© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

ΤΟ ΜΠΑΛΕΤΟ ΤΗΣ ΟΠΕΡΑΣ ΤΗΣ ΛΥΟΝ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ


Ο Γιώργος Λούκος για  28 ολόκληρα χρόνια στα ηνία της Εθνικής  Όπερας της Λυόν έχει αφήσει έντονο το καλλιτεχνικό στίγμα του, που αναγνωρίζεται όχι μόνο από τη διεθνή οικογένεια της τέχνης και των πιστών θεατών της, αλλά και από τους συμπατριώτες του, που τον τίμησαν, αναθέτοντάς του τη διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου από το 2006. Αυτοί οι ίδιοι συμπατριώτες του, τού έδειξαν την απεριόριστη εκτίμησή τους, γεμίζοντας στις 8-11-12 την Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, για να θαυμάσουν το φημισμένο  συγκρότημα που διευθύνει.

Το Μπαλέτο  της Λυόν,  ομάδα  δεκατεσσάρων εθνοτήτων, ερμήνευσε ανεπανάληπτα το έργο «Ένας και μοναδικός» / «One of a kind», του  διάσημου χορογράφου των Nederlands Dans Theater, Γίρζι Κύλιαν. Μπαλέτο σε τρεις πράξεις για 18 χορευτές, σόλο βιολοντσέλο  και μαγνητοταινία, σε μουσική του Αυστραλού  συνθέτη Μπερτ Ντιν, με τον περίφημο Ολλανδό βιολοντσελίστα, Pieter Wispelwey, γνώριμό μας από την εκπληκτική ερμηνεία του στις Έξη Σουίτες του Μπαχ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 2011, να συνοδεύει με την ασύγκριτη τεχνική  του τους χορευτές καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου.  

Μέσα σ’ ένα μαγικό, abstrait σκηνικό, υψηλής αισθητικής, του Ιάπωνα  αρχιτέκτονα Atsushi Kitaqawara, που παραπέμπει σε μεγάλους σκηνογράφους των αρχών του περασμένου αιώνα όπως του Adolph Appia [1862-1928] και του Edward Gorton Craig [1872-1966], ξετυλίγεται η αριστουργηματική χορογραφία του Γίρζι Κύλιαν, «Ένας και Μοναδικός», ύμνος στο βωμό  του Έρωτα και της Ελευθερίας, ερμηνευμένη εξαίσια από τους εκπληκτικούς Χορευτές του Μπαλέτου της Όπερα της Λυόν και τον Σολίστ σε μια αφήγηση «των παθών των Ηρώων» με τον ξεχωριστής ποιότητας ήχο τού ιστορικού  βιολοντσέλου του, του θαυμαστού Γκουαντανίνι του 1760. 

Η Γυναίκα, κυρίαρχη μορφή, με την εύθρυπτη λεπτότητά της, τον ερωτισμό, διάχυτο σ’ όλο το έργο, τη δύναμη της ψυχής και τον πλούτο των συναισθημάτων της, διαμορφώνει την πορεία της ζωής και κατακτά το αγαθό της Ελευθερίας για εκείνη και τους συνοδοιπόρους της αφού έχει διαβεί μέσα από σκληρές δοκιμασίες, που με υπομονή, μεθοδικότητα και σοφία ξεπερνά. Άλλοτε μόνη σ’ ένα εσωτερικό διάλογο με το ευέλικτο Τσέλο να την ακολουθεί στη μοναχική της ανάβαση και να την  ωθεί στα όρια της αναζήτησης, της περισυλλογής, της προσευχής. Άλλοτε πάλι, περιβαλλόμενη από νέους και νέες, σε μια συλλογική δημιουργία, να πλάθει εικόνες μοναδικής ομορφιάς,  βγαλμένες από τη σμίλη  και το χρωστήρα μεγάλων μαστόρων της Αναγέννησης.

Είναι η πάλη του φωτός και του σκότους, είναι οι  μουσικές κορυφώσεις, είναι οι τρομεροί χτύποι του φθοροποιού αλλά άφθαρτου, για τον εαυτό του, χρόνου που δηλώνουν διαρκώς την παρουσία του και επιτείνουν την «αγωνία» των Ηρώων και των θεατών. Είναι και η πάλη των ανθρώπων, που ξεκινά διαρκώς από την αρχή με το ερώτημα να αιωρείται, όπως αιωρείται στη σκηνή ο απειλητικός Κώνος πάνω από τα κορμιά των χορευτών. «Άραγε, η νέα γυναίκα, θα γλυτώσει από την τρομακτική αιχμή του αιωρούμενου εχθρού που τη στοχεύει και  σχεδόν την αγγίζει ή θα αφανιστεί;». Οι  νέοι ακόλουθοι θα στέρξουν να γεφυρώσουν τη μοναξιά της και θα εμπλακούν κι εκείνοι στη δίνη της απειλής.

 Όλα θα μεταμορφωθούν, καθώς οι χορδές του Βιολοντσέλου, χρυσή βροχή, πέφτουν από τον ουρανό κι ένας αόρατος Δίας κρατά στην  ολόχρυση αγκαλιά του τη νέα «Δανάη», που  προσπαθεί να ξεφύγει από τα  δεσμά του. Μόνο στον αιώνιο Θεϊκό Έρωτα, τη συνέχεια και την ελπίδα του γένους των ανθρώπων, θα υποκλιθεί, για να εκλείψει η απειλή του φόβου και του χρόνου και η μεγάλη οδοιπορία  προς  στην ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ θα πραγματωθεί μ’ ένα καθηλωτικό σόλο, καθώς εκπνέουν οι τελευταίες νότες του μαγικού Βιολοντσέλου και η ηρωίδα αποτινάσσει τα δεσμά τα δικά της και των συνανθρώπων της! Τα εύσημα ανήκουν σε όλους!!! 


Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Το ερωτικό και το ερωτεύσιμο


Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Είπαμε πως το νησί μας, η Ζάκυνθος, ήταν πάντοτε σταυροδρόμι πολιτισμών και χοάνη ρευμάτων. Λιμάνι μεγάλο κάποτε και πριν ανοιχτεί το «αυλάκι» στην Κόρινθο, δεχόταν καθημερινά αντίθετες νοοτροπίες και διαφορετικές αντιλήψεις και τις αφομοίωνε, δημιουργώντας αργά και σταθερά τον δικό της, ιδιόρρυθμο πολιτισμό και την πολλαπλή της τέχνη. Εδώ η βυζαντινή αυστηρότητα απόχτησε ανθρώπινη γλυκύτητα και η ποίηση απέβαλε τα μεγαλόστομα φκιασίδια, δίνοντας βαρύτητα στις λέξεις, όσο για τη μουσική οι νότες της δεν θρήνησαν ποτέ, αλλά πάντα ερωτοτροπούσαν και φλερτάριζαν.
  Τα πάντα, όμως, έχουν και τα όριά τους. Για διαφορετικούς πολιτισμούς μιλάμε και όχι για καταπτώσεις. 
   Αυτό το τελευταίο το σκέφτηκα και θέλω τώρα να το μοιραστώ μαζί σας, φίλοι αναγνώστες, όταν το βράδυ του περασμένου Σαββάτου, σε μια κατάμεστη, αληθινά, αίθουσα του μεταλλαγμένου Πνευματικού μας Κέντρου, παρουσιάσθηκε το βιβλίο της φίλης Κατερίνας Δεμέτη «Από το inlook στο outlook».
   Δεν αναφέρομαι, βέβαια, στις πολύ καλές τοποθετήσεις πάνω στο βιβλίο των Διονύση Βίτσου, Σπύρου Καμπιώτη, Ηλία Μακρή και Φίλιππου Συνετού, ούτε στο μουσικό μέρος της βραδιάς, που ο ταλαντούχος συμπατριώτης μας Σπύρος Δεληγιαννόπουλος μάς χάρισε. Στο κοινό θέλω να πάω την κουβέντα, που, παρότι στην πλειοψηφία του άψογο, όπως αρμόζει σε τζαντιώτικη κοινωνία, παρουσιάζει και τις εξαιρέσεις του, δείχνοντας το πόσο κακό κάνει η άγνοια και η έλλειψη πραγματικής παιδείας, αρρώστιες που προσφάτως μας εγκαταστάθηκαν και εδώ, δια της μεθόδου των συγκοινωνούντων δοχείων.
   Εκεί, λοιπόν, που οι νότες του πιάνου σκόρπιζαν ό,τι απαιτεί η μουσική παράδοση του νησιού μας και αυτό που αγάπησαν οι πριν από εμάς οικιστές αυτού του τόπου, ένα κινητό τηλέφωνο χτύπησε λίγο πιο πριν από τη σειρά που καθόμουν και κυριολεκτικά τόνισε την σύγχρονη, νεοπλουτίστικη κακογουστιά και άγνοια.
   Δεν ήταν, μάλιστα, το μόνο παράπτωμα της ιδιοκτήτριας του κινητού –γιατί γυναίκα ήταν– το ότι σε μια τέτοια εκδήλωση και σ’ έναν τέτοιο χώρο δεν φρόντισε να το κλείσει από την αρχή, αλλά περισσότερο ενόχλησε, εμένα και κάποιους από τους γύρω μου, η μουσική που εξέπεμπε. Βαρύ λαϊκό και ασήκωτο καψούρικο, όπως την δίδαξαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της τελευταίας κατρακύλας και η νεοελληνική νοοτροπία, όπου μας έφτασε εδώ που μας έφτασε.
   Κάτι από Δευτέρα σε Δευτέρα, ή από Πέμπτη σε Πέμπτη –δεν θυμάμαι, ούτε θέλω να μάθω– έλεγε το λαοφιλές άσμα και η μικρότητά του φάνηκε ακόμα πιο έντονη, μια και «έκανε αλλαγή» σε κλασσικές νότες και αθάνατα ακούσματα.
   Να, γιατί η κρίση που περνάμε δεν είναι τόσο οικονομική, όσο ιδεολογική.
   Κάποτε σε τούτα τα χώματα, που πατούμε, όταν έλεγαν θέατρο, εννοούσαν την όπερα. Οι απλοί άνθρωποι του λαού τραγουδούσαν τις άριές της, εργαζόμενοι και η μπάντα έκανε πλατεία όχι με τα «παιδιά του Πειραιά», αλλά με έργα σοβαρότερων απαιτήσεων, τα οποία όλοι οι Ζακυνθινοί γνώριζαν και αγαπούσαν. Μ’ άλλα λόγια οι προγονοί μας ήξεραν να ξεχωρίζουν το λαϊκό από το λαϊκίστικο και γνώριζαν το πώς ν’ ανέβουν κοινωνικά με παιδεία και γνώση.
   Σήμερα το τι ακούνε οι περισσότεροι συντοπίτες μας και απόγονοι των παραπάνω, δεν περιγράφεται. Το χόρτο, που κοροϊδέψαμε, φύτρωσε στην αυλή μας και μάλιστα υπάρχει και στην πιο άγονη και άγρια εκδοχή του.
   Μα τι να κάνεις σε μια χώρα, με βάσεις αμφίβολες, που οι ιθύνοντες τα σπάνε σε κέντρα νυχτερινής διασκέδασης και που ρίχνοντας χαρτοπετσέτες, αναζητούν ψηφοδέλτια με σταυρούς! Κι εμείς τους σταυρώνουμε, για να μας σταυρώσουν αργότερα σαν σε Τόπο Κρανίου.
   Θυμάστε εκείνον τον αξιοθρήνητο πολιτικό μας, που είπε τους ποιητές «λαπάδες» και ακόμα τον ανεχόμαστε! Επίσης και μιαν άλλη ομοτράπεζή του, που στη γιορτή της κατέλαβε όλη την οθόνη της τηλεόρασής μας, χορεύοντας ζεμπέκικο, πλήρης κυτταρίτιδας!  Τι να κάμει, λοιπόν, ο απλός λαός;
   Ο Δημήτρης Ποταμίτης έγραφε σ’ ένα ποίημά του πως οι ποιητές είναι ερωτικοί, ενώ οι ποδοσφαιριστές ερωτεύσιμοι, τονίζοντας, έτσι, την τεράστια διαφορά των λέξεων της ίδιας οικογένειας, που συχνά η άγνοια τις κάνει ταυτόσημες.
   Εμείς μπορούμε να παραλλάξουμε τον στίχο του, ξεδιαλύνοντας πως άλλο το λαϊκό και άλλο το λαϊκίστικο. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει αυτός ο παλιός Ζακυνθινός στραγαλατζής, που διόρθωσε την λυρική καλλιτέχνιδα ή οι αχθοφόροι που τραγουδούσαν άριες, την ώρα της δουλειάς τους, ενώ στη δεύτερη όλοι αυτοί, που, κατά το παλιότερο λαοφιλές άσμα, δεν θα πήγαιναν στο Μέγαρο, αλλά θα έμεναν με τον παίδαρο, όποιου φύλου και αν ήταν. Αλλά και το Μέγαρο, μια και αναφερθήκαμε σ’ αυτό, τι επιλέγει για να διατηρηθεί;
   Ευτυχώς, όμως, που παρά τα τόσα κινητά με τις παράδοξες μουσικές στο νησί του «Χάση» υπάρχουν ακόμα κάποιοι, σαν την Κατερίνα, που γράφουν βιβλία, κάποιοι που τα παρουσιάζουν και κάποιοι που τα προεκτείνουν μουσικά. Επίσης κάποιοι που τα διαβάζουν με ευλάβεια.
   Όλοι αυτοί είναι η παρηγοριά μας. Το φως στην τυφλότητά μας!
   

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Απόστολου Θηβαίου: ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΓΕΛΟΥΣΕ (ποίημα)


Εσείς που σκαρώνετε ξύλινα πλοία,
που ζωγραφίζετε τα πανιά τους
με τα γαλάζια λάδια,
εσείς που γυρεύετε μια θάλασσα απέραντη
να χωρέσει τα σπουδαία σας πλεούμενα,
εσείς που δοκιμαστήκατε
μες στον καιρό των ευκαιριών
και των σκοπιμοτήτων,
εσείς που ζητάτε τον ουρανό
πέρα από τα σύρματα,
τα σήματα,
τις κλεισμένες πόρτες,
εσείς που γερνάτε
σαν κτίρια μοντέρνα μες στις υγρασίες,
εσείς που τρέμετε τον ήχο των φυλάκων
μες στα ασφυκτικά σας βλέμματα,
εσείς που κάποτε ερωτευτήκατε σε εξώστες
γεμάτους φωτισμούς, ποτά και πλούσιες αύρες,
εσείς μην λυπηθείτε,
που τα πανιά σας δεν φουσκώνουν,
που ξεθώριασαν τα λάδια μην λυπηθείτε.
Αν ο άνεμος, λέω αν, τελικά δεν φυσήξει,
ζεστός, δυτικός, πελαγίσιος,
υπάρχουν πάντα ξεχασμένα στις πλάτες σας
τα φτερά μου.

[Εικαστικό σχόλιο: Ζωγραφική Γιώργου Μήλιου]

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Zαχαρία Στουφή: ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ «ΜΙΣΟΠΟΥΛΗ»




ΣΠΥΡΟΣ  ΜΑΡΙΝΟΣ  (1893-1970)

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΘΕΝΤΑ ΝΑΥΤΗ
ΤΟ «ΑΓΚΑΘΙ» ΣΑΣ ΜΙΛΕΙ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΖΑΝΤΕ ΤΟ ΑΣΚΕΡΙ
ΕΙΣ ΕΞΕΓΕΡΣΙ ΚΑΛΕΙ[1]

Την Πατρίδα υπηρετούσε εις το θωρηκτόν Κιλκίς
ένας νέος Βολιμιάτης και ονόματι Στουφής
καμαρώτος στο καράβι, του Υπάρχου Καλιανέση
-τώχε φαίνεται από τύχη να κατέχη τέτοια θέση-
ήρθε η ώρα που επήρε άφεσιν αμαρτιών…
και πηγαίνει εις το Πόρο αρραβωνιασμένος ών∙
και πριν έμπη στο βαπόρι εις την Ζάκυνθο να ’ρθή
έξαφνα τον συλλαμβάνουν
και στον φρέσκο τόνε βάνουν
-Καλιανέσιος διαταγή!-
Το μουστάκι του ξυρίζει, τα μαλλιά και τα λοιπά
και το φύλλο του ξεσκίζει
κι’ αρχινάει να τον βρίζει
πως του πήρε τα λεφτά.
Κι’ ο ναύτης διαμαρτύρεται πως είν’ αθώος όντως
αλλ’ η φωνή στην έρημο πηγαίνει του βοώντος
κι’ έτσι λοιπόν εσκέφτηκε την παροιμία εκείνη
«στον άδη γιοκ μετάνοια κι’ εδώ δικαιοσύνη»
και με την μπλάντρα στο λεμό το πνεύμα παραδίνει
εις τον πατέρα της φυλής! Λευτέρη Βενιζέλο,
και λέει: δόξα η Πατρίς, κι’ ο Καλιανέσης θέλω
να έχουνε αιώνια για τον ηρωισμό τους!
κι’ εκειό το φάσμα του σκοινιού να βλέπουν στ’ όνειρό τους
κι’ εν ώρα που η Πατρίδα μας με την Δημοκρατία
τα εκατό τα χρόνια της για την ελευθερία
γιορτάζουνε και χαίρουντε από μιάν άκρη σ’ άλλη
ο Καλιανέσης το σκυλί
τα τέκνα της τα τυραννεί
και μας θυμίζει εποχή
τ’ Αλή Πασσά και πάλι!
Κι’ οφείλει ούλ’ η Ζάκυνθος, χώρα της και χωρία
Δήμαρχοι και Κοινότητες κι’ ούλα τα Σωματεία,
ο Τύπος και οι Σύλλογοι, Παπάδες και Δεσπότης
και των τρανών οι Σύλλογοι και κάθε πατριώτης
να στείλουνε στον Υπουργό ούλοι διαμαρτυρία
και να ρωτούν, σε ποίους  λευτεριά δίν’ η Δημοκρατία;
Εάν στους Καλιανέσιδες, οπού φορούν γαλόνια,
έ! τότε είναι περιττό
εις της Πατρίδος το στρατό
να υπηρετούμε χρόνια.
Σε κράτος που φημίζεται για τον πολιτισμό του
κι’ έχει τον Μπότσαρη Υπουργό στο ένδοξο Ναυτικό του!
Σε Κράτος όπου σήμερα γιορτάζ’ ελευθερία,
με Γερουσία, με βουλή, με νόμους, με χαρτία!
και μ’ αρχηγούς που κόβουνται για την ελευθερία!
να έχη Καλιανέσιδες στα ένδοξά του πλοία;;
Κι’ αν θέρτε να υποκύψετε, σαν ζώα, τον αυχένα
δεν έχετε να κάμετε παρά μονάχα ένα:
Να πάτε μισοκάναλα να πέστε, να πνιγήτε,
για δεν αξίζει εις εσάς ελεύτεροι να ζήτε.

-         Στουφής∙ ναύτης εκ Ζακύνθου και εκ του χωρίου Βολιμών τον οποίον εσυκοφάντησε ο ‘Υπαρχος Καλιανέσης και ηυτοκτόνησε. Το ανωτέρω έγραψα και εδημοσίευσα εν τω περιοδικώ μου «Αγκάθι» της 17 Μαΐου 1930.



Η αυτοκτονία στο στρατό

Ο Σπύρος Μαρίνος, γνωστός και με το παρατσούκλι Μισοπούλης, ήταν κουρέας στο επάγγελμα και ταυτόχρονα εκδότης του σατιρικού περιοδικού «Αγκάθι». Σε όλη του τη ζωή γράφει ερωτικά – ρομαντικά ποιήματα και σατιρικά – βομολοχικά άρθρα, τα οποία έχουν λόγο έμμετρο, έτσι όπως συνέβαινε στα περισσότερα σατιρικά περιοδικά της εποχής του. Από αυτή την έμμετρη αρθογραφία του περιοδικού-εφημερίδας του διαλέγει κάποια κομμάτια και τα περιλαμβάνει στην ποιητική έκδοση που προαναφέρθηκε.
Ένα τέτοιο έμμετρο άρθρο είναι και αυτό που αναφέρεται στην αυτοκτονία του στρατιώτη Διονύσιου Στουφή από το χωριό Άνω Βολίμα. Μόνο, που τούτη τη φορά δεν είναι σατιρικό μα καταγγελτικό∙ άρθρο διαμαρτυρίας για τα κακώς κείμενα σε όλες τις βαθμίδες της εξουσίας και ίσως, αν όχι το πρώτο, ένα από τα πρώτα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στη χώρα μας για αυτοκτονία στο στρατό, κάτι που το αναδείχνει σε εξαιρετικά σημαντικό για την εποχή που γράφτηκε.
Ο Ύπαρχος Καλιανέσης συκοφαντεί το ναύτη Στουφή πως έκλεψε χρήματα, έτσι τον οδηγεί στις σκληρές συνθήκες κράτησης των στρατιωτικών φυλακών.
Στην πραγματικότητα, όμως, ο Καλιανέσης φυλακίζει το Στουφή για προσωπικούς λόγους και όχι για κλοπή. Οι λόγοι αυτοί έγιναν γνωστοί στη Ζάκυνθο από την εποχή της αυτοκτονίας ακόμη, μέσω της οικογένειας που ερεύνησε το θέμα.
Το πιο πιθανό είναι να γνώριζε και ο Σπύρος Μαρίνος την πραγματικότητα, χωρίς όμως να τολμήσει να τη γράψει, πιθανώς γιατί φοβήθηκε τη σύγκρουση με τους ισχυρούς του στρατεύματος. Τόλμησε, όμως να αναφέρει στο άρθρο του: ο Καλιανέσης το σκυλί / τα τέκνα μας τα τυραννεί / και μας θυμίζει εποχή / τ’ Αλή Πασσά και πάλι. Και παρακάτω αμφισβητεί ξεκάθαρα την αναγκαιότητα της στρατιωτικής θητείας σαν καθήκον προς την πατρίδα, λέγοντας: ε! τότε είναι περιττό / εις της πατρίδας το στρατό / να υπηρετούμε χρόνια. Δεν διστάζει ακόμα να καλέσει το ζακυνθινό λαό και τους φορείς του σε κινητοποίηση διαμαρτυρίας για τον αδικοχαμένο νέο. Ενώ, όμως, γράφει όλα τούτα, γιατί δεν αποκαλύπτει τον πραγματικό λόγο της αυτοκτονίας;  
Η απάντηση, πιθανόν, να προκύπτει από το ίδιο το βιογραφικό του Σπύρου Μαρίνου.
Η σατιρική του ποίηση και αρθογραφία κατάφερε να προκαλέσει τόσο πολύ την εξουσία και τον καθωσπρεπισμό της εποχής του, που ο ίδιος βρέθηκε πολλές φορές στη φυλακή από τους «θιγόμενους», στην απέλπιδα  προσπάθειά τους να του κλείσουν το στόμα. Θα μπορούσαν και να τον είχαν δολοφονήσει, σε μια εποχή που οι μπράβοι και οι πληρωμένοι φονιάδες εκτελούσαν εν ψυχρώ συμβόλαια θανάτου στη Ζάκυνθο, αλλά η εφημερίδα του λειτούργησε σαν αμυντικό όπλο, αφού δημοσιοποιούσε πάντα ονόματα και καταστάσεις, έτσι που αν κάποιος απειλούσε τη ζωή του, όλοι θα καταλάβαιναν τον ηθικό αυτουργό.
Ήταν ατρόμητος, λοιπόν, ο Σπύρος Μαρίνος, όταν υπερασπιζότανε την αλήθεια. Η αλήθεια, όμως, της αυτοκτονίας του νεαρού ναύτη, ήταν ίσως κάτι περισσότερο απ’ όσο άντεχε η «ηθική» της εποχής.

Ο Διονύσιος Στουφής δεν ήταν κλέφτης, αλλά ήταν νέος και ωραίος, που σαν καμαρότος του Υπάρχου Καλιανέση, ήταν φυσικό να έρθει σε επαφή με την οικογένεια του ανωτέρου του. Σύμφονα πάντα με της μαρτυρίες που έυτασαν στο χοριώ εκείνα τα χρώνια και μέχρει σύμερα παραμένουν ζωντανές, ο Διονύσιος Στουφής γνώρισε τη γυναίκα του Υπάρχου (προφανώς, νεότερη από το σύζυγο και πιο κοντά στα χρόνια του ναύτη) και σύναψε ερωτική σχέση μαζί της, ώσπου το ανακάλυψε ο Ύπαρχος και αντί να αποδεχτεί την επιλογή της γυναίκας του (όπως ήταν φυσικό, άλλωστε, σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν είχαν ούτε δικαίωμα ψήφου) θεώρησε σωστό να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική του εξουσία εναντίον του Δ. Στουφή. Περίμενε υπομονετικά και εκδικητικά να έρθει η ώρα της απόλυσης του ναύτη. Όταν αυτός έφυγε με την τελευταία άδεια –στην ουσία  είχε τελειώσει τη θητεία του και θα επέστρεφε στο ναυτικό μόνο και μόνο για να πάρει το απολυτήριό του– ο Καλιανέσης τον συλλαμβάνει στον Πόρο με την κατηγορία – συκοφαντία της κλοπής. Ο Ύπαρχος θα σκέφτηκε πως είναι πιο πιστευτό, ένας φτωχός στρατευμένος να κλέψει την ημέρα που απολύεται, παρά στο ενδιάμεσο της θητείας του∙ από την άλλη πλευρά, όμως, θα έπρεπε να τον συλλάβει πριν την αναχώρησή του με άδεια και χωρίς το απολυτήριο στο χέρι, για να μπορεί να στοιχειοθετήσει την κατηγορία της κλοπής, που δεν θα μπορούσε να γίνει πιστευτή ότι πραγματοποιήθηκε τη μόνη μέρα που θα έμενε στο στράτευμα για την τελετή απόλυσής του. Αλλά, ο κυριότερος λόγος, για τον οποίο ήθελε ο Καλιανέσης να συλληφθεί ο Στουφής πριν την απόλυσή του από το ναυτικό, ήταν για να παραπεμφθεί στο ναυτοδικείο και όχι σε πολιτικό δικαστήριο. Ο Καλιανέσης ήθελε να δικαστεί ο νέος στο ναυτοδικείο για να μπορεί να ελέγξει, τόσο τη δίκη, όσο και τη σίγουρη τιμωρία του στις στρατιωτικές φυλακές, όπου θα μπορούσε να διαλέξει ακόμα και το μπουντρούμι που θα σάπιζε ο αντίζηλός του ή και να επιβάλει σωματικές ποινές, αν όχι να ικανοποιήσει το θιγμένο του εγωισμό από το σίγουρο βιασμό που θα υφίστατο ο νέος που θάρρεψε να τον κάνει κερατά. Μέχρι εδώ το σχέδιο εκδίκησης πήγαινε μια χαρά. Το μόνο που δεν υπολόγισε ο Καλιανέσης ήταν η αντίδραση του Δ. Στουφή.
Ο Δ. Στουφής, όταν τον συνέλαβαν  με τη συκοφαντία της κλοπής, κατάλαβε αμέσως τον πραγματικό λόγο και προσπάθησε να αποδείξει πως δεν είναι κλέφτης, αλλά μάταια. Ήξερε, επίσης, ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια της εποχής ήταν αμείλικτα  προς τους κατηγορούμενους, χωρίς να εξασφαλίζουν τα δικαιώματά τους. Τότε συνειδητοποίησε πως δεν θα ξαναδεί τη Ζακυθούλα του και την αρραβωνιαστικιά του∙ δεν φοβήθηκε ότι θα τον τουφέκιζαν, αλλά φοβήθηκε τα εκδικητικά βασανιστήρια και τους εξευτελιστικούς βιασμούς στο υγρό του μπουντρούμι. Τρόμαζε σαν αναλογιζόταν τον πόνο που θα υπέμενε μέχρι να βγει η ψυχή του, γιατί αυτή θα ’ταν η κατάληξή του και το ’ξερε καλά. Νέος, ωραίος κι ελεύθερος άντρας, όπως ήταν, δεν μπορούσε να επιτρέψει σ’ ένα συκοφάντη να καθορίσει τη μοίρα του. Έλυσε τις αρβύλες του, έφτιαξε μια θηλιά με τα κορδόνια τους και κρεμάστηκε, πριν ακόμα οι βασανιστές του τον αγγίξουν.
Αυτός είναι, σύμφωνα με τους συγχωριανούς του, ο τρόπος της αυτοκτονίας του, με την προϋπόθεση πάντα, πως δεν τον αυτοκτόνησαν οι βασανιστές του.
Οι χωριανοί του, παρ’ όλο που γνώριζαν την αλήθεια –μα και γενικότερα οι ζακυνθινοί– ούτε διαμαρτυρήθηκαν, ούτε ξεσηκώθηκαν (μεγάλο ταμπού η αυτοκτονία!). Μονάχα ο Σπύρος Μαρίνος, με την οξυδέρκεια και το αίσθημα δικαίου που τον διέπνεαν σαν γνήσιο σατιρικό ποιητή, υπερασπίστηκε τη μνήμη του αυτόχειρα με πολλή θέρμη, λέγοντας όμως τη μισή αλήθεια.
Σήμερα, με την ασφάλεια που παρέχει η χρονική απόσταση από το γεγονός έρχομαι να δηλώσω την άλλη μισή αλήθεια και να υπερασπιστώ ακόμα μια φορά τη μνήμη, αλλά και την επιλογή του αυτόχειρα, όπως και τη μνήμη του ποιητή Σπύρου Μαρίνου, που δεν φοβήθηκε τίποτα στη ζωή του και έκανε την πένα του όπλο που σημάδευε κατ’ ευθείαν στην καρδιά.

Ο Δ. Στουφής, σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες των συγχωριανών του, δεν θάφτηκε στο χωριό, κατά πάσα πιθανότητα, τον έθαψαν στην Αθήνα ή στον πόρο. Πάνω στο μνήμα του, οι γονείς του έγραψαν το ακόλουθο επίγραμμα.

Εσύ διαβάτη που περνάς
σταμάτησε το βήμα,
και κάτσε και επιθεώρησε
το αγγελικό μου μνήμα.

Ευτού που είσαι ήμουνα
και εδώ που είμαι θα ’ρθεις,
και πρόσεξε στο βίο σου
Άνθρωπο να μη βλάψεις.

Μετά από μερικά χρόνια μετέφεραν τα οστά του στην γενέτειρα.
Ο Καλιανέσης δεν τιμωρήθηκε ποτέ για το έγκλημά του.



[1] Το ποίημα αυτό προέρχεται από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Σπύρου Μαρίνου, με τίτλο «Ρόδα και αγκάθια», που έγινε στη Ζάκυνθο το 1934 και τυπώθηκε στο τυπογραφείο Πετσάλη.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Ανεβαίνοντας σαρτζάδες ή κατεβαίνοντας καλντερίμια;

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Γράφαμε στο προηγούμενο κείμενό μας, της περασμένης βδομάδας πως, για να κάνεις πολιτισμό, απαιτείται πολλαπλή παιδεία και σωστή γνώση. Με λίγα λόγια, είναι ακριβώς όπως και στον χώρο της υγείας, που αν αρρωστήσεις – χτυπάω ξύλο – δεν θα πας στην μαμή του χωριού, αλλά στον πιο καλό γιατρό, γιατί διαφορετικά κινδυνεύεις.
   Επανερχόμαστε, λοιπόν, στο καυτό αυτό θέμα, μια και ο πολιτισμός είναι τόσο πολύτιμος, όσο και η ζωή, μ’ ένα θέμα, που επιβεβαιώνει τα όσα πριν μέρες ισχυριστήκαμε.
   Κυκλοφόρησε πριν από καιρό δελτίο τύπου – δεν έχει πια σημασία το πού και το από ποιους – που έλεγε πως στα πλαίσια της καλυτέρευσης της ζωής των κατοίκων μιας περιοχής, θα ξαναγίνονταν τα παραδοσιακά … καλντερίμια. Καλή η πρωτοβουλία, αλλά να που χρειάζεται και η ιστορική γνώση.
   Καλντερίμια στη Ζάκυνθο και μάλιστα … παραδοσιακά είναι αδύνατον να υπάρξουν. Και αυτό γιατί η λέξη, όπως τα λεξικά σημειώνουν, είναι τούρκικης προέλευσης και στο νησί μας δεν είχε ποτέ, για ευνόητους λόγους, χρησιμοποιηθεί. Για του λόγου το αληθές, μάλιστα, ανοίγουμε το γνωστό λεξικό των εκδόσεων Τεγόπουλος – Φυτράκης και από τις σελίδες του αντιγράφουμε το σχετικό λήμμα: «καλντερίμι (το) ουσ. [τουρκ. Kaldirim] λιθόστρωτο με ανώμαλη επιφάνεια: κι ήτανε σαν ξωτάρικο ξόμπλι και σαν κιλίμι, Σιδερή, στην αυλόπορτα μπροστά το καλντερίμι (Κ. Βελμύρας)».
  Και επειδή ο άγνωστος στους περισσότερους Κωστής Βελμύρας, που χωρίο τού έργου του χρησιμοποιεί, ως συνήθως, το παραπάνω λεξικό, για να τεκμηριώσει τα γραφόμενά του, είναι μάλλον ξένος προς τη νοοτροπία των ιόνιων δημιουργών, εμείς σας θυμίζουμε την ντόπια λέξη και ομολογούμε πως αυτήν θα προτιμούσαμε να χρησιμοποιούμε στο νησί μας, αν θέλουμε να μιλάμε για παράδοση και να καυχιόμαστε ότι συνεχίζουμε την ιστορία μας.
   Η λέξη η δική μας για το «λιθόστρωτο» είναι η «σαρτζάδα» και αυτήν χρησιμοποιούσαν, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, στην καθημερινότητά τους και οι πρόγονοί μας. Για επιβεβαίωση ανοίξτε το περίφημο «Λεξικόν» του Λεωνίδα Χ. Ζώη, τον Β΄ τόμο (Λαογραφικά), στην σελίδα 420 και θα το επιβεβαιώσετε.
   Εμείς σήμερα, για να τεκμηριώσουμε τα γραφόμενά μας, θα καταφύγουμε στον κώδικα της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου του Ανδρίτση –«Αντρίτζη», είναι γραμμένο σ’ αυτόν– και θα δούμε μια συνάθροιση των μελών του «αδελφάτου», όπου επιβεβαιώνει τα γραφόμενά μας. Το απόσπασμα αυτό είναι άγνωστο και δημοσιεύεται για πρώτη φορά εδώ.
   Στις 16 Απριλίου 1755, κατά τα σημειούμενα, στον παραπάνω ιστορικό ναό, «εσηνάχθισαν μέρος αρκετόν της συναδελφότητας», ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα των «προκουρατόρων» ή «γαστάλδων» (επιτρόπων) Αναστασίου Κουρούμαλου και Σάββα Καραβουσιάνου, «κατά την συνήθειαν», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «για να απεράσομεν ταις κάτοθεν πάρταις». Το κάλεσμα έγινε με το γνωστό τρόπο, με την καμπάνα δηλαδή της εκκλησίας, που χτύπησε αποβραδίς, μετά τον εσπερινό και το πρωί, πριν την λειτουργία και οι επίτροποι της οργανωμένης αδελφότητας του ναού έθεσαν για ψήφιση, όπως η γνήσια δημοκρατία απαιτεί, τα διαφόρων θεμάτων, που την αφορούσαν.
   Ανάμεσα στ’ άλλα διαβάζουμε, με την ορθογραφία, βέβαια, του γραμματικού και τα εξής, που αφορούν το θέμα μας: «Είταν πολλά χριαζόμενον να φτιασθή η  sαλτζάδα από το σπήτη του τζώρτζη  Sκούρτα εος κάτου εις σπήτη του λικαρδόπουλου όντας παντελός χαλασμενοι δια το κόμοδον των χριστιανών όπου έρχονται εις την εκκλησίαν την οποίαν φτιανοντάς την εξοδιάσαμε ριάλια δοδεκα και άσπρα 58 ος φένεται εις το λ[ίμπρ]ο ΓΓιορνάλε στην πρ[ώ]τη οκτωβρίου και 10 δικεμβρίου 1754 και λυπόν το προσφέρομεν εις την σηναδελφότητα ανίσος και αΓρικά να μας απρομπάρουν την αυτήν σπέτζα οπού εκάμαμεν».
   Συνεχίζοντας την ανάγνωση του φθαρμένου από τον καρό κώδικα, διαπιστώνουμε πως οι συναδελφοί του ναού εκτίμησαν την ανάγκη του έργου και το ενέκριναν με ζηλευτή πλειοψηφία: «υπήγεν ο μπούσουλας Γύρωθεν δια την απρομπατζιόν της σπέζας της σαλτζάδας και επίρε εις το δεσί (το ναι) μπάλαις 190, και εις το δενό (το όχι) 2».
   Έτσι το έργο και τα έξοδά του εγκρίθηκαν και προς τον Άγιο Αντώνη υπήρχε, για την εξυπηρέτηση των πιστών, σαρτζάδα και όχι καλντερίμι.
   Ίσως κάποιοι ισχυριστούν πως όλα αυτά είναι λεπτομέρειες. Μα σε αυτές βασίζεται η επιτυχία. Διαφορετικά θα παραπαίουμε σαν λαός με «παραδοσιακές» βασιλόπιτες στη Ζάκυνθο, «πατροπαράδοτους» οβελίες την Λαμπρή και καψουροτράγουδα στις ταβέρνες της καντάδας.
   Τότε θα είμαστε σαν το παιδί που μπερδεύει τον πατέρα του με τον εραστή της μητέρας του.

   Την συνέχεια μπορείτε μόνοι σας να την καταλάβετε.

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑΤΑ... (3 ποιήματα)



1
Γιά νά γράφεις

Στήν ἀξιότιμη κυρία Μαρία Κοτοπούλη, ἀντίδωρο τιμῆς

Θέλω νά γράψω,
νά πῶ αὐτά πού εἶδα,
πού πρόσφερα, μοῦ πρόσφεραν
κι ὅσ᾿ ἀκόμα ἄφησα
νά  περιμένουν.
Ὅμως σᾶς βεβαιώνω,
δέν τό μπορῶ.
Τό μολύβι ἔπαψε νά γράφει
γιατί τά δάκρυα
τήν ἐπιφάνεια τοῦ χαρτιοῦ πλημμύρισαν.
Βλέπεις
καί στό γράψιμο, ψυχραιμία ἀπαιτεῖται...
Γιατί, πιστέψτε με, παρακαλῶ,
τόν ἰσχυρό τοῦ βιώματος
κυματισμό
πῶς νὰ τιθασεύσω;

2
Ἄγνοια...

Ἄνοιξα τίς πόρτες
Γιά νά εἰσοδεύσει ὁ ἥλιος
-ἄνοιξη εἴχαμε.
Μόνο πού δέν πρόσεξα
 τά δελτία τοῦ καιροῦ
πού καταιγίδες προμηνοῦσαν καί θύελλες.
Γι᾿ αὐτό καί μέχρι σήμερα
μαζεύουμε νερά...

3
Κάθε φορά

Στή Μνήμη τῆς Μητέρας μου

Τά μεσημέρια τοῦ Σαββάτου
ὁπού πήγαινα, στό μπαλκόνι στεκόταν
κι εὔχονταν,  «Καλό Σαββατοκύριακο».
Κι ὕστερα χανόταν στά δίχτυα τῆς μοναξιᾶς.
Χρόνια στήθηκε αὐτή ἡ εἰκόνα,
μέχρι πού κάποιο Σάββατο πού βρέθηκα ἐκεῖ,
τό μπαλκόνι τό εἶδα ἄδειο
τή Μάνα φευγάτη,
κι ἐμένα ν᾿ ἀναζητῶ, στό χάος τοῦ σήμερα,
κάποιαν εὐχή...


Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

ΣΟΝΑΤΕΣ ΤΟΥ ΜΠΕΤΟΒΕΝ [1770-1827] ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΟ ΠΙΑΝΙΣΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΛΗΟ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Η απόφαση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών να συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του και τις 32 Σονάτες του Μπετόβεν είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί δίδει την ευκαιρία στο κοινό ν’ ακούσει το σύνολο μεγάλων έργων της φιλολογίας του πιάνου από σπουδαίους ερμηνευτές και ν’ ανακαλύψει τις ευεργετικές επιρροές που δέχτηκε ο Τιτάνας της Μουσικής, ώσπου να φτάσει στο δικό του μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο γραφής, που θα μείνει ες αεί στην ιστορία της Μουσικής σαν υπόδειγμα πνευματικής δημιουργίας.

«Εμείς οι θνητοί με το απεριόριστο πνεύμα», είχε πει με πλήρη αυτογνωσία ο Μπετόβεν. Τίποτα δεν ήταν αρκετό για εκείνον και πάντα ζητούσε κάτι περισσότερο, γι’ αυτό, όταν τελείωσε το αριστούργημά του, τη Σονάτα Hammerklavier είπε: «Κι όμως το πιάνο αποδείχθηκε ανεπαρκές  για να αποδοθεί η σύνθεση». 

 Τις 32 Σονάτες του ο Μπετόβεν συνέθεσε ανάμεσα σε δυο  επαναστάσεις λαών με μεγάλο πολιτισμό, του Γαλλικού και του Ελληνικού, αφού είναι γραμμένες μεταξύ των ετών 1793-1822. Ίσως γι’  αυτό ν’ αποπνέουν έναν αέρα Ελευθερίας, χαρακτηριστικό αξεχώριστο και της προσωπικότητα του Συνθέτη.

Από τα σπουδαιότερα έργα για πιάνο στην ιστορία της μουσικής, oι σονάτες του Μπετόβεν δεν χαρακτηρίστηκαν άδικα από έναν μεγάλο μαέστρο, πιανίστα και συνθέτη, τον Hans von Bulow [1830-1894], «Καινή Διαθήκη» της Μουσικής. Η «Παλαιά Διαθήκη» ήταν το «Καλώς Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο» του J. S. Bach. Θεώρησε μάλιστα ότι οι Σονάτες λειτούργησαν σαν γέφυρα ανάμεσα στις κοινωνικές συναναστροφές των σαλονιών, όπου πρωτοπαίχτηκαν και στις αίθουσες συναυλιών που μεταπήδησαν, για να πάρουν τη θέση τους ανάμεσα στα μεγάλα έργα τέχνης της ανθρωπότητας. Ο Hans von Bulow ήταν ο πρώτος που έπαιξε και τις 32 σονάτες από μνήμης.

Η Σονάτα έλκει την καταγωγή της από τον 16ο αιώνα, όπου σήμαινε ό,τι παίζεται και δεν τραγουδιέται. Βρέθηκε στο απόγειό της με τις 550 σονάτες του D. Scarlatti [1685-1757], γραμμένες   σε ένα μόνο μέρος   και του  C. P. E. Bach [1714-1788]. Οι Σονάτες για πιάνο συνήθως έχουν τρία  μέρη όπως του Haydn και του Mozart. Ο Μπετόβεν είναι εκείνος που εισάγει το  τέταρτο μέρος, το Μενουέτο και αργότερα το Σκέρτσο και τη Φούγκα [μορφή πολυφωνίας]. Νεότεροι συνθέτες όπως ο Scriabin [1872-1915]  έγραψαν κι εκείνοι σονάτες με ένα  μόνο μέρος.

Ο χαρισματικός πιανίστας, Απόστολος Παληός, χρειάστηκε μόνο έξη ημέρες για να μας  καθηλώσει δύο φορές. Την πρώτη [26-10-12], στην αποχαιρετιστήρια, τιμητική συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών   για τον διακεκριμένο Μαέστρο Δημήτρη Αγραφιώτη, όπου με τη λεπταίσθητη ερμηνεία του, απέδωσε συναρπαστικά  το δημοφιλέστατο  Κοντσέρτο για Πιάνο και Ορχήστρα αρ.2 του Φρεντερίκ Σοπέν και τη δεύτερη[31-10-12], στο ρεσιτάλ του, στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου Μουσικής  Αθηνών, με Σονάτες του Μπετόβεν.

Ο νεαρός Σολίστ επέλεξε τρεις από τις σημαντικότερες και απαιτητικές σονάτες του Μπετόβεν, γραμμένες σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του, με πρώτη τη Σονάτα αρ.13 «Quasi una fantasia» σε μι ύφεση μείζονα, έργο 27/1 [1800-1801]. Εδώ το όνειρο, η οπτασία,  τα μυστήρια συνυπάρχουν σε χορευτικούς ρυθμούς. Οι νότες ρέουν μέσα από τα ακροδάχτυλα του πιανίστα, αναζητούν στους αιθέρες εκείνη τη Μούσα που θα δεχτεί τη μελωδία και θα την  ανυψώνει σε αίνο.

Να θυμίσουμε ότι το έργο 27 αποτελείται από δύο Σονάτες, την προαναφερθείσα και την δημοφιλέστατη Clair de Lune [Υπό το Σεληνόφως].

Στο κενό των τεσσάρων χρόνων που μεσολάβησε  μετά την 5η και 6η Συμφωνία του και, ώσπου να επανέλθει στη συμφωνική γραφή, ο Μπετόβεν συνέθεσε σπουδαία έργα   όπως το Τρίο του Αρχιδούκα, το Αυτοκρατορικό Κοντσέρτο για πιάνο, τη σκηνική μουσική στον Έγκμοντ, τα Ερείπια των Αθηνών και τη  Σονάτα του Αποχαιρετισμού, «Les  adieux» [1809-1810].

Ο Απόστολος Παληός, σε μια ζωντανή, πυκνή ερμηνεία της Σονάτας «Les adieux», εξέφρασε το ρίγος της θλίψης του αποχωρισμού, την κραυγή της αναζήτησης της ανθρώπινης  παρουσίας με συγκλονιστικό παλμό και διάφανο ηχόχρωμα. Στη συνέχεια ο εξαίρετος  πιανίστας με απίστευτη άνεση, με σιωπές γεμάτες ένταση και προσμονή ερμήνευσε τη δυσκολότατη και σπάνια παιζόμενη Σονάτα αρ. 29 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 106 «Hammerklavier» [1817-1818], αφιερωμένη στον Αρχιδούκα Ροδόλφο, έργο που κατατάσσεται στην κορυφή της πυραμίδας της πιανιστικής τέχνης.

Ο Απόστολος Παληός, μέσα από τις νότες σκιαγράφησε την προσωπικότητα του Δημιουργού, το δυναμικό και επικό στοιχείο του, τις δυνατές αντιθέσεις, τις εναλλαγές των θεμάτων του. Έπαιξε αισθαντικά το λυρικό μέρος. Κράτησε εκπληκτικές ταχύτητες, όσες ακριβώς έπρεπε, στο γρήγορο, ταραγμένο Σκέρτσο για να μας μυήσει  με το Adagio sostenuto στα «Άγια των Αγίων της τέχνης του Δασκάλου», όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε ο μουσικοκριτικός Λεντς.

Στη  θριαμβική Φούγκα - ύμνο στο πνεύμα του πολιτισμού και στις απαρχές του- ο Συνθέτης με την ευεργετική διαμεσολάβηση και δεξιότητα του Σολίστ, γεφύρωσε την εποχή του Μπαχ με τη δική του, αλλά και απέδωσε τιμές στο Μεγάλο Κάντορα για την πλούσια κληρονομιά που άφησε σε όλες τις γενεές, όχι μόνο των  Μουσικών αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας.  

Ο προικισμένος καλλιτέχνης, εκτός από την άριστη γνώση του οργάνου και τον πλούτο του συναισθηματικού του κόσμου, έχει το μεγάλο προσόν της  διανοητικής προσέγγισης της σύνθεσης, που του επιτρέπει να εκφράσει τη βαθιά φιλοσοφική σκέψη του Μεγάλου Οργισμένου, την ουμανιστική του θεώρηση και το λεπτό πνεύμα, το διάχυτο στο μουσικό σύμπαν του. Και είναι η αρμονική αυτή ανάδειξη της πνευματικής διάστασης του έργου που  κάνει εντελώς ξεχωριστές τις ερμηνείες του Απόστολου Παληού.


Related Posts with Thumbnails