© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Λέων Τολστόι: ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ (διήγημα)

Ταξίδευε ὁ Δεσπότης ἀπό τόν Ἀρχάγγελο γιά τό Σολόβσκι. Μέ τό ἴδιο καράβι ταξίδευαν καί προσκυνητές. Ὁ καιρός ἦταν θαυμάσιος, φύλλο δέν τρεμοσάλευε. Οἱ προσκυνητές ἀπολάμβαναν τό ταξίδι ἄλλοι κολατσίζοντας, ἄλλοι σιγοτραγουδῶντας, κάποιοι ξαπλωμένοι στήν κουβέρτα τοῦ πλοίου. Κάμποσοι συζητοῦσαν μαζεμένοι σέ συντροφιές. Ἔτσι συλλογίστηκε κι ὁ Δεσπότης νά βγεῖ λίγο νά ἀνασάνει καί νά χαρεῖ τό ὡραῖο ταξίδι. Πλησίασε στήν κουπαστή γιά νά παρακολουθήσει τήν κουβέντα τῆς συντροφιᾶς. Εἶναι περίεργος νά καταλάβει τί λέει ἐκεῖνος ὁ χωρικός μέ τό μαῦρο σκοῦφο πού ὅλο δείχνει μέ τό δεξί του χέρι κι οἱ ἄλλοι τόν ἀκοῦνε μέ προσήλωση καί τόσο ἐνδιαφέρον. Κοίταξε κι ὁ Δεσπότης πρός τήν ἴδια κατεύθυνση πού ἔστρεφαν νά δοῦν κι οἱ ἄλλοι μά δέν ἔβλεπε παρά μονάχα μιά ἀπέραντη γαλάζια θάλασσα πού ἄστραφτε κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου. Ὅταν ὁ χωρικός πρόσεξε πώς κοίταζε ὁ Δεσπότης, σά νά ντράπηκε λίγο καί σταμάτησε τήν κουβέντα του, βγάζοντας τοn σκοῦφο καί χαιρετῶντας μέ σεβασμό. Τότε πρόσεξαν κι οἱ ἄλλοι τῆς συντροφιᾶς τό σεβάσμιο πρόσωπο καί χαιρέτησαν βγάζοντας τούς σκούφους τους. 
   ーΜήν ἀσχολεῖσθε, παιδιά μου, εἶπε ὁ Δεσπότης. Στάθηκα κι ἐγώ νά ἀκούσω τί τούς διηγεῖσαι ἐσύ, καλέ μου ἄνθρωπε. 
   Ἕνας ἐμπορευόμενος, ὁ λιγότερο ντροπαλός μουρμούρισε: 
   ーΜᾶς διηγεῖται ὁ ψαρᾶς γιά μιά περιπέτεια πού εἶχε σέ ἕνα νησάκι ὁπού ζοῦνε τρεῖς Γέροντες μακρυά ἀπό τόν κόσμο. 
   ーΑὐτό μέ ἐνδιαφέρει. Γιά νά ἀκούσω κι ἐγώ! εἶπε ὁ Δεσπότης. Πλησίασε περισσότερο στήν παρέα καί κάθισε πάνω σέ μιά παλιά κάσα πού βρέθηκε κοντά του. 
Κι ὁ ψαρᾶς, ἄρχισε νά λέει: 
   ーΣτό νησάκι πού διακρίνετε – κι ἔδειξε κατευθεῖαν μπροστά του – ζοῦνε τρεῖς Γέροντες πού μονάζουν γιά νά σώσουν τήν ψυχή τους. 
   ーΠοῦ εἶναι τό νησάκι αὐτό; ρώτησε. 
   ーἈκολουθῆστε μέ τό μάτι τή γραμμή ἀπό τό χέρι μου πρός ἐκεῖνο τό συννεφάκι. Φαίνεται σά μιά λουρίδα. 
Κοίταξε προσεχτικά, μέ προσήλωση. Ὁ Δεσπότης, ξανακοίταξε. Ὁ ἥλιος τοῦ σφάλιζε μέ τίς ἀχτῖνες του τά μάτια. Δέν μποροῦσε νά ξεχωρίσει τίποτα. 
   ーΔέν βλέπω! τούς λέει. Πές μου, λοιπόν, τί εἴδους ἄνθρωποι εἶναι αὐτά τά γεροντάκια πού ζοῦν στό νησάκι; 
   ーἌνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἅγιοι ἄνθρωποι! ἀποκρίθηκε ὁ χωρικός. Πρίν χρόνια εἶχα ἀκούσει γι΄ αὐτούς μά ποτέ δέν ἔτυχε νά τούς δῶ. Ὥσπου, πρόπερσι τό καλοκαίρι τούς εἶδα μέ τά μάτια μου κι ἔζησα κοντά τους. Κι ὁ ψαρᾶς διηγήθηκε τό ναυάγιό του καί πῶς καί τί ἔγινε σάν βρέθηκε κοντά τους: 
   Ἔφτασε στή στεριά τό πρωῒ κι ἄρχισε νά περπατάει σά χαμένος ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ. Σέ λίγο βρῆκε μιά καλύβα καί κοντά της στεκόταν ἕνας γεροντάκος. Τότε βγῆκαν κι ἄλλοι δύο. 
   ーΘυμᾶμαι πώς μέ περιποιήθηκαν καί μοῦ στέγνωσαν τά ροῦχα. Μοῦ γύρισαν τή βάρκα καί τήν διόρθωσαν. 
   ーΚαί πῶς ἦταν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί; ρώτησε πάλι ὁ Δεσπότης. 
   ーΜά, πῶς νά σᾶς πῶ; Ὁ πιό γέρος ἦταν κι ὁ πιό κοντός. Φοροῦσε ἕνα παλιό ξεβαμμένο ράσο. Θἆχε περάσει τούς ἑκατό χρόνους. Τά μαλλιά του, τά γένια του, πρασίνιζαν ἀπό τήν πολυκαιρία ἀλλά ἦταν ἀγαθός καί καλόκαρδος, γελαστός σάν ἄγγελος. Ἄν σᾶς πῶ γιά τόν δεύτερο, τόν ψηλότερο ...ξέρω κι ἐγώ; Πολύ γέρος ἦταν κι αὐτός, ἄσπρα γένια καί μαλλιά, σκισμένο τό καφτάνι του, μά δυνατός, πολύ δυνατός. 
    Ἀκοῦστε τί θαυμαστό: χωρίς κόπο καί βοήθεια γύρισε ἀνάποδα τή βάρκα μου μέ τό χαμόγελο στά χείλη. 
   Ὅσο γιά τόν τρίτο, ἦταν μεγαλόσωμος, ἀδύνατος, μέ γένια πού ποτάμιζαν ὥς τά γόνατα, ἄσπρα σά τό χιόνι, ἀλλά ἐτοῦτος ἦταν σκυθρωπός μέ παχειά σμιχτά φρύδια πού κρέμονταν πάνω ἀπό τά μάτια του, σχεδόν γυμνός μέ ἕνα ροῦχο κουρελιασμένο πού τοῦ κρεμόταν ἀπό τήν μέση. 
   ーΚαί σάν τί νά σοῦ ἔλεγαν, καλέ μου ψαρά, αὐτοί οἱ Γέροντες; ρώτησε ὁ Δεσπότης. 
   ーΜά ...δέν εἶχαν ὄρεξη γιά κουβέντα. Ὅ,τι ἔκαναν, τό ἔκαναν σχεδόν βουβοί καί μέ τό βλέμμα καταλάβαινε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἐγώ πού εἶμαι περίερ-γος, ρώτησα τόν ψηλότερο ἄν ζοῦσαν ἀπό χρόνια στό νησάκι. Κάτι μοῦ φάνηκε πώς ἀποκρίθηκε θυμωμένα, μουρμουρίζοντας. Μά τότε εἶδα τόν γεροντότερο νά τοῦ ἀγγίζει τό χέρι, νά τοῦ χαμογελᾶ, καί ξαφνικά ἄκουσα τόν πρῶτο νά λέει «συγχώρα μας!’»
Ὅσο κρατοῦσε ἡ κουβέντα τοῦ ψαρά, τό καράβι ὅλο καί πλησίαζε στό νησί. 
   ーΝά πού φαίνεται πιά! εἶπε ξαφνικά ὁ ἔμπορος δείχνοντας στόν ὀρίζοντα. Κάνετε τόν κόπο νά κοιτάξετε προσεχτικά!
   ーΚάτι διακρίνω στό βάθος σά μιά σκούρα λουρίδα, εἶπε ὁ Δεσπότης. Λέτε νά εἶναι τό νησί; 
Καί προχώρησε πρός τήν πρύμνη ὅπου βρισκόταν ὁ πηδαλιοῦχος. 
   ーἜ, καλό μου παιδί, τί λές; Μήπως ἐκεῖνο τό σκοῦρο στίγμα εἶναι τό νησάκι τῶν Γερόντων πού λέει ὁ ψαράς; Ἄκουσες τίποτα ἐσύ γι αὐτήν τήν ἱστορία; 
   ーΠολλά λένε οἱ ἄνθρωποι. Ποῦ νά ξέρω ἄν ἀληθεύουν. Πολλές φορές λένε κι ἀνοησίες. 
   ーΘά ἤθελα νά πάω στό νησί, νά βεβαιωθῶ, εἶπε ὁ Δεσπότης. Νά ἰδῶ τούς Γέροντες, νά τούς μιλήσω. Πῶς μπορεῖ νά γίνει; 
   ーὉλόκληρο καράβι δέ μπορεῖ, Δέσποτα, νά πάει ἐκεῖ, ἀποκρίθηκε ὁ πηδαλιοῦχος. Μπορεῖτε ὅμως νά πᾶτε μέ τή βάρκα πού εἶναι δυνατό νά πλευρίσει. Ἄς ρωτήσουμε τόν καπετάνιο. 
Φώναξαν στή γέφυρα τόν καπετάνιο κι ὅλοι μαζί ἄρχισαν νά τόν παρακαλοῦν νά πᾶνε ὥς ἐκεῖ ὅπου ἁγιάζουν οἱ Γέροντες. Ἐκεῖνος ἀπόμενε δισταχτικός. 
   ーΜποροῦμε νά πᾶμε, εἶπε, ἀλλά χρειάζεται χρόνος, σεβαστέ μου. Τολμῶ νά σᾶς βεβαιώσω πώς δέν ἀξίζει νά τούς δεῖτε. Ἄκουσα νά λένε πώς κάποιοι κουτοί γέροι ζοῦν ἐκεῖ καί τίποτα δέν καταλαβαίνουν, καί τίποτα δέν μποροῦν νά ποῦν. Εἶναι μουγγοί σάν τά θαλασσινά ψάρια. 
   ーἘπιμένω! εἶπε ὁ Δεσπότης. Θά σᾶς ἀμείψω γιά τόν κόπο σας.
Δέν γινόταν ἀλλιώτικα. Οἱ ναυτικοί ὑπάκουσαν στήν ἐπιθυμία τοῦ Δεσπότη, ἔστρεψαν τό τιμόνι, ἄλλαξαν πορεία, ἔσιαξαν τά πανιά κι ἔβαλαν πλώρη γιά τό νησάκι. Ἔβγαλαν στήν κουβέρτα τοῦ καραβιοῦ μιά καρέκλα γιά νά καθίσει ὁ γέροντας. Οἱ ταξιδιῶτες μαζεύτηκαν τριγύρω του κι ὅλοι μαζί κοίταζαν πέρα. Ὅσοι εἶχαν μάτια γερά διέκριναν πιά τό νησί, μιά καπνοδόχο, μιά καλύβα... Ἔδειχναν:
   ー«Νάτοι, νάτοι!»
Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶδε κιόλας τούς τρεῖς Γέροντες. Γύρισε κι ὁ καπετάνιος τό κυάλι:
   ーΚοίταξε, λέει τοῦ Δεσπότη. Σά νά βλέπω στή στεριά, δεξιώτερα ἀπό τήν μεγάλη ἐκείνη πέτρα, τρεῖς ἀνθρώπους νά στέκονται. 
Κοίταξε κι ὁ Δεσπότης: 
   ーΠραγματικά, ψιθύρισε, σά νά στέκονται τρεῖς, ἕνας ψηλός, ἄλλος πιό κοντός κι ὁ τρίτος πολύ κοντός. Στέκονται στήν ἄκρη καί σά νά κρατιοῦνται ἀπό τό χέρι. 
Ὁ καπετάνιος πλησίασε στό Δεσπότη: 
   ーΘά σταματήσει τό πλοῖο. Μπεῖτε ἄν θέλετε σέ μιά βάρκα καί πηγαίνετε. Ἐμεῖς θά ρίξουμε ἄγκυρα καί θά σᾶς περιμένουμε. 
Τό πλοῖο σταμάτησε, κατέβασαν τή βάρκα, πήδησαν μέσα οἱ κωπηλάτες, κατέβηκε ἀπό μιά σκαλίτσα κι ὁ Δεσπότης, κάθισε στήν πρύμνη κι ἡ βάρκα ξεκίνησε γιά τό νησί. 
   Πλησίασαν στή στεριά καί τότε εἶδαν μπροστά τους νά στέκονται οἱ τρεῖς γέροντες πού τούς εἶχε πεῖ ὁ ψαράς. Βγαίνει πρῶτος ὁ Δεσπότης ἀπό τή βάρκα, πηδοῦν κι οἱ ἄλλοι. Προσκυνοῦν οἱ τρεῖς γέροντες. Τούς εὐλογεῖ ὁ Δεσπότης, ξανασκύβουν ἐκεῖνοι τό κεφάλι τους μέ ἄπειρο σέβας καί κατάνυξη κι ὁ Δεσπότης ἀρχίζει νά λέει: 
   ーἘσεῖς ἐδῶ, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἤρθατε καί ζεῖτε μόνοι σας, μακρυά ἀπό τούς ἄλλους, γιά νά σώσετε τήν ψυχή σας καί νά μπορεῖτε νά προσεύχεσθε στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό γιά τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἐμένα μέ στέλνει Ἐκεῖνος ἐδῶ, γιατί εἶναι Πανάγαθος, γιά νά διδάξω τό ποίμνιό Του καί νά σᾶς φωτίσω. 
   Τά γεροντάκια κοιτᾶνε τό ἕνα τό ἄλλο καί χαμογελοῦν. 
   ーΠέστε μου πῶς σώζεστε καί πῶς ὑπηρετεῖτε τόν Θεό; ρωτᾶ ὁ Δεσπότης. 
Χαμογελοῦν ξανά οἱ γέροντες καί ὁ γεροντότερος ἀνάμεσά τους ἀποκρίνεται: δέν ξέρουμε νά ὑπηρετοῦμε τόν Θεό. Μόνο τόν ἑαυτό μας ὑπηρετοῦμε, τόν ἑαυτό μας τρέφουμε. 
   ーΠῶς λοιπόν προσεύχεσθε; ρώτησε πάλι ὁ Δεσπότης. 
   ーἜτσι προσευχόμαστε, ἀποκρίθηκε ὁ γεροντότερος: «Τρεῖς ἐσεῖς, τρεῖς ἐμεῖς, συγχώρεσέ μας».
   Μόλις πρόφερε τά λόγια αὐτά, γύρισαν κι οἱ ἄλλοι δύο πρός τό μέρος του καί ἐπανέλαβαν: ‘
   ー«Τρεῖς ἐσεῖς, τρεῖς ἐμεῖς, συγχώρα μας!’’
   Γέλασε ὁ Δεσπότης. 
   ーΑὐτή εἶναι ἡ προσευχή γιά τήν Ἀγία Τριάδα, ἀλλά δέν εἶναι σωστή! εἶπε. Σᾶς ἀγάπησε ἡ καρδιά μου, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Βλέπω πώς θέλετε νά Τοῦ ἀρέσετε ἀλλά δέν ξέρετε πῶς νά Τόν ὑπηρετήσετε. Δέν πρέπει νά προσεύχεσθε κατ αὐτόν τόν τρόπο. Ἀκοῦστε πῶς ὅρισε ὁ Θεός στό Εὐαγγέλιό Του νά προσευχόμαστε. 
   Κι ἄρχισε νά τούς διηγεῖται καί νά τούς ἐξηγεῖ πῶς ὁ Θεός παρουσιάστηκε στούς ἀνθρώπους, τούς μίλησε γιά τόν Θεό - Πατέρα, τόν Θεό - Ὑιό καί τόν Θεό - Ἅγιο πνεῦμα καί τούς εἶπε: Ὁ Θεός -Ὑιός κατέβηκε στή γῆ γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους κι ἔτσι δίδαξε σέ ὅλους πῶς νά προσεύχονται. Ἀκοῦστε με καί ἐπαναλάβετε ὕστερα ἀπό μένα. 
Καί εἶπε τό «Πάτερ ἡμῶν». 
   Οἱ γέροντες τό ἐπαναλάβαιναν, κι αὐτό, ὤσπου ἔδυσε ὁ ἥλιος. Ἐκεῖνοι ἔβαζαν ὅλη τους τή θέληση καί τή δύναμη νά τά λένε σωστά καί ὁ Δεσπότης δέν παραιτοῦνταν ἀπό τήν προσπάθειά του, ὤσπου νά ἀκούσει νά λένε σωστά, ἄψογα τήν προσευχή. Ἔτσι τήν εἶπαν καί τήν ξαναεῖπαν χίλιες φορές. 
   Ὅταν βράδιασε καί πρόβαλε τό φεγγάρι πάνω ἀπό τό πέλαγος, ὁ Δεσπότης ἑτοιμάστηκε κι ἀφοῦ ξαναευλόγησε τούς γέροντες καί τούς ἔδωσε τήν συμβουλή του πῶς νά προσεύχονται, ἔφυγε γιά τό καράβι. Μόλις πάτησε τό πόδι του στήν κουβέρτα, σήκωσαν πανιά κι ἄγκυρα καί ξεκίνησαν. 
   Ὁ Δεσπότης κάθισε στήν πρύμνη κι ἀγνάντευε τό νησάκι, ἔβλεπε ἀμυδρά τίς τρεῖς σιλουέτες πού σιγά - σιγά χάθηκαν. Χάθηκε καί τό νησάκι. Ἔπε-σαν οἱ προσκυνητές νά κοιμηθοῦν, ὅλα σώπασαν πάνω στό καράβι, μά ὁ Δεσπότης δέν εἶχε ὄρεξη γιά ὕπνο. Σκέφτονταν τούς καλούς ἀνθρώπους τοῦ νησιοῦ. Θυμόταν πόση χαρά ἔδειχναν ὅταν τούς ἔμαθε νά προσεύχονται σωστά. 
   Ἔτσι κάθονταν κι αὐτά σκέφτονταν κοιτάζοντας τή θάλασσα ἐκεῖ πού εἶχε κρυφτεῖ τό νησί. Ξαφνικά, κάποιο φῶς ἄρχισε νά ἀναπηδᾶ ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀπό τά κύματα. Πάνω στή φωτεινή γραμμή τοῦ φεγγαριοῦ κάτι γυαλίζει. Νά εἶναι πουλί; Νά εἶναι βάρκα μέ πανί αὐτό πού ἀσπρίζει; 
   ーΒάρκα μέ πανί θά εἶναι, εἶπε ὁ Δεσπότης προσηλωμένος. Θά μᾶς κυνηγάει ἀλλά σάν πολύ γρήγορα τρέχει. 
Ξανασκέφτεται: 
   ーΠουλί θά εἶναι. Βάρκα ὄχι, δέν εἶναι. Μήπως εἶναι ψάρι. Μοιάζει γιά ἄνθρωπος, μά πολύ μεγάλος εἶναι... Κι ἔπειτα, πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά περπατήσει πάνω στή θάλασσα;’’
Σηκώθηκε ὁ Δεσπότης, πλησίασε στήν κουπαστή, ἔσκυψε καί λέει στόν ἑαυτό του: 
   ーΤί νἆναι αὐτό; Τί εἶναι, ἀδερφούλη μου; Τά τρία γεροντάκια τρέχουν πάνω στή θάλασσα, ἀσπρίζουν καί γυαλίζουν τά ἄσπρα τους γένια, τό καράβι σά νά κοντοστέκεται, κι αὐτά, ὅλο καί πλησιάζουν. 
   Ὁ τιμονιέρης τούς βλέπει, ξαφνιάζεται, ἀφήνει τό τιμόνι, μπήγει φωνή δυνατή: 
   ーΘεέ μου! Οἱ γέροντες πάνω στή θάλασσα τρέχουν πίσω μας σά νἆναι στή στεριά!
   Οἱ ἐπιβάτες ἄκουσαν τίς φωνές του, πετάχτηκαν ἀπό τά στρώματα, τρέξανε στή γέφυρα νά ἰδοῦν τί συμβαίνει. Βλέπουν τούς τρεῖς γέροντες νά κρατιοῦνται ἀπό τό χέρι καί νά τρέχουν πάνω στά κύματα χωρίς κἄν νά κινοῦνται καί μονάχα ὁ ἀκρινός κάτι νά γνέφει μέ τό χέρι σάν νά τούς λέει «σταθεῖτε». 
   Δέν πρόλαβε τό καράβι νά σταματήσει καί οἱ τρεῖς γέροντες ἦρθαν πλάϊ, σήκωσαν τό κεφάλι καί εἶπαν μέ μιά φωνή στό Δεσπότη: 
   ーΞεχάσαμε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, τί μᾶς δίδαξες. Ὅσο ἐπαναλαβαίναμε τήν προσευχή, τή θυμόμασταν. Τήν ἀφήσαμε γιά λίγο, μᾶς ξέφυγε μιά λέξη καί τότε ὅλα ξηλώθηκαν, τήν ξεχάσαμε. Τίποτε πιά δέν θυμόμαστε. Μάθε την μας πάλι. 
   Σταυροκοπήθηκε ὁ Δεσπότης, κοίταξε τούς γέροντες, καί εἶπε: 
   ーἈρκεῖ. Εἰσακούεται ἀπό τόν Θεό κι ἡ δική σας προσευχή, γέροντες. Δέν εἶμαι ἐγώ ἄξιος νά σᾶς διδάξω.    Προσευχηθεῖτε καί γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς. 
   Κι ἔσκυψε στά πόδια τῶν γερόντων κι ἐκεῖνος. Ἔφυγαν περπατῶντας πάνω στή θάλασσα. Ὥς τό χάραμα, ὁ δρόμος τους φεγγοβολοῦσε.

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Για «Τα Λιλιπούτεια | Poèmes Lilliputiens» του Ηλία Κεφάλα (εκδ. Γαβριηλίδης, 2015)

Γράφει η  ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Ο Ηλίας Κεφάλας είναι πολυγραφότατος. Έντεκα ποιητικές συλλογές, εφτά τόμοι δοκιμίων-μελετών, έξι τόμοι πεζογραφίας, πέντε βιβλία για παιδιά, δύο ανθολογίες, σύνολο τριάντα ένα βιβλία. Με λίγα λόγια είναι μια ανεξάντλητη πηγή, η οποία αναβλύζει νάμα. Για την παρούσα περίπτωση ποιητικό νάμα. Τα Λιλιπούτεια, ποιήματα σε δίγλωσση εκδοχή, ελληνική και γαλλική, έχουν έναν ανάλαφρο αέρα, μια αίσθηση δροσιάς, η οποία προσφέρεται σε μικρές δόσεις από ποίημα σε ποίημα.  Εβδομήντα ένα ψυχικά και διανοητικά αποστάγματα, σε σχήμα βιβλίου μικρό, κόντρα στον Καρυωτάκη που θα έβαζε τα δικά του σε σχήμα βιβλίου μεγάλο (Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο).
  
Οι γαλλομαθείς θα τα απολαύσουν διπλά. Την γαλλόφωνη εκδοχή υπογράφουν οι μεταφράστριες Mari-Cécile Fauvin, Δώρα Νίκου, Giséle Albouy, Άννα Ντιναπόγια. 

Τα Λιλιπούτεια, όπως λέει και τίτλος τους και όπως φαίνεται από το σχήμα τους, είναι μικρά ποιηματάκια, μερικά μοιάζουν με χαϊκού, άλλα έχουν μεγαλύτερη ανάπτυξη και άλλα ακόμα μεγαλύτερη. Μοιάζουν με εκείνα τα πολύτιμα μικροκομψοτεχνήματα της απωανατολίτικης τέχνης. Σαν μια καμπύλη σε ζωγραφικό πίνακα, ένα φτερό που ξέφυγε και πάει μόνο του, ένα πέπλο που ανέμισε ανέμελα, ένα ιχνογραφήματα που, σχεδόν, δεν άφησε ίχνη. Κι όμως μέσα σ’ αυτή τη μικρή λεπτομέρεια, αποσπασμένη από ένα συγκροτημένο στο μυαλό του ποιητή «όλο», προβάλλεται μια ιδέα, μια σκέψη, ένα αίσθημα, σαν πινελιά,  γραμμή, ήχος, λέξη, με ουσία και γοητεία. Και έτσι, ερήμην του άλλου, του υπολοίπου,  η λεπτομέρεια κερδίζει το μάτι, το αυτί και τον νου.

Πρώτο λιλιπούτειο το «Χαίρε»: «Χαίρε ω καμπυλόγραμμη / Υψιπετώ μαζί σου / και φλέγομαι / Επειδή δεν αφήνεις να σβήσει καμιά πνοή». Φυσιολογικά της απευθύνει το «Χαίρε», με όλα τα συνυποδηλούμενα πρόσωπα σ’ αυτή την συγκεκριμένη προστακτική, που εδώ πυκνώνουν στην μεγάλη Κυρά της τέχνης του. Aυτή είναι η «καμπυλόγραμμη» που μπορεί να τον παρασύρει στα ύψη και να τροφοδοτήσει  τη φλόγα της ψυχής. Αυτή η έμπνευση, αυτή και η φλόγα. Γι’ αυτήν οι στίχοι και οι έπαινοι, αυτή το ερωτικό του ιδανικό και ως σχήμα και ως ιδέα.  

Με το δεύτερο ποίημα απευθύνεται στο «Ανοιχτό Βιβλίο». Και πάλι ένα  εισαγωγικό, αναφωνηματικό «Ω», το οποίο γοητευτικό, παλιάς σχολής κατάλοιπο και εποχής κληροδότημα,  μπαίνει μπροστά να σύρει  τα αισθήματα από σελίδα σε σελίδα. Αλλά πίσω από τις σελίδες, το «σελιδοδείχτη» και τα «καλλιγραφημένα γράμματα» κρύβεται ένας φόβος για το βιβλίο που πρέπει να παραμείνει ανοιχτό. Πιο πέρα η ημέρα ξημερώνει το φως και «Η Ανατολή με ντύνει με την αλουργίδα της» λέει ο ποιητής καθώς και «σπίθες άλικου στα μάτια μου/ Στεναγμοί και μνήμες στην καρδιά μου».  Εκείνη η «Ανατολή» μας πάει εύκολα στη Δύση  του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Όνειρο στο κύμα, «έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ηλίου που είχε βασιλέψει εκείνη την στιγμήν. Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω…»). Οι δύο ποιητές με την ίδια αλουργίδα, στρώνουν το έδαφος για να μπει και να βγει η μέρα. Σαν προοικονομία της ζωής που και εκείνη ανατέλλει και δύει.

Τα ποιήματα είναι αντλημένα από εικόνες της φύσης. Ο ποιητής όμως δεν φαίνεται να είναι φυσιολάτρης. Τουλάχιστον δεν είναι αυτός ο στόχος του. Νομίζω, δηλαδή, πως κάθε εικόνα, με τη μεταμορφωτική δύναμη της τέχνης του,   είναι μια μετατροπή ιδέας, σκέψης ή συναισθήματος. Ειδύλλια της ζωής, ιδέες του μυαλού, εικόνες της φύσης σε αντιστοιχία και αλληλουχία. Στιγμιότυπα που άλλοτε στοχεύουν στην ομορφιά και τη χαρά, άλλοτε στο χάραμα και στην ανατολή της ζωής, άλλοτε στη θλίψη, στο σούρουπο και στη Δύση της. Παραδείγματα μας δίνουν ο φωτεινός ουρανός, ο συννεφιασμένος ουρανός, το ρυάκι, σαν «άτακτο παιδί», τα πουλιά: «Το σφύριγμα του κότσυφα / Βαθιά στις έξι το πρωί» δίνει αισιοδοξία, «Μια τρελή ηλιαχτίδα» που «ερωτοτροπεί με τα νερά του βουνού», επίσης. Όμως, είναι και εκείνες οι ανησυχητικές  «Ταραχές στα φύλλα» και οι «Συριγμοί στα νερά».  Κάθε τι με την ιδιαίτερη σημαίνουσα σημασία του.

Ο ποιητής ακούει και βλέπει, αισθάνεται και σκέπτεται και, τα μικρά και ασήμαντα αξιολογεί, που ως νύξεις από άλλη σφαίρα επικοινωνίας εκλαμβάνει. Οι φωνές των αγαπημένων  προσώπων κρύβονται στα  θροΐσματα, για να τον βεβαιώσουν πως είναι εκεί κοντά του, πλάι του.   Κι έτσι, ενώ ανάλαφρο φαίνεται το ποιητικό τοπίο, ανάλογα με το φωτισμό, πρωινό, απογευματινό, νυχτερινό, γίνεται υπαινικτικό και προλειαίνει το έδαφος για να έρθει και ο μεγάλος επισκέπτης, αυτός ο σκοτεινός και ανεπιθύμητος σύντροφος της ζωής που στέκεται στη γωνία και περιμένει υπομονετικά την ώρα του. Και έχει όλα τα σύνεργα της μεταμφίεσης στη διάθεσή του: Τη «μαυροφόρα νύχτα», το «θολό πέλαγος», το «βουλιαγμένο φως», τα «σιωπηλά σπουργίτια», τους «μαραμένους κήπους», το «ερημικό μονοπάτι», τα φύλλα,  τα νερά.

Δεν είναι σπάνιες οι φορές που ο ποιητής απαλλαγμένος από την αίσθηση της βαρύτητας, αν και «ακίνητος φυγαδεύεται» υπογείως «κάτω από διάφανα φυλλώματα», ενώ άλλοτε «αιωρείται» και  ανεβαίνει: «Το βουνό υψώνεται πλησιόχωρο / Τάχα προέκταση της σκέψης μου / Που θέλει μόνο ν’ ανεβαίνει». Κι εδώ διαφαίνεται  ο ποιητής που ξαναγέννησε τον κόσμο απ’ την αρχή με το νου του μόνο και μας έδειξε πώς να βλέπουμε. Ο Οδυσσέας Ελύτης: «Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί/ κάτι δύσκολο ή κάτι υψηλό/: ο Όλυμπος, ο Ταύγετος» (Το Άξιον Εστί, «Η Γένεσις»), αλλά και «Όπου προεξέχει βουνό απ’ τη λέξη του υπάρχει ποιητής» (Μικρός ναυτίλος, «Μυρίσαι το Άριστον» XIV).

Και από άλλη οπτική: «Καπνίζουν οι νεκροί; / Αναμφιβόλως / Να και η καύτρα του τσιγάρου τους / Οι αναμμένες μαργαρίτες ». Δεν νομίζω πως είναι μακριά ο Ρίτσος και οι δικοί του πρόγονοι που  «Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα  ».  Αντιθέτως και οι δύο ποιητές, με παρόμοια εικόνα για τους  πεθαμένους αλλά ταυτόχρονα  και ζωντανούς προγόνους, βλέπουν το ίδιο πράγμα. Ο Κεφάλας σε καιρό ειρήνης και μεταφυσικής αγωνίας, ο Ρίτσος σε καιρό πολέμου και μεταφυσικής ανάγκης να πάρει δύναμη. Και πάλι ο Κεφάλας πάνω στο ίδιο θέμα: «Κάθε φορά που ένας νεκρός ξυπνάει/ από βαρύ λήθαργο» πιστεύει ότι «Ένα λουλούδι ανθίζει/ Στους εγκαταλειμμένους κήπους». Και είναι ο ποιητής που τον ξυπνάει από τον ύπνο του και χαρίζει το λουλούδι στον εγκαταλελειμμένο κήπο.

Όλα, λοιπόν, στη φύση γίνονται νύξεις για κάτι που τα ξεπερνά, κυκλοφορεί αόρατο και μεταμφιεσμένο σε εικόνες και ήχους. Και φτάνουμε στο επίμαχο, αυτό που είναι στην άλλη άκρη της Ανατολής και ήδη ο ποιητής το έχει υπαινιχθεί. Είναι αυτός, που «αόρατος κηπουρός» κάθεται αθέατος σε μια γωνιά, και τώρα, να’ τος:
«Ήρθε με το φαρδύ καπέλο του / Κάθισε κατάκοπος / Και μόλις αποκαλύφθηκε / Σαν να ξημέρωσε ο κόσμος».  Αλλά και σε άλλη εκδοχή «Σιωπηλό μεσημέρι / Κουκίδα ο καβαλάρης / Χάνεται στον ορίζοντα», άλλοτε πάλι είναι το «Χαλκόχρωμο φεγγάρι» που «Ανέρχεται πελώριο/ Σαν καβαλάρης του βουνού / … Σαν βάρκα που φεύγει  κι αργά κωπηλατεί». Όλα τα σύμβολα συντονισμένα στον ίδιο σκοπό.

Μερικές φορές, υποδυόμενος τον αδαή θέτει ερωτήματα, τα οποία αφήνει ανοιχτά είτε ως ευκόλως απαντώμενα είτε ως ουδόλως, οπότε και η σύγχυση: «Μου χάλασαν τα σχέδια οι νεκροί/ Πότε με την ιδέα του αβέβαιου/ Πότε με την ιδέα του τρομερά βεβαιωμένου». Ή «Με κουβέρτα εύπλαστου χώματος / Ή με σεντόνι  παγερού χιονιού;».

Δεν έχει σημασία καμιά απάντηση. Η σημασία βρίσκεται στην ποιητική αγωνία η οποία πρέπει να εκφραστεί με όχημα εκείνο που έτσι κι αλλιώς έχει στη διάθεσή του ο ποιητής πριν ρίξει την αυλαία. Μοιρασμένος ανάμεσα στα δυο, ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, τη ζωή και το θάνατο, τη χαρά και τη θλίψη, οδεύει  πάνω στην δική του αλουργίδα  που μία και συγκεκριμένη κατεύθυνση έχει.

Τα ποιήματα από άποψη μορφής έχουν τη γοητεία του μικρού, αλλά στο κέντρο της συλλογής το μέγεθος μεγαλώνει για να αραιώσει και πάλι προς το τέλος. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Σεμνή εκκίνηση, συναισθηματική φόρτιση και χαλαρή εκπνοή. Σαν αναπνοή που ολοκλήρωσε την έκτασή της. 

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: «ΔΩΡΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΛΑ | ΚΑΙ ΕΜΟΡΦΑ ΚΡΑΤΕΙ (Ο ΜΑΪΟΣ)»

[Χαρακτικό: Βάσω Κατράκη]
Ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ποικίλα δῶρα ποὺ φέρνει ὁ μῆνας Μάϊος, ἡ κορύφωση τῆς Ἀνοίξεως, εἶναι καὶ οἱ χαρισματικές εὐωδιές του, ποὺ ἀναπαύουν τὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ποὺ τῆς χαρίζουν τὴν εὐλογία τοῦ Δημιουργοῦ καὶ τὴν ἐπίγνωση τι φύση, ὡς Δῶρο Θεοῦ, στέλνει στὸν καθένα ποὺ θὰ τὴν ἐπισκεφτεῖ τὰ πρόσφορα τῆς φροντίδας της γιὰ τὴ συνέχιση τῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτό, ἄν προσέξει ὁ κάθε συνειδητὸς φυσιολάτρης καὶ ἄνθρωπος ποὺ σέβεται τὸν κόσμο, τὴν μορφιὰ δηλαδὴ ποῦ εἶναι σπαρμένη γύρω μας, θὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ κάθε μῆνας ἔχει καὶ τὰ δικά του στολίδια, τὶς δικές του εὐωδιές καὶ προσφορές. Ἀκόμα καὶ μέσα στὸ χειμῶνα, ἄν ψάει, θὰ βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τὰ θαυμάσια χόρτα τοῦ ἀγροῦ, ποὺ ἀνασταίνουν τὴν ψυχὴ μὲ τὸ ἄρωμά τους.
Ἔτσι κι ὁ Μάϊος, ὁ πλούσια ἀνθοστολισμένος μῆνας, ποὺ ἀπὸ τὶς εὐωδιὲς τῆς Κατανύξεως τῆς Μ. Ἑβδομάδας μᾶς φέρνει σιμὰ στὶς ἄλλες εὐωδιές, ἐκεῖνες τῆς νοίξεως ποὺ ριμάζει πιά. Καὶ πόσες δὲν εἶναι αὐτές!!!
Ἐπίτηδες καταφεύγω στὸν ἀείμνηστο καὶ πάντα ἀγαπημένο μου Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, γιὰ νὰ θυμίσω κάποιες ἀπὸ τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς κομίζει ὁ Μάης. Κι οἱ εἰκόνες αὐτές, ποὺ εἶναι παρόμοιες μὲ αὐτὲς ποὺ ζήσαμε, θὰ πρέπει νὰ πληροφορηθεῖ ὁ ἀναγνώστης, πὼς εἶναι ἀπὸ τὴν ἀπέναντι Σκιάθο...
«Τώρα τὸν Μάϊον, τὴν ἔβλεπον [τὴ θειά-Ζωΐτσα] νὰ κουβαλῇ εἰς τὴν πτωχικήν της οἰκίαν τὰ ὡραῖα ἐκεῖνα λευκὰ καὶ μεγάλα σκόρδα, εἰς μακροὺς ὁρμαθούς, τὰ ὁποῖα μόνη τῆς ἐκαλλιέργει.... Τὴν ἔβλεπον νὰ φέρῃ με τὰ κοφίνια ἐκεῖνα τὰ σπάνια πλατοκούκκια, τρυφερὰ καὶ μεγάλα, εὐωδιάζοντα ἄνοιξιν, καὶ τὶς εὔμορφες στρογγυλὲς καὶ βυσσινοβαμμένες ἀγγινάρες.... Τὴν ἔβλεπον νὰ φορτώνεται ἀβασταγιὲς τὸ πρωὶ μὲ τὴν δρόσον τὰ τρυφερὰ μάραθα καὶ τὰ δροσόπλαστα κρεμμυδάκια καὶ τὸ εὐῶδες ἡδύοσμον, ποὺ εὐωδίαζεν ὁ δρόμος ὅταν περνοῦσε....».
Ὅμως ἄς θυμηθοῦμε καὶ τὰ ἐδέσματα ποὺ εὐωδίαζαν τὶς γειτονές, τὰ μαγιάτικα ἐδέσματα, ὅπως τὰ ὑπέροχα «ἀγγιναρουκούκια» μὲ φρέσκο, δροσερὸ ἄνιθο, μαραθο καὶ κρεμμύδι φρέσκο μαγειρεμένα. Ἤ τὶς «ἀγγινάρες μὲ τὸ ρύζι» καὶ σιμὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ περίφημα «γιαπράκια», μὲ τὰ φύλλα τὰ πρῶτα τῆς ἀνοιχτοπράσινης κληματαριᾶς.
Κι ἀφοῦ γίνεται λόγος γιὰ τὶς ἀγγινάρες, ποιὸς δὲ θυμᾶται τὸν ἑαυτό του νὰ «ξεφυλλίζει» τὴν τρυφερὴ ἀγγινάρα καὶ τὴν τρώει ὠμή... Ἰδίως ἐκείνη ἡ «καρδιά»... Τὶ γλυκύτητα ἄφηνε στὸ στόμα καὶ ... «γιώσιμο» στὰ δάχτυλα.
Φυσικὰ δὲ λείπανε καὶ τὰ βλαστάρια μὲ τὰ μάραθα καὶ τούς κεφαλάδες, ποὺ ὅταν τὰ βράζανε μοσχοβολοῦσε ὁ τόπος. Μάλιστα, τὶς μέρες τὶς πασχαλινὲς τὰ συνδύαζαν μὲ ἀβγὰ καὶ τυρὶ φρέσκο. Καὶ τ᾿ ἀβγά, γιὰ νὰ βράσουν, τὰ ρίχνανε μέσα στὸ θερμό, ἀφοῦ βγάζανε τὰ βρασμένα τὰ χόρτα. Κι ἔπαιρναν μιὰν εὐωδιά....
Μὲ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, ξεχάστηκαν πολλὰ καὶ χρήσιμα. Γιατὶ οἱ νέοι ρυθμοὶ ζωῆς, ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο νὰ λησμονήσει ἀκόμα καὶ τὰ εὐωδιαστὰ «ἀγγιναροκούκια», θυσιάζοντάς τα στὸ βωμὸ τῶν fastfood. Ἀλίμονο, δηλαδή. 

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ ΟΙ ΕΥΕΡΓΕΣΙΕΣ

(Λιτὸ δοκίμιο ψυχωφελείας)
Στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φιλαδελφείας κύριον Μελίτωνα, μὲ ὅλο μου τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη

Τώρα τὸ θέρος, μιὰ εὐλογημένη καταφυγὴ τὰ βαθειὰ πρωϊνὰ ἤ τὰ ζεστὰ ἀπογεύματα, εἶναι κι ὁ κῆπος. Τὸ μικρὸ μποστάνι δηλαδὴ ποὺ ἑτοιμάζει ὁ κάθε φιλότιμος καὶ δεμένος μὲ τὴ γῆ καλλιεργητής: Ἐρασιτέχνης ἤ καὶ ἐπαγγελματίας, καὶ ἀνάφερα τὴ λέξη εὐλογημένη, γιατὶ ὄντως ἡ κηπουρικὴ εἶναι ἕνα μέγιστο μάθημα καὶ παράλληλα μιὰ ἰδιότυπη προσπάθεια τοῦ καθενός μας γιὰ ψυχαγωγία, γιὰ ἀναψυχή. Διότι ἡ σιωπηλὴ ἐργασία ποὺ γίνεται κατὰ τὴν καλλιεργεια τοῦ κήπου, εἶναι τὸ δίχως ἄλλο μιὰ εὐεργετικὴ προσπάθεια γιὰ παρατήρηση τοῦ μέσα μας κόσμου, ἀφοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία στὸν ἐργαζόμενο νὰ σκέφτεται καὶ συνάμα νὰ σπουδάζει τὸ γεγονὸς τῆς δημιουργίας. Μιᾶς δημιουργίας ποὺ κρύβει μέσα της ἀγωνία, κόπο, μεράκι καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἀγάπη γιὰ τὸ ἀντικείμενο. Γιατὶ ἄν δὲν ἀγαπήσεις τὸν κῆπο, ἄν δὲ λατρέψεις τὰ φυτὰ ποὺ καλλιεργεῖς μὲ προσοχή καὶ προσευχή, τότε χάνεις μιὰ μεγάλη εὐκαιρία γιὰ ἀνανέωση τοῦ εἶναι σου. Διότι ὁ κῆπος εἶναι ἕνας μικρόκοσμος καὶ μάλιστα πολὺ πειθαρχημένος στὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Δημιουργοῦ. Γιατὶ θέλει τὴ σωστὴ καλλιέργεια, ὅπως ἡ ψυχὴ τοῦ καθενός μας, τὴν ἐκρίζωση τῶν ζιζανίων, τὴν τροφὴ καὶ τὸ πότισμα. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται τροφὴ καὶ νερὀ, ἔτσι καὶ τὰ φυτά.
Εἶναι βέβαιο πὼς τὰ ραγάνια τὰ θερινά, οἱ ζεστοὶ καὶ βίαιοι ἄνεμοι καταστρέφουν κάθε ἰκμάδα, κάθε τι ποὺ «θὰ φέρη καρπόν». Ὅπως καὶ στὸν ἄνθρωπο: κάθε τι τὸ βίαιο καὶ πειρασμικό, βλ. ἔντονες οἰκογενειακὲς ἤ καὶ τοῦ περιβάλλοντός σου ἀνατροπές, ποὺ ἀποσυντονίζουν τὴν κάθε δραστηριότητα καὶ πισογυρίζουν τὰ πράγματα. Τότε εἶναι ποὺ ἀπαιτεῖται νὰ στερεωθεῖ ὁ κῆπος μὲ γερὰ ὑποστηρίγματα, νὰ προφυλαχτοῦν τὰ φυτά, νὰ γίνει προσπάθεια, ὥστε οἰ ἀπώλειες νὰ εἶναι λιγοστές. Ὅπως καὶ ὅταν μέσα στὸ σπίτι ξεσπάσει μιὰ δοκιμασία μεγάλη ποὺ σείει τὸ σπίτι ἀπὸ τὰ θεμέλιά του-μιὰ ἀρρώστια, ἕνα διαζύγιο, κάποιος θάνατος. Τὸτε εἶναι ποὺ χρειάζονται τὰ στηρίγματα, τότε εἶναι ποὺ ὠφελεῖ ἡ καλλιεργημένη ψυχὴ ἡ δίχως ζιζάνια καὶ πειρασμούς νὰ τὴν παιδέψουν ἀκόμα περισσότερο, νὰ τὴ διαλύσουν δηλαδή. Γιατὶ κῆπος εἶναι κι ἡ ψυχή. Κῆπος ποὺ θέλει καλλιέργεια καὶ συνεχὴ ἐπιστασία. Πρέπει ὁ κάθε συνειδητὸς ἄνθρωπος νὰ εἶναι, ὅπως κι ὁ σωστὸς κηπουρὸς μὲ τὴν ἀξίνα καὶ στὸ σκαλιστήρι. Νὰ φρερσκάρει τὸ χῶμα, ὥστε ν᾿ ἀναπνέουν οἱ ρίζες, νὰ ξεριζώνει τὰ ζιζάνια, νὰ εἶναι τὸ ἔδαφος ὅσο γίνεται πιὸ εὔφορο. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν ψυχή ἀπαιτεῖται: νὰ γίνεται συχνὸς ἔλεγχος, ὥστε νὰ μὴν βρίσκουν εὐκαιρία καὶ πληθύνουν τὰ ζιζάνια. Κι ἐδῶ εἶναι ποὺ χρειάζεται, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν αὐτοπαρατήρηση κι αὐτὸ ποὺ λένε οἱ Νηπτικοὶ λεγόμενοι Πατέρες: Ἡ φυλακὴ τῆς καρδίας διὰ τῆς ἀδιαλείπτου εὐχῆς, διότι «Ὀνόματι Ἰησοῦ μάστιζε πολεμίους» (Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).
Ὅπως ἀπαιτεῖται στὴν κηπουρικὴ κι ἡ προλαμβάνεται ἡ ἰοβόλος ἐπίθεση κάποιων ἀσθενειῶν τῶν φυτῶν μὲ διάφορα φυτοϊατρικὰ μέσα (π.χ, θειάφι, χαλκὸς κ.λ.π), ὅπως γίνεται καὶ μὲ τὸ ἀδιάψευστο φάρμακο τῆς ἀθανασίας, τὴ Θεία Κοινωνία, νὰ καταπολεμεῖται κάθε ἰοβόλος ἐπίθεση. Φυσικὰ γιὰ ὅσους τὸ ἐμβιώνουν...
Ἄν ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ κηπουροῦ εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν προετοιμασία τοῦ κήπου καὶ τὴν ἀναμονὴ τοῦ καρποῦ τῶν ἔργων του, «γιὰ τὸν κάθε πιστὸ ὅλη του ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ προετοιμασία γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία»( π. Ἀλ. Σμέμαν) .
Μόνο ποὺ ἀπαιτεῖται νὰ γίνουν σωστά, κι ἡ καλλιέργεια κι ἡ ὅλη προετοιμασία.
Ἀλήθεια, πόσα ἀγαθὰ μᾶς παρέχει ὁ Θεὸς γιὰ καταρτισμὸ καὶ συνεχῆ μαθητεία, κι ἐμεῖς οὔτε ποὺ τὰ καταλαβαίνουμε... Γιατὶ τάχα;

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Για το βιβλίο «Θεοδόσης Πυλαρινός. Το λεύκωμα της Ειρήνης Α. Δεντρινού» (εκδ. Ειρμός, 1989)

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Το βιβλίο του Θεοδόση Πυλαρινού, που αναφέρεται στο Λεύκωμα της Ειρήνης Α. Δεντρινού, φαίνεται σαν συμπλήρωμα του προσφάτως εκδοθέντος  από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη (2014), με τον τίτλο Ειρήνη Α. Δεντρινού, Τα διηγήματα,  όπου αναλύεται η προσωπικότητα και το διηγηματικό έργο της συγγραφέως. Και τούτο διότι σ’ αυτό, στο «Λεύκωμα», μας δίνεται μια άλλη δραστηριότητα, πιο ανάλαφρη,  ίσως,  της Κερκυραίας συγγραφέως.

Η Δεντρινού προέρχεται από σπουδαία οικογένεια. Πατέρας της ήταν ο αστός Γεώργιος Ζαβιτσιάνος, μητέρα της η αριστοκράτισσα Έλενα, κόρη του Βέγια, Βούλγαρη, σύζυγός της ο πολιτευτής Ανδρέας Δενδρινός. Σ’ αυτό το περιβάλλον έζησε, μορφώθηκε και συναναστράφηκε πολλές σημαντικές προσωπικότητες, ανάμεσα στις οποίες ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο Λορέντζος Μαβίλης, η φεμινίστρια Καλλιρρόη Παρρέν. 

Στον τόμο με τα Διηγήματα ο αναγνώστης θα βρει μια πλούσια και τεκμηριωμένη εισαγωγή για την λογοτέχνιδα. Στο λεύκωμα, που έχει, εκδοτικά, προηγηθεί είκοσι τρία χρόνια θα βρει εξ ίσου σημαντικό υλικό, σε μια πιο  ανάλαφρη εκδοχή πνευματικής ενασχόλησης εκείνης των Διηγημάτων. Είναι το είδος που είχε τη σφραγίδα της γυναικείας αποκλειστικά δημιουργίας,  μέσο διασκέδασης «πρώτης ανάγκης», και χώρος συναισθηματικής εκτόνωσης, κυρίως για τις γυναίκες, επειδή ήταν κοινωνικά περιορισμένες. Φυλλομετρώντας ένα λεύκωμα του παλιού καιρού ανακαλύπτουμε θησαυρούς. Ο Πυλαρινός μάς δίνει την εξέλιξή του από τον 16ο αιώνα στη Γαλλία και εξής. Διασχίζει την εποχή του ρομαντισμού του 19ου  αι. και φτάνει στην εκπνοή του,  προς το τέλος του αιώνα, στη γενιά του 1880. Συν τω χρόνω, δηλαδή, με τις κοινωνικοπολιτικές και καλλιτεχνικές αλλαγές, ο ρόλος του εξαφανίζεται.  Τα λευκώματα τελείωσαν με το πέρας της ρομαντικής εποχής και όσα παρέμειναν το οφείλουν στους επιφανείς που τα έγραψαν σ’ αυτά, κυρίως γυναίκες.  Ο Ψυχάρης τα θεωρεί καθαρά γυναικείο χώρο, ο Λ. Πολίτης συμφωνεί πως οι κυρίες και οι δεσποινίδες της καλής κοινωνίας κρατούσαν λεύκωμα και ο Ραγκαβής υποστηρίζει πως λευκώματα κρατούσαν γυναίκες όλων των ηλικιών. Σ’ αυτά έγραφαν ποιητές και καλλιτέχνες, πολιτικοί, επιφανείς και μη. Οι αφανείς, συχνά, επεδίωκαν να φιγουράρει το όνομά τους  πλάι στα ονόματα των επιφανών.  Οι κανόνες του παιχνιδιού επέτρεπαν να κολληθεί και ταχυδρομημένο αυτόγραφο  σε σελίδα του λευκώματος, πράγμα που στην Δεντρινού συμβαίνει συχνά. Συχνό φαινόμενο, επίσης, ήταν και οι πνευματικοί διαξιφισμοί. Αφιερώσεις, γνώμες, στίχοι καταχωρίζονται ενυπογράφως. Γλώσσα είναι η καθαρεύουσα, εφόσον το λεύκωμα ήταν δημιούργημα του ρομαντισμού, ωστόσο, και η δημοτική με «ευδιάκριτη πάλη»,  δίνει τον αγώνα της στη μικρογραφία της εποχής.

Κι επειδή ο ρομαντισμός που εξέθρεψε το λεύκωμα,  εκφράστηκε ως ποίηση, σε αντίθεση με την πρόζα, η ποίηση είναι περισσότερη. Ο Αχιλλέας Παράσχος παίζων, συνθέτει «Αισθήματα, πλην έμμετρα, ουχί πεζά· εχθαίρει/ το πεζικόν». Ο Ραγκαβής αρνούμενος να γράψει, συνθέτει: «Στίχους ζητείς; αδυνατεί ο νους μου προς ποιήσεις./ Είναι βωβός ο θαυμασμός, το αίσθημα επίσης» (όπου βέβαια  με τη φράση «προς ποιήσεις» αφήνει να εννοηθεί ότι δεν μπορεί να προσποιηθεί).  Ο Σ. Περρής επίσης: «… φυλλολογών το λεύκωμα ως περασμένους χρόνους/ θέλεις μετρή τετράστιχα μ’ απηυδησμένους στόνους» (όπου ο ποιητής με τη μετοχή «φυλλολογών» τραμπαλίζεται ανάμεσα στο φιλολογώ και φυλλομετρώ αφήνοντας να εννοηθεί η ανία του). Όσον αφορά τον πεζό λόγο των λευκωμάτων αυτός αποτελείται από γνώμες, αποφθέγματα, ευχές, αφιερώσεις.  Αναφέρονται δύο επιφανή λευκώματα. Το ένα είναι της Ευρυδίκης και το άλλο του Ολιβιέ. Το δεύτερο περιέχει γνώμες, ρητά και άλλα αντιπροσωπευτικά αξιωμάτων, λειτουργημάτων και επαγγελμάτων διαπρεπών ανδρών. Με το τέλος του ρομαντισμού κάνει την εμφάνισή της δυναμικά και η σάτιρα. Ωστόσο, η μελαγχολική διάθεση, η αγωνία μπροστά στο κενό, η αποδημία, η μετανάστευση, ο χωρισμός, δεν υποχωρούν. Φυσικά και  η νοσταλγία των περασμένων: «Πίνε τσάι με λεμόνι κι ενθυμού μη με λησμόνει». Ο Πυλαρινός κατατάσσει τα περιεχόμενα σε δεκατρείς κατηγορίες μεταξύ των οποίων τα Περί έρωτος και αγάπης,  Περί πατρίδος, Περί θανάτου, Η νιότη και τα γερατειά, Το παρελθόν και το παρόν, σκέψεις, γρίφοι, ζωγραφικά έργα και πολλά άλλα.

Η Ειρήνη Α. Δεντρινού, μορφωμένη, και γλωσσομαθής, συνεργάτης στην Εφημερίδα των Κυριών της Παρρέν, μυημένη στον φεμινισμό, με κύκλο επιφανών γύρω της, αρχίζει να κρατά Λεύκωμα  με πρώτη καταγραφή στις «12 του θεριστή του 1899»  και τελευταία  στις 12-7- 1917. Στο διάστημα των δεκαέξι χρόνων θα γίνουν σ’ αυτό πολλές και σημαντικές  καταγραφές. Στο λεύκωμα υπάρχουν καταγραφές και από την Καλαμάτα, όπου  ταξίδεψε η Δεντρινού, αλλά, όπως είπαμε,  συμπληρωνόταν  και δι’ αλληλογραφίας. Εκεί,  λοιπόν, ο «φυλλογολών», ήτοι ο φυλλομετρών,  θα βρει αφιερώσεις πεζογράφων και αποσπάσματα από το έργο τους, ποιήματα (του Παλαμά π.χ.),  λογοπαίγνια με το όνομα, επιστολές με φιλολογικό ενδιαφέρον, απόψεις για το γλωσσικό ζήτημα. Συνοψίζοντας  τα χαρακτηριστικά του ο Πυλαρινός, παρατηρεί: α) τη δημοσιογραφική παρουσία και το συσχετισμό με την καθαρεύουσα. β) ότι τα ποιητικά κείμενα είναι γραμμένα στη δημοτική και επηρεασμένα από τη γενιά του 1880. γ) ότι η Αθήνα είναι το πνευματικό κέντρο της χώρας και πόλος έλξης των πνευματικών ανθρώπων (και όχι πλέον η Κέρκυρα). δ) ότι το ύφος και το ήθος των νέων τάσεων είναι έντονο. ε) ότι τα  ρομαντικά κατάλοιπα συμπλέκονται με τις νέες ιδέες, οπότε φαίνεται και η μετάβαση από τη ρομαντική εποχή στην διάδοχό της. στ) ότι το πατριωτικό στοιχείο είναι εμφανές. Και ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι η απουσία από το λεύκωμα σπουδαίων ανθρώπων με τους οποίους είχε, ωστόσο, φιλικές σχέσεις η Δεντρινού.

Ακολουθούν οι σελίδες του λευκώματος με φωτογραφική απεικόνιση της χειρόγραφης σελίδας, με τους γραφικούς χαρακτήρες και την επιμελημένη καλλιγραφία, απέναντι από την  τυπωμένη. Ενδιαφέρουσα είναι η προσπάθεια και η ευγένεια που επιδεικνύουν οι υπεύθυνοι περιοδικών, όταν αρνούνται συνεργασία. Επίσης, τις σελίδες του βιβλίου διανθίζουν επιστολικά δελτάρια με εικόνες εποχής της Κέρκυρας, κτήρια και τοπία. Κυρίως, όμως, μας συγκινούν πράγματι, τα κείμενα, μερικά των οποίων, ποιητικά ή πεζά, είναι αριστουργήματα μια άλλης εποχής. Μιας εποχής ήθους, ευγένειας και ανθρώπων με αληθινή μόρφωση.

Το βιβλίο όπως ήδη είπαμε μπορεί να λειτουργήσει ως πολύ ενδιαφέρουσα, χιουμοριστική, συχνά, προεισαγωγή στα Διηγήματα, προσφέροντας στον αναγνώστη μια ακόμη διάσταση της προσωπικότητας  της Δεντρινού. 


Κυριακή 3 Μαΐου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΩΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ

Στὸν Παναγιώτη τὸ Γιατρό, Κληματιανὴ ἀνάσα, ἀνοιξιάτικη

Κάποτε, ἐκεῖ ποὺ ψάχνεις νὰ βρεῖς κάτι, σοῦ παρουσιάζονται λησμονημένες φωτογραφίες, γιὰ νὰ σὲ ἀπομονώσουν λίγο ἀπὸ τὴν καθημερινότητα καὶ νὰ σὲ ὁδηγήσουν στὸ στοχασμὸ καὶ στὴν ἀναπόληση. Κι εἶναι, πράγματι, αὐτὲς οἱ λίγες στιγμὲς δῶρο Θεοῦ, γιατὶ μπορεῖ νὰ σὲ ἀποσυντονίζουν, ὅμως σὲ βοηθᾶνε νὰ ἐπιστρέψεις κάπου στὸ χθές -δὲν ἔχει σημασία ἡ ἀκριβὴς χρονολογία ( δὲ γράφουμε, βλέπεις, βιογραφικό)- καὶ νὰ ξαναδεῖς πρόσωπα καὶ γεγονότα, ποὺ τότε τὰ θεωροῦσες πλᾶ καὶ τιποτένια, σήμερα ὅμως καταλαβαίνεις τὴ σημασία τους καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὴ χρησιμότητά τους.
Μιὰ φωτογραφία τῆς παλιᾶς σου γειτονιᾶς ἀνακάλυψες, λοιπόν, κάπου στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1970. Τῆς γειτονιᾶς σου στὸ παλιὸ τὸ χωριό, τὸ λησμονημένο κι ἔρημο σήμερα... Γιατὶ τότε, ὅπως φαίνεται, ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, ὑπῆρχε ἐπικοινωνία, ὑπῆρχε πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ γειτονιά. Αὐτὸ τὸ ψυχοθεραπευτήριο, ὅπου, μαζὶ μὲ τὶς συγκρούσεις στὶς συζητήσεις, ὑπῆρχε καὶ τὸ κέρασμα. Ἀλλὰ ὑπῆρχε καὶ κάτι ἄλλο: τὸ ξεχέρσωμα τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ κάθε εἴδους ζιζάνια, καθὼς μὲ τὸν διάλογο ἡρεμοῦσε τὸ εἶναι, ἀφοῦ πῆρχαν καὶ περιπτώσεις ποὺ κουβεντιάζονταν καὶ προσωπικὰ προβλήματα.
-Ἀρή, ἀπὸψ’εἶδα τοὺ (τάδε) ὄνειρου κι μὶ τάραξι...
Κι ἀμέσως ἄρχιζε ἡ ἀνάλυση, ποὺ ξεφόρτωνε τὴν ψυχή. Μιὰ ἀνάλυση χωρὶς τοὺς αὐστηροὺς κανόνες τῆς ψυχολογίας τῶν ὀνείρων, ἀλλὰ μὲ τὴν καλὴ διάθεση νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν φαντασία, ἀπὸ τὸ εἶναι ὁλόκληρο κάθε ἴχνος φόβου ἤ ἀπελπισμοῦ. Γιατὶ στὶς ἡλικίες αὐτές ποὺ βλέπουμε στὴ φωτογραφία, δηλαδή στὶς γεροντικὲς ἡλικίες, ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι καθημερινὴ ἐπίσκεψη. Καὶ μάλιστα, στὶς ἄγριες νύχτες τοῦ χειμώνα γίνεται ὅλο καὶ μεγαλύτερος καὶ ἰσχυρότερος. Γι᾿ αὐτὸ φρόντιζαν νὰ ἔχουν αὐτὲς τὶς συνάξεις, ποὺ τὸ καλοκαίρι γίνονταν στὸ σοκάκι, ἐνῶ τὸ χειμώνα δίπλα στὴν παραστιά. Κι ἦταν οἱ συνάξεις αὐτὲς τὸ ξορκι γιὰ τὴ μοναξιὰ καὶ τὴν κατάθλιψη, γιατὶ μέσα ἀπὸ τὸ διάλογο ξεπερνοῦσαν πολλοὺς λογισμούς.
-Τνὴειδεις τοὺ χουλέρα...Πέρασι κι μλιά, σιτιά...
Τὸ παράπονο κι αὐτὸ συζητιέται κι ἀναλύεται.
-Ἄστην, ἀρή!!!. Δὲ νὴ ξέρεις τὶ μοῦσγα εἶνι; Αὐτὴν τ᾿ Ἀγγιλοῦ τς νιρὸ δὲ δίν΄
Κι ὁ καιρὸς περνάει. Καὶ μὲ τὶς παρεξηγήσεις καὶ τὶς κόντρες. Χρήσιμες κι αὐτές.
-Ἄκσι νὰ σπῶ...Τς᾿λαΐνις ἀπ᾿ὄχου γκβανήσει στοὺν ὕπνους΄ δὲ τς᾿ είιδεις...Τ᾿ ἀκοῦς;
-Ἄντι ἀρή...!! Κβέντα δὲ σκών᾿ ς;
Χαριτωμένες συντροφιές. Μὲ τὰ παλιά, ἀπ᾿ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. νὰ σεργιανοῦν μπροστά τους, καθὼς ἀναθυμοῦνται π΄ροσωπα καὶ πράγματα.
-Ἰδῶ δὲνήτανι ἡ καροῦτα κι ἀμ᾿ πάν τ᾿ Ἁλώνια;
Καὶ μαζὶ μὲ τὴ καροῦτα καὶ τ᾿ Ἁλώνια ξανανθιζε ἡ νεότητα, ἡ ὁμορφιὰ τῆς ζωῆς,ποὺ τὴ λέγανε καὶ τὴν ξαναλέγανε, λὲς καὶ περιμένανε τὴν ἐπιστροφή της. Ὅμως ἐκείνη, ἡ νεότητα δηλαδή, μπορεῖ νὰ μὴν ξαναγύριζε, ἐπέστρεφε ὅμως ἡ γλυκειὰ νοσταλγία ποὺ εἰρηνεύει τὴν ψυχή, καθὼς τὴ συντροφεύει μὲ μνῆμες καὶ πρόσωπα. Ἱερὰ πρόσωπα, ὅπως ερὰ εἶναι καὶ τὰ πρόσωπα τῶν γιαγιάδων τῆς φωτογραφίας, ποὺ δεκαετίες τώρα ἔχουν ἀναχωρήσει.
Στὸν τόπο ποὺ κάθονταν δὲ βρέθηκε κανεὶς γιὰ νὰ καθήσει... Ἐρήμωσε τόπος αὐτός, ἔκλεισε τὶς βαρειές της τίς πύλες ἡ γειτονιὰ ἐκείνη γιὰ πάντα. πως σφραγίζεται ὁ τάφος...

2 Μαΐου 2015 

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Για το βιβλίο «Ειρήνη Α. Δεντρινού. Τα Διηγήματα» [Φιλολογική Επιμέλεια: Θεοδόσης Πυλαρινός | εκδ. Νεοελληνική Βιβλιοθήκη Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2014]

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Ο Θεοδόσης Πυλαρινός είναι καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, όπου διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία και Ιστορία του Γλωσσικού Ζητήματος, ενώ στις απορρέουσες από την ιδιότητα ασχολίες του συγκαταλέγονται το περιοδικό «Πόρφυρας», του οποίου είναι υπεύθυνος σύμβουλος έκδοσης και επιμελητής, το περιοδικό «Κερκυραϊκά Χρονικά», του οποίου είναι επιστημονικός υπεύθυνος, ταυτοχρόνως είναι  συνεργάτης πολλών άλλων λογοτεχνικών περιοδικών, με μεγάλη και ποικίλη δραστηριότητα. Πέραν όλων τούτων, ακαταπόνητος, παραδίδει στην επιστήμη και την τέχνη του λόγου εργασίες, οι οποίες διακρίνονται για την ποιότητα και τη σπανιότητα τους. Ξεχωρίζουν οι  μελέτες του πάνω στο έργο του Δημήτρη Σουρβίνου (Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, 2006), του Σπύρου Νικοκάβουρα (‘‘εκ νέου’’ 2007),  ο  ογκώδης τόμος με Μελετήματα για την Κυπριακή Λογοτεχνία,  με τον τίτλο  Εν Ειναλίη Κύπρω έσσετ’ αοιδός (Αίπεια, Σπίτι της Κύπρου και Πάπυρος, 2011). Δεν θα έπρεπε να παραλείψω «Τη Φωτεινή Απαισιοδοξία»,  μια μελέτη του πάνω σε  μια ομιλία του Μιχαήλ Δεσύλλα για τον Λορέντζο Μαβίλη (Κέρκυρα 2012), για τον οποίο, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από το θάνατό του στον Δρίσκο, το 1912, έγινε επετειακή έκδοση και από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων με τον τίτλο Λορέντζος  Μαβίλης, Πολιτικός,  Ποιητής,   Εθνικός Ήρωας (2012). Ενδιαφέρουσα και πολύ καλά τεκμηριωμένη είναι η μελέτη του με τον τίτλο «Με επιμονή και με σκοπό στον ίδιο Τόπο», η οποία αναφέρεται στο ποιητικό, πεζογραφικό και δοκιμιακό έργο του σημαντικού ποιητή της γενιάς του ’70 Γιώργου Mαρκόπουλου (Εκάτη 2013). Από τις πιο πρόσφατες εργασίες του, με την οποία θα ασχοληθώ εκτενώς,  επιλέγω την σπουδαία Κερκυραία λογοτέχνιδα  Ειρήνη Α. Δεντρινού, της οποίας την προσωπικότητα φέρνει στο προσκήνιο μαζί με το πλούσιο πεζογραφικό της έργο. 

Εκτός από τα Διηγήματα της Δεντρινού, το βιβλίο περιλαμβάνει  «Εισαγωγή» δική του, η οποία επιμερίζεται σε  πέντε ενότητες, όπου ο  Πυλαρινός εξετάζει το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, τη νεανική δημιουργική περίοδο και τις πρώτες δημοσιεύσεις, τη δεύτερη πεζογραφική περίοδο  με τη θητεία στο Νουμά και τα διηγήματα του σαλονιού, την τρίτη περίοδο, τη νουβέλα Ο Εξαγνισμός, την Η Κερκυραϊκή Ανθολογία και την εντοπιότητα και τέλος, την τελευταία ομάδα διηγημάτων στην εφημερίδα Κερκυραϊκή Ηχώ.

Ακολουθούν οι σελίδες με τα «Διηγήματα» και ο τόμος κλείνει με τις «Πηγές»  τις οποίες ερεύνησε  ο Πυλαρινός για τη μελέτη του.

Από την επισταμένη και συστηματική έρευνα προκύπτει ότι η Δεντρινού προέρχεται από σπουδαίο περιβάλλον, του οποίου τα μέλη έχουν πολλές «περγαμηνές» να αναδείξουν. Ο πατέρας της Γεώργιος Ζαβιτσιάνος, ανήκε σε μεγάλη αστική οικογένεια, είχε σπουδάσει στο Παρίσι φυσικές επιστήμες και είχε μια λαμπρή καριέρα και πολιτική εξέλιξη πλάι στον Βενιζέλο. Η μητέρα της ήταν αριστοκράτισσα με φιλελεύθερο πνεύμα, από την οικογένεια των Βουλγάρεων.  Σύζυγος της Δεντρινού ήταν ο πολιτευτής Ανδρέας Δενδρινός.  Έζησε, λοιπόν, και ανατράφηκε στο αριστοκρατικό και  μεγαλοαστικό περιβάλλον, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει σημαντικούς ανθρώπους των  γραμμάτων και των τεχνών,  να καλλιεργήσει και να αναπτύξει  το ταλέντο της, το οποίο εκδηλώθηκε αμέσως μετά την αποφοίτηση από το Αρσάκειο της Κέρκυρας.

Η Δεντρινού έζησε τις ιστορικές ανακατατάξεις της Επτανήσου, την ακμή και την κάμψη, εφόσον το νησί σταδιακά μεταβαλλόταν από κέντρο που ήταν σε περιφέρεια. Η ίδια, πάντως, εθεωρείτο «ιερό τέρας» από τους παλιότερους και σεβαστή δέσποινα από  τους νεότερους, εξακολουθώντας να επηρεάζει τα πράγματα ως κριτικός και ιστορικός της κερκυραϊκής λογοτεχνίας. Πέθανε σχεδόν εκατό ετών το 1976 (γεν. 1879).  Στους κοντινούς της φίλους συμπεριλαμβάνονταν οι εμβληματικές μορφές του Θεοτόκη και του Μαβίλη, οι δύο αυτοί ισχυροί πόλοι της εντοπιότητας αλλά και εκπρόσωποι της νέας γενιάς. Η προσπάθειά της να αναδείξει το επτανησιακό στοιχείο αλλά και να επικοινωνήσει και με τα έξω ρεύματα είναι εμφανής σε όλο το έργο της. Δημοτικίστρια (η επιλογή του «τ» αντί του  «δ» στο επώνυμό της εκεί έχει την αιτία της)  και φεμινίστρια ενδιαφέρεται για το γυναικείο ζήτημα και αγωνίζεται για την απελευθέρωση της γυναίκας (Θα λέγαμε πως έπρεπε να περάσουν εκατό χρόνια για να γίνει πραγματικότητα ο διακαής πόθος μιας άλλης επτανησίας αρχόντισσας, της Ελισάβετ Μαρτινέγκου, για παιδεία και χειραφέτηση).

Η ενασχόλησή της με την πεζογραφία, γράφει ο Πυλαρινός, τοποθετείται στο τέλος της πρώτης τριακονταετίας του 20ου αιώνα. Το πολυσέλιδο πεζογράφημά της «Το όνομα του πατέρα» (1924-1925) δημοσιεύτηκε  σε συνέχειες στα Κερκυραϊκά Νέα.  Τελικώς το είδος πεζογραφίας που της ταίριαζε ήταν το διήγημα, εκτενές ή όχι.

Ο Πυλαρινός κατανέμει το έργο της σε περιόδους. Η πρώτη είναι η νεανική περίοδος με τις πρώτες δημοσιεύσεις σε περιοδικά της εποχής και στο Ημερολόγιο της Εφημερίδος των Γυναικών. Στη δεύτερη πεζογραφική περίοδο περιλαμβάνονται οι συνεργασίες της στον Νουμά και τα διηγήματα του σαλονιού, όπου θίγεται η «σοβούσα κοινωνική παθογένεια». Στα διηγήματα αυτής της περιόδου η Δεντρινού ασχολείται με τη «νέα γυναίκα της υποκρισίας, της επίδειξης, της φιλοχρηματίας, του σνομπισμού και της ματαιοδοξίας» αλλά και με την ώριμη γυναίκα, μητέρα, θύμα. Κι ακόμα στη θεματολογία της υπάρχουν οι ψεύτικοι έρωτες, η προικοθηρία, οι γάμοι από υπολογισμό και συμφέρον, θέματα γενικώς οικογενειακά,  στα οποία η συγγραφέας  επιχειρεί πάντα να αναδείξει το πρόβλημα. Όσο για τα θέματα που σχετίζονται με την τιμή, την προδομένη αγάπη, τη διαφθορά και την πίστη, ο Πυλαρινός τα αποδίδει στη σχέση της με τον Θεοτόκη και το έργο του Η τιμή και το χρήμα.

Στην τρίτη περίοδο ανήκει και η συνεργασία της με τον Θεοτόκη και η έκδοση από κοινού του περιοδικού της Κερκυραϊκής Ανθολογίας, το οποίο όμως δεν προσήλκυσε συνεργάτες και δεν κατάφερε να αντέξει στον αθηναϊκό ανταγωνισμό. Στα διηγήματα αυτής της περιόδου η Δεντρινού «εκπροσώπησε συνεπώς και πάλι το γυναικείο φύλο, προβάλλοντας τα πάθη αλλά και τα αιτήματά του». Γυναίκες πάσης κοινωνικής κατηγορίας, ηλικίας και παιδείας, καταδυναστευμένες στο γάμο τους, με ερωτικά πάθη, παράνομες αγάπες  και κυρίως  άκληρες με πολλά δεινά, γίνονται ηρωίδες της. Το σημαντικό είναι πως σ’ αυτής της περιόδου τα διηγήματα η Δεντρινού «έφτασε στις καλύτερες πεζογραφικές στιγμές της». Οι συνθετικές ικανότητές της φαίνονται και στα έργα, στα οποία τα σκηνικά της πόλης και της εξοχής εναλλάσσονται «με την αποδέσμευση του λαού της υπαίθρου από τον άρχοντα – δυνάστη του και τη διάχυσή του στον αστικό χώρο, όπου επρόκειτο να αντιμετωπίσει νέα προβλήματα».  Για τα διηγήματα και αυτής της περιόδου ο Πυλαρινός, πέραν των άλλων επισημάνσεων βρίσκει και τις εκλεκτικές συγγένειες της Δεντρινού άλλοτε με τον Παπαδιαμάντη, άλλοτε με τον Λασκαράτο κι άλλοτε με τον Θεοτόκη.

Στη νουβέλα «Ο Εξαγνισμός», ο Πυλαρινός σημειώνει ότι η  Δεντρινού  συμπλέκει με μεγάλη τόλμη «τη δεισιδαιμονία με την αναπαραγωγική δύναμη και το ένστικτο, επηρεασμένη προφανώς από τις πρώιμες για την ελληνική πραγματικότητα ψυχαναλυτικές θεωρίες», αλλά και από άποψη μορφής  ότι  αποτελεί «εξαίρεση των αφηγηματικών τεχνικών… εξαίρεση ποσοτική και ποιοτική».

Στα τελευταία διηγήματά της είναι εμφανής η κάμψη, με τις θεματικές επαναλήψεις, τη μικρή ή μεγαλύτερη φόρμα. Ωστόσο, το επί σαράντα χρόνια διάσπαρτο σε περιοδικά, σε όλη την Ελλάδα,  έργο της αποκαθιστά τη σημασία της ως πεζογράφου,  δίνει την ευκαιρία να αποτιμηθεί η κερκυραϊκή παραγωγή της,  να αναφανεί η ανταγωνιστική σχέση με την Αθήνα, να παρακολουθηθεί η εξέλιξη του γλωσσικού ζητήματος και να συμπληρωθεί το γυναικείο κίνημα στην Ελλάδα με στοιχεία αντλημένα από έργο της. Ο τόμος, όπως φαίνεται από τα στοιχεία του βιβλίου, είναι έκδοση  της  Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης του  Ιδρύματος  Κώστα και Ελένης Ουράνη, και τούτο, καθώς και ο ίδιος ο Πυλαρινός,  αποτελεί εγγύηση για την ποιότητά του.

Συμπληρωματικό, σ’ αυτό, είναι Το Λεύκωμα της Ειρήνης Α. Δεντρινού (Εκδόσεις Ειρμός, 1989) του οποίου η σημασία επαναξιολογείται σήμερα με το πρόσθετο υλικό που κομίζει και ας προηγήθηκε 23 χρόνια, πράγμα που αφενός δείχνει την μακρόχρονη ενασχόληση του Πυλαρινού με την Δεντρινού και αφετέρου μας προσφέρει μια πιο ανάλαφρη εικόνα εκείνου που πραγματεύεται στο βιβλίο με τα Διηγήματα. Το είδος – το λεύκωμα-  ήταν «πρώτης ανάγκης», μέσο διασκέδασης και χώρος συναισθηματικής εκτόνωσης, κυρίως για τις γυναίκες, επειδή ήταν περιορισμένες. Με τις κοινωνικές αλλαγές ο ρόλος του συν τω χρόνω εξαφανίστηκε. Παρόλα αυτά,  φυλλομετρώντας ένα λεύκωμα του παλιού καιρού ανακαλύπτουμε θησαυρούς. Ο Πυλαρινός μας δίνει την εξέλιξή του από τον 16ο αιώνα στη Γαλλία και εξής και διασχίζοντας τον ρομαντισμό του 19ου  αι. και φτάνοντας προς το τέλος του στη γενιά του 1880. Ο χρόνος που πέρασε, με τις κοινωνικοπολιτικές και καλλιτεχνικές αλλαγές,  άφησε και στο λεύκωμα τα σημάδια του. Πάντως τα λευκώματα τελείωσαν με το πέρας της ρομαντικής εποχής και όσα παρέμειναν το οφείλουν στους επιφανείς, κυρίως γυναίκες, που τα έγραψαν. Ο Ψυχάρης τα θεωρεί καθαρά γυναικείο χώρο, ο Λ. Πολίτης συμφωνεί πως οι κυρίες και οι δεσποινίδες της καλής κοινωνίας κρατούσαν λεύκωμα και ο Ραγκαβής υποστηρίζει πως λευκώματα κρατούσαν γυναίκες όλων των ηλικιών. Σ’ αυτά έγραφαν ποιητές και καλλιτέχνες, πολιτικοί, επιφανείς και μη. Οι αφανείς, συχνά, επεδίωκαν να φιγουράρει το όνομά τους  πλάι στα ονόματα των επιφανών.  Οι κανόνες του παιχνιδιού επέτρεπαν να κολληθεί και ταχυδρομημένο αυτόγραφο  σε σελίδα του λευκώματος, πράγμα που στην Δεντρινού συμβαίνει συχνά και συχνό φαινόμενο, επίσης, ήταν και οι πνευματικοί διαξιφισμοί. Αφιερώσεις, γνώμες, στίχοι καταχωρίζονται ενυπογράφως. Γλώσσα η καθαρεύουσα, εφόσον το λεύκωμα ήταν δημιούργημα του ρομαντισμού, αλλά και η δημοτική σε «ευδιάκριτη πάλη»,  δίνει με τον αγώνα της τη μικρογραφία της εποχής.

Κι επειδή ο ρομαντισμός που εξέθρεψε το λεύκωμα,  εκφράστηκε ως ποίηση σε αντίθεση με την πρόζα, η ποίηση είναι περισσότερη. Ο Αχιλλέας Παράσχος παίζων, συνθέτει «Αισθήματα, πλην έμμετρα, ουχί πεζά· εχθαίρει/ το πεζικόν». Ο Ραγκαβής αρνούμενος να γράψει, συνθέτει: «Στίχους ζητείς ; αδυνατεί ο νους μου προς ποιήσεις./ Είναι βωβός ο θαυμασμός, το αίσθημα επίσης» (όπου βέβαια  με τη φράση «προς ποιήσεις» αφήνει να εννοηθεί ότι δεν μπορεί να προσποιηθεί).  Ο Σ. Περρής επίσης: «… φυλλολογών το λεύκωμα ως περασμένους χρόνους/ θέλεις μετρή τετράστιχα μ’ απηυδησμένους στόνους» (όπου ο ποιητής με το «φυλλολογώ» τραμπαλίζεται ανάμεσα στο φιλολογώ και φυλλομετρώ αφήνοντας να εννοηθεί η ανία του). Όσον αφορά τον πεζό λόγο των λευκωμάτων αυτός αποτελείται από γνώμες, αποφθέγματα, ευχές, αφιερώσεις.  Αναφέρονται δύο επιφανή λευκώματα. Το ένα είναι της Ευρυδίκης και το άλλο του Ολιβιέ. Το δεύτερο περιέχει γνώμες, ρητά και άλλα αντιπροσωπευτικά αξιωμάτων, λειτουργημάτων και επαγγελμάτων διαπρεπών ανδρών. Με το τέλος του ρομαντισμού κάνει την εμφάνισή της δυναμικά και η σάτιρα. Ωστόσο, η μελαγχολική διάθεση, η αγωνία μπροστά στο κενό, η αποδημία, η μετανάστευση, ο χωρισμός, δεν υποχωρούν. Φυσικά και  η νοσταλγία των περασμένων: «Πίνε τσάι με λεμόνι κι ενθυμού μη με λησμόνει».

Ο Πυλαρινός κατατάσσει τα περιεχόμενα σε δεκατρείς κατηγορίες μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα Περί έρωτος και αγάπης,  Περί πατρίδος, Περί θανάτου, Η νιότη και τα γερατειά, Το παρελθόν και το παρόν, σκέψεις, γρίφοι, ζωγραφικά έργα και πολλά άλλα.

Η Ειρήνη Α. Δεντρινού, της οποίας διεξοδικώς παρακολουθήσαμε στον τόμο με τα Διηγήματα, μορφωμένη, και γλωσσομαθής, συνεργάτης στην Εφημερίδα των Κυριών της Καλλιρρόης Παρρέν, μυημένη στον φεμινισμό, με κύκλο επιφανών γύρω της, αρχίζει να κρατά Λεύκωμα  με πρώτη καταγραφή στις «12 του θεριστή του 1899»  και τελευταία  στις 12-7- 1917. Στο διάστημα των δεκαέξι χρόνων θα γίνουν σ’ αυτό πολλές και σημαντικές  καταγραφές. Όπου ταξίδεψε η Δεντρινού το είχε μαζί της. Στην Καλαμάτα, στην Κέρκυρα, αλλά, όπως είπαμε, συμπληρώνεται και δι’ αλληλογραφίας. Εκεί,  λοιπόν, ο «φυλλολογών», ήτοι ο φυλλομετρών,  θα βρει αφιερώσεις πεζογράφων και αποσπάσματα από το έργο τους, ποιήματα (του Παλαμά π.χ.), παιχνίδια με το όνομα, ποιήματα, επιστολές με φιλολογικό ενδιαφέρον, απόψεις για το γλωσσικό ζήτημα. Συνοψίζοντας  τα χαρακτηριστικά του ο Πυλαρινός, παρατηρεί: α) τη δημοσιογραφική παρουσία και το συσχετισμό με την καθαρεύουσα. β) ότι τα ποιητικά κείμενα είναι γραμμένα στη δημοτική και επηρεασμένα από τη γενιά του 1880. γ) ότι η Αθήνα είναι το πνευματικό κέντρο της χώρας και πόλος έλξης των πνευματικών ανθρώπων. δ) ότι το ύφος και το ήθος των νέων τάσεων είναι έντονο. ε) ότι τα  ρομαντικά κατάλοιπα συμπλέκονται με τις νέες ιδέες, οπότε φαίνεται και η μετάβαση από τη ρομαντική εποχή στην διάδοχό της. στ) ότι το πατριωτικό στοιχείο είναι εμφανές. Και ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι η απουσία από το λεύκωμα σπουδαίων ανθρώπων με τους οποίους είχε, ωστόσο, φιλικές σχέσεις η Δεντρινού.

Ακολουθούν οι σελίδες του λευκώματος με φωτογραφική απεικόνιση της χειρόγραφης σελίδας, με τους γραφικούς χαρακτήρες και την επιμελημένη καλλιγραφία, απέναντι από την  τυπωμένη. Ενδιαφέρουσα είναι η προσπάθεια και η ευγένεια που επιδεικνύουν οι υπεύθυνοι περιοδικών, όταν αρνούνται συνεργασία. Επίσης, τις σελίδες του βιβλίου διανθίζουν επιστολικά δελτάρια με εικόνες εποχής της Κέρκυρας, κτήρια και εξοχές. Κυρίως, όμως, μας συγκινούν πράγματι, τα κείμενα, μερικά των οποίων, ποιητικά ή πεζά, είναι αριστουργήματα μια άλλης εποχής. Μιας εποχής ήθους, ευγένειας και ανθρώπων με αληθινή μόρφωση. 

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΝΥΞΕΙΣ-ΑΝΟΙΞΕΙΣ (ποίημα)


Κρυφτό με το φως κι ο λόγος σου άρραφος
θάμβος δακρύου.

*

Κάψε με κάψε με τη στολήν ολόσωμο
πύρ ακάματο.

*

Αθεόφοβη σε πουλεί και σ' αγοράζει
σπείρα των φίλων.

*

Ανοιχτομάτης μίμος εκ του προχείρου
σε θεατρίζει.

*

Για οθόνιο κλέψε μου απ' την απλώστρα
ό,τι πρόχειρο.

*

Πού κλίνετε το μίσχο λουλουδάκια
κόμπο τον κόμπο;

*
Έρπουσα η μέρα του θανάτου δέλεαρ
κηρύσσει έαρ.

*

Νύξεις ανοίξεις κορμοί της εμπαθείας
ιμερότροποι.

*

Σπυριά της δάφνης κολώνια λεμονάνθι
λιωμένα όλα.


[Ζάκυνθος- Μεσσηνία, Μεγάλη και Νέα Εβδομάδα 2001. 
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην ποιητική συλλογή ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕΓΑΣ ΧΟΡΗΓΟΣ, εκδ. 2003, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2004]

Related Posts with Thumbnails