© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Γιώργου Γαστεράτου: Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΙΣ ΒΛΑΧΕΡΝΕΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Δικαιολογημένα η Κωνσταντινούπολη κατά τους βυζαντινούς χρόνους εντυπωσίασε τους επισκέπτες καθώς είχε να επιδείξει, μεταξύ των άλλων, πληθώρα λαμπρών κτισμάτων και ναών. Ανάμεσα σ’ αυτούς περίοπτη θέση κατείχε ο ναός της Θεοτόκου, που είχε κτιστεί στη θέση «Βλαχέρναι».
Η περιοχή αυτή ονομάστηκε έτσι, κατά μίαν εκδοχή, από το όνομα ενός σκύθη αρχηγού που είχε βρεθεί εκεί νεκρός. Αρχικά βρισκόταν εκτός των θεοδοσιανών τειχών και αργότερα, επί Ηρακλείου, περιεβλήθη με το λεγόμενο «Έβδομον» τείχος.
Εκεί, λοιπόν, σε θεμέλια ειδωλολατρικού ναού η αυτοκράτειρα Πουλχερία το 435 έκτισε ναό επ’ ονόματι της Θεοτόκου. Αργότερα, ο αυτοκράτορας Ιουστίνος επέκτεινε το κτίσμα ενώ επί Ρωμανού Δ΄ του Διογένη πυρπολήθηκε, όπως και το 1434, δεκαεννέα έτη προ της Αλώσεως, «υπό τινών αρχοντοπούλων θελόντων πιάσαι τινάς νεοττούς περιστερών», όπως αναφέρει ο ιστορικός Γεώργιος Φραντζής. Ο ναός το 1204 μετετράπη από τους σταυροφόρους σε λατινικό. Σώζονται, μάλιστα, πολλές επιστολές του πάπα Ιννοκεντίου προς «τον αρχιερέα των Βλαχερνών».
Το συγκρότημα περιελάμβανε το ναό της Θεοτόκου, το παρεκκλήσιο της «Αγίας Σορού» και το αγίασμα ή «ιερόν Λού(σ)μα». Εντός του ναού ήταν αποθησαυρισμένη η θαυματουργική εικόνα της Παναγίας της Βλαχέραινας ενώ στο παρεκκλήσιο της Αγίας Σορού βρισκόταν το ιερότερο κειμήλιο της χριστιανοσύνης, η «εσθής», ο χιτώνας δηλαδή της Θεοτόκου, ο ονομαζόμενος και «μαφόριον» (ίσως εκ του λατινικού «manophorium» = χιτώνας με μανίκια ή εκ του εβραϊκού «μαφορά» = χιτώνας.
Πώς, όμως, βρέθηκε η εσθής στο ναό των Βλαχερνών; Σύμφωνα με το Θεόδωρο το Σύγγελο (7ος αι.) στη «Narratio in depositionem praetiosae Vestis Sanctae Mariae» και τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης στο «Εγκώμιον εις την Κατάθεσιν της Τιμίας Εσθήτος…», δύο κωνσταντινοπολίτες πατρίκιοι, ο Γάλβιος και ο Κάνδιδος έκλεψαν το κειμήλιο αυτό από μία εβραία χήρα. Το γεγονός αυτό λέγεται ότι συνέβη επί αυτοκράτορος Λέοντος Α΄ και της συζύγου του Βερίνας.
Όμως, η λεγόμενη «Ευθυμιακή Ιστορία» ανωνύμου και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στη δεύτερη ομιλία του για την κοίμηση της Θεοτόκου αναφέρουν ότι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιουβενάλις, ανταποκρινόμενος σε αίτημα της αυτοκράτειρας Πουλχερίας, της έστειλε ένα σφραγισμένο κιβώτιο που περιείχε δύο ιμάτια και δύο σάβανα της Παναγίας , τα οποία η Πουλχερία «κατέθεσε» στο ναό των Βλαχερνών.
Τέλος, μία άλλη πηγή, το «Μηνολόγιο» του Βασιλείου Β΄(10ος αι.), αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Αρκάδιος (395 – 424) απέκτησε τη ζώνη της Θεοτόκου, την οποία και έστειλε στις Βλαχέρνες.
Όπως, όμως, και να έχει το πράγμα, το ρούχο αυτό πίστευαν ότι έχει θαυματουργικές ιδιότητες. Ότι είναι όπλο ακαταμάχητο και πηγή ιαμάτων για όποιον το έφερε. Έτσι, ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο Λεκαπηνός την περιέβαλε ως θώρακα (την φόρεσε) και επιτέθηκε κατά των πολιορκούντων την Πόλη Βουλγάρων του τσάρου Συμεών, ενώ προηγουμένως, το έτος 906, μεταφέρθηκε το κειμήλιο με επισημότητα στο Ιερόν Παλάτιον προκειμένου να απαλλάξει από τα δαιμόνια την αυτοκράτειρα Ζωή, σύζυγο του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού.
Αναλογικά, και η εικόνα θεωρήθηκε θαυματουργική. Μάλιστα, κατά την πολιορκία των Αβάρων το 626 λιτανεύτηκε στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως και ενώπιόν της ακούστηκε για πρώτη φορά ο υπέροχος «ακάθιστος ύμνος», καθώς αποδόθηκαν σ’ αυτήν τα «νικητήρια» του χριστιανικού στρατού και η σωτηρία της Πόλης. Από τότε, αν παρίστατο ανάγκη, σαν στρατιώτης, ή καλύτερα σαν στρατηγός, εκστράτευε μαζί με τον αυτοκράτορα, όπως μας επιβεβαιώνει ο Μιχαήλ Ατταλειάτης «…ειώθει τοις πιστοίς βασιλεύσιν εκ εκστρατείας ως απροσμάχητον όπλον συνεκστρατεύεσθαι». Έτσι εξηγείται η παρουσία της εικόνας σε έναν από τους θριάμβους του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή, σύμφωνα με σχετική μικρογραφία του Σκυλίτζη.
Παράλληλα, η εικόνα απέκτησε ρόλο ρυθμιστικό στις ανθρώπινες σχέσεις και τη δημόσια ζωή. Ο ίδιος ο Ατταλειάτης μας παραθέτει την πληροφορία ότι ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ΄ ο Διογένης σε μίαν εκστρατεία του έστησε δικαστήριο για να δικάσει έναν στρατιώτη, ο οποίος είχε κλέψει ένα μουλάρι. Ο στρατιώτης καταδικάστηκε να του κόψουν τη μύτη. Τότε αυτός κατέφυγε προς την «…πάνσεπτον εικόνα της πανυμνήτου δεσποίνης Θεοτόκου της Βλαχερνιτίσσης…».
Την ίδια εποχή (11ος αι.) ο Μιχαήλ Ψελλός μας πληροφορεί ότι ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ΄ ο Δούκας του είχε ζητήσει να γνωματεύσει για μία νομική υπόθεση, κατά την οποία ένας τοπικός άρχοντας και ένα μοναστήρι διεκδικούσαν την ιδιοκτησία ενός μύλου στη Θράκη. Με προτροπή, λοιπόν, των μοναχών η υπόθεση «παραπέμφθηκε» στην εικόνα των Βλαχερνών, η οποία βρισκόταν στον νότιο τοίχο της εκκλησίας, όπως βρίσκονται οι εφέστιες εικόνες στην Κέρκυρα, και ήταν καλυμμένη από ένα κεντημένο πέπλο (βλ. κάτι αντίστοιχο με την εικόνα της μονής του Κύκκου στην Κύπρο). Το πέπλο υψωνόταν μυστηριωδώς, χωρίς εμφανή ανθρώπινη παρέμβαση, κάθε Παρασκευή βράδυ και η εικόνα ακτινοβολούσε από φως ως το πρωί του Σαββάτου. Το θαυμαστό αυτό γεγονός ονομαζόταν «Σύνηθες Θαύμα» και η διακοπή του εθεωρείτο ως ετυμηγορία για το θέμα που είχε προκύψει. Στη υπόθεση για την οποία εισηγήθηκε ο Ψελλός το πέπλο υψώθηκε δικαιώνοντας τον τοπικό άρχοντα.
Εκτός από τα παραπάνω κειμήλια, στο ναό φυλασσόταν βραχίων του Αγίου Γεωργίου, το σώμα της Αγίας Λουκίας κ.α., τα οποία αφαιρέθηκαν από τους σταυροφόρους το 1204.
Για όλους αυτούς τους λόγους ο ναός των Βλαχερνών σύντομα απέκτησε πλούτο και δόξα. Εδώ, μάλιστα, εκκλησιαζόταν ο αυτοκράτορας και η αυλή του κατά τους τελευταίους αιώνες όταν διέμεναν μόνιμα στο ομώνυμο ανάκτορο, ενώ ο πρωτοπαπάς των Βλαχερνών είχε την ίδια εκκλησιαστική τιμή με τον πρωτοπαπά του Ιερού Παλατίου. Σύμφωνα δε με Νεαρά του Ηρακλείου ο ναός είχε το ακόλουθο προσωπικό: Πρεσβυτέρους 12, διακόνους 18, διακόνισσες 6, υποδιακόνους 8, αναγνώστες 20, ψάλτες 4 και πυλωρούς 6. Σύνολο 74 άτομα!
Με τον καιρό, η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της Κωνσταντινούπολης, ώστε σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια, και όχι μόνο, να ανεγερθούν ναοί επ’ ονόματι της Θεοτόκου της Βλαχέραινας και να φιλοτεχνηθούν αντίγραφα της εικόνας, τα οποία, με τη σειρά τους, απέκτησαν θαυματουργικές ιδιότητες και έγιναν πρότυπα για άλλες.
Η ύπαρξη, επομένως, πληθώρας ναών στα Επτάνησα αφιερωμένων στην Παναγία τη Βλαχέραινα σημασιοδοτεί μία παλαιότατη παράδοση που ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους!
Είναι δε μία από τις αποδείξεις – υπάρχουν και άλλες πολλές - για τις καταβολές της επτανησιακής εκκλησιαστικής κληρονομιάς, η οποία αλώβητη, αν και ενίοτε περιφρονημένη και παρεξηγημένη, έχει φτάσει ως στις μέρες μας, μεταφέροντας εις το διηνεκές την ευλογία και τη χάρη της Παναγίας της Βλαχέραινας.


Κωνσταντινούπολη Βασιλεύουσα

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ


Το Σωματείο των Πολιτιστικών Ανταλλαγών και η Ελληνική Φιλία πραγματοποίησαν την φετινή τους συνάντηση στην εμβληματική, για κάθε Έλληνα και Ελληνίδα, Κωνσταντινούπολη, την Πόλη του Κωνσταντίνου, 26 με 29 Ιουνίου 2015.
Όσοι είχαν ξαναπάει, διαπίστωσαν με ευχάριστη έκπληξη πως η πόλη, ως παλαιόθεν Βασιλεύουσα, εκπληρώνει αυτό που λέει το μεγαλοπρεπές προσωνύμιό της. Απλώνεται και μεγαλύνεται και ομορφαίνει και όσο και αν έχει αλλάξει, το σήμα κατατεθέν της παραμένει η ανεπανάληπτη Αγιά-Σοφιά και όσο και αν τα μεγαλοπρεπή ανάλογα ανταγωνίζονται τη φήμη της και μόνο η σύγκρισή τους μαζί της αναδεικνύει πάλι και πάλι την υπεροχή της. Η πολύπαθη Πόλη σηκώνει όλα όσα στο έδαφός της έριξαν θεμέλια. Όμως, όσο και αν η ιστορική μοίρα παίζει τα δικά της παιχνίδια, όσο και αν κάθε ηγεμών και ηγεμονίσκος, θέλοντας να ξεπεράσει τον άλλο, θα αναφωνήσει, έκαστος κατά το έργο του, «Νενίκηκα σε, Σολομών», όπως ο Ιουστινιανός, είναι αυτός, ο Ιουστινιανός που άφησε το στίγμα του, ενώ εκείνοι, αν και σπουδαίοι, παραμένουν άγνωστοι, και ας είναι καταγεγραμμένοι στα βιβλία. Στη μνήμη των ανθρώπων θα μένει πάντα η Αγιά-Σοφιά ταυτόσημη με την Κωνσταντινούπολη. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη γοητεία που άσκησε πάνω στον διάσημο αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ η Αθήνα με τον Παρθενώνα της και η Κωνσταντινούπολη με την Αγία Σοφία της, ώστε να εκφραστεί με άπειρο θαυμασμό γι’ αυτά τα δύο αριστουργήματα του παγκόσμιου πολιτισμού, υψίστης τέχνης και απίστευτης δύναμης, που τον επηρέασαν. Η Αγιά Σοφιά και ο Παρθενώνας.
Στην συνάντησή μας είχαμε, δυστυχώς, απουσίες εκλεκτών μελών, όπως της Μήδειας Αμπουλασβίλι, καθηγήτριας στο πανεπιστήμιο της Τυφλίδας που διδάσκει ελληνικό πολιτισμό. Τις προηγούμενες χρονιές η Μήδεια ερχόταν με τον σύζυγό της και την όμορφη κόρη της τη Μαρίτα που είχε μάθει να χαιρετάει ελληνικά και να τραγουδάει το διεθνές σουξέ «Φεγγαράκι μου λαμπρό». Φέτος ένα δεύτερο αδελφάκι, που κατέφθασε, εμπόδισε τη Μήδεια, δεν εμπόδισε όμως την αισθαντική Νίνο, η οποία ήρθε επίσης από την Τυφλίδα με τον σύζυγό της και τον μικρό γιο της τον Αλέξανδρο. Ο πατέρας Ιωάννης Ζοσουλάκ ήρθε, όπως πάντα με τον γιο του τον Γιώργο, από την Σλοβακία, όπου διδάσκει Φιλοσοφία και Ελληνική γλώσσα. Ο πατέρας Ιωάννης μιλάει τα Ελληνικά σαν Έλληνας και ο Γιώργος σχεδόν σαν Έλληνας. Ο Γιώργος Μαϊσμάζ, γόνος της Μαριούπολης, νεόνυμφος και πανευτυχής κατέφθασε στο πλευρό της πανευτυχεστάτης Μαρίνας. Ο Φάντι ή Σωτήρης από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων με την νεαρή σύζυγό του και τη μικρούλα κόρη του Ιουστίνα. Ο Σερίφ με την δική του σύζυγο και τον μικρούλη σγουρομάλλη γιο του τον Ζην, από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Αλεξάνδρειας. Ο Βλαντ από την Μαριούπολη επίσης. Η Άννα Γκρέκο πάντα συνοδεύει την κόρη της, Κατερίνα Μαλαντούνιο, από το Λέτσε της Ιταλίας, πιστές και οι δύο στο ραντεβού με την ομάδα. Άφησα τελευταίο, αν και πρώτον τη τάξει, τον Πρόεδρο της Φιλίας Ρομπέρτο Αντρέας Σότο, ο οποίος ζει πλέον μόνιμα στην Ελλάδα. Ο Ρομπέρτο έφερε μαζί του τον μικρό γιο του τον Βικέντιο (πέρυσι είχε φέρει τον Αυγουστίνο, στη Βαρκελώνη) και από την μακρινή πατρίδα του, τη Χιλή, τον πατέρα του, τον ευγενικό κύριο Χουάν. Μας έλειψε ο Μανουέλ ντε Βιάλ από την Ισπανία και πολλά άλλα αγόρια και κορίτσια από τις μακρινές πατρίδες τους, που όλοι τους σπούδασαν Ελληνικά, διδάσκουν Ελληνικά, μιλούν Ελληνικά, μελετούν τα Ελληνικά και εργάζονται με την ελληνική γλώσσα και για την ελληνική γλώσσα, η οποία είναι η διεθνής των ημερών. Και όλα αυτά τα παιδάκια δεν τα μνημόνευσα έτσι, για λόγους συναισθηματικούς απλώς, αλλά γιατί όλα είχαν στα χέρια τους κι ένα παιδικό βιβλίο στα Ελληνικά, προϋποδήλωση και προοικονομία της επόμενης γενιάς της Ελληνικής Φιλίας που γεννήθηκε πριν από είκοσι δύο χρόνια στην Κάλυμνο.
Κάποτε ο θρήνος για την άλωση της Πόλης έλεγε πως τα χαμένα της Ρωμιοσύνης εδάφη «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι». Όσο και αν αντικειμενικά η ευχή-προφητεία δεν θα επαληθευτεί, νομίζω πως η ζωή έχει τον δικό της τρόπο να την επαληθεύει. Αυτή η συνύπαρξη τόσων νέων, από τόσες διαφορετικές χώρες, με τόση αγάπη για την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό μπορεί να μη επαναφέρει περασμένα μεγαλεία και χαμένες πατρίδες, επαναφέρει όμως στη μνήμη την ιστορία και τονώνει το αίσθημα ότι κάτι σου ανήκει και ας βρίσκεται αλλού.
Στα μαγαζιά, στους δρόμους, στα εστιατόρια, παντού ακούγαμε Ελληνικά. Στο αρχαιολογικό μουσείο τα ελληνικά έργα τέχνης, από πεντελικό ή παριανό μάρμαρο με τις ελληνικές επιγραφές τους και την τεχνοτροπία τους, μας μιλούσαν Ελληνικά. Τα θρησκευτικά μνημεία, το Πατριαρχείο, ο ίδιος ο Πατριάρχης που μας έκανε την τιμή να μας δεχτεί και να συνομιλήσει μαζί μας, η Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Σχολή της Χάλκης, οι εκκλησίες με τα εξαιρετικά ψηφιδωτά, οι Βοσπορίδες αύρες, όπως θα έλεγε και ο Βιζυηνός, τα παράκτια του Βοσπόρου, η θάλασσα του Μαρμαρά, ο Κεράτιος Κόλπος (και εκείνη η χοντρή αλυσίδα που όφειλε να τον προστατεύει και τώρα δείχνει πόσο ο χρόνος την κατέστησε άχρηστο εργαλείο), όλα αποτελούν τεκμήρια μιας υπό άλλη σημαία ελληνικότητας. Και αυτός είναι ίσως ένας άλλος τρόπος που δείχνει πώς ξανακερδίζεται η χαμένη αυτοκρατορία και με ποιο τρόπο γίνεται πάλι δική μας. Η Βασιλεύουσα έχει κράτος και εξουσία στην καρδιά μας.
Άφησα για τον επίλογο την εμπνεύστρια, δημιουργό και ψυχή της ιδέας της καλλιέργειας των Ελληνικών Γραμμάτων, κυρία Μαρία Θεοδωρίδου, την οποία δεν πτοούν ούτε τα χρόνια ούτε οι πόνοι ούτε οι ανηφόρες ούτε οι κόποι. Πιστή στα όνειρά της, εξακολουθεί να αγωνίζεται και κάθε χρόνο να επαναλαμβάνει το εγχείρημα, κερδίζοντας πάλι και πάλι το στοίχημα με την ποιότητα.
Στην κυρία Θεοδωρίδου και τις εκλεκτές κυρίες, που την παραστέκουν αποτελεσματικά, με την επιστημονική τους συνδρομή και όποια άλλη προσφορά, και στους νέους επιστήμονες που επέλεξαν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό, για να επιτρέψουν στο όνειρό τους να αγγίξει την πραγματικότητα, οφείλουμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» και ευχόμαστε, παρά τις δυσκολίες των καιρών να συνεχίσουν. Το οφείλουν στα νεαρά μέλη που άρχισαν ήδη και αναπνέουν την ατμόσφαιρα της Ελληνικής Φιλίας, η οποία στα γαλανά και δροσερά νερά της Καλύμνου αναβαπτίζεται και αναγεννιέται κάθε χρόνο.
  

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Η Ελληνική Μεικτή Χορωδία της ΔΕΗ-ΔΕΔΔΗΕ στο Μέγαρο

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ 


Δεν ξέρω πόσο είναι γνωστό στο ευρύ κοινό ότι η ΔΕΗ δεν μας φωτίζει  μόνο με το ηλεκτρικό της φως αλλά και με το καλλιτεχνικό της. Θέλω να πω, για όσους δεν είναι ενήμεροι, ότι η ΔΕΗ διαθέτει μια χορωδία, με σαράντα ενεργά μέλη, αποτελούμενη από ταλαντούχους υπαλλήλους της και άλλους που δεν είναι υπάλληλοί της, είναι όμως καλλικέλαδοι. Σήμερα η χορωδία, ενηλικιωμένη πλέον, αλλά νέα και σφριγηλή πάντα, άγει το τριακοστό έβδομο έτος της. Κατ’ αρχάς, λοιπόν, να της ευχηθούμε να τα εκατοστήσει αλλά και να συνεχίσει και στους επόμενους αιώνες να διαχέει τη γοητεία της στις μέλλουσες γενιές. 

Στις 20-6-15, ημέρα Σάββατο, είχαμε την ευτυχία να παρακολουθήσουμε τη σύμπραξή της με την αμερικανική χορωδία The Masters Choral Fresno Community Chorus, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο Ελληνοαμερικανικών πολιτιστικών σχέσεων. Ακούσαμε από τους Αμερικανούς τραγούδια σπιρίτσουαλς και γκόσπελ. Ωραία και γοητευτικά, ειρηνικά και ηρεμιστικά. Ανταλλάξαμε με τους Αμερικανούς καλλιτέχνες αβρότητα και ευγένεια. 

Όμως, θα ήθελα να σταθώ περισσότερο στη δική μας χορωδία γιατί αυτή με συγκίνησε περισσότερο, γιατί μετέφερε έναν άλλο αέρα, συνυφασμένο από Ευρώπη, κυρίως, και από Ελλάδα στο μικρό, πλην λίαν γοητευτικό και συγκινητικό,  ελληνικό μέρος της.   

Στο πρόγραμμά της περιελάμβανε: 1. Donizetti: Don Pasquale (Che interminabile andiri vieni…) μια κωμική ιστορία όπου ένας «γέρος» καλοβλέπει μια νεαρά αλλά εκείνη καλοβλέπει τον nipotino, τον νεαρό ανιψιό. Γιατί η ζωή και τα νιάτα έχουν το δικό τους κώδικα, με αυτόν πορεύονται και πολύ σωστά πράττουν. 2. Ακολούθησαν Τσιγάνικα τραγούδια του Μπραμς. 3. Του Μ. Seiber «There was an old man in a tree» σε στίχους του Εδουάρδου Ληρ. Είναι ένα Λίμερικ, σαν αυτά που έχει μεταφράσει ο Γιώργος Σεφέρης, τα χωρίς νόημα ποιήματα, που όμως έχουν νόημα, κάτω από το no sense νόημά τους. 4. Απολαύσαμε σε ένα καταπληκτικό σόλο τον Δημήτρη Κοσκινά στο  «Hear me. Redeemer» του Η. Mollicone. 5. Το «One» του M. Hamlish ήταν μια έκπληξη γιατί μας ταξίδεψε  στο μιούζικαλ Chorus line που είχαμε θαυμάσει στα νιάτα μας.  Και ποιος ακούγοντάς το τώρα από τη χορωδία μας δεν ξαναταξίδεψε πίσω στη λάμψη της νιότης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας του, στη μία και μοναδική «One» του. Το νούμερο 6 του προγράμματος περιελάμβανε το «Χορεύοντας»,  του L. Spevacek (Danza) σε ένα θαυμάσιο σόλο της Αθηνάς Βασιλείου και … Μπαίνουμε στο ελληνικό μέρος, μικρό αλλά αντιπροσωπευτικό: Μάνου Χατζιδάκη, «Με την Ελλάδα καραβοκύρη», Γιάννη Μαρκόπουλου, «Τα λόγια και τα χρόνια» και Διονύση Σαββόπουλου «Ας κρατήσουν οι χοροί». Ας ευχηθούμε κι εμείς να κρατήσουν οι χοροί, να είναι πάντα η Ελλάδα καραβοκύρης στη θάλασσα της και να περνούν τα χρόνια χωρίς να ξεχνιούνται τα λόγια.

Η Χορωδία της ΔΕΗ έχει δραστηριότητες πολλές και επιφανείς στο ενεργητικό της. Είχε την τύχη να βρεθεί υπό την καθοδήγηση του Γιάννη Θανόπουλου, του Χριστόφορου Ζησόπουλου  και της Κωνσταντίνας Παπαθανασίου, κατά καιρούς, και να μελετήσει ένα πλούσιο ρεπερτόριο διαφόρων εποχών και συνθετών. Η αξία αποδεικνύεται από τις επιφανείς συνεργασίες της με μεγάλους Έλληνες συνθέτες, σπουδαίους τραγουδιστές, τραγουδοποιούς και πολλούς λυρικούς καλλιτέχνες. Και ακόμα από τις εμφανίσεις της στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στο Αρχαίο Στάδιο των Δελφών, στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Επίσης, έχει λάβει μέρος στις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών αγώνων, «Αθήνα 2004», στην παράδοση της Ολυμπιακής Φλόγας στους Ολυμπιακούς αγώνες της Βαρκελώνης και στην τελετή έναρξης του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Στίβου το 1997. Και φυσικά, τιμώντας και τα ελληνικά χρώματα, πέρα από τα κλασικά αθάνατα έργα, ελληνικά και ξένα, έχει τραγουδήσει και αθάνατα δημοτικά τραγούδια. 

Στην εκδήλωση της 20-6-15 την Μουσική Διεύθυνση είχε ο Κωστής Κωνσταντάρας, στο πιάνο ήταν ο Μάριος Καζάς και στα κρουστά η Ελευθερία Βουτσινά και η Αμαλία Γιαννούλη.  Τους συγχαίρουμε όλους θερμά και ειδικά τα μέλη που με τη δύναμη των πνευμόνων τους φύσηξαν  πνοή καλλιτεχνικής ζωής, ποιότητα και ομορφιά  στην Αθήνα και στην ψυχή μας. 

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Για το βιβλίο της Ελένης Λιντζαροπούλου “Η εποχή των Λέξεων. Με 10 πίνακες της Ιωάννας Ασσάνη” (εκδ. Οι εκδόσεις των Φίλων, 2015)

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Το ποίημα δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις, είπε ο Μαλλαρμέ κι ο Ελύτης τροποποίησε: «μονάχα οι λέξεις δεν μου αρκούσανε», ρίχνοντας το βάρος για την ποιητική ατμόσφαιρα στην αρμονία των λέξεων ο πρώτος και στην συνεπικουρία των εικόνων ο δεύτερος. Η ποίηση λοιπόν γίνεται με ιδέες, με λέξεις, με εικόνες. Μάλλον όμως, πρωτίστως, θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένη στο DNA του ανθρώπου για να μπορέσουν να βρουν την έμμετρη έκφρασή τους οι ιδέες, οι λέξεις, οι εικόνες. Και η απόδειξη βρίσκεται στην ποίηση της Ελένης Λιντζαροπούλου, η οποία αναγνωρίζοντας τη βαρύτητα των λέξεων στη γέννηση του ποιήματος, τάσσεται με την άποψη του Μαλλαρμέ, ρίχνει όμως ισοδύναμο βάρος και στις ιδέες και στις εικόνες. Και οι ιδέες όλες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουν κοινωνική προέλευση. Η Λιντζαροπούλου γράφει ποίηση κυρίως κοινωνική. Δεν εκτοξεύει μανιφέστα, αλλά περιγράφει επεισόδια, παραδίδει μαθήματα ανθρωπιάς και καταγγέλλει την απανθρωπιά, όπου την επισημαίνει. Και για τις ιδέες της επιλέγει ένα απλό ανθρώπινο λεκτικό όχημα για να φτάνουν εύκολα στην ψυχή του αποδέκτη. Και είναι τόσες πολλές οι αφορμές που ο χρόνος και η συγκυρία φέρνουν ώστε να πολλαπλασιάζεται ευθέως ανάλογα και η δημιουργία.

Με έναν τόνο προσωπικό, εξομολογητικό φέρνει στην επιφάνεια την προδοσία, την έλλειψη εμπιστοσύνης, την αδιαφορία, την απουσία, τον έρωτα που μπαίνει στο ποίημα, με χαμένη την αθωότητα και δε φέρνει τη χαρά. Όσο κι αν προσπαθεί να συντονίσει τις αναπνοές της: «Συστολή- Διαστολή-Συστολή-Διαστολή» για να βρει την ακριβή στιγμή, θα μείνει με την απορία: πού κρύβεται η «αλήθεια», σε «ποια σύσπαση», πού είναι εκείνο το αίσθημα που κόβει τον καιρό στα δυο και τον αποσβολώνει, που γεμίζει τον ουρανό και το στήθος του άντρα άστρα; πού είναι, αυτός ο παντοδύναμος θεός και δημιουργός ζωής; Στα συμφραζόμενα της σήψης, του κακού «αιφνιδιασμού», στην οδυνηρή απουσία, εκεί βρίσκεται, αφήνει η ποιήτρια να εννοηθεί. Εκεί που πεθαίνουν οι λέξεις. Σε «κάτι βουβά ξημερώματα» και κάτι «ασυνέπειες» και στον αιφνιδιασμό και ο νοών νοείτω. Τι σημασία έχει αν το σκουλήκι σερνότανε στην καρδιά του μήλου ή στη φλούδα; Εκεί που δεν το περίμενες σερνότανε και σε αιφνιδίασε. Η εποχή των λέξεων λοιπόν, θα πρέπει να είναι η εποχή των χαμένων νοημάτων. Η εποχή που απάλειψε την ουσία και τη βαρύτητα και άφησε τις λέξεις στον αέρα, χωρίς περιεχόμενο. Όσο κι αν σκύβουμε να βρούμε τη χαμένη αλήθειά τους, ματαιοπονούμε. Γιατί διαπιστώνεται πικρά πως «Καμιά φορά γερνάνε κι οι λέξεις / σαν τους ανθρώπους / σε μοναχικά παγκάκια». Ιδέα που ξέπεσε, νόημα που χάθηκε, άδειο κέλυφος, έκπτωτος πολίτης στο παγκάκι, παραμένει άστεγη και α-νοητή η γερασμένη λέξη. Τι εποχή λέξεων, θα αναφωνούσε και ο Ρεμπώ. Ωστόσο, ακόμα και σ’ αυτήν την απαισιόδοξη κατάσταση η ποιήτρια εις εαυτήν: «κι όμως εσύ επιμένεις να γράφεις», λέει. Και δεν καθυστερεί στα προσωπικά. Επανεξετάζει πρόσωπα και συμπεριφορές, επανεκτιμά ή καλύτερα συνεκτιμά τα πάντα σε σχέση με τα κοινωνικά συμφραζόμενα. Γιατί η ζυγαριά της γέρνει από την άλλη μεριά, παραμερίζει τις πληγές της για να επουλώσει τις ξένες. Ο πόνος του ανθρώπου την έλκει, την μαγνητίζει και της γεννά την ανάγκη της προσφοράς.
Και η γαλλική «Revolution», ταυτισμένη με την επανάσταση, θέτει με βεβαιότητα ότι «θα ξυπνήσουμε ένα / πρωί», όμως αντιπαραθέτει τον προβληματισμό «πόσοι θα είμαστε / εκείνο το πρωί / και όχι ποιοι». Η ουσία που σκάλωσε στις δυο αντωνυμίες για να τονίσει την ειδοποιό διαφορά δείχνει τον έσχατο κίνδυνο. Και όταν η αγωνία της ποιήτριας ταυτίζεται με αυτή του «ληστού», του «γονατισμένου σε προσκυνητάρια δίχως πιθανότητες», τότε εμφανίζονται νέα ερωτήματα: Τι θέλει να πει εδώ; Ότι εξαντλήθηκε η μεταφυσική πίστη; Ότι μόνο οι απελπισμένοι επαφίενται σ’ αυτήν; Ότι σ’ αυτή τη ζωή πρέπει να πραγματωθεί αν κάτι αξίζει; Ό,τι και να εννοεί το παιχνίδι παίζεται μια του ύψους μια του βάθους. Οι «λεπροί δάκρυζαν θυμίαμα» και οι «μισθοφόροι μύριζαν θειάφι», οι «νεκροί κάπνιζαν λέξεις και ιδρώναν βεβαιότητα» με «την ελπίδα της Ανάστασης». Πολύ μακριά, αλλά όχι και τόσο, κάποιοι άλλοι νεκροί, εκείνοι της Ρωμιοσύνης του Γιάννη Ρίτσου, «πετρωμένοι πάνου στα καραούλια καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα», κάτω από άλλες ιστορικές συγκυρίες και άλλους αγώνες. Όπως και οι άλλοι του Οδυσσέα Ελύτη («Ο ύπνος των γενναίων»), πεσμένοι μέσα σ’ ένα τοπίο που μυρίζει «λιβανιά» και «καπνό» αφήνουν σαν «άχνα» την τελευταία ελπίδα τους για το αγαθό της ζωής, αλλά και νοσταλγώντας την ακόμα και κάτω από τη γη. Κάθε εποχή και ο δικός της καπνός και η δική της συμφορά.

Η ποιήτρια δεν βλέπει μόνο τον βασανισμένο που υπέστη δεινά αλλά και τον βασανισμένο από την τιμωρό «συνείδηση» που ελέγχει διαρκώς. Τη συνείδηση Ερινύα που κυνηγά τον υβριστή. Όμως η ποίηση δεν έρχεται για να απονείμει δικαιοσύνη. Ο ρόλος της είναι παρηγορητικός για τον πάσχοντα. Στην απορία της, «Ανθίζουν λουλούδια/ στα ρείθρα /και δεν μπορεί/ να γεννηθεί/ μια αλήθεια/ στον άνεμο;», μόνο μια οικτρή παραίτηση απομένει: «Γράψε την παραίτησή σου / τότε/ και υπόγραψέ την/ με όλο σου τον φόβο». Πάλι εδώ ακούγεται από μακριά μια άλλη, από την κοσμική ανάγκη προκύπτουσα «παραίτηση», του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος πρότεινε: «Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο τη μέρα τ’ όνομα τον τόπο και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει».

Συγκινητικό και μεγαλόψυχο είναι το «Αφιερωματικό» στην συγγραφέα Ελένη Λαδιά, την αγαπημένη φίλη, στην οποία η μία Ελένη αφιερώνει όχι τόσο το ποίημα, όσο την ψυχή της, γιατί στην άλλη Ελένη βρήκε πνευματικό στήριγμα, «οδοιπόρα μνήμη», «σπορέα συνειδήσεω», επίδραση πάνω στον «λευκό καμβά της ζωής» της. Ενδιαφέρουσα είναι μάλιστα η έμφαση: «Έκτοτε, γράφω το τελικό νι παντού/ και συναιρώ, για χάρη σου, τα ρήματα». Το «τελικό νι» για τον σημαίνοντα κουδουνιστό του ήχο (;) και τα συνηρημένα ρήματα, για τη σμίκρυνση της απόστασης (;).

Οι «Νέοι της Ποσειδώνος» σκοπίμως παραπέμπουν στους άλλους, της Σιδώνος του Καβάφη ή του Αναγνωστάκη, τηρουμένων των αναλογιών, των εποχών και των συμπεριφορών, για να φανεί, αν και δεν κατονομάζεται, η τεράστια απόκλιση από την γιγάντια σκιά εκείνου που έκανε τη διαφορά με τους νέους και τις αντιλήψεις τους. Τον Αισχύλο εννοώ, που αν δεν ήταν αυτός δεν θα ήταν ούτε οι Σιδώνιοι νέοι ούτε οι Ποσειδώνειοι. Η ποίηση έχει βαθιές ρίζες και διατρέχει τις εποχές για να φέρει το μήνυμα που εκκινεί από τον Αισχύλο και καταλήγει στην εποχή μας. Εκείνος τον αγώνα για την πατρίδα είχε μνημονεύσει στο επίγραμμα του και μόνο αυτόν. Ο δεύτερος την τέχνη πιο πολύ και ο τρίτος τους έρωτες των νέων του σχολιάζει. Η Λιτζαροπούλου στην Τέχνη της ποιήσεως βρίσκει καταφύγιο και ψυχής ανακούφιση, αλλά και δύναμη να επισημαίνει την κοινωνική αδικία. Γιατί η Τέχνη είναι μια ελεητική και σωτήρια αυταπάτη: «Κρατήσου γερά από τις αυταπάτες σου./ Αργεί ακόμη η αλήθεια/που δε θ’ αντέξεις». Ας κρατηθούμε από την Illusion, λοιπόν, που τροφοδοτεί την έμπνευση και μετατρέπει την πληγή σε φως, όπως λέει ο Braque - «Lart est une blessure qui deviant lumière»- ας αφεθούμε στην ελπίδα και στην πίστη πως η Τέχνη σώζει.

Και να την μια «θαλασσογραφία» σαν τεράστια μουντζαλιά, που αδικεί το γαλανό Αιγαίο μας. «Ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς», μας λέει ο Αισχύλος, ανθολογεί το στίχο ο Σεφέρης και παραλλάσσοντας η Λιντζαροπούλου θέτει μπροστά στα μάτια μας τη σύγχρονη τραγωδία. Τα σπασμένα καράβια και τα πνιγμένα σώματα των Περσών τότε, τα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα και τα πνιγμένα σώματα των εξαθλιωμένων τώρα. Να πώς η τέχνη μεταπλάθει τα δεινά της κάθε εποχής σε έργα είτε είναι αθάνατες δημιουργίες είτε θνητοί μετανάστες. Και στο ανθισμένο πέλαγος από τους νεκρούς αντιστοιχεί ένα πλήθος «τυχερών». Αυτών που επέζησαν – οποία ειρωνεία- για να βρουν καταφύγιο πλάι στους κάδους, στις γωνίες, με το κρύο και τη βροχή, άστεγοι και πεινασμένοι, παγωμένοι και μοναχικοί, με μόνη προστασία μια χάρτινη κούτα. Σύγχρονοι Οδυσσείς με Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη. Μη ρωτάς να μάθεις το γιατί, μη ζητάς να βρεις την αλήθεια: «η αλήθεια σαν επιμένει να βρεθεί γίνεται πόνος». Ο Οιδίπους όταν βρήκε την αλήθεια πόνεσε πιο πολύ από τη άγνοια που τον έκνιζε.

Και μια προτροπή προς τον αναγνώστη: «Αν θες να κάνεις κάτι για τον ποιητή» («Προστακτικές Ενεστώτα Χρόνου»), μίλα του, διάβασέ τον, κατάλαβε πως, ό,τι εσύ έχεις έτοιμο στα χέρια σου, εκείνος ίδρωσε και πόνεσε για να το καταφέρει. Θυμήσου: «Το σώμα το αίμα θα βάλω /σε σχήμα βιβλίου μεγάλο», είπε ο Καρυωτάκης. «Το ποίημα κάθεσαι και το ξενυχτάς» είπε ο Σαχτούρης. Με ιδρώτα και αίμα και ξενύχτια γράφονται τα ποιήματα. Και για να πάρουμε μια ιδέα για το πώς δουλεύει η Λιντζαροπούλου, με τα δύο ποιήματα ποιητικής - «Απλότητος Εγκώμιον Ι» και «Απλότητος Εγκώμιον ΙΙ» - μας μπάζει στο εργαστήρι της: «λέξεις στιλπνές, ολοκάθαρες» αθάμπωτες στο χρόνο, επιλέγει. Ένα ποτάμι που παρασύρει τα θνησιμαία, μια απλότητα που στηρίζεται στη φυσική ομορφιά, «άσπρα τριανταφυλλάκια», σαν εκείνα τα μετρημένα ισοσύλλαβα, ομόηχα, ομοιοτέλευτα και ομοιοκατάληκτα -«βήμα» και «ρήμα» και «ρίμα» και «κρίμα»- που αρμονικά ανταποκρίνονται το ένα στο άλλο σαν σκαλοπάτια ποιητικών αναβαθμών· και να τες οι «Πλεξούδες λέξεων» που διατρέχουν τον τράχηλο της Κόρης Ποίησης. Μάλλον η ποίηση δεν γράφεται ούτε με λέξεις ούτε με ιδέες ούτε με εικόνες μόνο αλλά με θάρρος να μιλάς, με αγάπη στην καρδιά και με ψυχή να αντέχεις.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: [ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΓΟΥΡΔΟΥΝΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ]

Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου 
κατὰ τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Ἑσπερινοῦ 
ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ τῆς Θείας Μεταμορφώσεως
τοῦ Σωτῆρος Γουρδοῦνος Καππαδοκίας
(13 Ἰουνίου 2014)

Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἐξοχώτατοι,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐλλογιμώτατε Πρόεδρε κ. Ἰσακίδη,
Εὐλογημένοι γόνοι τῶν Καππαδόκων καὶ ὅλοι οἱ προσελθόντες προσκυνηταὶ τῆς Ἁγιοτόκου Καππαδοκίας καὶ τοῦ φημισμένου χωρίου τῶν Γουρδουνιωτῶν,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἡ γῆ τῆς Καππαδοκίας, ὅπου ἐπὶ αἰῶνας, τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια ὑπερέβησαν τὰ σκότη τῆς ἀγνωσίας καὶ τοῦ παντοειδοῦς ἀνθρωπίνου πάθους διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων οἱ ὁποῖοι ἔζησαν καὶ ἐδίδαξαν εἰς αὐτὴν τὸν Λόγον τῆς Ἀληθείας, μᾶς συνεκέντρωσεν ἀπόψε εἰς τὸν Ἱερὸν αὐτὸν Ναὸν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, εἰς εὐχαριστίαν καὶ δοξολογίαν τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου, ὅπου τοῦ προσφέρομεν «ἑσπερινὸν ὕμνον καὶ λογικὴν λατρείαν» «κλίνοντες εὐλαβῶς τὸ γόνυ τῆς καρδίας». 

Προσφέρομεν δὲ τὴν λατρείαν μας αὐτὴν μέσα ἀπὸ τὰς κατακόμβας τῆς «Καππαδόκων χώρας», ὅπου ἐλατρεύετο διὰ συμβόλων ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς Θεοῦ Υἱὸς καὶ Σωτήρ, ὡς «ΙΧΘΥΣ», ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῶν περικαλλῶν κάποτε Ναῶν, ὅπου ἐξεχύθη ἡ Χάρις ἀπὸ τὰ χείλη τῶν Ἁγίων καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις, καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔφθασεν εἰς τὴν ἀκμήν της ὡς τὸ στόμα σοφίας, ὡς ἡ βάσις τῶν δογμάτων, ὡς τὸ θαῦμα τῆς οἰκουμένης. Αὐτή, μὲ μίαν λέξιν, εἶναι ἡ Ἁγιοτόκος Καππαδοκία. Ἕνα Θαῦμα. Μάλιστα δὲ τὸ θαῦμα τῶν αἰώνων καὶ τῶν γενεῶν.

Μᾶς ἀξιώνει, λοιπόν, καὶ ἐφέτος τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ νὰ εὑρισκώμεθα ἐδῶ, ἔκπληκτοι ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ ἕνα αἰῶνα περίπου, ἐπιτρέπει εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην μὲ τὸν λαόν του νὰ προσέρχωνται προσκυνηταὶ καὶ συγχρόνως ἱερουργοὶ αὐτοῦ τοῦ συνεχοῦς μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ ἄλλας λέξεις, μᾶς ἀξιώνει νὰ ἀπολαμβάνωμεν, ὡς ταπεινοὶ συνεχισταὶ ἐκείνων τῶν διαλαμψάντων ἐδῶ πατέρων μας, τὰ κρίματα τῆς δημιουργίας τῆς φημισμένης Ὀρθοδόξου Καππαδοκίας. Τὰ κρίματα αὐτὰ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις καὶ ὁ Ὀρθόδοξος Πολιτισμός μας, λειτουργικός, δογματικός, ἁγιαστικός, μνημειώδης, συνεχὴς καὶ ἀκατάπαυστος.

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,

Εὑρισκόμεθα εἰς χῶρον οἰκεῖον, τὸν χῶρον τῶν Καραμανλήδων Ὀρθοδόξων, ὅπου οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας ἐκήρυξαν τὸν Χριστόν «οὕτως, ὥστε πιστεῦσαι Ἰουδαίων τε καὶ Ἑλλήνων πολὺ πλῆθος» (Πράξ. ιδ΄, 1-2). Συγκίνησις καὶ δέος ἀσφαλῶς διακατέχουν ὅλους ἡμᾶς, ἐὰν ἀναλογισθῶμεν ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς τόπον συνδεδεμένον στενῶς μὲ τὴν Πόλιν καὶ μὲ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον μὲ δεσμοὺς ἀκαταλύτους, μέχρι τοῦ σημείου εἰς κάθε Πατριαρχικὸν ἑσπερινὸν νὰ μνημονεύωνται οἱ «εὐσεβεῖς Γουρδουνιῶται» καὶ ἡ «Συντεχνία» τους εἰς τὴν Πόλιν, ὡς εὐεργέται τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ χωρίον ἤρχοντο εἰς τὴν Βασιλεύουσαν Πόλιν, τὴν ἕδραν μας, οἱ εὐσεβεῖς Γουρδουνιῶται καὶ ἐπεδίδοντο εἰς τὸ ἐμπόριον καὶ εἰς τὰς τέχνας καὶ ἐδημιούργουν αὐτὸν τὸν λεγόμενον καὶ γνωριζόμενον Ὀρθόδοξον Καραμανλήδικον πολιτισμόν, τὸν ὁποῖον μετουσίωσαν εἰς εὐεργεσίαν πρὸς τὴν Μεγάλην Ἐκκλησίαν καὶ πρὸς τὸ Γένος μας, ὥστε μέχρι σήμερον νὰ προσευχώμεθα δι᾿ αὐτούς. Καὶ ἀπόψε, τοὺς ἀνταποδίδομεν τὴν τιμὴν καὶ τὴν εὐχαριστίαν καὶ τὴν προσευχήν μας, εἰς τὸν ἰδικόν τους τόπον, εἰς τὸ χωριό τους. Εἰς τὸ χωριὸ αὐτὸ τῶν Γουρδουνιωτῶν, ποὺ ἡ συντεχνία των ἔφερε κάποτε τὸ νερὸ εἰς τὸ Πατριαρχεῖον μας, ἐδέσποζεν ἄλλοτε ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ἡ ὁποία καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐπωνυμίαν, ἐκ τοῦ κτήτορος αὐτῆς Γορδηνοῦ, καί, κατ᾿ ἄλλους ἱστορικούς, ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἄλλοτε Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γορδίου. 

Καὶ εἶχε ζυμωθῆ τὸ ἦθος τῶν Καππαδοκῶν Γουρδουνιωτῶν μὲ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὰς ἑορτάς της, μὲ τὰς παραδόσεις της, μὲ τοὺς ἁγίους της. Κάθε βράχος ἦτο καὶ ἕνας τόπος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Κάθε Καππαδόκης Γουρδουνιώτης εἶχεν ὄνειρον καὶ τάμα νὰ ἀφιερώσῃ κάτι εἰς τὸν Κύριον: παιδίον-ἱερέα, ναὸν ἢ παρεκκλήσιον, ὡς μαρτυροῦν τὰ πολλὰ παρεκκλήσια τοῦ χωριοῦ αὐτοῦ, ἐκ τῶν ὁποίων ὀνομαστὸν ἦτο τὸ μικρὸν ὑπόγειον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὡς καὶ τὸ λαξευτὸν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου. Οἱ Καππαδόκες διακρίνονται διὰ τὴν πίστιν τους τὴν ζωντανήν, τὴν ὁποίαν ἐξέφραζον κυρίως μὲ τὴν ἀνέγερσιν περικαλλῶν Ναῶν, ἀλλὰ καὶ ἐκπαιδευτηρίων. Ὅπως ὁ Ναὸς αὐτὸς εἰς τὸν ὁποῖον προσευχόμεθα, ὁ ὁποῖος ἀνηγέρθη ταυτοχρόνως μὲ τὸ σχολεῖον τοῦ χωρίου, κατὰ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος, εἰς ἀντικατάστασιν παλαιοῦ ὁμωνύμου παρεκκλησίου. Ὑπάρχει ἡ διήγησις ὅτι οἱ ξενιτεμένοι Γουρδουνιῶται, ποὺ ἐδημιούργησαν τὴν συντεχνίαν τους εἰς τὴν Πόλιν, κάθε χρόνο ἔκαναν προσκύνημα εἰς τὸ χωριό τους αὐτό. Ἔφερναν δὲ μαζί τους τὸ τάμα, δηλαδὴ τὸ χρυσὸ φλουρί, ἢ τὴν ἀσημένιαν κανδήλαν, εἰς τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου τους. Τὰ κατέθεταν εἰς τὴν εἰκόνα, ἔκαναν τὸν σταυρόν τους καὶ παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀξιώνῃ ὁ Θεὸς νὰ πραγματοποιοῦν κάθε χρόνον τὸ προσκύνημά τους. Αὐτὰ διηγεῖται ὁ τελευταῖος Μητροπολίτης Ἰκονίου Προκόπιος, πρὶν τὴν ἀνταλλαγήν, εἰς τὰ ἀπομνημονεύματά του.

Αὐτὸ τὸ ἔθιμον τῶν ξενιτεμένων Γουρδουνιωτῶν, ἡμεῖς οἱ μὴ Γουρδουνιῶται, ἤλθαμε νὰ πραγματοποιήσωμεν ἀπόψε σὰν χρέος εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς προγόνους μας ἐκείνους, ποὺ διετήρησαν τὸ κανδῆλι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἀκοίμητον, καὶ μᾶς τὸ παρέδωκαν ὡς ζωῆς εὐεργεσίαν. Ἤλθαμε νὰ τοὺς ἀνάψωμεν τὸ κερί μας, νὰ προσευχηθοῦμε δι᾿ αὐτούς, νὰ τοὺς ποῦμε ὅτι δὲν τοὺς ξεχνᾶμε, ὅτι μόλις οἱ καιροὶ καὶ αἱ περιστάσεις μᾶς τὸ ἐπέτρεψαν, εἴμεθα πάλι κοντά τους, ἕνα σῶμα, μία ψυχή, μία Ἐκκλησία, καὶ νὰ προσφέρωμεν εἰς τοὺς ἀειμνήστους Γουρδουνιώτας ποὺ ἐθυσιάσθησαν ἐδῶ, ἡμεῖς ὅλοι ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ συνοδοί του, τὴν καρδιάν μας.

Πατέρες καὶ ἀδελφοί,

Εὑρισκόμεθα εἰς τὴν Καππαδοκικὴν γῆν, εἰς τὰ ἐρείπια τῶν ἱερῶν της Ναῶν, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι λαξευμένοι εἰς τοὺς λιθίνους ὄγκους της, καὶ μαρτυροῦν τὸν καρπόν, ὄχι τὸν πρόσκαιρον καὶ τὸν παρερχόμενον καὶ τὸν μεταβαλλόμενον εἰς ἐρείπια λήθης, λησμονιᾶς δηλαδή, ἀλλὰ τὸν καρπὸν τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς ἀσκήσεως τῆς ζωῆς, δηλαδὴ τὸν πύργον τῆς αἰωνιότητος. Τὸν καρπὸν αὐτὸν τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἁγιότητος τῶν Γουρδουνιωτῶν καὶ γενικῶς τῶν Καππαδοκῶν τιμῶμεν. Εἰς τὸν ἑσπερινὸν αὐτὸν στρατευομένη καὶ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, παρελθὸν καὶ παρόν, ἑνούμεθα εἰς τὴν ὑπέρχρονον Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀναφέρομεν ἅπαντες ἀπὸ κοινοῦ τὸν αἶνον καὶ τὴν δοξολογίαν εἰς τὸν Δημιουργόν, Προνοητὴν καὶ Σωτῆρα μας, εἰς τὰς παντοδυνάμους χεῖρας τοῦ Ὁποίου ἀναθέτομεν μὲ ἐμπιστοσύνην τὸ μέλλον καὶ τοῦ τόπου τούτου, τὴν ἔκβασιν τοῦ πόνου καὶ τῶν στεναγμῶν γενεῶν καὶ γενεῶν ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ μέχρι τῶν ἐσχάτων.

Λοιπόν, ἀδελφοί, «ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν καὶ ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν», κρατοῦμε ἀναμμένη τὴν λαμπάδα καὶ τὴν κανδήλα τῆς Ἀναστάσεως ἐν Καππαδοκίᾳ ἀπόψε, αὔριον ἐν Ἀνακού, μεθαύριον πάλιν ἐν Κωνσταντινουπόλει, καὶ πάντοτε ἐν ἁπάσῃ τῇ δεσποτείᾳ Κυρίου, καί, ἐν τέλει, εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, «δῶρον πλέκοντες ὕμνον εὐχαριστίας» τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τὸν αἰῶνα. Ἀμήν.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Για το βιβλίο του Θεοδόση Πυλαρινού ''Ιάκωβος Πολυλάς. Τα Κριτικά κείμενα'' (εκδ. Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2015)

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής Θεοδόσης Πυλαρινός στον «Πρόλογό» του, η έκδοση των Κριτικών Κειμένων του Ιάκωβου Πολυλά, οφείλεται στην ευτυχή συγκυρία της ανάληψης της θέσης του Γενικού φιλολογικού επόπτη του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, από τον Γιάννη Παπακώστα, ο οποίος είχε προγραμματίσει την έκδοση σημαντικών κριτικών και θεωρητικών έργων της Νεοελληνικής φιλολογίας του 19ου αιώνα, μεταξύ των οποίων είχε θέση και ο αξιόλογος Κερκυραίος κριτικός και εκδότης του Διονυσίου Σολωμού.

Ο Πυλαρινός έχει μακρά ενασχόληση με την Επτανησιακή Σχολή και ο Πολυλάς ήταν ο κρίκος που έλειπε από τους πρωτοπόρους της νεοελληνικής σκέψης του 19ου αιώνα, που ήδη είχε εκδώσει το Ίδρυμα. Όπως επισημαίνει ο Πυλαρινός, ο Πολυλάς ανήκει στους θεμελιωτές της Νεοελληνικής κριτικής, με σημείο αναφοράς τα «Προλεγόμενα» στα Ευρισκόμενα του Σολωμού, καθώς και τη μελέτη του Η φιλολογική μας γλώσσα, για να παραμείνει στα δύο πιο αντιπροσωπευτικά του έργα. Είναι, επίσης, ο «θεμελιωτής των σολωμικών μελετών», ο «πρώτος συστηματικός κριτικός του εθνικού μας ποιητή», του οποίου ανέδειξε το «εμβληματικό για τα νεοελληνικά μας γράμματα έργο», το οποίο, αν μη ο Πολυλάς «ενδεχομένως να μην είχε την αποδοχή που του επεφύλαξε ο χρόνος». Επίσης ο Πυλαρινός τονίζει ότι ο Πολυλάς ήταν οξυδερκής θεωρητικός της λογοτεχνίας, εμβριθής φιλόλογος, πρωτοπόρος μεταφραστής και έθεσε τις βάσεις επί της οποίας στηρίχτηκε ολόκληρη η Επτανησιακή φιλολογία.

Ο τόμος, λοιπόν, τετρακοσίων πενήντα σελίδων, περιλαμβάνει, πέραν του «Προλόγου», εκτεταμένη και πλήρως κατατοπιστική «Εισαγωγή», η οποία περιλαμβάνει τη «ζωή και την προσωπικότητα του Πολυλά», καθώς και «Τα κριτικά κείμενα». Ακολουθεί η «Επιλογή Βιβλιογραφίας» και έπειτα, το εκτεταμένο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στις μελέτες, από τις οποίες δειγματοληπτικά αναφέρω την «Μελέτη εις την Τρικυμία» του Σαίξπηρ, «Πόθεν η μυστικοφοβία του κ. Σπ. Ζαμπελίου», «Απάντησις ενός τσαγκαρόπουλου εις την επιστολήν του Αρ. Βαλαωρίτου, «μελέτη εις τον Αμλέτον», «Κριτική των ειδώλων του Εμμ. Ροΐδη», «Περί γλώσσης», «Νεκρολόγημα στο θάνατο του Σολωμού», και άλλα ειδικού και μεγάλου ενδιαφέροντος κείμενα. Επίσης συμπεριλαμβάνεται το «Παράστημα» Ι, με τα «Περί των εν Κερκύρα εκπαιδευτηρίων» και «Τα πανεπιστημιακά» και το «Παράρτημα» ΙΙ, με κείμενα του Κωστή Παλαμά, του Γεώργιου Καλοσγούρου, Γεράσιμου Μαρκορά, Λορέντσου Μαβίλη, το «Πρόγραμμα της τελετής της Εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου», «Ο ανδριάς του ιερομάρτυρος Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄» και άλλα επίσης πολύ σημαντικά.

Στα διεξοδικώς καταγεγραμμένα από τον Πυλαρινό βιογραφικά στοιχεία διαβάζουμε ότι ο Πολυλάς είχε βυζαντινές ρίζες. Οι πρόγονοί του ήταν ευγενικής καταγωγής, που ήρθαν μετά την Άλωση από την Κωνσταντινούπολη στην Κέρκυρα. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Σπυρίδων Μάρκου Πολυλάς και μητέρα του η κόρη του κόμη Νικολάου Βούλγαρη, γυναίκα με παιδεία και μουσική καλλιέργεια. Γεννήθηκε το 1825 και πέθανε το 1896. Το 1834 γνώρισε τον Σολωμό, με τον οποίο η οικογένεια είχε φιλικές σχέσεις. Γνώριζε την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα, την ιταλική, γαλλική, αγγλική και γερμανική, η οποία καθόρισε και την ιδεολογική του συγκρότηση. Το 1855 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη μετάφραση της Τρικυμίας του Σαίξπηρ, το 1859 αναδείχτηκε το κριτικό του πνεύμα με τα «Προλεγόμενα» στα Ευρισκόμενα του Σολωμού. Ο Πολυλάς υπήρξε μαχητικός δημοσιογράφος με στόχο την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, μετριοπαθής ενωτικός, βουλευτής, αρχικά, με το κόμμα του Χαριλάου Τρικούπη, συγγραφέας τριών διηγημάτων, το 1875-1881 προχώρησε στην τμηματική έκδοση της μετάφρασης της Οδύσσειας και το 1882 στη μετάφραση της Ιλιάδας. Θεωρήθηκε «απόστολος» του εθνικού ποιητή, στον κύκλο του οποίου ανατράφηκε.

Ο Πυλαρινός διακρίνει τρεις άξονες στο έργο του Πολυλά: α) προβολή του σολωμικού έργου και ιδεώδους. β) μετριοπαθής στάση στο γλωσσικό. γ) μεταφραστική παραγωγή, τεκμηριωμένη και με θεωρητικά κείμενα. Στα κείμενα του, τονίζει ο καθηγητής, αντικατοπτρίζεται η «πολύπλευρη προσωπικότητά του», της οποίας κύρια μέριμνα ήταν η «ευρεία μετάδοση του πολιτιστικού αγαθού», πράγμα που επεχείρησε μέσα από τα άρθρα του στον τύπο και τις λαϊκές διδασκαλίες του στο σύλλογο «Αναγέννησις». Ήταν σημαντική η παρέμβασή του στη διαμόρφωση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας, αποφεύγοντας τις υπερβολές και τον εριστικό τρόπο» του Ψυχάρη. Γενικώς, έχαιρε μεγίστης εκτιμήσεως από τους συγχρόνους του για τη «λατρεία της ιδέας», για τη «φιλολογική του θέση», για «όλο το πλάτος της ενέργειάς του, και ’ς την πολιτική και ιδιωτική ζωή του».

Στα γνωρίσματα της Επτανησιακής Σχολής, λέει ο Πυλαρινός, είναι και η μεταφορά στην ελληνική γλώσσα ευρωπαϊκών έργων (όπως και η Τρικυμία του Σαίξπηρ που ήδη αναφέραμε), για εκπαιδευτικό σκοπό και για την καλλιέργεια της δημοτικής γλώσσας. Το αυτό και η μεταγλώττιση στα νέα ελληνικά κλασικών έργων της αρχαιότητας. Τα «Προλεγόμενα», αξιολογεί ο Πυλαρινός, ότι «λειτούργησαν ως έργο κλειδί» που «συνιστά ένα από σημαντικότερα κριτικά κείμενα του 19ου αιώνα», γιατί πέραν των άλλων (διάσωση, ερμηνεία και διάδοση του σολωμικού έργου, σοφές απόψεις, έγκυρο βιογραφικό υλικό, ψυχογραφική εικόνα του ποιητή) διέγραψε τις προοπτικές και της μετέπειτα πορείας της νεοελληνικής κριτικής. Η αντοχή της στο χρόνο, παρά τις πολλές μελέτες που γράφτηκαν στη συνέχεια, μαρτυρεί την αξία της.

Η «Εισαγωγή» του Πυλαρινού, μελέτημα ενδελεχούς έρευνας, περιλαμβάνει στοιχεία της προσωπικότητας του Πολυλά συνδυασμένα με την προσωπικότητα του Σολωμού, τη μελέτη της γλώσσας, τις οικογενειακές περιπέτειες και την περίφημη δίκη, τα «ημιτελή έργα» του Σολωμού, τη σχέση του ποιητή με τη φύση, την ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία. Ο Πολυλάς, θα «επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στον ιδεαλισμό του Σολωμού» και στην υψηλή ιδέα του «ότι η ψυχή του αληθινού ποιήματος πρέπει να είναι η νίκη του λόγου απάνου εις την δύναμι των αισθήσεων». Θα ασχοληθεί με την «ωραιότητα της μορφής», τις «στιχουργικές καινοτομίες», την επιλογή του ανομοιοκατάληκτου στίχου. Και επειδή βρίσκεται κοντά στον ποιητή γνωρίζει και την «κατιούσα διαδρομή» σώματος και πνεύματος. Οι καταγραφές του για το θάνατο του ποιητή διακρίνονταν από «λιτότητα, σοβαρότητα και σεβασμό, αποφεύγοντας εγκώμια, επαίνους και αγιοποιήσεις».

Ακολουθούν οι άλλες μελέτες με εξαιρετικό ενδιαφέρον επίσης, καθώς και τα κείμενα του Παλαμά και του Καλοσγούρου, τα ποιήματα του Παλαμά, του Μαρκορά και του Μαβίλη για τον Πολυλά, σατιρικά ποιήματα, φωτογραφικό παράρτημα με το εξώφυλλο των Ευρισκομένων και των εφημερίδων: Η Αναγέννησις, Ο Κώδων και Ρήγας Φεραίος.

Ο αναγνώστης, διατρέχοντας τις σελίδες του βιβλίου έχει την αίσθηση ότι ο Πυλαρινός κάνει για τον Πολυλά αυτό που κάνει ο Πολυλάς για τον Σολωμό. Σαν να έχει από εκείνον παραλάβει τη σκυτάλη στη γέννηση αυτού του πολλαπλά σημαντικού βιβλίου, για τη φιλολογική έρευνα και για τον μελετητή, κατ’ επάγγελμα ή «ερασιτέχνη», με τη σημασία που ο ίδιος ο Πολυλάς έδινε στη λέξη.

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

JULIAN RACHLINΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ | MOZART MENDELSSOHN ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Έναν μεγάλο βιολονίστα, τον Λιθουανό Julian Rachline, γεννημένο το 1974, παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε ένα άκρως απαιτητικό και εντυπωσιακό πρόγραμμα, με την Αγγλική Ορχήστρα Δωματίου, που οι ερμηνείες της αγγίζουν την τελειότητα. Ο Rachline, με μια λαμπερή καριέρα ανά τον κόσμο, έχει συνεργαστεί με τους σημαντικότερους μαέστρους της Ευρώπης και της Αμερικής. Το 1988 κερδίζει τον τίτλο του «Eurovision Yang Musician of the Year» και καλείται να παίξει στο Φεστιβάλ του Βερολίνου υπό τον Lorin Maazel. Καλείται επίσης από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης υπό τον Ricardo Muti, και είναι ο νεότερος βιολονίστας που συμπράττει, ως παιδί θαύμα, με αυτή την Ορχήστρα. Ο Rachline παίζει, εξίσου, θαυμάσια Βιόλα, και, ως αρχιμουσικός διευθύνει, εδώ και δώδεκα χρόνια, το Φεστιβάλ Julian Rachline and friend που εδρεύει στο Ντουμπρόβνικ. Η συναυλία ξεκίνησε με την αριστουργηματική Εισαγωγή από την Όπερα του Mozart, «Οι γάμοι του Φίγκαρο», με τον Βιολονίστα στο πόντιουμ, σε μια ερμηνεία σπάνιας καθαρότητας και ρυθμικής ακρίβειας που ανέδειξε το λαμπερό, ανεξάρτητο, μοτσάρτειο πνεύμα, την ευφυΐα, τη χάρη και την αίσθηση των κωμικών καταστάσεων, αποτυπωμένων ανάγλυφα στη σύνθεση.
Στη συνέχεια, ένα από τα πιο δημοφιλή ρομαντικά κοντσέρτα όλων των εποχών, το Κονσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα σε μι ελάσσονα έργο 64, του Felix Mendelssohn Barhtoldy [1809-1847], πλούσιο σε περιεχόμενο, καθήλωσε το κοινό, με τον Rachline σε μια εντυπωσιακή ερμηνεία, να διευθύνει και την ορχήστρα. Ο Mendelssohn, γόνος διακεκριμένων Εβραίων τραπεζιτών, εγγονός του φιλοσόφου του Διαφωτισμού Moses Mendelssohn, έλαβε άριστη παιδεία. Παιδί θαύμα συνδέθηκε από τα εννιά του χρόνια με το μεγάλο Γερμανό ποιητή και φιλόσοφο Goethe. Πολυσχιδής προσωπικότητα, ουμανιστής, άριστος πιανίστας, μαέστρος, οργανίστας, συνθέτης, βαθύς γνώστης της λογοτεχνίας, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ποίηση και τη φιλοσοφία, ζωγράφος και σπουδαίος ερευνητής. Ήταν αυτός που βυθίστηκε στον κρυφό πυρήνα του αριστουργηματικού Ορατορίου του Bach, τα Κατά Ματθαίον Πάθη, το έφερε στο φως, 79 χρόνια μετά το θάνατό του μεγάλου Κάντορα και το παρουσίασε δύο φορές, στις 11 και 21 Μαρτίου του 1829 στο Βερολίνο, χρησιμοποιώντας χορωδία τετρακοσίων ατόμων και μεγάλη ορχήστρα.
Το Κοντσέρτο για βιολί το ολοκλήρωσε ο Mendelssohn, τον Σεπτέμβρη του 1844, με τις συμβουλές, στα θέματα τεχνικής του βιολιού, του φίλου του Ferdinand David, σπουδαίου βιολονίστα της εποχής και Concertmaster της Ορχήστρας Gewandhaus της Λειψίας, ο οποίος και το ερμήνευσε στις 15 Μαρτίου του 1845. Θεωρείται το σημαντικότερο κοντσέρτο, μετά από το μοναδικό Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε μείζονα έργο 61 του Beethoven, γραμμένο το 1806, που παρέμεινε κι αυτό στην αφάνεια ως το 1844, όταν ο Mendelssohn, το διηύθυνε σε μια θριαμβευτική συναυλία, με σολίστ του βιολιού τον δεκατετράχρονο τότε Josef Joachim και έκτοτε είναι σημείο αναφοράς. Πολλές είναι οι καινοτομίες του Mendelssohn, όπως, η είσοδος του βιολιού από την αρχή, η αναγγελία του πρώτου θέματος της σύνθεσης από τον σολίστ και στη συνέχεια από την Ορχήστρα, η εκτέλεση των τριών μερών του έργου χωρίς τη μεσολάβηση παύσης. Στο κυρίως θέμα, ο βιολονίστας, σε μία συγκλονιστική, ελεγειακή ερμηνεία, πέρα από τη διάνοια, ανέσυρε μνήμες μπετοβενικές, παραπέμποντας στις απαρχές της έμπνευσης. Ο διάλογος του βιολιού με τα ξύλινα πνευστά της ορχήστρας, φάνταζε ονειρικός, ενώ οι συγχορδίες προσέδιδαν δραματικότητα στη σύνθεση με αποκορύφωμα την δεξιοτεχνική Cadenza. Ο λυρισμός, οι εκφράσεις αγωνίας, αλλά και η βαθιά αίσθηση στοχαστικής γαλήνης, βύθισαν τον ακροατή σε περισυλλογή, η οποία εντάθηκε από το μεγαλειώδες εμβατήριο, ερμηνευμένο εξαίσια, από τον δεινό δεξιοτέχνη με το μαγικό του Stradivari τού 1704 και την ασύγκριτη Αγγλική Ορχήστρα δωματίου, ενώ στην coda ανεδείχθησαν μέσα από τη φωτεινότητα του παιξίματος όλες οι σημαίνουσες αντιθέσεις της σύνθεσης.
Κατά την περιήγησή του στην Ευρώπη, από το 1829 ώς το 1831, ο Mendelssohn εμπνεύστηκε τη Συμφωνία αρ. 4, έργο 90, «Ιταλική», την Τρίτη, τη Σκωτική, και την εισαγωγή, The Hebrides. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία εμπνέεται και σχεδιάζει τα πρώτα μέρη της Τετάρτης Συμφωνίας, την οποία θα ολοκληρώσει στο Βερολίνο στις 13 Μαρτίου του 1833. Η πρεμιέρα του έργου έγινε δύο μήνες αργότερα, στις 13 Μαΐου στο Λονδίνο υπό την μπαγκέτα του συνθέτη. Η τεράστια επιτυχία αυτής της συμφωνίας και η μεγάλη δημοτικότητα του Mendelssohn επηρέασαν τα μουσικά δρώμενα της Αγγλίας. Ο ίδιος όμως δεν ήταν ικανοποιημένος και αναθεώρησε το έργο του το 1834. Δημοσιεύτηκε τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του, το 1851 για τούτο και έχει τον αριθμό 4, ενώ στην πραγματικότητα είναι η Τρίτη Συμφωνία του.

Το άνοιγμα της σύνθεσης με τα εκπληκτικά Κόρνα, δίδει και το στίγμα της ερμηνείας του βιρτουόζου Αρχιμουσικού και των επίσης βιρτουόζων μελών της Αγγλικής Ορχήστρας Δωματίου. Με έξοχο Tempo, ενάργεια, ακρίβεια και με διαφαινόμενη λατρεία στη μουσική, αφηγούνται την υπέρτατη χαρά της ζωής, όπως ο συνθέτης τη συνέλαβε, για να ακολουθήσει το θρησκευτικό συναίσθημα που ο ίδιος βίωσε στη Νάπολη. Εμφανής η αντίθεση του φωτεινού πορτραίτου, με το σκοτεινό και ομιχλώδες της Σκωτικής Συμφωνίας, όπως αποδόθηκε από την ωραία ερμηνεία. Στο μενουέτο, τα Γαλλικά Κόρνα παρουσιάζουν ένα τρίο, ενώ στο φινάλε ακούστηκε, σαν θαύμα, ο ενσωματωμένος Ρωμαϊκός χορός Saltarello και η Ναπολιτάνικη Tarantella, με τα έντονα χρώματα και την ατμόσφαιρα της Ιταλίας. Το πηγαίο απαστράπτον πνεύμα του Νότου, βρήκε τους ιδανικούς ερμηνευτές του.
Οι εξαίσιες ερμηνείες των έργων από τον Julian Rachlin και την Αγγλική Ορχήστρα Δωματίου, ανέδειξαν την αρχιτεκτονική δομή, τον τρόπο ανάπτυξης των ρομαντικών και λυρικών στοιχείων, με αποκορύφωμα την έκφραση της εσωτερικότητας και τη διάχυτη ποιητικότητα που τους δίδουν μία ξέχωρη θέση στην αιωνιότητα!
Ας επισημάνουμε εδώ, ότι κάτι κοινό συνδέει τους δύο μεγάλους συνθέτες με τον ερμηνευτή τους, το «παιδί θαύμα» που κρύβουν και οι τρεις μέσα τους. 

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Η πληροφορητικότητα στο έργο του Αντώνη Σανουδάκη

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Ο όρος «πληροφορητικότητα» χρησιμοποιείται στη σύγχρονη επιστήμη και αφορά μία από τις λειτουργίες της γλώσσας. Πρωτίστως η «πληροφορητικότητα» σχετίζεται με τις πληροφορίες που δίνει το κείμενο, κυρίως όμως σχετίζεται με τον τρόπο που δίνονται αυτές οι πληροφορίες· ήτοι τη σύνταξη, την επιλογή της λέξης, τη μορφή και τον ήχο της, τις μνήμες που ξυπνάει, τα επίπεδα μνήμης που βρίσκονται κάτω από την επιφάνειά της. Και η Ιστορία της ελληνικής γλώσσας είναι πολύ μεγάλη. Και βεβαίως η γλώσσα είναι εργαλείο για να συνεννοηθούμε στην καθημερινή μας επικοινωνία, αλλά και μέσο μαγείας, λέει ο Ελύτης. Και το ποσοστό της μαγείας εξαρτάται από το πόσο έμπειρος, ευφάνταστος, διαβασμένος, μορφωμένος, ευαίσθητος είναι ο λογοτέχνης. Οπότε και το κείμενό του είναι πληροφορητικό. Και επειδή το ύφος είναι ο άνθρωπος είπε ο Μπυφόν, μας το παρέδωσε και ο Σεφέρης, από το ύφος αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο. Το «λογοτεχνικό έργο είναι φτιαγμένο από λέξεις», λέει ο Τοντόροφ (Ποιητική, 53). Και μπορεί η λεκτική ουσία να είναι αμιγής, ο τρόπος εκφοράς της όμως αλλάζει ανάλογα με ποιος μιλάει ή γράφει. Σε ό,τι αφορά την ποίηση τα νοήματα είναι κοινά αλλά η εκφορά τους από τον εκάστοτε ποιητή είναι που τους δίνει διάρκεια στην ανθρώπινη μνήμη.
Και ο Σανουδάκης αυτό το πετυχαίνει, σε κάθε είδος που γράφει: ποίηση, δοκίμιο, επιφυλλίδα - μαρτυρία, διαμαρτυρία, γιατί ως ποιητής έχει την ευαισθησία και το ταλέντο, αλλά πίσω από αυτά έχει και τη γνώση, και την παιδεία και την ικανότητα, να εκμεταλλευτεί τη γλώσσα σε όλες της τις ηλικίες, από την εποχή των λυγρών σημείων μέχρι σήμερα. Έχει, δηλαδή, την ικανότητα να ανασύρει από την πανάρχαια κοίτη της τη λέξη και να την τοποθετήσει στο κείμενο που γράφει τώρα, δείχνοντας όμως την μακρά πορεία που έχει διανύσει αυτή η λέξη, πριν καταλήξει στο κείμενό του φορτωμένη με την ιστορία της, την ομορφιά της, την ακουστική της και τις ποικίλες σημασίες της. Γιατί η ελληνική λέξη γλώσσα είναι φάσμα και δίνει προοπτική στο κείμενο και πνευματικό κέντρισμα στον αναγνώστη.
Κοιτάζοντας τα ποιήματα, παρατηρούμε ότι ο ποιητής δεν μας παραδίνεται εύκολα. Το ποίημα αντιστέκεται, γι’ αυτό ο αναγνώστης πρέπει να επιμείνει. Η γλώσσα είναι πυκνή, πρέπει να αποδώσει το αμετάδοτο, το συναίσθημα καλυμμένο, πρέπει να ψάξεις, η διατύπωση κεντημένη πόντο-πόντο, πρέπει να παρατηρήσεις, το νόημα κρυμμένο, πρέπει να το ανακαλύψεις, η λέξη επιλεγμένη έτσι ώστε να λέει πολύ περισσότερα από το ένα και μοναδικό εκείνο που εν πρώτοις φαίνεται. Είναι η προίκα της ελληνικής γλώσσας, η οποία από τη φύση της έχει πολυσημία και αρμονία, είναι φάσμα, εδώ ταιριάζει καλύτερα η λέξη, συνδηλώσεων και σημασιών. Οπότε ο αναγνώστης του πρέπει να κάνει πολλές παρεκκλίνουσες διαδρομές για να φτάσει, έχοντας μπροστά του πολλούς ανοιχτούς δρόμους.
Ο Σανουδάκης είναι ο ποιητής του ουτοπικού πόθου, αυτός που, όπως και οι πρόγονοί του ποιητές, καίγεται από τον καημό της πάσχουσας Ρωμιοσύνης και αναζητεί το χαμένο παράδεισο, που δεν είναι ίδιος με τον παράδεισο κάποιου άλλου, και που δεν είναι απολύτως χαμένος, αλλά είναι βαθιά κρυμμένος.
Ως Επιβάτης Υπεραστικού Λεωφορείου σκοπεύει να κάνει μακρύ ταξίδι. Και δεν θα ταξιδέψει στον άλλο κόσμο, που και αυτό συνυποδηλώνεται, αλλά θα ταξιδέψει «μακριά στο σώμα και μακριά στο χώμα» λέει ο Ελύτης, στο χώμα της ελληνικής γης, για να ανασύρει τα στοιχεία της ταυτότητάς του που αυτά τον έχουν στοιχειώσει.
Πρώτο ποίημα της συλλογής είναι το «Ρέμπελο όνειρο στη λιακάδα». Εδώ, καμιά λέξη δεν ταιριάζει λογικά με τη διπλανή της. Ο ρέμπελος είναι ο επαναστατημένος, αλλά και ο τεμπέλης. Αυτός ταιριάζει στη λιακάδα. Το «όνειρο» όμως, πώς να ταιριάξει με τον ρέμπελο και με τη λιακάδα; Κι όμως η μεταμορφωτική δύναμη της ποίησης – του λόγου- μας δίνει το ρέμπελο σαν χαμίνι, σαν αγόρι με κουρεμένο κεφάλι αλλά όνειρο ακούρευτο που λέει ο Ελύτης, στη λιακάδα της ζωής, δηλαδή της νιότης, της ομορφιάς που έχει και η ζωή και η νιότη. Το όνειρο, επίσης, βαφτίζεται «θηρίο ανήμερο», «ανυπάκουο στον κανόνα της Ειμαρμένης», άρα πείσμον και επαναστατικό. Όμως, δεν υπακούει την Ειμαρμένη; Και ποιος είναι αυτός που μπορεί να μην υπακούει την «Ειμαρμένη»; Ο Καζαντζάκης είχε βάλει τον Ζορμπά να πει: «Όχι δεν υπογράφω». Είναι όμως στο χέρι του; Αν ο ποιητής έλεγε «μοίρα» θα περιόριζε την εξουσία της στα ηθογραφικά συμφραζόμενα. Η «Ειμαρμένη», όμως, έρχεται από μακριά, δείχνει την αρχαία καταγωγή της· είναι η Ανάγκη που θα τον υποτάξει, ενώ το «ρέμπελο όνειρό» του δεν λέει να υποταχθεί. Ο Σανουδάκης με αυτή τη φράση κουβαλάει την ιστορία των προγόνων του. Οι λέξεις του είναι το όχημα. Το ασυμβίβαστο ελεύθερο πνεύμα, τώρα και από τότε και από πάντα. Κι ακόμα κάτι. Αυτός ο ταραχοποιός με τη μοτοσυκλέτα, είτε το θέλει ο Σανουδάκης είτε όχι, δεν μπορεί να μην μας θυμίσει τις «Δύο μηχανές στον ίδιο δρόμο» από τη συλλογή «Διανυκτερεύσα πλατεία» ή τον ταραχοποιό μοτοσικλετιστή της Μαρίας Αγαθοπούλου Κέντρου.
Πάω στο δεύτερο ποίημα που έχει τον πληροφορητικότατο τίτλο «Αναβρυτήριον Χερρονήσου». Η πρώτη λέξη, «Αναβρυτήριον» από το «ανάβρυτο», σημαίνει τον τόπο από όπου αναβρύζει νερό. Η δεύτερη λέξη στην αρχαία αττική της διάλεκτο είναι προφανής, η χερσόνησος. Όμως, η συγκεκριμένη «χερρόνησος» με το «αναβρυτήριον» της, με την όλη περιγραφή της από τον ποιητή, είναι ένας θαυμάσιος θαλάσσιος αρχαιολογικός χώρος, όπου ακούω τα αναβρύζοντα νερά του και βλέπω τα ψηφιδωτά, τους ψαράδες και τα ψάρια, όπου ο εκείνος και η παρέα του, όταν ακόμα ήταν «μικροί ίουλοι τυμβωρύχοι», μικρά άμυαλα παιδιά που δεν είχαν ακόμα πετάξει γένι, έμπαιναν και έπαιζαν με τους πεσσούς, τις ψηφίδες του ωραίου ψηφιδωτού, - ψηφίδα- ψηφίδα/ θρύμματα- θρύμματα, κάνοντας αυτό που λέει ο Ηράκλειτος «αιών παις εστί, παίζων πεσσεύων», δηλαδή ξήλωναν το ωραίο ψηφιδωτό, βοηθώντας το έργο του Χρόνου. Σήμερα, ό,τι επέζησε από τη φθορά είναι «μαστιγωμένο απ’ τον παλιομοδίτικο χρόνο». Και σ’ αυτή τη φράση δύο λέξεις βαραίνουν πολύ: το «μαστιγωμένο», σαν να είναι σώμα ζωντανό, και το «παλιομοδίτικο», που κανείς δεν του δίνει σημασία.
Φυσικά δεν μας διαφεύγει και μια σκηνή από την Κίχλη του Σεφέρη. Η Κίχλη είναι ένα βουλιαγμένο καράβι κι εκεί «τα παιδιά κάναν μακροβούτια» και τα γυμνά τους σώματα «πήγαιναν σαν αδράχτια στο βυθό και ο ήλιος έραβε στην πλάτη τους με βελονιές μαλαματένιες, πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια-/ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά/ προς τα χαλίκια του βυθού/οι άσπρες λήκυθοι.
Και μας γεννιέται μια αίσθηση πως εκείνες οι «ψηφίδες» του Σανουδάκη κι εκείνα τα «χαλίκια» και οι «άσπρες λήκυθοι» του Σεφέρη δεν είναι τίποτα άλλο από τους πεσσούς του Ηράκλειτου, το χρόνο που ξηλώνει σιγά σιγά ό,τι ο ίδιος έχει υφάνει. Εμάς και τα έργα μας. Και βέβαια μια και μνημονεύσαμε τον Σεφέρη δεν πρέπει να αφήσουμε αμνημόνευτο εκείνον το στίχο του Σανουδάκη, τον «νηών κατάλογον/ της Β΄ ραψωδίας του Ομήρου» (της Ιλιάδας δηλαδή) που βέβαια μας πάει κατευθείαν στον «βασιλιά της Ασίνης», όπου επίσης βρίσκεται μια θάλασσα αστραφτερή κι ένα ερειπωμένο κάστρο, «μαστιγωμένο απ’ τον παλιομοδίτικο χρόνο» κι εκείνο. Κι εδώ μέσα σε ένα στίχο συναντώνται τρεις εποχές, τρεις ποιητές. Ο Όμηρος, ο Σεφέρης, ο Σανουδάκης, λες και η «ιδέα» ποιητής είναι ο Δίας που αλλάζει μορφή ανάλογα με την περίσταση. Το ποίημα συνεχίζεται. Μιλάει για το «άλαλον ύδωρ». Κι αυτό μας ταξιδεύει στην Κασταλία όπου «απέσβετο» το «λάλον ύδωρ», πέρασε εκείνος ο παλιός καιρός που το νερό χρησμοδοτούσε, όμως καταγράφηκε «στο ταμείο της μνήμης». Η φράση δεν μπήκε τυχαία στο στίχο. Και η περιγραφή συνεχίζεται:
«Πλάι στον αρμυρισμένο βράχο» βρίσκονται / «τα θεμέλια του ιερού της Βραβρωνίας Αρτέμιδος/ και το ξόανο της Ιφιγένειας εν Ταύροις». Τραγωδία, Ευριπίδης, θυσία, Βραυρώνα. Ο ναός αυτός βρίσκεται «κάτω από τον τρίκλιτο επισκοπικό ναό/ με το τερέρισμα των κυμάτων του οίνοπα πόντου». Σε πόσα επίπεδα αρχιτεκτονεί εδώ ο Σανουδάκης; Εν αρχή ην ο μύθος και στα θεμέλια του έλαβε υπόσταση το Ιερό της Αρτέμιδας. Και εκεί μέσα βρίσκεται το ξόανο που έφερε η Ιφιγένεια από τη χώρα των Ταύρων. Άρα είναι πραγματικότητα, δεν είναι μύθος (γιατί «ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας» είπε ο Κάλβος). Και από πάνω υψώθηκε ο τρίκλιτος επισκοπικός ναός και γύρω παντού ακούγεται το «τερέρισμα των κυμάτων του οίνοπα πόντου». Αυτό – το τερέρισμα- σαν λέξη, ποιας ηλικίας είναι; Και ποιας το κύμα; Και ο οίνωψ πόντος δεν είναι ομηρικός; Με τρεις λέξεις ο ποιητής γεφύρωσε το χάσμα των καιρών, των πολιτισμών και των θρησκειών.
Επιμύθιο: Ο Καιρός περνάει σαν τον ήλιο που αδιάφορος κάνει τη διαδρομή του, όπως αδιάφορος κάνει τον περίπατό του και ο τουρίστας «πέριξ της σιδερένιας περίφραξης του έγκλειστου βυζαντινού αναβρυτηρίου». Από το μύθο στην Ιστορία, από τον Όμηρο στα κλασσικά χρόνια, στα Ελληνιστικά και στα ρωμαϊκά και στα σημερινά, και στην αιωνιότητα της φύσης, ο ποιητής έκανε κύκλο στης αγάπης του - της Ιστορίας και της Ποίησης - τον κήπο. Γιατί το όραμα δεν το εμποδίζει καμιά περίφραξη, αναβρύζει από υποσυνείδητες πηγές και αισθητοποιείται στις διαδρομές του Ήλιου που πάει κι έρχεται στις αμιλλητήρες τροχιές του, παίρνοντας τη μορφή ενός συναισθηματικού καρδιογραφήματος.
Με μια δρασκελιά σαν του Διγενή και θα πάω στο ποίημα «Πάνω σ’ ένα ξένο δίστιχο». Ο τίτλος είναι σεφερικός, «Πάν σ’ έναν ξένο στίχο» λέει ο Σεφέρης και ο Σανουδάκης πάρα πολύ ωραία εκμεταλλεύεται την ευκαιρία που του παρέχει η διακειμενικότητα, την οποία αντλεί αφενός από την Ιστορία και αφετέρου από την παράδοση της μαντινάδας, για να συνθέσει ποίημα κάδρο, όπου θα προβάλει το δίστιχο, που ο δύστυχος Ρωμανός Διογένης έστειλε με επιστολή στην αγαπημένη του «ολίγον πριν από τη σύλληψή του / μετά τη μάχη του Ματζικέρτ»: Χίλιες ευχές, ένα φιλί, μια βιόλα κι ένα χάδι/ εκρέμασα του φεγγαριού να σου βαστά το βράδυ.
Ερώτημα: Τι θέλει να πει με αυτό το ποίημα ο Σανουδάκης; Έστειλε πράγματι επιστολή, με δίστιχο, ο δύστυχος Ρωμανός; Εκείνη την ώρα που κινδύνευε η ζωή του αυτός είχε στο νου του τους έρωτες; Ό,τι και να θέλει να πει, η μαντινάδα υπάρχει. Η τέχνη σώζει. Ο Ρωμανός πέθανε από τη φριχτή του μοίρα, αλλά η μαντινάδα σώθηκε, είτε την συνέθεσε αυτός ή κάποιος άλλος ανώνυμος που ωστόσο τη συνέθεσε.
Κι ένα χαϊκού: «Εγώ το φυλλοβόλον δέντρον/ κι εσύ το χάδι του εαρινού/ δροσοβόλου άερα». Και για να μη μας θυμώσει ο Ελύτης θα παραθέσω: «Το γερτό πατζούρι εσύ,/ ο αέρας που το ανοίγει εγώ» (Μονόγραμμα ΙΙΙ). Ο αέρας- έρως δροσίζει και τα δύο στιγμιότυπα των ποιητών μας.
Δεν μου φτάνει ο χρόνος να αναφερθώ λεπτομερώς στα συγκλονιστικά κείμενα του βιβλίου Δραπέτης των ημερών. Θα σταθώ λίγο μόνο στο πρώτο, «Ο Λέων του Χάνδακα», όπου ο έπαινος στον άνδρα της δημοσιογραφίας πλέκεται με βενετσιάνικες βελονιές και από τον ωκεανό της ελληνικής αναδύεται ο «γλυκασμός της προσλαλιάς του» … μέχρι την ώρα που «αντίζηλος ο Χάρων έρριψε το γάντι και ως λέων ο Λέων απεδέχθη την πρόσκληση αιμάτινης πάλης στους φαιοκόκκινους δρόμους του εγκεφάλου». Στα «μαρμαρένια αλώνια» λέει το ακριτικό ποίημα, «Ψηλά στου Διγενή τ’ αλώνια», λέει ο Χατζιδάκις, «Στα περβόλια», λέει ο Θεοδωράκης, στους «φαιοκόκκινους δρόμους του εγκεφάλου» λέει ο Σανουδάκης και όλοι για το ίδιο πράγμα λένε. Για τον αγώνα του ανθρώπου με τον Χάροντα.
Θα τελειώσω με μια αναφορά στο πιο αγαπημένο μου από όλα τα αγαπημένα βιβλία του, το Σφαιριστήριο λαβυρίνθου.
Το βιβλίο ανοίγει με την «Αγορά πλήθουσα». Αρχαία φράση που δηλώνει το χρόνο, την ώρα που η αγορά έχει μεγάλη κίνηση. Πρωταγωνιστής ο Αντρέας. Ο αφηγητής βεβαιώνει: «Τον είδα χθες βράδυ να κατεβαίνει πετώντας από την κορυφή της πύλης Voltone, αφού προηγουμένως είχε αποκολληθεί απ’ τ’ ανάγλυφο του υπέρθυρου … Φορούσε φτερά του λιονταριού του Αγίου Μάρκου, ενδεδυμένος λευκή εσθήτα, ενώ στο δεξί χέρι κρατούσε, όπως συνήθιζε, ένα μπουκάλι κρασί Μαλβαζίας. Με μια ανάλαφρη κίνηση, ο Αντρέας που τον θεωρούσαν τρελό και μπεκρή, προσγειώθηκε στην οικεία του θέση, μεταξύ Μπαλαμούτσου και Μεϊντάνι γωνία». Ο Σανουδάκης μας δίνει τις συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου: μεσημέρι, «Μπαλαμούτσου και Μεϊντάνι γωνία», που αφορούν ένα πραγματικό γεγονός. Το πώς προσγειώθηκε όμως ο Αντρέας «από την κορυφή της πύλης Voltone» και πώς αποκολλήθηκε από το υπέρθυρο είναι το μη πραγματικό· είναι φανταστικό γεγονός. Είναι θαύμα. Το ότι έφερε «φτερά του λιονταριού» και ήταν «ενδεδυμένος με λευκή εσθήτα» μου δείχνει άγγελο. (Για τους φίλους του κινηματογράφου θυμίζω ότι με παρόμοιο τρόπο κατέβασε αγγέλους ο Βιμ Βέντερς στην ταινία του «Τα φτερά του έρωτα», ή με το γερμανικό της τίτλο «Ο ουρανός πάνω από το Βερολίνο»). Σαν κινηματογραφιστής, ο αφηγητής Σανουδάκης, ανοίγει το πλάνο του, το κάδρο του, μελετά τις γραμμές, από την κορυφή κάτω, στο κέντρο, και από το κέντρο στα πλάγια. Εικόνες, σχήματα, χρώματα, φωτοσκιάσεις, πρόσωπα, γκριμάτσες, το φτερούγισμα του Αντρέα. Κι εκεί στο πλήθος μέσα, η κίνηση, τα τροχοφόρα, ο τροχονόμος σε ώρα δράσης, όλα σταματούν, σαν η φύση να κρατάει την αναπνοή της για να χωνέψει το θαύμα. Ο αφηγητής είναι έξω από το πλάνο, κάνει κύκλο με το βλέμμα του το γυροσκοπικό, διαγράφει κινηματογραφικά τον κύκλο σε πλάνο πανοραμίκ, για να σταθεί και πάλι πάνω στον Αντρέα, με την παιδική ψυχή και αφέλεια, που θα «σκάσει στα γέλια», κατά κυριολεξία, και θα γίνει η πόλη θρύψαλα, σαν το μεγάλο μπιγκ μπαγκ του κόσμου, και στη συνέχεια θα πάρει τις ψηφίδες της μαζί του, πετώντας πάλι στην πύλη Voltone. Ο Αντρέας με τη λευκή εσθήτα και το πρόσωπο, που δεν είναι στραβό και μεθυσμένο, ούτε το στόμα μπουκωμένο, αλλά είναι ιδανικό «σαν μονοκοντυλιά αγιογραφίας του Μιχαήλ Δαμασκηνού». Ο Αντρέας είναι σαν τα πρόσωπα εκείνα τα κατατρεγμένα, τους σαλούς ή σαλεμένους, που όμως αντιμετωπίζονται ως ιερά. Η φράση «σαν μονοκοντυλιά αγιογραφίας του Μιχαήλ Δαμασκηνού» αναβαθμίζει την εικόνα του Αντρέα και τον κάνει να μοιάζει με τις φιγούρες που απεικονίζονται στα μεγάλα έργα τέχνης.
Ο Πρωταγόρας έλεγε ότι η πειθώ είναι νίκη χωρίς σπαθί, αλλά μια ουσία που προϋποθέτει πολλαπλές όψεις»1. Ο λόγος του Σανουδάκη διαθέτει αυτές τις πολλαπλές όψεις, πείθει γοητευτικά και μας παρακινεί να ξαναγίνουμε παιδιά, να αποκτήσουμε και πάλι τα ψαλιδισμένα φτερά που ο ορθολογισμός μας στέρησε και μας μετέβαλε σε ψυχρά μηχανιστικά όντα. Βλέπετε, το πληκτρολόγιο του υπολογιστή μας δεν διαθέτει πλήκτρο για να δείξει τον πολυτονικό κυματισμό της ψυχής. Γράφει μονοτονικά. Δεν είναι σαν το πλήκτρο του πιάνου που με ένα χτύπημα μας δίνει όλη την οκτάβα. Όμως ο Σανουδάκης, ακόμα και αυτό το αναίσθητο μηχάνημα – μεταξύ μας, πάρα πολύ χρήσιμο- το έχει καταφέρει να αισθάνεται. Με το δάχτυλό του, στο πλήκτρο, γίνεται ο άρχοντας του χρόνου πριν και μετά τη δημιουργία. Εν αρχή ήν ο Λόγος. Και ο λόγος του είναι η αλήθεια Η ετυμολογία της λέξης «αλήθεια» είναι: Α + λήθη, που σημαίνει δεν ξεχνώ. Κι όπως η αρχαιολογική υπηρεσία αναστηλώνει μνημεία, ο λόγος αναστηλώνει τη μνήμη.

1 Ουμπέρτο Έκο, Εμπειρίες μετάφρασης. 

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: [ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΕΝ ΕΦΕΣΩ]

Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου 
κατὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν εἰς τὴν Βασιλικὴν
τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐν Ἐφέσῳ
(8 Μαΐου 2015)


Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοὶ καὶ συλλειτουργοί,
Εὐλαβέστατοι πατέρες, 
Ἐξοχώτατε,
Ἐντιμότατε κύριε Γενικὲ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος ἐν Σμύρνῃ,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Χριστὸς Ἀνέστη!

«Πολλὰ ἔχων ὑμῖν γράφειν, οὐκ ἠβουλήθην διὰ χάρτου καὶ μέλανος, διότι ἤλπιζον ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς καὶ στόμα πρὸς στόμα λαλῆσαι, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη» (πρβλ. Β΄ Ἰωάν. 12), λέγομεν καὶ ἡμεῖς μετὰ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου πρὸς ἐσᾶς, ἀντικρύζοντες τὰ ἱλαρὰ πρόσωπά σας, καθὼς σήμερον, ποὺ ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν μνήμην τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου καὶ εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξιώνει νὰ τὴν τιμήσωμεν εἰς τὸν ἡγιασμένον ἀπὸ τὸν τάφον τοῦ ἁγίου τόπον τοῦτον, εἰς τὴν Βασιλικὴν τὴν ὁποίαν ἀνίδρυσεν ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός, εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ παλαιοτέρου ναοῦ, τὸν ὁποῖον εἶχον ἀνεγείρει οἱ Ἐφέσιοι. Καὶ τὸν κατεσκεύασε τόσον μέγαν καὶ ὡραῖον, σημειώνει ὁ ἱστορικὸς τῆς ἐποχῆς Προκόπιος εἰς τὸ ἔργον του «Περὶ κτισμάτων», ὥστε νὰ εἶναι παραπλήσιος καὶ ἐφάμιλλος εἰς ὅλα πρὸς τὸν ναὸν τὸν ὁποῖον ἀνήγειρεν ὁ ἴδιος εἰς τὴν Bασιλίδα τῶν πόλεων καὶ ἀφιέρωσεν εἰς τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους.

Εἰς αὐτὸν τὸν ναόν, τοῦ ὁποίου σώζονται σήμερον ὀλίγα ἀλλὰ θαυμαστὰ κατάλοιπα, ὡδήγησε καὶ ἡμᾶς ἡ ἀγάπη τοῦ ἀποστόλου καὶ μαθητοῦ τοῦ Κυρίου, ἄλλους ἐξ ἡμῶν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἄλλους ἀπὸ τὴν Σμύρνην, τὴν Ἑλλάδα, τὴν Κύπρον καὶ ἀλλαχόθεν, διὰ νὰ ἑορτάσωμεν ἐδῶ ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἱερὰν μνήμην του, ἑνωμένοι μὲ τὴν ἀγάπην τῆς κοινῆς πίστεως τὴν ὁποίαν καὶ ἐκεῖνος μᾶς ἐδίδαξεν, ἀλλὰ καὶ ἑνωμένοι μὲ τὴν ἀγάπην διὰ τὸν τόπον αὐτόν, τὴν γῆν τῶν πατέρων μας, εἰς τὴν ὁποίαν ἔζησαν ἐπὶ αἰῶνας καὶ παρήγαγον πολιτισμὸν θαυμαζόμενον ἀπὸ ὅλους, ὅπως εἴπαμε καὶ χθὲς εἰς τὸν ἑσπερινόν.

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,

Ὁ Θεὸς μᾶς ἠξίωσε καὶ ἐφέτος, ὡς καὶ ἄλλοτε κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη, νὰ τελέσωμεν τὴν Θείαν Λειτουργίαν εἰς τὸν ἱστορικὸν αὐτὸν χῶρον κατόπιν ἀδείας τῶν Τουρκικῶν ἀρχῶν, τὰς ὁποίας καὶ ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῆς εὐχαριστοῦμεν θερμῶς. Εὐχαριστοῦμεν θερμῶς καὶ ὅλους ἐσᾶς, τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητάς, τέκνα εὐσεβῆ καὶ ἀγαπητὰ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πνευματικὰ τέκνα τῆς Ἰωνίας, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εὐρύτερον, τὰ ὁποῖα ἤλθετε διὰ νὰ συνεορτάσωμεν τὴν ἑορτὴν τοῦ προστάτου τῆς Ἐφέσου, τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου, ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

Σᾶς καλωσορίζομεν εἰς τὸν ἡγιασμένον καὶ μαρτυρικὸν αὐτὸν τόπον, εἰς τὴν γῆν τῶν πατέρων σας, εἰς τὴν γῆν τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας, εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς Ἰωνίας τὴν Ἔφεσον, ὅπου ἀκούεται ἡ φωνὴ τοῦ εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης, ὅπου ἀκούεται τὸ κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου κατὰ τῶν ἀρχαίων θεῶν. Τοὺς ἀκούομεν νὰ νουθετοῦν μέσῳ τῶν ἐπιστολῶν τους καὶ νὰ διδάσκουν ὄχι μόνον τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου ἀλλὰ καὶ τοὺς χριστιανοὺς ὅλου τοῦ κόσμου καὶ κάθε ἐποχῆς, περὶ τῆς ἀγάπης καὶ περὶ τῆς πνευματικῆς πανοπλίας τὴν ὁποίαν ἔχομεν εἰς τὴν διάθεσίν μας διὰ τὸν πνευματικὸν πόλεμον ποὺ καλούμεθα νὰ διεξαγάγωμεν ἐναντίον τοῦ κακοῦ καί «τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (πρβλ. Ἐφεσ. ς΄, 12). 

Αἰσθανόμεθα μεγάλην συγκίνησιν καὶ πιστεύομεν ὅτι τὴν ἰδίαν αἰσθάνεσθε καὶ ἐσεῖς ἐπισκεπτόμενοι προσκυνηματικῶς μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχην σας τὰ ματωμένα χώματα τῆς Ἰωνίας, ὅπως τὰ ὀνομάζει ἡ Διδὼ Σωτηρίου, ἀπὸ τὸν πλησιόχωρον Κιρκιντζὲν τῆς ὀρεινῆς Ἐφέσου, ἀπὸ ὅπου «ξαγναντεύαμε», ὅπως γράφει, «ὁλόκληρο τὸν καρπερὸ κάμπο τῆς Ἔφεσος, ποὺ ἦτανε δικός μας ἴσαμε τὴ θάλασσα». 

Τὰ χώματα αὐτὰ εἶναι ὄντως ποτισμένα ἀπὸ μαρτυρικὰ αἵματα, ἀπὸ ἀσκητικοὺς ἱδρῶτες καὶ δάκρυα. Διότι δὲν εἶναι ὀλίγοι οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως τοὺς ὁποίους προσέφερεν ἡ γῆ τῆς Ἰωνίας, καὶ εἰδικώτερον ἡ Ἔφεσος. Δὲν εἶναι ὀλίγοι οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἀσκηταὶ οἱ ὁποῖοι ἔζησαν εἰς τὸ γειτονικὸν μέγα μοναστικὸν κέντρον τοῦ Γαλησίου Ὄρους, ἀπὸ τοῦ ἱδρυτοῦ αὐτοῦ ὁσίου Λάζαρου τοῦ Γαλησιώτου ἕως τῶν ὁμολογητῶν ὁσίων Μελετίου καὶ Γαλακτίωνος, τῶν ὁποίων τὰ ἱερὰ λείψανα ἁγιάζουν τὴν γῆν αὐτήν, μαζὶ μὲ τὰ ἑκατομμύρια τῶν πατέρων καὶ τῶν μητέρων σας οἱ ὁποῖοι ἀναπαύονται ἐδῶ.

Αἱ μνῆμαι τῶν πατέρων μας ὁδηγοῦν τὰ βήματά μας εἰς τὰ χώματα αὐτὰ διὰ νὰ ψηλαφήσωμε τὰ ἴχνη τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τὸν ὁποῖον ἐδημιούργησαν οἱ πρόγονοί μας, κατοικοῦντες ἐπὶ αἰῶνας εἰς αὐτά. Ψηλαφῶμεν τὰ ἴχνη, τὰ ἐρείπια καὶ τὰ κατάλοιπα τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς πίστεως τῶν ἀνθρώπων, θέτομεν τὸν δάκτυλον ἐπὶ τὸν τύπον τῆς ἱστορίας τῶν προγόνων μας καὶ συγκινούμεθα βαθύτατα, διότι ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστα στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ τόπου, τῆς συλλογικῆς μας μνήμης καὶ παραδόσεως, τῆς ἱστορικῆς ταυτότητός μας, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων. Αὐτὴν τὴν μνήμην καὶ αὐτὴν τὴν παράδοσιν μετέφεραν οἱ πατέρες μας εἰς τοὺς τόπους εἰς τοὺς ὁποίους ἐγκατεστάθησαν μετὰ τὸν ξεριζωμόν, εἰς τὰς νέας πατρίδας, καὶ σᾶς ἐκληροδότησαν, μαζὶ μὲ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν των, καὶ τὴν ἀγάπην καὶ τοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία συνεχίζει νὰ παραμένῃ εἰς τὴν ἀπὸ  αἰώνων ἕδραν της διὰ νὰ κρατῇ ἄσβεστον τὴν λυχνίαν ὄχι μόνον τῶν ἑπτὰ Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀποκαλύψεως ἀλλὰ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους εἰς αὐτοὺς τοὺς αἱματοβαμμένους τόπους, διὰ νὰ ἀνάπτῃ τὸ ἁγιοκέρι τῆς εὐλαβείας καὶ τῆς μνήμης εἰς τοὺς ἐρειπωμένους ἱεροὺς ναοὺς καὶ εἰς τοὺς τάφους τῶν πατέρων μας, διὰ νὰ τοὺς μνημονεύῃ καὶ νὰ προσεύχεται διὰ τὴν ἀνάπαυσιν τῶν ψυχῶν των, διὰ νὰ ὑποδέχεται καὶ σᾶς, τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητὰς τῆς μνήμης καὶ τῆς ἱστορίας. Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐδῶ διὰ νὰ διατηρῇ τὴν μνήμην ἀλλὰ καὶ νὰ ἀκούῃ τὰ μηνύματα τῶν καιρῶν καὶ νὰ βιώνῃ τὰς περιδινήσεις τῆς ἱστορίας, νὰ ἀτενίζῃ εἰς τὸ μέλλον ἀσκοῦσα τὴν πρωτοδιακονικὴν εὐθύνην της, καθοδηγοῦσα τοὺς ἀνὰ τὸν κόσμον ὀρθοδόξους χριστιανοὺς καὶ συνδιαλεγομένη μετὰ τῶν ἔξω τῆς παρεμβολῆς, ἐν ἀγάπῃ, ἐν κατανοήσει, φυλάττουσα τοὺς ὅρους τῆς Πίστεως ἐπακριβῶς, στοχεύουσα εἰς τὴν ἕνωσιν τῶν διεστώτων, ὡς Μάρκος ὁ Εὐγενικός, Ἐπίσκοπος Ἐφέσου, ἐν τῇ Συνόδῳ Φερράρας - Φλωρεντίας ἔπραξε, διαλεχθεὶς μὲ τὸν Πάπαν τῆς ἐποχῆς καὶ μὲ τοὺς περὶ αὐτὸν ἐπισκόπους.

Καὶ ἡ μνήμη αὐτὴ εἶναι τόσον ζωντανή, ὅπως διεπιστώσαμε πρὸ ὀλίγων μόλις ἑβδομάδων ὅταν εἴχαμε τὴν χαρὰν ἐπισκεπτόμενοι τὸ 1ον Γυμνάσιον Σερρῶν νὰ παρακολουθήσωμεν μίαν μαθητικὴν θεατρικὴν παράστασιν μὲ τίτλον «Τὰ ἑπτὰ κοιμισμένα παιδιά», -οἱ ἑπτὰ παῖδες οἱ ἐν Ἐφέσῳ- ἡ ὁποία καὶ μᾶς συνεκίνησε βαθύτατα, διότι ἀποδεικνύει τὴν ἀγάπην τῶν νέων μας διὰ τὰς ρίζας των, διὰ τὴν ἱστορίαν τῶν πατέρων των καὶ τὴν παράδοσιν τὴν ὁποίαν αὐτοὶ μετέφεραν ἀπὸ ἐδῶ, τὴν ὁποίαν συνεχίζετε ἐσεῖς, τόσον ὡς μεμονωμένα πρόσωπα ὅσον καὶ συλλογικῶς, καὶ τὴν ὁποίαν ἀνανεώνετε διὰ τῶν προσκυνηματικῶν αὐτῶν ἐπισκέψεων σήμερα ἐδῶ εἰς τὴν Ἔφεσον, ἀλλὰ καὶ προσφάτως εἰς τὴν Σμύρνην καὶ τὰ Ἀλάτσατα καὶ τὸν Τσεσμὲ καὶ αὔριον εἰς τὴν Μαινεμένην, καί, ἀκόμη, εἰς τὴν Καππαδοκίαν τὸν Ἰούνιον καὶ εἰς τὸν Πόντον τὸν Αὐγουστον καὶ εἰς ὅλα τὰ μέρη τὰ ὁποῖα ἀπὸ ἐτῶν χάριτι Θεοῦ ἐπισκεπτόμεθα προσκυνηματικῶς διὰ νὰ τελέσωμε τὴν Θείαν Λειτουργίαν καὶ νὰ τρισαγίσωμεν τοὺς κεκοιμημένους πατέρας καὶ ἀδελφούς μας.

Διατηρήσατε αὐτὴν τὴν φλόγα, αὐτὴν τὴν δᾷδα τὴν ὁποίαν ἐλάβαμε ἀπὸ τοὺς πατέρας μας διὰ νὰ τὴν μεταδώσωμεν εἰς τὰς ἐπερχομένας γενεάς, ὥστε νὰ μὴν διακοπῇ ποτὲ ἡ ἱστορία, ἡ παράδοσις, ἡ χριστιανικὴ μαρτυρία, ὅπως τὴν ἔδωσε πρὶν ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνας καὶ ὁ ἑορταζόμενος σήμερον ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος.

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, 

Σήμερα κατὰ τὴν κατανυκτικὴν αὐτὴν προσευχήν μας ἐδῶ ἔχομεν συλλειτουργοὺς τὸν σεμνὸν Μητροπολίτην Ἐλευθερουπόλεως ἀπὸ τὴν γειτονικὴν Μυτιλήνην, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε συνέκδημός μας εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ προσκυνήματά μας εἰς τὴν ἁγιοτόκον Καππαδοκίαν∙ τὸν ἅγιον Κορωνείας κ. Παντελεήμονα καταγόμενον ἀπὸ αὐτὰ ἐδῶ τὰ μέρη, ὁ ὁποῖος ἦτο μαζί μας καὶ κατὰ τὸ ἀλησμόνητον προσκύνημά μας εἰς τὴν Σμύρνην τὸν παρελθόντα Φεβρουάριον˙ ἐπίσης, τὸν ἅγιον Σηλυβρίας κ. Μάξιμον, ἕνα νέον καὶ μορφωμένον ἀρχιερέα τοῦ Πατριαρχείου μας, ἀλλὰ καὶ τὸν Ἱερώτατον Μητροπολίτην καὶ Ποιμενάρχην τῆς γειτονικῆς Περγάμου κ. Ἰωάννην, Ἀκαδημαϊκόν, ἐπιφανῆ καὶ διακεκριμένον Ἱεράρχην μας καὶ σοφὸν θεολόγον καὶ Πανεπιστημιακὸν διδάσκαλον, εἰς τὸν ὁποῖον, μὲ τὴν εὐκαιρίαν τῶν ἀγομένων σήμερον ὀνομαστηρίων του, εὐχόμεθα χρόνια πολλὰ καὶ δαψιλῶς παρὰ Κυρίου εὐλογημένα.

Ὁ ἀδελφὸς ἅγιος Περγάμου, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἐπιστημονικὰ συγγράμματά του τὰ ὁποῖα μεταφράζονται εἰς πολλὰς ξένας γλώσσας, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συμμετέσχεν εἰς πολυάριθμα μέχρι σήμερα διορθόδοξα καὶ διαχριστιανικὰ συνέδρια, τὰ τελευταῖα δὲ χρόνια προεδρεύει ἐπαξίως τῶν πανορθοδόξων συναντήσεων, αἱ ὁποῖαι προετοιμάζουν τὴν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡγεῖται ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μὲ τὴν ἀδελφὴν Ρωμαιοκαθολικὴν Ἐκκλησίαν.

Ἅγιε Περγάμου, εἶσθε πολύτιμον στέλεχος τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου. Σᾶς εὐχαριστοῦμεν καὶ σᾶς συγχαίρομεν δι᾿ ὅσα ὑπὲρ αὐτοῦ πράττετε καὶ παρακαλοῦμεν τὸν Κύριον νὰ σᾶς πολυετῇ ἐν ὑγείᾳ καί εὐημερίᾳ. Χρόνια σας πολλά!

Χριστὸς ἀνέστη, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα! Καί, καθὼς καθιερώνεται ἀπὸ ἐφέτος, μὲ τὴν πρότασιν τοῦ τοπικοῦ κ. Δημάρχου, τὸ Πατριαρχικὸν προσκύνημα μετὰ θείας λειτουργίας ἐδῶ παρὰ τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί, σὺν Θεῷ, θὰ τὸ ἐπαναλαμβάνωμεν κατ᾿ ἔτος, σᾶς προσκαλοῦμεν νὰ εἴμεθα καὶ πάλιν ὅλοι μαζὶ εἰς τὰς η΄ Μαΐου ͵βς΄ ἐδῶ εἰς τὴν Ἔφεσον. Οἱ Ἐφέσιοι μᾶς περιμένουν μὲ ἀγάπην. Μᾶς περιμένει καὶ ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης Ἅγιος Ἰωάννης. Λοιπόν, ἀδελφοί μου, καὶ τοῦ χρόνου. Βοήθειά μας! Χρόνια πολλά!   
    
Related Posts with Thumbnails