© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Το ερωτικό και το ερωτεύσιμο


Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Είπαμε πως το νησί μας, η Ζάκυνθος, ήταν πάντοτε σταυροδρόμι πολιτισμών και χοάνη ρευμάτων. Λιμάνι μεγάλο κάποτε και πριν ανοιχτεί το «αυλάκι» στην Κόρινθο, δεχόταν καθημερινά αντίθετες νοοτροπίες και διαφορετικές αντιλήψεις και τις αφομοίωνε, δημιουργώντας αργά και σταθερά τον δικό της, ιδιόρρυθμο πολιτισμό και την πολλαπλή της τέχνη. Εδώ η βυζαντινή αυστηρότητα απόχτησε ανθρώπινη γλυκύτητα και η ποίηση απέβαλε τα μεγαλόστομα φκιασίδια, δίνοντας βαρύτητα στις λέξεις, όσο για τη μουσική οι νότες της δεν θρήνησαν ποτέ, αλλά πάντα ερωτοτροπούσαν και φλερτάριζαν.
  Τα πάντα, όμως, έχουν και τα όριά τους. Για διαφορετικούς πολιτισμούς μιλάμε και όχι για καταπτώσεις. 
   Αυτό το τελευταίο το σκέφτηκα και θέλω τώρα να το μοιραστώ μαζί σας, φίλοι αναγνώστες, όταν το βράδυ του περασμένου Σαββάτου, σε μια κατάμεστη, αληθινά, αίθουσα του μεταλλαγμένου Πνευματικού μας Κέντρου, παρουσιάσθηκε το βιβλίο της φίλης Κατερίνας Δεμέτη «Από το inlook στο outlook».
   Δεν αναφέρομαι, βέβαια, στις πολύ καλές τοποθετήσεις πάνω στο βιβλίο των Διονύση Βίτσου, Σπύρου Καμπιώτη, Ηλία Μακρή και Φίλιππου Συνετού, ούτε στο μουσικό μέρος της βραδιάς, που ο ταλαντούχος συμπατριώτης μας Σπύρος Δεληγιαννόπουλος μάς χάρισε. Στο κοινό θέλω να πάω την κουβέντα, που, παρότι στην πλειοψηφία του άψογο, όπως αρμόζει σε τζαντιώτικη κοινωνία, παρουσιάζει και τις εξαιρέσεις του, δείχνοντας το πόσο κακό κάνει η άγνοια και η έλλειψη πραγματικής παιδείας, αρρώστιες που προσφάτως μας εγκαταστάθηκαν και εδώ, δια της μεθόδου των συγκοινωνούντων δοχείων.
   Εκεί, λοιπόν, που οι νότες του πιάνου σκόρπιζαν ό,τι απαιτεί η μουσική παράδοση του νησιού μας και αυτό που αγάπησαν οι πριν από εμάς οικιστές αυτού του τόπου, ένα κινητό τηλέφωνο χτύπησε λίγο πιο πριν από τη σειρά που καθόμουν και κυριολεκτικά τόνισε την σύγχρονη, νεοπλουτίστικη κακογουστιά και άγνοια.
   Δεν ήταν, μάλιστα, το μόνο παράπτωμα της ιδιοκτήτριας του κινητού –γιατί γυναίκα ήταν– το ότι σε μια τέτοια εκδήλωση και σ’ έναν τέτοιο χώρο δεν φρόντισε να το κλείσει από την αρχή, αλλά περισσότερο ενόχλησε, εμένα και κάποιους από τους γύρω μου, η μουσική που εξέπεμπε. Βαρύ λαϊκό και ασήκωτο καψούρικο, όπως την δίδαξαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της τελευταίας κατρακύλας και η νεοελληνική νοοτροπία, όπου μας έφτασε εδώ που μας έφτασε.
   Κάτι από Δευτέρα σε Δευτέρα, ή από Πέμπτη σε Πέμπτη –δεν θυμάμαι, ούτε θέλω να μάθω– έλεγε το λαοφιλές άσμα και η μικρότητά του φάνηκε ακόμα πιο έντονη, μια και «έκανε αλλαγή» σε κλασσικές νότες και αθάνατα ακούσματα.
   Να, γιατί η κρίση που περνάμε δεν είναι τόσο οικονομική, όσο ιδεολογική.
   Κάποτε σε τούτα τα χώματα, που πατούμε, όταν έλεγαν θέατρο, εννοούσαν την όπερα. Οι απλοί άνθρωποι του λαού τραγουδούσαν τις άριές της, εργαζόμενοι και η μπάντα έκανε πλατεία όχι με τα «παιδιά του Πειραιά», αλλά με έργα σοβαρότερων απαιτήσεων, τα οποία όλοι οι Ζακυνθινοί γνώριζαν και αγαπούσαν. Μ’ άλλα λόγια οι προγονοί μας ήξεραν να ξεχωρίζουν το λαϊκό από το λαϊκίστικο και γνώριζαν το πώς ν’ ανέβουν κοινωνικά με παιδεία και γνώση.
   Σήμερα το τι ακούνε οι περισσότεροι συντοπίτες μας και απόγονοι των παραπάνω, δεν περιγράφεται. Το χόρτο, που κοροϊδέψαμε, φύτρωσε στην αυλή μας και μάλιστα υπάρχει και στην πιο άγονη και άγρια εκδοχή του.
   Μα τι να κάνεις σε μια χώρα, με βάσεις αμφίβολες, που οι ιθύνοντες τα σπάνε σε κέντρα νυχτερινής διασκέδασης και που ρίχνοντας χαρτοπετσέτες, αναζητούν ψηφοδέλτια με σταυρούς! Κι εμείς τους σταυρώνουμε, για να μας σταυρώσουν αργότερα σαν σε Τόπο Κρανίου.
   Θυμάστε εκείνον τον αξιοθρήνητο πολιτικό μας, που είπε τους ποιητές «λαπάδες» και ακόμα τον ανεχόμαστε! Επίσης και μιαν άλλη ομοτράπεζή του, που στη γιορτή της κατέλαβε όλη την οθόνη της τηλεόρασής μας, χορεύοντας ζεμπέκικο, πλήρης κυτταρίτιδας!  Τι να κάμει, λοιπόν, ο απλός λαός;
   Ο Δημήτρης Ποταμίτης έγραφε σ’ ένα ποίημά του πως οι ποιητές είναι ερωτικοί, ενώ οι ποδοσφαιριστές ερωτεύσιμοι, τονίζοντας, έτσι, την τεράστια διαφορά των λέξεων της ίδιας οικογένειας, που συχνά η άγνοια τις κάνει ταυτόσημες.
   Εμείς μπορούμε να παραλλάξουμε τον στίχο του, ξεδιαλύνοντας πως άλλο το λαϊκό και άλλο το λαϊκίστικο. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει αυτός ο παλιός Ζακυνθινός στραγαλατζής, που διόρθωσε την λυρική καλλιτέχνιδα ή οι αχθοφόροι που τραγουδούσαν άριες, την ώρα της δουλειάς τους, ενώ στη δεύτερη όλοι αυτοί, που, κατά το παλιότερο λαοφιλές άσμα, δεν θα πήγαιναν στο Μέγαρο, αλλά θα έμεναν με τον παίδαρο, όποιου φύλου και αν ήταν. Αλλά και το Μέγαρο, μια και αναφερθήκαμε σ’ αυτό, τι επιλέγει για να διατηρηθεί;
   Ευτυχώς, όμως, που παρά τα τόσα κινητά με τις παράδοξες μουσικές στο νησί του «Χάση» υπάρχουν ακόμα κάποιοι, σαν την Κατερίνα, που γράφουν βιβλία, κάποιοι που τα παρουσιάζουν και κάποιοι που τα προεκτείνουν μουσικά. Επίσης κάποιοι που τα διαβάζουν με ευλάβεια.
   Όλοι αυτοί είναι η παρηγοριά μας. Το φως στην τυφλότητά μας!
   

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Απόστολου Θηβαίου: ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΓΕΛΟΥΣΕ (ποίημα)


Εσείς που σκαρώνετε ξύλινα πλοία,
που ζωγραφίζετε τα πανιά τους
με τα γαλάζια λάδια,
εσείς που γυρεύετε μια θάλασσα απέραντη
να χωρέσει τα σπουδαία σας πλεούμενα,
εσείς που δοκιμαστήκατε
μες στον καιρό των ευκαιριών
και των σκοπιμοτήτων,
εσείς που ζητάτε τον ουρανό
πέρα από τα σύρματα,
τα σήματα,
τις κλεισμένες πόρτες,
εσείς που γερνάτε
σαν κτίρια μοντέρνα μες στις υγρασίες,
εσείς που τρέμετε τον ήχο των φυλάκων
μες στα ασφυκτικά σας βλέμματα,
εσείς που κάποτε ερωτευτήκατε σε εξώστες
γεμάτους φωτισμούς, ποτά και πλούσιες αύρες,
εσείς μην λυπηθείτε,
που τα πανιά σας δεν φουσκώνουν,
που ξεθώριασαν τα λάδια μην λυπηθείτε.
Αν ο άνεμος, λέω αν, τελικά δεν φυσήξει,
ζεστός, δυτικός, πελαγίσιος,
υπάρχουν πάντα ξεχασμένα στις πλάτες σας
τα φτερά μου.

[Εικαστικό σχόλιο: Ζωγραφική Γιώργου Μήλιου]

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Zαχαρία Στουφή: ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ «ΜΙΣΟΠΟΥΛΗ»




ΣΠΥΡΟΣ  ΜΑΡΙΝΟΣ  (1893-1970)

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΘΕΝΤΑ ΝΑΥΤΗ
ΤΟ «ΑΓΚΑΘΙ» ΣΑΣ ΜΙΛΕΙ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΖΑΝΤΕ ΤΟ ΑΣΚΕΡΙ
ΕΙΣ ΕΞΕΓΕΡΣΙ ΚΑΛΕΙ[1]

Την Πατρίδα υπηρετούσε εις το θωρηκτόν Κιλκίς
ένας νέος Βολιμιάτης και ονόματι Στουφής
καμαρώτος στο καράβι, του Υπάρχου Καλιανέση
-τώχε φαίνεται από τύχη να κατέχη τέτοια θέση-
ήρθε η ώρα που επήρε άφεσιν αμαρτιών…
και πηγαίνει εις το Πόρο αρραβωνιασμένος ών∙
και πριν έμπη στο βαπόρι εις την Ζάκυνθο να ’ρθή
έξαφνα τον συλλαμβάνουν
και στον φρέσκο τόνε βάνουν
-Καλιανέσιος διαταγή!-
Το μουστάκι του ξυρίζει, τα μαλλιά και τα λοιπά
και το φύλλο του ξεσκίζει
κι’ αρχινάει να τον βρίζει
πως του πήρε τα λεφτά.
Κι’ ο ναύτης διαμαρτύρεται πως είν’ αθώος όντως
αλλ’ η φωνή στην έρημο πηγαίνει του βοώντος
κι’ έτσι λοιπόν εσκέφτηκε την παροιμία εκείνη
«στον άδη γιοκ μετάνοια κι’ εδώ δικαιοσύνη»
και με την μπλάντρα στο λεμό το πνεύμα παραδίνει
εις τον πατέρα της φυλής! Λευτέρη Βενιζέλο,
και λέει: δόξα η Πατρίς, κι’ ο Καλιανέσης θέλω
να έχουνε αιώνια για τον ηρωισμό τους!
κι’ εκειό το φάσμα του σκοινιού να βλέπουν στ’ όνειρό τους
κι’ εν ώρα που η Πατρίδα μας με την Δημοκρατία
τα εκατό τα χρόνια της για την ελευθερία
γιορτάζουνε και χαίρουντε από μιάν άκρη σ’ άλλη
ο Καλιανέσης το σκυλί
τα τέκνα της τα τυραννεί
και μας θυμίζει εποχή
τ’ Αλή Πασσά και πάλι!
Κι’ οφείλει ούλ’ η Ζάκυνθος, χώρα της και χωρία
Δήμαρχοι και Κοινότητες κι’ ούλα τα Σωματεία,
ο Τύπος και οι Σύλλογοι, Παπάδες και Δεσπότης
και των τρανών οι Σύλλογοι και κάθε πατριώτης
να στείλουνε στον Υπουργό ούλοι διαμαρτυρία
και να ρωτούν, σε ποίους  λευτεριά δίν’ η Δημοκρατία;
Εάν στους Καλιανέσιδες, οπού φορούν γαλόνια,
έ! τότε είναι περιττό
εις της Πατρίδος το στρατό
να υπηρετούμε χρόνια.
Σε κράτος που φημίζεται για τον πολιτισμό του
κι’ έχει τον Μπότσαρη Υπουργό στο ένδοξο Ναυτικό του!
Σε Κράτος όπου σήμερα γιορτάζ’ ελευθερία,
με Γερουσία, με βουλή, με νόμους, με χαρτία!
και μ’ αρχηγούς που κόβουνται για την ελευθερία!
να έχη Καλιανέσιδες στα ένδοξά του πλοία;;
Κι’ αν θέρτε να υποκύψετε, σαν ζώα, τον αυχένα
δεν έχετε να κάμετε παρά μονάχα ένα:
Να πάτε μισοκάναλα να πέστε, να πνιγήτε,
για δεν αξίζει εις εσάς ελεύτεροι να ζήτε.

-         Στουφής∙ ναύτης εκ Ζακύνθου και εκ του χωρίου Βολιμών τον οποίον εσυκοφάντησε ο ‘Υπαρχος Καλιανέσης και ηυτοκτόνησε. Το ανωτέρω έγραψα και εδημοσίευσα εν τω περιοδικώ μου «Αγκάθι» της 17 Μαΐου 1930.



Η αυτοκτονία στο στρατό

Ο Σπύρος Μαρίνος, γνωστός και με το παρατσούκλι Μισοπούλης, ήταν κουρέας στο επάγγελμα και ταυτόχρονα εκδότης του σατιρικού περιοδικού «Αγκάθι». Σε όλη του τη ζωή γράφει ερωτικά – ρομαντικά ποιήματα και σατιρικά – βομολοχικά άρθρα, τα οποία έχουν λόγο έμμετρο, έτσι όπως συνέβαινε στα περισσότερα σατιρικά περιοδικά της εποχής του. Από αυτή την έμμετρη αρθογραφία του περιοδικού-εφημερίδας του διαλέγει κάποια κομμάτια και τα περιλαμβάνει στην ποιητική έκδοση που προαναφέρθηκε.
Ένα τέτοιο έμμετρο άρθρο είναι και αυτό που αναφέρεται στην αυτοκτονία του στρατιώτη Διονύσιου Στουφή από το χωριό Άνω Βολίμα. Μόνο, που τούτη τη φορά δεν είναι σατιρικό μα καταγγελτικό∙ άρθρο διαμαρτυρίας για τα κακώς κείμενα σε όλες τις βαθμίδες της εξουσίας και ίσως, αν όχι το πρώτο, ένα από τα πρώτα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στη χώρα μας για αυτοκτονία στο στρατό, κάτι που το αναδείχνει σε εξαιρετικά σημαντικό για την εποχή που γράφτηκε.
Ο Ύπαρχος Καλιανέσης συκοφαντεί το ναύτη Στουφή πως έκλεψε χρήματα, έτσι τον οδηγεί στις σκληρές συνθήκες κράτησης των στρατιωτικών φυλακών.
Στην πραγματικότητα, όμως, ο Καλιανέσης φυλακίζει το Στουφή για προσωπικούς λόγους και όχι για κλοπή. Οι λόγοι αυτοί έγιναν γνωστοί στη Ζάκυνθο από την εποχή της αυτοκτονίας ακόμη, μέσω της οικογένειας που ερεύνησε το θέμα.
Το πιο πιθανό είναι να γνώριζε και ο Σπύρος Μαρίνος την πραγματικότητα, χωρίς όμως να τολμήσει να τη γράψει, πιθανώς γιατί φοβήθηκε τη σύγκρουση με τους ισχυρούς του στρατεύματος. Τόλμησε, όμως να αναφέρει στο άρθρο του: ο Καλιανέσης το σκυλί / τα τέκνα μας τα τυραννεί / και μας θυμίζει εποχή / τ’ Αλή Πασσά και πάλι. Και παρακάτω αμφισβητεί ξεκάθαρα την αναγκαιότητα της στρατιωτικής θητείας σαν καθήκον προς την πατρίδα, λέγοντας: ε! τότε είναι περιττό / εις της πατρίδας το στρατό / να υπηρετούμε χρόνια. Δεν διστάζει ακόμα να καλέσει το ζακυνθινό λαό και τους φορείς του σε κινητοποίηση διαμαρτυρίας για τον αδικοχαμένο νέο. Ενώ, όμως, γράφει όλα τούτα, γιατί δεν αποκαλύπτει τον πραγματικό λόγο της αυτοκτονίας;  
Η απάντηση, πιθανόν, να προκύπτει από το ίδιο το βιογραφικό του Σπύρου Μαρίνου.
Η σατιρική του ποίηση και αρθογραφία κατάφερε να προκαλέσει τόσο πολύ την εξουσία και τον καθωσπρεπισμό της εποχής του, που ο ίδιος βρέθηκε πολλές φορές στη φυλακή από τους «θιγόμενους», στην απέλπιδα  προσπάθειά τους να του κλείσουν το στόμα. Θα μπορούσαν και να τον είχαν δολοφονήσει, σε μια εποχή που οι μπράβοι και οι πληρωμένοι φονιάδες εκτελούσαν εν ψυχρώ συμβόλαια θανάτου στη Ζάκυνθο, αλλά η εφημερίδα του λειτούργησε σαν αμυντικό όπλο, αφού δημοσιοποιούσε πάντα ονόματα και καταστάσεις, έτσι που αν κάποιος απειλούσε τη ζωή του, όλοι θα καταλάβαιναν τον ηθικό αυτουργό.
Ήταν ατρόμητος, λοιπόν, ο Σπύρος Μαρίνος, όταν υπερασπιζότανε την αλήθεια. Η αλήθεια, όμως, της αυτοκτονίας του νεαρού ναύτη, ήταν ίσως κάτι περισσότερο απ’ όσο άντεχε η «ηθική» της εποχής.

Ο Διονύσιος Στουφής δεν ήταν κλέφτης, αλλά ήταν νέος και ωραίος, που σαν καμαρότος του Υπάρχου Καλιανέση, ήταν φυσικό να έρθει σε επαφή με την οικογένεια του ανωτέρου του. Σύμφονα πάντα με της μαρτυρίες που έυτασαν στο χοριώ εκείνα τα χρώνια και μέχρει σύμερα παραμένουν ζωντανές, ο Διονύσιος Στουφής γνώρισε τη γυναίκα του Υπάρχου (προφανώς, νεότερη από το σύζυγο και πιο κοντά στα χρόνια του ναύτη) και σύναψε ερωτική σχέση μαζί της, ώσπου το ανακάλυψε ο Ύπαρχος και αντί να αποδεχτεί την επιλογή της γυναίκας του (όπως ήταν φυσικό, άλλωστε, σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν είχαν ούτε δικαίωμα ψήφου) θεώρησε σωστό να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική του εξουσία εναντίον του Δ. Στουφή. Περίμενε υπομονετικά και εκδικητικά να έρθει η ώρα της απόλυσης του ναύτη. Όταν αυτός έφυγε με την τελευταία άδεια –στην ουσία  είχε τελειώσει τη θητεία του και θα επέστρεφε στο ναυτικό μόνο και μόνο για να πάρει το απολυτήριό του– ο Καλιανέσης τον συλλαμβάνει στον Πόρο με την κατηγορία – συκοφαντία της κλοπής. Ο Ύπαρχος θα σκέφτηκε πως είναι πιο πιστευτό, ένας φτωχός στρατευμένος να κλέψει την ημέρα που απολύεται, παρά στο ενδιάμεσο της θητείας του∙ από την άλλη πλευρά, όμως, θα έπρεπε να τον συλλάβει πριν την αναχώρησή του με άδεια και χωρίς το απολυτήριο στο χέρι, για να μπορεί να στοιχειοθετήσει την κατηγορία της κλοπής, που δεν θα μπορούσε να γίνει πιστευτή ότι πραγματοποιήθηκε τη μόνη μέρα που θα έμενε στο στράτευμα για την τελετή απόλυσής του. Αλλά, ο κυριότερος λόγος, για τον οποίο ήθελε ο Καλιανέσης να συλληφθεί ο Στουφής πριν την απόλυσή του από το ναυτικό, ήταν για να παραπεμφθεί στο ναυτοδικείο και όχι σε πολιτικό δικαστήριο. Ο Καλιανέσης ήθελε να δικαστεί ο νέος στο ναυτοδικείο για να μπορεί να ελέγξει, τόσο τη δίκη, όσο και τη σίγουρη τιμωρία του στις στρατιωτικές φυλακές, όπου θα μπορούσε να διαλέξει ακόμα και το μπουντρούμι που θα σάπιζε ο αντίζηλός του ή και να επιβάλει σωματικές ποινές, αν όχι να ικανοποιήσει το θιγμένο του εγωισμό από το σίγουρο βιασμό που θα υφίστατο ο νέος που θάρρεψε να τον κάνει κερατά. Μέχρι εδώ το σχέδιο εκδίκησης πήγαινε μια χαρά. Το μόνο που δεν υπολόγισε ο Καλιανέσης ήταν η αντίδραση του Δ. Στουφή.
Ο Δ. Στουφής, όταν τον συνέλαβαν  με τη συκοφαντία της κλοπής, κατάλαβε αμέσως τον πραγματικό λόγο και προσπάθησε να αποδείξει πως δεν είναι κλέφτης, αλλά μάταια. Ήξερε, επίσης, ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια της εποχής ήταν αμείλικτα  προς τους κατηγορούμενους, χωρίς να εξασφαλίζουν τα δικαιώματά τους. Τότε συνειδητοποίησε πως δεν θα ξαναδεί τη Ζακυθούλα του και την αρραβωνιαστικιά του∙ δεν φοβήθηκε ότι θα τον τουφέκιζαν, αλλά φοβήθηκε τα εκδικητικά βασανιστήρια και τους εξευτελιστικούς βιασμούς στο υγρό του μπουντρούμι. Τρόμαζε σαν αναλογιζόταν τον πόνο που θα υπέμενε μέχρι να βγει η ψυχή του, γιατί αυτή θα ’ταν η κατάληξή του και το ’ξερε καλά. Νέος, ωραίος κι ελεύθερος άντρας, όπως ήταν, δεν μπορούσε να επιτρέψει σ’ ένα συκοφάντη να καθορίσει τη μοίρα του. Έλυσε τις αρβύλες του, έφτιαξε μια θηλιά με τα κορδόνια τους και κρεμάστηκε, πριν ακόμα οι βασανιστές του τον αγγίξουν.
Αυτός είναι, σύμφωνα με τους συγχωριανούς του, ο τρόπος της αυτοκτονίας του, με την προϋπόθεση πάντα, πως δεν τον αυτοκτόνησαν οι βασανιστές του.
Οι χωριανοί του, παρ’ όλο που γνώριζαν την αλήθεια –μα και γενικότερα οι ζακυνθινοί– ούτε διαμαρτυρήθηκαν, ούτε ξεσηκώθηκαν (μεγάλο ταμπού η αυτοκτονία!). Μονάχα ο Σπύρος Μαρίνος, με την οξυδέρκεια και το αίσθημα δικαίου που τον διέπνεαν σαν γνήσιο σατιρικό ποιητή, υπερασπίστηκε τη μνήμη του αυτόχειρα με πολλή θέρμη, λέγοντας όμως τη μισή αλήθεια.
Σήμερα, με την ασφάλεια που παρέχει η χρονική απόσταση από το γεγονός έρχομαι να δηλώσω την άλλη μισή αλήθεια και να υπερασπιστώ ακόμα μια φορά τη μνήμη, αλλά και την επιλογή του αυτόχειρα, όπως και τη μνήμη του ποιητή Σπύρου Μαρίνου, που δεν φοβήθηκε τίποτα στη ζωή του και έκανε την πένα του όπλο που σημάδευε κατ’ ευθείαν στην καρδιά.

Ο Δ. Στουφής, σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες των συγχωριανών του, δεν θάφτηκε στο χωριό, κατά πάσα πιθανότητα, τον έθαψαν στην Αθήνα ή στον πόρο. Πάνω στο μνήμα του, οι γονείς του έγραψαν το ακόλουθο επίγραμμα.

Εσύ διαβάτη που περνάς
σταμάτησε το βήμα,
και κάτσε και επιθεώρησε
το αγγελικό μου μνήμα.

Ευτού που είσαι ήμουνα
και εδώ που είμαι θα ’ρθεις,
και πρόσεξε στο βίο σου
Άνθρωπο να μη βλάψεις.

Μετά από μερικά χρόνια μετέφεραν τα οστά του στην γενέτειρα.
Ο Καλιανέσης δεν τιμωρήθηκε ποτέ για το έγκλημά του.



[1] Το ποίημα αυτό προέρχεται από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Σπύρου Μαρίνου, με τίτλο «Ρόδα και αγκάθια», που έγινε στη Ζάκυνθο το 1934 και τυπώθηκε στο τυπογραφείο Πετσάλη.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Ανεβαίνοντας σαρτζάδες ή κατεβαίνοντας καλντερίμια;

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Γράφαμε στο προηγούμενο κείμενό μας, της περασμένης βδομάδας πως, για να κάνεις πολιτισμό, απαιτείται πολλαπλή παιδεία και σωστή γνώση. Με λίγα λόγια, είναι ακριβώς όπως και στον χώρο της υγείας, που αν αρρωστήσεις – χτυπάω ξύλο – δεν θα πας στην μαμή του χωριού, αλλά στον πιο καλό γιατρό, γιατί διαφορετικά κινδυνεύεις.
   Επανερχόμαστε, λοιπόν, στο καυτό αυτό θέμα, μια και ο πολιτισμός είναι τόσο πολύτιμος, όσο και η ζωή, μ’ ένα θέμα, που επιβεβαιώνει τα όσα πριν μέρες ισχυριστήκαμε.
   Κυκλοφόρησε πριν από καιρό δελτίο τύπου – δεν έχει πια σημασία το πού και το από ποιους – που έλεγε πως στα πλαίσια της καλυτέρευσης της ζωής των κατοίκων μιας περιοχής, θα ξαναγίνονταν τα παραδοσιακά … καλντερίμια. Καλή η πρωτοβουλία, αλλά να που χρειάζεται και η ιστορική γνώση.
   Καλντερίμια στη Ζάκυνθο και μάλιστα … παραδοσιακά είναι αδύνατον να υπάρξουν. Και αυτό γιατί η λέξη, όπως τα λεξικά σημειώνουν, είναι τούρκικης προέλευσης και στο νησί μας δεν είχε ποτέ, για ευνόητους λόγους, χρησιμοποιηθεί. Για του λόγου το αληθές, μάλιστα, ανοίγουμε το γνωστό λεξικό των εκδόσεων Τεγόπουλος – Φυτράκης και από τις σελίδες του αντιγράφουμε το σχετικό λήμμα: «καλντερίμι (το) ουσ. [τουρκ. Kaldirim] λιθόστρωτο με ανώμαλη επιφάνεια: κι ήτανε σαν ξωτάρικο ξόμπλι και σαν κιλίμι, Σιδερή, στην αυλόπορτα μπροστά το καλντερίμι (Κ. Βελμύρας)».
  Και επειδή ο άγνωστος στους περισσότερους Κωστής Βελμύρας, που χωρίο τού έργου του χρησιμοποιεί, ως συνήθως, το παραπάνω λεξικό, για να τεκμηριώσει τα γραφόμενά του, είναι μάλλον ξένος προς τη νοοτροπία των ιόνιων δημιουργών, εμείς σας θυμίζουμε την ντόπια λέξη και ομολογούμε πως αυτήν θα προτιμούσαμε να χρησιμοποιούμε στο νησί μας, αν θέλουμε να μιλάμε για παράδοση και να καυχιόμαστε ότι συνεχίζουμε την ιστορία μας.
   Η λέξη η δική μας για το «λιθόστρωτο» είναι η «σαρτζάδα» και αυτήν χρησιμοποιούσαν, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, στην καθημερινότητά τους και οι πρόγονοί μας. Για επιβεβαίωση ανοίξτε το περίφημο «Λεξικόν» του Λεωνίδα Χ. Ζώη, τον Β΄ τόμο (Λαογραφικά), στην σελίδα 420 και θα το επιβεβαιώσετε.
   Εμείς σήμερα, για να τεκμηριώσουμε τα γραφόμενά μας, θα καταφύγουμε στον κώδικα της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου του Ανδρίτση –«Αντρίτζη», είναι γραμμένο σ’ αυτόν– και θα δούμε μια συνάθροιση των μελών του «αδελφάτου», όπου επιβεβαιώνει τα γραφόμενά μας. Το απόσπασμα αυτό είναι άγνωστο και δημοσιεύεται για πρώτη φορά εδώ.
   Στις 16 Απριλίου 1755, κατά τα σημειούμενα, στον παραπάνω ιστορικό ναό, «εσηνάχθισαν μέρος αρκετόν της συναδελφότητας», ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα των «προκουρατόρων» ή «γαστάλδων» (επιτρόπων) Αναστασίου Κουρούμαλου και Σάββα Καραβουσιάνου, «κατά την συνήθειαν», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «για να απεράσομεν ταις κάτοθεν πάρταις». Το κάλεσμα έγινε με το γνωστό τρόπο, με την καμπάνα δηλαδή της εκκλησίας, που χτύπησε αποβραδίς, μετά τον εσπερινό και το πρωί, πριν την λειτουργία και οι επίτροποι της οργανωμένης αδελφότητας του ναού έθεσαν για ψήφιση, όπως η γνήσια δημοκρατία απαιτεί, τα διαφόρων θεμάτων, που την αφορούσαν.
   Ανάμεσα στ’ άλλα διαβάζουμε, με την ορθογραφία, βέβαια, του γραμματικού και τα εξής, που αφορούν το θέμα μας: «Είταν πολλά χριαζόμενον να φτιασθή η  sαλτζάδα από το σπήτη του τζώρτζη  Sκούρτα εος κάτου εις σπήτη του λικαρδόπουλου όντας παντελός χαλασμενοι δια το κόμοδον των χριστιανών όπου έρχονται εις την εκκλησίαν την οποίαν φτιανοντάς την εξοδιάσαμε ριάλια δοδεκα και άσπρα 58 ος φένεται εις το λ[ίμπρ]ο ΓΓιορνάλε στην πρ[ώ]τη οκτωβρίου και 10 δικεμβρίου 1754 και λυπόν το προσφέρομεν εις την σηναδελφότητα ανίσος και αΓρικά να μας απρομπάρουν την αυτήν σπέτζα οπού εκάμαμεν».
   Συνεχίζοντας την ανάγνωση του φθαρμένου από τον καρό κώδικα, διαπιστώνουμε πως οι συναδελφοί του ναού εκτίμησαν την ανάγκη του έργου και το ενέκριναν με ζηλευτή πλειοψηφία: «υπήγεν ο μπούσουλας Γύρωθεν δια την απρομπατζιόν της σπέζας της σαλτζάδας και επίρε εις το δεσί (το ναι) μπάλαις 190, και εις το δενό (το όχι) 2».
   Έτσι το έργο και τα έξοδά του εγκρίθηκαν και προς τον Άγιο Αντώνη υπήρχε, για την εξυπηρέτηση των πιστών, σαρτζάδα και όχι καλντερίμι.
   Ίσως κάποιοι ισχυριστούν πως όλα αυτά είναι λεπτομέρειες. Μα σε αυτές βασίζεται η επιτυχία. Διαφορετικά θα παραπαίουμε σαν λαός με «παραδοσιακές» βασιλόπιτες στη Ζάκυνθο, «πατροπαράδοτους» οβελίες την Λαμπρή και καψουροτράγουδα στις ταβέρνες της καντάδας.
   Τότε θα είμαστε σαν το παιδί που μπερδεύει τον πατέρα του με τον εραστή της μητέρας του.

   Την συνέχεια μπορείτε μόνοι σας να την καταλάβετε.

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑΤΑ... (3 ποιήματα)



1
Γιά νά γράφεις

Στήν ἀξιότιμη κυρία Μαρία Κοτοπούλη, ἀντίδωρο τιμῆς

Θέλω νά γράψω,
νά πῶ αὐτά πού εἶδα,
πού πρόσφερα, μοῦ πρόσφεραν
κι ὅσ᾿ ἀκόμα ἄφησα
νά  περιμένουν.
Ὅμως σᾶς βεβαιώνω,
δέν τό μπορῶ.
Τό μολύβι ἔπαψε νά γράφει
γιατί τά δάκρυα
τήν ἐπιφάνεια τοῦ χαρτιοῦ πλημμύρισαν.
Βλέπεις
καί στό γράψιμο, ψυχραιμία ἀπαιτεῖται...
Γιατί, πιστέψτε με, παρακαλῶ,
τόν ἰσχυρό τοῦ βιώματος
κυματισμό
πῶς νὰ τιθασεύσω;

2
Ἄγνοια...

Ἄνοιξα τίς πόρτες
Γιά νά εἰσοδεύσει ὁ ἥλιος
-ἄνοιξη εἴχαμε.
Μόνο πού δέν πρόσεξα
 τά δελτία τοῦ καιροῦ
πού καταιγίδες προμηνοῦσαν καί θύελλες.
Γι᾿ αὐτό καί μέχρι σήμερα
μαζεύουμε νερά...

3
Κάθε φορά

Στή Μνήμη τῆς Μητέρας μου

Τά μεσημέρια τοῦ Σαββάτου
ὁπού πήγαινα, στό μπαλκόνι στεκόταν
κι εὔχονταν,  «Καλό Σαββατοκύριακο».
Κι ὕστερα χανόταν στά δίχτυα τῆς μοναξιᾶς.
Χρόνια στήθηκε αὐτή ἡ εἰκόνα,
μέχρι πού κάποιο Σάββατο πού βρέθηκα ἐκεῖ,
τό μπαλκόνι τό εἶδα ἄδειο
τή Μάνα φευγάτη,
κι ἐμένα ν᾿ ἀναζητῶ, στό χάος τοῦ σήμερα,
κάποιαν εὐχή...


Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

ΣΟΝΑΤΕΣ ΤΟΥ ΜΠΕΤΟΒΕΝ [1770-1827] ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΟ ΠΙΑΝΙΣΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΛΗΟ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Η απόφαση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών να συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του και τις 32 Σονάτες του Μπετόβεν είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί δίδει την ευκαιρία στο κοινό ν’ ακούσει το σύνολο μεγάλων έργων της φιλολογίας του πιάνου από σπουδαίους ερμηνευτές και ν’ ανακαλύψει τις ευεργετικές επιρροές που δέχτηκε ο Τιτάνας της Μουσικής, ώσπου να φτάσει στο δικό του μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο γραφής, που θα μείνει ες αεί στην ιστορία της Μουσικής σαν υπόδειγμα πνευματικής δημιουργίας.

«Εμείς οι θνητοί με το απεριόριστο πνεύμα», είχε πει με πλήρη αυτογνωσία ο Μπετόβεν. Τίποτα δεν ήταν αρκετό για εκείνον και πάντα ζητούσε κάτι περισσότερο, γι’ αυτό, όταν τελείωσε το αριστούργημά του, τη Σονάτα Hammerklavier είπε: «Κι όμως το πιάνο αποδείχθηκε ανεπαρκές  για να αποδοθεί η σύνθεση». 

 Τις 32 Σονάτες του ο Μπετόβεν συνέθεσε ανάμεσα σε δυο  επαναστάσεις λαών με μεγάλο πολιτισμό, του Γαλλικού και του Ελληνικού, αφού είναι γραμμένες μεταξύ των ετών 1793-1822. Ίσως γι’  αυτό ν’ αποπνέουν έναν αέρα Ελευθερίας, χαρακτηριστικό αξεχώριστο και της προσωπικότητα του Συνθέτη.

Από τα σπουδαιότερα έργα για πιάνο στην ιστορία της μουσικής, oι σονάτες του Μπετόβεν δεν χαρακτηρίστηκαν άδικα από έναν μεγάλο μαέστρο, πιανίστα και συνθέτη, τον Hans von Bulow [1830-1894], «Καινή Διαθήκη» της Μουσικής. Η «Παλαιά Διαθήκη» ήταν το «Καλώς Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο» του J. S. Bach. Θεώρησε μάλιστα ότι οι Σονάτες λειτούργησαν σαν γέφυρα ανάμεσα στις κοινωνικές συναναστροφές των σαλονιών, όπου πρωτοπαίχτηκαν και στις αίθουσες συναυλιών που μεταπήδησαν, για να πάρουν τη θέση τους ανάμεσα στα μεγάλα έργα τέχνης της ανθρωπότητας. Ο Hans von Bulow ήταν ο πρώτος που έπαιξε και τις 32 σονάτες από μνήμης.

Η Σονάτα έλκει την καταγωγή της από τον 16ο αιώνα, όπου σήμαινε ό,τι παίζεται και δεν τραγουδιέται. Βρέθηκε στο απόγειό της με τις 550 σονάτες του D. Scarlatti [1685-1757], γραμμένες   σε ένα μόνο μέρος   και του  C. P. E. Bach [1714-1788]. Οι Σονάτες για πιάνο συνήθως έχουν τρία  μέρη όπως του Haydn και του Mozart. Ο Μπετόβεν είναι εκείνος που εισάγει το  τέταρτο μέρος, το Μενουέτο και αργότερα το Σκέρτσο και τη Φούγκα [μορφή πολυφωνίας]. Νεότεροι συνθέτες όπως ο Scriabin [1872-1915]  έγραψαν κι εκείνοι σονάτες με ένα  μόνο μέρος.

Ο χαρισματικός πιανίστας, Απόστολος Παληός, χρειάστηκε μόνο έξη ημέρες για να μας  καθηλώσει δύο φορές. Την πρώτη [26-10-12], στην αποχαιρετιστήρια, τιμητική συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών   για τον διακεκριμένο Μαέστρο Δημήτρη Αγραφιώτη, όπου με τη λεπταίσθητη ερμηνεία του, απέδωσε συναρπαστικά  το δημοφιλέστατο  Κοντσέρτο για Πιάνο και Ορχήστρα αρ.2 του Φρεντερίκ Σοπέν και τη δεύτερη[31-10-12], στο ρεσιτάλ του, στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου Μουσικής  Αθηνών, με Σονάτες του Μπετόβεν.

Ο νεαρός Σολίστ επέλεξε τρεις από τις σημαντικότερες και απαιτητικές σονάτες του Μπετόβεν, γραμμένες σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του, με πρώτη τη Σονάτα αρ.13 «Quasi una fantasia» σε μι ύφεση μείζονα, έργο 27/1 [1800-1801]. Εδώ το όνειρο, η οπτασία,  τα μυστήρια συνυπάρχουν σε χορευτικούς ρυθμούς. Οι νότες ρέουν μέσα από τα ακροδάχτυλα του πιανίστα, αναζητούν στους αιθέρες εκείνη τη Μούσα που θα δεχτεί τη μελωδία και θα την  ανυψώνει σε αίνο.

Να θυμίσουμε ότι το έργο 27 αποτελείται από δύο Σονάτες, την προαναφερθείσα και την δημοφιλέστατη Clair de Lune [Υπό το Σεληνόφως].

Στο κενό των τεσσάρων χρόνων που μεσολάβησε  μετά την 5η και 6η Συμφωνία του και, ώσπου να επανέλθει στη συμφωνική γραφή, ο Μπετόβεν συνέθεσε σπουδαία έργα   όπως το Τρίο του Αρχιδούκα, το Αυτοκρατορικό Κοντσέρτο για πιάνο, τη σκηνική μουσική στον Έγκμοντ, τα Ερείπια των Αθηνών και τη  Σονάτα του Αποχαιρετισμού, «Les  adieux» [1809-1810].

Ο Απόστολος Παληός, σε μια ζωντανή, πυκνή ερμηνεία της Σονάτας «Les adieux», εξέφρασε το ρίγος της θλίψης του αποχωρισμού, την κραυγή της αναζήτησης της ανθρώπινης  παρουσίας με συγκλονιστικό παλμό και διάφανο ηχόχρωμα. Στη συνέχεια ο εξαίρετος  πιανίστας με απίστευτη άνεση, με σιωπές γεμάτες ένταση και προσμονή ερμήνευσε τη δυσκολότατη και σπάνια παιζόμενη Σονάτα αρ. 29 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 106 «Hammerklavier» [1817-1818], αφιερωμένη στον Αρχιδούκα Ροδόλφο, έργο που κατατάσσεται στην κορυφή της πυραμίδας της πιανιστικής τέχνης.

Ο Απόστολος Παληός, μέσα από τις νότες σκιαγράφησε την προσωπικότητα του Δημιουργού, το δυναμικό και επικό στοιχείο του, τις δυνατές αντιθέσεις, τις εναλλαγές των θεμάτων του. Έπαιξε αισθαντικά το λυρικό μέρος. Κράτησε εκπληκτικές ταχύτητες, όσες ακριβώς έπρεπε, στο γρήγορο, ταραγμένο Σκέρτσο για να μας μυήσει  με το Adagio sostenuto στα «Άγια των Αγίων της τέχνης του Δασκάλου», όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε ο μουσικοκριτικός Λεντς.

Στη  θριαμβική Φούγκα - ύμνο στο πνεύμα του πολιτισμού και στις απαρχές του- ο Συνθέτης με την ευεργετική διαμεσολάβηση και δεξιότητα του Σολίστ, γεφύρωσε την εποχή του Μπαχ με τη δική του, αλλά και απέδωσε τιμές στο Μεγάλο Κάντορα για την πλούσια κληρονομιά που άφησε σε όλες τις γενεές, όχι μόνο των  Μουσικών αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας.  

Ο προικισμένος καλλιτέχνης, εκτός από την άριστη γνώση του οργάνου και τον πλούτο του συναισθηματικού του κόσμου, έχει το μεγάλο προσόν της  διανοητικής προσέγγισης της σύνθεσης, που του επιτρέπει να εκφράσει τη βαθιά φιλοσοφική σκέψη του Μεγάλου Οργισμένου, την ουμανιστική του θεώρηση και το λεπτό πνεύμα, το διάχυτο στο μουσικό σύμπαν του. Και είναι η αρμονική αυτή ανάδειξη της πνευματικής διάστασης του έργου που  κάνει εντελώς ξεχωριστές τις ερμηνείες του Απόστολου Παληού.


Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Πρωτοπρεσβυτέρου Αδαμαντίου Αυγουστίδη: "Ο ξεπεσμός και η υποτέλεια δεν αρμόζουν στον άνθρωπο"

[Ομιλία στον ιερό Βράχο της Ακροπόλεως, 29 Ιουνίου 2011]

«Τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν». (Πράξ. 17, 30-31)

Ο ξεπεσμός και η υποτέλεια δεν αρμόζουν στον άνθρωπο! Ο άνθρωπος πλάστηκε να είναι ελεύθερος. Στον Αδάμ, δηλαδή στον χοϊκό άνθρωπο, δόθηκε το προνόμιο να συνδιαλέγεται με τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο. Στο πλάσμα χαρίστηκε η πλάση ολάκερη για να τη διαφεντεύει ευχαριστιακά.

Μέχρι που θέριεψε μέσα του η αλαζονεία˙ και τον κυρίευσε˙ και πίστεψε ότι δεν χρειάζεται πια τον Θεό˙ ότι μπορεί να είναι ο ίδιος Θεός χωρίς τον Θεό.

Από τότε η ανθρωπότητα πορεύεται μέσα στους αιώνες υποτελής στις τραγικές επιπτώσεις της κακοδιαχείρισης της ελευθερίας. Το αφύσικο και το φθαρτό έγιναν τα μέτρα που καθορίζουν την υπαρξιακή μας υποταγή στην αναγκαιότητα. Ο χαρισματικός βίος υποβαθμίστηκε σε αγώνα επιβίωσης.

Η ιστορική πορεία του γένους των ανθρώπων φέρει βαθειά τα σημάδια της διαρραγής της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό και με τον άλλον άνθρωπο. Η ιστορία γράφεται πια «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» [1]. Ο θάνατος σημαδεύει και δυναστεύει κάθε μορφή ζωής και δημιουργίας.

Αυτήν την τραγωδία του εκούσιου ξεπεσμού η θεολογία περιγράφει με μια και μόνο πικρή λέξη: την ονομάζει «Πτώση». Ο άνθρωπος είναι πια πεπτωκώς και μαζί του «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» [2]. Ο άνθρωπος ξέπεσε και η κτίση ολόκληρη τον ακολούθησε στην πτώση του.

Έκτοτε η Οικουμένη αγωνίζεται να ξαναβρεί τη χαμένη ποιότητα του χαρισματικού βίου. Αναζητά τρόπους να ξεπεράσει τις θλιβερές συνέπειες του ξεπεσμού. Πασχίζει να βρει τρόπους για να αποκατασταθεί και πάλι η αμεσότητα της σχέσης με το Θεό και η ενότητα μεταξύ των ανθρώπων. Και πάνω από όλα, ποθεί και ονειρεύεται να πάψει ο θάνατος να καταπίνει τη ζωή και να εξουσιάζει την ανθρώπινη ύπαρξη.

Έκτοτε η παγκόσμια ιστορία πορεύεται από κρίση σε κρίση. Τα λαμπρά επιτεύγματα κάθε εποχής ακολουθούν καταστροφές, πίσω από τις οποίες κρύβονται σχεδόν πάντοτε συγκεκριμένες επιλογές φίλαυτης ιδιοτέλειας.

Στο διάβα των αιώνων ο άνθρωπος προσπάθησε να αποκαταστήσει τη σχέση του με το Θεό. Και παραμένοντας εγκλωβισμένος στους περιορισμούς της φθαρτότητάς του δημιούργησε θεούς κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωση του θνητού εαυτού του. Κατασκεύασε θρησκείες με κριτήρια τις ανάγκες του, τους φόβους του, τις ενοχές του ή τις ωφελιμιστικές κοντόφθαλμες προσδοκίες του.

Οι άνθρωποι όλων των εποχών ενώ γνώρισαν τον Θεό, δεν τον τίμησαν ως Θεό ούτε τον ευχαρίστησαν, αλλά με τις σκέψεις τους παραδόθηκαν σε μάταια πράγματα και σκοτίσθηκε η ανόητη διάνοιά τους. Ενώ έλεγαν ότι είναι σοφοί, έγιναν μωροί, «καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦἀνθρώπου καὶπετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν» [3].

Κι έτσι κύλισαν οι αιώνες. Και οι θρησκείες έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται μέσο και δικαιολογία για να διαιωνίζεται η βία, η αντιπαλότητα, ο διχασμός, οι δεισιδαιμονίες και η μοιρολατρία. Χωρίς τον Χριστό, -χωρίς αληθινή και ουσιαστική σχέση με τον Χριστό˙ δηλαδή εκτός Εκκλησίας-, κάθε απόπειρα κοινωνίας με τον Θεό γίνεται στο τέλος ειδωλολατρία και η ελπίδα για αγάπη και ενότητα μεταξύ των λαών και των ανθρώπων σβήνει και μετατρέπεται σε έχθρα και θρησκευτικό φανατισμό.

Χωρίς τον Χριστό και η πιο καλοπροαίρετη φιλοθεΐα εκπίπτει αργά ή γρήγορα σε ειδωλολατρικό ωφελισμό και η φιλαδελφεία συρρικνώνεται στα έως θανάτου ασφυκτικά όρια της ιδιοτελούς φιλαυτίας.

Στο διάβα των αιώνων ο άνθρωπος προσπαθεί να αποκαταστήσει την αγαπητική συνύπαρξη των ανθρώπων. Αγωνίζεται απεγνωσμένα να ανακαλύψει πώς θα ξαναβρούν οι άνθρωποι τη χαμένη ενότητα της κοινής τους φύσης. Οι άνθρωποι πασχίζουν να εφεύρουν τρόπους ώστε να πάψουν να αλληλοσπαράζονται και να κατορθώσουν να ζήσουν ειρηνικά και με ομόνοια.

Ψάχνουν λύσεις για να πάψει ο άνθρωπος να είναι λύκος για τον άλλο άνθρωπο [4]. Να μην είναι ο ένας η κόλαση του άλλου [5].

Η παγκόσμια ιστορία βρίθει από ατέρμονες προσπάθειες διατυπώσεως φιλοσοφικών προτάσεων, δημιουργίας κοινωνικών συστημάτων και πολιτικών και ιδεολογικών σχεδιασμών˙από επαναστάσεις και ενθουσιαστικά κινήματα που υπόσχονται λύσεις και υπερβάσεις της δυστυχίας που επιφέρει η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και η αλαζονική διαχείριση του περιβάλλοντος.

Πέρα από τα πεδία των μαχών, πίσω από τις αιματοβαμμένες απόπειρες αλλαγής του κόσμου, πίσω από τα πολιτικά συστήματα και τις ιδεολογίες, αλλά ακόμη και πίσω από την τρομοκρατία και τα κάθε λογής απολυταρχικά καθεστώτα, κρύβονται συνήθως μεγαλόπνοες ιδέες και μεγαλόστομες προτάσεις οραμάτων συλλογικής ευτυχίας.

Ο σύγχρονος άνθρωπος, γνήσιο τέκνο του νεωτερικού ανθρωποκεντρισμού, πίστεψε ότι αφού απέκτησε γνώσεις και τεχνολογία, αφού λαλεί «ταῖς γλώσσαις τῶνἀνθρώπων» [6], αφού έχει πια τη δύναμη και την τεχνολογία ώστε ακόμη και «ὄρη μεθιστάνειν» [7] δεν χρειάζεται πια τον Θεό. Και ξέχασε ότι όλα αυτά χωρίς αγάπη τρέφουν την αλαζονεία και ο άνθρωπος καταντά «χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» [8].

Όμως αυτή είναι η ωμή αλήθεια: «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶτῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι» [9].

Με αυτήν ακριβώς την αλαλάζουσα υπεροψία οι σοφοί του κόσμου διακήρυξαν ότι ο Θεός πέθανε. «Τί άλλο είναι λοιπόν αυτές οι εκκλησίες παρά οι τάφοι και τα μνήματα του Θεού;» [10] αναρωτιέται ο κοσμικός προφήτης του θανάτου του Θεού.

Τις συνέπειες αυτών των επιλογών τις ζήσαμε και τις ζούμε όλο και πιο οδυνηρά.

Πώς αλλιώς ερμηνεύονται οι διαρκείς πόλεμοι, η φτώχια, η εκμετάλλευση και η μηδενιστική εξαθλίωση της ανθρώπινης ύπαρξης; Τί άλλο υποδεικνύει η κρίση που διέρχεται σήμερα ο τόπος μας και ο κόσμος ολάκερος παρά την αποτυχία των ιδεολογικών και των πολιτικο-οικονομικών συστημάτων; Δεν είναι όλα όσα βιώνουμε μια χειροπιαστή απόδειξη για το πού οδηγεί η φίλαυτη και εγωκεντρική διαχείριση του ανθρώπινου βίου;

Όσα συμβαίνουν γύρω μας δεν κραυγάζουν περί των συνεπειών της απληστίας; Δεν μαρτυρούν περί της αντιμετωπίσεως του ανθρώπου ως αναλώσιμης παραγωγικής μονάδας και μόνο;

Δεν διδάσκουν περί των συνεπειών της υπερίσχυσης της φιλαυτίας επί της φιλαδελφείας και της φιλανθρωπίας;

Ποιος μπορεί, λοιπόν, να αμφισβητήσει ότι βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής; Ποιος δεν βλέπει ότι ο πολιτισμός μέσα στον οποίο αναπτυχθήκαμε, οι ιδεολογίες που καθόρισαν την ιστορική μας πορεία, οι οικονομικές και κοινωνικές θεωρίες που προσδιόρισαν τον τρόπο του βίου μας σχεδόν ολοκλήρωσαν τον ιστορικό τους κύκλο και τώρα πια αδυνατούν να διαλεχθούν δημιουργικά με τον κόσμο που έρχεται και να προτείνουν λύσεις στα προβλήματα που σωρεύτηκαν;

Τί θα είχαμε άραγε να απολογηθούμε στον απόστολο Παύλο, αν στεκόταν πάλι εδώ ανάμεσά μας και επαναλάμβανε κοιτώντας μας κατάματα: «Τοῦτο δὲ γίνωσκε, ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί· ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, ἀφιλάγαθοι, προδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι, ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» [11];

Πώς θα αντιμετωπίζαμε τον απόστολο των εθνών σήμερα, αν πάνω σ’ αυτόν εδώ τον βράχο, όπως πριν από είκοσι αιώνες, έλεγε και πάλι: «O Θεός παραγγέλλει τώρα σε όλους τους ανθρώπους, παντού, να μετανοήσουν, γιατί όρισε μια μέρα, κατά την οποία θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη μέσω ενός άνδρα που όρισε ο ίδιος. Και έδωσε πειστική απόδειξη γι’ αυτό σε όλους, ανασταίνοντας τον από τους νεκρούς» [12].

Μήπως και πάλι, όπως και τότε, πολλοί θα γυρίζαμε την πλάτη επαναλαμβάνοντας κι εμείς με την σειρά μας: «Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου» [13];

Και τούτο όχι διότι μας διαφεύγει ότι ο θάνατος παραμένει ο μεγαλύτερος και ο έσχατος εχθρός. Αλλά διότι η άλλη αλαζονική φαντασίωση της εποχής μας είναι ότι και ο θάνατος μπορεί να νικηθεί με τη δύναμη της επιστήμης.

Έτσι τα όντως θαυμαστά αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας και οι εντυπωσιακές και απολύτως ευεργετικές πρόοδοι και ανακαλύψεις της Ιατρικής και των λοιπών επιστημών της υγείας, αντί να γίνονται αφορμή δοξολογίας και ευγνωμοσύνης προς Τον Δοτήρα παντός αγαθού «ὑπὲρ πάντων ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων» [14], χρησιμοποιούνται για να θρέφουν τις ψευδαισθήσεις παντοδυναμίας και ψευτο-αυτάρκειας.

Κι έτσι παραμένουμε ταλαίπωροι˙ και ταυτοχρόνως πολύ εγωιστές για να τολμήσουμε να επαναλάβουμε μαζί με τον ταπεινό και γι’ αυτό μέγα Παύλο: «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» [15].

Όμως όλα τα ψέματα τελειώνουν κάποτε. Το τέλος της εποχής μας είναι ήδη ορατό και το αύριο άγνωστο.

Και τώρα τί κάνουμε; Τώρα πού να στραφούμε; Τώρα πώς να πορευτούμε;

Ας τολμήσουμε λοιπόν να εγκαταλείψουμε για μια στιγμή τις συλλογικές μας ψευδαισθήσεις αυτάρκειας και παντοδυναμίας. Ας αφήσουμε για μια στιγμή την ύπαρξη μας ανοικτή στο πέρα και το πάνω από μας.

Και έτσι, βρίσκοντας τον τόπο και τον τρόπο της προσωπικής μας σχέσης με τον Θεό, ενωμένοι μαζί Του στην Θεία Ευχαριστία, βρίσκουμε ταυτοχρόνως και τον πιο άμεσο τρόπο αποκατάστασης της χαμένης ενότητας των ανθρώπων. Διότι τότε «εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱπολλοί ἐσμεν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν» [19]. Διότι μέσα στην Θεία Λειτουργία μαθαίνουμε τα όρια της αληθινής ζωής και της αγαπητικής συνύπαρξης. Διότι εκεί ο άλλος γίνεται συνδαιτυμόνας στην κοινή τράπεζα μετοχής στο Θείο και δεν είναι πια κόλαση αλλά αδελφός και αδελφή. Εκεί, στον τόπο και τον χρόνο της ευλογημένης βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, στο πλαίσιο που ορίζει η λατρευτική ευχαριστιακή σύναξη του λαού του Θεού, η φιλαυτία και η ιδιοτέλεια δεν έχουν μέρος να σταθούν και τρόπο να επιβιώσουν. Διότι εκεί η θυσιαστική αγάπη ορίζει απόλυτα το ήθος και τον τρόπο της συνάντησης με τον άλλο.

Κι όλα αυτά γιατί γνωρίζουμε, και εκεί το επιβεβαιώνουμε συνεχώς, ότι ο θάνατος έχει νικηθεί. Ο Χριστός είναι αναστημένος και το Άγιο Πνεύμα όπου θέλει πνεί. Η πίστη των ανθρώπων δεν είναι πια χωρίς νόημα και το κήρυγμα της εκκλησίας δεν είναι κούφια λόγια.

Υπάρχει ελπίδα.
Υπάρχει μέλλον.
Υπάρχει το πού να στρέψουμε το βλέμμα μας.
Υπάρχει το πώς να πορευτούμε.
Υπάρχει το τι πρέπει να κάνουμε.
Υπάρχει μια ζωντανή παράδοση που δείχνει πώς η αλήθεια γίνεται τρόπος ζωής και πώς η πίστη γεννά ήθος και πολιτισμό. Κοντολογίς, πώς η ζωή νικά τον θάνατο.

Έτσι ζήσαμε και επιβιώσαμε σε αυτόν εδώ τον τόπο σε δύσκολους καιρούς και έτσι θα ξαναβρούμε τον δρόμο μας για το μέλλον.

Όταν το 1964, δηλαδή πάλι σε καιρούς δύσκολους, ο Γ. Σεφέρης αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα από την Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης, είπε μεταξύ άλλων: «Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχθούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δεν γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω, γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός».

Οι άνθρωποι της Εκκλησίας είναι αυτοί που εμπνέονται από τα έσχατα και έτσι έχουν το κουράγιο να προχωρούν πάντα εμπρός.

Παρά την πολλαπλότητα και την περιπλοκότητα όσων υπέθαλψε ή επινόησε η εκ γενετής επιθανάτια αγωνία του πεπτωκότος ανθρώπου για να διασκεδάσει το άγος του, το θεμελιώδες ζήτημα παραμένει συγκλονιστικά απλό: εάν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί, τότε η πίστη μας θα ήταν χωρίς νόημα και εμείς θα είμαστε «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων» [20].

Όμως, όταν η νοσταλγία για την αληθινή ζωή ξεπεράσει τη λήθη, στην οποία καταφεύγουμε για να αντέξουμε την οδυνηρή μας καθημερινότητα, τότε δεν μένει παρά να αναζητήσουμε ξανά το κέντρο της ζωής μας.

Τη μετοχή μας στο μέγα μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Να ζήσουμε με ήθος ευχαριστιακό.

Τότε μπορούμε να προσπαθήσουμε να αγαπήσουμε.

Διότι «Ὑμεῖς γὰρ ἐπ' ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον μὴ τὴν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμὴν τῇ σαρκί, ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις» [21]. Διότι δεν υπάρχει πια θάνατος. Διότι κι ο θάνατος είναι πια γεμάτος απ᾿ τον Θεό. Διότι ο Θεός «ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸνἐκ νεκρῶν» [22].

Ὁ Ιησούς είναι αναστημένος και «τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ͵ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις͵ ἀλλ΄ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁγεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος» [23].

Φεύγοντας απόψε από αυτόν τον αγιασμένο τόπο ας κρατήσουμε στην καρδιά μας πολύτιμο φυλακτό την παραίνεση του διδασκάλου των Αθηναίων και της Οικουμένης:

«Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἸησοῦΧριστοῦ, ἵνα τὸαὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ» [24].


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ματθ. 4, 16.
[2] Ρωμ. 8, 2.
[3] Ρωμ. 1, 21-23: «γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ' ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν, καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν».
[4] Titus Maccius Plautus, Asinaria (495) (The comedy of asses, a play in English and Latin - Latin Edition), Kindle Edition: «lupus est homo homini». T. Hobbes, DeCive (1642) (the citizen), R. Royston, London, 1651: «Man to Man is an arrant. Wolfe».
[5] J.- P. Sartre, “Huis clos”, suivi de "Les Mouches" (1947), Gallimard, Paris 2000, 93: «L'enfer, c'est les autres» («η κόλαση είναι οι άλλοι»).
[6] Α΄ Κορ. , 13, 1.
[7] Α΄ Κορ. , 13, 2.
[8] Α΄ Κορ., 13, 1.
[9] Α΄ Κορ., 13, 1-2.
[10] F. Nietzsche, The Gay Science (1882, 1887), (ed. - trans.) W. Kaufmann, Vintage, New York, 1974, 182: «What after all are these churches now if they are not the tombs and sepulchers of God?».
[11] Β΄ Τιμ. 3, 1-5.
[12] Πράξ. 17, 30-31.
[13] Πράξ. 17, 32.
[14] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Θεία Λειτουργία, Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις κώδικας, Ἀδελφότης Θεολόγων ὁ Σωτήρ, Ἀθῆναι, 1982, σελ. 105.
[15] Ρωμ. 7, 24.
[16] Ιωάν. 3, 8.
[17] Πράξ. 17, 27.
[18] Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως, Fragmenta in epistulam ad Romanos, K. Staab, Pauluskommentar aus der griechischen Kirche (1933), Aschendorff, Münster, 1984, 493: «ἀλλὰ πόθεν ὁ θεῖος ἔρως ἐκεῖνος ἐκκέχυται καὶ ὅλην ἐμπεριείληφε τὴν ἡμῶν καρδίαν; Ἐκ τοῦ παναγίου πνεύματος τοῦ δοθέντος ἡμῖν͵ ὥστε τὸ ὅλον τῆς ἄνω χάριτος. Ἀλλὰκαὶ χρεωστοῦμεν ὑπερερᾶν αὐτοῦ͵ κἄν τι δέοι παθεῖν͵ μὴ ἀφίστασθαι τοῦ πρὸς αὐτὸν ἔρωτος. Διὰ τί; Ὅτι αὐτὸς ἡμῶν ἠράσθη πρῶτος. Καὶ τότε τίνων; Ἐχθρῶν καὶπολεμίων ὑπαρχόντων. Εἶδες ὑπερβολήν͵ εἶδες πόσον τὸ χρέος. πρόσθες καὶ τὸ ἔτι μεῖζον· οὐκ ἠράσθη μόνον ἀλλὰ καὶ ἠτιμάσθη ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἐρραπίσθη καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη. Διὰ τούτων ἁπάντων τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα».
[19] Α΄ Κορ. 10, 17.
[20] Α΄ Κορ. 15, 19: «Εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον͵ ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν».
[21] Γαλ. 5, 13.
[22] Πράξ. 17, 30-31.
[23] Ιωάν. 3, 8.
[24] Α΄ Κορ. 1, 10.
Related Posts with Thumbnails