KATINA: Αχ, και σας το 'πα! Πόσες φορές δεν σας παρακάλεσα να μη γυρνάτε ντυμένος έτσι, σαν φαλιρισμένο ψιλικατζήδικο! Μα, μην κουνιέστε! Σταθείτε να σας βάλω αυτή την κρέμα στα βλέφαρα. Πω, πω, κατάμαυρα είναι! Δεν μπορείτε να τ' ανοίξετε;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Αμ τι νομίζετε, ότι σας κλείνω πονηρά το μάτι; Αχ, αχ, προσέχτε! Πονάει.
K.: Με τα παθήματά σας θα χάσουμε τον Μουρούτσο.
N.: Γίνατε θαυμάστριά του, βλέπω.
K.: Δεν συλλαμβάνω το ακριβές νόημα όλων αυτών που κάνει επί σκηνής, οι κινήσεις του, όμως, νομίζω ότι συνθέτουν έναν υπέροχο, απόλυτα ανδρικό χορό. Στους καιρούς μας, καιρούς εκθήλυνσης δεν είναι καρφί εναντίον σας , αυτός ο χορός μου φαίνεται αφάνταστα ερωτικός.
N.: Τυπικά γυναικεία προσέγγιση του αθλητισμού... Άσε που ονομάζετε «σκηνή» την άγρια αρένα του τεκ βο ντο. Αχ, σιγά! Πάντως, νιώθω ευτυχισμένος που τα χεράκια σας ευαρεστούνται επιτέλους να διεγείρουν τις αισθήσεις μου, έστω και κάνοντάς με να πονώ.
K.: Προσεγγίζω τον αθλητισμό, όπως και καθετί, αισθητικά και όχι χρησιμοθηρικά, αξιολογικά ή με βάση την αρχή του ανταγωνισμού, όπως εσείς οι άνδρες. Φάγατε πολύ ξύλο, ε;
N.: Δεν έχω παράπονο.
K.: Κι εσείς, ευλογημένε, τι ζητούσατε νυχτιάτικα στην Ομόνοια έτσι, άθλια, ντυμένος;
N.: Απλό τζιν φορούσα. Και άσπρο πουκάμισο...
K.:... Δεκαετίας του '70.
N.: Πεντακάθαρο.
K.: Ασιδέρωτο.
N.: Και αυτό τι τους έκοφτε τους μπάτσους;
K.: Έπρεπε να προστατέψουν από τα χάλια σας τη σπανίου κάλλους αισθητική της ελβετίζουσας πλέον Ομόνοιας, εφόσον δεν τους άφησαν οι εφημερίδες να φτιάξουν το πρώτο Άουσβιτς της μεταπολεμικής Ιστορίας. Μα κι εσείς δεν φορούσατε κάτι πιο τρέντι, μια γαλανόλευκη, ένα Γκούτσι, ένα αθλητικό φανελάκι για να φαίνονται οι φο-μπιζού μυώνες σας, όπως κάνουν οι συνομήλικοί σας! Με αυτή την πουκαμίσα, ανάμεσα στα υπερρεαλιστικά λιόδεντρα, θα μοιάζατε σίγουρα σαν μεταβουκολική τύψη της Ελλάδας μας για το φουστανελοφόρο παρελθόν της. Αντισταθήκατε;
N.: Μόνο με λόγια. Τους είπα: «Σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα, μπορώ να περάσω ντυμένος όπως θέλω από την Ομόνοια και από παντού. Ακόμη και μπροστά από το σπίτι της κυρίας Αγγελοπούλου». Τότε είναι που μ' έδειραν.
K.: Είχαν δίκιο. Τα έσχατα σύνορα της ελευθερίας του πολίτη βρίσκονται εκεί όπου τροχίζονται τα μαχαίρια των επιχειρήσεων και όπου η μεγαλαυχούσα, λυκίσια ευπρέπεια του μικροαστισμού, ο οποίος στηρίζει κάθε ολοκληρωτισμό, στήνεται μπροστά στις κάμερες τσιρίζοντας: «Καθαρίστε την Αθήνα μας από τα πρεζόνια, τους ζητιάνους, τους μετανάστες, τους ασουλούπωτους». Λες και η Αθήνα δεν είναι επίσης Αθήνα των πρεζονιών, λες και μια καλοντυμένη κυρία έχει περισσότερα δικαιώματα στην πόλη από μια ζητιάνα. Αλήθεια, εσάς πού σας κατέταξαν;
N.: Οι γνώμες διχάστηκαν. Άλλος μ' έλεγε πρεζόνι κι άλλος Αλβανό. Κάποιος παρενέβη: «Αδερφή είναι, ρε! Δε βλέπετε πώς χαμογελάει ενώ τις τρώει; Του αρέσει!».
K.: Σας άρεσε;
N.:... Λιγάκι... Σκεφτόμουν τους μάρτυρες της Εκκλησίας μας. Θυμόμουν, επίσης, τους βασανισμένους της Μακρονήσου ή του EAT-ΕΣΑ που, δερόμενοι, δεν έχασαν τον ανθρωπισμό τους. Υποφέροντας στωικά τις μπουνιές, ένιωσα να τους φτάνω σχεδόν ως τα γόνατα.
K.: Γιατί λέτε «θυμόμουν»; Εσείς δεν είστε ούτε 25 χρονών.
N.: Έχω συνείδηση κλεφτρόνι. Κλέβει μνήμες παλιότερων, βασανισμένων ανθρώπων. Ποτέ των ευτυχισμένων.
K.: Ζήστε επιτέλους στο παρόν! Και το μόνο παρόν είναι αυτό των συγχρόνων σας που φορούν μια στολή στο σώμα ή στη σκέψη και βασανίζουν ή εκμεταλλεύονται ποικιλοτρόπως τους ανίσχυρους.
N.: Το παρόν τους δεν είναι παρόν μου.
K.: Το παρόν σας, λειτουργώντας με χρονοκαθυστέρηση σαν χρηματοκιβώτιο, γίνεται απώτατο παρελθόν για τους συγκαιρινούς σας.
N.: H αλήθεια είναι μια χημική ένωση που ολοκληρώνεται πάντα στο μέλλον. Εμείς προσφέρουμε απλώς τα στοιχεία.
K.: Όμως, δεν γίνεται χημική ένωση δίχως βίαιη αντίδραση. Εσείς, αντιθέτως, προτιμάτε να σας δέρνουν και να σας εκμεταλλεύονται από το να δέρνετε εσείς και να μεταχειρίζεστε βία πάνω στους άλλους... Αλήθεια, στο μεταξύ δεν καταλαβαίνω σε τι χρειάζονται όλες αυτές οι Ανεξάρτητες Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, τα Συμβούλια της Επικρατείας, οι νομικοί, οι συνταγματολόγοι, όταν καταστρατηγούνται ολοφάνερα το Σύνταγμα και οι νόμοι.
N.: Είπε το κριάρι στον βασιλιά των λύκων: «Τελευταία, κάθε που έρχομαι στο ανάκτορό σας για να διαμαρτυρηθώ εννόμως περί της αρπαγής των αρνιών μου, με σταματάει στην πύλη μια αλεπουδίτσα με πολύ τροχισμένα δόντια και, αφού μου συστηθεί ως Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Απροστάτευτων Πολυκατασπαραγμένων Αμνών (ΑΑΠΑΠΑ) με πιέζει ν' αναφέρω στο εξής μόνο σ' αυτήν τις κατασπαράξεις των υπηκόων μου. Αλλ' εγώ έχω συνηθίσει παλαιόθεν να έρχομαι κατευθείαν σ' εσάς, να φωνάζω οργισμένος μπροστά στον θρόνο σας και στις κάμερες και να με κερνάτε μετά κι ένα λικεράκι, όχι να επαφίεμαι σε απροσδιορίστου προελεύσεως και χρησιμότητας αλεπουδίτσες».
«Μη δίνεις σημασία», είπε ο βασιλιάς. «Αυτή η αλεπουδίτσα είναι για μερικά ενοχλητικά αρνιά, όχι για σένα, κι έχει ως εμμίσθως εξαργυρωνόμενη αποστολή να κάνει την πύλη του ανακτόρου μου πιο απροσπέλαστη και τον δρόμο για τον θρόνο μου πιο διαφιλονικούμενο. Εσύ, σαν νόμιμος αντίπαλος και κρεατοπρομηθευτής μου, θα έρχεσαι από την πίσω πόρτα, θα διαμαρτύρεσαι κοσμίως και μετά θα πίνουμε το λικεράκι μας κουβεντιάζοντας όπως πάντα φιλικά».
K.: Τι είν' αυτό; Μύθος του Αισώπου;
N.: Είναι το τελευταίο μου διήγημα.
K.: Είναι φανερό ότι δεν θα σας επαινέσουν ποτέ οι σοβαροί κριτικοί, αυτοί που ενθουσιάζονται με τις μεγάλες εθνικές τοιχογραφίες. Πάντως, εκείνο που μου κάνει πιο πολύ εντύπωση είναι η αδιαφορία του κοσμάκη για την καταβρόχθιση του εθνικού πλούτου και για την καταβαράθρωση βασικών δικαιωμάτων του, αδιαφορία που διολισθαίνει ακατάσχετα προς την απόλυτη συναίνεση. Διαμαρτύρονται για οτιδήποτε άλλο εκτός από το ουσιώδες.
N.: Είπαν τ' αυγά στην κότα: «Δεν μπορείς, αγαπητή μας, να κάθεσαι κανονικά στη φωλιά όταν μας γεννάς, αντί να τρέχεις ολοένα βιαστική και να μας κάνεις καθ' οδόν; Πέφτουμε κάτω, πολλά σπάζουμε κι έτσι πάμε χαμένα».
«Είμαι μια πολυάσχολη μεγαλεμπόρισσα αυγών και δεν έχω ποτέ χρόνο. Όμως, σ' αυτό έχετε δίκιο, μικρούλια μου, πρέπει να γίνουμε επιτέλους ανταγωνιστικότεροι», απάντησε η κότα κι άρχισε να ξεπετά τ' αυγά της κατευθείαν στις μαλακές αυγοθήκες του σούπερ μάρκετ.
K.: Δεν σας αντέχω όταν γίνεστε τόσο ηθικολόγος. Άντε, πάμε να δούμε τον αγαπημένο μου Μουρούτσο.
N.: Και δαρμένος και επιπλέον να σας έχω να καλοκοιτάτε τον Μουρούτσο και τον αντρίκειο, ερωτικό χορό του που δεν θα χορέψω ποτέ εγώ για χάρη σας. Νιώθω σχεδόν ευτυχής.
ΝΙΟΝΙΟΣ: Αμ τι νομίζετε, ότι σας κλείνω πονηρά το μάτι; Αχ, αχ, προσέχτε! Πονάει.
K.: Με τα παθήματά σας θα χάσουμε τον Μουρούτσο.
N.: Γίνατε θαυμάστριά του, βλέπω.
K.: Δεν συλλαμβάνω το ακριβές νόημα όλων αυτών που κάνει επί σκηνής, οι κινήσεις του, όμως, νομίζω ότι συνθέτουν έναν υπέροχο, απόλυτα ανδρικό χορό. Στους καιρούς μας, καιρούς εκθήλυνσης δεν είναι καρφί εναντίον σας , αυτός ο χορός μου φαίνεται αφάνταστα ερωτικός.
N.: Τυπικά γυναικεία προσέγγιση του αθλητισμού... Άσε που ονομάζετε «σκηνή» την άγρια αρένα του τεκ βο ντο. Αχ, σιγά! Πάντως, νιώθω ευτυχισμένος που τα χεράκια σας ευαρεστούνται επιτέλους να διεγείρουν τις αισθήσεις μου, έστω και κάνοντάς με να πονώ.
K.: Προσεγγίζω τον αθλητισμό, όπως και καθετί, αισθητικά και όχι χρησιμοθηρικά, αξιολογικά ή με βάση την αρχή του ανταγωνισμού, όπως εσείς οι άνδρες. Φάγατε πολύ ξύλο, ε;
N.: Δεν έχω παράπονο.
K.: Κι εσείς, ευλογημένε, τι ζητούσατε νυχτιάτικα στην Ομόνοια έτσι, άθλια, ντυμένος;
N.: Απλό τζιν φορούσα. Και άσπρο πουκάμισο...
K.:... Δεκαετίας του '70.
N.: Πεντακάθαρο.
K.: Ασιδέρωτο.
N.: Και αυτό τι τους έκοφτε τους μπάτσους;
K.: Έπρεπε να προστατέψουν από τα χάλια σας τη σπανίου κάλλους αισθητική της ελβετίζουσας πλέον Ομόνοιας, εφόσον δεν τους άφησαν οι εφημερίδες να φτιάξουν το πρώτο Άουσβιτς της μεταπολεμικής Ιστορίας. Μα κι εσείς δεν φορούσατε κάτι πιο τρέντι, μια γαλανόλευκη, ένα Γκούτσι, ένα αθλητικό φανελάκι για να φαίνονται οι φο-μπιζού μυώνες σας, όπως κάνουν οι συνομήλικοί σας! Με αυτή την πουκαμίσα, ανάμεσα στα υπερρεαλιστικά λιόδεντρα, θα μοιάζατε σίγουρα σαν μεταβουκολική τύψη της Ελλάδας μας για το φουστανελοφόρο παρελθόν της. Αντισταθήκατε;
N.: Μόνο με λόγια. Τους είπα: «Σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα, μπορώ να περάσω ντυμένος όπως θέλω από την Ομόνοια και από παντού. Ακόμη και μπροστά από το σπίτι της κυρίας Αγγελοπούλου». Τότε είναι που μ' έδειραν.
K.: Είχαν δίκιο. Τα έσχατα σύνορα της ελευθερίας του πολίτη βρίσκονται εκεί όπου τροχίζονται τα μαχαίρια των επιχειρήσεων και όπου η μεγαλαυχούσα, λυκίσια ευπρέπεια του μικροαστισμού, ο οποίος στηρίζει κάθε ολοκληρωτισμό, στήνεται μπροστά στις κάμερες τσιρίζοντας: «Καθαρίστε την Αθήνα μας από τα πρεζόνια, τους ζητιάνους, τους μετανάστες, τους ασουλούπωτους». Λες και η Αθήνα δεν είναι επίσης Αθήνα των πρεζονιών, λες και μια καλοντυμένη κυρία έχει περισσότερα δικαιώματα στην πόλη από μια ζητιάνα. Αλήθεια, εσάς πού σας κατέταξαν;
N.: Οι γνώμες διχάστηκαν. Άλλος μ' έλεγε πρεζόνι κι άλλος Αλβανό. Κάποιος παρενέβη: «Αδερφή είναι, ρε! Δε βλέπετε πώς χαμογελάει ενώ τις τρώει; Του αρέσει!».
K.: Σας άρεσε;
N.:... Λιγάκι... Σκεφτόμουν τους μάρτυρες της Εκκλησίας μας. Θυμόμουν, επίσης, τους βασανισμένους της Μακρονήσου ή του EAT-ΕΣΑ που, δερόμενοι, δεν έχασαν τον ανθρωπισμό τους. Υποφέροντας στωικά τις μπουνιές, ένιωσα να τους φτάνω σχεδόν ως τα γόνατα.
K.: Γιατί λέτε «θυμόμουν»; Εσείς δεν είστε ούτε 25 χρονών.
N.: Έχω συνείδηση κλεφτρόνι. Κλέβει μνήμες παλιότερων, βασανισμένων ανθρώπων. Ποτέ των ευτυχισμένων.
K.: Ζήστε επιτέλους στο παρόν! Και το μόνο παρόν είναι αυτό των συγχρόνων σας που φορούν μια στολή στο σώμα ή στη σκέψη και βασανίζουν ή εκμεταλλεύονται ποικιλοτρόπως τους ανίσχυρους.
N.: Το παρόν τους δεν είναι παρόν μου.
K.: Το παρόν σας, λειτουργώντας με χρονοκαθυστέρηση σαν χρηματοκιβώτιο, γίνεται απώτατο παρελθόν για τους συγκαιρινούς σας.
N.: H αλήθεια είναι μια χημική ένωση που ολοκληρώνεται πάντα στο μέλλον. Εμείς προσφέρουμε απλώς τα στοιχεία.
K.: Όμως, δεν γίνεται χημική ένωση δίχως βίαιη αντίδραση. Εσείς, αντιθέτως, προτιμάτε να σας δέρνουν και να σας εκμεταλλεύονται από το να δέρνετε εσείς και να μεταχειρίζεστε βία πάνω στους άλλους... Αλήθεια, στο μεταξύ δεν καταλαβαίνω σε τι χρειάζονται όλες αυτές οι Ανεξάρτητες Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, τα Συμβούλια της Επικρατείας, οι νομικοί, οι συνταγματολόγοι, όταν καταστρατηγούνται ολοφάνερα το Σύνταγμα και οι νόμοι.
N.: Είπε το κριάρι στον βασιλιά των λύκων: «Τελευταία, κάθε που έρχομαι στο ανάκτορό σας για να διαμαρτυρηθώ εννόμως περί της αρπαγής των αρνιών μου, με σταματάει στην πύλη μια αλεπουδίτσα με πολύ τροχισμένα δόντια και, αφού μου συστηθεί ως Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Απροστάτευτων Πολυκατασπαραγμένων Αμνών (ΑΑΠΑΠΑ) με πιέζει ν' αναφέρω στο εξής μόνο σ' αυτήν τις κατασπαράξεις των υπηκόων μου. Αλλ' εγώ έχω συνηθίσει παλαιόθεν να έρχομαι κατευθείαν σ' εσάς, να φωνάζω οργισμένος μπροστά στον θρόνο σας και στις κάμερες και να με κερνάτε μετά κι ένα λικεράκι, όχι να επαφίεμαι σε απροσδιορίστου προελεύσεως και χρησιμότητας αλεπουδίτσες».
«Μη δίνεις σημασία», είπε ο βασιλιάς. «Αυτή η αλεπουδίτσα είναι για μερικά ενοχλητικά αρνιά, όχι για σένα, κι έχει ως εμμίσθως εξαργυρωνόμενη αποστολή να κάνει την πύλη του ανακτόρου μου πιο απροσπέλαστη και τον δρόμο για τον θρόνο μου πιο διαφιλονικούμενο. Εσύ, σαν νόμιμος αντίπαλος και κρεατοπρομηθευτής μου, θα έρχεσαι από την πίσω πόρτα, θα διαμαρτύρεσαι κοσμίως και μετά θα πίνουμε το λικεράκι μας κουβεντιάζοντας όπως πάντα φιλικά».
K.: Τι είν' αυτό; Μύθος του Αισώπου;
N.: Είναι το τελευταίο μου διήγημα.
K.: Είναι φανερό ότι δεν θα σας επαινέσουν ποτέ οι σοβαροί κριτικοί, αυτοί που ενθουσιάζονται με τις μεγάλες εθνικές τοιχογραφίες. Πάντως, εκείνο που μου κάνει πιο πολύ εντύπωση είναι η αδιαφορία του κοσμάκη για την καταβρόχθιση του εθνικού πλούτου και για την καταβαράθρωση βασικών δικαιωμάτων του, αδιαφορία που διολισθαίνει ακατάσχετα προς την απόλυτη συναίνεση. Διαμαρτύρονται για οτιδήποτε άλλο εκτός από το ουσιώδες.
N.: Είπαν τ' αυγά στην κότα: «Δεν μπορείς, αγαπητή μας, να κάθεσαι κανονικά στη φωλιά όταν μας γεννάς, αντί να τρέχεις ολοένα βιαστική και να μας κάνεις καθ' οδόν; Πέφτουμε κάτω, πολλά σπάζουμε κι έτσι πάμε χαμένα».
«Είμαι μια πολυάσχολη μεγαλεμπόρισσα αυγών και δεν έχω ποτέ χρόνο. Όμως, σ' αυτό έχετε δίκιο, μικρούλια μου, πρέπει να γίνουμε επιτέλους ανταγωνιστικότεροι», απάντησε η κότα κι άρχισε να ξεπετά τ' αυγά της κατευθείαν στις μαλακές αυγοθήκες του σούπερ μάρκετ.
K.: Δεν σας αντέχω όταν γίνεστε τόσο ηθικολόγος. Άντε, πάμε να δούμε τον αγαπημένο μου Μουρούτσο.
N.: Και δαρμένος και επιπλέον να σας έχω να καλοκοιτάτε τον Μουρούτσο και τον αντρίκειο, ερωτικό χορό του που δεν θα χορέψω ποτέ εγώ για χάρη σας. Νιώθω σχεδόν ευτυχής.
[Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 17.8.2004]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου