© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Ανθούλας Δανιήλ: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, από το δνοφερόν στο αείφωτον


Μια σπουδή στη «Σπουδή γυμνού», από τη ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ

Αν είσαι από τους Ατρείδες άμε
σ’ άλλα μέρη να ολολύξεις.  Πυρά τέτοια τον ήλιο δεν ανάβει
εδώ που ανάτειλε η συνείδηση κι έλαβε σώμα Κόρης υπαρχτό
με λάμψεις από την απέραντη πεδιάδα  -

Κοίταξε: πώς η μνήμη δένει τα μαλλιά
πίσω και αφήνει εμπρός να πέφτουν τα ματόκλαδα
τρέμοντας απ’ την τόση αλήθεια·
                                                                            πώς
τσιτώνει το δέρμα στους ώμους στις λαγόνες·
κάτι  θαμπωτικό και όπου δε γίνεται ποτέ κανείς
να ’ναι γενναίος ή δυνατός.
                                             Να υπάρχει μόνον.

Όπως το αίμα. Όπως τα σταφύλια. Ο μακρύς δρόμος του
       ανθρώπου
 από το δνοφερόν στο αείφωτον  ψαύοντας δάχτυλο δάχτυλο εωσότου ο κόλπος
όλος ερευνηθεί και ανοίξει το αίνιγμα
που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί·       

ο γιαλός ο αμύθητος από την υψηλή μασχάλη έως τα
     πέλματα.

Επειδή δε γίνεται. Ο περίπλους 
γύρω από ένα σώμα λείο νέο γυμνό   
τελειώνει εκεί που ξαναρχίζει το άλλο. Σαν τριαντάφυλλο
αναποκάλυπτο παρθένας που ξαναγεννιέται
ν’ απαλείφει τον φόνο και να κατασιγάζει τις κραυγές
των θυμάτων· απαρχής της Ιστορίας ως σήμερα
ένα σώμα λείο γυμνό: η δικαιοσύνη.

Ο Ελύτης, προσωποποιώντας τις ιδέες του, όπως οι Αρχαίοι Έλληνες  τις δικές τους, δίνει μορφή, σώμα και πρόσωπο αρχαίας Κόρης στη «συνείδηση» που «ανατέλλει» στο ποίημα, «με λάμψεις από την απέραντη πεδιάδα». Θεοφάνεια θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την εικόνα της Κόρης, η οποία, πέρα από την πλάγια θρησκευτική της αναφορά, ανατέλλει σαν Ήλιος και θυμίζει τη Φεγγαροντυμένη, του Διονυσίου Σολωμού που, κι εκείνη κάπως έτσι ανατέλλοντας, «κατεβαίνει Ασπροντυμένη οχ το βουνό». Κι όπως, επίσης,  εκείνη, η άλλη που αναφαίνεται στο Ημερολόγιο…: «Από μακριά την είδα να ’ρχεται κατά πάνω μου. Φορούσε παπούτσια  πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη»[1]. Οι εικόνες αυτές, πέρα από ό,τι, εν πρώτοις, δείχνουν, είναι διαποτισμένες από ένα άρωμα αγιότητας και, νομίζω,  μας γυρίζουν πίσω στο χρόνο της πρώτης ύπαρξης ή, καλύτερα, στο χρόνο της συνειδητοποίησης. Η εναρκτήρια προειδοποίηση του ποιητή, «Αν είσαι από τους Ατρείδες άμε /σ’ άλλα μέρη να ολολύξεις.  Πυρά τέτοια τον ήλιο δεν ανάβει /εδώ», είναι σαφής. Οι «Ατρείδες» μπορεί να αλληλοσκοτώνονται  για τη διαδοχή στο θρόνο, όπως και οι Λαβδακίδες, κι έπειτα να ολολύζουν, αλλά αυτό συμβαίνει μετά, σε χώρο και χρόνο, μυθικά, υπαρκτό. Στο α-χωρικό και α-χρονικό «εδώ» του ποιήματος όμως, που σηματοδοτεί τη γέννηση της συνείδησης, δεν έχουν τόπο οι θρήνοι, δεν έχει κάνει την εμφάνισή του ακόμα το κακό. Πιστεύω πως αυτή η ίδια Κόρη, έχει εξελιχθεί σε Μητέρα, Παναγία, που βλέπουμε να μετατοπίζεται στο τέμπλο και «να κρατά στην αγκαλιά της μικρές άσπρες φλόγες», σε μια εποχή «γεμάτη επαναστάσεις, ξεσηκωμούς και αίματα» και που μόνη αυτή «συντηρούσε /τη διάρκεια των πραγμάτων από μακριά»[2].  Συνεξετάζοντας τα κείμενα, μπορούμε να δούμε τις σχέσεις των Ατρειδών με τις επαναστάσεις, τους ξεσηκωμούς και τα αίματα. Με τη σπατάλη  της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή.

 Ο ποιητής, κατ’ αρχάς συντάσσεται με τη ζωή. Θαμπωμένος από το θέαμα, νιώθει την αστραπή του μυαλού  και γεννάει το θαύμα που τώρα κατακλύζει τις αισθήσεις του.  Είναι το νοητό που κατέστησε αισθητό, το αόρατο που έκανε ορατό. Είναι το είδωλο της ιδέας  Κόρης, που ολοζώντανη έρχεται προς το μέρος του. Την κοιτάζει και την περιγράφει. Στη συνέχεια την ονομάζει «μνήμη»· μνήμη πριν από την Ιστορία,  «ηλικία της γλαυκής θύμησης» είχε πει παλαιότερα, όπου και τότε μια Κόρη «βαμμένη από την ανατολή του ήλιου/ με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια/ και με την υγεία του ήλιου στο κορμί/ … βαθιά στις θαλασσοσπηλιές και στα ευρύχωρα όνειρα» συγκλόνιζε τη σκέψη του με ερωτηματικά. Τώρα η Κόρη έχει δεμένα πίσω τα μαλλιά, όπως κάθε αρχαία Κόρη, και το πρόσωπο με ελαφρά κλίση προς τα κάτω, όπως πιστεύω ότι δείχνουν τα «ματόκλαδα» και διάφορες, σε αγγεία, απεικονίσεις. Εδώ αναγκαστικά, η όλη παρουσία θυμίζει μια ακόμη φιγούρα σολωμική· τη «Δόξα» στα Ψαρά που, περπατώντας με το κεφάλι γερτό, «μελετά τα λαμπρά παλικάρια». Και κοιτάζει «τρέμοντας». Γιατί «τρέμοντας»; Από δέος μπροστά σ’ αυτό που συμβαίνει ή θα συμβεί ή από  φόβο;  Ο ποιητής όλος μέσα στην απορία και στο θαύμα, κοινός θνητός, σε έκσταση παρατηρεί: «πώς τσιτώνει το δέρμα στους ώμους στις λαγόνες» και είναι αυτά τα σημεία της ερωτικής έλξης, όπου το μάτι μπορεί να αγκιστρωθεί.

(Σχετικά με τους «ώμους», αλλά και τα «ματόκλαδα» έχουμε ανάλογη αναφορά και στον Γιώργο Σεφέρη, στο ποίημα «Ελένη», όταν ο Τεύκρος κατάπληκτος παρατηρούσε την Ελένη:

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.

Η συγγένεια της περιγραφής και της μιας και της άλλης Κόρης είναι προφανής. Οι ποιητές μας, είναι της ίδιας  γενιάς, της ίδιας σχεδόν καταγωγής  και παρόμοιας ιδιοσυγκρασίας και, παρά τις διαφορές τους, μοιάζουν. Και η ομοιότητα θα φανεί πιο κάτω, όταν ο Ελύτης θα αποφασίσει να ψαύσει το θαύμα, όπως ο Σεφέρης επιζητούσε την αφή των πραγμάτων. «Ό,τι μου ’λεγαν έπρεπε να το ψηλαφήσω». Η ψηλάφηση είναι του  τυφλού η γνώση).

 Το ξάφνιασμα του ποιητή, μόνο με την έκπληξη του Τεύκρου μπορεί να παραλληλιστεί. Κι ενώ είναι γνωστό πως σε όλη του τη ζωή περιμένει το θαύμα και το προκαλεί, μπροστά στη λαμπερή Κόρη, που, άλλωστε  κανείς δεν μπορεί να είναι  «γενναίος ή δυνατός», λυγίζει. Κι εκείνο που ζητά είναι: «Να υπάρχει μόνον» στην πρώτη αρχή της ύπαρξης, «όπως την πρώτη μέρα μας στη γη»[3], έλεγε τότε και πιστεύω πως για την ίδια μέρα πρόκειται και τώρα. Κι εδώ είναι που συντελείται το μυστήριο. «Να υπάρχει μόνον. Όπως το αίμα. Όπως τα σταφύλια». Τώρα πια μπαίνει το πρώτο συστατικό της θυσίας στο τελετουργικό τραπέζι. Το ζωογόνο  αίμα και τα σταφύλια είναι συγγενή. Τα σταφύλια του Διόνυσου θα ακολουθήσουν το μακρύ δρόμο από «το δνοφερόν στο αείφωτον» και από σταφύλια θα γίνουν κρασί και από κρασί στην Αγία Τράπεζα, θα  μεταστοιχειωθούν σε αίμα του Ιησού, θυσία για τη ζωή.  Μακρύς ο δρόμος από τον μύθο στη δημιουργία. Προσέχουμε τις λέξεις και την  καταγωγή τους· πανάρχαιες,  έχουν και αυτές διανύσει τον μακρύ δικό τους δρόμο του φωτός, ξεκινώντας από τον Όμηρο, τον Ησίοδο,  τους τραγικούς και  διασχίζοντας το μύθο φτάνουν σε μας, συνοδοιπόροι της ζωής.

Αυτό τον μακρύ δρόμο ο ποιητής θα επιχειρήσει να  ψαύσει, στην «σπουδή γυμνού», σαν καλλιτέχνης, ζωγράφος. Με τη διαφορά  ότι ο ζωγράφος θα παραμείνει απέξω, επεξεργαζόμενος τη νέα, λεία, γυμνή επιφάνεια, ενώ ο ποιητής θα εισχωρήσει στη «μήτρα τη σκοτεινή»[4] και «δάχτυλο το δάχτυλο» θα επιχειρήσει να λύσει το «αίνιγμα που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί». Αυτού του «αινίγματος» είχε αναζητήσει τη λύση και  στη «Μαρίνα των βράχων», στον ουρανό και στο βυθό  της θάλασσας, άλλοτε ψάχνοντας για αστέρι και άλλοτε για αστερία.  Αυτή τη φορά, όμως, συμπυκνώνει τον ουρανό  και τη θάλασσα στον χώρο «που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί». Σαν να έχει εντοπίσει πού είναι η μυστική κρύπτη, ποιος είναι ο θάλαμος των αρωμάτων. Παραπέμπω στο ωραίο ποίημα που ο Umberto Ecco συμπεριέλαβε στο Όνομα του Ρόδου: «O sidus clarum puelarum/ o porta clausa/ fons hortorum/ cella custos unguentorum/ cella pigmentaria» Ω! άστρο λαμπρό των κοριτσιών! Ω! θύρα κλειστή! Πηγή σε κήπους, θάλαμε φύλακα των μύρων, θάλαμε με τ’ αρώματα!»[5]) για να περιγράψει τη σημασία του «χώρου» και την έκσταση που γεννά στον «μύστη» του. Και δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στον περίφημο πίνακα του Leonardo Da Vinci,  Η Παναγία των βράχων, στης οποίας το μυστηριώδες και μεταφυσικό Σπήλαιο  γεννήθηκε το θείο βρέφος.   

Στην Παλαιά Διαθήκη παραδίδεται πως η Εύα γεννήθηκε από το πλευρό του Αδάμ. Ο Ελύτης ακολουθεί, τη «σπουδή» του,  μια αντίστροφη πορεία ή, με δική του ορολογία, πορεύεται «βουστροφηδόν». Ξεκινάει  από το πλευρό της Εύας, κάνοντας τον περίπλου του  σώματός της, σαν καραβοκύρης, «από την υψηλή μασχάλη έως τα πέλματα», κι  αυτός ο περίπλους «γύρω από ένα σώμα λείο νέο γυμνό» τον φέρνει  στην αρχή του άλλου σώματος, στο πλευρό του Αδάμ. Η καμπύλη του ενός σώματος γίνεται καμπύλη του  άλλου, όπως στους πίνακες του Πικασό.  Κι αυτός, ο Αδάμ, πρέπει να αποκαλύψει το μυστικό που είναι κρυμμένο βαθιά, πίσω από τα φύλλα του «τριαντάφυλλου». Φύλλο το φύλλο θα εισχωρήσει, θα οσφρανθεί τα αρώματα και θα βρει την «παρθένα» πηγή, μέσα από μια αίσθηση ιερότητας, στην οποία παραπέμπει η πράξη που γεννά και αναγεννά τη ζωή. «Έτσι συμβαίνει να κάνω έρωτα και να γίνομαι θρησκευόμενος από τους λίγους», λέει, χωρίς να μας ξαφνιάζει[6].

Εκεί, βρίσκεται η  πρώτη αρχή του κόσμου, εκεί σ’ αυτόν το παράδεισο, πριν από του Ατρείδες, στην απαρχή της Ιστορίας που «απαλείφει τον φόνο και κατασιγάζει τις κραυγές των θυμάτων». Όμως, το ποίημα τιτλοφορείται «Σπουδή γυμνού», σαν να μην είναι τελειωμένο το έργο, σαν το «αίνιγμα» να παραμένει άλυτο. Γιατί μπορεί να εντοπίστηκε ο μυστικός θάλαμος αλλά το μυστήριο παραμένει σκοτεινό. Και μάλιστα στο κάτω μέρος της σελίδας του τυπωμένου ποιήματος, παρατίθεται το συνοδευτικό σήμα από το Σηματολόγιο που συνεπικουρεί: «Δεν εγεννήθηκε ακόμη ο Μαγελλάνος  ενός τριαντάφυλλου», με όποια άλλα συμπαραδηλούμενα μπορεί να γεννήσει  αυτό στο μυαλό του αναγνώστη.

Στην ίδια συλλογή και στο ποίημα «Through  the mirror», ο στίχος «λάμπει ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα», σε μια σύνθεση του πάνω με το κάτω, μιας λάμψης που έρχεται από τα «χρωματιστά του βότσαλα» και μιας άλλης από τα  «άστρα», δίνει στον ποιητή την ευκαιρία να συνθέσει τον ουρανό με τη θάλασσα και στο βυθό του ενός ή της άλλης, δεν υπάρχει διαφορά, να γονιμοποιήσει το μυστήριο της ζωής. Οι υπερρεαλιστικές καταβολές του Ελύτη δεν αφήνουν τη λογική να πρυτανεύσει στον έρωτα. Κι ο Ελύτης, υπέρμαχος, του έρωτα, τον καθαγιάζει ως πράξη πρώτη απ’ όλες γιατί είναι αυτή που μεταδίδει τη ζωή. Αν ένα αστέρι φώτιζε το Σπήλαιο της Βηθλεέμ, κάποια άλλα, και ας μην τα βλέπουμε, φωτίζουν τη ζωή των απλών ανθρώπων.  Και η «δικαιοσύνη», αυτή η τελευταία λέξη που κλείνει το ποίημα, μένει εκεί για να μας υπενθυμίζει ότι η ζωή δεν γεννήθηκε για να υπάρξει απλώς και για να «ολολύξει» ή να θυσιαστεί στις σκληρές ώρες, όταν  η Ιστορία γίνεται μοίρα για τους ανθρώπους. Η «δικαιοσύνη» είναι και πρέπει να είναι «ένα σώμα νέο λείο γυμνό», φρέσκο, αστραφτερό για να μας θυμίζει τη μακρά διαδρομή της ζωής. Και όπως λέει ο ποιητής, «Ένα σώμα γυμνό δεν παύει ποτέ να είναι πεδίο ανεξάντλητο και οι πρόγονοί μου οι Αιολείς διόλου άδικα, το νοούσαν όπως οι αμπελουργοί το σταφύλι· πιάνοντάς το από την καλλιέργεια και φτάνοντάς το στο κρασί»[7]. Ήτοι, από το φυτό στο χώμα, στο θάμνο, στον σταφύλι, στο κρασί, στο ποτήρι σαν νέα, λαμπερή, γυμνή, Κόρη, να την πιεις στο ποτήρι. Αν θυμηθούμε τα μικρά στάδια που προηγούνται της πόσης θα δούμε ότι είναι τέσσερα. Πιάνουμε το ποτήρι και το κοιτάζουμε, το οσφραινόμαστε και το πίνουμε. Έτσι συμβουλεύει και ο Ελύτης: «Να ’χεις την ψυχή σου στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη. Από ’κει μιλάει ο κόσμος. Από ’κει βρίσκεις την ιδιωτική σου οδό. Πιο καλά θάλλουν τα λουλούδια στον Επιτάφιο. Μυρίζει έρωτα η εκκλησία. Η ζωή μένει και δεν τελειώνει. Εδώ.»[8],  διαφυλάσσοντας το μυστήριό της.




[1] Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, «Τρίτη, 7β».
[2] Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, «Τετάρτη, 15β΄».
[3] Προσανατολισμοί, «Ηλικία της γλαυκής θύμησης».
[4] Βλ. Το Άξιον Εστί,»Τα Πάθη» δ΄ «Σάλεψε σαν το σπέρμα *σε μήτρα σκοτεινή/ Το φοβερό της μνήμης * έντομο μες στη γη/ Κι όπως δαγκώνει αράχνη* δάγκωσε το φως/ ‘Έλαμψαν  οι γιαλοί/ κι όλο το πέλαγος»
[5]  Μετ. Μιχάλης Μερακλής.
[6] Ιδιωτική Οδός,  «Πρόσω Ηρέμα» Β΄, ρέμα» Β΄Ηρσελ. 73.
[7] Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, σελ. 52.
[8] Ιδιωτική Οδός, Δ΄,   σελ. 33.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Η ανάσταση του Σταυρωμένου

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, πήγα την ημέρα της γιορτής του, στις 14 του Σεπτέμβρη, στο ιστορικό εκκλησάκι του Σταυρωμένου, στην αρχή του δρόμου του Κρυονεριού. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό το θεωρώ πάντα απαραίτητο. Ίσως για τις παιδικές μνήμες, ίσως επειδή είναι ένα από τα ελάχιστα κομμάτια της γνήσιας Ζακύνθου, που αντιστέκεται ακόμα, έστω και με δεκανίκια, ίσως επειδή η εποχή της γιορτής το επιβάλλει, μια και τα ήσυχα βράδια του πρώιμου Φθινόπωρου έχουν μια γλύκα γαλήνης, σε αντίθεση με την αναστάτωση της Άνοιξης.
   Ο μικρός αυτός ναός, έχει, για μένα τουλάχιστον, μια μαγεία κι έναν συμβολισμό. Τον βρίσκεις, αν ψάξεις, μέσα στις κακοτεχνίες του μπετόν του νεοπλουτισμού της μετασεισμικής Ζακύνθου, με την βλασφημία κάποιων μπαλκονιών, που τον καταπάτησαν, να υπογραμμίζει την έλλειψη  σεβασμού και παιδείας και το χορτάριασμα της εγκατάλειψης και τον ανακαλύπτεις, αν αγαπάς και ψάχνεις.
   Είναι μια μικρή λεπτομέρεια της πόλης που χάθηκε οριστικά τις φοβερές εκείνες ημέρες της θεομηνίας και της αδιαφορίας του Αυγούστου του 1953 και σαν τις ξεθωριασμένες εικόνες της προσπετίβας του, τον βλέπεις, αν έχει μάτια η ψυχή σου.
   Χρόνια τώρα πηγαίνω εκεί την μέρα της ευωδίας των βασιλικών και ομολογώ πως τελευταία μόνο θλίψη μου προξενούσε η εθιμική μου αυτή και όχι μόνο επίσκεψη. Κάθε χρόνο και χειρότερα και άρχισα να πιστεύω πως κάποια χρονιά δεν θα βρω την εκκλησία στην θέση της, επειδή η προτίμηση του «Παναγιώτη» θα την έχει κάνει οικόπεδο με καταρρέοντα ερείπια. Πέρσι σκέφτηκα, μάλιστα, πώς μπορούν και λειτουργούν σ’ ένα τέτοιο κτίριο, που μόνο ιερό χώρο δεν θυμίζει. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, τα παράθυρα έχασκαν, η μούχλα κυριαρχούσε κι όλα θύμιζαν αποθήκη, παρά εκκλησία.
    Φέτος, όμως, μια χαρά με περίμενε, μαζί με την υπόσχεση μιας σωτηρίας. Επιτέλους ο ναός θύμιζε ναό. Απ’ ότι έμαθα, συζητώντας με τους ενορίτες και τους γειτόνους, αυτοί οι ίδιοι, με πρωτοπόρο το νέο εφημέριο της Αγίας Τριάδας, στην οποία ανήκει τελευταία το παρεκκλήσιο, με δική τους πρωτοβουλία, αλλά και προσωπική εργασία, φρόντισαν το μνημείο τους και του έδωσαν και πάλι, όπως αρμόζει, ανθρώπινη μορφή.
   Αληθινά το χαιρόσουν και ελπίζω πως με την ευαισθησία των παραπάνω, οι οποίοι συνεχίζουν την παράδοση των ενοριτών – ιδιοκτητών των εκκλησιών της Επτανήσου κι όχι τη νεοαποκτηθείσα ιδιότητα των δημοσίων υπαλλήλων, οι εργασίες θα συνεχισθούν και πως ο Σταυρωμένος θα σωθεί, δίχως όλα εκείνα τα πρόσθετα στοιχεία, τα οποία, σαν αναίσχυντη σουάντζα, τον περιβάλλουν.
   Είναι ελάχιστα, αλλοίμονο, τα στοιχεία, που θυμίζουν την ιστορία μας και την επιβεβαιώνουν. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, από τις εκκλησίες της πόλης μας, αλλά και αρκετές των χωριών μας, είναι άσχετες με την αρχιτεκτονική μας παράδοση κι έχουν χτισθεί βιαστικά, μετά την καταστροφή και δίχως σεβασμό στην ιστορία μας.
   Δυο-τρεις είναι αυτές που έχουν ταυτότητα και κακότυχα δεν είναι και ενορίες. Τις μετράς στα δάχτυλα του ενός χεριού και εύκολα και δίχως κόπο μπορείς να τις κατονομάσεις: ο Άγιος Νικόλαος του Μόλου, η Κυρία των Αγγέλων, η Φανερωμένη κι ο Σταυρωμένος. Παρά μία και θα ’κανες μ’ αυτές το σταυρό σου, όπως θα ’λεγε και ο ιερομόναχος Διονύσιος του Σολωμού. Οι άλλες πανομοιότυπες, σαν στρατιώτες απρόσωποι ή κόλαφος για όσους μόχθησαν και σχεδίασαν αυτές τις αλησμόνητες, που έδωσαν την επωνυμία της «Φλωρεντίας της Ανατολής» στο κάποτε «Φιόρο του Λεβάντε».
  Θα μπορούσαν να είχαν σωθεί κι άλλες, μα δεν σώθηκαν. Ό,τι άφησε ο σεισμός, ό,τι ξέχασε η φωτιά, το αποτελείωσε η ανθρώπινη άγνοια κι απληστία. Έτσι εμείς οι νεότεροι έχουμε τεράστια ευθύνη γι’ αυτό το ελάχιστο που απόμεινε και πρέπει απαραίτητα να το διατηρήσουμε και να το παραδώσουμε στους επόμενους.
  Όσοι ξέρουν έστω και βασικά στοιχεία της τοπικής μας ιστορίας, πρέπει να γνωρίζουν πως στους προσεισμικούς ναούς υπήρχαν κι οι τάφοι των προγόνων μας. Έτσι αυτοί δεν ήταν απλά μια ενορία κι ο τόπος των γάμων, των βαπτίσεων, των κηδειών και των μνημόσυνων της οικογένειας, αλλά μια προέκταση του σπιτιού μας. Ο τόπος των δικών μας ανθρώπων. Η στερνή κατοικία των προγόνων μας. Οι ταφόπλακες του δαπέδου του Σταυρωμένου το επιβεβαιώνουν. Ανάμεσα σ’ αυτές κι εκείνη του μεγάλου φιλικού και πατριώτη Άνθιμου Αργυρόπουλου.
   Αξιέπαινοι ο εφημέριος, οι γαστάλδοι κι οι ενορίτες, που ανάλαβαν την προσπάθεια της συντήρησης του μνημείου τους. Επειδή, όμως, δεν είναι μόνο δικό τους, αλλά και δικό μας, ας τους στηρίξουμε. Μετά τον Εσταυρωμένο ακολουθούν πάντα η Γκλόρια κι η Ανάσταση. Ας τις δούμε και στο νησί μας.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Μαρίας Κοτοπούλη: «ΠΟΙΩΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΠΟΥ’ ΠΛΕΟΥΣ’ ΕΙΣ ΤΟ ΚΥΜΑ;»[i]

«Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον»[ii]






Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί η Πηνελόπη Δέλτα δηλητηριάστηκε την ημέρα που μπήκαν στην Ελλάδα οι Γερμανοί. Όχι, δεν μπορούσα. Τώρα έβλεπα κι εγώ τους «Γερμανούς» ξανά να μπαίνουν στα Βαλκάνια, στην πόρτα της Πατρίδας μου.

                                    «Ωω
                                    τρεμάμενά μου πόδια, προχωράτε
                                    προχώρα, δύσμοιρη, προχώρα
                                    μέρες σκλαβιάς σε καρτερούν.»[iii]

Σκεφτόμουν, καθώς έβλεπα τους εξαθλιωμένους  πρόσφυγες με την αποκρυστάλλωση της δυστυχίας στα πρόσωπά τους να περπατούν στο πουθενά και να μονολογούν:
Κανένας δε με ρώτησε για τους βομβαρδισμούς.
Κανένας δε με ρώτησε την πείνα, τη δίψα, το κρύο αν αντέχω.
Κανένας δε  με ρώτησε, αν ετοιμόγεννη  είμαι  και πώς τόση ταπείνωση θα αντέξω.
Κανένας δε  με ρώτησε, αν θέλω, αν μπορώ να ζω, σκλάβα, εξόριστη σε ξένη χώρα.
Κανένας δε μου είπε, πού είναι ο άνδρας μου, ο πολυαγαπημένος. Πού είναι το μονάκριβο παιδί μου,  ποιος σκότωσε τ’ αδέρφια  μου, πού χάθηκε ο τρυφερός μου φίλος.
Κανένας δε μου είπε, πότε θα ξαναδώ το πατρικό μου σπίτι.

        «Πριν έρθει ο θάνατος με θανατώσανε οι συμφορές»[iv]

Άκουσα ότι ένα «Χάρισον» της RAF χτύπησε 24 αμάχους.
Ήταν στυγνή δολοφονία αυτή που ο στρατηγός ονόμασε «λάθος».
Άκουσα ότι πύραυλοι σκότωσαν 80 πρόσφυγες, που είχαν πάρει το δρόμο της επιστροφής.
Ήταν στυγνή δολοφονία, αυτή που ο  στρατηγός ονόμασε «λάθος».
Άκουσα για το τρένο που χτύπησαν και ξαναχτύπησαν οι πύραυλοι. Πόσοι να είναι άραγε οι νεκροί; Δέκα, άκουσα πως ήταν. Μα πρέπει να είναι πιο πολλοί. Πώς να μετρήσεις σάρκες και κόκκαλα  παντού διασκορπισμένα;
Μα ο στρατηγός, «λάθος» ονόμασε το χτύπημα αυτό. Κοίτα εσύ και οι όμοιοί σου τ’  αποκαΐδια του τρένου της ντροπής, τις σάρκες σπαρμένες στη γη και πες μου, αν τολμάς να πεις, την καθαρή αλήθεια.
Μόνο, για «λάθος» μη μιλήσεις, στρατηγέ, ήταν στυγνή δολοφονία.
Μη λες σε μένα πως λυπάσαι στρατηγέ, ω, ναι, λυπάσαι, που απόμειναν λίγες σάρκες σκορπισμένες, ενώ έπρεπε σύμφωνα με το σχέδιό σου σκόνη να είχαν γίνει.
Για να έρθουν οι νέοι τύραννοι της Γης  να κάνουν  τον περίπατό τους πάνω στη «σκόνη μου».

                                    «Φωτιά καίει τη χώρα που με γέννησε»[v]

Μη λες σε μένα πως λυπάσαι, στρατηγέ, για τις ανεξίτηλες σφραγίδες που  σφράγισες το χέρι μου.  Ξέρω, το μέτωπο θα προτιμούσες.
Άξιοι μαθητές, ξεπέρασαν τον διάβολο των κρεματορίων. Εύγε! Πόσο θα καμαρώνει για τους απογόνους του!
Και οι μνήμες να είναι ακόμα ζωντανές.
Έλληνες της Μικράς Ασίας, σας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Σας θυμίζουν τους Άγγλους μακελάρηδες που σας πετούσαν στη θάλασσα από τα πλοία τους; Σας θυμίζουν τους Γάλλους επαναστάτες, που σας έριχναν βραστό νερό μην τύχη και σκαρφαλώσετε στα αντιτορπιλικά τους; Ναι, σας θυμίζει, πόσο σας «προστάτευσαν» από τη σφαγή των Τούρκων.
Ινδιάνοι της Αμερικής, σας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Ποτέ δεν έμαθα πόσοι στ’ αλήθεια ήσασταν  και πόσοι τώρα έχετε απομείνει.

                                    «Βάσανα που ’χει ο άνθρωπος,
                                    βάσανα που ’χει και πώς να μάθει
                                    το μαύρο τι του γράφει ριζικό του[vi]         

Και η Χιροσίμα να είναι τόσο κοντινή και τόσο κοντινό το Ναγκασάκι.  Και της Κορέας, του Βιετνάμ, του Ιράκ οι νεκροί, όλοι εδώ είναι, όλοι. 

Δύο εκατομμύρια νεκροί του Σουδάν.
Ένα εκατομμύριο νεκροί της Αγκόλα.
Ένα εκατομμύριο νεκροί της Ρουάντα.
Ένα εκατομμύριο νεκροί του Θιβέτ.
300.000 χιλιάδες νεκροί της Σομαλίας.
250.000 χιλιάδες νεκροί της Λιβερίας.
200.000 χιλιάδες νεκροί της Ινδονησίας.
80.000 χιλιάδες  νεκροί της Αλγερίας.
56.000 χιλιάδες νεκροί της Σρι Λάνκα.
37.000 χιλιάδες νεκροί Κούρδοι της Τουρκίας.[vii]

Και  για τους σημερινούς, αμέτρητους σφαγιασμούς υπάρχει κάποιος αριθμός; Ποιον, αλίμονο, να πρωτοθρηνήσω;
Πόσες χιλιάδες ώρες πρέπει να σταθούμε προσοχή για τους νεκρούς μας;
Πόσες χιλιάδες σιωπές θα είναι, άραγε, αρκετές; Μνήμη φρικτή, αδυσώπητη για τους φονιάδες.

«Τους θεούς που κράζουμε βοηθούς μας
                                    τους καλούμε ξανά πρώτο αντιστύλι
                                    στους φόβους μου αυτό[viii] 

Αλίμονο, οι νέοι τύραννοι πόσο καλά με «προστατεύουν», ώστε να μη βρω να θάψω ούτε καν τα κορμιά των συνανθρώπων μου. Τα διαμέλισαν σε χίλια δυο μικρά κομμάτια. Μου έδειξαν τις φονικές τις λάμες, μέσα στο απατηλό σχήμα μιας κίτρινης μπάλας παιχνιδιού. Η ΦΡΙΚΗ, σε συσκευασία παιχνιδιού. Μου έδειξαν ακόμα και τον τρόπο που το κάνουν για να συνηθίσω στη φρίκη. Το ίδιο κάνουν σήμερα  οι «άρχοντες» της Γης. Μας χειραγωγούν σιγά, σιγά μα σταθερά. Μας συνηθίζουν στην φρίκη, στην ευτέλεια, στον άδηλο πόλεμο- ποιο τρομερό κι από τον φανερό- των ναρκωτικών, της βίας, της οικονομικής δυσπραγίας, της ένδειας, της δυστυχίας. Κι αν σήμερα φωνάξει ο Ποιητής ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΊΤΕ, θα τον ακούσουμε  μέσα σε τούτο τον ορυμαγδό της ΦΡΙΚΗΣ;
Άκουσα όμως πως βομβάρδισαν το κοιμητήριο και τάραξαν, οι ασεβείς, ακόμα και τον ιερό ύπνο των νεκρών. 
Αααααααααααα, να τους πνίξει η κραυγή μου. Πόνο δεν έχω γι αυτούς κανέναν. Αααααααααααααα, να τους κάψει ο πόνος μου, να γλιτώσει για πάντα ο κόσμος από τους «Κρέοντες».
Μα ούτε καν «Κρέοντες» θα τολμούσα να τους πω. Τουλάχιστον αυτός, ο βασιλιάς, ήταν τραγικά εγκλωβισμένος στην αίσθηση του πολιτικού χρέους, αν και δεν ξέρω, αν ο φόνος των ολίγων είναι μικρότερο κακό από τον φόνο των πολλών. Τούτοι κρυμμένοι πίσω από τον «τρόμο» των πυραύλων τους, σκοτώνουν κι ύστερα κομπορρημονούν.
 «Άρχοντες», μη  λέτε σε μένα ότι ντρέπεστε για την κατάντιά μου. Δεν δέχομαι τη ντροπή σας. Ας εξαντλούσατε, «ω, άνδρες» του πρόσκαιρου τούτου κόσμου, τις δυνατότητες που σας δίδει το δημόσιο αξίωμά σας για να μην ντρέπεστε.
Αφήστε λοιπόν σε μένα τη ντροπή,  σε Μας, που μας καταντήσατε ανίσχυρους, δειλούς, μοιραίους, άβουλους, να

« προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα[ix]

Τώρα, νομίζω πως κατάλαβα, γιατί η Πηνελόπη Δέλτα δεν πρόσμενε το «Θάμα» κι έφυγε τόσο άδικα.
Αλλά τώρα που τα «Θάματα» τελείωσαν, δολοφόνοι και καταχραστές πρέπει να μας απαντήσουν.
                        Με ποιο δικαίωμα μας σκοτώνουν;
Με ποιο δικαίωμα ρημάζουν την Πατρίδα μας,  μας    
εξορίζουν και μας σέρνουν στη σκλαβιά;
Με ποιο δικαίωμα αφανίζουν το μέλλον των παιδιών μας;






[i] Ανδρέα Κάλβου. ΛΥΡΙΚΑ.  Ωδή τρίτη. ΤΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ.
[ii] Π. Κ. Καβάφη. ΤΕΙΧΗ.
[iii] Ευριπίδη Τρωάδες [ 1345] Μετ. Τάσος Ρούσσος.
[iv] Ευριπίδη Εκάβη [429]  Μετ. Αθ. Παπαχαρίσης.
[v] Ευριπίδη Τρωάδες [842]   Μετ. Αθ. Παπαχαρίσης.
[vi] Ευριπίδη Ιφιγένεια Η εν Αυλίδι . [1300] Μετ Κ. Γεωργουσόπουλος [Κ. Χ. Μύρης].
[vii] Περιοδικό TIME Εφ. Καθημερινή. Αρ. Γιάννη Χρυσάφη.
[viii] Ευριπίδη Ικέτιδες [626] μετ. Τάσος Ρούσσος.
[ix] Κώστα Βάρναλη. ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ.

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Ο πολιτισμός της ρύπανσης

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ 

Το καλοκαίρι σιγά-σιγά μάς αφήνει και το διαδέχεται το κατ’ άλλους μελαγχολικό, κατ’ άλλους ερωτικό φθινόπωρο. Οι πρώτες βροχές έπεσαν και για τους πιο ρομαντικούς έκαναν την εμφάνισή τους, σε κάποιους απόμερους, όχτους οι ντροπαλές κοπελούλες. Αυτές υπενθυμίζουν σε κάποιο μικρό βάζο του σπιτιού μας την αλλαγή του καιρού και τον ερχομό της πιο καταθλιπτικής, τουλάχιστον για τις επαρχιακές περιοχές, εποχής, του χειμώνα, που είναι απαραίτητος για την αναζωογόνηση της φύσης και την καρποφορία της, αλλά μας κλείνει στο σπίτι και τον εαυτό μας.

Μα τα ταπεινά, γι’ αυτό και πανέμορφα, αυτά αγριολούλουδα δεν είναι η μόνη υπενθύμιση για ένα τέλος και μιαν αρχή. Αυτό ίσως γινόταν παλιότερα, τότε που το νησί μας το κατοικούσαν μόνο οι Ζακυνθινοί και αυτοί το χαίρονταν. Σήμερα, με την μεγάλη τουριστική ανάπτυξή του, τα πράγματα άλλαξαν και λίγοι θυμούνται τα πολλά υποσχόμενα κυκλάμινα, που ανθίζουν, όπως εντοπίζει και ο ποιητής, ακόμα και «στου βράχου τη σχισμάδα»

Άλλες είναι πια στις μέρες μας οι γραφικές και συχνά θλιβερές και μουντές εικόνες, που μας λένε πως η ανάπαυλα έλαβε τέλος και πως η καθημερινότητα θα μας ξαναγεμίσει πλήξη. Ανάμεσά τους και όλες εκείνες οι παρωχημένες φάτσες, του δήθεν πολιτισμού μας, που κρέμονται σε μορφή παρακμής σε Χώρα και χωριά, είτε στις πολυάριθμες αφίσες, είτε στα δεκάδες πανό. 

Ο κάθε τηλεοπτικά επιτυχημένος, η πιο σωστά προβεβλημένος, την εποχή που το μαγικό κουτί προβάλει επαναλήψεις, λόγω οικονομίας και μη τηλεθέασης, με αφορμή τα «μπάνια του λαού», αφήνει το υδροκέφαλο κέντρο και οδεύει προς την κάποτε αγνή επαρχία, για να κάνει την αρπαχτή του και μαζί και τις διακοπές του. Σχηματίζει αρπακόλλα θιάσους, ετοιμάζει συναυλίες και οι διάφοροι, δίχως όραμα και σκοπό Δήμοι της επικράτειας, τα συμπεριλαμβάνουν όλα αυτά στο πολιτιστικό πρόγραμμά τους, για να εκπολιτίσουν και να ψηφοθηρήσουν. Έτσι, αυτό που γίνεται σήμερα στη Ζάκυνθο, επαναλαμβάνεται μετά στα γειτονικά Λεχαινά και κατόπιν στον Πύργο. Ακολουθούν η Αμαλιάδα, η Πάτρα και το Αίγιο. Επιβεβαίωση για τα γραφόμενα οι διαφημιστικές αφίσες, που κάποιος, που αφήνει το νησί μας και ταξιδεύει απέναντι, βλέπει σε όλη την εθνική οδό, με αλλαγμένες μόνο τις ημερομηνίες. Με άλλα λόγια, ισοπέδωση των αξιών, ισοπέδωση και του «πολιτισμού». Η ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου έχει ξεχαστεί κι εμείς, ανεύθυνα υπεύθυνα, συνεχίζουμε το έργο της χειμερινής τηλεοπτικής καταστροφής, κατακαλόκαιρα. 

Μα δεν σταματά εκεί το κακό. Το άδικα καταναλωμένο αυτό χαρτί, που σπαταλιέται, εκτός των άλλων άσκοπα, όταν σημαντικοί συγγραφείς παρακαλούν για την έκδοση πολύτιμων βιβλίων τους, παραμένει και μετά τις αρπαχτές εκδηλώσεις και συνεχίζει να ρυπαίνει όχι μόνο αισθητικά, αλλά και πρακτικά. 

Κοντεύουμε να μπούμε στην μέση του Σεπτέμβρη και οι κουρελαρίες των αοιδών και των σκυλάδων, σχισμένες συχνά από τους πρώτους αέρηδες, μισοπαραποιημένες από τις πρώιμες βροχές, πλαισιώνουν αντιαισθητικά την καθημερινότητά μας, καρφωμένες σε στύλους και ντόπιες, κολλημένες σε τοίχους και εγκαταλελειμμένα οικοδομήματα και μας θυμίζουν πως για μια ακόμα φορά οδηγηθήκαμε στο κενό. Τεράστια αεροπανό, επίσης, αφημένα στην τύχη τους, απειλούν κακότεχνα, πάνω από τα κεφάλια μας και τονίζουν θλιβερά τον κίνδυνο της μετατροπής ενός θαλερού ανθόκηπου σε άγονο χωράφι με τσουκνίδες. Έτσι, δεν μπορεί κανένας ευαίσθητος και σκεπτόμενος, να μην ξεχάσει την αξιοσέβαστη εικόνα της πάνω πλατείας μας, όλον σχεδόν τον Αύγουστο, που στο κεντρικό φωτιστικό της κι εκεί που διεξήχθηκαν τα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας του τόπου μας, υπήρχε κρεμασμένο ένα τεράστιο πανό, με την αναγγελία εκδήλωσης λαϊκής αοιδού, που σίγουρα τοποθετήθηκε εκεί για να τονίζει καθημερινά το τι ακούνε σήμερα τα παιδιά και τα εγγόνια όλων αυτών, που όταν έλεγαν θέατρο, εννοούσαν όπερα! 

Αλήθεια, δεν θέλω να επέμβω στα μουσικά γούστα κανενός, όπως κανένας δεν θέλω να επέμβει στα δικά μου. Σαν φορολογούμενος πολίτης, όμως, και μάλιστα σαν Επτανήσιος, που όψιμα γνώρισε και το χαράτσι, απαιτώ να μην υπάρχει, αν όχι πολιτιστική, τουλάχιστον αισθητική ρύπανση του τόπου μου. Επιτέλους να εφαρμοστεί ο νόμος για την απορρύπανση και να μην ντρέπομαι για την κατάντια μας. Τον εαυτό μου μπορώ να τον διαφυλάξω από την κατρακύλα, μη πηγαίνοντας πουθενά. Δεν ανέχομαι όμως τα σκουπίδια στην καθημερινότητά μου. Μακάρι κάποιοι να τολμήσουν την κάθαρση της πόλης, του νησιού και του πολιτισμού μας. Η ιστορία θα τους δικαιώσει!

Related Posts with Thumbnails