© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

π. Κων. Ν. Καλλιανός: «ΜΟΝΟΝ Η ΠΟΙΗΣΗ ... ΛΕΞΕΩΝ ΣΩΘΙΚΩΝ ΕΞΑΣΚΗΣΗ». Μια πρώτη ανάγνωση της ποιητικής συλλογής του π. Παν. Καποδίστρια «Λευκότερος καίγεσαι»

(ἐκδ. Ἀληθῶς, Ζάκυνθος 2019, σ. 134)


Πρωτίστως ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω, ὅτι μοῦ δόθηκε ἡ μεγάλη τιμὴ μὲ τὴν ἀποστολὴ τῆς τόσο φιλοκάλου καὶ προσεγμένης τυπογραφικὰ νέας ποιητικῆς συλλογῆς τοῦ καλοῦ φίλου καὶ συλλειτουργοῦ, τοῦ π. Παναγιώτη Καποδίστρια, Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου στὴ Μητρόπολη τῆς εὐωδιαστῆς καὶ καλλιμόρφου Ζακύνθου. Τοῦ π. Παναγιώτη, τοῦ καὶ ἐπιμόνου προσμοναρίου - ἐφημερίου στὸ χωριό του, τὸ Βανᾶτο, τὸ γνωστὸ γιὰ τὴν πληθώρα τῶν πολιτισμικῶν του δρωμένων.

Στὸ ὄντως στενό, λοιπόν, χρονικὸ περιθώριο ποὺ τοῦ περισσεύει ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ἐν πολλοῖς δυσβάστακτα καθήκοντά του, ὁ π. Π. βρίσκει παρηγοριὰ στὸν Λόγο καὶ δή τὸν ποιητικό. Αὐτὸ τὸ μέγα προνόμιο ποὺ μᾶς δόθηκε ἄνωθεν καὶ μᾶς συντρέχει, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ σενιάρουμε τὰ πράγματα, νὰ τὰ κουμαντάρουμε σωστὰ κι ὑπεύθυνα. Γιατὶ μὴν ξεχνᾶμε, μέσα στὶς Ἐκκλησιές μας ποὺ διακονοῦμε, τὴν ποίηση ἔχουμε συντροφιά, ἔτσι ὥστε αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ Λόγος νὰ γίνεται τὸ ἐφαλτήριο ἐκεῖνο,  ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει σιμὰ στὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Θεό.  Βλέπεις  ὅτι  ὁ καθένας νοιώθει τὸν λόγο, ὅπως τὸν βολεύει: ἄλλος λ.χ. τὸν νοιώθει ὡς μέσον ἐπικοινωνίας, ἄλλος ὡς τρόπο καταγραφῆς καὶ διάσωσης ὑλικοῦ, ἄλλος λέει «δυὸ λόγια», γιὰ νὰ σπάσει ἡ μονοτονία ποὺ γεννᾶ ἡ καθημερινότητα κι ἄλλος ἀνασκουμπώνεται κι ἀναπιάνει μὲ τὸ προζύμι του, τὸ ἀλεύρι τῆς γνήσιας πνευματικῆς τροφῆς, ζυμώνοντας προσεχτικὰ λέξεις, φράσεις, γραφτὰ ὁλάκερα, γιὰ νὰ χορτάσει τὴν πεῖνα τῶν συνανθρώπων του, ποὺ ἀσφαλῶς τὸν καταλαβαίνουν.

Κάπως ἔτσι εἶδα καὶ τὴ νέα ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ π. Παναγιώτη (στὸ ἑξῆς π. Π.), ποὺ συγκινημένος κρατῶ στὰ χερια μου καί, γιὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, νοιώθω πὼς κάτι κοινὸ μὲ συνδέει μὲ τὸν ποιητή. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ προφιλὲς πρόσωπο τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα Μωυσῆ -ἀπόντος κι αὐτοῦ (βλ. σελ. 111)- στὸν ὁποῖο, δικαίως, πιστεύω ὁ π. Π. ἀφιερώνει ὁλόκληρη ποιητικὴ ἑνότητα στὴν ἐν λόγῳ συλλογή του, μὲ τὸν τίτλο, «Πόνοι ἀπόρρητοι.12 ποιήματα γιὰ τὸν Γέροντα Μωυσῆ τὸν Ἁγιορείτη» (σελ. 97-110)* 

Τὰ δώδεκα, λοιπόν, αὐτὰ ποιήματα, εἶναι νομίζω κατὰ πρῶτον ἕνα ἱερὸ Μνημόσυνο στὸν ἐνάρετο Γέροντα καὶ κατὰ δεύτερο λόγο «ψίχουλα προσκομιδῆς» (σελ. 103), ἱκέσιος λόγος καὶ καρδιακός:

«...ὅλοι ἀποβλέπουνε σ’ ἐσὲ τὸν πολυ-
πονεμένο.

Συγκράτει τὰ ὀνόματά τους, Γέροντα,
τὰ χαρτάκια μελέτα ποὺ σοῦ ἐμπιστεύτηκαν
καὶ κάπου-κάπου  στέλνε τους
δροσιὲς ἀνακουφιστικὲς 
τὸ ἔλεος ποὺ βιώνεις.» (σελ. 106)

Θεωρῶ, λοιπόν, τὰ ποιήματα τῆς ἐνότητας αὐτῆς, ὅπως καὶ κάποια ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἄλλη ἑνότητα «Τῶν ἀπόντων» (σελ. 113-127), ὡς «δρόσο τῶν Ἐσχάτων» (σελ. 116). Γιατὶ, ὅταν γίνεται λόγος π.χ. γιὰ τὸν Ποιητὴ - Ἐπίσκοπο, τὸν μακαριστὸ Αὐστραλίας Στυλιανὸ Χαρκιανάκη, ποὺ ξέρει νὰ ξεπερνᾶ, 
«...συνωμοσίας ἀσπασμοὺς
[καὶ] τῶν ἀδελφῶν τὶς προδοσίες» (σελ. 123),

ἀλλὰ καὶ τὸν τραγικὸ Γέροντα, τὸν μακαριστὸ Ἐπίσκοπο Κεφαλληνίας Γεράσιμο, ποὺ 
«συλλειτουργεῖ ἐσαεὶ
Ἐκεῖ ποὺ πρέπει» (σελ. 117),

δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὰ παραβλέψεις αὐτά ἤ νὰ ἀγνοήσεις. Γιατὶ κι αὐτὰ ψίχουλα προσκομιδῆς εἶναι καί, μάλιστα, νοτισμένα ἀπὸ κρυφοὺς σταλαγμοὺς δακρύων.  

Ὅπως ἐπίσης δὲν μπορεῖ ὁ ἀναγνώστης νὰ ξεπεράσει εὔκολα καὶ κάποια ἄλλα ποιήματα, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὸν καλλιεργημένο ἁγιοπνευματικὰ ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ποιητῆ. Καί, μάλιστα, τοῦ φέροντος τὴν «τῆς ἱερωσύνης χάριν»:

«Τὰ χέρια μου μελίζουν τὸν Ἀμνὸ 
κι ὕστερα κάνω τὸν σεμνό.» (σελ. 10)

«Ἄν εἶναι δάκρυ νὰ ἐκφραστεῖ,  ἀλλιῶς θὰ σὲ χαλάσει.» (σελ. 11)

Γιατὶ ὁ ἱερέας-ποιητὴς ζεῖ καθημερινὰ σ᾿ ἕνα μεγαλεῖο, ὅπου  τοῦ φανερώνονται ὅλο καὶ καινούριες λέξεις, φυτεμένες ἄνωθεν. Ἰδιότυπες, πιστεύω, θεοφάνειες θὰ πρέπει νὰ εἶναι αὐτά.

«Ο ΙΕΡΕΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

ἐπιθέτει σπλάχνα λέξεων
ψιχουλάκια συλλαβῶν
στὸ Δισκάρι τῆς Διάρκειας
καὶ λογχίζοντάς τους τὴν πλευρὰ τῆς Ἀνάγκης
χλοΐζουν κι αἰωνίζονται.» (σελ. 41)

Ζητῶ νὰ μὲ συγχωρέσει ὁ ἀναγνώστης μου κι ὁ ἀδελφός - ποιητὴς, ποὺ δὲ στάθηκα καὶ σὲ ἄλλα του ποιήματα, ὅπως π.χ. τὰ εὐκατάνυκτα τρίστιχα γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα (σελ. 42-43) ἤ στοὺς ὑπέροχους, ἀφιερωμένους μάλιστα στὸν πολιὸ Σκιαθίτη λόγιο καὶ μοναχό, τὸν Ἀνδρόνικο (κατὰ κόσμον Ἀλέξανδρο) Μωραϊτίδη, ποὺ τιτλοφορεῖται «Συνοδίτες Μωραϊτίδη» (σελ. 57-58). Εἶναι πιστεύω κι αὐτὸ μιὰ πολύτιμη ψηφίδα στὸ ἱερὸ ψηφιδωτὸ ποὺ ἔστησαν αὐτὴν τὴν ἑόρτιο χρονιά, τὸ 2019 δηλαδή, οἱ ὅσοι πιστοὶ καὶ τίμησαν τὰ 90 ἔτη ἀπὸ τὴν σεπτή κοίμησή του καὶ τὰ 169 ἀπὸ τὴν γέννησή του. Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε κι ἐγὼ τὴ συμπάθειά σας.

π. κ.ν.κ., Γενάρης 2020 
---------------------------
* Πρὸς Θεοῦ, δὲν ὑποτιμῶ τὰ ὑπόλοιπα ποιήματα τῆς συλλογῆς ἤ τὰ παραβλέπω. Ὅμως δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξεπεράσω τὴν εὐγενικὴ Μορφὴ τοῦ Γ. Μωυσῆ, ποὺ ἰχνογραφεῖ θαυμάσια ὁ π. Π.

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν και Γκούσταβ Μάλερ στο Μέγαρο Μουσικής με την ΚΟΑ (29-1-2020)



Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Ludwig van Beethoven (1770-1827), Κοντσέρτο Νο 5 για Πιάνο και Ορχήστρα, σε Μι ύφεση μείζονα, έργο 73 «Αυτοκρατορικό».
Οι Γάλλοι του Ναπολέοντα πολιορκούν τη Βιέννη το 1805 και για δεύτερη φορά το 1809 και την καταλαμβάνουν. Ο Μπετόβεν περνά δύσκολα και λόγω οικονομικής κρίσης αλλά και λόγω της πολιορκίας, της πόλης που δεν του επιτρέπει να εργαστεί: «Τι ταραγμένη, άγρια ζωή γύρω μου! Τίποτε άλλο εκτός από τυμπανοκρουσίες, κανόνια, στρατιώτες, δυστυχία, κάθε είδους». Κουρασμένος από τις κλασικές και ρομαντικές φόρμες που ήταν της μόδας τότε, σπάει τα δεσμά και συνθέτει το Κοντσέρτο Νο 3, το οποίο από άποψη έκτασης, δεξιοτεχνίας και εκφραστικού εύρους είναι άκρως επαναστατικό. Παίχτηκε στη Λειψία στις 11 Νοεμβρίου του 1811 με τον Friedrich Schneider στο πιάνο. Η κυρίαρχη μόδα ωστόσο, δεν επέτρεψε να αξιολογηθεί σωστά. Ένα χρόνο μετά, το 1812, κάνει πρεμιέρα στην κατακτημένη Βιέννη. Σολίστ στο πιάνο ήταν ο ταλαντούχος συνθέτης και μαθητής του Carl Czerny (1791-1857). Ο απόηχος από το κοντσέρτο θα δικαιολογήσει και τον τίτλο «Αυτοκρατορικό».
Η φράση «το επονομαζόμενο Αυτοκρατορικό», όπως συχνά ακούγεται ή διαβάζεται σε διάφορα έντυπα, σημαίνει πως είναι τίτλος που προσκτήθηκε το κοντσέρτο και επιβλήθηκε λόγω τριών διαφορετικών και άσχετων ματεξύ τους εκδοχών -η κάθε μία έχει τη γοητεία της και την αληθοφάνειά της- χωρίς να ξέρουμε ποια είναι η πραγματική. Η μία εκδοχή συνδέεται με την πρεμιέρα του κοντσέρτου, η οποία συνέπεσε με την ημέρα που εόρταζε τα γενέθλιά του ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος Α΄. Σε μια δεύτερη εκδοχή, ο πιανίστας Γιόχαν Μπαπτίστ Κράμερ (1771-1858) το χαρακτήρισε «αυτοκράτορα ανάμεσα στα κοντσέρτα» και η τρίτη αποδίδεται σε έναν Γάλλο αξιωματικό, ο οποίος όταν το άκουσε φώναξε ενθουσιασμένος «Είναι Αυτοκρατορικό».
Το κοντσέρτο αυτό με σολίστα στο πιάνο τον εξαίρετο Ρώσο Anatol Ugorski απολαύσαμε με την Κρατική μας Ορχήστρα στις 4 Μαΐου του 2018 και φυσικά είναι και πολλές άλλες εκτελέσεις του που έχουν γίνει και γίνονται συνεχώς.
Την Παρασκευή όμως, στις 29 Ιανουαρίου 2020 είχαμε την χαρά να το απολαύσουμε με Βασίλη Βαρβαρέσο στο πιάνο. Έναν νεαρό καλλιτέχνη με πολλές επιτυχίες και περγαμηνές, τις οποίες άρχισε να συγκεντρώνει από τα 14 χρόνια της ζωής του, όταν νίκησε το πρώτο βραβείο στη οργάνωση YCA International Audition τo 1998. Ο ταλαντούχος πιανίστας έχει διαπρέψει σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ, έχει παίξει στον Λευκό Οίκο, προσκεκλημένος του Μπαράκ Ομπάμα και σε πολλές άλλες εκδηλώσεις γνωρίζοντας πάντοτε μεγάλη επιτυχία.
Τα μέρη του κοντσέρτου είναι: 1. Allegro, 2. Adagio un poco mosso, 3. Rondo, Allegro ma non troppo. Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία ότι το πιάνο συνοδεύει την Ορχήστρα ή συνοδεύεται από αυτήν και δεν προσπαθεί να επιβληθεί ούτε να μείνει πίσω. Μπαίνει στην ορχήστρα πληθωρικά, αλλάζει στο δεύτερο και αργό μέρος, με δύο παραλλαγές και στο πιάνο και στην Ορχήστρα, για να απογειωθεί σε ένα ρωμαλέο θέμα και να καταλήξει στο καταιγιστικό τέλος.
Gustav Mahler (1860-1911), Συμφωνία αρ. 1, «Τιτάν»
Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς, ακούσαμε τη Συμφωνία αρ. 1,σε ρε μείζονα, «Τιτάν» του Γκούσταβ Μάλερ. Η πρώτη αυτή μνημειώδης συμφωνία γεννήθηκε σε μια εποχή δύσκολη για τον Μάλερ, γεμάτη παρανοήσεις, απορρίψεις, ερωτικές απογοητεύσεις και άλλα πολλά ανασχετικά της δημιουργίας. Η συγκεκριμένη Συμφωνία απασχόλησε τον μεγάλο δημιουργό από το 1884 μέχρι το 1899, οπότε πήρε την τελική της μορφή. Θεματικώς, η Συμφωνία είναι αποτέλεσμα σύνθεσης ενός υλικού ετερόκλητων πηγών. Θέματα από τα «Τραγούδια του οδοιπόρου» που είχαν προηγηθεί, επίσης χρησιμοποιήθηκαν.
Προς το τέλος του 1888 ο Μάλερ ανέλαβε τη θέση του αρχιμουσικού στη Βασιλική Όπερα της Βουδαπέστης. Η πρώτη εκτέλεση του έργου δημιούργησε σκεπτικισμό στο κοινό. Ο Μάλερ ξαναδούλεψε τη σύνθεση, αφαίρεσε, άλλαξε, διαμόρφωσε και τελικώς την παρουσίασε στο Αμβούργο το 1893 και στη Βαϊμάρη το 1894. Τα μέρη της Συμφωνίας είναι τέσσερα.
Η Συμφωνία αρχίζει με ένα κρατημένο διάχυτο λα, σαν για να δώσει το ξύπνημα της φύσης. Ακούγονται από μακριά φανφάρες, τρομπέτες και ένα κλαρινέτο σαν άκουσμα του κούκου. Ένας ερωτευμένος περπατάει στο δάσος για να γιατρέψει τις πληγές από τον άτυχο έρωτά του, μια λαμπρή ανοιξιάτικη μέρα, ένα χορευτικό σκέρτσο ακολουθεί, ακούγονται τα γνωστά «Τραγούδια του οδοιπόρου» και ένα ξέσπασμα «σαν αστραπή από ένα σκοτεινό σύννεφο», που κατά τον Μάλερ είναι η «κραυγή μιας πληγωμένης ψυχής». Η Συμφωνία, κάνοντας κύκλο επανέρχεται στη στοχαστικότητα του πρώτου μέρους για να καταλήξει με τα θριαμβικά κόρνα που πρωτοστατούν.
Την Ορχήστρα διηύθυνε ο Πολωνός Κριστόφ Έσενμπαχ (γεν. 1940). Ο Έσενμπαχ μικρό παιδί βίωσε όλη τη φρίκη του πολέμου και των ναζί, έχασε μέλη της οικογένειάς του και παρέμεινε άφωνος επί ένα χρόνο από το σοκ. Όταν κατάφερε να επανακτήσει τη φωνή του είπε πως θέλει να παίξει πιάνο. Και έγινε ένας από τους διασημότερους πιανίστες, με Μέντορά του τον Κάραγιαν. Έχει διευθύνει τις μεγαλύτερες ορχήστρες παγκοσμίωςˑ Παρισιού, Χιούστον, Φιλαδέλφειας και άλλες. Ο Έσενμπαχ, πληγωμένος από τις προσωπικές του περιπέτειες, άπλωσε χέρι βοηθείας σε πολλούς σήμερα διάσημους πιανίστες, επαληθεύοντας την άποψη ότι η Τέχνη εξευγενίζει, ενώνει και θεραπεύει.
Η βραδιά ήταν συγκλονιστική. Η αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών ήταν κατάμεστη και το χειροκρότημα ιδαίτερα θερμό, ενθουσιαστικό, θριαμβικό.

Μαρία Κοτοπούλη: ΣΤΟΝ ΛΕΙΜΩΝΑ ΤΩΝ ΣΤΟΧΑΣΜΩΝ (διήγημα)


Όλα ξεκίνησαν από μια λέξη. Ο ήχος, η μουσική, το χρώμα της, έπλαθαν μια ακαθόριστη μορφή. Κάτι του θύμιζε. Την είχε κάπου συναντήσει; Αλλά πότε, πού; Μήπως ήταν μια βαθειά, εσωτερική ανάμνηση; ή μήπως ήρθε στα όνειρά του; Αν μπορούσε να γυρίσει πίσω, στη μνήμη των ονείρων, στο στοχαστικό πυρήνα της, ίσως να εντόπιζε τη μορφή. Αλλά τα όνειρα περνούν και χάνονται και κανένα σημάδι δεν αφήνουν ή μήπως αφήνουν κι εκείνος δεν είχε την προνοητικότητα να το συγκρατήσει, όταν, μια λεπτή μελωδία ακούστηκε και τον μαγνήτισε, στρέφοντας αλλού τις σκέψεις του.

Πόσες φορές αναρωτήθηκε, αν πρώτα ήρθε ο λόγος ή η μουσική. Αλλά τι σημασία έχει; Τραγούδι είναι και ο λόγος, τραγούδι καθημερινό. Όσο κι αν πελαγοδρομούσε στο λειμώνα των στοχασμών, προσπαθώντας να ξεφύγει, η μορφή τον κυνηγούσε κι όταν άκουσε τις πρώτες νότες του Arcangelo Corelli, νότες που έμοιαζαν με λέξεις, αφέθηκε στη μαγεία τους. Τι ήθελε να του αποκαλύψει ο Ιταλός συνθέτης; Μήπως φυλάκισε στη μουσική του την ακαθόριστη, εκείνη μορφή, που τώρα αναζητούσε;

Πήρε από το γραφείο του ένα μεγεθυντικό φακό, από αυτούς που χρησιμοποιούσε για να παρατηρήσει φθαρμένα έργα τέχνης ή να διαβάσει παλαιά, δυσανάγνωστα, από τις αλλοιώσεις του χρόνου, χειρόγραφα και έσκυψε πάνω στον πίνακα. Κοίταξε προσεκτικά, μια ανδρική φιγούρα, που μόλις διακρινόταν, έγραφε σε ένα, νοητό, του ανέμου πεντάγραμμο. Κάπου εκεί ανάμεσα, την είδε, με νότες στο μέτωπο, στο στήθος, στους μηρούς, σα να έβγαινε μέσα από θρύλους, δοξασίες ή από την παλέτα σουρεαλιστή ζωγράφου του 20ού αιώνα. Να ήταν Νύμφη, Αγία, Μούσα ή Θεά;

Κατέβηκε και στάθηκε ακίνητη, προβάλλοντας λίγο από το σκοτεινό προφίλ της. Κρατούσε κάτι, που δεν μπορούσε να καθορίσει, ήταν λύρα, ήταν παιδί στην αγκαλιά της; Πλησίασε κοντά της, να δει το πρόσωπό της, μα εκείνη, έστρεψε απότομα από την αντίθετη πλευρά. Αν συνέχιζε, μπορεί να κουραζόταν και να σταματούσε. Και αμέσως το αποφάσισε. Άρχισε να στριφογυρίσει αργά-αργά γύρω της κι ύστερα γοργά-γοργά, ώσπου την είδε να περιστρέφεται με δύναμη και να ανυψώνεται στον ουρανό, σαν την «Ανάληψη της Θεοτόκου», του μεγάλου κρητικού. Απογοητευμένος έσκισε το νοητό πεντάγραμμο και ώ του θαύματος, μπροστά του πρόβαλε η «Συναυλία των Αγγέλων» και εκείνος, χάθηκε, ανάμεσα σε εξαίσιες μουσικές, πλεγμένες με χρώματα μαγικά, χρυσά, λευκά, γαλάζια, κόκκινα πυρακτωμένα του ήλιου, ξανθά, ώχρινα και λιλά, δημιουργώντας με απανωτές, ανταύγειες, την αίσθηση ουράνιου, ιερού θόλου, όπου την είδε να καταλαμβάνει το κέντρο.

Θαμπώθηκε! Ένιωθε να αιωρείται και τρόμαξε. Δεν ήξερε πού να στρέψει τη ματιά του ψηλά ή χαμηλά. Μια Πύλη χωρίς είσοδο μπροστά του. Δεν άνοιγε, δεν έκλεινε και μια λύρα, αφημένη. Το έμβλημα της θυγατέρας του Διός και της Μνημοσύνης στα πόδια του. Άγγιξε με δέος το μουσικό όργανο και το πήρε στην αγκαλιά του για να απολαύσει το θαυμαστό ερωτικό της ύμνο που ακουγόταν, χωρίς κανείς ν' αγγίζει τις χορδές. Στη μνήμη του ήρθε η «Κιθαρωδός» του Vermeer με την ερμίνα στους ώμους και το μαργαριταρένιο κολιέ στο χυτό λαιμό της. Ξαφνικά, ήχος κανένας. Έκρουσε με τα δάχτυλά του τις χορδές. Περίμενε. Τίποτα. Κοίταξε ψηλά. Την είδε να απομακρύνεται με τους ρυθμούς μιας λύρας, που μόνον εκείνη άκουγε και ενώνονταν με τη συντροφιά μικρών αγγέλων ή ερώτων. Ένοιωθε τη μελωδία από την αιθέρια, αρμονική της κίνηση, τις κυματοειδείς γραμμές της κόμης της, μόνο που δεν μπορούσε να την πλησιάσει, να την αγγίξει. Προσπάθησε να πετάξει κοντά της, μα τίποτα. Πώς να λύσει το αίνιγμα της Μούσας; Τι έκρυβαν οι άηχες χορδές της; Να ήταν μια παύση; Μια ιερή σιωπή προετοιμασίας, για να του δείξει τις κρύφιες του κόσμου ομορφιές;

Μπροστά του απλωνόταν ένα απέραντο τοπίο ομίχλης που χρύσιζε από το αντιφέγγισμα σκόρπιων ακτίνων στο ουρανό. Ένα μεγάλο σύννεφο αποσπάστηκε απότομα. Επάνω καθισμένος ο Χρόνος, με τη μυστικοπάθεια των Ορφικών και με φτερά στην ωμοπλάτη, ίδια μ’ εκείνα των Αρχαγγέλων. Σαν να ερχόταν από την πρωταρχή του κόσμου, διαπερνώντας μέσα από την έκρηξη του φωτός, άηχα, αέναα, πέρα από τον υπαρξιακό χρόνο, το χρόνο των ανθρώπων.

Προχώρησε στο άγνωστο. Ούτε Ήλιος, ούτε Σελήνη φαινόταν στον ουρανό. Φοβόταν, «Όποιος έχει φόβο και ντροπή εκείνος πάντα σώζεται»i, δεν ήξερε τι θα συναντήσει. Διάβηκε δειλά-δειλά ένα κλειστό διάδρομο που του θύμιζε «Κοσμική σήραγγα». Ο κόσμος του Ιερώνυμου Μπος, άρχισε, αίφνης, να ζωντανεύει και να κινείται γύρω του. Φρίκη και μεγαλοπρέπεια, φωτιά και καταστροφή. Ένα πελώριο κύμα τον παρέσυρε κι από ένστικτο, μεταμορφώθηκε σε «Ελάφι». Η Φρίντα Κάλο ήρθε στη μνήμη του και πιάστηκε από την παλέτα της για να γλυτώσει, θαρρείς, από τον εσωτερικό χώρο του ανθρώπου που πρόβαλε μπροστά του, από τη φθορά και την κραιπάλη, από μνήμες του πολέμου, από τον κόσμο των ηδονών και της οδύνης, «Η ζωή των ανθρώπων είναι γεμάτη οδύνη»ii, κι εκείνος ήταν μέρος του κόσμου αυτού. Από την κατάσταση του άρχοντα-ανθρώπου μεταβαλλόταν σε ανυπεράσπιστο ζώο. Στη σκέψη του ήρθε ο βασιλιάς Ληρ, στωικός, τόσο που θα μπορούσες Πρόσπερο να τον πεις. Η ταπείνωση εδώ γινόταν νομοτέλεια. «Την γην διήρπασαν οι ποταμοί, τα κύματα, οι φλόγες». Στενεύει η καταφθαρμένη γη, για τους ανθρώπους. Προσπάθησε απεγνωσμένα να βρει τη λαμπρότητα του φωτός, να απαλλαγεί από την άγρια μέθη και να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Όμως, όπου κι αν γύριζε το ίδιο πάντα ερώτημα: τι είναι θάνατος, ποιός, όμως, θάνατος;

Πώς βρέθηκε στο σκοτεινό λαβύρινθο, ενώ κυνηγούσε τη μορφή της στον ουρανό; Ποιός τον έσπρωξε στο χάος; Έπεσε στην παγίδα, κυνηγώντας την ομορφιά. Αλήθεια τι είναι η ομορφιά; Γιατί και η ασχήμια που έπλασε ο Ιερώνυμος Μπος φάνταζε όμορφη στα μάτια του, ίσως, γιατί ο ιδιοφυής ζωγράφος εκφραζόταν με τους όρους της τέχνης.

Έπρεπε να βρει ένα τρόπο να ξεφύγει. Είδε το «Κάρο με άχυρο» που πήγαινε προς την κόλαση, ήταν η μόνη του ελπίδα. Άρπαξε μια σκάλα που βρήκε, τη στύλωσε και σκαρφάλωσε γρήγορα. Έσπρωξε ένα δαίμονα με ουρά παγωνιού για να μπορέσει να βολευτεί πάνω στο άχυρο, εισπράττοντας το ευτυχισμένο μειδίαμα του Αγγέλου που γονατιστός, παράμερα, έστελνε δεήσεις στον ουρανό. Το τερατώδες, το μεγαλειώδες, το απρόσμενο, σαν σε συμφωνία του Μπετόβεν! Κοίταξε ψηλά, ανάμεσα στα σύννεφα, είδε τη μορφή του Χριστού και λίγο χαμηλότερα μια επιστολή να υπερίπταται. Στην προσπάθειά του να τη φτάσει, τσαλαπάτησε το νεαρό μουσικό με το λαούτο, αλλά κατάφερε να ισορροπήσει και να την αρπάξει.

«Το ερωτικό γράμμα» του Vermeer. Πάντα ήθελε να μάθει τι έγραφε αυτό το γράμμα που παρέδιδε η υπηρέτρια στη νεαρά κυρία της, την ώρα μάλιστα που εκείνη έπαιζε μουσική. Πάντα η Μουσική! Σίγουρα ήταν από κάποιον άνδρα, τρελά ερωτευμένο μαζί της. Να της ζητούσε, άραγε, να τον συναντήσει στο λιμανάκι του Ντελφτ, λίγο μακρύτερα από το σπίτι της, για να της εξομολογηθεί τον ερώτά του, να αγγίξει τα απαλά της δάχτυλα κι ίσως να της δώσει ένα φευγαλέο φιλί; Εκείνος, πάντως, έτσι θα έγραφε στην Αγαπημένη του, αν ζούσε σ’ εκείνη την εποχή. Μα κι ένα άλλο γράμμα κέντρισε την περιέργειά του. «Η Βηθσαβέε με το γράμμα του Δαυίδ». Η βιβλική ηρωίδα, γυμνή, βρισκόταν στο λουτρό, με τη γερόντισσα υπηρέτρια να περιποιείται τα πόδια της. Κρατούσε στο χέρι της ανοιχτό ακόμα το γράμμα του Δαυίδ. Εκεί πρωτοείδε ο βασιλιάς την εκθαμβωτική ομορφιά της και τη λάτρευσε. Τι να της έγραφε άραγε; Δυσκολευόταν να κάνει υποθέσεις. Ο προηγούμενος, ήταν ένας άνδρας απλός, ίσως ένας αριστοκράτης, μα τούτος ήταν βασιλιάς. Πώς μπορούσε να μπει στη σκέψη ενός άρχοντα βασιλιά και μάλιστα θεϊκού! Οι ψαλμοί του, πάντως, μαρτυρούσαν το εκλεπτυσμένο ύφος της γραφής που χρησιμοποίησε στα απανωτά, ερωτικά του γράμματα και έκαναν την όμορφη Εβραία να λυγίσει και να ενδώσει στο βασιλικό πειρασμό, προδίδοντας τη συζυγική εστία.

Πριν καλά-καλά προλάβει να σκεφτεί την πρόθεση του μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου την προσοχή του απέσπασε η ημερομηνία του πρώτου γράμματος. 1669. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Τη χρονιά αυτή, στις 4 Οκτωβρίου, πέθανε ο Ρέμπραντ!

Ξεδίπλωσε δειλά-δειλά το λεπτό επιστολόχαρτο και προσπάθησε να το διαβάσει. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Όσο κι αν επέμενε, όλα ήταν σκοτεινά, αξεδιάλυτα. Ούτε λέξη δεν ξεχώριζε, δε γνώριζε φλαμανδικά. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε αγράμματος και απρόσμενα ένα ταπεινό, λαϊκό τραγούδι έτρεχε στα χείλη του «…γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα». Έκλαιγε για το γράμμα που δεν μπορούσε να διαβάσει ή για το θάνατο του Ρέμπραντ; Έκλαιγε και για τα δύο, κυρίως, για τον Ρέμπραντ, γιατί δεν ήταν σίγουρος ότι είχε κατανοήσει την πνευματική του δύναμη, πέρα από τη χρωματογραφία και την έμφαση του φωτός που τον αιχμαλώτιζε. Όταν βγήκε στο φως, δεν ήταν, παρά ένα «ελάφι» πληγωμένο.

Προσπάθησε να ανασυντάξει τις σκέψεις του και γύρισε στη μουσική. Το Concerto Grosso σκόρπιζε τις νότες του στον ουρανό. Η Πύλη της Μούσας άνοιξε. Δε θα έκλεινε ποτέ, για να μπορέσουν οι εκλεκτοί της να ανακαλύψουν τους κρυμμένους, στο σκοτάδι, θησαυρούς των ήχων, να τους αποκρυπτογραφήσουν και να τους δωρίσουν στους ανθρώπους.

Οι ευεργετικές νότες έπεφταν στις χορδές της ψυχής του, μάζευαν τα συντρίμμια, που έμοιαζαν με θραύσματα από πίνακες του Pablo Picasso και του George Braque και τoν γαλήνευαν, θυμίζοντάς του ένα περιστατικό με τον Arcangelo Corelli, το μεγαλύτερο βιολονίστα της Ευρώπης. Και τι περίεργο, σαν να το είχε ζήσει ο ίδιος.

«Ένα βράδυ, συγκεντρώθηκε στη βίλα του Καρδιναλίου Ottoboni, μια μεγάλη συντροφιά καλεσμένων του, ανάμεσά τους και ο Arcangelo Corelli. Θα έπαιζαν, όπως πάντα, μουσική και ίσως θα άκουγαν τις νέες δημιουργίες κάποιων συνθετών. Μεταξύ των προσκεκλημένων ήταν κι ένας Γερμανός συνθέτης που μόλις είχε φτάσει στη Ρώμη και είχε μαγευτεί από τη λαμπερή ιταλική μελωδία. Ο Corelli, θέλοντας να τιμήσει το νεοφερμένο συνθέτη και αντίπαλό του, ζήτησε την παρτιτούρα του, την τοποθέτησε στο αναλόγιό του, πήρε το υπέροχο βιολί του και άρχισε να ερμηνεύει το έργο του. Ξαφνικά σταμάτησε γιατί είχε δυσκολίες με το θυελλώδες ύφος της σύνθεσης. Και τότε εκείνος, ο Γερμανός δημιουργός, σηκώθηκε και δε δίστασε ν’ αρπάξει βίαια το βιολί από τα χέρια του και να του δείξει πως έπρεπε να παίξει στο συγκεκριμένο μέρος. Ο Arcangelo Corelli, θαυμάζοντας την υπεροχή του αντιπάλου του και χωρίς να νιώσει προσβεβλημένος, τού είπε με πραότητα. «Αγαπητέ μου, αυτή είναι Γαλλική μουσική φόρμα κι εγώ δεν τη γνωρίζω». Άλλοι καιροί, άλλοι άνθρωποι.»

Ο αντίπαλος συνθέτης ήταν ο Georg Friedrich Handel. Δεν είχε γράψει τότε το ασύγκριτο Ορατόριό του «Μεσσίας», είχε όμως τον Ρέμπραντ στη πλούσια συλλογή του!

Τόπος μέγας, άστρων, λιμνών και ποταμών, ανοίχτηκε μπροστά του. Η έρημος άρχισε να ανθίζει, σαν ρόδο, σαν καλαμιά, σαν σπάρτο. Εκεί, ανάμεσα στις καλαμιές, στα σπάρτα και στα ρόδα την είδε.

Μάζεψε πολύχρωμες, μικρές ψηφίδες και άρχισε να συνθέτει την αέρινη μορφή της με την ακρίβεια και τη λεπτότητα βυζαντινού αγιογράφου. Ίσως, για να κομματιάσει με την τέχνη του τη σιωπή, όπως θα έλεγε ο Dmitry Shostakovich.

i Σοφοκλής , Αίας [1079]
ii Ευριπίδης , Ιππόλυτος [190]
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φηγός» Ιωαννίνων Μαρία Κοτοπούλη

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΕΝΘΕΟΣ ΙΕΡΑΤΙΚΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

ἤ,  Γύρω ἀπὸ μιὰν σπουδαία δημοσίευση

Στὸ σεμνό καὶ θαυμάσιο ἐπαρχιωτικὸ ἔντυπο, ποὺ φέρει τὸν τίτλο «Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας» [φ. 857/10-1-2020] δημοσιεύτηκε πρόσφατα ὁ Ἀποχαιρετιστήριος λόγος τοῦ πολυσεβάστου Γέροντος π. Σεραφείμ Ζώγκα, Πρωτοσυγκέλλου, μέχρι πρότινος, τῆς ἱστορικῆς Μητροπόλεως Γρεβενῶν. 

Ὁ λόγος αὐτὸς, ποὺ εἰπώθηκε στὸν Ἱ. Ν. Εὐαγγελιστρίας Γρεβενῶν, στὸ ἐκεῖ ἐκκλησίασμα, κατὰ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, δηλαδή, στὶς 29 Δεκεμβρίου 2019, ἀποτελεῖ, κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, γιατὶ εἶναι συνταγμένος μὲ βαθύτατα βιωματικό, εἰλικρινῆ καὶ θεοφιλῆ τρόπο. Καὶ τὰ λέω αὐτὰ μετὰ λόγου γνὠσεως, χωρὶς νὰ γνωρίζω τὸν πολυσέβαστο Γέροντα, μήτε νὰ ἔχω ἀκούσει ἤ διαβάσει ἄλλον λόγο ἤ κείμενό του. Μόνον αὐτὸν καὶ, γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια,  τοῦτο ἀρκοῦσε, ὥστε νὰ μοῦ δώσει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐκεῖνο, ποὺ γράφτηκε στὴν ἀρχὴ τοῦ δημοσιεύματος ἀπὸ τὴν σύνταξη τῶν «Χ.Δ.Μ», ὅτι δηλαδή, ἡ ἀρχοντικὴ κι ἡ εὐγενικὴ μορφὴ τοῦ π. Σεραφεὶμ, ἄφησε τὸ ἀποτύπωμά της στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία (τῆς Μητροπόλεως Γρεβενῶν) εἶναι νομίζω ἀρκετό, ὥστε νὰ καταλάβουμε ποιὸ εἶναι τὸ  πρόσωπο καὶ ἡ ἱερατικὴ διαδρομὴ τοῦ Ἁγίου Πρωτσυγκέλλου. 

Διαβάζοντας τώρα τὸν λόγο στάθηκα σὲ κάποια σημεῖα, ποὺ ἀποπνέουν συγκίνηση ἀλλὰ καὶ ἱεροπρέπεια, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀναγκάζομαι νὰ τὰ θυμίσω:

«Κυριακὴ <μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν> καὶ τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα πλαισίωσαν τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως παίρνουν τὸ καθένα τὸν δρόμο του: οἱ Μάγοι ἐπιστρέφουν στὴν πατρίδα τους, οἱ Ἄγγελοι στὸν οὐρανό, οἱ βοσκοὶ στὸ ποίμνιο. Καὶ ὁ μικρὸς Ἰησοῦς πορεύεται στὴν Αἴγυπτο διωγμένος ἀπὸ τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων! ... Ἀνέστιος Αὐτὸς ποὺ ὅλη τὴν κτίση τὴν κρατᾶ μέσα στὴ χούφτα του... Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν κάθε δικό Του ἄνθρωπο ὁ Κύριος ἐγκαινιάζει ἕναν ξεχωριστό, προσωπικό δρόμο. Μακριὰ ἴσως ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του, ὅπως στὸν Ἀβραάμ. Μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια καὶ θαλπωρὴ τοῦ πατρικοῦ οἰκου, ὅπως στὸν Πατριάρχη Ἰωσήφ. Μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα, ὅπως στὸν Προφήτη Δανιήλ. Καθένας ὅμως ἀπὸ μᾶς ποὺ Τὸν ἀκολουθεῖ ὑπακούοντας στὸ καλέσμά Του, ἀφήνοντας ἀνέσεις, συγγενεῖς, φίλους, οἰκίες πλούτη, συνάπτει τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν χορεία ἐκείνων, ποὺ δὲ φοβήθηκαν τὸ ταξίδι στὸ ἄγνωστο. Τότε ἔξαφνα καὶ θαυματουργικὰ ὁ ξένος τόπος γίνεται χῶρος μιᾶς νέας θεοφανείας. Ἡ γῆ τὴς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης στὸ κέλευσμα καὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀνθίζει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὴν χαρὰ τῆς εὐλογίας καὶ τὴν παρηγοριὰ τῆς ἐλπίδας».

Εἶναι, ὄντως, τόσο θαυμάσια τὰ ὅσα εἶπε ὁ σεβαστὸς Γέροντας, ὁ ὁποῖος, ὅπως ὁμολόγησε, διακονεῖ καὶ τιμᾶ τὸ ἱερό Θυσιαστήριο «σαράντα ἕξι περίπου χρόνια, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ σαρανταένα (41) στὴν Ἱ. Μ. Θεσσαλονίκης καὶ τὰ πέντε (5) στὴν ἱστορικὴ καὶ αἱματοβαμμένη Μητρόπολη Γρεβενῶν». Καὶ τὸ πλέον κορυφαῖο καὶ ἄκρως συγκινητικὸ ἦταν ἡ ἀνακοίνωσή του: «Ἦρθε καὶ ἡ δική μου ἡ σειρὰ νὰ ἀναχωρήσω, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν σας ἀποχαιρετῶ». 

Εἰλικρινὰ τὸ λέω, πὼς ὁ Γέροντας μὲ βαθύτατο πόνο καρδίας ἄφησε ἀπὸ μέσα του νὰ βγεῖ αὐτὸς ὁ λόγος: τῆς ἀποχωρήσεως ὁ λόγος. Πιστεύω δέ, ὅτι εἶχε βιώσει πλήρως ἐκεῖνον τὸν ὑπέροχο στίχο τῆς ἐπιλυχνίου Ἀκολουθίας, τοῦ ἀρχαίου ὕμνου «Φῶς λαρόν», ποὺ ἀναφέρει: «Ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ὑμνοῦμεν Πατέρα Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα Θεόν». Κι αὐτό, ἐπειδὴ ὁ ὕμνος αὐτὸς μεταφορικὰ μᾶς φέρνει σιμὰ στὴν ὅλη βιοτὴ τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς. Τὸ γιατί, ὅλοι, ὅσοι ἔχουμε νοῦν Χριστοῦ, τὸ κατανοοῦμε, γιατὶ κάποτε ὅλοι  σχεδὸν φτάνουμε στὴν ἡλίου μας δύσιν, στὸ μεσόφωτο ἐκεῖνο διάστημα ποὺ μᾶς χωρίζει δηλαδή, ἀπὸ τὴ νύχτα, ὅπου καὶ θ᾿ ἀναπαυτοῦμε... Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπαιτεῖται, ὅταν φτάσουμε στὸ ὅριο ἐκεῖνο, νὰ οἰκονομήσουμε τὰ πράγματα, ἀφοῦ καταπαύσουμε ἀπὸ τῶν ἔργων μας, καὶ κοιτάξουμε βαθιὰ τὴν ψυχή μας, τὸ εἶναι μας ὁλόκληρο καὶ στραφοῦμε πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἀνέχτηκε, ὥστε νὰ τοῦ ἐκφράσουμε μὲ βαθύτατη εἰλικρίνεια τό, «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν Ούρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου δέξαι με.....» (Λκ. 15, 21).
  
Καθὼς κλείνω αὐτὸ τὸ ἄτεχνο γραφτό, θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ καὶ σὲ κάτι ἀκόμη ποὺ εἶπε ὁ π. Σεραφείμ: «Δέν παραπονοῦμαι γιὰ τίποτε. Διότι ὁ Θεὸς γιὰ 46 χρόνια μὲ ἀξίωσε νὰ ζήσω μέσα στὴ χάρη Του, νὰ ζήσω τιμὲς καὶ μεγαλεῖα. Νὰ ζήσω σὲ θέσεις καὶ ἀξιώματα. Νὰ ζήσω πολλὰ καὶ θαυμαστά. Νὰ ζήσω μικρὰ καὶ μεγάλα. Εὔκολα ἀλλὰ καὶ δύσκολα. Χαρούμενα καὶ λυπηρά. Εὔστοχα ἀλλὰ καὶ ἄστοχα. Τί ἀνταπέδωσα γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς εὐλογίες, ὁ Κύριος τὸ γνωρίζει. Ἐγὼ προσπάθησα ἀνθρωπίνως νὰ κάνω Ὅ,τι τὸ καλύτερο μποροῦσα». Κι  ἀπὸ τὴν ταπεινή του αὐτὴ αὐτοκριτικὴ καὶ δημόσια ἐξομολόγηση προχωράει ἕνα βῆμα παραπέρα, ἱκετεύοντας τοὺς ἐνορίτες τους νὰ παραμένουν «ὀργανικὰ μέλη στὴν Ἐνορία τους, νὰ διατηρήσουν στὴν καρδιά τους τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος... κύκλῳ τοῦ Ἁγίου Θυσιαστηρίου... Σᾶς ἀποχαιρετῶ καὶ σᾶς ἀσπάζομαι ὅλους, ἕναν-ἕναν χωριστά [γιατὶ] θὰ εἶστε πάντα ὁ στέφανος καὶ ἡ τιμὴ τῆς ἱερατικῆς μου διακονίας. ...Θὰ μοῦ λείψετε, ἀλλὰ θὰ σὰς συναντῶ στὴν προσευχή... Τέλος παρακαλῶ ἀδέλφια μου νὰ ὑψώνετε πάντοτε τὰ χέρια σας σὲ προσευχή, ὄχι μόνον στὸ ταμιεῖον, ἀλλὰ καὶ στὶς κοινὲς λατρευτικὲς συνάξεις γιὰ μένα... ὅπως διέλθω τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μου «ἐν εἰρήνῃ  καὶ μετανοίᾳ»  τὰ δὲ τέλη μου -κατὰ τὶς δεήσεις τῆς Ἐκκλησίας- νὰ εἶναι ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά», ὥστε ἡ ἀπολογία μου ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ μας νὰ εἶναι εὐπρόσδεκτη».   

Προσευχόμαστε, Γέροντα καὶ ζητοῦμε τὴν εὐχή καὶ εὐλογία Σου. 

Ὅμως θὰ ἤθελα,  πρὶν περατώσω τὸ γραφτό μου, νὰ πῶ καὶ κάτι ἀκόμα. Πώς θὰ ἔπρεπε ὁ λόγος αὐτὸς νὰ πολυγραφηθεῖ καὶ νὰ σταλεῖ σὲ νέους ἱερεῖς καὶ ἱεροσπουδαστές, ὥστε ἀπὸ νωρὶς νὰ καταλάβουν πὼς ὁ πρῶτος τους, ὁ χλωρὸς ἀκόμα ἐνθουσιασμὸς κάποτε θὰ φθάσει καὶ στὴ δική τους «ἡλίου δύσιν». Ποὺ σημαίνει ὅτι θὰ χρειαστεῖ νὰ προετοιμάζονται καὶ γι᾿ αὐτό. Γιατὶ ὁπωσδήποτε θἄρθει. Καὶ καλὸ εἶναι νὰ φτάνουμε ἐκεῖ μὲ ὅσο λιγότερες τύψεις γίνεται...

π. κ. ν. κ. Σκόπελος 

υ. γ. Θὰ παρακαλοῦσα νὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ, ὡς ὑστερόγραφο,  νὰ πῶ καὶ δυὸ λογια γιὰ τὴν φιλάδελφο ἀνοιχτὴ ἐπιστολὴ τοῦ π. Εὐσταθίου Στέφου, Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Γρεβενῶν, ποὺ δημοσιεύεται στὸ ἴδιο φ. τῆς ἐφ. «Χ.Δ.Μ.» (σελ. 10). Ἀπὸ τὴν παραπάνω καρδιακὴ ἐπιστολή, λοιπόν, κράτησα αὐτὲς τὶς δύο παραγράφους, ποὺ τὶς παραθέτω στὴ συνέχεια δίχως κανένα σχόλιο. Γιατὶ ἁπλούστατα δὲν ἀπαιτεῖται.

«Στὴν πόλη τῶν Γρεβενῶν δώσατε [σεβαστὲ Πατέρα μας] τὸν καλύτερο ἑαυτό σας, τόσο ὡς Προϊστάμενος τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῆς Εὐαγγελίστριας, ὅσο καὶ ὡς Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱ. Μητροπόλεώς μας... Τὸ σπουδαιότερο ποὺ ἔχω νὰ θυμᾶμαι εἶναι τὸ ἀμέριστο ἐνδιαφέρον, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συμπαράσταση ποὺ μοῦ ἐκφράσατε γιὰ τὴν οἰκογενειακή μου κατάσταση. Μοῦ συμπαρασταθήκατε ὡς μοναδικὸς φίλος καὶ ἀδελφὸς...

Ἡ ἀπόφασή σας νὰ ἀποχωρήσετε ἀπὸ τὸ θεάρεστο ἔργο, ποὺ σᾶς ἐμπιστεύτηκε ὁ ἅγιος Ποιμένας μας, μᾶς ἀφήνει ἕνα μεγάλο κενὸ μέσα στὴν καρδιά μας, ἀλλὰ καὶ στὴν κοινωνία τῶν Γρεβενῶν. Νὰ εἶστε σίγουρος ὅτι, τόσο σὲ ἐμένα, ὅσο καὶ στοὺς ὑπόλοιπους κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς τῶν Γρεβενῶν ἀφήνετε μιὰ λαμπρὰ παρακαταθήκη ποιμαντικῆς φροντίδας, ἀνθρωπιᾶς καὶ ἀγάπης ἀνεξίτηλης στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου».  

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Τρεις νέες ποιητικές συλλογές στο κατώφλι του Νέου Χρόνου

της Κατερίνας Δεμέτη

Πώς μία χρονιά ξεκινάει ελπιδοφόρα; Μα όταν ξεχειλίζει από τη συμπύκνωση της ανθρώπινης σκέψης και των αισθήσεων. Όταν παντρεύει γόνιμα το παλιό με το καινούργιο. Όταν καταργεί χωρικά σύνορα και τοπικιστικές προσεγγίσεις. Όταν το νέο προβάλλει φωτεινό και αντλεί από το έμπειρο παρόν.

Και για να γίνω πιο συγκεκριμένη: η χρονιά ξεκινάει ελπιδοφόρα όταν λαβαίνουμε τρεις νέες ποιητικές συλλογές μέσα σε διάστημα μιας εβδομάδας.

Την πρώτη, από μια νέα ποιήτρια, την πτυχιούχο του Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών, Άννα Πατρινού, και τις άλλες δύο από το βαρύ πυροβολικό των σύγχρονων Ποιητών μας: τον Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο της Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου π. Παναγιώτη Καποδίστρια και τον Φιλόλογο Διονύση Σέρρα.


Η σύμπτωση της χρονικής στιγμής στην έκδοσή τους και η ποιότητα των τριών γραφών, στήνουν ανάχωμα στην πνευματική ένδεια της καθημερινότητας και μάς παρηγορούν για τη φτήνια της πολιτικής και για την τουριστική εκπόρνευση του όμορφου νησιού μας.

Η πολύ νέα Άννα Πατρινού, με την πρώτη της ποιητική συλλογή “Θα φυτρώσει το φως”, έκδοση του Κέντρου Ευρωπαϊκών Εκδόσεων “Χάρη Πάτση”, έρχεται να καταθέσει σε ελεύθερο στίχο, την ποιητική της αναζήτηση, με λόγο ανοιχτό, εικονοποιητικό, γεμάτο λυρισμό και με πλούσιο λεξιλόγιο. Ένα τρυφερό κι ευαίσθητο παιδί, που  έχει μεγάλες δυνατότητες να αναπτύξει την ποιητική του διάθεση και που τολμά να εκθέσει τον εαυτό του μέσα από το λόγο.

Ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας, με το ώριμο "Λευκότερος καίγεσαι", μία έκδοση του Κέντρου Λόγου ΑΛΗΘΩΣ, κοινωνεί στο Φως, που η Άννα έχει ξεκινήσει ν' αναζητά, και μέσα από τη δική του ολόφωτη διαδρομή, σπέρνει στο ποιητικό στερέωμα "μικρά διαμαντάκια γλωσσικής ουτοπίας", αφού στα δικά του ποιήματα ο Τόπος ο Υπόγειος, ο Επίγειος και ο Υπέργειος επικοινωνούν, συλλειτουργούν και συνθέτουν μελωδικά άσματα πολυτονικής έμπνευσης.

Ο Διονύσης Σέρρας, με το βιβλίο "Άκλειστος κύκλος -Ταξιδιωτικά Ποιήματα (2007-2012)", εκδόσεις Κουκκίδα, σε επιμέλεια Θεοδόση Πυλαρινού, καταγράφει τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες σε στακάτους στίχους, χαρτογραφεί τις εντυπώσεις που προκαλούν οι αισθήσεις όταν αντικρίζουν νέους τόπους και ρυθμολογεί απέριττα τις εικόνες που βλέπει με την εσωτερική και εξωτερική του θέαση για τον περιβάλλοντα κόσμο. 

Και οι τρεις ποιητικές συλλογές, τόσο οι συνθέσεις των ωρίμων Ποιητών μας, με το ειδικό βάρος που φέρουν, όσο και το ελπιδοφόρο ξεκίνημα της νεαρής Ζακυνθινής, υψώνουν ανάχωμα σε όλα τα "δήθεν" πολιτιστικά υποπροϊόντα, που υποχρεούμαστε ν' ανεχόμαστε καθημερινά, που συνθλίβουν σιγά σιγά τις αντιστάσεις μας και δυστυχώς παρασέρνουν τους ήχους, τις εικόνες και τελικά το λόγο μας.

Στο κατώφλι του Νέου Χρόνου, επιβάλλεται να τις αναζητήσετε.  Το μόνο σίγουρο πως δεν θα χάσετε το χρόνο σας διαβάζοντάς τες...

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΝΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΘΟΥΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ


Στὸν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Ὠρεῶν π. Φιλόθεο, ταπεινὸ προσκύνημα

Ὅταν ἀποφασίσουμε, μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴν ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ,  νὰ εἰσέλθουμε στὸν χορὸ καὶ τὸν χῶρο τῆς ἱερωσύνης, μᾶς χαρίζεται τὸ μέγα προνόμιο -ἰδιαίτερα σ᾿ ἐμᾶς τοὺς ἐγγάμους- νὰ μοιράσουμε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας μεταξὺ τῆς οἰκίας μας καὶ τοῦ δικοῦ Του τοῦ σπιτιοῦ: τῆς ἐκκλησιᾶς δηλαδή,  μέσα στὴν ὁποία καλούμεθα νὰ τελοῦμε τὶς ἱ. Ἀκολουθίες καὶ τὶς Μυστηριακές πράξεις «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». Ἔτσι μᾶς χαρίζεται ἄλλο ἕνα οἴκημα, ἕνα χῶρος προσευχῆς καὶ συνάμα διδαχῆς: Γιατὶ ἐκεῖ μαθητεύουμε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας καὶ στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Ἐκεῖ ζοῦμε ἀνεπανάληπτες στιγμὲς καὶ θεοφάνειες πραγματικές -χωρὶς καμμία ὑπερβολή- ποὺ μᾶς ὁλοκληρώνουν καὶ συνάμα μᾶς ὡριμάζουν πνευματικά. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ ναός, ἡ ἐκκλησία, μὲ τὸν χρόνο ποὺ περνάει, γίνεται ὁ οἰκεῖος μας χῶρος, ὅπου κι ἀναπαυόμαστε. Κυρίως τὶς ὧρες ἐκεῖνες ποὺ ἀπομένουμε μονάχοι μὲ μόνη συντροφιὰ τοὺς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι καὶ μᾶς κοιτᾶνε στοργικά, μᾶς παραμυθοῦν σὲ κρίσιμες περιστάσεις, ποὺ καθημερινά, σχεδόν, τὶς ζοῦμε,  τὶς ἀνταμώνουμε καὶ μᾶς πληγώνουν.  

Ἀλήθεια, πόσοι ἀπὸ μᾶς τοὺς καθημερινὰ εὑρισκομένους μέσα στοὺς ναούς μας αἰσθανεται τὴν ἀνάγκη νὰ πληροφορηθεῖ τὴν ἱστορία τοῦ χώρου μέσα στὸν ὁποῖο ἱερουργεῖ; Μὲ λίγα λόγια, πόσοι ἐρευνοῦν τὴν ὅλη ἱστορικὴ διαδρομὴ τοῦ ναοῦ τους, σιμώνουν μὲ συγκίνηση καὶ συμπάθεια παλαιὰ χειρόγραφα ἤ βιβλία, εἰκόνες ποὺ ζωγραφίστηκαν σχεδὸν μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ ναοῦ καὶ διάβασαν μὲ ἱερὸ δέος τὶς ἀφιερωματικές τους ἐπιγραφές. «Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ… (τάδε)»; Γιατὶ μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ τεκμήρια,νομίζω, ὅτι γνωρίζεται καλύτερα καὶ πιὸ σωστὰ μὲ τοὺς προκατόχους του καὶ μὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ μόχθησαν γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν ἐπίδοσιν τῆς εκκλησίας αὐτῆς: Τοῦ κέντρου παναπεῖ τῆς ἐνορίας τους. 

Ὡστόσο σὲ περιθώριο ὅλων αὐτῶν ὑπάρχει καὶ τὸ ἄλλο σημαντικὸ στοιχεῖο ποὺ μᾶς χαρίζεται ὡς θεία δωρεὰ καὶ ὑπόδειξη.Τὸ νά κοιτάξουμε κι ἐμεῖς ν’ ἀφήσουμε εὐλογημένα τεκμήρια ἀγαθῆς ἱστορικῆς μνήμης. Τὸ χρωστοῦμε στοὺς προκατόχους μας, τὸ ὀφείλουμε στὴν Ἐκκλησία ποὺ μᾶς ἀγκάλιασε, εἶναι καθῆκον μας νὰ τὸ παραδώσουμε, ὡς σκυτάλη στὸν ἑπομενο ἤ στοὺς ἑπόμενους κρίκους τῆς νοητῆς ἁλυσίδας ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸ χτές. Αὐτὸ τὸ πολύτιμο χθές, ποὺ δὲν μπορεῖ κανένας ν’ ἀπαρνηθεῖ, γιατὶ ἔτσι διαγράφει τὴν ἱστορία του, ξεριζώνεται, άλλοτριοῦται καὶ πεθαίνει, δηλαδή ἐξαφανίζεται. 

π. κ. ν. κ.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Γιώργου Λέκκα: ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΣ (νέο ποίημα)


Φανάρια, σπίτια με αυλές
και που και που συστάδες δέντρα
μια πολιτεία ανάποδα
σ’ ακύμαντα νερά.

Όμοια η ζωή μου
κατοπτρισμός μιας άλλης
που δεν μπορώ να ζήσω
παρά χαριστικά.

20.1.2020

[Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας είναι κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου.]

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΕΙΚΟΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΚΟΠΕΛΙΤΙΚΟ ΧΕΙΜΩΝΑ ἤ ΦΩΤΟ-ΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ


Στὸν Γιατρὸ κ. Κων. Σπ. Τσιώλη, ποὺ τὰ  λατρεύει αὐτά 

Σκέφτηκα νὰ παρουσιάσω κάποιες εἰκόνες ποὺ ζοῦμε τώρα, τὸ χειμώνα κυρίως, στὸ νησί μου, ὄχι γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσω, ἀλλὰ νὰ θυμηθῶ ξανὰ τὴν ἀείμνηστη συντοπίτισσά μου Γερόντισα Μαριὰμ μοναχὴ, τὴν Προδρομίτισσα,ποὺ ἔλεγε; "Ὁ  χειμώνας εἶναι καλογερικός". Καὶ πράγματι, συμμαζεύει πολὺ τὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ αὐτὸς ὁ ἔγκλειστος βίος, κυρίως ὅταν διακοπεῖ καὶ τὸ ἡλεκτρικό, γιατὶ τότε καταλαβαίνεις ὅτι ἀφήνεσαι, παραδίνεσαι πιὰ στὸ ἔλεός Του. Αὐτὸ ποὺ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς καταδιώκει «πάσας τὰ ἡμέρας τῆς ζωῆς» μας. 

Δὲν ἔχω ἄλλα νὰ προσθέσω. Ἀφήνω τὸν ἀναγνώστη νὰ δεῖ τὶς εἰκονες αὐτὲς καὶ νὰ σκεφτεῖ καλύτερα ὅτι κάπως ἔτσι εἶναι κι ἡ ζωή μας… Ἴσως καὶ χειρότερη κάποτε, ἀλλὰ πάντα ὑπάρχει  ἄλλη της ὄψη, ἐκείνη τῆς ἐλπίδας ποὺ ἀνθίζει μὲ τὸ πρῶτο τὸ κλαδὶ τῆς ἀμυγδαλιᾶς στὸ μεσοχείμωνο. 

π. κ. ν. κ.






Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Γιώργου Λέκκα: ΙΣΩΣ ΤΕΛΙΚΑ (νέο ποίημα)


Ένας λέει:
 Έχω πια πολύ περισσότερα
να θυμηθώ παρά να περιμένω.

Και άλλος αντικρούει:
 Θα ΄χω πάντα πολύ λιγότερα
να θυμηθώ παρά να περιμένω.

Ίσως τελικά η ωριμότητα
ν’ αρχίζει με την αναγνώριση
πως η ζωή αυτή δεν έχει τέλος.

18.1.2020

[Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας είναι κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου.]

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΜΝΗΜΗΣ ΣΤΑΛΑΓΜΟΙ


Θέλω νὰ πιστεύω, πὼς καμμιὰ ἄλλη ἐποχὴ δὲν ἔχει κρατήσει μέσα στὸν πυρήνα της, στὴν καρδιά της δηλαδή, τόση νοσταλγία, τόσο δέος καὶ στοχασμό, ὅσο ἡ χρονικὴ περίοδος τοῦ χειμώνα, μὲ τὶς γκρίζες μέρες του, τὶς νοτισμένες ἀπὸ ἀνεμόβροχο στέγες καὶ δρόμους, τὴ γοητεία τοῦ καπνοῦ ποὺ ἀνασαίνει τὸ τζάκι στὸ σταχτὶ ἀπόβραδο.  

Ὅμως ὅλ᾿ αὐτὰ θὰ ἦταν ἀσφαλῶς ἁπλὲς κι ἄκομψες ποιητικὲς φράσεις, πού, ὡστόσο, δὲν διακρατοῦν τὸ βέβαιο νόημα ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῶν χειμωνιάτικων βροχερῶν ἡμερῶν. Κι αὐτὸ τὸ νόημα εἶναι ἕνα καὶ μοναδικό: εἶναι τὸ εὐεργετικὸ τὸ χέρι τοῦ στοχασμοῦ ποὺ σὲ ὁδηγεῖ, πέρα ἀπὸ τὰ συμβεβηκότα τῆς θλιβερῆς καθημερινότητας, σὲ τοπία λυρικά, σὲ γέφυρες μνήμης, σὲ καιροὺς ἀθόρυβους ἀπὸ μηχανὲς καὶ στυγγνὰ κορναρίσματα. 

Σὲ φέρνει, μὲ λίγα λόγια,  σιμὰ σὲ καιροὺς καὶ ὧρες ἰδανικῆς ἡσυχίας καὶ ἡρεμίας, ὅταν, ὄντας ἔγκλειστοι ἀπὸ τὸ χιονιά, ἀκούγαμε μονάχα τὸ ἀγκομαχητὸ τῆς θάλασσας ποὺ σέρνονταν πάνω στὰ θεμέλια τοῦ νησιοῦ, τὸν ἀγέρα νὰ τρυπώνει στὰ πορτοπάραθυρα καὶ νὰ τὰ ἀναστατώνει καὶ τὴ βροχὴ νὰ σταλάζει ρυθμικὰ πάνω στὸ τσίκγο τοῦ μπαλκονιοῦ κι ὕστερα νὰ χάνεται μέσα στὸ μικρὸ ρυάκι τοῦ σοκακιοῦ.  Κι ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ νόμιζες ὅτι ἦταν μιὰ περίεργη ὀρχήστρα,  ποὺ παιάνιζε τὸ δικιά της τὴ μουσική, μουσικὴ γνώριμη ἀπὸ παλιά, μουσική ἀγαπημένη. Γιατὶ μᾶς μάζωνε ὅλους σιμὰ στὴν ἀναμμένη παραστιά, ποὺ φεγγοβολοῦσε ἀφήνοντας γύρω της τὴν εὐωδιὰ τοῦ δάσους. 

Κι ἡ ποίηση, ἐκεῖνες τὶς κορυφαῖες ὦρες γυρόφερνε μέσα στὸ σπίτι, ὅπως οἱ ἴσκιοι ποὺ ἀφηνε ἡ φωτιὰ κι ἡ φλόγα τῆς ἀναμμένης λάμπας. Ἀλλὰ τότε δὲν μπορoῦσες νὰ τ’ ἀποδικωποιήσεις ὅλ᾿ αὐτά. Ἔπρεπε νὰ περάσουν τὰ χρόνια, νὰ γεράσει τὸ κορμί, νὰ  πληρωθεῖ ἡ καρδιὰ ἀπὸ ἐμπειρίες καὶ νὰ στραγγίζουν ὕστερα, σὲ καιροὺς μοναχικοὺς,  ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ σταλάματα τὰ εὐεργετικά, ὥστε νὰ δροσίζουν τὴ ψυχή. Γιατὶ αὐτὰ τὰ βιώματα, ποὺ θὰ τὰ πάρεις μαζί σου μόλις σφαλίσεις τὰ μάτια σου, ἀπομένουν ἡ μόνη ἱκανή, ἀσύλητη καὶ καρποφόρα κληρονομιά σου. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα λίγη, ἐλάχιστη-μηδαμινὴ θὰ ἔλεγα-ἔχουν ἀξία. Ἐπειδὴ παρέρχονται τόσο γρήγορά καὶ συνάμα φορτίζουν τὸ εἶναι μὲ μέριμνες, ποὺ ἡ σημασία τους, ἅμα περάσει ὁ καιρός, ὅλο κι ἐλαττώνεται. Μονάχα οἱ στοχασμοὶ μένουν νὰ συντροφεύουν τὴν παγωμένη τὴν ὕπαρξη, καθὼς τὰ χρόνια βαραίνουν κι  ἀδυναμώνουν τὸ κορμί. 

Μέσα στὴν ὀμορφιά, τὴν ὄντως περίεργη ὀμορφιὰ τοῦ χειμώνα, λοιπόν, φυτρώνουν ξανὰ τὰ τριαντάφυλλα τῆς ἀγαθῆς τῆς Μνήμης καὶ εὐωδιάζουν τὴν ψυχὴ ποὺ ἔχει πάντα τὴν ἀναγκη τῆς ἀναπόλησης, ἀλλὰ τῆς ποίησης ποὺ όμορφαίνει και στολίζει τὸσο ὄμορφα καὶ διακριτικὰ τὴ ζωή...

π. κ. ν. κ. Γενάρης τοῦ 2020

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

π. Γεωργίου Λέκκα: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 2020 (νέο ποίημα)


Στον Πρώτο της Ρωμιοσύνης
Τον Οικουμενικό Πατριάρχη
Κύριο Βαρθολομαίο

Αιώνες τώρα βρέχει στην Πόλη
κι ακόμα δεν λέει να καθαρίσει το αίμα.
Αναπηδά παντού κόκκινο αίμα, αθώων αίμα
εξ ορισμού καταδικασμένων για να πεθάνουν –
μόνιμοι κάτοικοι της Χώρας των Ζώντων.

10.1.2020

[Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας είναι κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου]

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΑΛΗΘΕΙΑ, ΠΟΙΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΕΣ;


Στὶς θαυμάσιες καὶ πολὺ ζωντανὲς ἴσαμε σήμερα «Εἰκόνες» του ὁ Σκιαθίτης λόγιος Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης μᾶς διασώζει τὸν γνήσια παραδοσιακὸ τρόπο τῶν εἰσοδίων τοῦ Νέου Χρόνου στὸν τόπο του, στὴ γείτονα δηλαδή, Σκιάθο, κάτι ποὺ στὶς μέρες μας πάει νὰ ξεχαστεῖ -ἄν δὲν ἔχει, δηλαδή, συμβεῖ κι αὐτό. 

Ὡστόσο, παράλληλα μὲ τὶς νοσταλγικὲς ἐκεῖνες Εἰκόνες καλὸ εἶναι νὰ θυμηθοῦμε καὶ κάποιες ἄλλες, λίγο νεώτερες, ἀσφαλῶς, ἀπὸ τὶς προηγούμενες, ἀλλὰ τόσο ἐντυπωσιακές, ἰδιαίτερα σήμερα,  ποὺ ἔχουμε χάσει τὸ νόημα τῆς Γιορτῆς καὶ παλινωδοῦμε, ἀντιγράφοντας ξένες συνταγὲς, ἀγνωστες καὶ ἀταίριαστες μὲ τὴ δικιά μας παράδοση. Κι ὅπως καταλαβαίνει ὁ καθένας, ὁ λόγος γίνεται γιὰ τὶς νέες συνήθειες τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα κι ἐδῶ στὸ νησί μας, ποὺ θέλοντας καὶ μὴ «περιμένουν» τὸ Νέο Χρόνο,  μόλις τὸ πεῖ ἡ τηλεόραση ἤ τὸ ραδιόφωνο γύρω στὶς δώδεκα τὰ μεσάνυχτα. Κι αὐτὸ, ὄχι χωρὶς τὸ ἀπαραίτητο «ἑορταστικὸ» πρόγραμμα, τὸ ὁποῖο διακόπτεται πρὸς χάριν τῆς «εἰδήσεως» τῆς ἐλεύσεως τοῦ Νέου Χρόνου. Μάλιστα, στὶς μεγάλες πόλεις ἔχει καθιερωθεῖ νὰ πηγαίνουν, ὅσοι ἀσφαλῶς τὸ ἐπιθυμοῦν,  σὲ νυκτερινὲς ἱερὲς ἀκολουθίες ποὺ τελοῦνται σὲ κάποιους ναούς, ὥστε ἡ ὑποδοχὴ τοῦ Νέου Ἐνιαυτοῦ νὰ τοὺς βρεῖ στὸ ναὸ προσευχομένους. 

Κι ὅμως γιὰ μᾶς τοὺς παλιότερους, ποὺ ἔχουμε κάποια ἡλικία καὶ συνάμα ἔχουμε ζήσει σὲ ἄλλες ἐποχὲς καὶ χρόνους κι ἔχουμε βιώσει καταστάσεις ἁπλότητας καὶ παραδοσιακῶν ἀρχῶν, ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ παραπάνω μᾶς φαίνονται παράξενα κι ἄνοστα. Γιατὶ δὲν ἔχουν μέσα τους τὴν ὀμορφιὰ ἐκείνων τῶν γιορτῶν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ποὺ τὸν διαλαλοῦσαν τὰ παιδιὰ ἀποβραδίς μὲ τὴν «Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά» καὶ βίωναν τὴν ἔλευσή του, μαζὶ μὲ κείνη τοῦ Νέου Χρόνου, δηλαδή,  τὸ πρωΐ, στὴν ἐκκλησιά, ὅπου εὔχονταν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, «Χρόνια πολλά, καλὴ χρονιά». 

Στὶς μέρες μας δυστυχῶς τὰ πραγματα ἄλλαξαν πολύ. Καὶ μάλιστα, ὄχι μονάχα ἄλλαξαν, ἀλλὰ καὶ μπερδεύτηκαν τόσο, ποὺ τελικὰ δὲν ξέρεις πότε ἔρχεται αὐτὸς ὁ «Ἁη Βασίλης»: Τὰ Χριστούγεννα ἤ στὴ γιορτή του, ποὺ συμπίπτει μὲ τὴν Πρωτοχρονιά. Γιατί, γιὰ ἐμπορικοὺς καθαρὰ λόγους «φέρνουν» τὸν «Ἁη-Βασίλη»1 παραμονὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα τόσο παραλλαγμένο, ποὺ ὄντως μᾶς ξενίζει πολὺ ἐμᾶς τοὺς παλιοτερους. Δὲ μιλῶ ἐδῶ γιὰ καμινάδες, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἰσέρχεται κι ἀφήνει τὰ δῶρα του κ. ἄ. ἀκόμη. Ἀναφέρομαι καθαρὰ καὶ ξεκάθαρα σὲ δὺο ζητήματα, τὰ ὁποῖα τείνουν -ἄν δὲν ἔχουν γίνει δηλαδή- νὰ γίνουν ἔθιμά μας. Κι ἄς εἶναι (κακο)ἀντιγραμμένα ἀπ’ ἀλλοῦ. Κι αὐτὰ εἶναι ὁ ψεύτικος «Ἁη-Βασίλης» κι ἡ λανθασμένη ἡμέρα τῆς ἐλεύσεώς του. Φυσικὰ, λίγοι τὸ καταλαβαίνουν αὐτό.  Καὶ τὸ χειρότερο, δὲν εἰσακούονται ὅσα κι ἄν ποῦν. Γιατὶ, ἄν ἐξετάσουμε τὰ πράγματα σωστὰ καὶ ὄμορφα, τότε θὰ δοῦμε ὅτι ἔχουμε μιὰ λαμπρὴ παράδοση μὲ χίλια δυὸ στολίδια ὡραίσμένη, ποὺ ἔχει-αἰῶνες τώρα-τοποθετήσει τὰ πράγματα πολὺ σωστά. Βάζοντας τὸ καθένα στὴ θέση ποὺ τοῦ πρέπει. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. 

Ἀλήθεια, ποιοὶ θὰ τὸ προσέξουν καὶ ποιοὶ θ᾿ ἀντισταθοῦν σὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀλλοιώνουν τὶς παραδόσεις μας καὶ ὑποτιμοῦν τὴν πίστη τῶν προγόνων μας;  

π. κ. ν. κ.    

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Ο ΤΑΠΕΙΝΟΣ Ο ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ


Ὅσο μεγαλώνει ὁ ἄνθρωπος τόσο  ὁ χρόνος  ποὺ σωρεύεται μέσα του τοῦ χαρίζει ἕνα πλῆθος ἀπὸ  ἐμπειρίες. μπειρίες,  ἀπὸ τὶς ὁποῖες,  κάποιες  κι ἀπομένουν ἀλησμόνητες καὶ χλωρὲς στὴν ψυχή του. Γιατὶ διακρατοῦν μιὰν ἱερότητα κι ἕνα δέος μοναδικό. Τότε, λοιπόν, νοιώθει πὼς μερικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς  στιγμὲς ποὺ ἔζησε στὸ παρελθόν του, ὅλο καὶ ἀποκτοῦν μεγάλη αξία, καθὼς μεταβάλλονται σὲ  πολύτιμα κοσμήματα, ἀκριβὰ κοσμήματα καὶ μὲ συναισθηματικὴ ἀξία φορτωμένα.

Ἔτσι, ἀπὸ τὶς πιὸ κορυφαῖες στιγμές τοῦ χθές ποὺ δύσκολα λησμονιοῦνται, εἶναι κι ἐκεῖνες τῶν παιδικῶν του χρόνων καὶ μάλιστα αὐτὲς ποὺ συνδέονται μὲ τὴν τρυφερὴ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Γιατὶ, τότε ὅλα ὅσα ζεῖ κανείς,  πασπαλίζονται μὲ τὴ χρυσόσκονη τῆς Νοσταλγίας καὶ  τῆς Συγκίνησης. Ἔστω κι ἄν σήμερα ἔχει ἀμβλυνθεῖ ἡ συνείδηση καὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τῆς κατανάλωσης καὶ τῆς λατρείας τῆς εἰκόνας του, δὲ συγκινεῖται πιά, μήτε κι ἀγναντεύει ἀπὸ τὸ χαγιάτι τοῦ Χρόνου νὰ ξαναδεῖ περιούσιες στιγμὲς ποὺ στήνονται,  ὡς ἄλλοι ὁδοδεῖχτες,  μέσα στὴν ὄλη του βιοπορεία. Τὸ γιατὶ εἶναι εὔκολο νὰ ἐπισημανθεῖ... 

Δικαιώνω, λοιπόν, ἀπόλυτα τοὺς λογίους γείτονές μου, τοὺς δύο Ἀλέξανδρους τῆς φίλης Σκιάθου, ποὺ τέτοιες μέρες ἡ Νοσταλγία κι ἡ εὐαιασθησία λειτουργοῦσαν τόσο παραστατικά, ὥστε νὰ μᾶς παρουσιάσουν ἀνεπανάληπτες εἰκόνες ἀπὸ μιὰν ἐποχή χαρισματική (π.χ. βλ. τὶς κορυφαῖες «Εἰκόνες» τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη). Γιατὶ μέσα τους διακρίνεται ἡ ἁπλότητα, ἡ σοφία καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς ἐκείνων  τῶν ἀνθρώπων.  

Κάποιες εἰκόνες ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὰ τρυφερὰ ἐκεῖνα  τὰ χρόνια θὰ προσπαθήσω κι ἐγὼ νὰ ἰχνογραφήσω, ἔτσι, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε, ἐμεῖς, οἱ ὅσοι πιστοὶ ἀπομείναμε νὰ ἀγναντεύουμε ἀπὸ τὸ παραθυρο τῆς Νοσταλγίας καὶ νὰ θυμόμαστε...

Ἀπὸ τὶς πλέον ἀλησμόνητες στιγμὲς ποὺ ζήσαμε, λοιπόν, τότε ποὺ πηγαίναμε στὰ σπίτια τὸ ἀπόβαραδο τῆς Παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων γιὰ τὰ Κάλαντα ἦταν κι οἱ εἰκόνες μὲ τὶς ἀναμμένες παραστιές, ποὺ φεγγοβολοῦσαν σ᾿ ὅλο τὸ μικρὸ τὸ δωματιο, ἀφήνοντας μιὰ λάμψη χρυσαφένια, ζωντανή, παραμυθητική. Ἐντύπωση, μάλιστα,  προκαλοῦσαν πολλὰ ἀπὸ ὑπέροχα ἐκεῖνα τζακια τῶν παλιῶν Κληματιανῶν σπιτιῶν, ὅμως ἐκείνη ἡ παραστιὰ τοῦ σπιτιοῦ τοῦ μπαρμπα Βαγγέλη τοῦ Καραστάθη στὸ Κατω Χωριό,  εἶχε μιὰ ἄλλη χάρη κι ὁμορφιά.. Γιατὶ τὸ δωματιο ἦταν χωμένο μέσα στὴ γῆς, σὰν μιὰ σπηλιά, μὲ ἕνα παράθυρο νὰ κοιτᾶ κατὰ τὸ πέλαγο καὶ τὶς φραγκοσυκιὲς ποὺ εἶχαν φυτώσει παρακάτω. Πόση θαλπωρή, στ᾿ ἀλήθεια, ἀκτινοβολοῦσε  ἐκεῖνο τὸ λιτὸ δωμάτιο.

Σιμὰ στὸν γραφικὸ Τσιτσίραφλο ἦταν τὸ σπίτι αὐτό, δυτικὰ τῆς μικρῆς πλατείας. Γιὰ νὰ πᾶς ὅμως κάτω, ἐκεῖ, δηλαδή,  ποὺ ἦταν ἡ παραστιὰ,  ἔπρεπε νὰ κατεβεῖς δυό-τρία σκαλοπάτια - πάντα λευκά, φρεσκοασβεστωμένα. Ὅπως σχεδὸν καταλευκη ἦταν κι ἡ παραστιά, ὅπου δίπλα της ξεκουραζονταν ὁ μπάρμπα Βαγγέλης. 

Ἦταν τὸ δεύτερο ἤ τὸ τρίτο σπίτι ποὺ πηγαίναμε νὰ «τὰ ποῦμε» - πρῶτο ἦταν πάντα τοῦ μπάρμπα-Κωνστανῆ τοῦ Τρακόσα σιμὰ στὴν ἐκκλησιά. Ὅμως ἡ ἐπισκεψη σὲ κείνη τὴν περιοχὴ εἶχε καὶ τὸ ἄλλο της κέρδος. Ἐκέινη τὴν πανοραμικὴ θέα ἀπὸ τὸν Τσιτσίραφλο κατὰ τὸ Λουτράκι, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ Γλώσσα παραπάνω, ἤ κι ἀντίκρυ πρὸς  τὴ Σκιάθο, ποὺ βούλιαζε μέσα στὰ θεϊκὰ τὰ  χρώματα τοῦ δειλινοῦ. 

Ἀκόμα ἐκεῖνο ποὺ ἐντυπωσίαζε τὶς παιδικές μας ψυχὲς ἦταν τὸ κρέας, τὸ ἑόρτιο ἔδεσμα, ποὺ ἄν δὲν ἔβραζε στὴν παραστιά, ἦταν κρεμασμένο στὸ καρφί, ψηλὰ στὴν παραταρια, σὲ μέρος δροσερό, ὄχι στὸ χειμωνιάτικο. Λιγοστὸ ἦταν πάντα, γιατὶ φτωχοὶ ἦταν οἱ περισσότεροι καὶ τέτοια ἐπίσημα φαγητὰ μονάχα στὶς γιορτάδες τρώγανε καὶ κάποιες λιγοστὲς Κυριακὲς ὅλο τὸ χρόνο. 

Συνήθως στὰ περισσότερα τὰ σπίτια ὑπῆρχαν καὶ τὰ λεγόμενα «ἀγριουμιρνά», τὰ πουλιὰ δηλαδή,  ποὺ πιάνανε μὲ παγίδες, ὅπως κοσύφια ἤ καὶ καμμιὰ μπεκατσα. Αὐτά, λοιπόν, ποὺ  συμπλήρωναν τὸ γεῦμα ἤ τὸ δεῖπνο τὸ γιορταστικό, ἀπὸ τὴ Σαρακοστὴ τῶν Χριστουγέννων, τὸ Σαρανταήμερο, δηλαδή, λόγω τῆς νηστείας,  τὰ ἀλάτιζαν καὶ τὰ τρώγανε σὲ πρώτη εὐκαιρία.  

Καθὼς ἀνεβαίναμε τώρα,  γιὰ νὰ πᾶμε στὸ σπίτι τοῦ μπαρμπα-Γιωργάκη, περνούσαμε ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς θειᾶς-Μαριγούλας, ποὺ εἶχε μιὰ ἰδιαίτερη ὄψη, ἀφοῦ ἦταν ἀπὸ τὰ καινούρια σπίτια τοῦ Κατω Χωριοῦ. Ἐντύπωση, μάλιστα, μᾶς ἔκανε ἡ μεγαλη παραστιὰ ποὺ ἦταν φρεσκοβαμμένη μὲ διάφορα χρώματα καὶ ἔδινε στὸ σπίτι μιὰ νότα γιορταστικῆς αἰσιοδοξίας καὶ θαλπωρῆς. Καὶ σιμὰ ἐκεῖ ὁ καλὸς ὁ μπάρμπα-Γιάννης, ἀπὸ τοὺς καλύτερους καμινάδες τοῦ χωριοῦ. Κι ἀπὸ κεῖ τραβούσαμε γιὰ τὸ σπίτι τοῦ Γερο Ζησιμή, μὲ παγωμένη πάντα τὴν ψυχή, γιατὶ ἦταν στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, στὸ δρόμο γιὰ τὴν Πλατάνα κι ὅταν ἄρχιζε νὰ σκοτεινιάζει, ὅλο καὶ πιὸ βιαστικὰ πηγαίναμε... Γιατὶ μὴν τὸ ξεχνᾶμε πὼς ἦταν κι ἡ ἐποχὴ ποὺ ἐλεύθερα κυκλοφοροῦσαν τὰ καλλικατζούρια!! 
  
Μιὰ ἄλλη εἰκόνα ποὺ δὲ φεύγει ἀπὸ τὸ νοῦ εἶναι κι ἐκείνη τῆς καλιάγριας, ποὺ καθὼς ἀποτελειωνε τὸ τριμμένο στάμα καὶ ἔβγαζε τὸ στερνὸ τὸ λάδι ἐκείνης τῆς μέρας, κι ἑτοιμαζονταν νὰ κλείσει γιὰ τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ξανανοίξει μετὰ τῆς Παναγίας. 

Καθώς περνούσαμε, λοιπόν, ἀπέξω ἀπὸ τὴν καλιάγρια σὲ ὥρα ἀπόβραδη, γιὰ νά πᾶμε Ἀποπέρα, κοιτάζαμε μὲ ἀπορία νὰ ἀχνοφέγγει τὸ ἐσωτερικό της ἀπὸ τὸν ἰσχνὸ φωτισμό καὶ νὰ χωνεύουν ὅλα ἐκεῖ μέσα, ἄνθρωποι καὶ ἐργαλεῖα στὴ χρυσόμαυρη καπνιά, ποὺ ἀναδινε ὁ καμμένος πυρήνας, ἀλλὰ κι ὁ θερμὸς ποὺ ἔβραζε στὴν παραστιὰ, ἤ ἔλουζε τὰ τσουπιὰ πάνω στὴ μηχανή. Κι ἔβλεπες ὅλους έκείνους τοὺς λαδωμένους καλιαγρατζῆδες νὰ βιάζονται νὰ συμμαζἐψουν τὰ πράματα, ὥστε νὰ πᾶνε στὰ σπίτια τους -χρονιάρα μέρα ξημέρωνε, βλέπεις- νά ξαποστάσουν καὶ νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησιά. Νὰ γιορτάσουν τοῦ Χριστοῦ μὲ σεβασμὸ καὶ συνάμα εὐφροσύνη. 

Ἄλλη ἀλησμόνητη εἰκόνα ἦταν κι αὐτή.  Ὅταν, δηλαδή,  νύχτα πιὰ πηγάιναμε κατὰ τὸν Πεῦκο νὰ τὰ ποῦμε στὰ σπίτια ποὺ ἦταν ἐκεῖ γύρω. Καὶ λέω ὅτι ἀλησμόνητη ἦταν ἡ εἰκονα ποὺ βλέπαμε, γιατι ἀγαναντεύαμε τὰ χλωμά φωτισμένα σπίτια τοῦ χωριοῦ μας, ἀντίθετα μὲ τὴν ἀντικρυνὴ τὴ Γλώσσα ποὺ μὲ ζωηρὰ φῶτα -εἶχε βλέπεις ἠλεκτρισμὸ τὸ χωριὸ τότε- φάνταζε γιορταστική, πανέμορφη. 

Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ μάγευε τὴν παιδικὴ ψυχὴ ἦταν ἐκείνη ἡ ἡσυχία τῆς νύχτας, ποὺ κάποιες στιγμὲς τὴν ἔκοβε ὁ ἀργὸς παφλασμὸς ἀπὸ τὰ κύματα κάτω στοῦ «Κώστα» ἤ στὰ «Σπάσματα» καὶ τὴ «Δάφνη». Θύμιζε, λοιπόν, αὐτὴ ἡ θαλασσοταραχὴ τὸ Χριστουγεννιάτικο διήγημα ποὺ εἴχαμε διδαχτεῖ  καὶ μᾶς εἶχε ἐντυπωσιασει τόσο: Ἦταν τὸ διήγημα  «Φουρτουνιασμένη θάλασσα» τοῦ Γεράσιμου Ἄννινου καὶ βρίσκεται στὸ Ἀναγνωστικὸ τῆς Δ΄ Δημοτικοῦ (ἔκδ. 1959, σελ.75-78). Ἕνα γνήσιο Χριστουγεννιάτικο  διήγημα μὲ σημασία μεγαλη καὶ πολλαπλὰ μηνύματα, ποὺ μέχρι σήμερα κεντοῦν τὸν ψυχισμό μας. 

Δὲ θέλω νὰ κλείσω αὐτὸ τὸ γραφτό μου δίχως νὰ παρουσιάσω μιὰ ἀκόμα τελευταία εἰκόνα:  Ἐκείνη τοῦ βαθέως Ὄρθρου,  ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα, ποὺ ἀνεβαίναμε γιὰ τὴν ἐκκλησιά -ἄρχιζε τότε ἡ Ἀκολουθία γύρω στὶς 3 τὸ πρωΐ- κρατώντας οἱ περισσότεροι φανάρια κὰι κάποιοι τὰ λεγόμενα «λάϊτ» μὲ μπαταρία. Πάντως ἐκεῖνο τὸ σεργιάνι μέσα στὴ νυχτα μὲ τὰ σκόρπια φῶτα νὰ κινοῦνται κατω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ψιχάλιζε ἀστέρια, ἦταν ένα θέαμα ἀλησμόνητο, μοναδικό, ἀξεπέραστο. Καὶ πάντα αὐτὴ ἡ σκηνὴ δένεται μέσα μου μὲ τὸ βιβλικό «Διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεέμ, καὶ ἴδωμεν τὸ ῥῆμα τοῦτο τὸ γεγονὸς ὃ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν.»( Λκ. 2, 17- 18).

Στ᾿ ἀλήθεια πῶς μπορεῖ κανένας νὰ μὴν τὰ θυμηθεῖ ὅλ᾿ αὐτὰ, μέρες ποὺ ἔρχονται,   καὶ συνάμα νὰ μὴν προβληματιστεῖ,  ποὺ τὰ νέα τὰ παιδιὰ δὲ θὰ ζήσουν ποτέ τους εἰκόνες σὰν αὐτές. Εἰκόνες σφραγισμένες μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ... Στιγμὲς ὄντως πάντερπνες, στιγμὲς εὐλογημένες. 

Κλείνοντας αὐτὴν τὴν περιήγηση, νοιώθω, πὼς ἡ τιμὴ ποὺ μυστικὰ μοῦ δόθηκε, ὥστε νὰ καταγράψω κάποες τέτοιες εἰκόνες, λησμονημένες σήμερα, εἶναι ἀναμφίβολα μιὰ μεγάλη ὑποχρέωση ποὺ ἔχω ἀπέναντι σὲ πρόσωπα ἱερὰ καὶ ἀγαπημένα, ποὺ ἔχουν ἀναχωρήσει πιά, χρόνια τώρα ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Ἀναρωτιέμαι, μάλιστα, ὅτι μπορεῖ νὰ εἶμαι ὁ μόνος ποὺ ψάχνει τὶς μνῆμες του μὲ μιὰν εὐαιασθησία περίεργη - ὄχι νοσηρή, τὸ ἐννοῶ αὐτό. Κι αὐτὸ γίνεται, ἐπειδὴ πιστεύω πὼς πρέπει νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν ἀφάνεια γεγονότα καὶ πρόσωπα, θαμμένα μέχρι σήμερα στὴ λήθη καὶ στὴν ἀδιαφορία -δὲ χρησιμοποιῶ τὴ λέξη περιφρόνηση, γιατὶ δὲν  μοῦ ἀρέσει νὰ τὴν υἱοθετήσω. Θὰ ἦταν ἱεροσυλία αὐτὸ, ἄλλωστε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάθε χρόνο πασχίζω ν᾿ ἀνασέρνω ἀπὸ τὰ βαθειὰ ἐρμάρια τῆς ψυχῆς μου ὅ, τι θυμᾶμαι, μέχρι νἄρθει ἡ ὥρα νὰ σωπάσω. Φυσικὰ ὅλα ὅσα γράφω δὲν ἔχουν τὸ χαρακτήρα τῆς αὐτοπροβολῆς, ἀλλὰ τῆς διάσωσης, γιατὶ μαζὶ μὲ τὰ γεγονότα  βγαίνουν  στὸν ἀπανω κόσμο κὰι τὰ πρόσωπα ποὺ μνημονεύονται. Κι αὐτό, ὄχι τυχαῖα....-

π.κ. ν. κ. Χριστούγεννα 2017/2019

Related Posts with Thumbnails