© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ, ΜΕ ΤΟ ΔΑΚΤΥΛΟ ΥΨΩΜΕΝΟ ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

Αρχιμ. Παντελεήμονος Μανουσάκη, Ph.D., Καθηγητού Φιλοσοφίας

Για το Νυχθημερόν και τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια

Από σήμερα, Κυριακή προ των Φώτων, μέχρι και την επομένη των Θεοφανίων, κεντρική μορφή στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας αναδεικνύεται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, η σύναξη του οποίου εορτάζεται την επομένη των Φώτων, ως υπηρέτου του μυστηρίου της βαπτίσεως του Κυρίου. Για τον αγ. Ιωάννη η πιο συστηματική θεολογική μελέτη στην Ορθόδοξη γραμματεία είναι ίσως αυτή του πατρός Σεργίου Μπουλγκάκωφ (Sergius Bulgakov), τιτλοφορούμενη Ο Φίλος του Νυμφίου, έργο το οποίο αποτελεί τον δεύτερο τόμο της αποκαλουμένης ελάσσονος τριλογίας.[1] Τις λίγες σκέψεις που ακολουθούν για το πρόσωπο του αγ. Ιωάννου του Προδρόμου τις δανειζόμαστε από την μελέτη μας για την εσχατολογία στο έργο του Γερμανού θεολόγου και μάρτυρος Dietrich Bonhoeffer.[2] Εκ πρώτης όψεως ίσως να φανεί παράταιρη η διακειμενική προσέγγιση των δύο αυτών μορφών: τί το κοινό μπορεί να έχουν ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Dietrich Bonhoeffer; 
          Η θέση που υποστηρίξαμε στην εν λόγω μελέτη, και την οποία παρουσιάζουμε για πρώτη φορά στα Ελληνικά εδώ, βρίσκει στο πρόσωπο του Προδρόμου την ακριβή και εύγλωττη ενσάρκωση μια έννοιας, την οποία χρησιμοποιεί ο Γερμανός θεολόγος, προκειμένου να ασκήσει κριτική σε όσους συναδέλφους του είχαν σπεύσει να δανείσουν ένα θεολογικό δεκανίκι στην εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία της εποχής τους. Ή έννοια αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί με τον νεολογισμό το προθύστατο (das Vorletzte, the penultimate), καθότι βρίσκεται σε αξιολογική (και όχι μόνο χρονική) σχέση προ του ύστατου και του εσχάτου. Η προτεσταντική θεολογία, που είχε θέσει εαυτήν στην κρατική υπηρεσία της φασιστικής ιδεολογίας που εκπροσώπησε η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, προσπάθησε να καθαγιάσει εγκόσμιες δομές όπως το κράτος, το έθνος, ο γάμος και η εργασία θεωρώντας τες αναπόσπαστα στοιχεία της δημιουργίας (Schöpfungsordnungen). Το επιχείρημα ήταν πως, αν οι προαναφερόμενοι θεσμοί ήσαν μέρος της δημιουργίας, τότε δεν θα μπορούσαν παρά να θεωρηθούν ως εγγενώς καλοί. Ο Bonhoeffer αντέταξε σε αυτό το επιχείρημα την θέση ότι οι ενδοκοσμικές δομές όπως το έθνος, ο γάμος και η εργασία σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να απολυτοποιηθούν, αφού αντλούν το νόημά τους μόνον σε σχέση με το έσχατο. Η αξία τους, δηλαδή, είναι σχετική και κρίνεται από τον βαθμό στον οποίον εξυπηρετούν την εσχατολογική πραγματικότητα την οποία η Εκκλησία προσδοκά και προγεύεται (υπαυτήν την έννοια είναι αμφίβολο εάν ο γάμος θα μπορούσε να θεωρηθεί μυστήριο— αλλά αυτό αποτελεί το θέμα μιας άλλης εργασίας). Η πρόγευση αυτή συνίσταται ακριβώς στη εν μέρει κατάργηση των θεσμών αυτών (δεν είναι τυχαίο ότι ο μοναχισμός βρίσκει τον πρόδρομό του στο πρόσωπο του Προδρόμου).

Ο Γάλλος φιλόσοφος Paul Ricoeur είχε παρατηρήσει πως αφηρημένες έννοιες βρίσκουν πολλές φορές καλύτερη επεξήγηση όταν ενσαρκώνονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και αφηγήσεις. Για παράδειγμα, όταν οι Έλληνες θέλανε να μιλήσουν για τον ηρωισμό μιλούσαν για τον Αχιλλέα, τον αρχετυπικό ήρωα της ελληνικής μυθολογίας, ή, όταν θέλαν να περιγράψουν την συζυγική πιστότητα, φέρναν το παράδειγμα της Πηνελόπης, κ.ο.κ. Η «φρονητική» αυτή προσέγγιση, εφάμιλλη της θεωρητικής, την οποία προτιμά η φιλοσοφία, μας επιτρέπει να δούμε στο πρόσωπο του Προδρόμου την εικόνα του προθύστατου. 
            Το επίθετο Πρόδρομος, το οποίο προτιμά η Ορθόδοξη παράδοση σε σχέση με το Βαπτιστής, δεν δηλώνει ακριβώς πως ο Ιωάννης είναι για τον Ιησού ό,τι το προθύστατο για το ύστατο; Στο Ευαγγέλιο η μορφή του αγ. Ιωάννη εισάγεται με τον στίχο του Ησαΐα: τοιμσατε τν δν Κυρου (Μθ. 3:3, Ησ. 40:3)— δεν είναι εκείνος η οδός, αλλά η ετοιμασία της οδού, ο πρό-δρομος της βασιλείας, ο ερχομός της οποίας όχι μόνον επίκειται αλλά και επείγεται (δη δ ξνη πρς τν ῥίζαν τν δνδρων κεται, Μθ. 3:10).
            Εξ αιτίας ακριβώς αυτού του ρόλου ως προ-δρόμου, ο Ιωάννης στερείται ταυτότητος: εφ᾽ εαυτού και δίχως αναφορά σ Εκείνον, στον οποίον συνεχώς παραπέμπει δεν είναι κανείς. Εξ ού και η απορία όσων δυσκολεύονται να τον εντάξουν σε ένα απο τα προκατασκευασμένα σχήματα:

τε πστειλαν ο ουδαοι ξ εροσολμων ερες κα Λευτας να ρωτσωσιν ατν· Σ τς ε; κα μολγησεν κα οκ ρνσατο· κα μολγησεν τι γ οκ εμ Χριστς. κα ρτησαν ατν· Τ ον; λας ε σ ; κα λγει· Οκ εμ. προφτης ε σ; κα πεκρθη, Ο. επoν ον ατ· Τς ε; να πκρισιν δμεν τος πμψασιν μς· τ λγεις περ σεαυτο; φη· γ φων βοντος ν τ ρμ... (Ιω. 1:19-29).

Μία προς μία αρνείται ο Ιωάννης τις απόπειρες του όχλου να ενταχθεί σε κάποια από τις κατηγορίες τις οποίες εκείνοι αναγνωρίζουν. Ο Χριστός, ο Ηλίας, ο προφήτηςδεν είναι παρά απελπισμένες προσπάθειες να εξομαλυνθεί το προθύστατο, να εκφυλιστεί το σε ό,τι δεν είναι: στην εκπλήρωση μιας προσδοκίας αντί του υπομνήματός της. Γι αυτό τον λόγο ο Ιωάννης αρνείται την όποια αυτοαναφορική ταυτότητα προτιμώντας να ορισθεί μόνο ως ένα σημάδι, μιά φωνή: γ φων βοντος ν τ ρμ. Απογοητευμένοι από την απάντησή του, ο συγκεντρωμένος όχλος ζητά τώρα το λόγο της εξουσίας του: Τ ον βαπτζεις, ε σ οκ ε Χριστς οτε λας οτε προφτης; (Ιω. 1:25). Εδώ ακριβώς κρίνεται η «ταυτότητα» του Προδρόμου ως άρνηση της αυτοαναφορικότητας που εξαντλείται στο προ- μιας χρονικής ακολουθίας, που παραπέμπει χωρίς να οικειοποείται σε Εκείνον που είναι πέραν του Εαυτού (του):

γ βαπτζω ν δατι· μσος δ μν στηκεν ν μες οκ οδατε, ατς στιν πσω μου ρχμενος, ς μπροσθν μου γγονεν, ο γ οκ εμ ξιος να λσω ατο τν μντα το ποδματος (Ιω. 1:26-27).

Είναι απολύτως σημαντικό να συλλάβουμε το παράδοξο στην τελευταία αυτή απάντηση του Ιωάννη: το ύστατο έρχεται μετά από το προθύστατατο ως ανώτερό του, επειδή το ύστατο και έσχατο είναι, κατά μία άλλη έννοια, πριν από το προθύστατο, το τελευταίο προηγείται του προτελευταίου, το προτελευταίο υπάρχει μόνο για χάριν του τελευταίου, του εσχάτου τα ερχόμενα προηγούνται των παρόντων. Εδώ αποδεικνύεται πως το προθύστατο είναι για την θεολογία σχήμα πρωθύστερο.
                                                                                                                                               
            Στις όχθες του Ιορδάνου η παλαιά κτίση συναντά την νέα. Ο Ιωάννης στέκεται στο κατώφλι μεταξύ παλαιάς και καινής διαθήκης της πρώτης είναι ο τελευταίος προφήτης, της δεύτερης ο πρώτος μάρτυρας. Στον Ιωάννη συναντάμε τον τελευταίο ιερέα κατά την τάξιν Ααρών (ο Ιωάννης κληρονομεί την ιερωσύνη από τον πατέρα του Ζαχαρία, πρβλ. Λκ. 1:5, 13), στον δε Ιησού αναγνωρίζουμε τον πρώτον μιας νέας ιερωσύνης κατά την τάξη Μελχισεδέκ (Ψλ. 110, Εβρ. 5:6), πτωρ, μτωρ, γενεαλγητος, μτε ρχν μερν μτε ζως τλος χων, φωμοιωμνος δ τ υἱῷ το Θεο, μνει ερες ες τ διηνεκς (Εβρ. 7:3). Δεν υπήρχε, όμως, η πρώτη εκείνη ιερωσύνη ως προεικόνιση της δεύτερης; Και άρα δεν αντλούσε τον λόγο της ύπαρξής της απαυτήν την δεύτερη;


            Στον περίφημο πίνακα της Σταυρώσεως του Grünewald, συναντάμε και πάλι τον Ιωάννη, τούτη την φορά δίπλα από τον σταυρό. Είναι και αυτή μια περίπτωση, στην οποία ο καλλιτέχνης θεολογεί, στην προκειμένη περίπτωση με το να παραλλάζει την ιστορική ακρίβεια. Για το Ευαγγέλιο δίπλα από το σταυρό του Χριστού στάθηκε ένας άλλος Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής, και έγινε εκείνος μάρτυρας της θυσίας Του. Ο Grünewald υποκαθιστά τον έναν Ιωάννη με τον άλλο, τον Θεολόγο με τον Πρόδρομο. Η υποκατάσταση είναι σημαντική: τούτη την στιγμή, ιδιαιτέρως τούτη την στιγμή της άκρας ταπείνωσης αλλά και της δόξας του Υιού του Ανθρώπου, ο Ιωάννης μεταμορφώνεται ολόκληρος σε αυτό το δάκτυλο που σημαίνει (άλλωστε ολόκληρη η ζωή του και η διακονία του δεν υπήρξε τίποτα άλλο από αυτό το δεικτικό ecce homo) ή, όπως ο παρακείμενος αμνός μας υπενθυμίζει, όλη η διακονία του Ιωάννη, ακριβώς ως προ-δρόμου, έγκειται σε αυτό το δε μνς το Θεο (Ιω. 1:29). Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε στο σημείο αυτό πως κατά την Βυζαντινή τεχνοτροπία το σώμα του Χριστού στην εικόνα της Βαπτίσεως προσομοιάζει με το σταυρωμένο σώμα του Κυρίου, έτσι η φράση δε μνς το Θεο, την οποία λέγει ο Ιωάννης κατά την Βάπτιση προδιατυπώνει ήδη το σταυρικό πάθος, ώστε η υποκατάσταση του Grünewald να μην είναι άστοχη, αντιθέτως μας αποκαλύπτει το βάθος της βαπτίσεως.

            Λέγεται πως ο μεγάλος προτεστάντης θεολόγος Karl Barth κράταγε ένα αντίγραφο του πίνακα του Grünewald στο γραφείο του ως συνεχή υπόμνηση πως το καθήκον του θεολόγου είναι αυτό που συμπυκνώνεται στο δάκτυλο του Ιωάννη: να κατευθύνει τα μάτια του αναγνώστη προς τον Χριστό και, ταυτοχρόνως, μακρυά από τον ίδιο τον εαυτό του.[3] Δεν πρέπει να έχουμε την προσδοκία, πόσο μάλλον την απαίτηση, από τους αναγνώστες μας να συναντήσουν στο έργο μας εμάς τους ίδιους, αλλά Εκείνον τον οποίο κάθε λόγος μας οφείλει να καταδεικνύει.


            Στο διάσημο φρέσκο της Καθόδου στον Άδη, από το παρεκκλήσιο της Μονής της Χώρας, συναντάμε τον Ιωάννη για μια τελευταία φορά, και πάλι δίπλα στον Θριαμβευτή της Ζωής, και πάλι στην ίδια απεικόνιση με αυτή του Grünewald, με το δάκτυλο υψωμένο δείχνοντας προς τον Χριστό. Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, όπως διατυπώνεται και στο απολυτίκιο του αγίου (χαίρων εηγγελίσω κα τος ν δ), ο Ιωάννης κατήλθε στον Άδη πριν από τον Χριστό, ώστε να επιτελέσει και εκεί τον ρόλο του ως προ-δρόμου και να ετοιμάσει και εκεί, στο βασίλειο του θανάτου, τν δν Κυρου. Έτσι η προδρομική διακονία του επεκτείνεται πριν από την γέννησή του (όταν για πρώτη φορά συνάντησε τον Κύριό του και εσκίρτησε από την χαρά του ήδη στην κοιλιά της μητέρας του Ελισάβετ, Λκ. 1:44) και μετά τον θάνατό του. Το να είναι κανείς πρόδρομος του Κυρίου υπερβαίνει τα όρια την βιολογικής μας ζωής.

            Η παρουσία του Προδρόμου στην κατάδυση του Κυρίου στα ύδατα του Ιωάννου γίνεται το σημείο ανακεφαλαίωσης της τριπλής βαπτισματικής «κατάδυσης» του Κυρίου: η ορατή κατάδυση είναι αυτή που αναφέραμε, εντός του Ιορδάνου, δηλαδή, εντός της υλικής κτίσεως και δημιουργίας, οι άλλες δύο καταδύσεις υπήρξαν μυστικές (και, ούτως ειπείν, μυστηριακές), η πρώτη, αυτής της ενσαρκώσεως στην κοιλία της Θεοτόκου, κάθοδος εντός της ανθρωπίνης φύσεως, η τρίτη η κάθοδος εντός της «κοιλίας» του Άδου, διά του πάθους και της σταυρικού θανάτου Του. Η παρούσα στιγμή της Βαπτίσεως του Κυρίου υπό του Ιωάννου μας υπενθυμίζει την πρώτη κάθοδο και προδιατυπώνει την έσχατη: σε τούτο το παρόν ανακεφαλαιώνονται τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον.



[1] Ο τόμος σε μετάφραση στην αγγλική από τον Boris Jakim κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Eerdmans το 2003 (The Friend of the Bridegroom: on the Orthodox Veneration of the Forerunner).
[2] John Panteleimon Manoussakis, “At the Recurring End of the Unending: Bonhoeffer’s Eschatology of the Penultimate” στον τόμο Cruciform Philosophy: Dietrich Bonhoeffer and Philosophy, επιμέλεια των Jens Zimmermann and Brian Gregor, Bloomington: Indiana University Press, 2009, σελ. 226-244.
[3] Eberhard Busch, The Great Passion: An Introduction to Karl Barth’s Theology, μετάφραση Geoffrey W. Bromiley (Grand Rapids: Eerdmans, 2004), σελ. 6.

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΑΝ ΟΛΑ…

(Μνῆμες καὶ βιώματα ἀπὸ τὴν παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου στὸν παλιό μας τὸ φοῦρνο)

Στὴν ἱερὴ Μνήμη τῆς Μητέρας μου Μαγδαληνῆς

  
Κάθε τέτοια μέρα ἡ μνήμη εὐλαβικὰ ἐπιστρέφει στὸ παλιὸ καὶ ξεχασμένο πιὰ ἀνώι ἑνὸς μισοερειπωμένου φουρνου καὶ ξαναζεῖ τὸ πανηγύρι τῆς σημερινῆς βραδυᾶς, ποὺ δὲν εἶχε καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὰ διάφορα κοσμικὰ ρεβεγιόν, ἀλλὰ καὶ τὶς ὅποιες ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις γιὰ τὰ εἰσόδια τῆς νέας χρονιᾶς. Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ πανηγύρι, ποὺ ἄρχιζε νωρὶς τὸ πρωΐ κι ὕστερα ἔκλεινε τὶς θύρες του τὶς πρῶτες βραδυνὲς ὧρες, σχετίζονταν ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν ἑτοιμασία καὶ τὸ ψήσιμο τῆς κουλούρας τῆς Ἁγιοβασιλιάτικης. Καὶ γιὰ μιὰ μικρὴ κοινωνία, ὅπως ἦταν τὸ χωριό μας στὶς δεκαετίες τοῦ 50 καὶ τοῦ 60 αὐτὲς οἱ στιγμὲς ἦταν μιὰ ἀλησμόνητη σύναξη τῶν νοικοκυρῶν τοῦ Κλήματος, ποὺ πάσχιζαν μὲ μεγάλη τέχνη καὶ φροντίδα νὰ δημιουργήσουν ἔνα κέντημα πάνω στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ζυμαριοῦ, ποὺ ἁπλωνόταν στὸν «ταβᾶ» ἤ στὸ «σνί» λευκό-λευκό καὶ ἕτοιμο νὰ δεχτεῖ τὴν περιποίηση ποὺ τοῦ ἔπρεπε. Κι ἦταν ἡ περιποίηση αὐτὴ τὸ «κεντημα» τοῦ ζυμαριοὺ μὲ τὰ σπιρτόξυλα  καὶ τὸ πηρούνι.
Χαράσσονταν, λοιπὸν, στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ζυμαριοῦ μὲ τὸ πηρούνι μιὰ μαργαρίτα κι ὕστερα μὲ τὰ σπιρτόξυλα «σήκωναν» αὐτὲς τὶς χαραγμένες γραμμές, ὥστε νὰ γίνει ἕνα πραγματικὸ κέντημα πάνω στὴν κουλούρα. Μάλιστα πρόσθεταν καὶ μεγάλες «κοκόσες» (ψύχες δηλ.) ἀπὸ καρύδι καὶ γύρω ἀπ᾿ αὐτὸ μπήγανε λευκὲς «κοκόσες» ἀμυγδαλόψυχας. Φυσικὰ, μὴ νομίσει κάποιος ὅτι ἐκεῖ δὲν ὑπολογίζονταν οἱ κανόνες τῆς ἀκρίβειας καὶ τῆς γεωμετρίας. Γιατὶ ὅλα ἔπρεπε νὰ γίνουν μὲ  μεγάλη προσοχή, ἀφοῦ τὸ ἔδεσμα αὐτό, ποὺ ἦταν στὴν οὐσία ἕνα γλύκισμα, προορίζονταν γιὰ  τὴν πεθερά, ὁπότε ἔπρεπε νὰ  γίνει μὲ τὸν πλέον καλύτερο τρόπο μὲ μὲ τὴ μαστοριὰ ποὺ λίγοι διέθεταν τότε στὸ χωριό. Ὅμως τὸ ἐπάνω πάτωμα τοῦ φούρνου μας ἦταν ὁ τόπος ποὺ «κεντήθηκαν» πολλὲς τέτοιες ἐπίσημες κουλοῦρες. Καὶ λέω ἐπίσημες, γιατὶ ὑπῆρχαν καὶ οἱ «ἀνεπίσημες». Κι αὐτὲς ἦταν μὲν ἀπὸτὸ ἴδιο τὸ ζυμαρι, ὅμως δὲν τὶς κεντοῦσαν μὲ τόση προσοχή. Χάρασσαν ἁπλῶς μιὰ μαργαρίτα καὶ μετὰ μὲ τὸ πηγούνι τὴ «ζωγράφιζαν» βάζοντας λίγες «κοκκόσες» ἀπὸ καρύδια ἤ ἀμύγδαλα.
Ὡστόσο ἐκεῖνο ποὺ δὲ λησμονιέται ἦταν κι ἡ εὐωδιὰ ποὺ ἄφηναν αὐτὰ τὰ γλυκίσματα αὐτά. Κάτι σὰν βανίλια, ψημένη ζάχαρη, καὶ ἀρωματισμένο λάδι,ἦταν ἡ εὐωδιά, ποὺ ἀνακατεύονταν μὲ τὴν εὐωδιὰ τῶν ἄγριων τῶν ξύλων -ποτὲ πεύκων- μήπως καὶ «ἁρπάξει», δηλαδὴ καψαλιστεῖ καὶ σκουρύνει ἡ ἐπιφάνεια τῆς κουλούρας.
Αὐτά, λοιπόν, γίνονταν ἴσαμε τὸ ἀπογευμα, ὁπότε μόλις νύχτωνε, ἀφοῦ ἠλεκτικὸ δὲν ὑπῆρχε ἀπόμενε στὸ φοῦρνο ἐκεῖνος ὁ σιωπηλός, ἑορταστικὸς ἀπόηχος, ἀρωματισμένος πάντα ἀπὸ τέτοιες εὐωδιές. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ κι οἱ λαδιὲς στὸ πάτωμα, οἱ λαδωμένοι ταβάδες, οἱ φρέσκες μικρὲς κουλοῦρες μὲ τὴν σκουρόχρυση ἐπιφάνεια καὶ τὰ καψαλισμένα ἀμύγδαλα, ἀλλὰ καὶ ἡ συγκίνηση τῶν εὐχῶν ποὺ δίνονταν ἀπὸ καρδιᾶς.
-Ἄντι, θεια-Μαδγανή, νἄσι καλὰ κι τ᾿ χρόν’... Καλὴ χρουνίτσα νἄχουμι.
-Ἀμήν,  ἔλεγε ἐκείνη...


31-12-2014 
        

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Δήμητρα Σταμίρη: Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (ποίημα)


Νύχτα χειμώνα σκοτεινή στης παγωνιάς το πέπλο,
στης σιγαλιάς την αγκαλιά κοιμάται όλη η Πλάση 
το κρύο άπλωνε παντού ένα λευκό σεντόνι
και οι καρδιές παγώνανε στο φόβο του Ηρώδη
οι μάνες βρέφη κρύβανε ζωές για να γλιτώσουν.
Ήθελε, λέει, ο άρχοντας το θρόνο του να σώσει.
Η προφητεία έλεγε θα γεννηθεί ο νέος
του κόσμου όλου ο βασιλιάς τις αμαρτίες να διώξει
κάπου εκεί στης Βηθλεέμ τον ιερό τον τόπο
μια μάνα  μέρος έψαχνε σπλάχνο της να γεννήσει
κι ο Ιωσήφ στο πλάι της βουβός και σαστισμένος
τη Θεομήτορα συντρόφευε, την Πάναγνη Μαρία
και βρήκαν καταφύγιο σε στάνη των προβάτων,
στα στρώματα του άχυρου, στη ζεστασιά των χνώτων
πάνω στης γης την αγκαλιά, του ουρανού τη σκέπη
ήρθε στον κόσμο ο Χριστός για χάρη των ανθρώπων.
Άνοιξε τα ματάκια του στη φτωχική τη φάτνη
του κόσμου αυτού ο βασιλιάς, σωτήρας και προστάτης.

Άστρο λαμπρό από ψηλά εφώτισε την πλάση
με ένα φως υπέρκοσμο, του λυτρωμού σημάδι
χίλιες ακτίνες σκόρπισαν, φωτίσανε τον κόσμο
τον δρόμο να του δείξουνε μακριά από τις κακίες
φως που τρυπώνει στην ψυχή, ζεστά την αγκαλιάζει
και το σκοτάδι χάνεται, η παγωνιά ξεχνιέται.

Στη φάτνη μέσα οι βοσκοί σκύβουν και προσκυνάνε
και η φτωχή τους η καρδιά αγάπη πλημμυρίζει
άδολα και αγνά το Βρέφος αγκαλιάζουν
ειλικρινείς προσκυνητές στο θαύμα Θεανθρώπου.

Στο δρόμο του φωτός τρεις Μάγοι οδηγούνται
για ν’ αποθέσουν στοργικά σμύρνα και το λιβάνι
δόξας αυτά παντοτινής αληθινά σημάδια
που πρέπουν στον Θεάνθρωπο, του κόσμου το Σωτήρα.

Στο ουράνιο στερέωμα Αγγέλων χορωδία
αρμονικά ψάλλει «Ωσαννά» και «Δόξα εν υψίστοις»
κ’ η μελωδία απλώνεται και κάμπους αγκαλιάζει
στεριές και πέλαγα ηχούν από πανώριες νότες
γιορτής κι αγάπης μήνυμα, προάγγελοι ειρήνης

στον κόσμο, το υπέρκοσμο της Γέννησης το θαύμα,
του Θείου Βρέφους ο ερχομός υπόσχεση ελπίδας
ελπίδα σαν τριαντάφυλλο τα πέταλα που ανοίγει
το αίμα, το ψέμα, το κακό πάντα μοσκοβολίζει!

Δεκέμβρης 2014

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Ζακυνθινά Χριστούγεννα

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ 

Hans Baldung Grien (Χανς Μπάλντουνγκ Γκριν), Η Γέννηση του Χριστού
Περίπου 1520. Παλαιά Πινακοθήκη του Μονάχου (Alte Pinakothek-München)
Τα Χριστούγεννα είχαν κι εν μέρει έχουν στο νησί μας, τη Ζάκυνθο, ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό χρώμα. Πρώτα απ’ όλα είναι η ονομασία της μεγάλης γιορτής. Εμείς απλά και περιεκτικά την ονομάζουμε «του Χριστού» κι έτσι αποδίδουμε, νομίζω, την αληθινή της σημασία, εντοπίζοντας την ουσία και ξεχωρίζοντας την θεολογική της υπόσταση, μια κι αυτός που γεννιέται είναι ο λυτρωτής του κόσμου κι εκείνος που θα μας απαλλάξει από όλες μας τις αμαρτίες.
   Αυτό, σε μεγάλο βαθμό, συμβολίζεται και στην πατροπαράδοτη κουλούρα, που εμείς οι Τζαντιώτες κόβουμε την παραμονή, «με σμπάρα και με ούρα», όπως χαρακτηριστικά διαιώνισε ο ποιητής των αντετιών μας, ο μοναδικός Γιάννης Τσακασιάνος, στους περίφημους «Σπουργίτες» του.
   Ναι πράγματι, η κοπή του αγαπημένου και γευστικού αυτού εδέσματος, που με αγάπη, στοργή, ευσέβεια και γνώση ζυμώνουν όλα απαραίτητα τα σπίτια δεν είναι μια εθιμοτυπική συνήθεια, όπως για παράδειγμα η ξενική για μας βασιλόπιτα, αλλά περικλείει ένα ξεχωριστό τυπικό κι έναν μοναδικό συμβολισμό.
   Η ίδια, όπως σώζει η παράδοση, εικονίζει το λαμπρό άστρο, που οδήγησε τους Μάγους στον νεογέννητο, μικρό Θεό. Το «ηύρεμά» της (έτσι λέμε το νόμισμα που έχει μέσα και προς Θεού όχι «φλουρί», κατά τηλεοπτική μίμηση) είναι ο στα σπάργανα ακόμα Ιησούς κι όποιος το βρει και τον βρει θα έχει την ευλογία και την προστασία του. Τα σμπάρα, που ρίχνονται είναι η καταδίκη του παιδοκτόνου Ηρώδη και το κρασί με το λάδι, με τα οποία κάνουμε την σπονδή, πριν την κοπή, αντικαθιστούν τον χρυσό, τον λίβανο και τη σμύρνα τής προσφοράς των σοφών εκείνων ανδρών της εποχής, οι οποίοι διέσχισαν χιλιόμετρα για να προσκυνήσουν τον βασιλέα του κόσμου. Μα εκείνο, που έχει τον μεγαλύτερο συμβολισμό είναι τα δύο κούτσουρα, που καίνε στη φωτιά, η προσωποποίηση του Αδάμ και της Εύας στην κόλαση, που βρίσκονται εκεί λόγω της προπατορικής παρακοής και καίγονται, μέχρι την ώρα της Ανάστασης του Θεανθρώπου, η οποία αναζωπυρώνεται με το λάδι, που ήδη αναφέραμε, για μια στιγμή και μετά εξαφανίζεται οριστικά.
   Γιορταστικά λιτό το δείπνο αυτό της παραμονής, με τα απαραίτητα μπρόκολα κι όλα τα άλλα της νηστείας, για να τηρηθεί η ορθόδοξη παράδοση, αλλά και με μια δόση χαράς, μια και σ’ αυτό συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια, ευωχείται και χαίρεται και παλιότερα το συνόδευαν και κάποιοι περιφερόμενοι για το σκοπό αυτό κανταδόροι, οι οποίοι έδιναν μια ξεχωριστή νότα στην βραδιά, γυρίζοντας από καντούνι σε καντούνι, από σκοντράδα σε σκοντράδα και από σπίτι σε σπίτι, χαρίζοντας καλλίφωνες νότες σους νοικοκυραίους  και ζεστασιά σε μια από τις πιο κρύες νύχτες της χρονιάς.
   Με λίγα λόγια έχω την άποψη πως το δείπνο αυτό της παραμονής των Χριστουγέννων στο νησί μας περικλείει όλο το ζακυνθινό κι επτανησιακό πνεύμα. Είναι η δυτική γιορταστική ατμόσφαιρα της νυχτιάς, αφομοιωμένη από την δική μας, ορθόδοξη παράδοση. Όχι μια στείρα και παθητική αντιγραφή, αλλά μια δημιουργική κι ελπιδοφόρα προσαρμογή. Αυτό δηλαδή που έγινε στο Ιόνιο και του έδωσε ύπαρξη. Η δική του και δική μας ταυτότητα.
   Χαρακτηριστικό φυτό της ημέρας, αυτό το κι όλων των πανηγυριών, η ευωδιαστή μερτία, η οποία στολίζει όχι μόνο τις εκκλησίες, ριγμένη στο πάτωμα και τοποθετημένη στα μπρος από την προσπετίβα μανουάλια, αλλά γίνεται και συντροφιά γιορταστική  στα σπίτια μας, μαζί με άλλους ευωδιαστούς θάμνους.
  Όσο για το φαγητό της ημέρας, αυτό είναι το ιδιαίτερα αγαπητό σε όλους τους γνήσιους Ζακυνθινούς αυγολέμονο, με τα τρία κρέατα, πουλερικό (συνήθως γριά κότα), μοσχάρι και χοιρινό, με τ’ αυγά τόσα, όσα και τα πιάτα και τα μέλη της οικογένειας, συν ένα επιπλέον και ρύζι πολύ, τόσο, που, όπως χαρακτηριστικά λέγεται, «να στέκει το κουτάλι όρθιο», όταν τοποθετείται στο πιάτο!!!
   Το ψητό στο φούρνο είναι για την άλλη μέρα, «της Παναγίας», όπως ενδεικτικά την λέμε, αφιερώνοντας την επόμενη της γιορτής στο δεύτερο, μετά το Χριστό, πρόσωπο της μεγάλης επετείου, την Θεοτόκο, η οποία είναι η αιτία της μεγάλης ενανθρώπισης. Σε μας, μάλιστα, συνεχίζοντας την παράδοση των παρεκκλίσεων, οι οποίες είναι αρκετές μέσα στον κύκλο του χρόνου, την ημέρα αυτή γιορτάζουν οι Παναγιώτηδες κι αυτοί έχουν την τιμητική του. Την ίδια μέρα, επίσης, γιορτάζει και το όνομα Ζέπος (Ιωσήφ), προς τιμήν του Μνήστορος! Διαφορετικότητα κι αυτή του νησιού μας, μια και του ιερού αυτού προσώπου η μνήμη, τιμάται, κατά το ορθόδοξο εορτολόγιο, την πρώτη Κυριακή μετά την δεσποτική γιορτή και απορίας άξιον, επειδή στο νησί έχουμε το ολόσωμο λείψανο στο χωριό Γαϊτάνι, του ομώνυμου εκ Κρήτης προερχόμενο Οσίου, του οποίου η μνήμη είναι στις 22 Ιανουαρίου.
   Μα μια και αναφερθήκαμε σε τοπικούς Αγίους και σκηνώματα, ας πούμε πως και τα Χριστούγεννα, όπως κι όλες τις άλλες μεγάλες γιορτές (Φώτα, Πάσχα) το λείψανο του πολιούχου μας Αγίου Διονυσίου τοποθετείται «στην Θύρα του», για ευλογία των πιστών και του τόπου, αλλά για ν’ αποδειχθεί για μια ακόμα φορά πως για το μέρος μας ο Άγιος είναι πάνω απ’ όλα και πως σ’ αυτόν αποδίδουμε την μεγαλύτερη τιμή και λατρεία.
   Θα μπορούσαμε να σημειώσουμε κι άλλα. Μα ο χώρος δεν το επιτρέπει. Τ’ αφήνουμε για μιαν άλλη χρονιά. Προς το παρόν φίλες και φίλοι, καλά Χριστούγεννα! Να είμαστε καλά και του χρόνου!

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΟΙ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

Στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φιλαδελφείας κύριον Μελίτωνα, ταπεινὸς ἑόρτιος χαιρετισμός

[Άγγελος σε τοιχάρμαρο, στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου]

Ἀντιγράφω ἀπὸ τὸν ἀστείρευτο Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη. «Ἰδοὺ οἱ ὀλίγοι ἀγρόται -οἱ ἄλλοι πᾶνε εἰς τὴν Ἀμερικήν- ἐπιστρέφοντες ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἡμέρας. Κουρασμένοι, βραδυποροῦντες, μὲ τὴν σκαπάνην ἤ ἀξίνην ἐπ᾿ ὤμων, ἄλλοι πεζοί, ἄλλοι ἐπὶ ὀναρίων, μὲ τὰ τράστρα καὶ τὰ φλασκία ἀδειανά, μὲ καμμιὰ λαχανίδα διὰ τὸ δεῖπνον, ἤ μὲ ζαλίκαις ξύλα διὰ τὴν πυρεστίαν….
Καὶ μόνον ὁ μικρὸς βοσκὸς τεσσάρων τεσσάρων καλῶν ἀροτήρων δὲν σπεύδει. Ἐμπρὸς οἱ ἀροτῆρες μὲ ὅλον τὸ λιπαρόν των καμαρωμα, καὶ πίσω ὁ βοσκός, ὅστις θαρρεῖς κ᾿ ἐπίτηδες θέλει ἀργοπορῇ, βαστάζων ἄχρηστον τὴν κέντραν του∙ καὶ μόνον ἐνίοτε ξυπνᾷ μὲ κάποιαις ἐπικλήσεις καὶ ἀναφωνήσεις:
-Ἄ, Μελίσση!
-Ἄ, Κοκκίνη!
Ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐπὶ τούτῳ βραδυπορεῖ περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἀροτήρας του∙ διότι σταματῶν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ προγυμνάζεται εἰς τὸ τραγούδι τῶν Χριστουγέννων, ὁποῦ θὰ ὑπάγῃ μεθαύριον τὴν παραμονὴν νὰ τὸ τραγουδήσῃεἰς τὸν κολλήγαν του:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα
πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου…».
Εἶναι οἱ εἰκόνες αὐτὲς ἀπὸ τὶς μοναδικὲς ποὺ ζήσαμε κάποιο καιρό, ξεχασμένο σήμερα καιρό, ὡστόσο πολύτιμο νὰ τὸν ἐπισκέπτεται κανείς, μέρες ποὺ εἶναι, γιὰ νὰ διαπιστώνει ὅτι ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοϊκοί, ἀγράμματοι, φτωχοὶ καὶ λησμονημένοι ξέρανε νὰ τιμοῦν τὶς μέρες αὐτές, τὶς προεόρτιες τοῦ ἱ. Δωδεκαημέρου. Γιατὶ ἡ ἄσκηση εἶχε ταυτιστεῖ μὲ τὴ ζωή τους, ὁπότε ἡ νηστεία λ.χ. εἶχε χαρακτῆρα συνειδητῆς προετοιμασίας γιὰ τὴ Γιορτή. Ἔτσι ἡ τρυφερὴ λαχανίδα μὲ ζυμωτὸ ψωμί, φρέσκο λάδι καὶ ἐλιές, γινόταν στὸ δεῖπνο ἡ παραμυθία ποὺ ἀνάπαυε τὴν οἰκογένεια ἀπὸ τοὺς κόπους τῆς ἡμέρας. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτά, προσαρμοσμένο ἀπόλυτα στὴν ὅλη ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ τζἀκι,  ἡ παραστιά,  ἡ ἑστία δηλαδή, ποὺ χάριζε στὴν ψυχὴ τοῦ ἁπλοῦ νησιώτη ἤ καὶ χωρικοῦ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. (Πρβλ. Στρ. Μυριβήλη, Τὰ Παγανά), μὲ τὴν εὐλογημένη σύναξη τὴς οἰκογένειας καὶ ὄχι μόνο. Γιατὶ ἡ ἑστία φρόντιζε πάντα νὰ συνάζει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν οἰκογένεια,  καὶ  τὸν νοῦ, καθὼς συνόδευε τοὺς σιωπηλοὺς στοχασμοὺς τῶν ἁπλοϊκῶν ἐκείνων ἀνθρώπων. Στοχασμοὶ γεννημένοι ὕστερα ἀπὸ πολυώδυνα βάσανα καὶ καθημερινὸ μαρτύριο, γιὰ νὰ καλλιεργηθεῖ ἡ γῆς, νὰ τραφεῖ ἡ οἰκογένεια, νὰ συναχτεῖ ἡ προίκα, νὰ πληρωθοῦν οἱ ὀφειλές, νὰ ξεπεραστοῦν οἱ δυσκολίες... Καὶ τόσα ἄλλα. Ἀνάπαυε ἡ φωτιά, ἄνοιγε τὶς φλέβες τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ περάσει ἀπὸ μέσα τους ἡ γαλήνη τοῦ Θεοῦ, ποὺ τέτοιες μέρες, μέρες τοῦ Χριστοῦ τὴ ζητοῦσαν ὅσο τίποτε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κουβαλοῦσαν τὰ ξύλα «ζαλίκα», στὸν μο δηλαδή ὅταν δὲν εἶχαν ζῶο, γιὰ τὴν λατερεμένη τους «πυρεστίαν», τὴν παραστιά τους δηλαδή, ποὺ τοὺς φύτευε «μικρὸ ποσό ὑπομονῆς» (Π. Β. Πάσχος), δανεισμένο ἐξάπαντος ἀπὸ τὸν Ἰώβ.
Ἄλλη εἰκόνα κι αὐτή: «Οἱ ἄνθρωποι... συμμαζευθέντες εἰς τὰς εὐρυχώρους ἑστίας των, τὰ νησιώτικα τζακια,ὅπου ἄφθονα ξύλα τοῦ βουνοῦ, δρυῶν καὶ σφενδάμων καὶ πρίνων καὶ ἐλαιῶν καὶ πεύκης, ἀναμίξ μὲ τοὺς εὐπρήστους κλώνους τῆς κομάρου καὶ τῆς ἐρείκης, ἀνέπεμπον μίαν πολὺ ἀνακουφιστικὴν φλόγα, θερμαίνουσαν τὰς σεμνὰς νησιωτοπούλας, ὅπου ἐνυκτέρευον...( τὰς ὁποίας) ὁ γέρων παππούς μὲ τὰς ὡραίας διηγήσεις διευθύνει ἀριστοτεχνικῶς...».
Θεώρησα σωστό, μέρες ποὺ εἶναι, νὰ στείλω, ὡς ἄλλο εὐχετήριο στοὺς ἁπανταχοῦ γῆς συνέλληνες, ποὺ τιμοῦν «τὴν Ἅγια Νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη» κι ὅλο τὸ Ἅγιο Δωδεκαήμερο, νοσταλγοὶ γενόμενοι τέτοιων εὐλογημένων στιγμῶν, νὰ στείλω λέω αὐτὲς τὶς εἰκόνες. Γιὰ νὰ θυμηθοῦν παρόμοια στιγμιότυπα, ξεχασμένα ἀσφαλῶς σήμερα καὶ περιφρονημένα στὴν ἐποχὴ τῆς ταχύτητας, τῆς βιασύνης καὶ φυσικὰ τῆς ἀπανθρωπίας. Γιατὶ, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἄς μὴ λησμονοῦμε καὶ κάτι ἄλλο: τὴν ἐμβιωμένη ἀρετὴ τῆς πτωχείας ποὺ διακονοῦσαν ὅλοι ἐκενοι οἱ ἁπλοϊκοὶ χωρικοί, ἀρκούμενοι πάντα στὸ ἀπαράιτητο καὶ ποτὲ στὸ παραπανίσιο ἤ καὶ ἄχρηστο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀκολουθοῦσαν τὸν «ἐξαίσιον δρόμον» τῆς φιλοπονίας, τῆς φιλοτιμίας καὶ τῆς ἀνόθευτης φιλίας μὲ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους. Χωρὶς προσποιήσεις καὶ φαρισαϊκὲς συμπεριφορές.

Παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων τοῦ 2014

Related Posts with Thumbnails