© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Τα «απλωμένα ρούχα» και η Γκιόστρα

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Η αλήθεια είναι πως με τον πεζό λόγο ελάχιστα έχω ασχοληθεί. Από μικρός μάλιστα ένοιωθα πρόβλημα στο σχολείο, που πρωτοπήγα, σαν άκουγα τους δασκάλους μου να λένε στο μάθημα των ελληνικών πως το είδος αυτό της έκφρασης είναι πολύ ευκολότερο από την ποιητική δημιουργία και πως αν το καλλιεργήσουμε κατάλληλα, όλοι μπορούμε να το υπηρετήσουμε, ως ένα σημείο, βέβαια.

Αντιστεκόμουν τότε και αμφέβαλα. Πίστευα πως δεν ξέρουν τι λένε και πως προσπαθούν να οδηγήσουν τους μαθητές σ’ ένα μαντρί, από το οποίο εγώ θα ξέφευγα. Παιδικές φαντασιώσεις, περισσότερο κοντά στον στίχο, αλλά και την τέχνη γενικότερα.

Δύστροπος, μάλιστα, όπως ήμουν από τα γεννοφάσκια μου, θυμάμαι πως σαν η δασκάλα μου της Δευτέρας Δημοτικού, αν δεν με απατά η μνήμη μου, δίνοντας προτεραιότητα στην φαντασία, μας έβαλε σαν θέμα (τι άλλο τότε;) την 25η Μαρτίου του 1821, εγώ, παρασυρμένος και από τις ατέλειωτες επετειακές απαγγελίες, που λόγω του επαγγέλματος της μητέρας μου (ήταν δασκάλα) «εξ απαλών ονύχων» είχα υποστεί, αλλά, παρόλα αυτά, συνέχιζε να με συγκινεί η μεστότητα του λόγου, πήρα το μολύβι και σκάρωσα ένα αφελέστατο ποίημα. Θέλοντας, δε, ο άθλιος να ομοιοκαταλακτήσω την λέξη κλειδί, η οποία ήταν απαραίτητη, την «Αγία Λαύρα», εφηύρα του … «βουνού την αύρα» και νόμισα πως έκανα και κατόρθωμα!

Δεν μου είπε τίποτα η καημένη η δασκάλα, ίσως και γι’ αυτό την θυμάμαι με νοσταλγία, σεβασμό και αγάπη. Ίσως της οφείλω την αιτία πολλών μου ισορροπιών, γιατί αν έπαιρνε τότε τον κλασσικό και επιβαλλόμενο χάρακα ή μ’ έβανε να ξαναγράψω ή να αντιγράψω εκατό φορές την ορθογραφία, ίσως ποτέ να μην μπορούσα να εκφραστώ.

Από τότε το πρόβλημα δεν έπαψε σχεδόν ποτέ να υπάρχει. Ήθελα να γράψω γράμμα σε φίλους και στις πρώτες σελίδες είχα εξαντλήσει το θέμα μου. Μου ζητούσαν κάποιες σκέψεις μου, στριμωχνόταν όλες σε τηλεγράφημα. Προσπαθούσα να σκαρώσω κάποιο σημείωμα, το έγραφα και μετά προσέθετα λέξεις και φράσεις για να το μεγαλώσω. Πολλές φορές, μάλιστα, γνωστοί και οικείοι μου έλεγαν πως έχω πάρει διαζύγιο με τα επίθετα και πως τα χρησιμοποιώ σπάνια, ενώ σχεδόν πάντα τα επιτάσσω. Μα δεν με νοιάζανε όλα αυτά και πολύ. Εγώ έτσι είχα μάθει να εκφράζομαι και να επικοινωνώ. Σ’ όποιον αρέσει!

Πριν λίγους μήνες, όμως, κάπου εκεί κατά την μέση του Φθινόπωρου, ενώ ακόμα απολάμβανα τα θαλασσινά μου μπάνια, ο φίλος και καλός ζωγράφος Χαράλαμπος Πυλαρινός μ’ ενημέρωσε πως τον Δεκέμβρη που μας πέρασε, κάπου εκεί στο τριήμερο των γιορτών του Αγίου μας, είχε σκοπό να κάνει μια έκθεση με τίτλο και θέμα «Απλωμένα ρούχα» και μου ζητούσε, επειδή είχε σκοπό να εκθέσει και το έργο του για την Ζακυνθινή Γκιόστρα, το οποίο φιλοτέχνησε πέρυσι, για να χρησιμοποιηθεί στην αφίσα των εκδηλώσεων, να του γράψω και εγώ ένα κείμενο για να συνοδεύει το έργο στο έντυπο της έκθεσης, που θα τύπωνε, όπως θα έκαναν και άλλοι λογοτέχνες για άλλους του πίνακες.

Η ιδέα ήταν αληθινά γαργαλιστική. Παρότι, μάλιστα ο Μπάμπης, γνωρίζοντας σίγουρα τις αδυναμίες μου και τις εμμονές μου, μου είπε συμπληρωματικά πως το κείμενο αυτό μπορεί να είναι και ποίημα, εγώ αντιστάθηκα και προσπάθησα να γράψω το πρώτο μου ουσιαστικά πεζό λογοτέχνημα.

Δεν πήρα αυτή τη φορά το μπλοκ και το μολύβι μου (από ιδιορρυθμίες άλλο τίποτα) αλλά κάθισα μπρος στον υπολογιστή μου και το κείμενο απρόσμενα βγήκε σχεδόν από μόνο του.

Αν στην πρώτη μου δασκάλα οφείλω την μόνιμη ενασχόλησή μου, στην αναβίωση των ιππικών αγώνων της Γκιόστρας και στον ζωγράφο Χαράλαμπο Πυλαρινό χρωστάω την μεταστροφή μου στην πεζογραφία. Αν υπάρξει συνέχεια, σ’ αυτούς στηρίζεται η αιτία.

Τώρα δε, που οι μέρες της αναβίωσης της τζαντιώτικης Γκιόστρας πλησιάζουν και τα πέταλα των αλόγων θα ταράξουν και πάλι, έστω και για λίγο, την ησυχία και την απραξία μας, ανοίγω το καλαίσθητο φυλλάδιο της όμορφης αυτής και σημαντικής, εικαστικής έκθεσης και μεταφέρω το κείμενο στις σελίδες της βδομαδιάτικης στήλης μου. Είναι μια φιλική προσφορά σε όσους τόσο καιρό επιμένουν και με διαβάζουν, αλλά και σ’ εκείνους που στηρίζουν την επαναφορά του πανάρχαιου εθίμου της έφιππης αναμέτρησης και έχουν κάνει την Γκιόστρα ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της χρονιάς για το νησί μας, μαζί μου.

Όπως λένε στην αρχή πολλών κινηματογραφικών ταινιών, αλλά και όπως ξεκαθαρίζουν στις πρώτες σελίδες αρκετών βιβλίων οι συγκρατημένοι συγγραφείς, πρέπει να δηλώσω και εγώ ευθαρσώς πως κάθε ομοιότητα με την πραγματικότητα οφείλεται καθαρά σε σύμπτωση και πως ο ήρωας υπάρχει, αλλά δεν είναι αληθινός. Μην τον αναζητήσετε, λοιπόν στις φωτογραφίες των περασμένων εκδηλώσεων της Γκιόστρας στο διαδίκτυο, ούτε να προσπαθήστε ν’ ανακαλύψετε την ντάμα του. Κάτι τέτοιο θα ήταν πραγματικά ουτοπία. Η ιδέα του μετρά και ζει και αυτό πρέπει να το ξεδιαλύνετε.

Μα τι φλυαρώ; Εδώ πρέπει να σταματήσω. Σας παραθέτω το αφήγημα:


Ο Φίλιππος είχε μπει από καιρό στα είκοσι, μα, παρά το ελπιδοφόρο του όνομα, ποτέ δεν είχε ανέβει σ’ άλογο. Το περήφανο αυτό ζώο, μάλιστα, το γνώριζε μονάχα από το κόνισμα των έφιππων Αγίων Θεοδώρων, του Τύρωνα και του Στρατηλάτη, που η νόνα του είχε κρεμάσει, σαν κειμήλιο του προσεισμικού τους σπιτιού, το μοναδικό που διασώθηκε από την θεομηνία, στο δωμάτιό της, απέναντι από το κρεβάτι της, για να θυμάται τον άντρα της, δέκα χρόνια πεθαμένο, ο οποίος έφερε τ’ όνομά τους. Παρ’ όλα αυτά φέτος, για τα λαδοπράσινα μάτια και το καλλίγραμμο κορμάκι της τελευταίας του αγάπης, μιας μικρής μαθήτριας της δευτέρας Λυκείου - «πλάσμα» την έλεγε - αποφάσισε να τρέξει στην Γκιόστρα και να κερδίσει τ’ ασημένιο σπαθί. Σκέτη τρέλα, βέβαια, μα η εφηβεία στ’ αγόρια κρατά κάτι περισσότερο και ωριμάζουν με καθυστέρηση. Της το ’χε τάξει μάλιστα: «Αν δεν πάρω τον κρίκο, για πάρτη σου», της είπε, πίνοντας καφέ στο κεντρικό «San Marco» της πόλης τους, «χωρίζουμε για πάντα». Κι’ ο χωρισμός ήταν γι’ αυτόν άωρος θάνατος κι’ ας τον προκαλούσε ο ίδιος.

Για μήνες τον είχαν χάσει οι φίλοι του. Απομονωμένος σ’ άγνωστο μέρος, προσπαθούσε να κάνει το βαπτιστικό του πραγματικότητα και την ουτοπία του αλήθεια. Κόλλημα το ’βλεπε η παρέα του, όμως αυτός εκεί, βρέχει χιονίσει, εξαφανιζόταν και προπονιόταν.

Κι’ η μέρα ήρθε. Έφτασαν οι Απόκριες, το Καρναβάλι. Η Πλατεία Ρούγα, λίγο μετά τ’ απομεσήμερο του τελευταίου Σαββάτου, γιόμισε χρώματα αναμνήσεων, φωνές εκτόνωσης, ήχους τυμπάνων, κελεύσματα σαλπίγγων κι’ απόηχους πετάλων. Η κατάληξη στο ξέφωτο, όπου ο ανδριάντας του εθνικού μας ποιητή και τα ποθητά δαχτυλίδια, κρεμασμένα από το ξύλινο «Γ», που αν τα κέρδιζε, θ’ αποκτούσε και το δικαίωμα της ευτυχίας και το έπαθλο της αποκλειστικότητας.

Δεν κατάλαβε και πολλά, γιατί η εμπειρία του πρωτάρη είναι σχεδόν πάντα μεταφυσική και μυθική. Βλέπεις σ’ αυτήν τη ζωή σου, σαν να την παρακολουθείς σε πλούσια υπερπαραγωγή. Θυμάται άλογα να τρέχουν σαν αερικά, μαζί με το δικό του, βαθμολογίες ν’ ακούγονται ακατάπαυστα, επευφημίες να πλανιούνται, βρισιές ν’ απειλούν πολύ κοντά του, σημαίες ν’ ανεβοκατεβαίνουν περίτεχνα και τέλος τ’ όνομά του, ανέλπιστο για τους πολλούς, μα φυσικό για εκείνον, ν’ διαλαλιέται από τα μεγάφωνα κι’ αυτός να τρέχει, ν’ ανεβαίνει στο πάρκο, να υψώνει πανηγυρικά τα χέρια του, με τις ξυρισμένες μασχάλες, να ψάχνει το «πλάσμα» του κι’ αυτό να βρίσκεται ανέλπιστα πισωκάπουλα, με τα χέρια δεμένα στη μέση του, πριν τα χείλη τους ενωθούν κι’ η γυμνή αλήθεια του φανερωθεί, επάξια κερδισμένη.

Το σπαθί που κρεμόταν στον τοίχο του σαλονιού δεν του ’λεγε τίποτα στη συνέχεια. Αυτός πια γνώριζε καλά την πολυδιάστατη μορφή της Γκιόστρας! Ήταν πράγματι ένας φιλήδονος Φίλιππος.

1 σχόλιο:

Μπάμπης Πυλαρινός είπε...

Και του χρόνου που λένε αλλά και φέτος την περιμένουμε με λαχτάρα τη Giostra Nα είσαι καλά Διονύση πάντα δημιουργικός

Related Posts with Thumbnails