πίσω από τα νοούμενα και τα υπονοούμενα σύγνεφα της δύσης των πραγμάτων. Ο Νοέμβριος σηκώνει κιόλας αέρα εσπερινό. Ετοιμάζεται να επιστρέψει σπίτι και -όπως πάντα, στο τυχαίο- ξανανοίγει Ελύτη:
Όταν ακούς αέρα
είναι η Γαλήνη που βρικολάκιασε.
[Γράφτηκε στο Μπανάτο της Ζακύνθου, 23-24 Ιουνίου 2011. Ως εικαστικό σχόλιο χρησιμοποιήθηκε το ζωγραφικό έργο "Θα αγαπηθούν" τού Χρήστου Αντωναρόπουλου (γεν. Φιλιατρά Μεσσηνίας, 1958)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου