© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 23 Ιουνίου 2007

Διονύση Σέρρα, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ: 150 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ. ΑΦΙΕΡΩΜΑ


"Πάντ΄ανοιχτά, παντ΄άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου…"

Ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού

Η καταστροφή των Ψαρών

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλικάρια
και στην κόψη στεφάνι φορεί
γεναμένο από λίγα χορτάρια
που είχαν μείνει στην έρημη γη.
(1825)

Η Φαρμακωμένη

Τα τραγούδια μου τα ‘λεγες όλα,
τούτο μόνο δε θέλει το πεις,
τούτο μόνον δε θέλει τ’ ακούσεις,
Αχ! την πλάκα του τάφου κρατείς.

Ω παρθένα! αν ημπόρειαν οι κλάψες
πεθαμένου να δώσουν ζωή,
τόσες έκαμα κλάψες για σένα,
που θελ’ έχεις την πρώτη πνοή.

Συφορά! Σε θυμούμ’ εκαθόσουν
στο πλευρό μου με πρόσωπο αχνό,
«Τι έχεις;» σου ‘πα, και συ μ’ αποκρίθεις:
«Θα πεθάνω, φαρμάκι θα πιω»!

Με σκληρότατο χέρι το πήρες,
ωραία κόρη, κι αυτό το κορμί,
οπού του πρεπε φόρεμα γάμου,
πικρό σάβανο τώρα φορεί.

Το κορμί σου εκεί μέσα στον τάφο
το στολίζει σεμνή παρθενιά.
Του καιρού σ’ αδικούσεν ο κόσμος
και σου φώναξε λόγια κακά.

Τέτοια λόγια αν ημπόρειες ν’ ακούσεις,
ωχ το στόμα σου τι ‘θελε βγει;
«Το φαρμάκι που επήρα και οι πόνοι
δεν εστάθηκαν τόσο σκληροί»!

Κόσμε ψεύτη! Τες κόρες τες μαύρες
κατατρέχεις όσο είν’ ζωντανές,
Σκληρέ κόσμε! και δεν τους λυπάσαι
την τιμήν όταν είναι νεκρές.

Σώπα, σώπα! θυμήσου πως έχεις
θυγατέρα, γυναίκα, αδελφή.
Σώπα! η μαύρη κοιμάται στο μνήμα,
και κοιμάται παρθένα σεμνή.

Θα ξυπνήσει την ύστερη μέρα,
εις τον κόσμον ομπρός να κριθεί»
και στον Πλάστη κινώντας με σέβας
τα λευκά της χέρια θα πει:

«Κοίτα μέσα στα σπλάχνα μου, Πλάστη!
τα φαρμάκωσα, αλήθεια, η πικρή,
και μου βγήκε ωχ το νού μου, Πατέρα,
που πλασμένα μου τα ‘χες Εσύ.

Όμως, κοίτα στα σπλάχνα μου μέσα,
που το κρίμα τους κλαίνε, και πες,
πες του κόσμου που φώναξε τόσα,
εδώ μέσα αν είν’ άλλες πληγές».

Τέτοια, ομπρός εις τον Πλάστη κινώντας
τα λευκά της τα χέρια, θα πει.
Σώπα, κόσμε! Κοιμάται στο μνήμα,
και κοιμάται παρθένα σεμνή.

(1826)

Ο Λάμπρος
(Απόσπασμα)

Η ημέρα της Λαμπρής

21.
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη,
και από εκεί κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε.
Μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε.
Φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι.

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες ψάλλουνε οι ψαλτάδες.
Λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ το αγιοκέρι
οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

Εις Φραγκίσκα Φραίζερ
Επίγραμμα

Μικρός προφήτης έριξε σε κορασιά τα μάτια
και στους κρυφούς του λογισμούς χαρά γιομάτους είπε:
«Κι αν για τα πόδια σου, Καλή, κι αν για την κεφαλή σου,
κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάν’ ο ήλιος,
δώρο δεν έχουνε για Σε και για το μέσα πλούτος.
Όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος»!

(1894)

Προς τους Επτανησίους
(Απόσπασμα)

Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και ηγαπημένε
πάντοτ’ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε.

Oι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
(Αποσπάσματα)

Σχεδίασμα Β΄

1.
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει,
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ‘γω στο χέρι;
Οπού ‘συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

2.
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευδώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο,
το σκουλικάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι,
με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει,
όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει.

Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά στον εαυτό της.

(……………………………………………)

Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους,
τούς λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
Αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν
τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.
Γλυκιά κι ελεύθερ’ η ψυχή σα νάτανε βγαλμένη,
Κι υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.

Ο Πειρασμός

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
και μες τη σκιά, που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους,
ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της κι αφήνουν τη δροσιά τους,
κι ούλα ‘ς τον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Εξ' αναβρύζει κι η ζωή ’ς γη, σ’ ουρανό, σε κύμα,
αλλά σ’ της λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ‘ναι κι άσπρο,
ακίνητ’ όπου κι αν’ ιδής, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
που ‘χ ευωδίσει τσ ύπνους της μέσα σ’ τον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, γεια, πες απόψε τι δες,
νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός, και θάλασσα να πνένε,
ουδ’ όσο καν’ η μέλισσα κοντά σ’ το λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο, π’ ασπρίζει μες τη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρόγγυλο φεγγάρι,
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

Έλληνες ποιητές για τον Διονύσιο Σολωμό

Ιάκωβος Πολυλάς (1826 – 1898)

Εις το θάνατον Διονυσίου Σολωμού

Ελλάς, τα μαύρα φόρεσε
και κλίνε το κεφάλι.
Το κάλλιο απ’ τα τέκνα σου
στου τάφου την αγκάλη
τ’ άψυχο σώμ’ ανάπαψε,
κι από τους ουρανούς,

που φώτιζαν το πνεύμα του
μ’ απόκρυφη σοφία,
κι ερύθμιζαν τα χείλη του
μ’ ανήκουστη αρμονία
που θέλει φθάσει ανίκητη
στους ύστερους καιρούς,

της δόξας τ’ αχερόπλεχτο
στεφάνι λησμονώντας,
γέρνει σ’ εσέ φιλόστοργα
τον πόνο σου θωρώντας,
και να χαρεί τ’ αδάκρυτα
βασίλει’ αργοπορά.

Αργοπορά τα δάκρυά σου
πολληώρα μελετάει,
τα αθάνατά σου αισθήματα
με ζήλο ανθολογάει,
δώρο στο θρόνο τ’ Άπλαστου
να φέρει ταπεινά.

Κλάψε! φωνή δε βρίσκεται
να σε παρηγορήσει,
πάρεξ από τον πόνο σου
για λίγο αν ξαναζήσει
το χείλι που χαιρέτησε
την θείαν Ελευθεριά!

Κλάψε – και πάλι θάρρεψε,
στον πόνο ω μαθημένη!
Αιώνες δε σού μάραναν
την αρετή κρυμμένη
στ’ αραχνιασμένο σάβανο
στην έρμη σκοτεινιά,

κι όταν στεριές και πέλαγα
ξανάειδαν τη μορφή σου
τόσο λαμπρή που χλώμιασαν
οι τύρανοι της γης σου,
με ύμνους σε στεφάνωσε
το τέκνο που θρηνείς,

κι η Μούσα η νέα του Έλληνος
πετάχθη αρματωμένη,
ωραία σαν την Αθάνατη
που ο μύθος παρασταίνει
ανδρειωμένο γέννημα
ουράνιας κορυφής.

Α! στα θεϊκά του ονείρατα
ο ποιητής θωρούσε
της μοίρας σου το πλήρωμα,
και το στεφάνι ανθούσε
που ολόγυρα στην κόμη σου
θα πλέξουν οι καιροί,

όταν θα ιδείς το πνεύμα σου
σημαία φωτός να στήσει
σ’ όλη τη γη που βάρβαρος
εχθρός έχει πατήσει,
κι από του νου τη δύναμη
η οργή του νικηθεί.

[………..]

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (1859 – 1943)

ΣΟΛΩΜΟΣ

Τόσο σε νιώθω μέσα στην καρδιά μου,
που τώρα τρέμω μήπως και σε χάσω,
σ’ των στίχων μου τη γύμνια, ποιητά μου,
απ’ τα ζεστά μου στήθη αν σ’ ανεβάσω.

