© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Κ. Γ. Καρυωτάκης: ΕΙΣ ΑΝΔΡΕΑΝ ΚΑΛΒΟΝ (ποίημα)

[Ἀπὸ Ἅπαντα τὰ Εὑρισκόμενα. Φιλολογικὴ Ἐπιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Ἔκδ. ΕΡΜΗΣ, Ἀθήνα 2004]


Ὦ μεγάλε Ζακύνθιε, 
τῶν ᾠδῶν σου τὰ μέτρα, 
ὑψηλά, σοβαρά,
τοὺς ἀγῶνες ἐκάλυπτον 
ἐκτεταμένους.

Τῆς δουλείας τὰ βάρβαρα 
σκοτάδια κατεξέσχισεν, 
ὅταν ἐγράφη πύρινος, 
ἡ ἀστραπὴ τῶν ὅπλων 
(καὶ ἡ ἀρετή σου).

Ὡς ἥλιος, ἀναβὰν 
τὸν Ὄλυμπον, ἐστάθη 
πάνω εἰς γυμνὰ χωράφια,
εἰς ἀνθισμένα ἐρείπια, 
γνώριμον κλέος.

Ἀλλὰ τὸ θεῖον ἔναυσμα 
ἡ φωνή σου δὲν εἶναι 
τώρα πλέον. Μᾶς ἔρχεται 
μακρινὸς καὶ παράταιρος 
ἦχος τυμπάνου.

Ὁλόκληρος αἰών, 
χείμαρρος, τὴν Ἑλλάδα, 
ταραγμένος, ἐσάρωσεν 
ἀπὸ τὰ ἰδανικά σου, 
τὴν οἰκουμένην.

Κράτει λοιπόν, ὦ γέροντα, 
τὴν ἐπιτύμβιον πλάκα. 
Τὸ πεπαλαιωμένον σου 
τραγούδι κράτει. Φύγε, 
παραίτησόν μας.

Ἤ, ἂν προτιμᾶς, ἐξύμνησον, 
ἀντὶς γεγυμνωμένων 
ξιφῶν, ὅσα μαστίγια 
πρὸς θρίαμβον ἐπισείονται 
τῶν καφενείων.

Ἵππους δὲν ἐπιβαίνουσι, 
ἀμὴ τὴν ἐξουσίαν 
καὶ τοῦ λαοῦ τὸν τράχηλον, 
ἰδού, μάχονται οἱ ἥρωες 
μέσα εἰς τὰ ντάνσιγκ.

Τὶς δάφνες τοῦ Σαγγάριου 
ἡ Ἐλευθερία φορέσασα, 
γοργὰ ἀπὸ μίαν χεῖρα 
σ' ἄλλην περνᾶ καὶ σύρεται, 
δούλη στρατῶνος.

Καθώς, ὅταν τὴν εὔκολον 
λείαν ἀποκομίσει, 
φεύγει, διστάζει, κι ἔπειτα 
σὲ μιὰ γραμμὴν ἑλίσσεται 
πλῆθος μυρμήγκων,

μεγάλα προπορεύονται 
ἔντομα, μέγα φέροντα 
βάρος, ἀκολουθοῦσι, 
μὲ φορτίο ἐλαφρότερο, 
μικρότερα ἄλλα,

καὶ δὲ βλέπουν στὸ πλάγι τους 
τὸ παιδάκι ποὺ στέκει 
νὰ γελᾶ τὸν ἀγῶνα των, 
καὶ δὲ βλέπουν ὅτι ὕψωσε 
τώρα τὸ πέλμα —

οὕτω τὴν χώραν νέμεται 
ἡ στρατιὰ τῆς ἥττης, 
τοῦ λαοῦ τὴν ἀπόφασιν, 
ἄτεγκτον, φοβεράν, 
περιφρονοῦσα.

Ἀλλὰ τί λέγω; Θρήνησε, 
θρήνησε τὴν πατρίδα, 
νεκρὰν ὅπου σκυλεύουν 
ἀλλοφρονοῦντα τέκνα της, 
ὦ Ἀνδρέα Κάλβε.

Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχὴν ἔχουν αἱ μᾶζαι,
ἰδιοτελῆ καρδίαν,
καὶ παρειὰν ἀναίσθητον
εἰς τοὺς κολάφους.

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Επιλογές από τον Οδυσσέα Ελύτη, αντίδοτα στην περιτρέχουσα βωμολοχία


Σταχυολόγηση: ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Για σήμερα και για πάντα. Αρκετά λατρέψαμε τη βωμολοχία. Ας πούμε και κάτι υπέρ της καθαρότητας, Υπέρ ευκρασίας και σύμπαντος κόσμου ή/ Προπαντός Υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει.

Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς / Πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το χέρι / Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι / Κι είναι ανάγκη να μείνω απ’ τους απέξω…
Έχω κάτι να πω διάφανο κι ακατάλυτο / Σαν κελαηδητό σε ώρα πολέμου…

Στον πιο βρεμένο βράχο της … προσμένει ένα καράβι…
Στων ωραίων γυναικών τα χέρια / Τα δυνατά λουλούδια με τον ήλιο μέσα τους

Παρακαλώ προσέξτε τα χείλη μου: απ’ αυτά εξαρτάται ο κόσμος

Μ’ ένα κύμα καραϊβικής στο πτυχωτό κορμί σου /
με βαριές γαλάζιες χάντρες της οδού Πανδρόσου γύρω στο λαιμό σου…

Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι - / Όλα της αγκαλιάς τα ιερά και του όρκου /
Τίποτα τίποτα δεν πήε χαμένο…

Επειδή και ο Αφανής παρών αισθάνομαι πως είναι / Ο μόνος που τον ονομάζω Πρίγκιπα…

Περαστικός ένας μικρός Ιούλιος μοίραζε / Νόμους: ο καθείς και η λυγαριά του διαλαλούσε…

Να πίνεται απ’ το αίνιγμα της αγκαλιάς σου …

Το άγγιγμα του κορμιού είναι κι αυτό βαθύ…
Αυτός ο κήπος δεν έχει τέλος…

Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά…

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Κώστας Ουράνης: ΠΡΩΙ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

[Ἀπὸ τὸ: «Ταξίδια: Ἑλλάδα» ἔκδ. Ἑστία, 1949]


Πρωΐ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Θεῖο ἀνοιξιάτικο πρωΐ!... 
Ἡ νυχτερινὴ ὑπνοβατικὴ καὶ μυστηριώδης ἀτμόσφαιρα τῆς μονῆς τῆς Λαύρας ἔχει διαλυθεῖ σὰν καταχνιά. Ὅλα εἶναι φῶς, εἰρήνη καὶ καλωσύνη. Ἀκύμαντο, κατάχρυσο κι ἀτέρμονο, κάτω ἀπ’ τὰ πόδια μας, τὸ Αἰγαῖο. Καταπράσινες, γελαστὲς καὶ κατάστικτες ἀγριολούλουδα οἱ πλαγιές. Βαθὺς καὶ καταγάλανος ὁ οὐρανός. Κανεὶς ἦχος ζωῆς δὲν ταράζει τὴ μαγεμένη σιγή. Δὲν ἀκούεται ἐδῶ οὔτε τρουγκάνι προβάτου, οὔτε κὰν ἡ διάτορη κραυγὴ τοῦ πετεινοῦ. Ἡ γαλήνη ἔχει κάτι τὸ ἐξώκοσμο. Ὁ γλυκὸς πρωϊνὸς ἀέρας δὲ φέρνει ὡς τὸν πανοπτικὸ ἐξώστη τοῦ ξενῶνα μας παρὰ ἀρώματα μόνο...΄ 

Ποτισμένο φῶς, τὸ μεγάλο αἰωνόβιο μοναστήρι προσθέτει στὴ γενικὴ εἰρήνη καὶ τὴ δική του. Οἱ περισσότεροι μοναχοί, κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ὁλονυχτία στὴν ἐκκλησία, θὰ κοιμοῦνται ἀκόμα. Δυό-τρεῖς μόνο μαῦρες σιλουέτες, ἀκίνητες σὰν κουρνιασμένα κοράκια στὰ ξύλινα μπαλκόνια τους, τὰ κρεμασμένα ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς μονῆς, κοιτᾶν τὸ φωτεινὸ ὄνειρο τοῦ πελάγου. 

Φῶς καὶ εἰρήνη. Ἡ ἀπέραντη ἐσωτερικὴ αὐλή τῆς μονῆς εἶναι ἐντελῶς ἔρημη. Ἔρημη σὰν τὴν ἔρημο. Οἱ πλάκες της γυαλίζουν στὸν ἥλιο, κι ἀνάμεσά τους ἔχουν φυτρώσει χορτάρια. Δὲ βλέπει κανεὶς οὔτε μιὰ γάτα νὰ τεντώνεται ρᾴθυμα μέσα στὸ φῶς, οὔτε ἕνα πουλὶ ποὺ νὰ σπαθίζει τὸ φῶς μὲ τὸ γοργό του ἴσκιο. Στὸ κέντρο τῆς αὐλῆς, ἡ μικρὴ βυζαντινὴ ἐκκλησία μὲ τοὺς κατακόκκινους τοίχους καὶ τοὺς μολυβένιους τρούλους εἶναι κλειστὴ καὶ κοιμισμένη. Στὴ Φιάλη –τὸ μικρὸ ὀκτάγωνο κτίσμα μὲ τοὺς λευκοὺς κίονες καὶ τὴ μαρμάρινη στὴ μέση δεξαμενή, ὅπου ἁγιάζονται τὰ νερὰ τῶν Ἐπιφανίων- δὲν ἀκούγεται ὁ παραμικρότερος ψίθυρος τρεχούμενου νεροῦ. Ἀκίνητες κ’ οἱ κορφὲς τῶν δύο πανύψηλων κυπαρισσιῶν ποὺ φύτεψε, πρὶν χίλια χρόνια, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ ἱδρυτὴς τῆς μονῆς. 

Καὶ ὅμως, καμιὰ μελαγχολία σ' αὐτὴ τὴν ἀταραξία τῶν πάντων. Στὶς μολυβένιες σκεπὲς τῶν γέρικων ἐξαρτημάτων τῆς μονῆς ὁ καιρὸς ἔχει ἐναποθέσει κατάχρυση πατίνα• τὰ σαθρὰ ξύλινα μπαλκόνια τῶν κελλιῶν, ποὺ στηρίζονται μὲ πατάρια στὰ τείχη καὶ φαντάζουν σὰν περιστεριῶνες, ἔχουν γλάστρες μὲ λουλούδια καὶ πράσινα φεστόνια κληματαριᾶς• ἀπ' τὴν ταράτσα τοῦ ξενῶνα κρέμονται τὰ διακοσμητικὰ μὼβ τσαμπιὰ τῶν σαλκιμιῶν• οἱ μισοσβησμένες βυζαντινὲς τοιχογραφίες στὴν πρόσοψη τῆς ἀρχαίας Τράπεζας, ὅπου συνέτρωγαν, ἄλλους αἰῶνες, οἱ μοναχοί, συνθέτουν μπουκέτα ζωηρῶν πρόσχαρων χρωμάτων. Τίποτα δὲν ἀναδίνει τὴ θλίψη ἐκείνη ἀπ' τὰ γέρικα πράματα ποὺ τὰ ἀποσυνθέτει ὅλο καὶ περισσότερο ὁ καιρός. Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ πέτρινοι τάφοι τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν ἐπισκόπων περασμένων ἐποχῶν, ποὺ εἶναι σὲ μιὰν ἄκρη τῆς αὐλῆς κάτω ἀπὸ μικρὲς καμάρες, κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ τάφοι δὲ γεννοῦν σκέψεις θανάτου. Ἡ εἰρήνη ποὺ περίλουζε, μαζὶ μὲ τὸ φῶς, τὰ πάντα, εἴταν ἐκείνη πού, ξεπερνώντας τὸ θάνατο, σμίγει μὲ τὴν αἰωνιότητα... 

Ὅλες τὶς ὧρες ποὺ περάσαμε στὴ Λαύρα, εἴταν ἡ ἴδια εἰρήνη κ’ ἡ ἴδια σιωπή. Κάποτε-κάποτε βλέπαμε ἕνα μοναχὸ πού 'βγαινε νὰ καθήσει στὸν περιστεριῶνα του ἤ ἕναν ἄλλο ποὺ περνοῦσε ἀργὰ κι ἀθόρυβα τὴν ἀπέραντη χορταριασμένη αὐλή. Ἀλλὰ εἴταν σὰ νὰ μὴν εἶχαν ἀντιληφθεῖ τὴν παρουσία μας - ἤ σὰ νὰ μὴν ἐνδιαφέρονταν γι' αὐτήν. Κανεὶς δέ μᾶς πλησίασε νὰ μᾶς μιλήσει, νὰ μᾶς ρωτήσει γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωή. Δὲν εἴταν ὁ κανονισμὸς ποὺ τοὺς ὑποχρέωνε—ὅπως στὰ μοναστήρια τῶν λευκῶν Βενεδικτίνων, ὅπου σ' ὅλους τοὺς τοίχους, σ' ὅλες τὶς πόρτες, παντοῦ, εἶναι γραμμένη μὲ μεγάλα μαῦρα γράμματα ἡ ἐπιταγή: Silentio! Σιωπή!... Ἀλλὰ θά 'ταν, φαντάζομαι, ἡ ἀπόλυτη πιὰ ἀδιαφορία γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει ἀπὸ χρόνια καὶ χρόνια κ' εἶχαν κόψει μαζί του κάθε δεσμό. Ζώντας σ’ ἕνα στενὸ κύκλο παμπάλαιων θρησκευτικῶν τύπων, μὲ ἀποκλειστικὴ ἀπασχόληση τὰ εἰρηνικὰ ἔργα τῆς γῆς, μὲ μόνο θέαμα τὶς ἀλλαγὲς τῶν ἐποχῶν τοῦ χρόνου γύρω ἀπὸ τὸ μοναστήρι τους, μὲ μόνα γεγονότα τοὺς θανάτους τῶν γερόντων τους, εἴταν φυσικό νά 'χουν πιὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἀπὸ τὶς φροντίδες τους καὶ τὰ ζητήματά τους. Ἡ σκέψη τους θά 'χε ἀποκτήσει τὸ νυσταγμένο, τὸ μηχανικὸ καὶ μονότονο βάδισμα τοῦ μουλαριοῦ τοῦ δεμένου σὲ μαγγανοπήγαδο: θὰ γύριζε ὁλοένα γύρω ἀπὸ τὰ ἴδια πράματα πάντα... 

Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ προϊστάμενοι τῆς μονῆς, μ' ὅλο ποὺ εἴταν πιὸ ἀναπτυγμένοι, δὲν εἶχαν νοιώσει—θυμᾶμαι—τὴν ἀνάγκη νὰ μᾶς ρωτήσουν τίποτα, ὅταν, τὴν ὥρα ποὺ φθάσαμε, μᾶς ὁδήγησαν στὴ μεγάλη αἴθουσα τοῦ ξενῶνα, γιὰ νὰ μᾶς τρατάρουν τὸ γλυκὸ καὶ τὸν καφέ τοῦ καλωσορίσματος. Εἶχαν καθήσει μὲ σοβαρότητα Ρωμαίων συγκλητικῶν σὲ μιὰ σειρὰ ἀπὸ καθίσματα, μᾶς ἔβαλαν νὰ καθήσομε σὲ μιὰν ἄλλη σειρὰ ἀντίκρυ τους, κι ἀφοῦ πληροφορήθηκαν τυπικὰ ἂν κάναμε καλὸ ταξίδι καὶ πόσο σκοπεύαμε νὰ μείνομε στὴ μονή τους, σώπασαν ἱκανοποιημένοι κι ἀπόμειναν χαϊδεύοντας τὶς πατριαρχικὲς γενειάδες τοὺς κ' ἐξετάζοντάς μας μὲ τὰ μάτια, ὅπως οἱ πελάτες ἑνὸς γιατροῦ, ποὺ περιμένουν στὸν ἀντιθάλαμο τὴ σειρά τους, ἐξετάζουν αὐτοὺς ποὺ μπῆκαν καὶ κάθησαν τελευταῖοι... 

Ἄρχισε τότε γιὰ μᾶς τὸ ἐξαίσιο ξετύλιγμα τῶν κάβων, τῶν ὅρμων, τῶν πλαγιῶν καὶ τῶν μοναστηριῶν τῆς πλευρᾶς αὐτῆς τοῦ Ἄθω. Ἕνα-ἕνα τὰ μοναστήρια τοῦ Καρακάλου, τοῦ Φιλοθέου, τῶν Ἰβήρων, τοῦ Σταυρονικήτα, τοῦ Παντοκράτορα, πέρασαν ἀπὸ τὰ μάτια μας—Ἄλλα στὸ ὕψος καταπράσινων λόφων, ἄλλα πάνω σὲ κοκκινόμαυρους βράχους τῆς ἀκτῆς, κι ἄλλα κοντὰ στὶς ἀμμουδιὲς μικρῶν γραφικῶν κόλπων. Βλέπαμε τοὺς μεσαιωνικοὺς πύργους τους, τοὺς μολυβένιους τρούλους, τ' ἀναρίθμητα μπαλκόνια τῶν κελλιῶν τους, τὰ ψηλὰ φρουριακὰ τείχη—τὴ λευκὴ κι ἀπέραντη γαλήνη τους. Περνοῦσαν σὰν ὁράματα καὶ χάνονταν πίσω ἀπὸ τοὺς κάβους—ποὺ τοὺς διαδέχονταν ἄλλοι κάβοι. Διαφορετικά τὸ ἕνα ἀπὸ τ' ἄλλο στὸν ὄγκο καὶ τὴν ἀρχιτεκτονική, περικλείνανε τὶς ἴδιες χαυνωμένες ζωές, τὰ ἴδια παλιὰ χειρόγραφα, τὶς ἴδιες βυζαντινὲς τοιχογραφίες, τὴν ἴδια ἀτμόσφαιρα παρελθόντος... 

Ἡ βενζινόβαρκα τοῦ Μιαούλη γλιστροῦσε ὧρες πάνω στὴ φωτεινὴ καὶ γαλήνια θάλασσα. Ἐπὶ τέλους, περνώντας τὸ παραπέτασμα ἑνὸς τελευταίου κάβου, εἴδαμε ν' ἀνοίγεται ἕνας μεγάλος κόλπος, ποὺ στὴ μέση του ὑψωνόταν ἕνα πλῆθος κόκκινες καὶ μολυβένιες σκεπές, τροῦλοι, πύργοι καὶ τείχη: εἴταν τὸ Βατοπέδι, ἡ πλουσιότερη καὶ μεγαλύτερη μονὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. 

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Νίκου Καζαντζάκη: ΣΤΑ ΚΑΡΟΥΛΙΑ

[Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο», ἐκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1964]


Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι,οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται• θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται• κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.

Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου• θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
Ἕνας μονάχα δρόμος. 
Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο• ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί• ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο• στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος• διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος• καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει. 
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις• δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος• μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;

Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του• ἀναστέναξε• καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοΰ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου• συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου• πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε• «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη• ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.

Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός• εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης• θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε• τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου: 
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το! 
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος• δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα• τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος• ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει• βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν• γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε•' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου• κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής• μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς• ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε• ἄε στὸ καλό• ὁ Θεὸς μαζί σου. 
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα• καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

Νϊκου Καρούζου: ΑΠΟΛΕΛΥΣΑΙ ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΣΟΥ (ποίημα)



Νηστεύει ἡ ψυχή μου ἀπὸ πάθη
καὶ τὸ σῶμα μου ὁλόκληρο τὴν ἀκολουθεῖ.
Οἱ ἀπαραίτητες μόνο ἐπιθυμίες -
καὶ τὸ κρανίο μου ὁλημερὶς χῶρος μετανοίας
ὅπου ἡ προσευχὴ παίρνει τὸ σχῆμα θόλου.

Κύριε, ἀνῆκα στοὺς ἐχθρούς σου.
Σὺ εἶσαι ὅμως τώρα ποὺ δροσίζεις
τὸ μέτωπό μου ὡς γλυκύτατη αὔρα.
Ἔβαλες μέσα μου πένθος χαρωπὸ
καὶ γύρω μου
ὅλα πιὰ ζοῦν καὶ λάμπουν.
Σηκώνεις τὴν πέτρα - καὶ τὸ φίδι
φεύγει καὶ χάνεται.
Ἀπ' τὴν ἀνατολὴ ὡς τὸ βασίλεμμα τοῦ ἥλιου
θυμᾶμαι πὼς εἶχες κάποτε σάρκα καὶ ὀστὰ γιὰ μένα.
Ἡ νύχτα καθὼς τὴν πρόσταξες ἀπαλὰ μὲ σκεπάζει
κι ὁ ὕπνος - ποὺ ἄλλοτε ἔλεγα πὼς ὁ μανδύας του
μὲ χίλια σκοτάδια εἶναι καμωμένος,
ὁ μικρὸς λυτρωτής, ὅπως ἄλλοτε ἔλεγα -
μὲ παραδίδει ταπεινὰ στὰ χέρια σου...
Μὲ τὴ χάρη σου ζῶ τὴν πρώτη λύτρωσή μου.

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

Νίκου Καρούζου: Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ (ποίημα)

Γλυκὸ ποὺ εἶναι τὸ σκοτάδι στὶς εἰκόνες τῶν προγόνων
ἄμωμα χέρια μεταληπτικὰ
ροῦχα ποὺ τ' ἄδραξεν ἡ γαλήνη καὶ δὲ γνωρίζουν ἄνεμο
βαθιὰ τὸ ἐλέησον ἀπ' τοὺς ἄυλους βράχους
τὰ μάτια σὰν καρποὶ εὐωδάτοι.
Κι ὁ ψάλτης ὁλόσωμος ἀνεβαίνει στὸ πλατάνι τῆς φωνῆς
καημένε κόσμε
θυμίαμα ἡ γαλάζια ὀσμὴ κι ὁ καπνὸς ἀσημένιος
κερὶ νὰ στάζη ὁλοένα στὰ παιδόπουλα
καημένε κόσμε
σὰ βγαίνουν - ὢ χαρὰ πρώτη - μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μὲ τὶς λαμπάδες
κ' ὕστερα ἡ μεγάλη χαρὰ νὰ συντροφεύουν τ' Ἅγια...
Ὁ παπα-Γιάννης τυλιγμένος τ' ἄσπρο τοῦ φελόνι
καλὸς πατέρας καὶ καλὸς παπποὺς μὲ τὸ σιρόκο στὴ γενειάδα
χρόνια αἰῶνες χρόνια καὶ νιάτα πόχει ἡ ὀμορφιά!…

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΠΑΝΗΓΥΡΕΩΣ ΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ή, ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ ΑΝΕΤΕΙΛΕ ΠΑΛΙ


«Τοὺς διανύσαντας τὸν τοῦ βίου δρόμον πίστει εὐσεβεῖ... ἤτοι, ... δεόμεθα ὑπὲρ μακαρίας μνήμης καὶ αἰωνίου ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν πάντων τῶν ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς κεκοιμημένων Ὀρθοδόξων χριστιανῶν... πατέρων, πάππων, προπάππων... διδασκάλων, συγγενῶν...»
Οἱ λέξεις, μέσα στὸ χειμωνιάτικο ἀπόβραδο, ἀκούγονται σὰν φτερουγίσματα πουλιῶν ποὺ σπεύδουν νὰ κουρνιάσουν σὲ πυκνὲς φυλλωσιές, καθὼς σιμώνει ἡ νύχτα. Κι ὄντως, φτερουγίζουν ἀπόψε αὐτὲς οἱ ἱερὲς οἱ λέξεις, ποὺ κομίζουν στὸν Οὐρανὸ τὴν κέσιο καὶ φορτωμένη κατάνυξη καὶ δέος ἱερὸ προσευχή μας. Προσευχὴ γιὰ ἐκείνη τὴν κατηγορία τῶν ἀνθρώπων μας ποὺ μετοίκησαν γιὰ πάντα... Γιατὶ ἐλάχιστοι, δυστυχῶς, μποροῦν νὰ καταλάβουν τὸ εἰδικὸ βάρος ποὺ φέρει ἡ ἡμέρα αὐτή, τοῦ Ψυχοσάββατου ἡ θεοτίμητη ἡμέρα. Τοῦ Ψυχοσάββατου, ὅπου ἔχουν τὸ δικό τους τὸ Πανηγύρι οἱ Κεκοιμημένοι. Ναί, τὸ Πανηγύρι τους, τὸ ἰδιότυπο αὐτὸ Πανηγύρι μὲ τὸν χαρμολυπικό του τὸ χαρακτήρα. Τὸ Πανηγύρι μὲ τὴ σύναξη τῶν σων πιστῶν, ποὺ τὴν φωτίζει τὸ νέφος τῶν Κεκοιμημένων. Γιὰ τοὺς ὁποίους καὶ Τὸν παρακαλοῦμε: «...Υἱοὺς ἀναστάσεώς σου ποίησον, Κύριε τῆς δόξης, τοὺς προκοιμηθέντας...». Ἐπειδὴ αὐτὴν τὴν ἡμέρα πρέπει νὰ τὴ βλέπουμε ς προέκταση τοῦ δικοῦ μας βίου, γιατὶ κάποτε θὰ ἐπιθυμοῦμε οἱ ἐπίγονοί μας, αὐτὴν τὴν ἡμέρα νὰ δέονται μὲ τὴν Ἐκκλησία: «...Τοὺς ἀφυπνώσαντας ἐκ τῆς τοῦ βίου νυκτός, ἡμέρας υἱοὺς δεῖξον, Κύριε...».
Ὄντως, μεγάλη ἡ δωρεὰ ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία στὸ πλήρωμά Της μὲ τὸ νὰ θεσπίσει αὐτὴν τὴν ἄχραντη Πανήγυρι πρὸς τιμὴν «πάντων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος κεκοιμημένων εὐσεβῶς πατέρων καὶ ἀδελφῶν...». Γιατὶ μὲ τὴν κίνησή Της αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία προτείνει στὸν κόσμο της νὰ θυμηθεῖ αὐτὴ τὴ μέρα. Νὰ θυμηθεῖ τοὺς κεκοιμημένους, ποὺ ἀσφαλῶς περιμένουν τὶς εὐχὲς καὶ προσευχές ὅλων μας. Ἐπειδὴ ὁ κόσμος λησμονεῖ εὔκολα, ἀντίθετα μὲ τὴν Ἐκκλησία ποὺ θυμᾶται καὶ μνημονεύει. Δηλαδή, διασώζει καὶ μεταθέτει στὴν αἰωνιότητα τὰ ὀνόματα πάντων τῶν εὐσεβῶς κεκοιμημένων. Κι αὐτὸ γιατὶ ἀγαπᾶ καὶ τυλίγει σὲ νέφος στοργῆς τὰ παιδιά Της, γι᾿ αὐτὸ και προτρέπει τοὺς ζῶντες, μέσω τῶν σημαντικῶν αὐτῶν ἡμερῶν τοῦ ἱεροῦ Ψυχοσάββατου, νὰ θυμηθοῦν κι ἐκενοι τοὺς δικούς τους ἀνθρώπους, νὰ τούς μνημονέψουν, νὰ προσευχηθοῦν γι᾿ αὐτούς. Καθὼς, μάλιστα, ξημερώνει ἡ Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω, ὅπου Ἐκκλησία ἔχει θεσπίσει νὰ θυμόμαστε «τῆς Δευτέρας καὶ ἀδεκαστου δευτερας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ». Βλέπεις, ἡ μιὰ ἡμέρα ἀκτινοβολεῖ τὸ νόημά της στὴν ἄλλη. Καὶ κάτι ἄλλο: δίχως ν᾿ ἀγαπᾶμε, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θυμόμαστε -καὶ παράλληλα νὰ προσευχηθοῦμε- τοὺς ἀνθρώπους μας καὶ τοὺς συναθρώπους μας.
Ἀλήθεια, ἔχουμε συνειδητὰ κατανοήσει τὸ μέγα νόημα αὐτῆς τῆς ἡμέρας; Ἡμέρας προετοιμασίας μας γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἀναχώρησή μας ἀπὸ τὸ πρόσκαιρο τοῦ παρόντος βίου μας; Ἔχουμε, μὲ λίγα λόγια, καταλάβει ὅτι «ὄναρ ἡ ζωὴ ἡμῶν ἐστί»; Ποὺ σημαίνει ὅτι «ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ προέρχεται καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος...». Καὶ τονίζεται, μάλιστα, μετ’ ἐμφάσεως ἡ λέξη «πᾶς», γιὰ νὰ δείξει καὶ ἀποδείξει ὅτι μπορεῖ στὸν κοινωνικό μας περιβάλλον νὰ διαφέρουμε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, ὅμως κι αὐτὴ ἡ διάκριση προσωρινὴ εἶναι καὶ πρόσκαιρη. Τὸ πλέον βέβαιο καὶ σταθερὸ εἶναι ἡ ἐφημερία μας. Ποὺ ἔρχεται τὸ Ψυχοσάββατο νὰ μᾶς τὴν ξαναθυμίσει, χαρίζοντάς την παράλληλα ὡς διδαχὴ πολύτιμη στὸ ταξίδι μας αὐτὸ μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ Τριωδίου.
«Τὸ φοβερόν σου κριτήριον ἐνθυμούμενος, ὑπερένδοξε Κύριε, καὶ τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως, φρίττω καὶ πτοοῦμαι, ὑπὸ τῆς συνειδήσεως τῆς ἐμῆς ἐλεγχόμενος... διό με ἐλέησον πρὸ τέλους, καὶ φεῖσαι μου, Κριτὰ δικαιότατε». Ἀμήν!
π. κ. ν. κ.

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Κώστας Βάρναλης: ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ (ποίημα + audio)



Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

(από τα Ποιητικά, εκδ. Kέδρος 1956)

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Οδυσσέας Ελύτης: ΑΣΗΜΟΝ (ποίημα)

Έντεκα του Aυγούστου απόκρημνες κι άνθρωπος κανείς
Mήτε και σπίτι. Mόνο βοές, βοές και μία
Θάλασσα πεινασμένη που ορμάει να φάει μαράζι απ' τα παλιά
    ορυχεία σου
Kείνα των κίτρινων καιρών με τον μεγάλο μαύρο σκύλο

Γαβ η αγάπη· γαβ η απάρνηση· γαβ η Mαρία και η 
Προσκύνησις των Mάγων· γαβ όλα σου τα υπάρχοντα
Γεννηθείς; Eν; Έτος; Θρήσκευμα; Kενό.
                    Eνώ
Kάτω από τα σαν παλαιά παλίμψηστα
Kάθετα τείχη όπου δυο τρεις ακόμη θυρεοί διακρίνονται
Περνάν οι Oύγοι με τις Aουγκουστίνες τους και με τα 
    κυνηγετικά τους
             κουδουνάκια ή άλλα χωρικών παιχνίδια
Στον πλαγίαυλο. Kαι στρατός πολύς ύστερα, μαύρος
Σειρήνες. Tο νοσοκομειακό. Kαι δεξιά στο βάθος ένα 
Mέγα πετρελαιοφόρο με δάσος γερανούς
Που πλέει κατά τα δυτικά και απομακρύνεται

Kάπως έτσι κι εμείς. Kι άλλοι επιστρέφουν. Aλλ'
Oύτ' ενός το άηχο σώμα με τ' αγγίγματα όσα
Γνώρισε να συνωθούνται μέσα του δεν φανερώνεται
Mονομιάς να πέσει
            όπως πέφτει το κακό
                                 η αλήθεια

Όμως φαίνεται ότι σαν αποσπασμένες
Aπό κοίλα παλαιών νεκρών ακόμη και όταν
Φως φέρνουν, σκοτεινές είναι οι θεότητες
Kαι ποτέ κανενός (όπως των ερωτευμένων κάποτε που εγγίζονται
    τα ματοτσίνορα
Mια στιγμή τούς εφάνηκε είδανε την ύφανση του πεπρωμένου)
Δεν εδόθηκε κάτι να διακρίνει
Όμορφο κι όλο ερείπια όπως ο πρώτος έρωτας

A τι να πεις που κι έναν μόνον
Aναστεναγμό ν' ανοίξεις θα σε ρίξει χάμου ο άνεμος

Γαβ η αγάπη· γαβ ο Iούδας με το φυγαδευμένο βλέμμα του
Γαβ του κόσμου όλου οι αποστάσεις και οι μακρύτατοι καιροί
Δεν ακούγεται πια τίποτε. Kείνο που 'θελε ο Θεός
H ψυχή μου, η προς στιγμήν αιώνια, το 'νιωσε
Kαι ξανά βρήκε το νόημα της υλακής του ο σκύλος

Nα τες τώρα που σιγά σιγά
Eπιστρέφουν οι στεριές. Yπόσταση λαβαίνουν οι άνθρωποι
Στην παλιά του θέση ξαναρχινάει ν' αναβοσβήνει ο φάρος
Kαι το σπίτι το κόκκινο αργοπορεμένο
Στ' ανοιχτά του κάβου στέκει αρόδο μ' αναμμένα φώτα
Mασουλάνε χόρτο σκοτεινό τα περιβόλια
Kαι θολή θωρείς μες στους αιθέρες να
Kατεβαίνει μ' ένα δίσκο φρέζιες τρέμουσες
H γυναίκα που τη λεν Γαλήνη.

(από Tα Eλεγεία της Oξώπετρας, Ίκαρος 1991) 

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Διονύσιος Σολωμός: ΕΙΣ ΜΟΝΑΧΗΝ (ποίημα)


Πρoς τὴν κυρὰ Ἄννα Μαρία Ἀναστασία Γουράτο Γεωργομίλα, ὅταν ἑντύθηκε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα εἰς τὸ μοναστήρι τῶν Ἁγίων Θεοδώρου καὶ Γεωργίου εἰς Κέρκυρα τὴν 18 Ἀπριλίου 1829.

1
Ἀπὸ τὸν Θρόνο τ' Ἄπλαστου
οἱ Ἀγγέλοι ἐκατεβήκαν,
καὶ μὲς στοῦ μοσχολίβανου
τὸ σύγνεφον ἐμπήκαν,
νὰ ἰδοῦν ποὺ τὸ κοράσιο
κινάει στὴν ἐκκλησιά.

2
«Χριστὸς ἀνέστη» ἐψάλλανε
μὲ τὰ χρυσά τους χείλη,
«Χριστὸς ἀνέστη» ἐκάνανε
κι ἀστράφτανε σὰν ἥλιοι
καὶ λόγια ἐτραγουδούσανε
ἐγκάρδια καὶ θερμά.

3
Ἕνας Ἄγγελος
Χαῖρε, ἀδελφὴ ! Μ' ἀρέσουνε
τῆς ὄψης σου οἱ χλωμάδες.
εἰς τὰ περίσσια ἀνάμεσα
κεριὰ καὶ στὲς λαμπάδες
κάλλιο ἀπὸ ρόδα πιάνουνε
τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ.

4
Ἄλλος
Ἀφοῦ τὸν θάνατο ἔκλαψες
τῆς δόλιάς σου μητέρας
καὶ τοῦ πατρός, σοὺ ἀπόμεινε
μόνος Αὐτὸς πατέρας.
Ἄλλος
Πάντα περνάει τὰ σπλάχνα του
τὸ δάκρυ τοῦ ὀρφανοῦ.

5.
Ἄλλος
Γλυκὸ 'ναι τῆς Παράδεισος
νὰ μελετᾶς τὰ κάλλη.
Ἄλλος
Πικρὴ 'ναι ἡ φοβερότατη
τοῦ κόσμου ἀνεμοζάλη.
μον' ἐδῶ φθάνει ὁ ἀντίλαλος,
δὲ φθάνει ἡ τρικυμιά.

6
Ἄλλος
Ἐδῶ ὁ Χριστὸς στὰ ὀνείρατα
σ' ἐσένα κατεβαίνει.
Ἄλλος
Ἐκεῖ ταράζουν ἅρματα
καὶ θρόνοι αἱματωμένοι.
Ἄλλος
Ἐδῶ εὐτυχία καὶ θρίαμβος.
Ἄλλος
Ἐκεῖ 'ναι συμφορά.

7
Ἄλλος
Ὁ κόσμος ἐρωτεύτηκε
στὰ μάτια, στὴ φωνή σου,
τὰ μελετάει συχνότατα,
κι ἡ ἀγγελικὴ ψυχή σου
φωνὴ καὶ μάτια ἐγύρισε
κατὰ τὸν Οὐρανό.

8
Ἄλλος
Ὁ Πλάστης κατ' εἰκόνα του
τὸν ἄνθρωπο ἐποιοῦσε.
Ἄλλος
Μὲς στὰ κρυφία της γνώσης του
τὴ Χτίση ἐμελετοῦσε,
γιὰ νὰ 'ναι τοῦ λιγόζωου
ἀνθρώπου ἡ κατοικιά.

9.
Ἄλλος
Ἀπάνου ἀπάνου ἐχύθηκε
στὴν Ἄβυσσο ποὺ ἐσειότουν
καὶ μὲ τρομάρα ἐμούγκριζε,
κι αὐτὶ δὲν ἐσωζότουν.
ὁ Πλάστης ὁλομόναχος
ἀγρίκαε μὲ χαρά.

10.
Ἄλλος
Ἔρως καὶ Χάρος πάντοτε
δουλεύουν ἐδῶ κάτου,
ὥσπου ὁ Καιρὸς ὁ γέροντας
νὰ χάσει τὰ φτερά του.
Ἄλλος
Φριχτὴ 'ναι ἡ ὥρα ποὺ ἄνθρωπος
βαριὰ ψυχομαχᾶ.

11
Ἄλλος
Μὴ φοβηθεῖς νὰ 'σ' ἔρημη
τότε ἀπὸ κάθε μάτι.
ἰδοὺ ὁ Χριστὸς ποὺ γέρνοντας
στοῦ πόνου τὸ κρεβάτι
σοὺ σιάζει τὸ προσκέφαλο
καὶ σὲ παρηγορά.

12
Ἄλλος
Εὐτυχισμένο λείψανο,
θέλει σου δώσει πάλι
τὸν ἀρραβώνα ὁ ἴδιος
ὀποῦ σου πῆρε ἀγάλι
τὴν ὥρα ποὺ ἀπομείνανε
τὰ στήθια σου νεκρά.

13.
Ἄλλος
Τὰ κόκαλα ἐβαρέθηκαν,
στὸ μνῆμα καρτερώντας
καὶ τρίζουνε ἀκατάπαυτα
τὴν Κρίση ἀναζητώντας.
Ἄλλος
Ξύπνα, ἀδελφὴ ! Τὴ Σάλπιγγα
τὴν ὕστερη ἀγρικῶ.

14
Ἄλλος
Τὰ μάτια τῆς ἀστράψανε
τοῦ τάφου ἀπὸ τὴν κλίνη.
κοίτα, πετιέται ὁλόχαρη
καὶ μὲς στὸ λάκκο ἀφήνει
τοὺς μόσχους τοῦ Μαϊάπριλου
ποῦ δὲν ὑπάρχει πλιό!

15
Ὅλοι οἱ Ἄγγελοι
Τὰ μάτια τῆς ἀστράψανε
τοῦ τάφου ἀπὸ τὴν κλίνη.
κοίτα, πετιέται ὁλόχαρη
καὶ μὲς στὸ λάκκο ἀφήνει
τοὺς μόσχους τοῦ Μαϊάπριλου
ποῦ δὲν ὑπάρχει πλιό!

Related Posts with Thumbnails