© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Ανδρέα Γ. Λίτου: ΙΟΡΔΑΝΙΑ (ποίημα)


Στην Φιλαδέλφεια των παλιών Ελλήνων, την πόλη που προφέρει τ' όνομά της αναστενάζοντας (Αμμάν) 
 οι καλοκάγαθοι Ανατολίτες χορεύουν την υποδοχή και τραγουδούν τη δύση. 
 Οι τρωγλοδύτες στην καυτή έρημο ιππεύουν την κακή μοίρα τους 
 πάνω σε άτια αραβικά της περήφανης Πέτρας. 
 Παρέκει τα κλέη των προγόνων, Γέρασα(ν) οδεύοντας μέσα στον χρόνο 
 και στα "αρχαίοις γράμμασι" στολίδια, πάνω στα αιώνια σιωπηλά μάρμαρα. 
 Των Ρωμηών η δόξα και των Ελλήνων, χαραγμένη βαθιά στο νου των Αγαρηνών 
 ακόμα και στις μέρες μας κρυφολάμπει στα νοσταλγικά τους πρόσωπα.
[1997]

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

ΜΑΚΜΠΕΘ ΤΟΥ ΤΖΟΥΖΕΠΕ ΒΕΡΝΤΙ ΑΠΟ ΤΗ ΕΘΝΙΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

«Όποιος φέρνει τη ντροπή πάει στον όλεθρο όποιος σκοτώσει το πληρώνει. Και μένει ο νόμος του Δία του αιώνιου: Ό,τι έκαμες θα βρεις»
Αισχύλος. Αγαμέμνων (Χορός 1562)


Μία από τις συναρπαστικότερες  όπερες του Τζουζέπε Βέρντι [1813-1910], τον Μάκμπεθ παρακολουθήσαμε στις 17 Ιανουαρίου 2014 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από την Εθνική Λυρική Σκηνή σε μια εξαιρετική παράσταση με πρωταγωνιστές διακεκριμένους Έλληνες σολίστ που τιμούν τη χώρα μας στο εξωτερικό με τη  λαμπερή τους παρουσία, όπως η υψίφωνος Δήμητρα Θεοδοσίου και ο  βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός, σε σκηνοθεσία του Λορέντζο Μαριάνι και αρχιμουσικό τον Μύρωνα Μιχαηλίδη.

Ο Μάκμπεθ είναι η μικρότερη από τις τραγωδίες του Σαίξπηρ [1564-1616]. Γράφτηκε μεταξύ 1603-1606 και βασίζεται στο Holinsheds Chronicles of England, Scotland and Ireland [1577-1578], τη μεγαλύτερη πηγή από την οποία ο Σαίξπηρ άντλησε υλικό για τα έργα του,  Μάκμπεθ,  Βασιλιάς Ληρ και Κυμβελίνος.

 Ο ενθουσιασμός του Βέρντι μετά την ανάγνωση  του Μάκμπεθ φαίνεται από το γεγονός ότι αμέσως άρχισε να σχεδιάζει την όπερά του. Επιλέγει και  επεξεργάζεται δραματουργικά το λιμπρέτο και το στέλνει στον Φραντζέσκο  Μαρία Πιάβε για να το μεταπλάσει σε στίχους με την εξής αναφορά: «Η τραγωδία αυτή είναι μία από τις σπουδαιότερες δημιουργίες του ανθρώπου». Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που ο Βέρντι περνά από το ρομαντισμό στον «ρεαλιστικό» κόσμο του Σαίξπηρ. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο του τενόρου θα δώσει στον βαρύτονο. Πλάθει μια διαβολική Λαίδη Μάκμπεθ και επιθυμεί η φωνή της σοπράνο που θα την ερμηνεύσει να έχει κάτι το «διαβολικό». Η όπερα, σε τέσσερεις πράξεις  και με προσθήκες του Αντρέα Μαφέι, γράφτηκε το 1842-1847 και έχει πολλές εκδοχές. Την ίδια δε εποχή συνθέτει το Ναμπούκο [1842] και τον Ερνάνη [1844].  Η πρεμιέρα της πρώτης  εκδοχής  δόθηκε στις 4 Μαρτίου  του 1847 στο Τεάτρο ντελλα Πέργκολα της Φλωρεντίας. Η αναθεωρημένη από το συνθέτη εκδοχή της όπερας με  μπαλέτο, η γαλλική, παρουσιάστηκε στο Αυτοκρατορικό Λυρικό Θέατρο του Παρισιού στις 21 Απριλίου του 1865 και αυτή τη δεύτερη εκδοχή  παρακολουθήσαμε.

Σωστά επισημαίνει ο  Ιταλός σκηνοθέτης και θεωρητικός Λορέντζο Μαριάνι ότι η λέξη που επανέρχεται συχνά στον Μάκμπεθ  είναι  η λέξη φόβος. Φόβος αρχέγονος, κεκρυμμένος στο βάθος του είναι του ανθρώπου· φόβος για το άγνωστο της διαδρομής, εκεί όπου κυριαρχεί το ασυνείδητο και παρασύρει την ψυχή στα σκότη της αβύσσου που νους ανθρώπου δε χωρεί.

Το σκηνικό του Μαουρίτσιο Μπαλό, περίκλειστο σιδερένιο κάστρο, αφαιρετικό, παγιδεύει τους ήρωες και επιτείνει το φόβο,  την εσωτερική αγωνία και την  πάλη. Εντυπωσιακός ο γοτθικός κόκκινος θρόνος και εντυπωσιακή η ενδυματολογική πρόταση της Σίλβια Αϋμονίνο. Αναφέρουμε ενδεικτικά το παραδοσιακό σκοτσέζικο κιλτ,  με το οποίο έντυσε τους άνδρες, το απαστράπτον χρυσό φόρεμα της Λαίδη Μάκμπεθ και τη βασιλική ερμίνα.

Ο Μάκμπεθ και η Λαίδη Μάκμπεθ, ζευγάρι χωρίς ηθικές αξίες, γίνονται τραγικοί ήρωες από έλλειψη αυτογνωσίας. Ο πρώτος κυριευμένος από το πάθος της εξουσίας, θύμα της ψευδούς προφητείας των Μαγισσών- μεταφυσικών δυνάμεων του σκότους-  έτοιμος για το έγκλημα, χρειάζεται μόνο το σπρώξιμο της ισχυρής γυναίκα του, έτοιμη, κι αυτή για  στυγερά εγκλήματα προκειμένου να ικανοποιήσει τα  φιλόδοξα σχέδιά της για να αναρριχηθούν στο θρόνο της Σκωτίας. Και οι δυο παρασυρμένοι  από τη γοητεία της δόξας και του αγνώστου, δρουν ανεξέλεγκτα,  βυθίζονται στο έγκλημα ξανά και ξανά, όπου κανείς θνητός δεν μπορεί να τους σταματήσει, παρά μόνο, όταν το δάσος Μπέναμ «κινηθεί». Αλλά πριν το δάσος «κινηθεί» προς τον τύραννο, τιμωρός για τη Λαίδη Μάκμπεθ,  η   συνείδησή της που θα φέρει στην επιφάνεια τις Ερινύες της ψυχής και θα την οδηγήσουν  στην αποτρόπαιη αυτοκτονία, όπως αποτρόπαιες ήσαν και οι πράξεις της.  Ο ευγενικός άρχοντας Μακντάφ, υπερασπιστής του διαδόχου του θρόνου, είναι εκείνος που θα εκτελέσει τον Μάκμπεθ, καθώς το δάσος «προχωρεί» και θα ελευθερώσει την πατρίδα του από την τυραννία. Βαρύ το τίμημα της λύτρωσης και για τους δύο ήρωες,  τραγικά θύματα των άμετρων φιλοδοξιών τους.


Παρά τα κάποια σκηνοθετικά ατοπήματα, η παράσταση ήταν εντυπωσιακή με θαυμάσιους πρωταγωνιστές. Ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός υποβλητικός στο απαιτητικό και υπεράνθρωπο ρόλο του Μάκμπεθ ανέδειξε όλα εκείνα τα στοιχεία που σηματοδοτούν την εμβληματική αυτή θεατρική προσωπικότητα. Φιλόδοξος, σκοτεινός, βίαιος, άβουλος, δολοφόνος και τι περίεργο ανθρώπινος, καθ’ όλα πειστικός.

Η Δήμητρα Θεοδοσίου, θαυμαστή Λαίδη Μάκβεθ, σκληρή αλλά ταυτόχρονα γοητευτικά διαβολική, όπως ο συνθέτης επιθυμούσε, σχοινοβατούσε επικίνδυνα ανάμεσα στα πάθη της, με εκρήξεις χαράς, αγωνίας, φόβου, και με  τη λογική  να αντιμάχεται την ψυχή και να αναδεικνύει στο τέλος την ευθραυστότητά της.

Εξαιρετικός ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου στο ρόλο του γενναίου στρατηγού Μπάνκο, όπως και ο τενόρος Δημήτρης Πακσόγλου στο ρόλο του ευγενούς Σκωτσέζου άρχοντα Μακντάφ.

Ο Ρενάτο Τζανέλλα μάς έχει χαρίσει υπέροχες χορογραφίες στο παρελθόν, όμως το μπαλέτο του φάνταζε κάπως αδύναμο μέσα στην  τραγική ιστορία του Μάκμπεθ, ωστόσο οι εκλεκτοί χορευτές του στήριξαν, όπως και οι μικρότεροι βοηθητικοί ρόλοι,  επάξια την παράσταση.

Η Χορωδία υπό τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο ήταν στην καλύτερή της ώρα, πρωταγωνίστρια ανάμεσα σε πρωταγωνιστές. Στον  ίδιο πρωταγωνιστικό ρόλο και η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που ανέδειξε την αριστουργηματική ενορχήστρωση του Βέρντι, υπό την καθοδήγηση του αρχιμουσικού Μύρωνα Μιχαηλίδη.       

Τρία από τα έργα του Σαίξπηρ, Μάκμπεθ [1847], Οθέλλο [1887] και  Φάλσταφ [1893]  συνέθεσε ο Βέρντι και είναι κρίμα που ο Βασιλιάς Ληρ, τον οποίο επεξεργάστηκε για δεκαετίες δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Αν και τους χωρίζουν 250 περίπου χρόνια οι δυο μεγαλοφυείς δημιουργοί Σαίξπηρ και Βέρντι συναντώνται για να αποδώσουν στην ανθρωπότητα ένα ακόμα αριστούργημα! Και όση ώρα παρακολουθούσαμε την παράσταση ταυτίζαμε τη Λαίδη Μάκμπεθ  με την μυκηναία εκείνη Βασίλισσα, την Κλυταιμήστρα, η οποία, πίσω από το βαμμένο στο αίμα του Αγαμέμνονα χέρι του Αίγισθου, διακατέχεται από το ίδιο φονικό πάθος  και σκεπτόμαστε με πόση τελειότητα οι δύο δημιουργοί τόνισαν ότι τα ίδια  πάθη συγκλονίζουν και θολώνουν το νου του ανθρώπου  κατά τον ίδιο πάντα τρόπο ανά τους αιώνες.


Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

«Ιδανικές φωνές και ιδανικές μορφές» του Καβάφη στο Κυκλαδικό Μουσείο

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ


Οι «ιδανικές φωνές» του Κ. Π. Καβάφη είναι αναρτημένες στους τοίχους των ωραίων αιθουσών του Μεγάρου Σταθάτου. Και κάτω, οι «ιδανικές μορφές» τους αναδύονται από τα αγάλματα ή τις προτομές αυτών που αποτέλεσαν την αφορμή.

Εικονογραφώντας ποιήματα του Καβάφη επιμελήθηκε την έκθεση στο Κυκλαδικό Μουσείο ο κ. Νικόλαος Σταμπολίδης, ο οποίος με πολλή φροντίδα, αγάπη αλλά και γνώση έχει αντιστοιχίσει τα εικαστικά με τα ποιήματα και έχει κάνει τόσο απτό, ορατό, αισθητό εν γένει το άπιαστο, το αιωρούμενο στον αέρα αίσθημα του ποιητή.


Η πρώτη εικόνα για τον επισκέπτη είναι βέβαια τα φύλλα, τα φέιγ βολάν, με τα ποιήματα του Καβάφη που σαν πουλιά ξεκινούν από μια στοίβα χαρτιών και ανεβαίνουν τη σκάλα για να επιβεβαιώσουν ότι τα έπεα είναι πτερόεντα ή ότι τα λόγια των ποιητών είναι φτερωτά. Η σκάλα, με λίγη «φαντασία» και λιγότερο «λόγο», σχεδόν ίδια,  σαν εκείνη της οδού Λεψίους 10, όπου έζησε ο ποιητής. Η «οτρηρή ταμίη», που θα έλεγε και ο Όμηρος, και καλά ενημερωμένη ξεναγός διέτρεξε τις περιόδους, έδωσε το σώμα του ποιήματος και τα πραγματολογικά συνακόλουθά του. Και στους τοίχους παντού οι «ιδανικές φωνές κι αγαπημένες» από το ποίημα «Φωνές»:

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.


Μεγεθυσμένες οι λέξεις, με την ιδιόχειρη καλλιγραφία του Καβάφη, περιδιαβαίνουν μαζί μας τις αίθουσες σαν εμμονές, από τις οποίες δεν μπορούμε να απαλλαγούμε. Είναι οι «φωνές» των πεθαμένων αγαπημένων μας  που «κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε» και «κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό». Η ψυχανάλυση ανέλαβε βαρύ έργο να τεκμηριώσει τη σημασία του ονείρου στη ζωή του ανθρώπου. Κι είναι η άποψη πως η προσκολλημένη σκέψη μας σε κάτι γεννά το όνειρο αλλά και η άλλη πως το όνειρο από αλλού ξεκινημένο έρχεται να ζήσει σ’ αυτό που βλέπουμε στον ύπνο μας. Δεν είναι της περίστασης, ούτε θέλω αυτή τη στιγμή να μιλήσω για κάτι τέτοιο παρά μόνο να πω πως αυτοί οι δυο κεντρικοί στίχοι του ποιήματος είναι η βάση και το έρεισμά του. Πάνω σ’ αυτό εδράζεται το αίσθημα του ανθρώπου που έχασε τους αγαπημένους του. Και ό,τι και να γίνει, οι αγαπημένοι  παραμένουν στη μνήμη των ζωντανών ζωντανοί, με τη φωνή τους, την κίνησή τους, τα μάτια τους. «Σε κοίταζα μ᾿ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω» λέει ο Σεφέρης, (ΙΑ΄ «Θερινό Ηλιοστάσι»), κοιτάζοντας και εκείνος πέρα από τα τετριμμένα και οφθαλμοφανή. Μάλιστα στο ίδιο ποίημα μιλάει για τη λεύκα που

Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της
σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.

Αυτές οι σκιές, γιατί περί αυτών πρόκειται, με λίγη φαντασία μετασχηματίζονται σ’ εκείνους που λείπουν και τις φωνές τους ακούμε στη σκέψη μας. Ο Σεφέρης στο ποίημα «Ο Βασιλιάς της Ασίνης» διερωτάται :

υπάρχουν άραγε… υπάρχουν άραγε… υπάρχουν,
η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου…

Το τριπλό ερώτημα «υπάρχουν άραγε», «υπάρχουν άραγε», «υπάρχουν»  είναι άλλη μια μορφή εμμονής· της αναζήτησης της «κίνησης του προσώπου» και του «σχήματος της στοργής»,  δυο πράγματα που έχουν ριζώσει στη μνήμη του. Στην οπτική μνήμη «η κίνηση του προσώπου» η γκριμάτσα, το ύφος, το σχήμα, η έκφραση που είναι κάτι, ας πούμε,  χειροπιαστό. Και το άλλο, το απροσδιόριστο «σχήμα της στοργής», σαν δυο χέρια ανοιχτά, έτοιμα για μια σφιχτή αγκαλιά. Αλλά επειδή τίποτα δεν είναι σίγουρο ο ποιητής επανέρχεται στο ερωτηματικό «υπάρχουν» με μια υποθετική αρνητική απάντηση:

ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιάς ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μές στο βούρκο
είκόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.

Με εικόνες από τη φύση, με λυγισμένα κλωνάρια ιτιάς, με ξεριζωμένα βούρλα,  με ένα ποτάμι βούρκο, καταλήγει πάλι με διφορούμενο τρόπο, πως «δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το βάρος»  ή καλύτερα  «η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής», μισοερωτώντας  και μισοαποκρινόμενος, με κάτι συγκεκριμένο, «το βάρος», για κάτι ταυτόχρονα αφηρημένο, τη «νοσταλγία του βάρους». Σαν να είναι τελικά μόνο αυτό που απομένει από τον άνθρωπο. Η νοσταλγία που βαραίνει τον επιζήσαντα. Ο άλλος, σαν τον βασιλιά της Ασίνης, είναι άφαντος και σκιά πάνω στον άσπρο τοίχο, σαν τα φύλλα της λεύκας.

Ο Καβάφης ακούει μόνος τις αγαπημένες φωνές «σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει» και ο Σεφέρης μένει μόνος με το κενό «μιας πίκρας παντοτινής».

*   *   *

Στο ίδιο κλίμα είναι το ποίημα «Λάνη Τάφος». Στο τάφο βρίσκεται το σώμα του αγαπημένου Λάνη, αλλά :

Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε,
στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και μένεις ώρες κι ώρες.
Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου
στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχε που ν’ αξίζει,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες αγαπήσει.

Παρακάμπτοντας τα νενομισμένα -τον επί του τάφου θρήνο- ο ομιλών στο ποίημα συμβουλεύει την απομόνωση, την εις εαυτόν στροφή, «στο σπίτι», γιατί αυτό που μένει από τον αγαπημένο νεκρό είναι η «εικόνα» του που είναι χαραγμένη μέσα του,  αυτή είναι που αξίζει και αυτήν είχε αγαπήσει, ο Μάρκος.  Η εικόνα,  είδωλα των νέων, που ο Καβάφης συχνά θα την σκηνοθετήσει να περιφέρεται στην κάμαρά του μέσα, στο χαμηλό φως της λάμπας, δίνοντας έδαφος στην illusion να αναπτυχθεί.

*   *   *


Και η illusion είναι το έδαφος της ποίησης και αυτήν, μια άλλου είδους βέβαια, υπηρέτησε σε όλη τη ζωή του και ο «Βασιλεύς Δημήτριος». Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1906.

Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής, μεταμ-
φιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής
εκείνης, και διαλαθών υπεχώρησεν.
Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου -έτσι είπαν-
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.
  
Πρόκειται για τον γνωστό μας Δημήτριο Πολιορκητή, ο οποίος έζησε ως βασιλεύς μέσα στη χλιδή, στην ασωτεία και την κραιπάλη. Κι όταν τον «παραίτησαν οι Μακεδόνες» (λες και τον είχαν υπάλληλο)  «καθόλου — έτσι είπαν — / δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς». Ο βασιλεύς Δημήτριος στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή  είναι σκιά βασιλέως, βασιλεύς των χρυσών φορεμάτων και των ολοπόρφυρων υποδημάτων και καθόλου βασιλεύς που στέκεται να αντιμετωπίσει τη μοίρα του λαού του και του κράτους του. Το ασήμαντο  σαρκίο του να περισώσει έτρεξε και, από την πίσω πόρτα αλλάζοντας ρούχα, «ξέφυγε». Σαν ηθοποιός. Το ποίημα είναι σαφές και όποιος δεν κατανοεί  την ειρωνεία του πράγματος βεβαίως δεν κατανοεί και την ειρωνεία του Καβάφη, ο οποίος βρίσκει τρόπο να ψέξει τους ανάξιους, ανίκανους, άπραγους και επιδειξιομανείς, προβάλλοντας τα ωραία ρούχα και τα κοσμήματα (όπως π.χ. και στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους» ή στο «Αλεξανδρινοί βασιλείς»). Ο ποιητής είναι σαφής: «καθόλου δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς»,  -«έτσι είπαν»-  φέρθηκε   «σαν ηθοποιός», αλλά, «ας την παραδεχτούμε την αλήθεια πια», ηθοποιός που στην προκειμένη περίπτωση δεν ποιεί ήθος, γιατί δεν είναι και ηθοποιός, μια καρικατούρα βασιλέως είναι και καθόλου ο ποιητής δεν τον υπερασπίζεται, όπως δεν υπερασπίζεται και όλους εκείνους που καλυπτόμενοι κάτω από την σκευήν τους προσπαθούν να ξεγελάσουν το κοινό τους. Εξαίρεση ίσως αποτελεί ο «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»,  ο οποίος είναι ένας καταπιεσμένος και τον λυπάται που αναγκάζεται να μη μιλάει «μήπως και τον πάρουν στο ψιλό / ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι» Αλεξανδρινοί, γιατί μιλούσε «με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά». Κατά τα άλλα ο Καβάφης συνιστά αξιοπρέπεια. Στον Αντώνιο λέει «αποχαιρέτα την, την  Αλεξάνδρεια που χάνεις». Τον Δημήτριο δεν προλαβαίνει να τον συμβουλεύσει διότι εκείνος πρόλαβε και «ξέφυγε», ακολουθώντας   την παρότρυνση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης.

*   *   *

Μια άλλη φιγούρα της Πινακοθήκης των βασιλέων είναι ο βάρβαρος ηγεμών που επιβλέπει την χάραξη πορτρέτου πάνω σε νόμισμα που αναπαριστά διάδημα και φέρει επιγραφή «Φιλέλλην». Κι επειδή υποψιάζεται τι μπορεί να σκεφτεί κι ο άλλος, προλαβαίνει:

Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.

Βάρβαροι, βαρβαρότεροι και βαρβαρίσκοι ενδιαφέρονται για το φαίνεθαι, προσλαμβάνουν Έλληνες καλλιτέχνες, προσπαθούν να μοιάζουν με Έλληνες. Ακολουθούν τη μόδα της εποχής, η οποία είναι ελληνοπρεπής αλλά μόνο στα εξωτερικά. Σαν τους αξιωματικούς της  βρεταννικής αυτοκρατορίας από τις αποικίες με τις επίσημες στολές τους, για τους οποίους έλεγε ο Σεφέρης «νοσταλγείς τον καιρό που ήταν ανθρωποφάγοι». Όμως η μόδα είναι νόμος που την ακολουθούν  περισσότερο όσοι δεν κατανοούν την ουσία της.
                                               
*   *   *


Και η περιήγηση συνεχίζεται. Το ενδιαφέρον στρέφεται στον Δαρείο, πρόγονο του Μιθριδάτη (και οι δύο σκότωσαν πολλούς για να φτάσουν στο θρόνο), για τον οποίο ετοιμάζει έπος ο ποιητής Φερνάζης… Κι ενώ προσπαθεί να διαλευκάνει αν ο Δαρείος διακατεχόταν  από  «υπεροψίαν και μέθην» ή από «κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων»,

… τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.

Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.

Και φυσικά τέτοια ώρα τέτοια λόγια, εδώ ο κόσμος καίγεται… Η έκτακτη ανάγκη, ο πόλεμος και η αντιμετώπισή του, διακόπτουν την ποίηση. Η φράση «ελληνικά ποιήματα» δυο φορές, δοσμένη ειρωνικά, όχι βέβαια για τον ποιητή αλλά για τους πολέμαρχους, δείχνει το παράκαιρο της ποίησης στη συγκεκριμένη περίσταση, την οποία εμποδίζει  ο εξωγενής παράγων πόλεμος. Ταυτοχρόνως η επανάληψη του ονόματος του βασιλέως μαζί με τους τίτλους, «Ο ένδοξός μας βασιλεύς, Ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ» ακούγεται ειρωνικά και επιπλέον  δημιουργεί θυμηδία η ανησυχία του Φερνάζη που έχασε την ευκαιρία να διακριθεί: 

Aδημονεί ο Φερνάζης. Aτυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του

αλλά και η ανικανότητα του «ενδόξου» βασιλέως, με τόσους τίτλους κι ονόματα,  να αντιμετωπίσει τον εχθρό:

Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.—

Υποχρεωμένος πια ο Φερνάζης σε αυτοκριτική για λογαριασμό του κράτους και των συμπατριωτών του, βλέπει ότι οι Καππαδόκες δεν είναι σε θέση «να τα βάλουνε μ’ αυτούς», στους Ρωμαίους. Η λουστραρισμένη επιφάνεια γκρεμίζεται. Το εγώ  υποχωρεί πίσω από το εμείς. Η τέχνη αναστέλλει τη λειτουργία της μπροστά στον κίνδυνο που διατρέχει η χώρα, κι ο Φερνάζης παραιτείται του θρόνου του, στα σύννεφα, που θα του εξασφάλιζε ο «Δαρείος» του. Διότι «ο ένδοξός μας βασιλεύς, Μιθριδάτης, Διόνυσος κ' Ευπάτωρ» που κατάγεται από τον Δαρείο, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την επίθεση των Ρωμαίων!

Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.

Η ποιητική ιδέα που επίμονα «πάει κ’ έρχεται» καταλήγει στη διπλή αναφορά της φράσης «υπεροψίαν και μέθην», και δεν είναι τυχαία αυτή η επανάληψη. Είναι το απόσταγμα της βαθιάς σκέψης του ποιητή από την αρχή της σύνθεσης. Ο ποιητής δεν ολοκλήρωσε τη σύνθεσή του για τον Δαρείο, ολοκλήρωσε όμως την σκέψη του.

Το ποίημα είναι στιλέτο στην ματαιοδοξία των μεγαλομανών ηγετών, που βρυχώνται κατά των εχθρών εκ του ασφαλούς και όταν οι ανάγκες το απαιτούν δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν. Το μόνο πράγμα τελικά που μένει αλώβητο είναι η ποίηση. Αυτή, και μέσα στην ταραχή, ακόμα κι αν δε δίνει έπη,  δίνει πραγματικές και ουσιαστικές σκέψεις, εφόσον, παρά την ταραχή και το κακό, η ποιητική ιδέα δεν εγκαταλείπει τον ποιητή, αλλά «πάει κι έρχεται». Κι ο Καβάφης από το 1920 μ’ ένα  φλας μπακ στο 74 μ.Χ. (στο Μιθριδάτη) κοιτάζει τον Φερνάζη, ο οποίος, με τη σειρά του, από το 74 μ.Χ.  κοιτάζει το 521-486 π.Χ. τον Δαρείο, δηλαδή ο Καβάφης, καλυπτόμενος πίσω από τα ιστορικά προσωπεία, απομακρύνεται από τα γεγονότα της εποχής του για να κρίνει πιο καθαρά, διαπλέκοντας τα ιστορικά πρόσωπα  με τον πλασματικό ποιητή και τον πλασματικό με τον πραγματικό, για να πάρει θέση σε προβλήματα με   διαχρονική σημασία.

Ιδανικές μορφές, φωνές, αξιοπρεπείς και μη, όλες εκείνες που έδωσαν ύλη στα ποιητικά σώματα,  συμφιλιωμένες πια, φιγουράρουν στην πλατιά τοιχογραφία που συνέθεσε ο Καβάφης, ανασυνθέτοντας ένα κόσμο του παρελθόντος που καθρεφτίζεται στο παρόν, που εμείς σήμερα αποτελούμε το προωθημένο του μέλλον.


Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟΥ Η ΓΕΥΣΗ ή ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΩΝ ΑΔΥΝΑΜΙΩΝ ΜΑΣ

Στούς λειτουργούς μου,  πού φιλοτίμως διακονοῦν τίς ἐνορίες τῆς Νήσου Σκοπέλου, ἀντίδωρο τιμῆς.

Η ενορία μας στεφανωμένη από τον Άθωνα ( φωτ.  Κ. Ανδρέου)
Ὅταν φτάσεις στά τριανταπέντε χρόνια ἱερατικοῦ βίου, δηλαδή ὅταν ἔχεις, δηλαδή, ξεπεράσει τό τέταρτο τοῦ αἰῶνα, πιστεύεις πώς  ἄφησες πιά τόν ἀνώριμο ἐνθουσιασμό τῶν νεανικῶν σου πρώτων ἡμερῶν καί εἰσέρχεσαι πλέον στό βαθύ ἐκεῖνο πηγάδι τῶν ἐμπειριῶν, πού ἡ ἴδια ἡ ζωή σοῦ κληροδοτεῖ μέ τήν βεβαιότητα ὅτι θά τίς ἐπεξεργαστεῖς «ἐπί τό βελτίῳ», ὥστε ν᾿ ἀντλεῖς «ὕδωρ σωτηρίου» στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού ἀπαιτεῖται νά ξεδιψάσεις, ὅταν οἱ ὁριακές τοῦ βίου περιστάσεις τό ἀπαιτοῦν.

Συνεπῶς, εἶναι μιά ἐπώδυνη θητεία αὐτή σου ἡ προσπάθεια, προσπάθεια ἐγγεγραμμένη μέσα σέ κλῖμα ζωντανῆς πικρίας καί γεύσης ἐμπειριῶν, πού ἐξαφανίζουν τή δυνατότητα γιά ραθυμία καί ἀνάπαυση, καθώς σέ κεντρίζει καθημερινά τό ἀβέβαιο, τό ξαφνικό, τό ἐπεῖγον. Γιατί ἐδῶ, στίς δικές μας μικρές ἐνοριακές κοινότητες, ό λόγος τοῦ Ἀποστόλου «νῆφε» (πρβλ. Β΄ Τιμ. 4, 5) ἀποτελεῖ καί εἶναι τό θεμέλιο λιθάρι πάνω στό ὁποῖο  καλεῖσαι νά ἑδράσεις τήν ποιμαντική σου μαρτυρία καί βιοτή. Μέ λίγα λόγια, ἐκεῖ πού λές ὅτι σήμερα μπορῶ νά βρῶ λίγο χρόνο, γιά μιά μικρή παρένθεση ἀνάπαυσης καί αὐτοανάλυσης, τότε ἐμφανίζεται τό ἀπρόοπτο πού σέ βγάζει ἀπό τό πρόγραμμά σου, ἀλλά καί παράλληλα σέ πληροφορεῖ, σέ καθιστᾶ μαθητευόμενο πάνω σέ κάποια ὁριακά ζητήματα κανονισμοῦ τοῦ βίου σου καί τῆς πνευματικῆς σου ὁλοκλήρωσης. Καί μιλῶ κυρίως γιά τήν βίωση τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου «πᾶσαν τήν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περί ὑμῶν. Νήψατε, γρηγορήσατε·» (Α΄ Πέτρ. 5, 6). Κι αὐτό, γιατί ἔρχεται ὡς κλέπτης ἐν νυκτί (πρβλ. Α΄ Θεσ. 5, 2) τό ἀπρόβλεπτο καί σοῦ μαθητεύει νά εἶσαι πάντα ἕτοιμος. Ἕτοιμος γιά τό κάθε τι. Ἕτοιμος καί θαρραλέος, ὅπως πολύ σωστά ἀναφέρει κι ὁ Ἀλεξανδρινός ποιητής.

Μιά ἄλλη παράμετρος τῆς ποιμαντικῆς μας βιοτῆς, ἡ ὁποία ἐν σχοινοβασίᾳ καί ἐν διακινυνεύσει πολλῇ συντελεῖται, εἶναι οἱ ἰσορροπίες πού πρέπει νά κρατηθοῦν. Γιατί ὅπως τότε, ἀλλά καί σέ κάθε περίπτωση, πρέπει νἄσαι ἕτοιμος καί νά θυμᾶσαι: «Καί γογγυσμός ἐγένετο» (Ιω. 7, 12) Ὄχι μονάχα τότε, ἀλλά καί σήμερα,  καί πάντα. Γι᾿ αὐτό  ἀναζητᾶς τίς ἀπαιτούμενες ἰσορροπίες,  μέσα στίς ὁποῖες  σφυρηλατεῖται τό εἶναι σου, ἀλλά καί βελτιώνεται, στά μέτρα τοῦ δυνατοῦ πάντοτε καί  μέ τή Χάρη Του νά στεφανώνει τήν κάθε σου προσπάθεια.    
   
Ὡστόσο στό περιθώριο τῶν παραπάνω πρέπει νά ὑπογραμμιστεῖ καί τό ἑξῆς σημαντικό: Ὁ κάθε ποιμένας, ὅσο μικρή κι ἄν διακονεῖ ἐνοριακή κοινότητα, ἔχει τό προνόμιο τῆς ἀνθρωπογνωσίας, ἀφοῦ μέ τά χρόνια πού σωρεύονται μαθαίνει τούς χαρακτήρες τῶν ἐνοριτῶν του κι ὄχι μόνο. Μαθαίνει καί τούς χαρακτῆρες τῶν προϊσταμένων του, τῶν συλλειτουργῶν του, τῶν συνεργατῶν του. Ὅπως κι ἐκεῖνοι μαθαίνουν τό δικό του χαρακτήρα, κι ἔτσι σιγά-σιγά μηδενίζονται τυχόν παρεξηγήσεις, πού, δυστυχῶς ἤ εὐτυχῶς,  ἀναφύονται στά πρῶτα χρόνια τῆς διακονίας του. Καί λέω δυστυχῶς, ἐπειδή πάντα τά πρῶτα βήματα εἶναι δυσκολοπάτητα. Τό εὐτυχῶς ὅλοι τό καταλαβαίνουμε: εἶναι ἡ ἀσφαλιστική δικλεῖδα πού βάζει ὁ Θεός στόν καθένα μας «ἵνα μή ὑπεραίρεται» (πρβλ. Β΄  Κορ. 12, 7). Αὐτὴ ἡ μαθητεία, λοιπόν, πάνω στούς χαρακτῆρες ἔχει καί τήν ἄλλη της πλευρά, τή μυστική, πού ξεδιπλώνεται στή διάρκεια τῆς Προσκομιδῆς, ὅπου κατατίθεται κι ὁ ἱκέσιος λόγος τοῦ ἱερέα-ποιμένα. Γιατί εἶναι ἐκεῖνες οἱ στιγμές τῆς Προσκομιδῆς οἱ πλέον σημαντικές στόν ἱερατικό βίο, πού δέν ἀντικαθίστανται ἀπό καμμία ἄλλη δραστηριότητα: μήτε κηρυκτική, μήτε κοινωνική, μήτε φιλανθωπική. Ὅλες οἱ ἄλλες δραστηριότητες εἶναι, καί πρέπει νά εἶναι,  δευτερεύουσες στήν ἱερατική διαδρομή τοῦ κάθε συνειδητοῦ ποιμένα. Ἡ πρώτη καί κορυφαία διακονία του εἶναι ἡ γνήσια λειτουργική προσευχή, μέσα στήν ὁποία συγκεντρώνει μέ ἔγνοια καί προσοχή, ὅλα τά προβλήματα καί τίς ἀνάγκες τῶν ἐνοριτῶν του -κι ὄχι μόνο- καί τά ἀναφέρει στό Ἐσφαγμένον Ἀρνίον (Ἀπ. 5, 6). Ὄπως εὔχεται γιά «διόρθωσιν βίου» (Θ. Μετάληψις) ὅλων αὐτῶν, μή ἐξαιρουμένου καί τοῦ ἑαυτοῦ του. Γιατί στήν πινακοθήκη τῶν χαρακτήρων, πού μέ τά χρόνια συγκροτεῖ μέσα του, διακρίνει αὐτή τήν ἱερή ὥρα τά πρόσωπα ἐκεῖνα, πού ἔχουν ἀνάγκη νά τά προσέξει ὁ Θεός, ὥστε νά κατορθώσουν ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά πάθη τους. Πάθη τῆς πλεονεξίας, τῆς κενοδοξίας, τῆς χυδαιολογίας καί κατακρίσεως, τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἱεροκατηγορίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς τοκογλυφίας, τῆς πορνείας καί μοιχείας καί  τόσα ἄλλα, στ᾿ ἀλήθεια, πάθη πού ὁ κάθενας μπορεῖ νά φέρει μαζί μέ τό ὑπόλοιπο φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του. Κι εἶναι αὐτή ἡ προσπάθεια τόσο ἐπίπονη, ἕνα ἀνάιμακτο, στ᾿ ἀλήθεα,  μαρτύριο. Γιατί κάποιες στιγμές βλέπει καί τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό ὁ ποιμένας,  νά ἔχει περιπέσει θῦμα σέ κάποιους ἀπό αὐτούς. Καί τότε μεγαλώνει ἡ ἀγωνία, ἀρχίζουν οἱ συγκρούσεις  νά αὐξάνονται μέσα του καί τό κυριώτερο, νά ἐλέγχεται... Γι᾿ αὐτό καί ἀναφέρθηκε, πώς ἡ ὥρα τῆς Προσκομιδῆς εἶναι μιά ματωμένη ὥρα, ἕνας καθρέφτης πού δείχνει στόν κάθε συνειδητό πομένα τό πραγματικό του πρόσωπο κι ὄχι τό προσωπεῖο, πού κάποτε-κάποτε, χρησιμοποιεῖ ὁ καθένας μας, μή ἐξαιρουμένοι καί τοῦ ἴδιου τοῦ ἱερέα... Ὅπως οἱ περισσότεροι συνειδητοί ἀγωνιστές, πού γνωρίζουν ὅτι ἡ πεπτωκυῖα φύση τους πολλές φορές ὁδηγεῖται στὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό καί στήν μυστική τους μέ τό Θεό ἐπικοινωνία ἀναζητοῦν, ὡς ἀδύναμοι, τό ἔλεός Του. Παράλληλα, ἡ ὥρα τῆς Προσκομιδῆς, εἶναι ὁ ἀπόλυτος καιρός τῆς ἐλευθερίας πού βιώνει ὁ ποιμένας, καθώς μπορεῖ νά εὐχηθεῖ, δίχως κανείς νά τοῦ τό ζητήσει, χωρίς ποτέ νά  γίνουν  γνωστές στούς ἀνθρώπους οἱ αἰτήσεις του. Καί μήτε πού τόν νοιάζει. Γιατί ξέρει Ποιός τόν ἀκούει,  τίνος βιώνει τή συντροφιά Του, γεύεται τήν εἰρήνη πού τοῦ χαρίζει, εἰρήνη πού ἀργότερα θά μοιράσει στούς πιστούς, στό πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας, σ᾿ αὐτούς πού  μαζί του μοιράζονται τήν ἀναίμακτη Θυσία...

Ναί, τοῦ πικραμύγδαλου ἡ γεύση ξανάρχεται μετά ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά στό εἶναι τοῦ κάθε ποιμένα,  ὅταν μέ τό «Δι᾿ εὐχῶν...» πάρει τό δρόμο γιά τά ἴδια. Γεύση καθημερινή, πού ἀναμένει νά τή γλύκάνει, ὅταν φθάσει ὁ «καιρός ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ» καί μαζί νά  γευτεῖ ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος».
  

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: ΦΩΤΑ-ΟΛΟΦΩΤΑ (διήγημα, 1894)

Εκινδύνευε να βυθισθεί εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει δια να ανατρέψει πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμει, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίει εκατόν καράβια και να μη χορτάσει. Ολίγον ακόμη και θα κατεποντίζετο. Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα, και η μικρά φελούκα, δια να μην αρμενίζει κατεπάν’ τον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κι εδοκίμαζε να κάμει βόλτες. Του κάκου. Μετ’ολίγον η θάλασσα επήρε τον ελεεινόν φελλόν εις την εξουσίαν της, και ο άνεμος τον έσυρεν εδώ κι εκεί, και ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης εξέμαθεν εις την στιγμήν όσας βλασφημίας ήξευρε και ησχολείτο να κάμει την προσευχήν του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτά χρόνων, εγδύνετο και ητοιμάζετο να πέσει εις την θάλασσαν, ελπίζων να σωθεί κολυμβών, και ο μόνος επιβάτης των, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιε και εύρισκεν ότι δεν ήξιζε τον κόπον ν’αρμενίσει τις τόσην θάλασσαν δια να πνιγεί, αφού η γη ήτο ικανή να σκεπάσει με το χώμα της τόσους και τόσους.

Εκινδύνευε ν’ αποθάνει από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωσταντή του Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Η Πλανταρού, η πεθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προλαβούσης ημέρας την μαμμήν την Μπαλαλίναν και την εμπροσθινήν την Σωσάνναν. Αι δύο γυναίκες, τεχνίτισσαι εις το είδος των, και η μήτηρ του συζύγου της κοιλοπονούσης, φιλόστοργος, ως πάσα πενθερά ήτις δεν επιθυμεί τον θάνατον της νύμφης της, όταν αύτη είναι πρωτάρα, πριν βεβαιωθεί ότι θα επιζήσει το παιδίον, δια να ασφαλισθεί η κληρονομία της προικός, επροσπάθουν, όσον το δυνατόν, να ανακουφίσουν τους πόνους της ωδινούσης. Και είχεν ανατείλει ήδη η άλλη ημέρα και ακόμη η γυνή εκοιλοπόνει, και η μαμμή, η εμπροσθινή και η πενθερά συνεπόνουν με αυτήν, και ο καλογερόπαπας του Μετοχίου του Αγίου Σπυρίδωνος είχε λάβει εντολήν να ψάλει μικράν και μεγάλην Παράκλησιν προς βοήθειαν της ωδινούσης.

Το σπιτάκι έκειτο επάνω εις την κορυφήν του μικρού νησιδίου προς μεσημβρίαν. Την πρωίαν της Παρασκευής, η βάρκα του Πλαντάρη είχε φανεί αντικρύ, αγωνιώσα εις τα κύματα, και δύο παιδία του γιαλού, απ’ εκείνα που περνούν τον καιρόν των κάτω από τον αρσανάν, μη γνωρίζοντα επί της ξηράς άλλην διατριβήν από τας συρμένας έξω φελούκας, ούτε άλλο παιγνίδι από την θάλασσαν, ήλθαν να πάρουν τα συχαρίκια της Πλανταρούς, ακούσαντα την είδησιν από πορθμείς, οι οποίοι είχον αναγνωρίσει μακρόθεν την βάρκαν. Και τότε η Πλανταρού είδε, κι εκατάλαβεν από την τρικυμίαν, όπου ήτο εις το πέλαγος, ότι η βάρκα ανεβοκατέβαινεν εις τα κύματα κι εκινδύνευε να βουλιάξει, και τότε ενόησε τι θα ’πει να ’χει κανείς «δυο χαρές και τρεις τρομάρες». Διότι διπλή μεν χαρά θα ήτο να έφτανεν αισίως ο υιός της, να εγέννα με το καλόν και η νύμφη της· τριπλή δε τρομάρα ήτο ο κίνδυνος του υιού της, ο κίνδυνος της νύμφης της και ο κίνδυνος του προσδοκωμένου νεογνού. Ίσως δε θα ήτο τετραπλή η τρομάρα, αν προσετίθετο και ο φόβος μήπως τυχόν και η νύμφη της γεννήσει …θήλυ.

* * *

Επάνω εις την κορυφήν του λόφου, ευρίσκετο μονήρες το σπιτάκι, και κάτω εις την ακρογιαλιάν ήτο κτισμένον το χωρίον. Διακόσια σπίτια αλιέων, πορθμέων και ναυτών. Έν μίλιον απείχε το σπιτάκι από το χωρίον. Υπήρχε μικρός επισφαλής όρμος, αλλά δεν ήτο λιμήν. Έβλεπε μόνον προς μεσημβρίαν. Η αγωνία της βάρκας του Πλαντάρη ήτο ορατή από την πολίχνην, ορατή και από τον μεμονωμένον οικίσκον.

Η Πλανταρού ήρχισε τότε να μέμφεται πικρώς τον υιόν της δια την τόλμην και την αποκοτιά του. Τι ήθελε, τι γύρευε τέτοιες μέρες να κάμει ταξίδι; Δεν άκουε, ο βαρυκέφαλος, τη μάννα του, τι του έλεγε. Ακόμη τα Φώτα δεν είχαν έλθει. Ο Σταυρός δεν είχε πέσει στο γιαλό. Τον αβάσταχτο είχε; Δεν εκαρτερούσε, ο απόκοτος, δύο τρεις ημέρες, να φωτισθούν τα νερά, να αγιασθούν οι βρύσες και τα ποτάμια, να φύγουν τα σκαλικαντζούρια; Καλά να πάθει, γιατί δεν την άκουσε.

Όσον υψώνετο ο ήλιος προς το μεσουράνημα, τόσον ηύξανε και η αγωνία της Πλανταρούς. Η νύμφη της, υποστηριζομένη όπισθεν από την Μπαλαλού και κρεμαμένη έμπροσθεν από τον τράχηλον της Σωσάννας, εμούγκριζεν ως αγελάδα. Ο άνεμος εκεί κάτω, εις το πέλαγος, εφαίνετο ότι απεμάκρυνε το πλοιάριον αντί να το προσεγγίσει εις την ακτήν. Η βάρκα ολονέν εξέπεφτε μακρύτερα, αισθητώς εις το βλέμμα. Εις την νύμφην της η Πλανταρού εφυλάχθη να είπει τίποτα. Μόνον εξήρχετο συχνά εις τον εξώστην, προσποιουμένη ότι ήθελε να κουβαλήσει το εν και το άλλο, και έμενεν επί μακρόν κι εκοίταζε. Δεν επανήρχετο ειμή αν την ανεκάλει η μαμμή, η Μπαλαλού.

Επλησίαζεν ήδη η μεσημβρία και η αγωνία της Πλανταρούς έφθασεν εις το κατακόρυφον. Δεν εφαίνετο πλέον να υπάρχει ελπίς. Ο υιός της θα επνίγετο εκεί εις το άσπλαχνον πέλαγος, και την νύμφην της ομού με το έμβρυον θα την εσκέπαζεν η «μαύρη γης».

Τέλος, η γραία απέκαμε. Η βάρκα έγινεν άφαντη…Και η σύζυγος του υιού της εγέννησεν ….άρρεν. Ω! το στρίγλικο, το κακοπόδαρο, ω! το γρουσούζικο, οπού ψωμόφαγε τον πατέρα του! Πνίξτε το! Σκοτώστε το! Τι το φυλάτε; Πετάτε το στο γιαλό, να πα να βρει τον πατέρα του! Κ’αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάννα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμένη!... Ημπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξεις, κειδά που θα ψοφολογήσει, στο κρεβάτι της, να στραμπουλήξεις με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε παθαμένο το παιδί, και πως η μάννα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ημπορείς;

* * *

Δεν την εσκέπασεν η μαύρη γης την ταλαίπωρον μητέρα ομού με τον καρπόν των σπλάχνων της, και το πέλαγος ίλεων δεν έπνιξε τον πατέρα. Ο Πλαντάρης είχε τελειώσει προ πολλού την προσευχήν του, και ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχε φορέσει εκ νέου το υποκάμισον και την περισκελίδα του. Ο ζωέμπορος ο Πραματής επείσθη ότι ήτο καλός χριστιανός και ότι ήτο προωρισμένος να ταφεί εις ευλογημένον χώμα. Ο άνεμος είχε κοπάσει περί το δειλινόν, και ο κυβερνήτης ανέλαβε το κράτος του επί του μικρού σκάφους. Έπιασε δυνατά το τιμόνι και με τα πολλά ορτσαρίσματα ήλθεν η φελούκα εις μέρος απαγγερόν, δίπλα εις την ξηράν, ολίγα μίλια απώτερον του μικρού όρμου. Δια τούτο η βάρκα είχε γίνει άφαντος εις τα όμματα της Πλανταρούς, ήτις δεν είχε παύσει ν’αγναντεύει από το ύψος του εξώστου. Έφθασε δε ασφαλώς εις τον όρμον, ευθύς ως έπεσεν εντελώς ο άνεμος, βασίλευμα ηλίου.

Δεύτερα συχαρίκια επήραν της Πλανταρούς. Ο υιός της, αποστάζων άλμην, κατάκοπος, θαλασσοπνιγμένος, έφθασεν εις το σπιτάκι, άμα ενύκτωσε, κι εκεί μόνον έμαθε την ευτυχή είδησιν, ότι η συμβία του τού είχε γεννήσει κληρονόμον.

* * *

Την επαύριον ήσαν Φώτα. Την άλλην ημέραν Ολόφωτα. Την εσπέραν της μεγάλης εορτής, άμα τη τριημερεύσει της λεχούς και του παιδίου, έβαλαν την σκαφίδα κάτω εις το πάτωμα και εγέμισαν με χλιαρόν νερόν βρασμένον με δάφνας και με μύρτους. Επρόκειτο να τελέσουν τα «κολυμπίδια» του παιδίου.

Η καλή μαμμή, η Μπαλαλού, εξήπλωσε το βρέφος μαλακά επί των ηπλωμένων κνημών της και ήρχισε να λύει τα σπάργανα. Είχε νυκτώσει. Μία λυχνία και δύο κηρία έκαιον επί χαμηλής τραπέζης. Το παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον, με αόριστον ροδίζοντα χρώτα, με βλέμμα γαλανίζον και τεθηπός, ανέπνεε και ησθάνετο άνεσιν, καθ’όσον απηλλάσσετο των σπαργάνων.

Εμειδία προς το φως, το οποίον έβλεπε, κι έτεινε την μικράν χείρα δια να συλλάβει την φλόγα. Την άλλην χείρα την είχε βάλει εις το στόμα του, κι επιπίλιζε, επιπίλιζε. Τι ησθάνετο; Απερίγραπτον.

Η καλή μαμμή αφήρεσεν όλα τα σπάργανα, απέσπασεν αβρώς την φουστίτσαν και το υποκάμισον του βρέφους και το έρριψεν απαλώς εις την σκαφίδα. Ήρχισε να το πλύνει και να αφαιρεί τα άλατα, με τα οποία το είχε πιτυρίσει κατά την στιγμήν της γεννήσεως, αφού το είχε αφαλοκόψει. Αφήρεσε και το βαμβάκιον, με το οποίον είχε περιβάλει τας παρειάς και την σιαγόνα του παιδίου, δια να κάμει άσπρα γένεια.

Έλαβε την «μασά», την σιδηράν λαβίδα, από την εστίαν και την έβαλε μέσα εις την σκάφην, δια να γίνει το παιδίον σιδεροκέφαλον.

Το βρέφος ήρχισε να κλαυθμυρίζει, ενώ η μαμμή εξηκολούθει να το πλύνει μαλακά και να το υποκορίζεται άμα: «Όχι, χαδούλη μ’, όχι, χαδιάρη μ’! όχι κεφαλά μ’, πάπο μ’, χήνο μ’!» Και συγχρόνως ο πατήρ, η μήτηρ, η μαμμή, η Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι παρόντες, έρριπτον αργυρά νομίσματα, δια ν’ ασημώσουν το παιδίον. Τα απέθετον αβρώς επί του στέρνου και της κοιλίας του βρέφους, και ολισθαίνοντα έπιπτον εις τον πάτον της σκάφης.

Το παιδίον δεν έπαυε να κλαίει, και η μαμμή το εκολύμβιζεν ακόμη, το εκολύμβιζεν. Κολύμβα, τέκνον μου, εις την σκάφην σου, κολύμβα και απόβαλε την άλμην σου εις το γλυκόν νερόν. Θα έλθει καιρός ότε θα κολυμβάς εις το αλμυρόν κύμα, καθώς εκολύμβησεν όλος, χθες ακόμη, ο πατήρ σου με την σκάφην του. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί των υδάτων πολλών».

* * *

Την επαύριον, εορτήν της Συνάξεως του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, έμελλε να βαπτισθεί το παιδίον, επειδή είχε συμβεί να γεννηθεί ούτω τας παραμονάς της εορτής, πριν περάσουν όλως τα Φώτα. Αλλά την εσπέραν, μετά τα κολυμπίδια, δείπνον παρετέθη εις την οικίαν. Η μαμμή εμάζωξε μετά προσοχής, όλα τα αργυρά κέρματα, ημιτάλληρα και σβάντζικα και δραχμάς, τα εκομβόδεσεν εις το μανδήλιόν της, ενώ οι παρεστώτες εφώναζαν γύρωθεν: «Να ζήσει! σιδεροκέφαλος!» και επηύχοντο εις την μαμμή «καλή ψυχή».

Είτα η Μπελαλού εσπόγγισε καλώς το παιδίον με μέγα λευκόν προσόψιον, του εφόρεσε καινούργιον καθαρόν υποκάμισον και ποδίτσαν, το ανέκλινεν επί των κνημών της, και ήρχισε να το περιβάλλει με τα σπάργανα.

Ο ζωέμπορος, ο Πραματής, είχεν έλθει εις τα κολυμπίδια, και εδήλωσεν ότι επεθύμει να γίνει ανάδοχος του βρέφους, εις μνήμην του προχθεσινού εν θαλάσση κινδύνου και της διασώσεως.

Ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχεν έλθει έως την θύραν, και ίστατο θεωρών μακρόθεν την τελετήν του κολυμβήματος. Ο γείτων, ο Δημήτρης ο Σκιαδερός, πρωτοξάδελφος του Κωνσταντή του Πλαντάρη, δεν είχε φανεί εις την οικίαν από πέρυσι, από την ημέραν του γάμου. Αλλά την εσπέραν ταύτην επήρε την γυναίκα του την Δελχαρώ και τα παιδιά του, εκ των οποίων δύο εκράτει αυτός αρμαθιαστά από την μίαν χείρα, το εν πενταετές και το άλλο τετραετές, τρίτον διετές, έφερεν υπό την μασχάλην, εν πενταμηνίτικον βρέφος εβύζαινεν εις τους κόλπους της η γυνή του, και δύο άλλα επτά και οκτώ ετών την ηκολούθουν κρατούμενα από το φουστάνι της, κι επαρουσιάσθη χαμογελών, χαίρων δια την χαράν του συγγενούς του, γεμάτος ευχάς και συγχαρητήρια.

Εκάθισαν όλοι εις την τράπεζαν. Δεξιά η Μπαλαλού, η μαμμή, αριστερά η μπροσθινή, η Σωσάννα, καταμεσής ο πατήρ του νεογνού. Δεξιόθεν της Σωσάννας η Πλανταρού, κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δύο τρεις άλλοι. Το λοιπόν του χώρου κατείχετο από τον Δημήτρην τον Σκιαδερόν και από την φαμελιά του.

Ήρχισαν να τρώγουν. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν εταιριάζοντο εύκολα. Εφώναζαν, εγρίνιαζαν, κι εθορυβούσαν. Το ένα ήθελε τσιτσί, δεν ήθελε μαμμά. Το τρίτον, κλαυθμηρίζον, εζήτει βρυ. Το τέταρτον ήθελε γλυκό, δεν του ήρεσε το τυρί. Η ταλαίπωρος η λεχώ υπέφερε κάπως από τον θόρυβον.

Ήρχισαν αι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήσει, και εις την λεχώ «καλή σαράντιση». Πρώτη έπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα, η μπροσθινή.

Όταν ήλθεν η σειρά της Πλανταρούς να πίει εις την υγείαν της νύμφης της, ευχήθη με τρεις διάφορους τόνους φωνής·

– Εβίβα, νύφη, με το καλό να σαραντίσεις… Κι ό,τι είπα, παιδάκι μ’…αστοχιά στο λόγο μου!

Related Posts with Thumbnails