Βαθιά κ’ εσύ μέσα σ’ το νου κλεισμένη
έκρυβες την ιδέα, λάμψη θεία,
κ’ εκύτταζες με στίχους καμωμένη
για να της πλάσεις άξια κατοικία.

Γι’ αυτό σ’ των τραγουδιών σου το βιβλίο
σκόρπιοι, ριγμένοι σαν από την τύχη,
μισόπλαστοι, ένας ένας, δύο δύο,
μαζί αστράφτουν και σβήνουν τόσοι στίχοι!

Στίχοι σαν περιστέρια χωρίς ταίρι,
στίχοι, ταιράκια, μα χωρίς φωλιά,
στίχοι σα ρόδου φύλλα που τ’ αγέρι
τα σκόρπισε από την τριανταφυλλιά.

Μα μέσα σου εξύπναε ξαφνικά
η φαντασία, δύναμη γεμάτη,
κι ό,τι έχτιζες εσύ πονετικά,
τα γκρέμιζε σα χάρτινο παλάτι.

Γιατί για την ιδέα, λάμψη θεία,
δεν έφταναν των στίχων σου τα κάλλη
και ήταν η δική σου φαντασία
παράξενη, ανυπόταχτη, μεγάλη.

Σ’ της θάλασσας επάνω τα νερά
ένας τεχνίτης με μυαλό και γνώση
βαρύν αγώνα είχε μια φορά
παλάτι ξακουστό να θεμελιώσει.

Το ξακουστό παλάτι την ημέρα
σ’ τα κύματα χτιστό θαμποβολούσε,
μα όταν η νύχτ’ απλωνόταν εκεί πέρα,
νεράιδα πεισματάρα το χαλούσε.

Ενίκησ’ ως το τέλος ο τεχνίτης
κ’ ερρίζωσε το θαύμα του σ’ το κύμα…
- Εσύ πριν να νικήσεις την ορμή της,
Αχ! η νεράιδα σ’ έβαλε σ’ το μνήμα!

«Τα τραγούδια της πατρίδας μου» (1886)


ΔΗΜ. Π. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ (1860-1926)

Στην εκατονταετηρίδα του ποιητού

Δεν πέθανε ο Αθάνατος – η Δόξα δεν πεθαίνει!…
Χιλιάδες χρόνια κι αν διαβούν αθάνατη θα μένει
της Ρίμας σου η ομορφιά, η λάμψη του Άσματός σου,
κι η αρμονία της Μούσας σου της κοσμοξακουσμένης!…
Κάθε καρδιά Ελληνική θε ναν’ κ’ ένας βωμός σου,
ω Ψάλτη της «Ελευθεριάς» και της «Φαρμακωμένης»!

(«Νέα Λαϊκή Ανθολογία», Αθήναι 1899)

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΙΓΟΥΡΟΣ (1885-1961)

ΣΤΟ ΣΟΛΩΜΟ

Σ’ τη δόξα σου μπροστά κλίνω το σώμα
και γέρνω το κεφάλι λυπημένος
για σένα, που ενώ είσαι σ’ το χώμα
ζεις όμως και δεν είσαι πεθαμένος.

Το σώμα σου αν σ’ τη γη είναι θαμμένο,
εσύ όμως είσαι πάντα ζωντανός,
και εις τον κόσμο αυτόν το νεκρωμένο
πετάς ωσάν αστέρι λαμπερός.

Σ’ τα στήθη μου μία φωνή μου λέει…
μία φωνή μεγάλη, μυστική.
«Το μάτι σου δεν πρέπει πλειά να κλαίει
ο ποιητής δεν πέθανε μα ζει…».

Δεν πέθανες, όχι, μα ζεις ακόμα
τα έργα σου η ψυχή σου συντροφεύει
κι αν το κορμί σου σκέπασε το χώμα,
ο νους όμως τη δόξα του γυρεύει.

(«1798 – 1898 Πανηγυρικόν τεύχος επί τη εκατονταετηρίδα από της γεννήσεως του εθνικού ποιητού Διονυσίου Σολωμού», Ζάκυνθος 1902)

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ (1926 – 1990)

Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ

Πώς πέφτουμε στη νύχτα κι από τι πόθους…
Με κοφτερή μοναξιά στολισμένος άρχισα να κοιμάμαι
λευκός ιδρωμένος μέσα στην αγελάδα του ύπνου
κλεισμένος ολούθε απ’ τον όνειρο που κυματίζει στα βάθη
κι ολοένα κερδίζει την ύλη πέρα της.
Ένα ξημέρωμα καθάριζε τα μάτια μου
στους ουρανούς ανοίγαν όλα τα παράθυρα κι ο Διονύσιος
μαυροντυμένος μ’ άσπρα χειρόκτια κρατούσε το σκουληκάκι
στην παλάμη που έμοιαζε με στουπέτσι βαμμένη
πλάι του σ’ ωραία παραλία
έπεφταν οι κολυμβητές να πιάσουν το σταυρό τα Θεοφάνια
και μακριά πως ακούγονταν αθώα τουφέκια
ο βρόντος της αγάπης η χαρά της συμφοράς
μ’ όλα τα άνθη σε γαλάζια δευτερόλεπτα μ’ όλες τις αχτίδες
την αγαπημένη του πεταλούδα στον ιερό γλιτωμό της
και δράκοντες ευωδιάς ανέβαιναν από κίτρινες σκάλες
ως τα κοράσια που δε χάρηκαν τον έρωτα.
Γύρω ήτανε δάσος χιλιοπράσινο
με τα πουλιά σαν αναρίθμητους καρπούς απάνω στα δέντρα
με τα πουλιά σε μεθυσμένη σύναξη για πάντα κ’ ένας σκύλος
αργά πηγαίνοντας ούρησε στο κορμί της κοντινής αμυγδαλιάς
με σηκωμένο πόδι κι ανάμεσα
ο γόος έσφαζε τη φωνή που τινάχτηκε από τρεις λέξεις
οι απαίσιες χιλιετηρίδες.

«Ο υπνόσακος» 1964


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

Για τις γλώσσες μπορεί να πει κανείς αυτό που λέει ο Μακιαβέλλης για όλους τους ανθρώπινους θεσμούς, πως δεν υπάρχει δηλαδή σωτηρία, όταν υπάρχει διαφθορά, παρά μόνο αν ξαναγυρίσουμε στις αρχές. Οι δάσκαλοι της Ελλάδας γυρίζουν πολύ πίσω, αυτό δεν είναι ξαναγύρισμα στις αρχές. Χαίρομαι να παίρνονται για ξεκίνημα τα δημοτικά μας τραγούδια, θά 'θελα όμως, όποιος μεταχειρίζεται τήν κλέφτικη γλώσσα, να τη μεταχειρίζεται στην ουσία της και όχι στη μορφή της, με νιώθεις; Κι όσο για την ποίηση, πρόσεξε καλά, Γιώργη μου, γιατί βέβαια καλό είναι να ρίχνει κανείς τις ρίζες του πάνω σ' αυτά τ' αχνάρια, δεν είναι όμως καλό να σταματά εκεί. Πρέπει να υψώνεται κατακόρυφα. Δεν ξέρω αν φανέρωσα καλά τη σκέψη μου, έτσι βιαστικά που γράφω. Η κλέφτικη ποίησι είναι όμορφη και ενδιαφέρουσα καθώς μ' αυτήν παράστησαν ανεπιτήδευτα ο Κλέφτες τη ζωή τους, τις ιδέες τους και τα αισθήματά τους. Δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον στο δικό μας στόμα. Το έθνος ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διάνοιας, της ατομικής, ντυμένον εθνικά. […]
Προς Γεώργιο Τερτσέτη, 1 Ιουνίου 1833. Από το Διονυσίου Σολωμού, Άπαντα, τ. 3 (Αλληλογραφία), επιμέλεια Λίνου Πολίτη, Ίκαρος 1991, σ. 254.
*
Είναι είκοσι ένα χρόνια που σαν σήμερα η Ελλάδα έσπασε τις αλυσίδες. Η μέρα αυτή του Ευαγγελισμού είναι μέρα για χαρά και για δάκρυα. Χαρά για τα μελλούμενα, δάκρυα για τη σκλαβιά την περασμένη.
Και για το σήμερα τι να πω; Η διαφθορά είναι τόσο γενική, κι έχει ρίζες τόσο βαθιές, που σε κάνει να σαστίζεις. Μόνο όταν τα αίτια της διαφθοράς εξολοθρευτούν πέρα ως πέρα, θα μπορέσουμε νά 'χουμε μια ηθική αναγέννηση. Τότε το μέλλον μας θα είναι μεγάλο, όταν όλα στηριχτούν στην ηθική, όταν θριαμβεύσει η δικαιοσύνη, όταν τα γράμματα καλλιεργηθούν όχι για μάταιη επίδειξη, παρά για το όφελος του λαού, που έχει ανάγκη από παιδεία και από μόρφωση όχι σχολαστική. Τότε θα έχουμε -ή μάλλον θα έχουν τα παιδιά μας- μια ηθική αναγέννηση και το μέλλον θα είναι μεγάλο.
Προς Γεώργιο Τερτσέτη, 25 Μαρτίου 1842. Βλ. ό.π., σ. 370.


Σπύρος Αλ. Καββαδίας

Η ποιητική του Σολωμού

Ο Διονύσιος και ο Δημήτριος Σολωμός ήταν φυσικά τέκνα (figli naturali) του Κόντε Ταμπακέρη Νικολάου Σολωμού και της ποπολάρας Αγγελικής Νίκλη. Γεννήθηκαν και τα δύο στην κακόφημη συνοικία της Αγίας Άννας.
Ο ποιητής μας, Διονύσιος, βαπτίστηκε στις 8 Ιουνίου 1798, με ανάδοχο τον εκλαμπρότατο κύριο Αντώνιο Καπνίση και ήταν μηνών 2. Και στη ληξιαρχική αυτή πράξη της Αγίας Παρασκευής αναφέρεται ως φυσικό παιδί του Κόντε Σολωμού, επειδή ήταν εξώγαμο, διότι η νόμιμη σύζυγός του Μαρνέτα Κάκνη βρισκόταν στη ζωή ως το 1803. Τα εξώγαμα, σύμφωνα με το βενετσιάνικο δίκαιο, που ίσχυε στα Ιόνια Νησιά ως το 1840, δεν είχαν κληρονομικά αστικά δικαιώματα, αλλά μόνο διατροφής μέχρι την ενηλικίωσή τους. Κατά το γαλλικό δίκαιο, που ίσχυε τότε στην πράξη και στα Ιόνια Νησιά, είχαν τα φυσικά παιδιά τα ίδια δικαιώματα με τα νόμιμα (figli legittimi). Στο βενετσιάνικο νόμο στηρίχθηκε και ο Ιωάννης Λεονταράκης στην πολύκροτη δίκη που κράτησε 5 χρόνια και που τόσο στοίχισε στην ψυχή του ποιητή μας και στη λογοτεχνία μας.
Αν γινόταν δεκτή η αίτηση του ετεροθαλούς αδελφού του, θα βρισκόταν χωρίς την ακίνητη κτηματική τους περιουσία, την οποία τους κληροδότησε με τη διαθήκη του ο Νικόλαος. Αλλά και μια μέρα πριν πεθάνει, στις 27 Φεβρουαρίου 1807, τα κατέστησε νόμιμα με το γάμο του με την Αγγελική.
Όρισε μ’ αυτή τη διαθήκη του και τους επιτρόπους τους. Εδώ πρέπει να υπομνήσουμε ότι ο Νικόλαος Μεσαλάς τους συμπεριφέρθηκε καλύτερα από πατέρας. Προστάτευσε τ’ ακίνητά τους από τον ετεροθαλή αδελφό τους Ροβέρτο και φρόντισε για την ιταλική εκπαίδευσή τους, κατά τη συνήθεια των Ευγενών (αφεντάδων), προσλαμβάνοντας ως οικοδιδάσκαλό τους τον Ιταλό πρόσφυγα (Don Santo Rossi). Ο αδελφός του ποιητή, Δημήτριος, μας πληροφορεί ότι ο Μαρτελάος δεν υπήρξε ποτέ δάσκαλος του Διονυσίου ούτε πριν από την αναχώρησή του για την Ιταλία, ούτε μετά την επιστροφή του. Εξάλλου, η πολιτική τρικυμία, που διήρκεσε από το 1797 έως το 1809, δεν επέτρεψε στον κρυπτόμενο και καταδιωκόμενο Μαρτελάο ν’ ασκήσει τα διδακτικά του καθήκοντα. Ο μόνος Έλληνας δάσκαλος του ποιητή, και μετά την επάνοδό του στη γενέτειρα και για λίγο, όπως μας πληροφορεί η ίδια πηγή, ήταν ο Αναστάσιος Καραβίας. Το 1808, συνοδευόμενος από τον Santo Rossi, πηγαίνει στη Βενετία, για να παρακολουθήσει μαθήματα Λυκείου. Αλλά ο ανυπότακτος χαρακτήρας του Διονυσίου αναγκάζει τον Rossi να τον κλείσει οικότροφο στο Λύκειο της Κρεμόνας, η οποία ήταν η πατρίδα του καθολικού ιερωμένου. Το 1815 γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας. Δε νομιμοποίησε τις σχέσεις του με τη Θέμιδα, γιατί η ερωμένη του, η λογοτεχνία, τον είχε συνεπάρει.
Διαβάζει, μελετά τους κλασσικούς ιταλούς, Dante Alighieri, Πετράρχη, Torquato Tasso, Φώσκολο, Αλφιέρη και συνδέεται με τους πιο σπουδαίους λογοτέχνες της χώρας αυτή, Monti, Manzoni και άλλους. Μετέχει στις συζητήσεις τους, εκφράζει απόψεις κι αφομοιώνει τις πολιτικές ιδέες της εποχής του. Γνωρίζει τον γαλλικό Διαφωτισμό, τον πολιτικό ευρωπαϊκό ορθολογισμό, και τον ιταλικό Καρμποναρισμό. Του τελευταίου ίχνη επίδρασης βρίσκουμε στο δίστιχο του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν»:
«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά».
Το σύμβολο των Καρμποναρίων ήταν το «Δένδρο της Ελευθερίας», η βάση του οποίου τρεφόταν από τα κόκαλα των μαρτύρων της. Οι ιδέες αυτές, οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, η «Μασσαλιώτιδα», ο «Θούριος» και τα εμβατήρια του Ρήγα, κυκλοφορούσαν στα Ιόνια Νησιά, κι αποτελούσαν κοινούς τόπους για τους προσολωμικούς και το Σολωμό. Τα νησιά μας γεωγραφικά αποτελούν το τέλος της Ανατολής και την είσοδο στην Ευρώπη. Τι άλλο είναι το λογοτεχνικό έργο του Σολωμού παρά αρμονικό συνταίριασμα της ευρωπαϊκής φιλοσοφικής σκέψης και αισθητικής, με τα λαϊκά ελληνικά μνημεία του λόγου και της μεταφυσικής μας παράδοσης; Την ίδια εποχή στην Ιταλία επικρατεί ο Κλασσικισμός, που στηρίζεται στους Λατίνους. Σιγά – σιγά αναφαίνεται ο Ρομαντισμός. Ο Σολωμός αναζητεί ένα είδος μεικτόν, αλλά νόμιμο, γιατί, όπως έλεγε, του πρώτου έχουμε εκπρόσωπο τον Όμηρο, του δεύτερου το Σαίξπηρ.
Όταν το 1818 επέστρεψε στη Ζάκυνθο άρχισε να γράφει ιταλικά ποιήματα (Rime Improvvisate, αυτοσχέδια δηλαδή) κι ελληνικά τραγουδάκια. Ταυτόχρονα, μελετούσε τη νεοελληνική, μαζεύοντας και ακούοντας δημοτικά τραγούδια και παρατηρώντας το ζακυνθινό ιδίωμα. Λογοτεχνία και φιλολογική, νεοελληνική, φυσική γλώσσα δεν υπήρχε πάνω στην οποία να μπορούσε να στηριχθεί, για να μας χαρίσει τα πλάσματα της σοφίας του και της δημιουργικής του φαντασία. Ο Βηλαράς κι ο Χριστόπουλος ήταν στιχοπλόκοι και γι’ αυτό δεν ικανοποιούσαν τις αυστηρές καλλιτεχνικές απαιτήσεις του. Μόνη διέξοδος στο ποιητικό του καμίνι παρέμεινε η ιταλική γλώσσα με την πλούσια της μελωδική παράδοση.
Για ευτυχία της Ελλάδας, το Μάη του 1822, έφθασε στη Ζάκυνθο ο Μεσολογγίτης (τονίζω ιδιαίτερα τη λέξη) ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης. Οι δύο άνδρες, ύστερα από αίτηση του Σολωμού, συναντήθηκαν και συζήτησαν σχετικά για τη γλώσσα μας και τη φιλολογία. Ο Τρικούπης του είπε ότι οι κορυφές του ιταλικού Παρνασσού έχουν ήδη καταληφθεί από τους Dante, Torquato Tasso, Φώσκολο και άλλους. Η κορυφή του ελληνικού Παρνασσού είναι κενή, τον περιμένει. Στο γράμμα του από το Λονδίνο, γραμμένο στη γαλλική, και σήμερα μεταφρασμένο, γράφει ο Τρικούπης.
«Κατ’ αίτησίν του τότε εξέθεσα τα της γλώσσης μας και της φιλολογίας μας. – Δεν γνωρίζω ελληνικά, - μου λέγει – πώς ημπορώ να γράφω καλά; - Πράγματι, πολύ ατελώς εγνώριζε την ομιλουμένην. – Η γλώσσα, - του απάντησα – την οποία εμάθατε μαζί με το μητρικόν γάλα, είναι η ελληνική. Είναι εύκολον να την επαναφέρετε εις την μνήμην σας, και αν συγκατατίθεστε, θα σας βοηθήσω όσον ημπορώ κατά την εν Ζακύνθω διαμονή μου, η οποία κατά τας τελευταίας μου ειδήσεις, θα παραταθεί, καθ’ όσον ο λόρδος Γυίλφορδ θα βραδύνει να έλθει. Δεν πρόκειτα, - του επρόσθεσα – ούτε περί της φιλολογικής γλώσσης, τόσον κοπιαστικής, ούτε περί της μακαρονικής, τόσον γελοίας, αλλά περί της γλώσσης μας της μητρικής και ζωντανής-.»
Μακαρονική, ιδιωματική με πολλές ξένες λέξεις και προσμίξεις είναι των σατιρικών, που σκάρωναν τον Ροΐδη («Πρωτοχρονιά», «Βίζιτα» ή «Ιατροσυμβούλιο», οι ζακυνθινές «Ομιλίες» στα ελληνοβενετσιάνικά τους), ενώ φιλολογική είναι αυτή του Δούκα, της Αθηναϊκής Ρομαντικής Σχολής και των επιγραμμάτων των Προπυλαίων του Πανεπιστημίου και της Ριζαρείου Σχολής.
Σημειώνω ότι εδώ στα Επτάνησα η δημοτική, και με αρκετούς ιδιωματισμούς, ήταν η γραφόμενη από το 1540 με τον Νικόλαο Σοφιανό. Έτσι, ο ποιητής δεν μολύνθηκε ποτέ από «τη σχολαστική παράδοσι της γραπτής γλώσσας. Ξένος ήταν (γι’ αυτήν) και ξένος έπρεπε να μείνει πάντοτε».
Η αγνή ποιητική του διάθεση, αφιλίωτη πάντα με τη σχολαστικότητα, ασπάστηκε «την άλλη πάγκοινη παράδοσι της ομιλουμένης, εις την οποίαν έρρεεν ακόμη μια καθαρή φλέβα Ελληνισμού». «Με την αυτομόρφωτη αυτή γλώσσα εσυγγένευε ο ποιητικός νους του Σολωμού, και αυτό άρχισε να τη μελετήσει, άμα επέστρεψε εις την πατρίδα του, ώστε εις ολίγο διάστημα καιρού επήρε το πνεύμα της, από το στόμα του λαού, και από τα εθνικά τραγούδια, τα οποία ήδη εφρόντιζε να συνάξει από τα διάφορα μέρη της Ελλάδας». Πράγματι, οι αδελφοί Ιακωβάτοι από την Κεφαλονιά υπήρξαν συλλογείς δημοτικών τραγουδιών για το Σολωμό. Στη σελίδα 132 των Απάντων ο ποιητής αντέγραψε ή κατέγραψε τρία ερωτικά δίστιχα, στίχους από το τραγούδι του «Νεκρού Αδελφού», και στίχους από το ακριτικό τραγούδι του «Σκλάβου στο Καράβι». Αποθησαυρίζει λέξεις από τον Βηλαρά («αεροσείστρα»: Άπαντα, σ. 40), από το προφορικό ελληνικό λόγο («χερούλι», «νωπό», «ζωντανοχήρα»: Άπαντα, σ.26), και τρόπους από τη λαϊκή γλώσσα (modi di dire popolari: π.χ. «ετοιμοθάνατο», «χρυσοπηγή», «έτρεξε η θάλασα», «ελευτεριά ή θάνατος», «χρυσοπράσινα»: Άπαντα, 4.474). Διάβαζε και σημείωνε τον Φωριέλ. Όπου κι αν πάει, όπου κι αν βρεθεί, ακούει με προσοχή το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Στη Ζάκυνθο τον Νικόλαο Κοκοθρή με το γνωστό δίστιχο που διάσωσε ο Πολυλάς:
«Ο Άγιος τάφος του Χριστού, εκείνος δεν εκάη
εκεί που βγαίνει τ’ Άγιο Φως, άλλη φωτιά δεν πάει».
Στην Κέρκυρα ακόμη διηγούνται οι ογδοντάρηδες, ότι οι παππούδες τους θυμόνταν «τον Σολωμό και τον Μάντζαρον κατά τον περίπατόν τους» στο Κανόνι, να σταματούν στα αργαστήρια της Στραγιας για να ακούσουν τους ψαράδες και τους κηπουρούς, που τραγουδούσαν μετά την παύση της εργασίας τους. Μ’ αυτό τον τρόπο απολάμβανε και μάθαινε τον ρυθμό, τη μελωδία του εθνικού μας στίχου, ο οποίος διατηρεί πάρα πολλά στοιχεία από την αρχαία προσωδία του ομηρικού δακτυλικού εξάμετρου.
Σοφός ήταν ο στοχασμός του (κατά τον Νικόλαο Τωμμαζέο) να αφήσει τα ιταλικά μέτρα (1833) και τη ρίμα (1844) και ν’ αγκαλιασθεί με το στίχο του έθνους, που ταιριάζει τους παλαιούς ρυθμούς με τους νέους, ν’ αγκαλιασθεί μ’ αυτόν σε πάλη κοπιαστική και καρποφόρα. Το αίσθημα του ρυθμού είναι σ’ αυτόν ένα χάρισμα φυσικό, αναθρεμμένο από λεπτές παρατηρήσεις και από μελέτες επίπονες. Ήταν απίστευτοι οι κόποι και οι εργασίες του ποιητή στους ρυθμούς. Ο στίχος του κατέβαινε αυθόρμητος και όχι ζητημένος. Ύψωσε τον νεοελληνικό στίχο στο ύψος του αρχαίου. Η φιλία με τον Μάντζαρο υπήρξε γόνιμη. Ο Δε Βιάζης κάνει μια σπουδαία και σωστή παρατήρηση, την οποία όλοι οι σολωμιστές αποδέχονται: κανένας δεν αποτόλμησε να ερμηνεύσει και να ανεύρει τα αίτια της υπεροχής των ελληνικών ποιήσεων του Σολωμού συγκριτικά με τα ιταλικά του. Το αναμενόμενο ήταν τα ιταλικά του έργα να είναι ανώτερα από μελωδική και εκφραστική άποψη, επειδή η ιταλική γλώσσα είναι πιο μουσική και πιο καλλιεργημένη λογοτεχνικά και το σπουδαιότερο, ο ποιητής γνώριζε πολύ καλά, καλύτερα από την φτωχή κι ακαλλιέργητη ελληνική που, στον προφορικό λόγο, έγεμε από ιταλικές λέξεις.
Του ήταν τόσο οικεία η ιταλική, ώστε σ’ αυτή σχεδίαζε την υπόθεση (αρχή, μέση και τέλος) και κομμάτια, επεισόδια έργων του, ενότητες άρτια οργανωμένες. Τα τελευταία του έργα (1850 – 1857) σχεδίαζε στην ιταλική, χωρίς να προφτάσει να τα μεταφέρει ποιητικά στην ελληνική. Π.χ.: «Το ελληνικό καράβι», «Η Σαπφώ», «Η Ελληνίδα μητέρα», «Η γυναίκα με το βέλο», «Το αηδόνι και το γεράκι», «Στον Ορφέα», και το «Επίγραμμα στην Αλίκη Ουάρδ». Αντίθετα σώζονται στην ιταλική πεζά σχεδιαγράμματα έργων του, τα οποία κατόρθωσε – εν όλω ή εν μέρει – να τα μετασχηματίσει σε θαυμάσιο και μοναδικό ποιητικό λόγο, αξεπέραστο ως σήμερα. Τέτοια είναι π.χ.: «Ο Πόρφρυρας», «Η Ιταλία» (1848), και «Εις το θάνατο της Αιμιλίας Ροδόσταμο».
Η θεματική του αναφέρεται στην Ελευθερία, τον Έρωτα, την Πατρίδα, τη Θρησκεία στην πάλη της ηθικής με την κτηνώδη δύναμη στην αγάπη του στη ζωή και τη φύση, και στην υπεράσπιση της γυναίκας (π.χ. «Η Φαρμακωμένη», έτσι την έλεγε).
Η μεταφορά των σκέψεών του από τα ιταλικά πεζά σε νεοελληνικό πανελλήνιο ποιητικό λόγο γινόταν ύστερα από πολλές παραλλαγές, δοκιμές, προσπάθειές του.
Ενδιάμεσος δρόμος το ζακυνθινό ιδίωμα. Δηλαδή δεν σταματούσε εκεί, αλλά αγωνιζόταν ώσπου να δώσει στο στίχο πανελλήνια μορφή, στιβαρότητα, λιτότητα, πυκνότητα και μελωδικό βάδισμα στον δεκαπεντασύλλαβο. Τελείωνε το στίχο ή τις ενότητες, όταν οι λέξεις ήταν αμετάθετες, αναντικατάστατες, κυριολεκτικές, χωρίς προθέσεις ή αφαιρέσεις, χωρίς παραγεμίσματα, αλλά αψεγάδιαστο, τέλειο σαν τις δωρικές κολόνες, αργοκίνητο ή γοργοκίνητο, χωρίς χασμωδίες, με αφαιρέσεις φωνηέντων και εκθλίψεις, με εξοβελισμό των ιδιωματισμών και με προσπάθεια τονισμού της όγδοης συλλαβής του στίχου, η οποία ανήκε, συνήθως, σε οξύτονη λέξη. Τίποτε το περιττό ούτε στο σολωμικό στίχο ούτε στον δεκαπεντασύλλαβο του εθνικού τραγουδιού, όλα, μα και το μικρό λεξίδιο λειτουργούν αρμονικά, χάρη στο ρυθμικό τόνο και το ευφωνικό –ν-, που διασώζει τη μελωδία. Δεν αντιγράφει ο ποιητής τον πολιτικό στίχο με την παράθεση – επεξήγηση – που επιτελεί το β’ ημιστίχιο, ούτε το λεγόμενο τσάκισμα και το διασκελισμό ή τα άστοχα ερωτήματα. Το 1844 εγκαταλείπει και το κουδούνισμα της ξενόφερτης ομοιοκαταληξίας, για να κερδίσει σε ανδρικό βάδισμα ο ρυθμός και η εσωτερική αρμονία (συνακολουθεί και η μεγαλοπρέπεια των θεμάτων). Από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» (Β΄ Σχεδίασμα») αρχίζει να θέτει ρυθμικούς τόνους στο στίχο, που συμπίπτουν με τους γραμματικούς, φαινόμενο που παρατηρείται στο βυζαντινό ρυθμοτονικό μέτρο. Αν ο στίχος είναι δεκαπεντασύλλαβος με ένα πλήρες νόημα, η δεσπόζουσα λέξη μπαίνει, συνήθως, στην όγδοη συλλαβή, κι αν έχει δύο ρήγματα στην όγδοη και στη δωδέκατη. Πολλές παραλλαγές του ίδιου στίχου οφείλονται και σε μελωδικούς λόγους, π.χ.:
Α΄ Φάση: «Ένας ηχός γλυκύτατος όπου με προβοδούσε»
Β΄ Βάση : «Ένας γλυκύτατος ηχός όπου με προβοδούσε»
Στη δεύτερη παραλλαγή η λέξη «ηχός» είναι η δεσπόζουσα και μεταφέρεται η οξύτονη λήγουσά της στην όγδοη συλλαβή.
Η μελέτη του δημοτικού τραγουδιού βοήθησε τον ποιητή να κατανοήσει τη νεοελληνική σύνταξη και να εξοβελίσει τους ιδιωματισμούς, π.χ.:
Α΄ Φάση: «κ’ η αναγελάστρα σάλπιγγα μεσουρανής πετιέται».
Β΄ Φάση: «κ’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανής πετιέται».
Βλ. το δίστιχο: «Κόψ’ το νερό στη μάνα του, μπάσ’ το στο περιβόλι»
Α΄ Φάση: «στο περιβόλι της ψυχής το μοσχοαναστημένο»
Β΄ Φάση: «στο περιβόλι της ψυχής το μοσχοαναθρεμένο»
Η λέξη «μοσχοαναθρεμένο» είναι λέξη του δημοτικού τραγουδιού.
Ο ποιητής, υψωμένος κατακόρυφα στο εθνικό μας τραγούδι, κατακυριεύει τη γλώσσα του και τρυγάει τις λέξεις του, π.χ.:
«πάρε μια φούχτ’ από τη γη την ποθητή σου κ’ έβγα».
Η λέξη «ποθητή» είναι λέξη του δημοτικού τραγουδιού και σημαίνει: «την ερωμένη». Αμέσως ανακαλεί και στη μνήμη μας μια φράση του «Επιταφίου του Περικλέους» (Θουκιδίδη, 2,4,1): «εραστάς γιγνόμενους αυτής (της πόλεως)».
Άλλοτε τριχοτομεί τον στίχο και με τον ήχον αισθητοποιεί το νόημα. Βλ. το «Β’ Σχεδίασμα», των «Ελεύθερων Πολιορκημένων»:
«Τέλος μακρειά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο».
Η πληθώρα των υγρών, -λ-, -ρ-, και του δυνατού φωνηέντος –α-, φέρνουν στ’ αυτιά μας το απειλητικό σάλπισμα του Αράπη.
Βλ. το «Β΄ Σχεδίασμα» των Ελεύθερων Πολιορκημένων:
«λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κ’ η μάνα το ζηλεύει».
Τα δύο πρώτα τετρασύλλαβα με την εσωτερική ομοιοκαταληξία, το ασύνδετο σχήμα, τα υγρά –λ-, -ρ-, δημιουργούν χείμαρρο χαράς, που αισθητοποιείται με χορό. Το β΄ ημιστίχιο, εκφραστικό εσωτερικού αηδιαστικού συναισθήματος, διαλύει τη μελωδία, επειδή αντιστρέφει τους νόμους της μητρικής στοργής και φέρνει νικητή το ένστικτο της επιβίωσης. Μπορεί να παίρνει τους συμβολισμούς της ομορφίας («ήλιος», «σελήνη», «άστρο τσ’ αυγής», «άστρο της ημέρας», «κυπαρίσσι»), μπορεί να χρησιμοποιεί φράσεις του δημοτικού τραγουδιού («σέρνει λαλιά») ή κι ολόκληρους στίχους.
«βάζει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη»,
«κ’ είχε τον ήλιον πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη»,
αλλά προσπαθεί ν’ απαλλαγεί κι απ’ αυτές τις επιδράσεις.
Για το πλήθος των εχθρών που πολιορκούν το Μεσολλόγγι έχουμε τις εξής παραλλαγές που δείχνουν τον αγώνα του ποιητή για προσωπική έκφραση (οι δύο πρώτες είναι από το «Β΄ Σχεδίασμα» και η τελευταία από το «Γ΄ Σχεδίασμα» των «Ελεύθερων Πολιορκημένων»):
«τόσ’ άστρα δεν εγνώρισεν ο τρίσβαθος αιθέρας»,
«κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί, τόσ’ αρώματα σε κλειούνε»
«κι όσ’ άνθια θρέφει και καρπούς, τόσ’ άρματα σε κλειούνε».
Στους στίχους αυτούς διακρίνονται φράσεις και ίχνη του δημοτικού τραγουδιού, ενώ ο παρακάτω από το «Γ΄ Σχεδίασμα» των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» είναι εντελώς ανεξάρτητος:
«όσες μακριά παίρνουν μορφές οι στρούνοι στον αέρα».
Πολλοί στίχοι του ποιητή έλκουν μακρινή την καταγωγή τους από παροιμίες, π.χ.:
«έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη»,
«ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε».
Η παροιμία λέγει:
«Ο Μάρτης έβρεχε και ο θεριστής εχόρευε».
Ο δεύτερος στίχος είναι ο προοιμιακός του «Β΄ Σχεδιάσματος (απ. 2)», και με την παραγωγική μέθοδο, μεσ’ από τον οργασμό της φύσης, θα καταλήξει στον φόβο της ψυχής:
«τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της».
Και τα αινίγματα δεν ήταν άγνωστα στον ποιητή.
Στίχοι ολόκληροι έχουν τη μορφή και την υπαινικτικότητα του γλωσσικού αυτού λαϊκού μνημείου,
π.χ.:’ «σ’ αυτόν τον κόσμο χύνεται και σ’ άλλους κόσμους φθάνει»
(ο διάττων αστέρας),
«ολίγο φως και μακρυνό σε μέγα σκότος κι έρμο»
(ο ναυτικός φάρος),
«φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και τον Χάρο»
(το φως της Ανάστασης).
Από το «Γ’ Σχεδίασμα» των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» και ύστερα υποχωρούν οι λαϊκοί συμβολισμοί, ο ρυθμός γίνεται πιο αρρενωπός, ο στίχος πιο λακωνικός, πυκνός, στιβαρός, κυριολεκτικός, απέριττος και ουσιώδης. Αρκεί ένας στίχος για να δείξει την ποιότητα του σχεδιασμένου, αλλ’ ατελείωτου ποιήματος, να υποδηλώσει το μεγάλο ποιητή, τον πατριάρχη της λογοτεχνίας μας π.χ.:
«μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει τον γίγαντά μου»
(από την «Ελληνίδα μητέρα»).
Μεγαλοπρεπές περπάτημα σύμφωνο με το επικό, υψηλό νόημα, μορφή και περιεχόμενο ελληνικό, παιάνας κι όχι έλεγος.
Απ΄ όσα πορίσματα από αδημοσίευτη μελέτη μου εξέθεσα, νομίζω ότι η υπεροχή των ελληνικών ποιημάτων του ποιητή, οφείλεται στην αφομοίωση των μνημείων του λαϊκού λόγου από μέρους του, τα οποία με την παράδοση των 3.000 ετών έχουν αποβάλει κάθε περιττό από τον στίχο και το τραγούδι, και παρουσιάζονται, στίχος και τραγούδι, σαν γυμνασμένοι έφηβοι κλασικών αγαλμάτων.
Στην καθαρή ποίηση του Ζακύνθιου βάρδου περικλείεται όλη η ουσία του λαϊκού έμμετρου λόγου και η μελωδία του.Δίκαια, επομένως, υπακούοντες στην προτροπή του Ελύτη, «μνημονεύουμε το Διονύσιο Σολωμό» για την πολύχρωμη υψηλή ποίησή του και την εθνική πανελλήνια γλώσσα του, προσφορά ανεκτίμητη, δωρεά «εις αιεί», ποίηση και γλώσσα περιχυμένες από τη μεγάλη ποιητική του ελληνική, που κατόρθωσε, χιλιάδες τόμους ιστορίας, να τους κλείσει σε θεϊκό παρακλητικό στίχο:
«Μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα»,
στίχος που εκφράζει την ουσία του Ελληνισμού.


Γ[ΕΩΡΓΙΟΣ] Τ[ΕΡΤΣΕΤΗΣ]

Ο Κόμης Διονύσιος Σολωμός
Περιοδικό Spectateur d’ Orient (Athenes) τ.χ. 85 (25 Φεβρουαρίου 1857), σ.σ. 61-65

Η μεγάλη ελληνική πατρίδα κηδεύει σήμερα ένα από τα πιο δοξασμένα παιδιά της, τον κόμητα Διονύσιο Σολωμό, τον ποιητή της ξαναγεννημένης Ελλάδας από τη στάχτη και τα ιερά κόκαλα των προγόνων, για να μας δώσει την επιβλητική εικόνα, με την οποία ο ποιητής αρχίζει τον υπέροχο Ύμνο του στην ελληνική λευτεριά:
«Από τα κόκαλα βγαλμένη…».
Ο Σολωμός πέθανε στην Κέρκυρα στις 9/21 του Φλεβάρη. Ο θάνατός του γέμισε από βαθιά θλίψη όλο το ελληνικό έθνος, μια λύπη ανακατωμένη από ενθουσιασμό και έρωτα όπως δεν την είχε νιώσει μεγαλύτερη από τη μέρα που πέθανε στην αγκαλιά του στο Μεσολόγγι ο ποιητής του Τσάιλδ Χάρολδ, του Γκιαούρ και του Κορσάρου. Μένει αξέχαστη η μαύρη ημέρα, που η θλιβερή φράση ο μεγάλος άνδρας πέθανε, διατρέχοντας τα διάτρυτα χαρακώματα της ηρωικής πόλης σπάραζε την καρδιά των ηρώων, που κανένας κίνδυνος, καμιά δοκιμασία δεν τους τάραξε ποτές. Αναθυμήθηκαν τις μέρες των μεγάλων συμφορών και των ευγενικών πόνων κι έχυσαν άφθονα δάκρυα πάνω στον ποιητή και πάνω στους μάρτυρες που τραγούδησε.

Στην είδηση του θανάτου του Σολωμού η Ιονική Βουλή σταμάτησε τη συνεδρίασή της. Διατάχτηκε επίσης το κλείσιμο του Θεάτρου. Η κηδεία έγινε την επαύριο, 10/22 του Φλεβάρη. Η νεκρώσιμη ακολουθία προχώρησε με τη μουσική μπροστά, ως τη στερνή κατοικία ανάμεσα σε δύο πυκνές κι αδιαπέραστες σειρές του λαού. Οι Αρχές αποδώσαν στον ένδοξο νεκρό τιμές εξαιρετικές. Πέντε λόγοι εκφωνήθηκαν στην εκκλησιά και ένας στον τάφο. Στην Ελλάδα και σ’ όλους τους Έλληνες της Τουρκίας ο θάνατος του κόμητος Σολωμού είχε την ίδια απήχηση που είχε και στα Εφτάνησα, γιατί οι χαρές και οι λύπες είναι κοινές ανάμεσα στους Έλληνες, πολιτικά χωρισμένους, μα σφιχτά ενωμένους στην καρδιά και το πνεύμα. Η ελληνική κυβέρνηση, συμμεριζόμενη το εθνικό πένθος, έδωσε εντολή στον έλληνα Πρόξενο της Κέρκυρας να διαβιβάσει στους συγγενείς του νεκρού τα βαθιά συλλυπητήρια της Ελλάδας.

Ο κόμης Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, στα 1798 από σπίτι ξεχωριστό και πλούσιο. Κατά τη συνήθεια της αριστοκρατικής νεολαίας στα χρόνια αυτά, ο Σολωμός σπούδασε στην Ιταλία, στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Ακολούθησε τα νομικά, μα επιδόθηκε με θέρμη στη σπουδή της κλασσικής ελληνικής φιλολογίας και της ιταλικής λογοτεχνίας. Η ελληνική λογοτεχνία, αυτό το αμίμητο αλλά και υπέροχο πρότυπο λογοτεχνικής αγωγής όλων των πολιτισμένων λαών, τράβηξε το ενδιαφέρον του ξεχωριστά, από τα πρώτα νεανικά του χρόνια. Απ’ αυτά τα χρόνια καλλιεργούσε μ’ έρωτα την ποίηση. Μερικά από τα πρώτα του λυρικά συνθέματα φανερώνουν κιόλας σ’ αυτά τα νεανικά δοκίμια, γεννήματα μιας γόνιμης φαντασίας και μια παθαιμένης καρδιάς, εάν ένα μεγάλο περιστατικό, το πιο γόνιμο για το μέλλον απ’ όλα τα γεγονότα του θαυμαστού αυτού αιώνα, δεν ερχόταν να ανάψει ξαφνικά τον πυρσό της αληθινή μεγαλοφυΐας, του ποιητή.
Μόλις ο κόμης Σολωμός γύρισε από την Ιταλία στο νησί της γενετής του, ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Η περασμένη γενιά θυμάται ακόμα τον τεράστιο αντίχτυπο που είχε τότε στην Ευρώπη αυτό το καταπλητικό γεγονός και τον παράφορο ενθουσιασμό που είχε πιάσει τότε όλες τις ψυχές, ακόμα και τις πιο βαριές και τις πιο ψυχρές. Στα 1823, μέσα στο γενικό αυτό ξάναμμα, ο Σολωμός έγραψε τον Ύμνο του στην Ελευθερία, που έγινε δημοτικό τραγούδια, το κατ’ εξοχήν εθνικό άσμα των νέων Ελλήνων, που αρέσουν πάντοτε να τραγουδούν τις εθνικές τους δόξες, όπως στα χρόνια του Ομήρου. Ποτές, ύστερ’ από τον Τυρταίο, οι αντίλαλοι των αρχαίων βουνών της Ελλάδας δεν ξαναείπαν παρόμοια τραγούδια.

Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είν’ ένα μακρό ποίημα από 158 στροφές τετράστιχες. Ο ποιητής με δύναμη προσωποποιεί την ελληνική λευτεριά ν’ ανασταίνεται και την παριστάνει να πηγαίνει στην Τριπολιτσά, την Κόρινθο, το Μεσολόγγι, εμψυχώνοντας τους Έλληνες και περιγράφοντας τ’ ανδραγαθήματά τους.
Αυτό το τραγούδι μεταφράστηκε σ’ όλες τις γλώσσες της Ευρώπης, όπου θεωρήθηκε σαν ένα από τα πιο όμορφα λυρικά συνθέματα που έχουν ποτέ γραφτεί. Αυτό το ποίημα είναι το αριστούργημα του Σολωμού. Όπως κάθε αληθινό εθνικό τραγούδι, αυτή η ωδή φαίνεται μάλλον έργο ενός λαού παρά έργο ενός ανθρώπου. Το μεγαλείο κι η απλότητα των εικόνων και του ύφους και το ύφος των στοχασμών και των αισθημάτων είναι τα λαμπρά χαρακτηριστικά αυτού του Ύμνου, που μελοποιημένος τραγουδιέται από το λαό, όπως άλλοτε τραγουδούσαν την Ιλιάδα στα ίδια χώματα.

Όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές ο κόμης Σολωμός εχώριζε για την ιδιομορφία του. Ήταν μελαγχολικός και ζούσε πολύ αποτραβηγμένος. Όχι μόνο δεν ήταν ματαιόδοξος για το ταλέντο του, μα τον στενοχωρούσε πολύ ο θόρυβος που έκαναν τα τραγούδια του. Επίσης, πράγμα παράξενο κι ανεξήγητο για κάθε άλλον, εχτός για ένα ποιητή, οι λαμπρές επιτυχίες που είχε, τον έκαναν να πάρει την απόφαση να μη δημοσιεύσει τίποτα ενόσω ζούσε, απόφαση που δυστυχώς πολύ σπάνια παραβίασε, παρ’ όλα τα παρακάλια των φίλων του.
Εξ αιτίας αυτού του θλιβερού καπρίτσιου του δεν έχουμε ακόμα παρά μόνο ένα μικρό αριθμό ποιημάτων του Σολωμού.
Τα χειρόγραφά του δεν θ’ αργήσουν να τυπωθούν και τότε θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τον ποιητή σ’ όλες τις πλευρές της σπάνιας μεγαλοφυΐας του.
Στον αριθμό τον ποιημάτων, που δημοσιεύτηκαν στα ζώντα του, θαυμάζουν προπάντων το απόσπασμα ενός ποιήματος με τον τίτλο Ο Λάμπρος. Ο Λάμπρος φαίνεται να είναι ένα ρομαντικό ποίημα στο είδος των ρομαντικών ποιημάτων του λόρδου Μπάιρον. Η λαίδη Δούγκλας, η γυναίκα του Λόρδου Αρμοστή της Επτανήσου, έπεσε στα γόνατα του ποιητή, κι έτσι άφησε να δημοσιευθεί μια από τις σπουδαιότερες σκηνές του Λάμπρου, η πιο καλύτερη ίσως. Θα ‘φτανε αυτό και μόνο το κομμάτι για να εξασφαλίσει στον ποιητή την αθανασία.

Ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε ένα μεγάλο αριθμό τραγουδιών, που είναι όλα δημοτικά και ξεχωρίζουν για τη χάρη του ύφους κι έχουν μια αρμονία εξαίρετη. Το πιο λαϊκό από όλα τα ποιητικά λουλούδια είναι εμπνευσμένο στον ποιητή από μια καταστροφή μιας οικογένειας, που έγινε μπροστά στα μάτια του. Ο σιωπηλός ποιητής αγαπούσε με μια πατρική αφοσίωση μια νέα κόρη, όμορφη και παθαιμένη για την ποίηση και τη μουσική. Την άκουγε με χαρά να του απαγγέλνει ή να του τραγουδά τους στίχους του. Αγαπημένη και προδομένη από ένα ιταλό ζωγράφο, η νέα κόρη φαρμακώθηκε. Τότε, για ν’ αποκαταστήσει την τιμή της δύστυχης κόρης ο Σολωμός σύνθεσε το θαυμάσιο μοιρολόι του, που τραγουδιέται σ’ ένα τόνο μελαγχολικό και διαπεραστικό.
Συχνά το βράδυ στην Κέρκυρα ο ελαφρός ήχος της θάλασσας έρχεται και μου φέρνει αυτό το τραγούδι, που μου φαίνεται σαν φωνή ενός άλλου κόσμου, σαν το παράπονο της γλυκιάς κι αθώας παρθένας που καθυβρίσθηκε. Οι πρώτοι στίχοι του αντηχούν ακόμα στ’ αυτιά μου:

Τα τραγούδια μου τα 'λεγες όλα,
τούτο μόνο δεν θέλει το πεις,
τούτο μόνο δεν θέλει τ’ ακούσεις,
αχ, την πλάκα του τάφου κρατείς.

Αυτός ο τελευταίος στίχος ταιριάζει σήμερα στον ποιητή. Η ουράνια λύρα του έπεσε από τα παγωμένα χέρια του και η κρύα πέτρα του τάφου τον σκεπάζει.
Είθε τα δάκρυα ενός έθνους, που ύστερ, από τον Όμηρο έκλαψε τόσους εθνικούς ποιητές του, τους μεγαλύτερους του κόσμου, να είναι ο χρεωστούμενος στη μεγαλοφυΐα του φόρος τιμής.


Κείμενα του Αρχιεπισκόπου και του Επαρχείου Ζακύνθου

1
Αρχιεπισκοπείον Ζακύνθου

Τη 14η Φεβρουαρίου 1857 Ε.Π.

Εκλαμπρότατε Έπαρχε,
Επειδή η Πατρίς, αποβιώσαντος του Εξόχου Υμνωδού της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Κόμητος Κυρίου Σολωμού, υστερήθη ανδρός τιμώντος αυτήν, η Εμή ταπεινότης συναισθανομένη το προς τον πολύτιμον άνδρα τούτον ευγνωμοσύνης καθήκον, ίνα απονέμη ως Πνευματικός Πατήρ του Χριστεπώνυμου τούτου λαού της Επαρχίας ταύτης το προσανήκον τω Ορθοδόξω Αυτής τέκνω μνημόσυνον υπέρ της μακαρίας αυτού ψυχής μετά του Ιερού Κλήρου, συμμεριζόμενου και αυτού τον προς τον αείμνηστον Κόμητα Διονύσιον οφειλόμενον σεβασμόν, ως το του Ζακυνθίου όνομα εν τη Ελλάδι της Ιστορίας έκλαμπρον αφήσαντος, δια ταύτα προσκαλεί την Υμετέραν Εκλαμπρότητα, ως Αρχηγόν της ενταύθα Τοπικής Κυβερνήσεως, ευελπιζομένη ότι θέλετε ευαρεστηθή μετά των λοιπών Αρχών του Τόπου να παρευρεθή εν τη Ιερά ταύτη Μητροπόλει κατά το προσεχές Σάββατο περί τας 10 ½ ώρας π.μ., ένθα, ως είρηται, θέλει τελεσθή, εν πάση τη ανηκούση τάξει, Μνημόσυνον, και εν τω τέλει Επιτάφιος λόγος υπέρ του εν μακαρία τη λήξει Διονυσίου.
Κρίνω προσέτι καθήκον μου να παρακαλέσω την Υμετέραν Εκλαμπρότητα, όπως κατ’ αυτήν την ιδίαν ημέραν ο τόπος όλος δείξη δείγματα σεβασμού και πένθους υπέρ του ενδόξου συμπολίτου αυτού, ει δυνατόν, ευαρεστηθέντες διατάξητε να παυθώσιν αι δημόσιαι εργασίαι και κλεισθώσιν όλα τα οινοπωλεία και εργαστήρια. Εν τοσούτω, Εκλαμπρότατε Έπαρχε, δεχθήτε τον προσανήκοντα σεβασμό, μεθ’ ου διαμένω
της Υμετέρας Εκλαμπρότητος
Προς Κύριον ένθερμος ευχέτης,
Νικόλαος
Μητροπολίτης Ζακύνθου

Προς τον Εκλαμπρότατον
Κόμητα Κύριον Κύριον
Δόκτορα Φ. Μερκάτην,
Έπαρχον Ζακύνθου
Κτλ, κτλ, κτλ.
Χ.Ι. Ρουσιλάτος
Ιερογραμματεύς

2
Επαρχείον Ζακύνθου

Τη 26 Φεβρουαρίου 1857

Πανιερώτατε Δέσποτα!
Απαντών ετοίμως εις τη σημερινήν Υμετέραν επιστολή λαμβάνω την τιμή να αναγγείλω Υμίν ότι την 10 ½ π.μ. του προσεχούς Σαββάτου 16/28 φθίνοντος θέλω ασμένως παρευρεθεί μεθ’ όλων των Αρχών εν τω Ναώ της Μητροπόλεως εις το μνημόσυνον υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του εξόχου και αειμνήστου ποιητού Κόμητος Διονυσίου Σολωμού, το οποίον λίαν αξιεπαίνως απεφάσισας.
Επειδή δε εις το κλεινόν όνομα του ενδόξου ποιητού εγκαυχάται η πατρίς ημών, διέταξα, σύμφωνα με την Υμετέραν επιθυμίαν, να μείνωσι κατά την ρηθείσαν ημέραν κεκλεισμένα όλα τα εργαστήρια ανεξαιρέτως, προς δε το θέατρον, και έλαβον τα κατάλληλα μέτρα, ίνα απαγορευθεί το φέρειν προσωπίδας, όπως το πένθος αποβή γενικότερον εις τον τόπον. Εντούτοις, επικαλούμενος τας πατρικάς Υμών ευχάς, υποφαίνομαι.
Της Υμετέρας Πανιερότητος
Προθυμότατος δούλος,
Φ. Μερκάτης,
Έπαρχος

Προς τον Πανιερώτατον
Νικόλαον
Μητροπολίτην,
κτλ, κτλ, κτλ Ζακύνθου


3
Αρχιεπισκοπείον Ζακύνθου

Τη 23 Φεβρουαρίου 1857 Ε.Π.

Εντιμότατε Κύριε Ιππότα,
Εκ βάθους ψυχής λυπηθείς και συναισθανθείς την στέρησιν του επροσφιλεστάτου τέκνου της ημών Πατρίδος και υιού κατά πνεύμα της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, του διασήμου Ποιητού Κόμητος Διονυσίου Σολωμού, του τιμήσαντος το ελληνικόν όνομα και πάσαν την ελληνικήν φυλήν, αυθορμήτως και κατά πρωτοβουλίαν διέταξα δημόσιον μνημόσυνον εν τη Μητροπόλει, ίνα ψαλή υπό παντός του Κλήρου κατά το παρελθόν Σάββατον των Τυρινών, όπερ έπραξε κατά τας εμάς εμπνεύσεις και τον σεβασμόν, ον έτρεφον εις τον αοίδιμον και μεγαλυφέστατον άνδρα. Προσηκόντως δε εκτιμώσα τον άνδρα η Εκκλησία ώφειλε ίνα δώση και δείγμα τρανόν και επίσημον περί τούτου. Όθεν απεφάσισε να αναπέμψη μετά πάσης πομπής και αξιοπρεπείας της εαυτής ευχάς υπέρ της μακαρίας ψυχής του κλεινού αυτής τέκνου.
Διο έκρινα έυλογον να γράψω εις τον Εκλαμπρότατον Έπαρχον, ίνα ευαρεστηθή να διατάξει, ως και διέταξε, καθ’ όσον αφορά το μέρος το πολιτικόν, την παύσιν των εργασιών των δημοσίων καταστημάτων, την κλείσιν των λεσχών και των εργοστασίων και το γενικόν της πατρίδος πένθος, καθά γίνεται δηλόν εκ των επισυνημμένων.
Κατά την μνημονευθείσαν λοιπόν ημέραν, παρούσης της Σεβαστής Κυβερνήσεως και πασών των Αρχών, των Ευγενών, των Λογίων και παντός του Λαού, εξετέλεσεν η Εμή ταπεινότης μετέ την Θείαν Λειτουργίαν, ήτις εκτελέσθη παρά του Εφημερίου της Μητροπόλεως και του Αρχιδιακόνου, παρηκολουθημένη υπό παντός του Ιερού Κλήρου, μνημόσυνον πάνδημον υπέρ του Μακαρίου Κόμητος Διονυσίου και ανέπεμψε τω Υψίστω τας ευχάς Αυτής και παρακλήσεις υπέρ αυτού εν μέσω των κατανυκτικών δεήσεων του Λαού.
Τούτων τελεσθέντων, ο ιεροδιδάσκαλος Κ. Στρατούλης, ο και Διευθυντής του Δευτερευόντος Σχολείου της νήσου, διαταχθείς υπό της Εμής ταπεινότητος, εξεφώνησε λόγον επιτάφιον, λίαν συγκινητικόν και καταλληλότατον προς το δίκαιον εγκώμιον του αποβιώσαντος ημών Ορθοδόξου τέκνου. Ο λόγος ούτος εθεώρησε τον κλεινόν υιόν της πατρίδος ως αγαθόν πολίτην και ενάρετον Χριστιανόν, αφ’ ενός, και ως ένδοξον και μεγαλοφυέστατον Ποιητήν αφ’ ετέρου.
Εν τούτοις, την Υμετέραν Εντιμότητα παρακαλών, ίνα ευαραστηθή να διακοινώση ταύτα τη Εκλαμπροτάτη Γερουσία, όπως Αύτη διατάξη την εις το προσεχέστερον φύλλον της Επισήμου Εφημερίδος τύπωσιν της παρούσης και των εσωκλείστων εγγράφων, διατελώ διάπυρος εις Θεόν ευχέτης
της Υμετέρας Εντιμότητος
Νικόλαος
Μητροπολίτης Ζακύνθου

Προς τον Εντιμότατον Ιππότην και
Κόμητα Α.Λ. Δούσμανην,
Ι.Τ.Μ.Γ.
Γραμματέα της Εκλαμπρότατης Γερουσίας
επί τω Γενικώ Τμήματι
κτλ, κτλ, κτλ
Εις Κέρκυραν


Βιβλιογραφία
1. «Βάρβαρος» έφτασα και τέτοιος δεν είμαι». Επιμέλεια Λεονάρντο Παγκανέλι (Πανεπιστήμιο της Γένοβας), Γένοβα 1998.
2. Ποιητών αναθήματα στο Διονύσιο Σολωμό. Επιλογή – Επιμέλεια – Εισαγωγή Διονύσης Σέρρας. Πρόλογος Σπύρος Αλ. Καββαδίας, εκδόσεις Μπάστας – Πλέσσας, Αθήνα 1998.
3. Τιμώντας τον Διονύσιο Σολωμό. 200 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ζακύνθου, Ζάκυνθος 1998.
4. Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τεύχος 1235, Αθήνα, Χριστούγεννα 1978.
5. Γρικώντας την άπλαστη αρμονία των ουρανών, Επιμέλεια Γιώργος Κεντρωτής, εκδόσεις Ύψιλον / Βιβλία, Αθήνα 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails