© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Σαββάτου: ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ - ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 103-110]

1. Τόν τελευταῖο καιρό, ἔχει ἔρθει στό προσκήνιο τῶν συζητήσεων τό αἴτημα γιά ἀλλαγή τοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, τό περιεχόμενο τοῦ ὁποίου ἀφορᾶ ἐκτός τῶν ἄλλων καί μία δέσμη θεμάτων, γιά τά ὁποῖα ἀπαιτεῖται, ἀπό κάποιους φορεῖς, κοινοβουλευτικούς καί ἐξωκοινοβουλευτικούς, νά λάβουν ὁρισμένες νομοθετικές ρυθμίσεις, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἀναθεώρηση ἤ μή τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος. Οἱ νομοθετικές αὐτές ρυθμίσεις θά ἐπιβεβαιώσουν ὅτι ὁ συνταγματικά διακηρυσσόμενος σεβασμός στή θρησκευτική ἐλευθερία καί ἡ ἐφαρμογή τῆς θρησκευτικῆς ἰσότητας ἐκφράζεται καί διαφυλάσσεται κατά τρόπο ἀπόλυτα σεβαστό. Καί οἱ δύο αὐτές προαναφερθεῖσες ἔννοιες εἶναι γνωστόν ὅμως ὅτι σχετίζονται ἀπόλυτα μέ τό σεβασμό καί τήν προστασία τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος, ὡς συστατικοῦ στοιχείου τῆς ἴδιας τῆς ἐννοίας τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί ὡς κριτηρίου ἰσότιμης καί ὁμοιόμορφης ἀντιμετώπισης, ἀπό μέρους τῆς Πολιτείας, τῆς ὁποιαδήποτε γνωστῆς (!) ἤ ἄγνωστης (!) θρησκείας, ἐνῶ παράλληλα δηλώνεται καί ἡ διαφοροποίηση τῆς Πολιτείας ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη μορφή ἄνισης, εὐνοικῆς ἤ δυσμενοῦς μεταχείρισης αὐτῶν.
          Ἐπιπλέον ἡ ἐλεύθερη ἐκδήλωση τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν πε-ποιθήσεων, ὡς συστατικοῦ στοιχείου τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, συνεπάγεται ἀφενός μέν, ὅτι οἱ θρησκευτικές πεποιθήσεις δέν μποροῦν νά ἀποτελέσουν ἐμπόδιο, γιά τήν ἀπόλαυση ὁποιουδήποτε ἀτομικοῦ, πολιτικοῦ ἤ ἀστικοῦ δικαιώματος, ἀφετέρου δέ, ὅτι τό Κράτος εἶναι ὑποχρεωμένο, ὄχι μόνο νά προστατεύει τήν ἀνεξάρτητη καί ἐλεύθερη αὐτή ἐκδήλωση τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, ἀλλά καί νά τήν κατοχυρώνει, μέσα ἀπό διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις, γιά τίς ὁποῖες θεωρεῖται ἀρκετή καί μόνο ἡ ἐξουσιοδότηση τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος. Ἔτσι λοιπόν κάθε ἄτομο, θρησκευτική κοινότητα ἤ ὁμάδα ἔχει τό ἀπόλυτο συνταγματικό δικαίωμα νά ἀπαιτήσει ἀπό τό Κράτος τό σεβασμό ὅλων ἐκείνων τῶν στοιχείων, τά ὁποῖα θεωρεῖ ὡς συστατικά τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, μέ τούς συνταγματικούς περιορισμούς τῆς παρα-γράφου 1 τοῦ ἄρθρου 5 τοῦ Συντάγματος, ἐνῶ ἡ νομοθετοῦσα Πολιτεία ἔχει τήν ὑποχρέωση, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τό ἴδιο ἄρθρο, μέ τίς ἀντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις, νά ἱκανοποιήσει τό παραπάνω αἴτημα τῶν πολιτῶν της. Μέσα ἀπό μία τέτοια διαδικασία ἡ ἑκάστοτε Κυβέρνηση μπορεῖ, μέ ὅσο τό δυνατόν ἀνώδυνο τρόπο, νά ἐπιβεβαιώσει τόν ἀπολυτό σεβασμό της στή θρησκευτική ἐλευθερία, νά ἀποδείξει τήν ὕπαρξη τῆς θρησκευτικῆς της ἰσότητας καί πολυμορφίας καί νά τονίσει τήν ὕπαρξη τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας ἤ τοῦ θρησκευτικοῦ ἀποχρωματισμοῦ τῆς κρατικῆς της ἐξουσίας. Γιά ὁρισμένους μάλιστα κοινοβουλευτικούς θεσμούς, ὁ θρησκευτικός αὐτός ἀποχρωματισμός τῆς κρατικῆς ἐξουσίας θά μποροῦσε νά ἐπιτευχθεῖ ἀπόλυτα, ἐάν εἶχαν υἱοθετηθεῖ καί κάποιες συγκεκριμένες ρυθμίσεις, ὥστε νά ἐπιβεβαιώσει, ὅτι καί ἡ ἴδια ἐπιθυμεῖ νά ἀποδείξει ὅτι ἐκφράζει ἀπόλυτα τίς ἀρχές τοῦ εὐνομούμενου δημοκρατικοῦ Κράτους.
          Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ἀναφέρουμε, ὅτι γιά ὁρισμένα θέματα (πολιτικός γάμος, πολιτική ὀνοματοδοσία, καύση νεκρῶν), ὑφίστανται ἤδη σέ ἰσχύ ἀντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις, ἐνῶ γιά κάποια ἄλλα (εὐκτήριοι οἶκοι, προσηλυτισμός), ἡ κατάθεση τῶν ἀντίστοιχων νομοθετημάτων βρίσκεται "πρό τῶν πυλῶν".
          Χωρίς νά ἐπιδιώκουμε τήν ἀξιολόγηση, ὅλων αὐτῶν τῶν προτάσεων, θά προσπαθήσουμε νά παρουσιάσουμε τό π λ α ί σ ι ο καί τά κ ρ ι τ ή ρ ι α μέ τά ὁποῖα ἡ ποιμαίνουσα Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ διδάσκουσα Θεολογία θά πρέπει νά ἀντιμετωπίσουν τή δέσμη τῶν παραπάνω μεταρρυθμίσεων, ἀφοῦ τά ζητήματα πού θίγονται δέν ἅπτονται μόνο τοῦ τρόπου ἔκφρασης καί σεβασμοῦ τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀλλά ὑποδεικνύουν καί ἕναν διαφορετικό τρόπο ἀντίληψης τοῦ ρόλου καί τῆς παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας.

2. Τό ἐνδιαφέρον μας στρέφεται κυρίως σέ μία σειρά ἐρωτημάτων, τά ὁποῖα ὁριοθετοῦν ἀφενός τή θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἔναντι συγκεκριμένων αἰτημάτων, καί ἀφετέρου τόν καθορισμό τῶν κριτηρίων ἐκείνων μέ τά ὁποῖα ὀφείλει νά κατηχήσει καί νά διδάξει τό ποιμνίο Της, ὥστε νά μήν ἀπωλέσει τήν ἀξιοπιστία της, ἔναντι αὐτοῦ ἀλλ’ οὔτε καί νά περιθωριοποιηθεῖ.
          α) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ Θεολογία δέν μποροῦν νά προσεγγίσουν τίς παραπάνω προτάσεις μέ τόν μανδύα μόνο μιᾶς ὁμολογιακῆς ἀντίληψης ὑπεροχῆς, ἔναντι τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ὁμολογιῶν ἤ θρησκειῶν, ἤ μέ τήν ἀπολυτότητα τοῦ περιεχομένου τῆς ἔννοιας τῆς ἐπι-κρατούσας θρησκείας στόν συγκεκριμένο γεωγραφικό χῶρο, οὔτε τέλος καί ὡς μία ἰδεολογοποιημένη ἔκφραση μιᾶς θρησκευτικῆς κοινότητας, ἡ ὁποία προσπαθεῖ νά διατηρήσει τά κεκτημένα δικαιώματά της, ἀδιαφορῶντας πα-ράλληλα γιά τούς ἄλλους, τούς ὁμολογιακά ἤ θρησκευτικά «ξένους».
          β) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέ τήν ποιμαντική ἀφύπνιση τήν ὁποίαν διαθέτει, ὀφείλει νά ὁριοθετήσει, μέ κριτήρια θεολογικά, τό περιεχόμενο ἔκφρασης τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος, ὄχι μόνο ὡς συστατικοῦ στοιχείου τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀλλά καί ὡς τό περιεχόμενο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ζωῆς καί παρουσίας, γιατί ὁποιαδήποτε ἄλλη προσέγγιση τῶν παραπάνω θεμάτων, ἴσως μᾶς ὁδηγήσει σέ ἕνα διάλογο μέ τήν Πολιτεία, μάλιστα μέσα ἀπό τούς δύσβατους ἀτραπούς μιᾶς στοιχειοθετούμενης νομικῆς ἐπιχειρηματολογίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, τόσο γιά τήν ποιμαίνουσα Ἐκκλησία, ὅσο καί γιά τήν διδάσκουσα Θεολογία terra incognita.

3. Θά ξεκινήσω λοιπόν τήν προσέγγισή μου μέ μία παρατήρηση, ἡ ὁποία συγχρόνως ἀποτελεῖ καί μία ἀξιωματική διαπίστωση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καταρχήν ὀφείλει νά καταθέσει τή δική της πρόταση, ὄχι γιά νά μεταπείσει τούς κρατοῦντες, ἀλλά γιά νά στηρίξει τά μέλη της. Ἡ Ὀρθοδοξία δηλαδή δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ ἕνα ἀπολίθωμα τοῦ παρελθόντος, μουσειακό ἀντικείμενο, προορισμένο νά προκαλεῖ ἁπλῶς τό θαυμασμό, ὡς ἐπίτευγμα μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. Πρέπει νά ἀρθρώνει λόγο γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, λαμβάνοντας ὅμως ὑπ’ ὄψιν τά ἀδιέξοδα, πού ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἀντιμετωπίζει. Τά ἀδιέξοδα αὐτά, ὅπως ἐμφανίζονται καί μέσα ἀπό τίς διάφορες ἀμφισβητήσεις ἀποτελοῦν τήν μία ὄψη τῶν προκλήσεων πού προσφέρει ὁ σύγχρονος κόσμος στήν Ὀρθοδοξία γιά νά κάνει τελικά ζωντανή τήν παράδοσή της. Ἔτσι λοιπόν ἡ συνειδητοποίηση ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ σύγχρονου κόσμου, ὡς ἔννοιας ἱστορικῆς, καί ἡ ὀργανική μετοχή Της, στήν καθημερινή ζωή καί στά ζητήματα τῆς ἐποχῆς της, εἶναι τά μέσα ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα θά Τήν καταστήσουν χῶρο διαλεκτικῆς ἀντίδοσης καί ἀλληλοπεριχώρησης μεταξύ τοῦ ἐκκλησιαστικῶς ζῆν καί τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι, ἔστω καί ἄν δέν συμπίπτουν οὔτε στή «φύση» τους, οὔτε στήν ἱστορία τους. Αὐτή ἡ διαλεκτική ἀλληλοπεριχώρηση θά προκαλέσει ἀνάλογα τήν εὐαισθητοποίηση τῆς ἑκάστοτε ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά μήν ἐνεργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τίς καθημερινές ἐμπειρίες τοῦ πληρώματός Της, καί θά ὁδηγήσει τόν σύγχρονο ἄνθρωπο στή συνειδητοποίηση τῆς κατάστασης στήν ὁποίαν ζῆ, μέσα ἀπό τήν ὁποίαν τελικά θά κατανοήσει, ὅτι καί ἡ ἐπίλυση τῶν προβλημάτων του δέν συνδέεται ἁπλά μέ τήν περιέργεια ἤ τήν ἁπλή γνώση καί διαπίστωση, ἀλλά πρώτιστα καί οὐσιαστικά μέ τήν ὀρθή ἄσκηση τῆς ἐλευθερίας.
          Εἶναι λοιπόν ἀπαραίτητο, τόσο οἱ κληρικοί ὅσοι καί οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας, νά γνωρίζουν ποιά προβλήματα καί ποιές "ἐπιδράσεις" ἀντιμετωπίζει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινή ἐπαφή του μέ τό πολιτιστικό γίγνε-σθαι κάθε ἐποχῆς, γιατί ἔτσι μόνο θά μπορέσουν νά ἀρθρώσουν λόγον «οἰκοδομῆς καί παρακλήσεως», θά κάνουν αἰσθητή τήν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορία καί δέν θά τεθοῦν στό περιθώριο τῆς ἱστορίας, ὅπως πολλοί ἐχθροί ἀλλά καί «φίλοι» τῆς Ὀρθοδοξίας θά τό ἤθελαν!!!
          Ἐπιπλέον μέσα ἀπό αὐτήν τή διαλεκτική ἀντίδοση καί ἀλληλοπεριχώρηση Ἐκκλησίας καί κόσμου, ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία καί ἡ διδάσκουσα Θεολογία ἐπωμίζονται τήν αὐξημένη εὐθύνη ἔναντι τοῦ ποιμνίου καί τῆς ἱστορίας νά κατηχήσουν καί νά διδάξουν, καί αὐτό μποροῦν νά τό ἐπιτύχουν ἀρκεῖ νά κατορθώσουν νά συλλάβουν τά "σημεῖα" τῶν καιρῶν καί τά μηνύματα τῶν ἀνθρώπων. Θά πρέπει νά καταναλωθοῦν σέ μία βαθειά ὅσο καί πιστή ἑρμηνεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης καί νά χρησιμοποιήσουν μιά τέτοια γλώσσα, ἡ ὁποία θά καταστήσει κατανοητό τόν τρόπο τοῦ ἐκκλησιαστικῶς ζῆν, μέσα στήν σύγχρονη πραγματικότητα, γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία, μέσα ἀπό τίς τοποθετήσείς Της, πρέπει νά ὑποδεικνύει σεβασμό στό περιεχόμενο τῆς πίστης, στήν παράδοση καί στήν ἐκκλησιαστική ἐμπειρία, χωρίς διάθεση ἐκπτώσεων, γιατί ἄλλως, στούς δυσχειμέρους καιρούς τῆς ἀμφισβήτησης, θά ἀπογοητεύσει τό ποίμνιό Της καί θά καταστεῖ ἀναξιόπιστη.
          Ὡς συνεπαγωγή τῆς παραπάνω διαλεκτικῆς καί στά πλαίσια τῶν παραπάνω προϋποθέσεων, τίθεται, γιά τήν ἴδια τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας, τό ἐρώτημα σχετικά μέ τό περιεχόμενο τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος καί τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας, ἀπό τήν ἀπάντηση δέ θά ἀποδειχθεῖ ἀνάλογα καί ἡ ἀποφασιστική της σημασία ἤ ἡ καταστροφικότητά της.

4. Μέ ἀφορμή λοιπόν τή διαθρυλούμενη συνταγματική ἀναθεώρηση καί τήν ὑποβολή μιᾶς δέσμης θεμάτων, πού ἀφοροῦν τόν σεβασμό στά ἀτομικά δικαιώματα καί στίς ἀτομικές ἐλευθερίες, ὡς μιᾶς ἀπόλυτης «δημοκρατικῆς» ἔκφρασης τῆς μορφῆς τῶν συγχρόνων πολιτευμάτων γιά ἰσότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὁριοθετεῖται ἕνας "ἄλλος" τρόπος διαβίωσης τοῦ σύγχρονου κόσμου καί συμβίωσης τῶν ἀνθρώπων.
          Εἶναι γνωστόν, ὅτι τά ἀτομικά δικαιώματα πλέον, ἀποτελοῦν τό κατεξοχήν ἐπιχείρημα, μέ σκοπό τή διεκδίκηση προστασίας ἔναντι κάθε κρατικῆς ἐξουσίας, τά ὁποῖα ὅμως κατέληξαν σήμερα νά σημαίνουν τήν «ἐξουσία τοῦ αὐτοκαθορισμοῦ», μέ τήν ὁποίαν ἀποκλείεται ἤ περιορίζεται κάθε ἐπέμβαση τοῦ κράτους σέ ἕναν ὡρισμένο χῶρο ἐλέυθερης ὕπαρξης καί δράσης τῶν κυβερνωμένων. Μία ἀνάλογη θεώρηση ὅμως, μέσα στή σύγχρονη πραγματικότητα, φαίνεται ὅτι καθορίζει, ὅπως εἶναι φυσικό, καί τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους, καί ὄχι ἀποκλειστικά καί μόνο πρός τούς θεσμούς. Οἱ σχέσεις αὐτές ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα, ἐν ὀνόματι τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ «αὐτοκαθορισμοῦ» νά καταλήγουν καί στή θεώρηση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, ὡς μιᾶς κατάστασης ἐλεύθερων ἐπιλογῶν κάθε αὐτοκαθοριζόμενης ὕπαρξης, ἡ ὁποία θεωρεῖ τόν ἄνθρωπο/πολίτη ὡς ἄτομο ἀποκλειστικά αὐτοπροσδιοριζόμενο γεγονός τό ὁποῖο μπορεῖ νά τόν ἀπαλλάσει, σέ μία ὀργανωμένη κοινωνία, καί ἀπό τήν ἀνάγκη τοῦ περιορισμοῦ τοῦ ἄλλου. Ἡ παροῦσα ὅμως αὐτοπροσδιοριστική θεώρηση τῆς ὕπαρξης, στήν πραγματικότητα, ἀποτελεῖ μία οὐτοπία, ἀφοῦ καί συνταγματικά τονίζεται, ὅτι «ἕκαστος δικαιοῦται νά ἀναπτύσση ἐλευθέρως τήν προσωπικότητά του καί νά συμμετέχει εἰς τήν κοινωνικήν, οἰκονομικήν καί πολιτικήν ζωήν τῆς χώρας, ἐ φ’ ὅ σ ο ν δέν προσβάλλει τά δικαιώματα τῶν ἄλλων...». Καί μόνο αὐτός ὁ περιορισμός ἀποδεικνύει πόσο προβληματική εἶναι μία ἀτομοκρατική θεώρηση τῆς ἐλευθερίας ἤ τό δικαίωμα τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ, ὅπως καί κάθε ἔννοια ἀτομικοῦ δικαιώματος, σέ μία ἀνθρώπινη κοινωνία.
         Ὕστερα ἀπό αὐτήν τήν ἀξιωματική ἀρχή γιά τήν Ἐκκλησία προβάλλεται ἡ ἀνάγκη μιᾶς ἀπάντησης στό ἐρώτημα,
μέ ποιό τρόπο ὁριοθετοῦνται τά δικαιώματα καί οἱ ἐλευθερίες τῶν ἄλλων.Ὁ παραπάνω συνταγματικός περιορισμός, ὅτι «ἕκαστος δικαιοῦται νά ἀναπτύσση ἐλευθέρως τήν προσωπικότητά του.....ἐ φ’ ὅ σ ο ν δέν προσβάλλει τά δικαιώματα τῶν ἄλλων», ἀποτελεῖ μία ἄμεση ἀπόρριψη τῆς ἀπολυτο-ποίησης τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος, ὡς δικαιώματος αὐτοκαθορισμοῦ, καί τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας, ὡς δυνατότητας ἀποκλειστικά καί μόνο μιᾶς ἀτομοκεν-τρικῆς ἐπιλογῆς. Μία ἀνθρώπινη κοινωνία, ὅπου τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἑνός πολίτη λειτουργεῖ ἀπολυτοποιημένα, αὐτόβουλα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἀτομικό δικαίωμα τοῦ ἄλλου, μέ βεβαιότητα ὁδηγεῖται σέ ἀδιέξοδα καί συγκρούσεις. Ἀντίθετα, μία προσέγγιση τοῦ δικαιώματος, μέσα ἀπό τήν παρουσία καί τό σεβασμό τοῦ ἄλλου, ὡς δυνατότητα ἀποδοχῆς του, δηλαδή ὡς μία προσωποκεντρική θεώρηση τοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας του καί ὡς ἔκφραση ζωῆς, δηλαδή ὡς μία ἀναφορική σχέση ἑτεροκαθορισμοῦ του, ἐπαναβεβαιώνει στόν κάθε πολίτη τά ἴσα δικαιώματά του καί τήν ἴση ἀξία του, ἀρχές τίς ὁποῖες ἀποδέχεται καί ἡ παραπάνω συνταγματική ἐπιταγή.

5. Μέ βάση λοιπόν τήν παραπάνω προσέγγιση, δηλαδή τήν «ἀρχή τοῦ ἑτεροκαθορισμοῦ», ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νομίζω ὅτι προβάλλει μία πολύ σημαντική προυπόθεση, μέ τήν ὁποίαν εἶναι δυνατόν νά προσδιορίσει τήν ἀξιωματική ἐκείνη ἀρχή, μέ βάση τήν ὁποίαν ὀφείλει νά διδάξει καί νά κατηχήσει τό ποίμνιό Της, ἀλλά καί νά τοποθετηθεῖ ἔναντι τῶν ὁποιωνδήποτε προκλητικῶν ἐρωτημάτων, τά ὁποῖα τίθενται ἀπό τήν Πολιτεία, ἀκόμα καί μέσα μία ὁλόκληρη δέσμη μεταρρυθμίσεων καί ἀλλαγῶν πού προτείνονται.
          α) Ἡ Ἐκκλησία, μέ βάση τήν «ἀρχή τοῦ ἑτεροκαθορισμοῦ», ὁδηγεῖ σέ μία ἰσόρροπη σχέση «ἀτόμου/προσώπου» καί «κοινότητας/κοινωνίας», ὥστε νά μήν περιπέσει ὀ ἄνθρωπος/πολίτης σέ μορφές ἀτομισμοῦ ἤ σέ νέες μηδενιστικές τάσεις. Αὐτό συνεπάγεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐπικροτεῖ κάθε τάση γιά ἐλάττωση ἤ μείωση τοῦ ἐξαναγκασμοῦ καί ἀντικατάστασή του μέ μέσα πειθοῦς ἤ ἀντικινήτρων. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν εὐθύνη νά μήν παραθεωρεῖ ἤ περιφρονεῖ τό ἱστορικό βάθος τῶν ὁποιωνδήποτε ἐπεμβάσεων, προκειμένου νά ἱκανοποιήσει κάποιες ἄλλες ἀντιλήψεις νεώτερων ἰδεολογιῶν, ὅταν μάλιστα μία τέτοιου εἴδους ἀδιαφορία μπορεῖ νά λειτουργεῖ σέ βάρος τῆς σύγχρονης ἱστορικῆς της πραγματικότητας καί τῆς συνείδησης τοῦ ποιμνίου της. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ ἐπέμβαση τοῦ Κράτους στήν ἰδιωτική ἤ τή θρησκευτική ζωή πρέπει ἀπαραιτήτως νά αἰτιολογεῖται πάντοτε ὡς «ἀναγκαία σέ μία δημοκρατική κοινωνία». Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ὁ κατεξοχήν χῶρος τῆς ἐλευθερίας, δικαιοῦται νά ἀπαιτεῖ ἀπό τό Κράτος νά μή θεσπίζει νόμους πού ἐπιβάλλουν τήν παράβαση τῶν ἀρχῶν Της ἀπό τά μέλη Της στή δημόσια ζωή τους, καί φυσικά νά μήν παρεμβαίνει στό ἐσωτερικό Της δίκαιο (sacra interna corporis), ἀλλά νά προστατεύει τήν ἐλευθερία καί τήν ταυτότητά Της, ὅποτε αὐτή ἀπειλεῖται ἀπό ἄλλες "ὁμάδες". Ἡ π ρ ο α ι ρ ε τ ι κ ό τ η τ α αὐτή καί ὄχι ἡ ὑποχρεωτικότητα, γιά τήν ἐφαρμογή μερικῶν ἀπό τίς μεταρρυθμιστικές προτάσεις (καθιέρωση πολιτικοῦ γάμου, πολιτικῆς ὀνοματοδοσίας, πολιτικοῦ ὄρκου, πολιτικῆς κήδευσης καί καύσης τῶν νεκρῶν), μπορεῖ νά ἀποτελέσει μία πρώτη βάση γιά μία οὐσιαστική ἀρχή διαλόγου μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας.
          β) Ἡ «ἀρχή τοῦ ἑτεροκαθορισμοῦ» ἀποδυναμώνει κάθε τι τό ὁποῖο καταστρέφει ἤ ὑποβαθμίζει τήν ἀπόλυτη μοναδικότητα τοῦ προσώπου, μέ σκοπό νά τό μετατρέψει σέ πρᾶγμα ἄτομο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπικροτεῖ τίς νο-μικές ἐκεῖνες προβλέψεις περί προστασίας τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς, τῶν ἴσων δι-καιωμάτων καί ἐλευθεριῶν, «ἀσχέτως διακρίσεως φύλου, φυλῆς, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικῶν ἤ ἄλλων πεποιθήσεων» (ε ὐ κ τ ή ρ ι ο ι ο ἶ κ ο ι), ἐνῶ ἀκόμη καί στήν περίπτωση ἀπαγόρευσης τοῦ θρησκευτικοῦ π ρ ο σ η λ υ τ ι σ μ ο ῦ, δέν διστάζει νά προβάλλει ὡς κριτήριο τήν ἀνάγκη "προστασίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί τῆς ἀξιοπρεπείας τοῦ προσώπου κατά πάσης προσπαθείας ἐπηρεασμοῦ τους μέ ἀνήθικα καί ἀπατηλά μέσα", γι’ αὐτό καί ὁποιαδήποτε διάκριση μέ βάση τέτοιου εἴδους ἰδεολογικούς προσανατολισμούς, πρέπει νά ἀποθαρρύνεται καί ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν Πολιτεία.
          γ) Μέ τήν «ἀρχή τοῦ ἑτεροκαθορισμοῦ» ἡ ἀντίθεση μεταξύ ὑποκειμένου καί ἀντικειμένου ἀποτελεῖ ἁπλᾶ ἕνα μύθο. Σέ μία τέτοια σχέση ἡ ἔννοια τοῦ ὑποκειμένου, ὡς «ἐγώ», δέν δρᾶ σέ ἀντιδιαστολή ἤ καί σέ ἀντιπαράθεση πρός τόν «ἄλλον» ἤ τούς «ἄλλους», οὔτε πρός τό "ἐμεῖς". Ἡ συγκεκριμένη στάση ζωῆς ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά μήν μποροῦμε νά κατανοήσουμε ὅτι τό δικαίωμα τῆς αὐτοδιάθεσης καί τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός μας ἀκόμα, πρό ἤ καί μετά τόν θάνατο, δέν εἶναι ἄσχετο πρός τά δικαιώματα τῶν ἄλλων. Γιά νά κατανοήσουμε ὅμως αὐτή τή λεπτή διαφορά, ἡ ὁποία καθορίζει καί τή στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ «δικαιώματος» τῆς κ α ύ σ η ς τ ῶ ν ν ε κ ρ ῶ ν, θά πρέπει νά ἀναφερθοῦμε σέ δύο χαρακτηριστικά φαινόμενα, ὅπου τό σῶμα δέν εἶναι τό ἀπόλυτο ὀχυρό τοῦ «ἐγώ», σέ μία ἀτομοκρατική θεώρηση τῆς παρουσίας καί τῶν λειτουργιῶν, ἀλλά ἀποτελεῖ τό μέσον, μέ τό ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ μέ τούς ἄλλους, ἀκόμη καί μέ τίς αἰσθητικές του λειτουργίες. Ἡ κύρια αὐτή λειτουργία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ὡς μέσου προσωπικῆς κοινωνίας, ἀποτελεῖ καί τήν πρωταρχική ἐκείνη αἰτία πού τό καθιστᾶ θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά σεβαστό καί ὄχι μόνο γιατί εἶναι κτιστό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ὑπ’ αὐτή τήν προοπτική κανείς δέν μπορεῖ νά τό φθείρει, νά τό καταστρέψει ἤ νά τό χρησιμοποιήσει βίαια, μέ κίνητρο τήν ἀτομικιστική χρησικτησία. Ἡ θεώρηση τοῦ σώματος, ὡς δημιουργήματος καί δώρου τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἀποτρέπει ἀπό κάθε ἀντίληψη ἀτομικιστικῆς ἰδιοκτησίας ἤ μεταχείρισης του, ἐνῶ μᾶς ὑπαγορεύει ὅτι ἀνήκει καί στούς ἄλλους. Συνεπῶς ἡ μετά θάνατον τύχη ἑνός σώματος δέν ἀφορᾶ μόνο τήν ἐπιθυμία τοῦ νεκροῦ, ὡς μία ἔκφραση τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας του, ἀλλά εἶναι ὑπόθεση σχέσεως ὅλων, ἄλλωστε τόσο ἡ ἀκολουθία καί ἡ τελετή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κηδείας, ὅσο καί ἡ μετά ταῦτα διαδικασία, αὐτή τήν κοινωνική-προσωπική λειτουργία σημαίνει. Γιά τήν πατερική θεολογία μάλιστα καί τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, μέσω τοῦ νεκροῦ σώματος συντηρεῖται ἡ προσωπική-κοινωνική αὐτή σχέση (πρβλ. ἀκολουθία μνημοσύνων, μνημόνευση στήν εὐχαριστιακή ἀναφορά). Ἡ ἐπιβεβαίωση τέλος ὅτι τό σῶμα, ἀκόμη καί τοῦ νεκροῦ, ἀνήκει καί στούς ἄλλους, φανερώνεται ἀπό τήν ἐνθάρρυνση τῆς Ἐκκλησίας στή δωρεά ὀργάνων τοῦ σώματος γιά μεταμοσχεύσεις ἀλλά καί ἀπό τήν ἰσχύουσα νομοθεσία, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει τή χρήση ὀργάνων νεκροῦ γιά μεταμόσχευση καί μέ μόνη τή συγκατάθεση τῶν οἰκείων του.
          Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν μία ἔμμεση μέν ἀλλά οὐσιαστική ἀναγνώριση τῆς ἀρχῆς, ὅτι τό σῶμα δέν ἀνήκει μόνο στό συγκεκριμένο «ἄτομο», ἀλλά ὅτι προσδιορίζει καί τήν μετά θάνατο παρουσία του καί τίς προσωπικές του σχέσεις μέ τούς ἄλλους. Γιά τήν Ἐκκλησία καί τή Θεολογία ἡ θέση αὐτή φαίνεται νά ἀποτελεῖ τόν κανόνα, γιά ὁποιαδήποτε «οἰκονομική» ἤ ποιμαντική ἀντιμετώπιση τοῦ ὅλου θέματος, προυποθέτει δέ σύνεση καί διάκριση.
δ) Ὁ ἑτεροκαθορισμός ἀναδεικνύει τή σχέση, ὡς περιεχόμενο καί τρόπο ζωῆς, ὡς μία προσωπική δηλαδή ἀξιολόγηση καί ἐκτίμηση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, σέ ἀναφορά πρός τόν ἄλλον ἄνθρωπο καί τόν κόσμο, ἐνῶ καταρρίπτει κάθε ἀτομιστική θεώρηση τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Μέ τήν ἀρχή αὐτή συγκεκριμένα ὑπερβαίνεται ἡ ἀπομόνωση, ἡ διάσπαση, ἡ διάσταση, ὁ χωρισμός καί ἀναδεικνύεται ἡ σχέση μέ τόν ἄλλο, ὡς μία σχέση ταυτότητας, ὅπου δέν μπορεῖς νά πεῖς «ἐγώ», ἄν δέν ὑπάρχει τό «ἐμεῖς». Μέσα σ’ ἕνα τέτοιο πλέγμα σχέσεων μᾶς ἐντάσσει καί ἡ ἐκκλησιαστική ὀ ν ο μ α τ ο δ ο σ ί α ἀλλά καί ὁ ἐκκλησιαστικός γ ά μ ο ς.
Ἄλλωστε δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι ὅλες οἱ μυστηριακές τελετές καί ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες εἶναι ἐκκλησιαστικά "γεγονότα", μέ τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία μᾶς κάνει νά συνειδητοποιήσουμε ὄχι μόνο τό παρόν καί τό ἱστορικό παρελθόν, ἀλλά καί «τήν τῶν μελλόντων κατάστασιν». Γι’ αὐτό ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς λόγος διδακτικός, δέν μπορεῖ νά λειτουργεῖ ἀποπροσανατολιστικά ἔναντι τῶν μυστηρίων, ἔστω καί ἄν ὑποδεικνύει κάποιες φορές ἀνεκτικότητα ἤ τάσεις ἐφαρμογῆς ποιμαντικῆς "οἰκονομίας" καί διάκρισης. Ὅλα αὐτά τά θέματα δέν εἶναι, γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἁπλᾶ ποιμαντικά ζητήματα, ἀλλά θέματα θεολογικά μέ ποιμαντικές προεκτάσεις.

6. Θεωρῶ ὅτι ἤδη βρισκόμαστε σέ ἕνα διάλογο μεταξύ τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας, γιά τή ρύθμιση τῶν μεταξύ τους σχέσεων, ὁ ὁποῖος ὅμως δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι ἔχει ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς τήν κοινωνία, τόν πολιτισμό, τήν ἱστορία καί τόν ἄνθρωπο, μία κοινωνία, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄθροισμα ἀτόμων αὐτοβεβαιούμενων καί αὐτοκαθοριζόμενων ἀλλά πλέγμα σχέσεων, μέσα ἀπό τίς ὁποῖες ἀναδεικνύεται ἡ ἀπόλυτη ἑτερότητα τῶν προσώπων καί ὁ πολιτισμός τοῦ «ἄλλου».
          Σ’ αὐτόν τόν διάλογο τόσο ἡ Ἐκκλησία ὅσο καί ἡ Πολιτεία ἄς ἐπισπεύσουν τή συνεργασία τους στήν ἀντιμετώπιση καί στήν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων, γιατί ὅλοι μαζί, σέ τελική ἀνάλυση, εἴμαστε θεματοφύλακες τοῦ ἴδιου πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ὑπάρχουν περιθώρια γιά ἀντιπαλότητες καί πολυτέλειες γιά διαμάχες. Ὁ σκοπός τοῦ διαλόγου δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ὑπενθύμιση τοῦ κοινοῦ αὐτοῦ πολιτιστικοῦ χρέους, μέσα στήν ἱστορία, καί τῶν κριτηρίων ἑνός πολιτιστικοῦ διαλόγου, ὁ ὁποῖος θά ἀποβλέπει στή διακονία καί στήν ὑπηρεσία τοῦ πολίτη, ὡς προσώπου, σέ ἕναν κοινό χῶρο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά μετατραπεῖ ἀπό ἀπρόσωπη κοινωνία σέ προσωπική κοινότητα.
          Ἔστω καί ἄν ἡ Πολιτεία θέτει ζητήματα, ἐνοχλητικά πολλές φορές γιά τήν Ἐκκλησία, αὐτή πρέπει νά προετοιμαστεῖ κατάλληλα γιά ἕναν ἐποικοδομητικό διάλογο, μέ σκοπό ὄχι τήν ἐνίσχυση τῆς ὅποιας ἐπικυριαρχίας της ἔναντι ἄλλων, ἀλλά γιά τήν ἐνισχυτική ἐπιβεβαίωση τῆς σχέσης της μέ τό ποίμνιό της, στά πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, γεγονός τελικά πού θά τήν καταστήσει ἀξιόπιστη καί στό διάλογό της μέ τήν Πολιτεία.
          Τό θέμα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν μπορεῖ νά περιοριστεῖ μόνο στά θέματα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἀφοροῦν τά τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας (μοναστηριακῆς καί ἐνοριακῆς), τῆς φορολογίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐσόδων ἤ τῆς μισθοδοσίας τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Ὅλα αὐτά ἴσως ἀποτελοῦν τό "φαίνεσθαι" μιᾶς ἀναθεώρησης ἐνῶ τό "εἶναι" ἀφοροῦν ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέραμε παραπάνω.
          Τέλος θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τό πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν σχηματοποιεῖται οὔτε στίς διαπιστωτικοῦ τύπου ἐνέργειες τῆς Πολιτείας πρός τήν Ἐκκλησία, οὔτε στή συνύπαρξη πολιτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν προσώπων σέ δημόσιες τελετές καί ἐθιμοτυπικοῦ τύπου ἐκδηλώσεις, οὔτε νομοθετικό πλαίσιο, τό ὁποῖο ἰσχύει σήμερα, τό ὁποῖο ἁπλᾶ περιγράφει ἕνα χῶρο κοινῶν δράσεων, μέσα ἀπό τό ὁποῖον διασφαλίζεται ἡ ἀξιόπιστη μορφή ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν δύο θεσμῶν στούς χώρους αὐτούς, ὑπό τήν προϋπόθεση τόν σεβασμό στό δικαίωμα τοῦ προσώπου.


1 σχόλιο:

Δ. Μαγριπλής είπε...

πολύτιμη συμβολή στο "διάλογο" εκκλησίας - πολιτείας, ένα κείμενο σημαντικό που μπορεί να δώσει την λύση στο σημερινό αδιέξοδο και να οδηγήσει σε σχέσεις ισότιμες και πραγματικές........
άξιος...

Related Posts with Thumbnails