Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Ήταν ένας όχτος, που κάθε χρόνο, τέτοια εποχή γέμιζε χρώματα κι’ ευλογίες από τις -κυριολεκτικά- χιλιάδες κοπελούλες, οι οποίες τον έντυναν αγαλλίαση και του χάριζαν την ομορφιά εκείνη της θαλπωρής του Φθινόπωρου, στις γήινες και ζεστές για την ψυχή αποχρώσεις του, με τις υποσχέσεις της αναγέννησης της γης και τις κρυφές ελπίδες της επικείμενης φθοράς, που θα οδηγήσει αναγκαστικά στην ευφορία και την επικράτηση και αφθονία των καρπών. Πρόκειται για την σοφία του σπόρου, που αν δεν σαπίσει, δεν πρόκειται να δώσει αποτελέσματα.
Ανηφόριζες, τότε, προς το χθες της ιστορίας σου, έχοντας το προνόμιο του περπατήματος, μια και ο κατακλυσμός των μηχανοκίνητων δεν είχε ακόμα επιβληθεί στη ζωή σου, κυρίως εκείνα τα παράξενα και μοναδικά φωτισμένα από τον στερνό χαιρετισμό του ήλιου δειλινά στα τέλη του Οκτώβρη και τις αρχές του Νοέμβρη και γέμιζε η όρασή σου από την αρμονία της συνύπαρξης μιας απόχρωσης σε εξέλιξη, η οποία ξεκινούσε από το χώμα, που το έντυνε και κατέληγε στα αιωρούμενα ρόδια, μια άλλη πολυσπερμία της εποχής, η οποία ποτέ δεν έμενε αναξιοποίητη.
Το νησί μας, γεμάτο, πριν αρχίσει η άναρχη τσιμεντοποίησή του, φιόρα κι’ ευώδεις θάμνους, δεν είχε το προνόμιο των τόπων με τα μεγάλα δάση της βόρειας ελληνικής πλευράς να περνά με διαδοχικές χρωματικές εναλλαγές από την καταπράσινη καλοκαιρία στην εγκυμονούσα γυμνότητα. Γενέτειρα μελωδικών ποιητών, ερωτευμένων ζωγράφων κι’ ευαίσθητων, φεγγαρόφωτων μουσικών, ακολουθούσε διακριτικά αυτή τη μετάβαση και ζώντας ήπιες μεταλλαγές εκφραζόταν με κορυφαίες εκφράσεις, γνωρίζοντας καλά, βιώνοντας μια άλλη, πολιτιστική πανσπερμία, πως η λιτότητα είναι πλούτος και πως μια απλή λέξη, ένα «βροντάουσι» για παράδειγμα, μπορεί να πει περισσότερα και ουσιαστικότερα απ’ ότι οι πολυσέλιδοι πανηγυρικοί του δεκάρικου ή ένας στίχος, σαν αυτόν του πρώτου και μοναδικού, που τονίζει την ομορφιά και την αρμονία, χαρακτηρίζοντας απλά «ξανθό» τον μήνα Απρίλη, είναι πολύ πιο συμβουλευτικός απ’ ότι ένα ολόκληρο έπος, μια και η ουσία φιλοξενείται στην απλότητα και η μεγαλοπρέπεια στην γνησιότητα των απλών και καθημερινών πραγμάτων.
Ήταν, λοιπόν, εσπερινά υποσχόμενη παράκληση εκείνος ο όχτος με τις κοπελούλες, λίγα μέτρα από την τότε αυλή μας -υπάρχει σήμερα κάτι τέτοιο στην πόλη μας;- και μια φωνή παρηγορητική, υπόσχεση ουσιαστικής συντροφιάς σε μια σιωπή του χειμώνα, η οποία όλο και περισσότερο άπλωνε το χέρι της, για να χτυπήσει τον μπαταδούρο της εξώθυράς μας.
Κάποτε αλώναμε, δίχως δισταγμό, τα χέρια μας, αποσπούσαμε από τη γη διακριτικά λίγες πινελιές της και τις μεταφέραμε σπίτια μας, για να δώσουμε χρώμα και ευωδία σε μια γωνιά και να δέσει η αισθητική των ανθοδοχείων μας - μικρά βαζάκια ταιριάζουν στις κοπελούλες - με τα χαλιά, που πάντα απλώνονταν στα πατώματα την μέρα της γιορτής του αγίου Δημητρίου, πολύ πιθανόν συνοδευμένα με μυρωδιές κυδωνιού, με το οποίο οι νόνες μας έκαναν -το δημιουργούσαν θα ταίριαζε καλύτερα- ατελείωτες λιχουδιές, για τις κρύες νύχτες, που ακολουθούσαν, αλλά και για τις ατελείωτες ονομαστικές γιορτές, οι οποίες μόλις είχαν αρχίσει.
Ματζετάκια από κοπελούλες πηγαίναμε τότε, εμείς τα παιδιά, συχνά κομμένα από εκείνον τον βολικό όχτο, στις δασκάλες και τους δασκάλους μας, το πρωί της Δευτέρας, αλλά και οι δικοί μας σε φίλους και γείτονες, όχι τόσο για να δεσμεύσουν και να βγάλουν την υποχρέωση, όσο για να μοιραστούν μαζί τους τα ανάργυρα δώρα της φύσης, τα συνδεόμενα με την γιορτή της πρώτης μέρας του Νοέμβρη και να καλλιεργήσουν την απαραίτητη χαρά της γειτνίασης και της ανθρώπινα απαραίτητης φιλίας, τον καιρό που ακόμα υπήρχαν, πριν γίνουν δημόσιες σχέσεις και επιδείξεις νεοπλουτισμού.
Τα χρόνια εκείνα δεν νομίζω να υπήρχε σπίτι, που εκεί, κατά το τέλος του Οκτώβρη και το μπάσιμο του Νοέμβρη, να μην είχε στα βάζα του κοπελούλες, οι οποίες συντρόφευαν τις πολύχρωμα διασωστικές «θάλασσες» -έτσι ποιητικά και πολυδιάστατα ονομάζαμε τα χρυσάνθεμα- και να μην χαίρονταν, τότε που η κοπή τους δεν προεξοφλούσε, λόγω αφθονίας, την εξαφάνιση, την θαλπωρή σε καιρούς μετάβασης και την αισθητική της συμβίωσης με την φύση, όταν η πλαστική ευμάρεια δεν εξύβριζε ακόμα την αναμενόμενη μεγάλη γιορταστική παρένθεση του Δωδακαημέρου των Χριστουγέννων, με την πλαστική αγένεια της πάνω μας πλατείας.
Σήμερα είναι δύσκολο, για λόγους πολλούς, να κόψεις από εκείνον τον οικείο, κάποτε, όχτο κοπελούλες. Πρώτον γιατί ποτέ δεν περπατάς, αλλά πάντα μετακινείσαι εποχούμενος. Ακόμα και για τσιγάρα να πας στο διπλανό περίπτερο το αυτοκίνητο θα καβαλήσεις, κάνοντας πράξει το δημώδες εκείνο ποίημα «των Κολοκοτρωναίων», στο οποίο «καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε, καβάλα παίρν’ αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι». Δεύτερον γιατί η επαφή με την φύση χάθηκε και η πλαστικούρα, σε υπερβολή απαίδευτου χωριάτη, μπήκε στα ανθοδοχεία μας, για να ταιριάξει με την κιτς μας αισθητική και την εφήμερή μας πραγματικότητα, με την ημερομηνία λήξης και την εκ γενετής φθορά της. Τρίτον - και τελευταίο, αλλά και κυριότερο - δεν μπορείς να κόψεις κοπελούλες από εκείνον τον όχτο, γιατί τον εξαφάνισε η απληστία της τσιμεντοκρατίας μας.
Κυριολεκτικά εκεί που η γη «έβγαζε το πρώτο της κυκλάμινο», όπως έγραψε προφητικά θρηνώντας ο ποιητής της «Αμοργού», ο μελοποιημένος άριστα από τον Μάνο Χατζηδάκη, Νίκος Γκάτσος, απαίδευτοι αν δεν βλέπουν την όχι για την ανάγκη της ομοιοκαταληξίας του στίχου δική του «υψικάμινο», αντιμετωπίζουν την αυθαίρετη και μη τιμωρούμενη επιβολή του ψηφοφόρου, η αυθάδεια του οποίου δεν έχει τίποτα να σεβαστεί και σε τίποτα να απολογηθεί.
Μα καιρός είναι να εξηγήσουμε τι είναι αυτές οι κοπελούλες, που τόση ώρα διαβάζετε. Ίσως το υποψιαστήκατε από την παραπάνω αναφορά στον δημιουργό των στίχων των τραγουδιών, που συνόδεψαν τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μας, τους έρωτες, τα πάθη και τις λύπες μας. Είναι τα ντροπαλά - κατά άλλους, μείζονες ή ελάσσονες ποιητές - κυκλάμινα, τα οποία αυτές τις μέρες, παρά την απειλή της φύσης, ακόμα βασιλεύουν και κυριεύουν τις αισθήσεις μας.
Ο Οδυσσέας Ελύτης τα ταυτίζει με τα νύχια της Μαρίας Νεφέλης του και ο άλλος συνοδοιπόρος και συντεχνίτης του, ο Γιάννης Ρίτσος, τα ρωτά εκστατικός «πού βρήκαν χρώματα κι ανθούν, πού μίσχο και σαλεύουν;». Αυτά, όμως, εξακολουθούν να παραμένουν αίνιγμα και ν’ αντιστέκονται στην εξαφάνισή τους.
Φέτος τον Μάρτη, σε μέρη γνωστά και οικεία, τόπους αγαπητούς των παιδικών μου χρόνων, έψαξα εκείνη την άγρια λεβάντα, γνωστή περισσότερο από εκείνα τα ευωδιαστά και παρηγορητικά ματζετάκια της γιορτής της Σταυροπροσκύνησης. Με μεγάλη μου απογοήτευση βρήκα μόνο τσιμέντο, μπάζα και άσφαλτο στην θέση τους. Και τα θυμάμαι όχτους ολόκληρους και σειρές ατελείωτες. Το ίδιο γίνεται και με τα μανουσάκια, τα οποία χρόνο με το χρόνο όλο και λιγοστεύουν, αλλά και με πολλές άλλες προσφορές της γης.
Το χώμα όσο πάει όλο και εξαφανίζεται και το αντικαθιστά το μπετόν. Μα για την αξία του θα σας διηγηθώ μια παράδοση, που αφορά τον μόνο ζήσαντα δύο ζωές, μια και είναι ο μόνος θνητός, που αναστήθηκε, τον τετραήμερο φίλο του Χριστού Λάζαρο.
Λέει, λοιπόν, ο λαός μας πως εκείνος, σαν γύρισε από τον Άδη ποτέ του δεν χαμογέλασε, προβληματισμένος, πιθανόν, από τα όσα εκεί είδε. Μια φορά μόνο έσκασε το χείλι του, σαν είδε, περπατώντας στην αγορά της Κύπρου -εκεί έζησε την δεύτερη, μετά την έγερση ζωή του- έναν ζητιάνο να κλέβει ένα πήλινο κανάτι.
«Να», είπε, «το ένα χώμα κλέβει το άλλο» και προεικόνισε την Τζοκόντα του Ντα Βίντσι, πριν γίνει μυθιστορηματικός κώδικας.
Όσοι κατανοούν αυτήν την ιστορία, μπορούν να καταλάβουν το τι σημαίνει ένας όχτος με κοπελούλες, που σήμερα μπαζώθηκε. Οι περαιτέρω εξηγήσεις περιττεύουν.
Ανηφόριζες, τότε, προς το χθες της ιστορίας σου, έχοντας το προνόμιο του περπατήματος, μια και ο κατακλυσμός των μηχανοκίνητων δεν είχε ακόμα επιβληθεί στη ζωή σου, κυρίως εκείνα τα παράξενα και μοναδικά φωτισμένα από τον στερνό χαιρετισμό του ήλιου δειλινά στα τέλη του Οκτώβρη και τις αρχές του Νοέμβρη και γέμιζε η όρασή σου από την αρμονία της συνύπαρξης μιας απόχρωσης σε εξέλιξη, η οποία ξεκινούσε από το χώμα, που το έντυνε και κατέληγε στα αιωρούμενα ρόδια, μια άλλη πολυσπερμία της εποχής, η οποία ποτέ δεν έμενε αναξιοποίητη.
Το νησί μας, γεμάτο, πριν αρχίσει η άναρχη τσιμεντοποίησή του, φιόρα κι’ ευώδεις θάμνους, δεν είχε το προνόμιο των τόπων με τα μεγάλα δάση της βόρειας ελληνικής πλευράς να περνά με διαδοχικές χρωματικές εναλλαγές από την καταπράσινη καλοκαιρία στην εγκυμονούσα γυμνότητα. Γενέτειρα μελωδικών ποιητών, ερωτευμένων ζωγράφων κι’ ευαίσθητων, φεγγαρόφωτων μουσικών, ακολουθούσε διακριτικά αυτή τη μετάβαση και ζώντας ήπιες μεταλλαγές εκφραζόταν με κορυφαίες εκφράσεις, γνωρίζοντας καλά, βιώνοντας μια άλλη, πολιτιστική πανσπερμία, πως η λιτότητα είναι πλούτος και πως μια απλή λέξη, ένα «βροντάουσι» για παράδειγμα, μπορεί να πει περισσότερα και ουσιαστικότερα απ’ ότι οι πολυσέλιδοι πανηγυρικοί του δεκάρικου ή ένας στίχος, σαν αυτόν του πρώτου και μοναδικού, που τονίζει την ομορφιά και την αρμονία, χαρακτηρίζοντας απλά «ξανθό» τον μήνα Απρίλη, είναι πολύ πιο συμβουλευτικός απ’ ότι ένα ολόκληρο έπος, μια και η ουσία φιλοξενείται στην απλότητα και η μεγαλοπρέπεια στην γνησιότητα των απλών και καθημερινών πραγμάτων.
Ήταν, λοιπόν, εσπερινά υποσχόμενη παράκληση εκείνος ο όχτος με τις κοπελούλες, λίγα μέτρα από την τότε αυλή μας -υπάρχει σήμερα κάτι τέτοιο στην πόλη μας;- και μια φωνή παρηγορητική, υπόσχεση ουσιαστικής συντροφιάς σε μια σιωπή του χειμώνα, η οποία όλο και περισσότερο άπλωνε το χέρι της, για να χτυπήσει τον μπαταδούρο της εξώθυράς μας.
Κάποτε αλώναμε, δίχως δισταγμό, τα χέρια μας, αποσπούσαμε από τη γη διακριτικά λίγες πινελιές της και τις μεταφέραμε σπίτια μας, για να δώσουμε χρώμα και ευωδία σε μια γωνιά και να δέσει η αισθητική των ανθοδοχείων μας - μικρά βαζάκια ταιριάζουν στις κοπελούλες - με τα χαλιά, που πάντα απλώνονταν στα πατώματα την μέρα της γιορτής του αγίου Δημητρίου, πολύ πιθανόν συνοδευμένα με μυρωδιές κυδωνιού, με το οποίο οι νόνες μας έκαναν -το δημιουργούσαν θα ταίριαζε καλύτερα- ατελείωτες λιχουδιές, για τις κρύες νύχτες, που ακολουθούσαν, αλλά και για τις ατελείωτες ονομαστικές γιορτές, οι οποίες μόλις είχαν αρχίσει.
Ματζετάκια από κοπελούλες πηγαίναμε τότε, εμείς τα παιδιά, συχνά κομμένα από εκείνον τον βολικό όχτο, στις δασκάλες και τους δασκάλους μας, το πρωί της Δευτέρας, αλλά και οι δικοί μας σε φίλους και γείτονες, όχι τόσο για να δεσμεύσουν και να βγάλουν την υποχρέωση, όσο για να μοιραστούν μαζί τους τα ανάργυρα δώρα της φύσης, τα συνδεόμενα με την γιορτή της πρώτης μέρας του Νοέμβρη και να καλλιεργήσουν την απαραίτητη χαρά της γειτνίασης και της ανθρώπινα απαραίτητης φιλίας, τον καιρό που ακόμα υπήρχαν, πριν γίνουν δημόσιες σχέσεις και επιδείξεις νεοπλουτισμού.
Τα χρόνια εκείνα δεν νομίζω να υπήρχε σπίτι, που εκεί, κατά το τέλος του Οκτώβρη και το μπάσιμο του Νοέμβρη, να μην είχε στα βάζα του κοπελούλες, οι οποίες συντρόφευαν τις πολύχρωμα διασωστικές «θάλασσες» -έτσι ποιητικά και πολυδιάστατα ονομάζαμε τα χρυσάνθεμα- και να μην χαίρονταν, τότε που η κοπή τους δεν προεξοφλούσε, λόγω αφθονίας, την εξαφάνιση, την θαλπωρή σε καιρούς μετάβασης και την αισθητική της συμβίωσης με την φύση, όταν η πλαστική ευμάρεια δεν εξύβριζε ακόμα την αναμενόμενη μεγάλη γιορταστική παρένθεση του Δωδακαημέρου των Χριστουγέννων, με την πλαστική αγένεια της πάνω μας πλατείας.
Σήμερα είναι δύσκολο, για λόγους πολλούς, να κόψεις από εκείνον τον οικείο, κάποτε, όχτο κοπελούλες. Πρώτον γιατί ποτέ δεν περπατάς, αλλά πάντα μετακινείσαι εποχούμενος. Ακόμα και για τσιγάρα να πας στο διπλανό περίπτερο το αυτοκίνητο θα καβαλήσεις, κάνοντας πράξει το δημώδες εκείνο ποίημα «των Κολοκοτρωναίων», στο οποίο «καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε, καβάλα παίρν’ αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι». Δεύτερον γιατί η επαφή με την φύση χάθηκε και η πλαστικούρα, σε υπερβολή απαίδευτου χωριάτη, μπήκε στα ανθοδοχεία μας, για να ταιριάξει με την κιτς μας αισθητική και την εφήμερή μας πραγματικότητα, με την ημερομηνία λήξης και την εκ γενετής φθορά της. Τρίτον - και τελευταίο, αλλά και κυριότερο - δεν μπορείς να κόψεις κοπελούλες από εκείνον τον όχτο, γιατί τον εξαφάνισε η απληστία της τσιμεντοκρατίας μας.
Κυριολεκτικά εκεί που η γη «έβγαζε το πρώτο της κυκλάμινο», όπως έγραψε προφητικά θρηνώντας ο ποιητής της «Αμοργού», ο μελοποιημένος άριστα από τον Μάνο Χατζηδάκη, Νίκος Γκάτσος, απαίδευτοι αν δεν βλέπουν την όχι για την ανάγκη της ομοιοκαταληξίας του στίχου δική του «υψικάμινο», αντιμετωπίζουν την αυθαίρετη και μη τιμωρούμενη επιβολή του ψηφοφόρου, η αυθάδεια του οποίου δεν έχει τίποτα να σεβαστεί και σε τίποτα να απολογηθεί.
Μα καιρός είναι να εξηγήσουμε τι είναι αυτές οι κοπελούλες, που τόση ώρα διαβάζετε. Ίσως το υποψιαστήκατε από την παραπάνω αναφορά στον δημιουργό των στίχων των τραγουδιών, που συνόδεψαν τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μας, τους έρωτες, τα πάθη και τις λύπες μας. Είναι τα ντροπαλά - κατά άλλους, μείζονες ή ελάσσονες ποιητές - κυκλάμινα, τα οποία αυτές τις μέρες, παρά την απειλή της φύσης, ακόμα βασιλεύουν και κυριεύουν τις αισθήσεις μας.
Ο Οδυσσέας Ελύτης τα ταυτίζει με τα νύχια της Μαρίας Νεφέλης του και ο άλλος συνοδοιπόρος και συντεχνίτης του, ο Γιάννης Ρίτσος, τα ρωτά εκστατικός «πού βρήκαν χρώματα κι ανθούν, πού μίσχο και σαλεύουν;». Αυτά, όμως, εξακολουθούν να παραμένουν αίνιγμα και ν’ αντιστέκονται στην εξαφάνισή τους.
Φέτος τον Μάρτη, σε μέρη γνωστά και οικεία, τόπους αγαπητούς των παιδικών μου χρόνων, έψαξα εκείνη την άγρια λεβάντα, γνωστή περισσότερο από εκείνα τα ευωδιαστά και παρηγορητικά ματζετάκια της γιορτής της Σταυροπροσκύνησης. Με μεγάλη μου απογοήτευση βρήκα μόνο τσιμέντο, μπάζα και άσφαλτο στην θέση τους. Και τα θυμάμαι όχτους ολόκληρους και σειρές ατελείωτες. Το ίδιο γίνεται και με τα μανουσάκια, τα οποία χρόνο με το χρόνο όλο και λιγοστεύουν, αλλά και με πολλές άλλες προσφορές της γης.
Το χώμα όσο πάει όλο και εξαφανίζεται και το αντικαθιστά το μπετόν. Μα για την αξία του θα σας διηγηθώ μια παράδοση, που αφορά τον μόνο ζήσαντα δύο ζωές, μια και είναι ο μόνος θνητός, που αναστήθηκε, τον τετραήμερο φίλο του Χριστού Λάζαρο.
Λέει, λοιπόν, ο λαός μας πως εκείνος, σαν γύρισε από τον Άδη ποτέ του δεν χαμογέλασε, προβληματισμένος, πιθανόν, από τα όσα εκεί είδε. Μια φορά μόνο έσκασε το χείλι του, σαν είδε, περπατώντας στην αγορά της Κύπρου -εκεί έζησε την δεύτερη, μετά την έγερση ζωή του- έναν ζητιάνο να κλέβει ένα πήλινο κανάτι.
«Να», είπε, «το ένα χώμα κλέβει το άλλο» και προεικόνισε την Τζοκόντα του Ντα Βίντσι, πριν γίνει μυθιστορηματικός κώδικας.
Όσοι κατανοούν αυτήν την ιστορία, μπορούν να καταλάβουν το τι σημαίνει ένας όχτος με κοπελούλες, που σήμερα μπαζώθηκε. Οι περαιτέρω εξηγήσεις περιττεύουν.
*** Φωτό του Π.Κ. Κυκλάμινα στο βουνό Σκοπός της Ζακύνθου.
5 σχόλια:
Τι μας θύμησες τώρα .
Τον οχθο στου Αφράτη!
και είναι και κάποιοι που περηφανευονται για αυτό τον πανύψηλο τοίχο (πάνω από τεσσερα μέτρα).Αλλά μέχρι εκεί φθάνει το μυαλό τους.
Διονύση,
σ' ευχαριστούμε για την αισθαντική δημοσίευση, αλλά και για την εμπιστοσύνη στο πολυπεριοδικό μας! Ήδη σε υπολογίζουμε στους Συνεργάτες μας κι ελπίζουμε να μάς πλουτίζεις με τη νυκτική σου γραφή!
Όντως παραθεωρούμε πολλά ουσιώδη του βίου, αφήνουμε ν' ατονήσουν περισσότερα κι εντέλει χάνουμε και τ' αυγά και τα πασκάλια...
Καλό σου ξημέρωμα και πάλι ευχαριστίες!
Κοπελούλες!!!!!!!! Τι μού θυμίσατε! Ατόνησαν κι αυτές μαζί με την αθωότητά μας!
μήπως άλλαξαν και τα μάτια - τα μάτια που ανέραστα πια κοιτούν...
εξαίρετο....
ΚΟΠΕΛΟΥΛΕΣ!!!αλλο ένα αθώο θύμα στο βωμό της ψευτικης ευμάρειάς μας.
Όμως αλλίμονο,το βάζο της ζωής μας στερεύει μέρα τη μέρα και δεν το αντιλαμβανόμαστε.
Δημοσίευση σχολίου