[Απόδοση : Στέλιου Σ. Κωσταρόπουλου, από το Χριστιανικόν Συμπόσιον 1969, εκδ. Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ και ΣΙΑΣ Α.Ε. Αθήναι 1968]
Η κατανόηση της αρχέγονης αποκαλύψεως είναι αυτό που αποκαλούμε θεολογία. Η ύπαρξή της σημαίνει και ύπαρξη της αποκαλύψεως. Από πού το συμπεραίνουμε;
Μπορεί κανείς να σκεφθεί ότι αυτή βασίζεται στην πραγματικότητα του Ιησού, όπως τον ανακαλύπτεις στα συνοπτικά Ευαγγέλια με την βοήθεια της κριτικής της ιστορίας. Αλλά ο αληθινός Ιησούς ήταν ανθρώπινος, τελευταίος από τους Εβραίους προφήτες, κήρυκας, εκφραστής της θελήσεως του Θεού, άγγελος κρίσεως, καταδίκης και τιμωρίας. Δεν ήταν ούτε αυτοδιορισμένος Μεσσίας, ούτε αυτοδημιούργητο μυστήριο, ούτε τέλος ο ιδρυτής μιας Εκκλησίας.
Η αποκάλυψη πιστεύεται επίσης ότι βασίζεται στο «κήρυγμα», στη πρώτη διδαχή των Αποστόλων, που αρχίζει με την έννοια του Ιησού ως Χριστού, της μεσσιανικής σημασίας του, βασισμένης στην αποδοχή της αναστάσεώς του.
Εκεί διακρίνουμε την αποκάλυψη από την κατανόησή της. Η Θεολογία προϋποθέτει κατανόηση του κηρύγματος, κι' αυτή η θεολογική κατανόηση -απαρχή, αναφορικά με την αποκάλυψη καθαυτή, στη Καινή Διαθήκη- επιτρέπει και απαιτεί κριτική και συζήτηση για το αν κατανοούμε σωστά.
Αφότου το κήρυγμα μεταδίδεται με ανθρώπινους όρους, απολήγει αναπότρεπτα στην κατανόηση και συνακόλουθα στη Θεολογία, άσχετα με το πόσο πίσω πηγαίνουμε. Το ακούμε με μέτρα ανθρώπινα. Δεν μπορούμε να σύρουμε διαχωριστική γραμμή μεταξύ της απαιτούμενης υπακοής και της συνακόλουθα απαιτούμενης κριτικής συζητήσεως, μεταξύ αποκαλύψεως και κατανοήσεως. Βέβαια, η απαίτηση για υπακοή, που εμπεριέχεται στην αποκάλυψη, προηγείται της τάσεως να γίνει το κήρυγμα γενικά καταληπτό, όμως με την απαρχή ακριβώς της κατανοήσεως πέφτει σε λανθάνουσα κατάσταση. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι μένει σα σημείο συσχετίσεως, όπως νοείται τούτο στη γλώσσα, αν και καθαυτό εξεταζόμενο από καθαρά γλωσσική άποψη στερείται μεταδοτικότητος.
Όποιος δεν πιστεύει στην αποκάλυψη, δεν μπορεί να έχει ξεκάθαρη αντίληψη αυτής. Οι ορισμοί πάντα λένε είτε λιγότερα, είτε περισσότερα, το απροσδιόριστο όμως υπάρχει ακόμη ως ανθρώπινη πίστη.
Η αποκάλυψη και η πίστη σ' αυτή δεν είναι καταστάσεις προορισμένες αναμφίβολα να γεννηθούν και να λειτουργήσουν μαζί ως εγκόσμιες πραγματικότητες. Γι' αυτό, το αποτέλεσμα της πίστεως στην αποκάλυψη διαφέρει στην ουσία από το αποτέλεσμα των ανθρώπινων εντολών, των φιλοσοφιών ή επιστημών.
Αποκάλυψη πιστεύουμε ότι είναι μια εκδήλωση ή πράξη του Θεού. Δεν μπορούμε να ρωτήσουμε για τα περαιτέρω• οφείλουμε υπακοή. Όμως κι' αν πιστεύουμε στην αποκάλυψη, κι' αν ενημερωνόμαστε γι' αυτή την πίστη, κι' αv ανταλλάσσουμε τις ενημερώσεις μας, στοχαζόμαστε.
Είμαστε βέβαιοι ότι η σκέψη για την αποκάλυψη βασίζεται πάνω στην ίδια την αποκάλυψη, που καθ' εαυτήν είναι η λέξη με την έννοια του αρχέγονου «λόγου».
Χωρίς τη σκέψη για το τι του αποκαλύπτεται, ο στοχαζόμενος δεν θα μπορούσε να ενημερωθεί για το περιεχόμενο της πίστεώς του, ούτε να το μεταδώσει. Η σκέψη γι' αυτόν δεν είναι κάτι το πρόσθετο• του δόθηκε μαζί με την αποκάλυψη. Γι' αυτό, αν και δεν μπορεί να ρωτά για το επέκεινα αυτής, όμως μπορεί ν' απευθύνει άπειρες ερωτήσεις στην αποκάλυψη. Η τελική απάντηση θα είναι πάντα ο «λόγος», αυτό δηλαδή που μπορεί ν' αποτελέσει αντικείμενο στοχασμού στα πλαίσια της λογικής. Η δυνατότητα όλων των εξηγήσεων βασίζεται πάνω σ' αυτή την αρχέγονη λογική.
Αυτή δεν είναι η μόνη απάντηση. Ο στοχασμός δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την προσφυγή σε γενικές έννοιες. Αλλά όμως παρατηρούμε την αποκάλυψη ως απόλυτα ιστορικό φαινόμενο, δηλαδή ως απρόσιτο κι' ανεξάντλητο από γενικές σκέψεις. Όλη η σκέψη μας για την αποκάλυψη περιστρέφεται στο τι προκαλεί τη σκέψη, στο τι πάντα θα προκαλεί τη σκέψη. Συνεπώς η σκέψη αυτή είναι μεταβλητή, ενώ την εξετάζουμε αναφορικά με το αμετάβλητο.
Η αποκάλυψη είναι συνυφασμένη με την παραδοχή και την εντολή. Η απάντηση του πιστού είναι εξομολόγηση και υπακοή.
Ερωτώμενος αν η λογική ή η αποκάλυψη προηγείται, ο πιστός θ' απαντήσει είτε ότι η αποκάλυψη προηγείται και η λογική υποτάσσεται, είτε ότι και τα δύο είναι μαζί, καθένα περιέχεται στο άλλο, ώστε να μη μπορούν να συγκρουσθούν, ώστε η πίστη να είναι το ίδιο με τη γνώση, η υπακοή το ίδιο με την ελευθερία. Αντίθετα προς τις παραπάνω δύο, μια τρίτη θέση δίνει προβάδισμα στην λογική, διατεινόμενη ότι αποκάλυψη συγκρουόμενη με τη λογική δεν μπορεί να είναι αποκάλυψη του Θεού.
Έτσι, κατά την διάρκεια των χρόνων της πίστεως στην αποκάλυψη, ο στοχασμός υπήρξε βέβαια εργώδης, δεν αντιμετώπισε όμως σωστά τις δυσκολίες, αλλά τουναντίον οδηγήθηκε σε πράξεις πνευματικής βίας — είτε λέγοντας: «Πιστεύω στο παράλογο, γιατί έχει αποκαλυφθεί», είτε αντίστροφα: «Όντας βέβαιος για το ότι η λογική είναι η μοναδική μου πηγή ενοράσεως και καλής θελήσεως, αρνούμαι την αποκάλυψη, όχι μόνο για μένα, μα και για τους πάντες». Απορρίπτομε αυτή την διάζευξη.
1. Η γραμματολογική έννοια της θεολογίας και φιλοσοφίας και η γραμμή μεταξύ λογικής και πίστεως.
Η Θεολογία, ως λέξη και από άποψη ουσίας, είναι δημιούργημα των Ελλήνων φιλοσόφων. Ο Αριστοτέλης έδωσε το όνομα «θεολόγοι» στους παλιούς ποιητές και κοσμογονιστές, που μίλησαν για θεούς, στους Ορφικούς ιδιαίτερα, κι' αναφερόταν στη δική του φιλοσοφία ως θεολογία, οποτεδήποτε αυτή πραγματευόταν για το πρωταρχικό, αμετακίνητο και συγκινούν πνεύμα. Για τους Στωϊκούς, η Θεολογία ήταν ο ύψιστος κλάδος της φυσικής. Στη Ρώμη, από τον Παναίτιο, διέκριναν ρεαλιστικά τη Θεολογία σε ποιητική (μυθική), πολιτική (πρακτική) και φυσική (θεωρητική).
Όταν οι Χριστιανοί ήλθαν σ' επαφή με την Ελληνική φιλοσοφία, επιδίωξαν την αναγνώριση του πνευματικού κόσμου της Αρχαιότητος, και μόχθησαν για την αποσαφήνιση της πίστεώς τους μέσα στον ίδιο τους τον νου. Έβλεπαν το μήνυμά του ως την αληθινή φιλοσοφία κι' έτσι το αποκάλεσαν. Λέγοντας θεολογία εννοούσαν, αρχικά, τα παγανιστικά φιλοσοφικά δόγματα, και πιο ύστερα το Χριστιανικό δόγμα για τον Θεό, που πήρε τη θέση των προηγουμένων.
Στη Δυτική Εκκλησία η λέξη θεολογία δεν είχε εξιδιασμένη εκκλησιαστική σημασία, και στη περίοδο του Αγ.Αυγουστίνου και στους αιώνες που ακολούθησαν. Χωρισμός θεολογίας και φιλοσοφίας δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ, γιατί αυτό φαινόταν ασύλληπτο. Με γνώση οφειλόμενη στη θεία φώτιση, κάθε είδος επιστητού δεν θεμελιωνόταν στον Θεό; Το ίδιο και η πίστη, με την κινούσα δύναμή της, τον θεϊκά φωτισμένο λογικό στοχασμό, οδηγούσε στην αποκαλυπτόμενη αλήθεια. Τυχόν διαχωρισμός θα στερούσε τη φιλοσοφία από κάθε περιεχόμενο και τη θεολογία από τη λογική. Η αδιάσπαστη ενότητα βρίσκεται στην πανταχού παρουσία του Θεού, η αιώνια αλήθεια σ' όλη την υψηλόφρονη σκέψη.
Ο 12ος αιώνας έφερε αλλαγή. Ο Αβελάρδος σποραδικά αποκαλούσε θεολογία την Sacra Eruditio (Θεία Κατήχηση), ασχολούμενος με την Αγία Γραφή, σα κάτι διακρινόμενο από τα φιλοσοφικά πεδία. Ο Ούγος του Σαιν Βικτόρ έσυρε μια γραμμή μεταξύ της Teologia Mundana (Κοσμικής Θεολογίας), του ύψιστου κλάδου της φιλοσοφίας, και της Teologia Divina (Θεϊκής Θεολογίας), της κατανοήσεως του Θεού διά μέσου της ενανθρωπίσεως και των μυστηρίων. Ακόμη μέσα στην εμπειρική αντίληψη δεν υπήρχε σύγκρουση.
Ο Άγιος Μποναβεντούρα φαίνεται ότι ήταν οξύτερα ενήμερος της μεθοδολογικής αντιθέσεως: η θεολογία του είναι ιερά δόγματα (Sacra Dοctrina) εκπορευόμενα από τον Θεό, ενώ η φιλοσοφία οδηγεί στον Θεό. Με την ίδια λανθάνουσα τάση διακρίσεως μεταχειρίστηκε τη λέξη προκειμένου για την «ομιλία του Θεού» — εκφραζόμενη στην Αγ. Γραφή — και από την άλλη πλευρά τοποθετώντας όλες τις επιστήμες πίσω από τη θεολογία, διευθετώντας έτσι τη φιλοσοφία σύμφωνα με τις τριαδικές αρχές.
Έτσι για πολύ η Αυγουστινιανή - Ανσελμική ενότητα στοχασμού και πίστεως έμεινε αναντίρρητη. Δυσχέρειες ανέκυψαν στους αιρετικούς στοχαστές, στον Μπερενγκάριο της Τουρ και άλλους, χωρίς όμως να έχουν επιπτώσεις στα βασικά μεθοδολογικά ζητήματα. Ήταν ο Θωμάς ο Ακινάτης, ακολουθώντας την πορεία που χάραξε ο Αβελάρδος, που συνέλαβε τις αντινομίες και τη λύση τους σ' ένα σχήμα που μέχρι σήμερα διέπει την Ρωμαιοκαθολική σκέψη. Η Sacra Doctrina του Ακινάτου σπάνια ονομάζεται θεολογία. Αλλά μ' αυτόν, η αντίθεση μεταξύ πίστεως και γνώσεως, ως τότε αόριστη και λανθάνουσα, μεταβάλλεται σε αντίθεση μεταξύ μιας αποκαλυπτόμενης υπερλογικής επιστήμης και μιας επιστήμης διεπομένης από την «κατά κόσμον» λογική. Την ίδια εποχή άνετα διευκρινίζεται ότι, όπως το βασίλειο της φύσεως είναι υποταγμένο στο βασίλειο της χάριτος, έτσι και η φιλοσοφική αντίληψη είναι υποταγμένη στη θεολογική. Τελικά, αφού και οι δύο εκπορεύονται από τον Θεό, δεν είναι δυνατό και δεν πρέπει ποτέ να συγκρουσθούν.
Από άποψη αρχής, όμως, ο διαχωρισμός προϋπόθετε εγκατάλειψη της Αυγουστινιανής συλλήψεως για την αντίληψη. Η σκέψη έπαυσε να ταυτίζεται με την θεϊκή φώτιση. Αντίθετα προς τον Αυγουστίνο, ο Ακινάτος τη θεωρούσε μια φυσική λειτουργία του νου. Ο στοχασμός έχασε το ουράνιο μεγαλείο του κι' έγινε παραγωγική λειτουργία του κοινού νου του φυσιολογικού και εχέφρονος ανθρώπου. Το αντίκρυσμα της απολυτρώσεως της θεολογίας από τις επιθέσεις του επαναστατημένου στοχασμού ήταν η κατάπτωση αυτού σε απλή νοητική εργασία. Τούτο κατέστησε ικανό τον στοχαστή να συλλάβει την Αριστοτελική κοσμοθεωρία, αλλά με διάθεση αφιλοσόφητου ορθολογισμού. Οι συνέπειες της ταπεινωτικής αυτής παραδόσεως ήταν η χρησιμοποίηση από τον Ακινάτη φιλοσοφικών μεθόδων στη θεολογία και η αντιμετώπιση ίδιων αντικειμένων —μ' εξαίρεση τα μυστήρια της αποκαλύψεως και τα μυστήρια των ιερών ακολουθιών— στη θεολογία και τη φιλοσοφία, μολονότι τώρα αντιμετωπίζονταν με το φως των ανωτέρων αξιωμάτων που έδωσε η αποκάλυψη.
Ο Ακινάτης ίδρυσε τη θεολογία ως εκκλησιαστική επιστήμη, θεμελιωμένη στην αποκάλυψη, και αντιδιαστελλόμενη προς τη φιλοσοφία ως ανθρώπινη επιστήμη, θεμελιωμένη στην εμπειρία των αισθήσεων και στο νοητικό στοχασμό. Ύστερ' απ' αυτά, θεολογία ήταν πια ο γενικός όρος της εκκλησιαστικής επιστήμης.
Η φαινομενικά ολοκάθαρη θωμιστική διαίρεση και συνένωση θεολογίας και φιλοσοφίας αποδείχθηκε απατηλή. Η ανησυχία συνεχίστηκε. Η εγκόσμια σκέψη και αντίληψη δεν έπαυσαν να σφυροκοπούν και να υποσκάπτουν τον βράχο του εκκλησιαστικού στοχασμού. Μια νέα λυτρωτική προσπάθεια αναπτύχθηκε με το δόγμα της δίπτυχης αλήθειας: λογική και πίστη, ειπώθηκε, είναι άσχετες. Η καθεμιά είναι ορθή στο δικό της πεδίο• μπορεί να συγκρούονται, αλλ' αυτό δεν ασκεί επίδραση, αφού καμιά από τις δύο δεν αξιώνει κύρος στο πεδίο της άλλης. Στην πράξη αυτό το δόγμα, είτε τονίστηκε εμφαντικά, είτε καλύφθηκε αμυδρά, έπαιξε σοβαρό ρόλο στους επόμενους αιώνες.
Η ωραία και αρμονική θωμιστική τάξη επικύρωσε τον κόσμο και τα βασίλειά του, κατανόησε τα μέτρα και τα όριά του και τον άφησε να ακτινοβολήσει μέσα στη δόξα της θεϊκής δημιουργίας. Άφησε τον κόσμο ελεύθερο μέσα σε κάθε θετικιστική αίσθηση και τον διατήρησε κάτω από την οδηγία του Θεοῦ, ο οποίος μίλησε δια της Εκκλησίας, έπλασε σωστά τον κόσμο και αποκάλυψε τον εαυτό του μέσα στην αρμονία. Χωρίς φαινομενική αντινομία, ο Θεός κι' ο κόσμος, η αποκάλυψη και η λογική, μπορούσαν να γίνουν παραδεκτά ανάλογα με τη σειρά τους. Ο κόσμος στην ανομοιότητά του και αυτονομία των βασιλείων του, ο άνθρωπος μέσα στο γένος του, ο πολιτισμός ως θεϊκής υφής έννοια των ανθρώπινων έργων και θεσμών — όλα αφέθηκαν να αποκαλυφθούν και ονομάστηκαν «Χριστιανικά». Όλη αυτή η μεγάλη αρμονία φαινόταν να είναι δυνατή παρά τη σκιά που έριχναν οι συνέπειες της Πτώσεως του ανθρώπου. Η Πτώση εξηγούσε και το σωματικό και πνευματικό κακό και η θρησκευτική αντίληψη μπορούσε να υποδείξει λύτρωση, χωρίς ν' αναγκασθεί ν' αρνηθεί και τον κόσμο και τον άνθρωπο με τη δικαιολογία της ολοκληρωτικής διαφθοράς.
Ακόμη και στο στοχασμό που περιλαμβάνεται στη Καινή Διαθήκη υπήρξαν περικοπές —τονισμένες από τον Προτεσταντισμό— που σκόπευαν προς άλλες κατευθύνσεις. Ο κόσμος θεωρήθηκε ελεύθερος και αυτόνομος σαν το βασίλειο της αμαρτίας• για την αιωνιότητα υπήρχε δικαίωση μόνο δια της πίστεως. Ήρθαμε για ν' ακούσουμε ότι σ' αυτό τον κόσμο, ολοσχερώς διεφθαρμένο εξ αιτίας της Πτώσεως, πρέπει να ζήσουμε υποκείμενοι στην επιρροή των ιδιοτήτων των εγκόσμιων αμαρτάνοντας. Αυτό ήταν το νόημα της Pecca Fortiter του Λουθήρου: η ελπίδα, που σ' αυτό τον κόσμο υποβαστάζει το πνεύμα μας μέσα στην αναπόφευκτη αμαρτία, ενσωματώνεται αποκλειστικά στην πίστη για λυτρωμό έξω από τον κόσμο. Ο κόσμος δεν ήταν απαρχής άναρχος και πολέμιος των ηθικών αρχών, όμως διατρέχοντας την τωρινή φάση, που είναι φάση της διαφθοράς, δεν παρουσιάζει ουσιαστική διαφορά στην περιγραφή του από εκείνη της παλιάς γνωστικής θεωρίας. Η ιστορία ήταν μια διαδοχή από πράξεις ανθρώπινης περηφάνιας και πωρώσεως. Στον κόσμο δεν μπορεί να υπάρξει άλλος οδηγός από την πίστη— μια πίστη άσχετη με τα εγκόσμια, που συγχωρεί στον άνθρωπο την υλιστική ύπαρξή του, αλλά τοποθετεί την κύρια ζωή του άλλου. Η λογική καθ' εαυτή ήταν διεφθαρμένη και η μόνη αλήθεια βρίσκεται στην εγκόσμια απομόνωση ή στη προσευχή με ταπεινοφροσύνη, που και οι δυο τους αναφέρονται στην αιωνιότητα του Θεού.
Τέτοια ανευθυνότης απέναντι στον κόσμο και τα προβλήματά του και μάλιστα προβαλλόμενη εν ονόματι του Θεού, ήταν αφόρητη. Συνέπειες αυτού, οι αλλεπάλληλες απόπειρες να γίνει παραδεκτός ο κόσμος και να του δοθεί κάποιο κύρος, όπως συνέβη με τον Προτεσταντισμό, η διαρκής ζωτικότης του Ακινάτου, η συνεχής επίκληση φιλοσοφικών αντιλήψεων για τη μια θεϊκή αρχή που εγκολπώνει τον κόσμο, σαν τον Νου του Αριστοτέλη και τον Λόγο των Στωϊκών. Οι πιο έντονες προσπάθειες για εναρμόνιση ήταν του Λάϊμπνιτς και του Χέγκελ, του τελευταίου μάλιστα είναι η πιο εντυπωσιακή για τον οραματισμό της και η πιο πειστική από άποψη ερμηνευτική για την αποδοχή όλων των αντινομιών και την αντιμετώπιση του τρόμου. Για τον Χέγκελ, η αποκάλυψη, που έγινε διαφανής και κατανοητή με την λογική, διαλύθηκε στη ροή της Ιστορίας με το πέρασμα του πνεύματος στην αιτιοκρατία. Ο Θεός ήταν το πνεύμα, η υποκείμενη αιτία των πάντων. Αυτό το πνεύμα ήταν ενιαίο, αποκαλυπτόμενο εμφανίστηκε στη φύση, στον άνθρωπο, στην Ιστορία. Η πίστη είχε επίσης τη θέση της στην κλίμακα των στιγμών της αλήθειας, που όλες έφτασαν να γίνουν καταφανείς στη μοναδική θεωρητική σκέψη της φιλοσοφίας. Όλα συμφιλιώθηκαν. Οτιδήποτε υπήρχε, είχε τη θέση του, τη δικαίωσή του, τα όριά του, την αρνητική του όψη. Η λογική δεν ήταν διεφθαρμένος στοχασμός, εναντιωμένη στο Θεό, δεν ήταν πρόκληση στην αποκάλυψη, άλλα η πηγή που τα πάντα περικλείει.
Απ' όλες τις κατασκευές, με τις όποιες το πρόβλημα της συγγένειας λογικής και πίστεως αρχικά προβλήθηκε, έπειτα έγινε αντικείμενο στοχασμού και τελικά λύθηκε ή διαπιστώθηκε ως άλυτο, καμιά δεν μπορεί να ικανοποιήσει. Μπορούμε να φτάσουμε σε βαθύτερη επίγνωση; Το μεγάλο επίτευγμα της θεολογίας τείνει να μας αποθαρρύνει. Έχει αναπτύξει μια εξαιρετικά πλούσια, πνευματικά έντονη, διανοητικά οξεία και συστηματική σκέψη και ως θρησκευτική εμπειρία έχει προκαλέσει την παραγωγή αξιοθαύμαστης φιλολογίας. Αν και εξαναγκάστηκε ν' αποδεχθεί την Ελληνική Φιλοσοφία και κάθε μεταγενέστερη που θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της, η Θεολογία δημιούργησε τα δικά της θέματα και τους δικούς της τρόπους στοχασμού, των οποίων το νόημα αντέχει, ακόμη κι' εκεί που η πίστη στην αποκάλυψη έχει εξαφανισθεί.
Τελείως συνοπτικά μπορεί εδώ να λεχθεί ότι το αποφασιστικό γεγονός, που οι παλιοί στοχαστές δεν μπορούσαν να γνωρίζουν —και του οποίου την ύπαρξη, οσοδήποτε παράξενο κι' αν φαίνεται, δεν έχουν αντιληφθεί σύγχρονοι θεολόγοι και μερικοί φιλόσοφοι— είναι η πραγμάτωση και η συνειδητοποίηση της τάσεως για ειδίκευση της σύγχρονης επιστήμης. Μ' επίγνωση των μεθόδων και των περιορισμών της αληθινής επιστήμης, αίρει μεγάλο μέρος των δυσχερειών που ανακύπτουν από την πάλη μεταξύ πίστεως και λογικής — αν και με κάποιαν άλλη, περισσότερο ξεκάθαρη μορφή θα επανεμφανισθούν. Η θεμελιακή ασάφεια στη πανάρχαιη διαμάχη πάνω στη λογική και την πίστη, στη φιλοσοφία και θεολογία, μπορεί τώρα να αποσαφηνισθεί και να γίνει κατανοητή από όλους.
2. Έννοιες της χριστιανικής φιλοσοφίας.
α. Αν η φιλοσοφία και η πίστη στην αποκάλυψη είναι αδιαχώριστες στο μυαλό του στοχαστή —όπως στις περιπτώσεις του Αυγουστίνου, του Ανσέλμου και του Κουζάνου— ο ιστορικός παρατηρητής μπορεί ν' αποκαλέσει αυτό τον τρόπο σκέψης Χριστιανική φιλοσοφία. Για μας είναι μια φιλοσοφία που έχει απορροφήσει τη Χριστιανική αποκάλυψη ως μια ουσιώδη πηγή.
β. Αν φιλοσοφία και θεολογία είναι ξέχωρες από άποψη αρχών —όπως στους περισσότερους στοχαστές από τον Ακινάτο και πέρα— μερικοί θα εξακολουθούν ακόμη να χρησιμοποιούν τον όρο Χριστιανικός για τις εμφαντικά ανεξάρτητες μορφές της φιλοσοφίας, καθώς ο σύγχρονος θωμιστής αξιώνει ότι έχει γίνει ανεξάρτητος. Αλλά τέτοιοι «Χριστιανοί φιλόσοφοι» έχουν παύσει να είναι αληθινοί φιλόσοφοι. Στην πραγματικότητα, η στάση τους συμπίπτει μ' εκείνη των σύγχρονων «επιστημονικών φιλοσόφων». Η μόνη ουσιώδης διαφορά είναι ότι η πίστη των Θωμιστών στοχαστών βασίζεται στην Εκκλησία και στην αποκάλυψη, ενώ του σύγχρονου «επιστημονικού» φιλοσόφου, που έχει χάσει τη φιλοσοφική του πίστη, θεμελιώνεται σε κάτι ξένο προς την «επιστήμη» του.
Σήμερα, Θωμιστές και επιστημονικοί φιλόσοφοι έχουν χωρίς επίγνωση συμμαχήσει εναντίον της αληθινής φιλοσοφίας. Και οι δυο κατηγορίες έχουν ξεμακρύνει από τον σωστό στοχασμό της λογικής και περιορίστηκαν στη νόηση και στην εμπειρία. Εννοούν να αποδείχνουν και να στηρίζουν θέσεις με φυσικά μέσα, όχι μόνο όπως οι επιστήμονες, αλλά ως επιστήμονες. Εννοούν να ερευνούν «γεγονότα» και «φαινόμενα» —πλην όμως ατελεύτητα, άσκοπα, ακαθοδήγητα— και συναντιούνται σ' ένα πεδίο πού δεν είναι ούτε επιστημονικό, ούτε φιλοσοφικό, σ' ένα πεδίο μιας υποτιθέμενης φιλοσοφικής δεξιοτεχνίας με συνακόλουθη αντίθεση προς την ίδια τη φιλοσοφία.
Παρ' όλα αυτά, παραμένει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του Χριστιανού που πιστεύει τη φιλοσοφία και του «επιστήμονος» απίστου. Ο Χριστιανός ξεκάθαρα εξαρτάται. Από άποψη αρχής, η Χριστιανική φιλοσοφία θέλει ν’ αντιταχθεί στην εκκλησιαστικά διατυπωμένη πίστη. Οποτεδήποτε υπάρχει σύγκρουση, θα υποταχθεί, αρνούμενη κάθε νοητική δολιότητα, γιατί η φιλοσοφική αλήθεια και η αλήθεια της πίστεως, κι' οι δυο εκπορευόμενες από το Θεό, δεν μπορούν ν' αμφισβητήσουν η μια την άλλη. Ο άλλος (ο άπιστος), μη πιστεύοντας στη φιλοσοφία, βρίσκεται από υπαρξιακή άποψη αναστατωμένος και διακηρύσσει την ανεξαρτησία του, χωρίς ν' αντιλαμβάνεται τις συμπτωματικές εξαρτήσεις του.
Η Χριστιανική θωμιστική φιλοσοφία δεν είναι σοβαρή ως φιλοσοφία, γιατί η σοβαρότητά της έγκειται στην εκκλησιαστική πίστη στην αποκάλυψη. Χρησιμοποιεί μια έκφραση για τη μεγάλη, ανεξάρτητη, αληθινή φιλοσοφία, για τον στοχασμό τριάντα αιώνων φιλοσοφικής πίστεως: «Ersatz θρησκεία».
Μέσα σ' αυτή την αναταραχή, θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί να επιστρέψει στους πλατείς δρόμους του ενοποιημένου στοχασμού, όπως ασκήθηκε από τον Αυγουστίνο, Άνσέλμο και Κουζάνο. Μα τούτο, για τη σημερινή θέση του πνεύματος, είναι αδύνατο, εκτός αν ο στοχαστής αγνοήσει τις αναπόφευκτες μορφές του —ιδιαίτερα τη σημασία και τις πραγματικές διαστάσεις της επιστήμης— και καταλήξει σ' ένα ρομαντικά περιορισμένο στοχασμό, που σήμερα όμως θα φαινόταν ξεπερασμένος.
γ. Τελικά, φιλοσοφία μπορεί να ονομασθεί η Χριστιανική φιλοσοφία, γιατί είναι μορφή του Δυτικού πολιτισμού. Αν την κοιτάξουμε από τη σκοπιά της Ελληνικής φιλοσοφίας, χωρίς ν' αναφέρουμε την Ινδουιστική και την Κινεζική, αισθανόμαστε αυτή την διαπεραστική πνοή, αισθητή ακόμα και στους σκεπτικιστές και υλιστές. Αυτή η περιγραφή της Χριστιανικής φιλοσοφίας έχει μιαν απεριόριστα ευρεία σημασία και υπονοεί ένα ιστορικό εντοπισμό Μιλώντας για «Χριστιανική φιλοσοφία» μ' αυτούς τους τρεις τρόπους, έχουμε ένα νόημα. Εν τούτοις είναι ακατανόητο, αν ο όρος υπονοεί είτε μια φιλοσοφική άποψη για την πίστη στην αποκάλυψη —η οποία είναι μάταιη— είτε μια άποψη για φιλοσοφία απορρέουσα από την πίστη στην αποκάλυψη. Κι' αυτό είναι εξ ίσου αδύνατο. Ο φιλοσοφικά λαμπρός στοχασμός των Αυγουστίνου, Ανσέλμου και Κουζάνου άφησε αντίθετη εντύπωση, που είναι απατηλή.
3. Το πρόβλημα της αλήθειας της αποκαλύψεως.
Η λογική δεν μπορεί να ερμηνεύσει την αποκάλυψη. Η λογική, ως φιλοσοφία, δικαιούται ν' αξιώνει ότι είναι ανεξάρτητη, αυτογέννητη, αλλ' αντιμετωπίζοντας το «σκοπό» και την «πραγματικότητα» της αποκαλύψεως δεν έχει το κύρος ν' αποφασίσει για την ύπαρξη της αποκαλύψεως. Κι' αυτό γιατί η αποκάλυψη, όπως κι' η απαρχή της φιλοσοφίας, προηγείται κάθε συλλογισμού. Αυτή η πρωτοτυπία είναι ο πρωταρχικός όρος κάθε συλλογισμού. Καμιά λογική αυθεντία δεν μπορεί να συμπεράνει εκ των προτέρων ότι μπορεί να υπάρχει αποκάλυψη, που καλύπτει ένα κενό, ας το πούμε έτσι, στο στοχασμό μας. Αυτό δεν είναι ούτε δυνατό, ούτε αδύνατο. Έρχεται απ' έξω, σαν κάτι ξέχωρο από κάθε σκέψη και εμπειρία. Αν η αποκάλυψη δεν είχε υπάρξει, δεν θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί ότι είχε υπάρξει. Καμιά γενική έννοια δεν μας καθιστά ικανούς να προμαντεύσουμε μια πράξη του Θεού ως πιθανή, ή να την κατανοήσουμε μετά. Το δεδομένο της αποκαλύψεως έγκειται μόνο στο να την ακούει κανείς και να αποδέχεται το θεϊκό έργο.
Όμως οι πιστοί απαρχής αγωνίζονται για το δεδομένο καθ' εαυτό και δεν έπαυσαν να προσπαθούν. Το βέβαιο είναι ότι η αλήθεια της αποκαλύψεως θεμελιώνεται μόνο από την ίδια την αποκάλυψη, αλλά οι άνθρωποι εξακολουθούν να στηρίζονται σ' επακόλουθα φαινόμενα που την κάνουν απτή στο κόσμο, όπως στα παρακάτω επιχειρήματα:
1. Η αποκάλυψη λέγεται ότι θεμελιώθηκε με τη μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος, το οποίο βρίσκω μέσα μου, όταν η έξω μαρτυρία μ' αγγίζει. Μ' αυτή την κατάθεση του πνεύματος, κι' όχι με τη λογική, η αλήθεια της αποκαλύψεως γίνεται ορατή και γνωστή. Η λογική είναι φαύλη και μπορεί ν' αναστατώσει την αγνή γλώσσα του πνεύματος.
2. Η αποκάλυψη λέγεται ότι θεμελιώθηκε με τη μαρτυρία του εκκλησιάσματος —το οποίο ο Αυγουστίνος μπορεί συνακόλουθα ν' αποκαλεί « Vestra Sanctitas». Αυτή η ομαδική κατάθεση δεν είναι εμπειρία, που η ψυχολογία και η κοινωνιολογία μπορούν επαρκώς να συλλάβουν, είναι το Άγιο Πνεύμα που λειτουργεί μέσα και δια μέσου του εκκλησιάσματος. Σε πεδία που η ανθρώπινη μνήμη και μαρτυρία δε μπορούν ν' ανιχνεύσουν, δημιουργημένα από την παράδοση, την Αγία Γραφή και τα ιερά έθιμα, το εκκλησίασμα καταλαμβάνεται από την αποκάλυψη που του είναι εμπιστευμένη από τον καιρό της συνθήκης με το Θεό. Αυτή η πραγματικότης προϋπάρχει πριν από κάθε στοχασμό και δίνει σημάδια της παρουσίας της μέσα στο στοχασμό. Δεν είναι προκατάληψη με την έννοια μιας ευκίνητης απατηλότητας ή αβάσιμης εικασίας, αλλά είναι ένα πρόκριμα για την απόμακρη και αμνημόνευτη πραγματικότητα.
3. Λέγεται ότι η αποκάλυψη θεμελιώθηκε ιστορικά από τη συνθήκη του Θεού με τους πιστούς. Αυτή η συνθήκη αντλεί το κύρος της από μια πράξη των προπατόρων τους, που είχε ως προϋπόθεση τη μεμονωμένη άμεση• επαφή με το Θεό: «Και είπαν στο Μωϋσή, συ μίλα μαζί μας και θα υπακούσομε• αλλά μην αφήσεις το Θεό να μιλήσει μαζί μας, μήπως πεθάνουμε». Η περικοπή δηλώνει ξεκάθαρα ότι η πηγή της αποκαλύψεως δεν είναι η ατομική ή η ομαδική άμεση σχέση με το Θεό, αλλά η έμμεση σχέση. Αυτή η πίστη στην αποκάλυψη δεν βασίζεται σ' ένα δράμα ή σε μια μυστικιστική ένωση, αλλά στην παραδοχή για την αλήθεια της μεσιτείας. Ο πιστός πιστεύει με τη μεσολάβηση σειράς μεσιτών, που αρχίζει από το Μωϋσή, συνεχίζει με τους προφήτες και καταλήγει στους αποστόλους, δεν βασίζει την πίστη του κατ' ευθείαν στο Θεό, αλλά στη μαρτυρία των μεσιτών. Αυτός ο τύπος πίστεως είναι πίστη με παρεμβολή ενδιάμεσου. Αλήθεια είναι ότι ο αποφασισμένος να πιστεύει παραδέχεται τη μεσιτεία, τη μαρτυρία ή παράδοση. Θεμελιωμένη μ' αυτό τον τρόπο η αλήθεια, γίνεται καταληπτή με την αναφορά στην Αγία Γραφή.
Κάθε ιστορικό παράδειγμα δείχνει ότι η αποκάλυψη θεμελιώνεται από μόνη της, κι' όχι από τίποτε άλλο. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, ούτε κι' η φιλοσοφική πίστη μπορεί να προβάλει άλλην αιτία. Εκεί που ο άνθρωπος είναι αληθινά σοβαρός, σ' αυτόν ανήκει το θάρρος και η κατεύθυνση της εκλογής για το πώς θα ζήσει και για το γιατί θα ζήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου