© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Παύλου Φουρνογεράκη: ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ (ποίημα)



Ξηραμένα βογγητά τ’ ανέμου
στερνή ευωδία
του θυμαριού και της ρητίνης  
σμίξτε   
  της φτερούγας και του λαγού
τον πύρινο τρόμο
και προσκαλέστε
τις  σταγόνες της βροχής
να δροσίσουν την κάψα της ρίζας

Οδυρμοί
καπνισμένων υδρατμών
κεραυνοβολήστε
τη μαυρίλα της ιδιωτείας
εξαγνισμένοι
 να οργώσουμε το φθινόπωρό μας 

Ζάκυνθος, 31-8-2012

[Εικαστικό σχόλιο στο ποίημα: Childe Hassam, Rainy Day on Fifth Avenue, circa 1893, watercolor, John and Mable Ringling Museum of Art] 

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Από τον ιερομόναχο Παλλάδιο Χρυσοπλεύρη ώς την μετασεισμική Μητρόπολή μας


Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

      Ο ιερομόναχος Παλλάδιος Χρυσοπλεύρης, ο οποίος, κατά πληροφορία του Λεωνίδα Χ. Ζώη, το 1509 και συγκεκριμένα στις 17 Δεκεμβρίου, ήταν εφημέριος του ναού του Αγίου Νικολάου του Ρεμούνδου στο Ανεμογδούρι της Μπόχαλης και ανακαινιστής της εκκλησίας, είχε στην κατοχή του μια εικόνα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, η οποία είχε μεγάλη φήμη ως θαυματουργή. Μετά το θάνατό του το πολύτιμο αυτό κειμήλιο έμεινε στην οικογένειά του και εκεί διατηρήθηκε για αιώνες, δεχόμενο τις επισκέψεις των πιστών και το προσκύνημα αυτών που το είχαν ανάγκη.
   Χρόνια μετά και πολύ πιθανόν στις αρχές του 19ου αιώνα οι απόγονοι του ιερομονάχου δώρισαν την εικόνα στην ιστορική εκκλησία των Αγίων Πάντων της πόλης της Ζακύνθου, είτε από ευσέβεια, είτε για άλλους λόγους. Τότε φιλοτεχνήθηκε καθέδρα για να τοποθετηθεί και το κόνισμα ντύθηκε με ασημένιο πουκάμισο, όπως συνηθιζόταν.
   Το καλλιτεχνικό αυτό έργο ήταν πόνημα του μεγάλου ασημουργού Γεωργίου Διαμαντή Μπάφα, αυτού που ιστόρησε και την λάρνακα του Αγίου μας, και ήταν αφιέρωμα της Αικατερίνης Χρυσοπλεύρη και του Γαβριήλου Μακρή, όπως σημειώνεται στην ασημένια επένδυση. Φτιάχτηκε ή πιο σωστά τελείωσε στις 3 Ιουνίου 1816 και καλύπτει όλη την εικόνα, εκτός από τα πρόσωπα της Παναγίας και του μικρού Χριστού, που κρατά στην αγκαλιά της. Το όνομα της δωρήτριας φαίνεται και στο κάτω μέρος του αργυρόγλυπτου πλαισίου της εικόνας, όπου η εξής επιγραφή: «Μνήσθητι Κύριε του Δούλου σου Μπατίστα Χρυσοπλεύρη και της συμβίας αυτού Αικατερίνης». Επίσης στο πίσω μέρος της εικόνας υπήρχε άλλη επιγραφή, όπου και αυτή μνημόνευε την ίδια αρχόντισσα: «Μνήσθητι Κύριε του δούλου σου Βαπτιστού Χρυσοπλεύρου Αικατερίνης και Ιωάννου. αωιε΄. εν μηνί Ιουνίω ια΄». Όλα αυτά μας κάνουν να πιστέψουμε πως η εικόνα δωρίθηκε στο ναό των Αγίων Πάντων από την λιμπροντορίστικη οικογένεια γύρω στο 1815 με 1816 και πως δωρητές της ήταν η Αικατερίνη Χρυσοπλεύρη και ο σύζυγός της Μπατίστας ή στο ελληνικότερο Βαπτιστής.
   Η Μυρτιώτισσα έμεινε στους Αγίους Πάντες και σιγά - σιγά απέκτησε μεγάλη φήμη, τέτοια, που ο λαός μας συχνά ονόμαζε την εκκλησία στο όνομά της και ποιητής των ζακυνθινών αντετιών Γιάννης Τσακασιάνος, ακούγοντας ένα σαρακοστιανό απόγευμα το πένθιμο σένιο από το περίφημο καμπαναριό του ναού, που εκτός από το κρέμασμα του μαρουλοκρέμμυδου και του βαγιού, σήμαινε και εκλογικά αποτελέσματα, έγραψε χαρακτηριστικά:
   «…Και πού θ’ ακούσουν το στερνό τ’ απόγιομα τα’ αυτιά μου
      το λυπηρό καμπάνισμα αφ’ τη Μερτιώτισσά μου …».
   Κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής της, στις 24 Σεπτεμβρίου, η εκκλησία πραγματοποιούσε μεγάλο πανηγύρι. Ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στην παράκληση, η οποία  γινόταν το απόγευμα ή την πρώτη Κυριακή μετά την γιορτή. Πολλές φορές, μάλιστα, στους γύρους, οι οποίοι τελούνταν μέσα στην εκκλησία, έπαιρνε μέρος και η φιλαρμονική, που έπαιζε μια πρεγκιέρα. Έτσι δινόταν στην γιορτή περισσότερη επισημότητα.
   Με λίγα λόγια, σιγά-σιγά η Μυρτιδιώτισσα ή Μερτιώτισσα, κατά το λαϊκότερο και πιο ζακυνθινό, έγινε η παναγία της Μέσα Μερίας και η γιορτή της μια από τις πιο σημαντικές της περιοχής. Όταν, μάλιστα, ο δεσπότης ο Κατραμής κατάργησε τις λιτανείες του απογεύματος του Πάσχα, μόνο την δική της και της Γαλανούσας, του Αγίου Λαζάρου άφησε, για τον αγιασμό και την ευλογία και των δύο κομματιών της πόλης.
   Με τους σεισμούς και την φωτιά του Αυγούστου του 1953 η εικόνα κάηκε, αλλά παραδόξως έμεινε και σώθηκε το ασημένιο της πουκάμισο. Οι ενορίτες της την αποκατάστησαν αμέσως. Ο ακούραστος Χρήστος Ρουσέας ζωγράφισε τα πρόσωπα, όπως τα θυμόταν και πάνω τους μπήκε το έργο του Μπάφα. Η καθέδρα αποκαταστάθηκε και τοποθετήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Μόλου, όπου ήταν η προσωρινή, μετασεισμική μητρόπολη. Εκεί κάθε Σεπτέμβρη γινόταν και το πανηγύρι «τση Κυράς τση Μερτιώτισσας».
   Όταν χτίστηκε ο νέος ναός του Αγίου Νικολάου των Ξένων, ο καθεδρικός ναός του νησιού, η εικόνα μεταφέρθηκε σ’ αυτόν και εκεί τιμάται από τους πιστούς της.
    Πολύ αργότερα και όταν η εκκλησία φορτώθηκε με τις άσχετες με την παράδοσή μας τοιχογραφίες της, ιστορήθηκε στην πίσω μεριά της από τον αγιογράφο Κ. Μαλλιά και το γεγονός του θαύματος της ίασης του παραλυτικού στα Κύθηρα, όπως ήταν και παλιά.
   Η ύπαρξη και η λατρεία της Μερτιώτισσας στη Ζάκυνθο δείχνει την ενότητα των Επτανήσων, μια και η Παναγία αυτή, ως γνωστόν, είναι η προστάτισσα των Κυθήρων. Ας την διατηρήσουμε. Είναι κρίμα να διασπάσουμε και να διαλύσουμε τον πολιτισμό μας. Μόνο ενιαίος μπορεί να υπάρξει. Διαφορετικά ξεκινάμε από το μηδέν.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Αποστόλου Θηβαίου: Μ’ ΕΠΙΜΟΝΗ (ποίημα)




Τα πουλιά κατευθύνονται με ορμή ανεξήγητη,
Είναι μεσημέρι Κυριακής, έχει μόλις συντελεστεί
Μια μεγάλη λύπη,
Τα πουλιά κατευθύνονται με ορμή ανεξήγητη,
Δεν υποψιάζονται πως εκείνος ο νέος,
Που είναι διαλυμένος μέσα μου
Και μέσα σου,
Πως εκείνος ο νέος,
Με τ’ άγριο μάτι,
Που αψηφά την ορμή των πουλιών,
Την εξορία,
Την ανηφορική έξαψη του δρόμου,
Δεν υποψιάζονται,
Πως ίσως είναι ένας θεός
Που γυρνά νικημένος στο πατρικό του σπίτι.
Έχουν περάσει τόσα χρόνια,
Όσοι τον γνώριζαν είναι πια νεκροί.
Και είναι τέτοια η ορμή των πουλιών.

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Ζαχαρία Στουφή: Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


 «Ιόνιο πέλαγος υπάρχει και στον Άδη
          γεμάτο καλοκαίρι και νεκρούς»

Το καλοκαίρι τελείωσε και η ανάμνηση της θάλασσας θα έρχεται νοσταλγικά στη θύμησή μας, καθώς η εποχή του βαρύ χειμώνα θα εκτυλίσσεται. Κάποιες φορές περπατώντας στην έρημη αμμουδιά, μετά τη βροχή συνήθως, θα την απολαμβάνουμε έστω και αγριεμένη.
Πάντοτε τη συνδέουμε στο μυαλό μας με το καλοκαίρι, τη ξεγνοιασιά, το παιχνίδι, τον έρωτα, τις διακοπές και πάνω απ’ όλα τη ζωή την αστείρευτη που χαρίζει το νερό της στον πλανήτη μας. Τώρα, προσπαθήστε να γυρίσετε τον διακόπτη του συνειρμού και φανταστείτε πως βρίσκεστε σε μία καλοκαιρινή πλαζ της αρεσκείας σας και στην ανάμνησή σας έρχεται ο βαρύς χειμώνας. Αναπολήστε για λίγο την αγριεμένη θάλασσα και την έρημη ακτή με τα σκουπίδια και τα ξύλα που ξέβρασε η τρικυμία αποβραδίς. Ακούστε την αγριεμένη να λυσσομανάει πάνω στα βράχια και νιώσετε για λίγο δυστυχείς ή απελπισμένοι, κάνοντας σκέψεις για τον θάνατο. Όχι για οποιονδήποτε θάνατο, αλλά για τον θάνατο που κατοικεί στη θάλασσα. Φανταστείτε μια άλλη θάλασσα, τη θάλασσα των νεκρών.
            Καλύτερα να πάρουμε από την αρχή τα πράγματα. Τότε που τα νερά της χώριζαν τον πάνω με τον κάτω κόσμο και κάποια σπήλαια, δίπλα στην εκβολή του ποταμού Αχέροντα ήταν οι πύλες του Άδη που από εκεί οι θεοί ανεβοκατέβαιναν και καμιά φορά οι τολμηροί θνητοί. Για πόσους αιώνες οι νεκροί κατοικούσαν κάτω από το νερό; Για πόσες χιλιετίες πνίγονται στα νερά της οι άνθρωποι; Άραγε μπορούμε να θυμηθούμε τα θαλάσσια στοιχειά των ελληνικών θαλασσών και τους βρικόλακες πειρατές που έχουν στοιχειώσει τα ξερονήσια; Γνωρίζετε πως μέχρι και στις αρχές του 20ού αιώνα, εάν κάποιος ναυτικός πέθαινε στα υπερπόντια ταξίδια, οι σύντροφοί του τού έκαναν μια αυτοσχέδια τελετή και τον κήδευαν ρίχνοντάς τον στη θάλασσα; Αλήθεια, έχετε αναλογιστεί ποτέ την ώρα που κολυμπάτε, πόσοι πνιγμένοι επιπλέουν στα νερά της και ακόμα για πόσους από αυτούς η θάλασσα έγινε υγρό κοινοτάφιο; Υπάρχουν ναυτικοί και ψαράδες που η θάλασσα θέλησε να τους κρατήσει κοντά της και να κάψει με το αλάτι και το ιώδιο που διαθέτει, τα κορμιά τους. Οι πνιγμένοι που τάφος τους έγινε η θάλασσα έχουν και στη στεριά έναν τάφο, αφού η οικογένειά τους που δεν κατάφερε να βρει τη σωρό τους έθαψε συμβολικά τα ρούχα τους. Αυτοί δεν έγιναν λίπασμα για τη γη τους, αλλά τροφή για τα ψάρια της μητέρας θάλασσας που ακόμα μας γεννάει και μας θρέφει.
            Τα βράδια του καλοκαιριού στις παραθαλάσσιες ταβερνούλες όπου τα φώτα μέσα στο νερό από τα πυροφάνια και τα γρι-γρι φτιάχνουν ένα ρομαντικό τοπίο, σκεφτήκατε ποτέ μήπως είναι τα καντηλάκια των πνιγμένων; Όταν (πολύ σπάνια) τύχει να ξεβράσει η θάλασσα κανέναν πνιγμένο στις ακτές που είναι γεμάτες με λουόμενους γιατί οι ζωντανοί τον υποδέχονται ουρλιάζοντας και αλαλάζοντας; Γιατί κρύβουν τα παιδιά τους, τηλεφωνούν στην αστυνομία, κάνουν εμετούς πανικόβλητοι; Μα είναι απλό. Γιατί ποτέ δεν σκέφτηκαν ότι η ζωοδόχος θάλασσα είναι και η θάλασσα των νεκρών. Σαν να μην τους προβλημάτισε ποτέ, μήπως ο προορισμός των ψυχών είναι και η αφετηρία τους (φυσικά ούτε εννοώ την μετεμψύχωση, ούτε την πιστεύω).
            Πάντως αν συμβιβαστείτε με την ιδέα πως όταν απολαμβάνετε τη δροσιά των νερών της, το ερωτικό παιχνίδι και τις διακοπές σας, τα απολαμβάνετε μέσα στο μεγαλύτερο «νεκροταφείο» του κόσμου, τότε η απόλαυσή σας θα έχει γεύση «ιστορική», οι διακοπές σας θα είναι στην «αυτογνωσία», ενώ η θλίψη και η μελαγχολία που θα προκύψει θα κάνει την ρομαντική σας στιγμή, καθρέπτη της αιωνιότητας.
            Προσπαθήστε τα όλα αυτά και θα δείτε που σιγά-σιγά ο θάνατος θα χάνει την απαίσια μορφή του και θα γίνει ένας μοναχικός τύπος της παραλίας που θα απλώνει την πετσέτα του λίγα μέτρα από σας, περνώντας απαρατήρητος. Αν καμιά φορά ξεμείνετε από φωτιά και τσιγάρα, αυτός έχει και τα δύο. Πηγαίνετε άφοβα και ζητήστε του˙ καπνίζει πάντα τη μάρκα σας.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Οι Παρακλήσεις του Σταυρού


Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


   Η γιορτή της Ύψωσης του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου, είναι μια από τις σημαντικότερες του χρόνου και τιμάται από το λαό μας με ιδιαίτερη ευλάβεια. Θεωρείται εφάμιλλη της Μεγάλης Παρασκευής και η νηστεία της είναι μια από τις αυστηρότερες του ενιαυτού. Χαρακτηριστικό φαγητό της ημέρας αυτής για το νησί μας τα βρασμένα, ξερά κουκιά, τα οποία όχι μόνο μαγειρεύονταν, κατ’ έθιμο, σ’ όλα σχεδόν τα σπίτια της Ζακύνθου, αλλά παλιότερα πουλιόνταν έτοιμα από τους πλανόδιους πωλητές στις διάφορες γειτονιές, πασπαλισμένα με αλάτι και την απαραίτητη ρίγανη.
   Επίκεντρο του εορτασμού ήταν και είναι το γραφικό εκκλησάκι του Εσταυρωμένου στην πόλη, το οποίο, εκεί στην Αγία Τριάδα και στην αρχή της οδού Κρυονερίου, εξακολουθεί ν’ αντιστέκεται στην σύγχρονη κακογουστιά, που το περιβάλλει, σαν θύμηση και σαν υπόδειξη, τονίζοντας το τι χάθηκε με την θεομηνία του Αυγούστου του 1953 και υπογραμμίζοντας το τι κακά μπορεί να φέρει η αδιαφορία και η λησμοσύνη.
   Σκοπός όμως του σημερινού κειμένου, του επίκαιρου και εορταστικού, δεν είναι η λαογραφία της γιορτής, πλούσια και στο νησί μας, όπως και σε όλα τα άλλα μέρη, ούτε η αναφορά στην ιστορική εκκλησία, που πανηγυρίζει, αλλά σε μια συνήθεια καθαρά τοπική, θέλω να πιστεύω, η οποία για χρόνια τηρήθηκε και εσχάτως, καλώς ή κακώς, όπως πολλές άλλες, καταργήθηκε.
   Επιδίωξή μας είναι η καταγραφή της και από εδώ και η, ως γνώση, μετάδοσή της στις νεότερες γενιές και φυσικά όχι η επαναφορά της, μια και οι καιροί δεν το επιτρέπουν.
   Παλιότερα, λοιπόν, την χρονική περίοδο από 1 έως 13 Σεπτεμβρίου οι εφημέριοι των εκκλησιών της Ζακύνθου επισκέπτονταν τα σπίτια των ενοριτών τους και διάβαζαν την μικρή παράκληση του Σταυρού. Η συνήθεια αυτή μιμείται και αντιγράφει την ανάλογη του Δεκαπενταύγουστου και δείχνει την ευσέβεια, την οποία έχει ο λαός μας προς το Τίμιο Ξύλο και το πόσο τιμά την γιορτή του.
   Για την ευκολία, μάλιστα των ιερέων της Ζακύνθου, ο Ν. Πολλάνης εξέδωσε το 1852 στην γειτονική Κεφαλονιά μια Παράκληση γραμμένη, πιθανόν γι’ αυτό το σκοπό, από τον ευπαίδευτο ντόπιο κληρικό Νικόλαο Γαβριηλόπουλο, τον και υμνητή του προστάτη μας Αγίου Διονυσίου, η οποία, μαζί με μιαν άλλη σχετική, ποίημα του ιερομονάχου Ρωδίου του Κρητός, επαναδημοσιεύθηκε το 1985 από το μακαριστό, ζακυνθινής καταγωγής και νοοτροπίας, Μητροπολίτη Αργολίδος, Χρυσόστομο Β΄ Δεληγιαννόπουλο.
   Την ανάγκη της ύπαρξης μιας σχετικής υμνογραφίας για την περίπτωση μας την επιβεβαιώνει και η πολύτιμη δημοσίευση από τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια ενός χειρόγραφου κώδικα, ο οποίος διασώθηκε στην εκκλησία του Εσταυρωμένου και πρωτοδημοσιεύεται από τον παραπάνω ποιητή και ερευνητή στην σημαντική έκδοση: «Ζακύνθου Εορτοδρόμιον», η οποία τυπώθηκε το 1998 από την Ιερά Μητρόπολη Ζακύνθου και Στροφάδων, μαζί με άλλες τοπικές ακολουθίες.
   Ο κώδικας αυτός, όπως ο π. Καποδίστριας σημειώνει στην εισαγωγή του, είναι γραμμένος από τον ιερέα Διονύσιο Θεοδόση, «ευλαβείας χάριν», το 1845 και είναι αφιερωμένος στον ιστορικό ναό του Εσταυρωμένου. Μεταξύ των άλλων, εκτός από τους δημοσιευμένους από τον δεσπότη Δεληγιαννόπουλο, περιέχει και δύο παρακλητικούς κανόνες του Σταυρού, έργα ντόπιων υμνογράφων. Ο ένας είναι πόνημα του «Στυλιανού του Αιδεσιμωτάτου εν ιερεύσι Χαλκωματά του Ζακυνθίου» και ο άλλος ενός ανωνύμου «Ευλαβούς Ζακυνθίου».
   Η ποικιλία των παρακλητικών αυτών κανόνων, αλλά και η γραφή κάποιων από ντόπιους, δείχνει όχι μόνο την συχνή τους χρήση, αλλά και την ανάγκη πολυμορφίας, δείγμα της καλαισθησίας των ντόπιων ιερέων και απόδειξη για την αγάπη στο λειτούργημά τους. Είναι μια ακόμα μαρτυρία για την ιδιαιτερότητα του ντόπιου τυπικού και μια επιπλέον επιβεβαίωση για την τζαντιώτικη ιδιορρυθμία.
   Δεν ξέρουμε το πότε ακριβώς σταμάτησε η συνήθεια αυτή. Στηριζόμενοι, όμως, στην μαρτυρία του επισκόπου Δεληγιαννόπουλου, που στον πρόλογο της έκδοσής του σημειώνει πως ο ίδιος την πρόλαβε, ακολουθώντας τους ιερείς της Ζακύνθου, σαν ψάλτης και γνωρίζοντας πως ο ίδιος γεννήθηκε το 1916, πρέπει να την τοποθετήσουμε και αυτήν προσεισμικά.
   Σήμερα, βέβαια, που και αυτές οι παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου στα σπίτια τείνουν να εκλείψουν είναι δύσκολο να σκεφτούμε την επαναφορά τους. Τις αναφέραμε όμως εδώ, όπως γράψαμε και παραπάνω, για να γίνουν γνωστές και να διασωθούν στην θύμηση. Ήταν δημιούργημα των εποχών, που οι εφημέριοι των ναών του νησιού μας, αναζητώντας εργασία, μια και δεν ήταν μόνιμοι, προσπαθούσαν να δημιουργήσουν στις εκκλησίες τους ιδιαιτερότητες και έθιμα. Ήταν, επίσης, τότε, που δεν γραφόσουν ενορίτης στην εκκλησία της γειτονιάς σου, αλλά σε αυτήν που εσύ προτιμούσες.
   Οι καιροί αλλάζουν και τα πράγματα εξελίσσονται. Το σήμερα είναι πολύ πιθανόν καλύτερο. Ας γνωρίζουμε, όμως, και το παρελθόν μας. Είναι οι ρίζες μας και η ιστορία μας. Πάνω σ’ αυτό θα στηριχτούμε.

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Η Σπηλούλα και το γραφικό πανηγύρι της

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Μια παλιά συνήθεια του νησιού μας, που πιστεύω πως είναι καθαρά ζακυνθινή, θέλει ή πιο σωστά συχνά απαιτεί, τα πανηγύρια των διαφόρων εκκλησιών και κυρίως αυτών της υπαίθρου, να γιορτάζονται με μετάθεση. Μ’ άλλα λόγια, στα περισσότερα χωριά οι ναοί τους, τις πιο πολλές φορές οι κεντρικοί, δεν πανηγυρίζουν την ημέρα της μνήμης των Αγίων ή των γεγονότων, στα οποία τιμώνται, αλλά μιαν άλλη Κυριακή, κατά κανόνα καλοκαιρινή, όπου ο καιρός το επιτρέπει και οι συνθήκες είναι κατάλληλες.
Κάποια από αυτά τα πανηγύρια γίνονταν και γίνονται, όπου η παράδοση τηρείται και η ιστορία συνεχίζεται, και τούτες τις μέρες, στις αρχές του Σεπτέμβρη. Αιτία γι’ αυτά ο γλυκός καιρός της χρονικής αυτής περιόδου, αλλά και ο «μαύρος χρυσός» του νησιού, η κάποτε περίφημη σταφίδα, η οποία αυτές τις μέρες έχει μαζευτεί και έχει δώσει έσοδα στους κατοίκους του νησιού, απαραίτητα εντελώς, μια και όπως λέει η παροιμία: «για να πας σε πανηγύρι, πρέπει η πούρσα σου να γείρει».
Βασισμένο σ’ αυτήν την ανάγκη ήταν και το πρώτο από αυτά τα πανηγύρια, του Οσίου Ιωσήφ στο Γαϊτάνι, όπου παλιότερα, όπως μου έχουν διηγηθεί κάτοικοι της περιοχής, το λείψανό του έμενε έντεκα μέρες «στη θύρα του», για να περνούν από την εκκλησία οι χωρικοί, σαν έμπαιναν «τη Χώρα» για να πουλήσουν το φρούτο, να προσκυνήσουν και να του αφήσουν την πορτάδα του.
Τελευταίο του κύκλου αυτών των παραδοσιακών πανηγυριών, που τονίζουν την ιδιορρυθμία μας και την ταυτότητά μας, είναι αυτό που γίνεται την επόμενη Κυριακή στη Σπηλούλα, στο χωριό Καλιπάδο και στην ουσία μ’ αυτό κλείνει ο κύκλος των Καλοκαιρινών γιορτών, όπως ακριβώς με το άλλο γραφικό πανηγύρι, του Αγίου Λύπιου, τελειώνει ο γιορτασμός του Ζακυνθινού Πάσχα.
Το μέρος που έχει κτιστεί η εκκλησία είναι μοναδικό και ακόμα πιο σπουδαία είναι η από εκεί θέα, όπου ο επισκέπτης βλέπει όλο σχεδόν το νησί και προπάντων τον πλούσιο και κατάφυτο κάμπο του.
Το όνομα της εκκλησίας, η οποία σημειωτέον είναι φαμιλιακή, διατηρώντας μια πανάρχαιη τοπική συνήθεια, προέρχεται από την εφέστια εικόνα, η οποία κατά την τοπική παράδοση βρέθηκε σε μια σπηλιά, λίγο πιο κάτω από τον κεντρικό ναό, η οποία έχει μετατραπεί σε παρεκκλήσιο. Πρόσφατα μάλιστα ο χώρος διαμορφώθηκε, με την φροντίδα των ευαίσθητων και δραστήριων ιδιοκτητών και η εκεί πρόσβαση είναι εύκολη, διευκολύνοντας τους πανηγυριστές και όχι μόνο, να πάνε δίχως κίνδυνο στον ιερό αυτό τόπο, να προσκυνήσουν στο σημείο της εύρεσης της εικόνας και ν’ ανάψουν το κεράκι τους.
Εκατοντάδες είναι οι πιστοί και κυρίως οι αντεταδόροι, οι οποίοι κάθε χρόνο ανηφορίζουν όχι πια με τα πόδια, όπως παλιά, αλλά με το αυτοκίνητό τους στο λαοφιλές εκκλησάκι, είτε στην πρωινή λειτουργία, είτε στην εσπερινή παράκληση και λιτανεία και μετά κάθονται στους γύρω διαμορφωμένους χώρους για ν’ απολαύσουν το ψητό και το κρασάκι τους, μαζί με την υπέροχη θέα και την φύση, που ετοιμάζεται να ξεπεράσει την ξεραΐλα του Καλοκαιριού και να ξαναρχίσει την αναζωογονητική της πορεία.
Με τις ευωδιές του Φθινόπωρου, μάλιστα, που είναι έντονες και μαγευτικές, ιδίως τα βράδια του, σμίγουν οι μυρωδιές του παστελιού και της φ(ρ)ιτούρας, διατηρώντας την παράδοση και συνδέοντάς μας με τις ρίζες μας, σε μια χρονική στιγμή, που η τουριστική περίοδος βαδίζει προς το τέλος της και το νησί μας γίνεται ξανά δικό μας, κάνοντάς μας να μετανοήσουμε για τις πολλές μας υποχωρήσεις και παρεκκλίσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες που άντλησε ο ακαταπόνητος Λεωνίδας Ζώης, τις ατελείωτες ώρες που διασωστικά πέρασε στο Αρκίβιο της προσεισμικής Ζακύνθου και μας τις χάρισε ο συνεχιστής του έργου του Ντίνος Κονόμος, δημοσιεύοντάς τες στο βιβλίο του «Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο», την πρωταρχική εκκλησία έκτισε ο μοναχός Αθανάσιος του ποτέ Γκίνη από την Χιμάρα, «που με κόπους του, με το πελέκι, έσκαψε μέσα εις τον βράχο, εις τόπον λεγόμενον Σκουταρέα, σύνορον Καληπάδου ή Καλέντζη».
Από την ίδια ιστορική πηγή πληροφορούμεθα πως ο ρασοφόρος κτήτορας της εκκλησίας φρόντισε για την τύχη της, δύο φορές, όπου για λόγους ευσεβούς ανάγκης, θέλησε προσωρινά να την εγκαταλείψει.
Την πρώτη, θέλοντας να πάει στο Άγιο Όρος, άφησε το ναό του στον καλόγερο Μπούλτσο, όπως φαίνεται σε συμβόλαιο του Ιωάννη Σκουλογένη, με ημερομηνία 30 Νοεμβρίου 1671. Τη δεύτερη ο ευσεβής καλόγερος επιθύμησε να πάει στην όμαιμη Κέρκυρα, να προσκυνήσει το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα. Τότε παραχωρεί την εκκλησία του στην γειτονική της Αγίας Μαρίνας των Δραγωναίων, «επειδή εκεί είχε την μετάνοιάν του όταν ήρθε στη Ζάκυνθον», όπως ήταν γραμμένο σε συμβολαιογραφική πράξη του Ν. Νομικού.
Διαβάζοντας όλα αυτά σκεφτόμαστε από τι μας στέρησε η θεομηνία του Αυγούστου του 1953 και πόσο στιγμάτισε τη ζωή και την ιστορία μας.
Μα, σαν αντίσταση, κρατάμε τα έθιμα και τις ιδιαιτερότητές μας. Γι’ αυτό το πανηγύρι της Σπηλούλας πρέπει να διατηρηθεί και να συνεχιστεί. Ας το αγκαλιάσουμε όλοι.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

ADDRESS by His All-Holiness Ecumenical Patriarch BARTHOLOMEW: To the Central Committee of the World Council of Churches


(Orthodox Academy, Crete, September 3, 2012) 

Beloved friends in the Lord, 

We are sincerely delighted to be here with you as grateful benefciaries of the generous hospitality of the historical Church of Crete. It is through the “fair havens” (the Kaloi Loimenes) of this  apostolic island that St. Paul, the great “apostle to the gentiles,” sailed on his way to Rome on his 4th missionary journey, leaving behind Titus as its frst bishop ad his trusted colleague. 

We are also pleased that you are convening here at the beautiful Orthodox Academy of Crete, this precious gem of the Ecumenical Patriarchate that combines theoretical exploration and practical application. This institution has a long, proven record of integrating theological study and ecumenical witness. Your presence here during these days confrms this tradition. 

Moreover, we were deeply honored by the kind invitation to address you as distinguished members of the Central Committee of the World Council of Churches and spontaneously accepted to subsume this signifcant meeting under the auspices of the Ecumenical Patriarchate for the second time. The frst such blessed occasion was in Heraklion, Crete, almost 45 years ago. 

The commitment of the Ecumenical Patriarchate to the vision and mission of the World Council of Churches – from the early formative and creative years through even the more diffcult and contentious moments – has always been unwavering and paramount. Indeed, our own admiration and dedication to the service and ministry of the World Council of Churches is amply evident in our extensive participation in numerous executive roles and responsibilities over many decades. In more recent years, on the occasion of the 60th anniversary of the WCC, we addressed the Central Committee in Geneva in 2008; on these very grounds, we spoke to the plenary of the Faith and Order Commission in 2009; and we communicated a message via video to the International Ecumenical Peace Convocation held in Jamaica last year. 

Given all this, we would like to bring to your attention three concepts highlighted in the Apostle Paul’s Letter to Titus that pertain to the sub-themes of your forthcoming 10th General Assembly next year in Busan, South Korea, which comprises a humble prayer that the “God of Life [may] lead us to justice and peace.” 

Life is God's gift to humankind and to all creation. It is a gift that emerges from the Trinitarian love and God’s love for the world. The Father loves the Son, while the Holy Spirit strengthens this divine love among the three persons and toward the world. According to the Church Fathers, this gift of life is the result of  God’s mystery as Father and “Maker of all things, both visible and invisible.” Creation on the other hand has to live in the fullness of freedom and in pursuit of justice and peace. When humanity experiences such freedom and justice, then it realizes the prefguration of God’s Kingdom and the anticipation of the divine transfguration. 

Turning, then, to St. Paul’s Letter to Titus, we observe that the frst concept concerns St. Paul’s advice to “teach what befts sound doctrine.” (2.1) Life Together in Faith: Unity and Mission is the frst sub-theme of the General Assembly in Korea. This is a clear reminder of the foundation of our unity and mission as an ecumenical body. For we must at all times remember – always reminding ourselves and respectfully reminding others – that we constitute a fellowship of churches that confess the Lord Jesus Christ as God and Savior, ultimately seeking and under no circumstances neglecting our calling to visible unity in one faith “that the world may believe.” (John 17.21) We must be careful that, again in the inspired words of Paul to Titus, “in everything we may adorn the doctrine of God our Savior” (2.10) and that “the word of God is not discredited.” (2.5) 

The second concept relates to St. Paul’s recognition that “truth accords with godliness” (1.1), that authentic “peace comes from God” (1.4), and that “the grace of God has appeared for the salvation of the whole world.” (2.11) Life Together in Hope: For Justice, Peace and Reconciliation in the World is the second sub-theme of the upcoming General Assembly. “Godliness” implies doing the right thing by all people and by all of God’s creation; it involves honoring and upholding the rights of every person as well as of every living creature. Our doctrine and tradition should inform our life and spirituality; our creed should conform to our worship; or, to adopt the language of the programs of the World Council of Churches, our “faith” should complement our “order.” 

Finally, the third sub-theme of next year’s General Assembly is Life Together in Love: For a Common Future. There is a key term that appears in chapter 1, verse 8, of Paul’s Letter to Titus. The word is philoxenos, which signifes “hospitable.” The bishop – or, we could expand this to include every faithful Christian and, indeed, every “lover of goodness” (1.8) as “God’s steward” (1.7) – is called to be both gracious and generous, kind and accommodating. The expression philoxenos literally designates someone who loves strangers. It denotes someone who is not intolerant and exclusive of those who are different or appear foreign. It is the welcoming and embracing of the other – the every other, regardless of religion, race, ethnicity, color, creed and gender – in whom we are to envisage the unique and living image of God. It is the antithesis of racism and xenophobia. We must strive to overcome eastern and western divides of cults and cultures; we must struggle to heal northern and southern divides of peoples and countries. 

Dear friends, our prayers are with you as you prepare to organize an Assembly that will proclaim a new message and vision for the years ahead. We also pray for all those involved in these preparations – the members of the Central Committee, the Secretary General, the Assembly Planning Committee under the leadership of His Eminence Metropolitan Gennadios, and each member of the Committee and Staff, as well the Korean Host Committee – so that the WCC member Churches and the entire ecumenical family may experience a peaceful and festive Assembly. 

We are called to invoke and embrace God’s justice and peace. If we resist justice and peace, then we are instruments of evil in the world. In some ways, the theme of next year’s Assembly – “God of life, lead us to justice and peace” – is diametrically opposed to the petition in the Lord’s Prayer that God may “lead us not into temptation, but deliver us from evil.” 

Permit us to close with words from St. Paul’s Letter to Titus: “My beloved children in our common faith, may the grace and peace of God the Father and Christ Jesus our Savior … be with you all. Amen.” (Titus 1.4 and 3.15) 




π. Κων. Ν. Καλλιανός: Η ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ


Φθινόπωρο, μὲ τὶς καλοκαιρινὲς ἀχτίδες νὰ τοῦ συντροφεύουν ἀκόμα τὰ μεσημέρια, γιὰ νὰ γίνονται τ᾿ ἀπογεύματα φῶς ἰλαρὸ, νοσταλγικὸ, ἄλλων καιρῶν καὶ χρόνων, ποὺ κομίζει  στὴν ψυχὴ τὴ γοητεία τῆς ποίησης, ἡ ὁποία καὶ τὰ στεφανώνει. 
Αὐτὲς οἱ περιούσιες, λοιπόν, ὧρες εἶναι ποὺ ἀνακαλοῦν στὴ μνήμη ἕνα πλῆθος ἀπό πρόσωπα καὶ δραστηριότητες, μυρωδιὲς καὶ ἐδέσματα, ὅλα σχεδὸν λησμονημένα ἀπό τοὺς νεότερους. Γιατὶ αὐτὸς ὁ καιρός, καιρὸς τοῦ φθινοπώρου παράγει μέσα στὴν ψυχὴ φωτεινὲς μνῆμες ποὺ τὶς συντηρεῖ πάντα μὲ τὴ ναφθαλίνη τῆς γοητείας, τὴν ὁποία ἀποπνέουν ἐκεῖνες οἱ φευγαλέες στιγμὲς τοῦ χτές. Ἑνὸς χτὲς, ποὺ τὸ διακρατεῖ ἡ ψυχὴ μὲ εὐλάβεια, καθὼς μαζί του συνυπάρχουν πρόσωπα ἀγαπημένα καὶ καθαγιασμένα στὴ συνείδηση. Καὶ πάντα σ᾿ ἕναν χῶρο: ἐκεῖνον τοῦ ἁπλοῦ νησιώτικου χωριοῦ, ποὺ εὐωδίαζε αὐτὸν τὀν καιρὸ στυμμένο σταφύλι καὶ φρεσκοκομμένο ξύλο.  Ὡστόσο αὐτὸν τὸν καιρό, φθινοπώρου καιρό, μποροῦσες νὰ ὀσμισθεῖς κι ἄλλες εὐωδιές, γιατὶ καθὼς οἱ μῆνες παρέρχονταν καὶ οἱ μέρες, καθὼς δηλαδή  τὸν τρύγο τὸν ἀκολουθοῦσε τὸ μάζεμα τῆς ἐλιᾶς, τότε ὁ τόπος ἄλλαζε τὶς εὐωδιές καὶ μοσχοβολοῦσε φρέσκο λάδι, πορτοκάλι, καψαλισμένο ψωμί καὶ ψημμένο κυδώνι.
 Ὅμως, ἄς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπό τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ ὑπογραμμισθεῖ μὲ εὐθεία,  ἀπαρέγκλιτη καὶ δίχως τὸ τρέμουλο στὸ χέρι καὶ στὴν ψυχή, ὅλη ἐκείνη ἡ Νοσταλγία ποὺ τὴ γεννοῦν οἱ κάθε εἴδους   μνῆμες καὶ  οἱ ζωντανὲς ἐμπειρίες.
Στὰ μέσα τοῦ Σεπτεμβρίου καὶ πιὸ συγκεκριμένα ἀπό τὴ γιορτὴ τοῦ Σταυροῦ καὶ μετὰ, ἄρχιζαν οἱ διαδικασίες γιὰ τὸν τρύγο καὶ τὸ πάτημα τῶν σταφυλιῶν. Τότε λοιπόν συντονίζονταν ὅλα «τ᾿ ἀγγειά», δηλ. ὃλα τὰ χρειαζούμενα σκεύη γιὰ τὸν τρύγο, ποὺ  τὰ φρόντιζε ἡ κάθε οἰκογένεια μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια, ἀφοῦ τότε, τὴν πρὸ τουριστική περίοδο, αὐτὲς οἱ συνήθειες ἦσαν κομμάτι ἀναπόσπαστο τῆς ζωῆς ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων.  
 Φορτωμένα ζῶα μέ προβιές ἤ κοφίνες φέρνανε τά σταφύλια ποὺ κόβανε οἱ ἐργάτες στ᾿ ἀμπέλια κι ὕστερα τἄριχναν στὰ μεγάλα πατητήρια, ὅπου ἕνα ἤ δυὸ ἄτομα τὰ πατοῦσαν καὶ τὰ ρίχνανε μαζί μὲ τὸ μοῦστο στὶς μεγάλες κάδες-καροῦτες παλιότερα. Καί σέ μαστέλες πατοῦσαν σταφύλια, διαλεχτά ὅμως, γιά νά κάνουν τίς «κουρκοῦτες», τίς μουσταλευριές δηλαδή.  ‘Νέβαινε λοιπόν ἀπό τά σπίτια μιά εὐωδιά, πού πραγματικά ἦταν χαρακτηριστική καὶ συνάμα πολύ ἑλκυστική. Εὐωδιά ξεχασμένη σήμερα, πού ὁ μοῦστος ἔρχεται ἕτοιμος, καθώς τά ντόπια τά σταφύλια σχεδὸν ἐξαφανίστηκαν.
Τὶς εὐωδιές τοῦ τρύγου τὶς ἀκολουθοῦσε τό πρῶτο φρέσκο λάδι,  πού ἔβγαινε ἀπό τὶς πρῶτες ἐλιές, «τό πρῶτο χέρι», δηλαδή τό μάζεμα τῶν πεσμένων πρώτων ἐλαιῶν, γιατί τότε τίποτε δὲν πήγαινε χαμένο. Ἔτσι, μὲ τὰ πρῶτα κυκλάμινα πού στόλιζαν τούς «θαμνεμένους» ἐλαιῶνες, ἄρχιζε ἡ συγκομιδή καί τό εἰσοδικό στό σπίτι τοῦ νέου λαδιοῦ «νιό λάδ᾿ παλιό κρασί», ἡ παροιμία...
Ἀπό τό ρέμα λοιπόν, ὅπου βρίσκονταν οἱ παλιές καλίαγριες,  ἀνέβαινε ἡ εὐωδιά τοῦ νέου λαδιοῦ, πού τή συνόδευαν πάντα κάποιες ἄλλες εὐωδιές, ὅπως τοῦ καψαλισμένου ψωμιοῦ, γιά νά γίνει ἡ περίφημη «ζοῦπα», τοῦ ψημένου κυδωνιοῦ καὶ τῶν βρασμένων χόρτων, πού μόλις εἶχε βγάλει ἡ γῆς, γιά νά φαγωθοῦν μαζί μέ τό νιό τό λάδι καὶ τίς φρεσκοτηγανισμένες ζαργάνες. Καί συνοδευτικό αὐτῶν τῶν ἐδεσμάτων ὁ «λάγκερος», τό πρῶτο κρασί, πού τό ἀνοίγανε πρίν ἀπό τό καλό, πού σιγόβραζε...
 Τά χρόνια πού πέρασαν ἄφησαν πολύ στάχτη, ὥστε νά χαθοῦν τά παραπάνω. Μόνο λιγοστοί ἀπομένουν νά εἶναι συντονισμένοι μέ τή γραμμή τῆς Νοσταλγίας, μέχρι νά ἐξαφανισθοῦν κι αὐτοί. 


ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ: 
* Θάμνεμα είναι η κοπή των θάμνων καί των χόρτων, ώστε το χωράφι να είναι καθαρό.

* Λάγκερος είναι το πρώτο κρασί πού γίνεται, αφού προστεθεί νερό στα "στέφλα", τά πατημένα σταφύλια, παραμείνει δυο-τρεις μέρες, κι ύστερ᾿ αντληθεί, τοποθετηθεί σέ νταμιτζάνες, βράσει και μετά από 20-25 μέρες είναι έτοιμο για κατανάλωση. Φυσικα δέν έχει τούς ίδιους τους βαθμούς αλκοόλης, όπως το καλό το κρασί.

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου καί πάσης Αλβανίας Αναστασίου: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ – Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιῶν 
Κεντρική Ἐπιτροπή
Κρήτη, 3 Σεπτεμβρίου 2012

1.   Ἡ οἰκονομική κρίση πού ζοῦμε σέ πολλές χῶρες τοῦ κόσμου, καί  ἰδιαίτερα ἐμεῖς  στόν Νότο τῆς Εὐρώπης, ἔχει ὁδηγήσει ἑκατομμύρια ἀνθρώπων σέ κατάθλιψη καί συχνά σε ἀπόγνωση. Σήμερα ὅλο καί περισσότερο συνειδητοποιεῖται ὅτι ἡ οἰκονομική αὐτή κρίση εἶναι  ἀποτέλεσμα μιᾶς γενικότερης κοινωνικῆς κρίσεως, μιᾶς κρίσεως  ἀξιῶν.  Ἀποτελεῖ συνέπεια μιᾶς θεωρητικῆς  ἀντιλήψεως σχετικά μέ τόν ἄνθρωπο καί τή φύση, ἡ ὁποία, στήν ἐποχή τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, κινήθηκε σέ ἐντελῶς διαφορετική κατεύθυνση ἀπό τή χριστιανική. Ἀπωθώντας ἀπό τή συνείδηση τῶν  ἀνθρώπων καί τῆς  κοινωνίας  τήν  πίστη  στόν  Θεό,  στόν Θεό τῆς ἀλήθειας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς  ἀγάπης, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Θεός, ὅλα ἐπιτρέπονται.
Ὁ σεβασμός πρός τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀντικαταστάθηκε ἀπό τή δεσποτεία ἀπροσώπων θεσμῶν καί δυνάμεων. Ὁ τονισμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου  ὑπεχώρησε δίνοντας τήν  ἔμφαση στήν  ἀπόλυτη  ἐλευθερία  τῆς ἀγορᾶς. Ἔτσι, ἀπό κοινωνία ἐλευθέρων προσώπων φθάσαμε στό σημεῖο ὁλόκληροι λαοί νά γίνονται  ὑποψήφιοι δοῦλοι ἀπροσώπων ὁμάδων, ἀνωνύμων ἐμπόρων τοῦ χρήματος πού ρυθμίζουν βασικά τίς οἰκονομίες τῶν  λαῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι γνωστοί  ὡς “ἀγορές”. Αὐτές αὐτονομοῦν τό χρῆμα σαν ἀφηρημένη “λογιστική” ἀξία καί τό  ἐμπορεύονται. Στούς  πολυσυνθέτους δαιδάλους τῆς παγκοσμιοποιήσεως ἔχουν δημιουργηθεῖ νέες δομές τοῦ χρηματοπιστωτικοῦ συστήματος μιᾶς “εἰκονικῆς οἰκονομίας” πού  κανείς κρατικός ἤ ἄλλος πολιτικός θεσμός δέν ἐλέγχει. Ἀντιθέτως, οἱ ἀποφάσεις τῶν  ἀγνώστων αὐτῶνπαραγόντων, πού δροῦν μέ καλυμμένα πρόσωπα, μποροῦν να ἀνατινάξουν κράτη καί  ἔθνη καί νά καταδικάσουν  ἑκατομμύρια ἀνθρώπους στήν ἀνεργία καί τήν κοινωνία στήν  ἐξαθλίωση. Ἔτσι, ὅλη ἡ παγκόσμια οἰκονομία ζεῖ πλέον μιά τρομερή δομική κρίση τοῦ χρηματοπιστωτικοῦ συστήματος,  ἡ ὁποία  ἀποτελεῖ τήν πιό πειστική  ἀπόδειξη τῆς κρίσεως ἀξιῶν τῆς κοινωνίας.
Ἡ ἀδικία σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο κορυφώνεται στό γεγονός ὅτι τό 20% τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ πλανήτη, πού ζεῖ στίς πλούσιες χῶρες, καταναλώνει τό 80% τοῦ πλούτου τῆς γῆς. Συγχρόνως, ἡ οἰκονομική αὐθαιρεσία, ἡ διαφθορά, ἡ ἀδικία καί ἀναλγησία, πού  ἄνθησαν μέ ὅποιο οἰκονομικό μοντέλο καί ἄν ἐπεβλήθηκε –καπιταλιστικό ἤ σοσιαλιστικό-, ἔχει ὁδηγήσει ἑκατομμύρια ἀνθρώπων στήν κοινωνική περιθωριοποίηση καί  ἐν πολλοῖς  στήν ἐξαθλίωση.
2.   Στήν ὀδυνηρή αὐτή οἰκονομική κρίση, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά  μείνει  ἁπλός θεατής. Εἶναι ὑποχρεωμένη νά ἀρθρώσει μέ σθένος λόγο προφητικό, πρός τρεῖς κατευθύνσεις.
α)  Σθεναρή κριτική στά μέλη τῶν Ἐκκλησιῶν μας γιά τήν ἀσυνεπῆ πρός τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου στάση, γιά τή, μικρή ἤ μεγάλη, συμμετοχή στήν  ἀδικία καί τήν κοινωνική διαφθορά. Κινητοποίηση, μέ δημιουργικές πρωτοβουλίες τῶν ἐνοριῶν, τῶν διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ὁμάδων καί ὀργανισμῶν, γιά τήν  ἄμεση  ἀνακούφιση καί βοήθεια τῶν  ἀσθενεστέρων μελῶν τῆς κοινωνίας μας. Δόξα τῷ Θεῷ, στόν τομέα αὐτόν ὑπάρχουν ἤδη σοβαρές ἐκκλησιαστικές δράσεις.
β) Ἄσκηση θαρρετῆς κριτικῆς στά ὑλιστικά ἰδεώδη καί συστήματα πού  ἀπεργάζονται τήν ἀδικία γενικότερα καί τήν οἰκονομική κρίση εἰδικότερα. Προσπάθεια νά ἐπηρεασθοῦν οἱ πολιτικές ἡγεσίες. Πρόσκληση σέ διακεκριμένους ἐπιστήμονες καί οἰκονομολόγους νά ἐπεξεργασθοῦν λύσεις, μέ σεβασμό στόν ἄνθρωπο καί τήν ταυτότητα τῶν λαῶν καί  συμπαράσταση στίς προσπάθειές τους. Ἡ γενική ἀντίληψη περί  ἀνθρώπου καί κτίσεως ἔχει ριζικά  ὑποκύψει σέ εὐδαιμονιστικές  ἀντιλήψεις. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά  ὑπερασπισθεῖ τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου  προσώπου ὡς εἰκόνος τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ- καί ἐπίσης τήν ἱερότητα τῆς κτίσεως ὡς δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ νοοτροπία ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀφέντης τῆς κτίσεως καί ἄρα δικαιοῦται νά καταχρᾶται τό φυσικό περιβάλλον δέν εἶναι  ἁπλῶς λανθασμένη,  ἀπό ἀπόψεως ὀρθοδόξου, εἶναι ἁμαρτία. Σύμφωνα μέ τή χριστιανική πίστη, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὀργανικό μέρος τῆς κτίσεως καί ὀφείλει νά τή χρησιμοποιεῖ μέ σεβασμό.
γ) Οἱ κατά τόπους ᾽Εκκλησίες ἔχουν τήν εὐκαιρία νά δείξουν εὐρύτερη ἀλληλεγγύη μεταξύ τους ἐπιδρώντας στίς κοινωνίες μέσα στίς ὁποῖες ζοῦν. Π.χ. ἐπηρεάζοντας τούς λαούς τῆς Βορείου Εὐρώπης γιά κατανόηση καί ἀλληλεγγύη πρός τίς δοκιμαζόμενες κοινωνίες τῆς Νοτίου Εὐρώπης. Καί ἀντιστρόφως, περιορίζοντας τά αἰσθήματα πικρίας καί ἀγανακτήσεως τῶν οἰκονομικῶς ἀσθενεστέρων λαῶν τοῦ Νότου, γιά τήν  ὑπεροπτική  συμπεριφορά ὁρισμένων οἰκονομικά εὐρώστων εὐρωπαϊκῶν κρατῶν. Τά παραδείγματα, προφανῶς, μπορεῖ νά πολλαπλασιασθοῦν λόγω τῶν ἀντιθέσεων πού ὑφίστανται στήν ὑφήλιο μεταξύ οἰκονομικῶς ἰσχυρῶν καί ἀδυνάτων κρατῶν. Οἱ Ἐκκλησίες στίς πλούσιες κοινωνίες δέν δικαιοῦνται νά σιωποῦν -κάποτε καί νά συμπλέουν- καί νά ἀφήνουν νά δεσπόζουν ὑπεροπτικές φωνές πού προσβάλλουν τούς εὑρισκομένους σέ δοκιμασία  λαούς.
3.   Ἀλλά  ἄς  ἐπανέλθουμε στόν οἰκεῖο, κοινωνικό μας χῶρο. Πρωταρχικό μας χρέος εἶναι ἡ σοβαρή αὐτοκριτική. Δυστυχῶς, ἡ ἔννοια τῆς κρίσιμης αὐτῆς λέξης ἔχει  ἀλλοιωθεῖ. Χρησιμοποιρεῖται συνήθως γιά νά ἐπισημανθοῦν τά λάθη τῶν ἄλλων.  Ὅμως, μαζί μέ τίς  ἀναμφισβήτητες  εὐθύνες τῆς πολιτικῆς καί οικονομικῆς  ἡγεσίας,  ἐπιβάλλεται νά συνειδητοποιήσουμε τά λάθη πού ἔχουμε διαπράξει ὡς πολίτες. Ἀσφαλῶς,  δέν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλοι συλλήβδην ἔχουν τίς ἴδιες εὐθύνες. Πολλοί ἁπλοί  ἄνθρωποι εἶναι θύματα καί δέν ἔχουν ὠφεληθεῖ ἀπό τήν εὐημερία πού  δημιουργήθηκε  μέ χρήματα δανεικά. Ὅμως, ἄν ψάξουμε μέ διεισδυτική ματιά, οἱ περισσότεροι θά  ἀνακαλύψουμε καί  ἀτομικά σφάλματα καί παραλείψεις. Περιπτώσεις στίς ὁποῖες δέν  ἀντισταθήκαμε στή διάχυτη  ἀσυδοσία καί τήν κραυγαλέα παραβατικότητα.
Ἐπαναλαμβάνοντας ἁπλῶς τή φράση “κρίση ἀξιῶν”, κινδυνεύουμε νά  χαθοῦμε στήν  ἀοριστία. Ἡ Ἐκκλησία, “ἔτι καί ἔτι”, καλεῖται νά ὀνομάζει, νά τονίζει, νά  ἐπισημαίνει αύτές τίς παγκοσμίου κύρους διαχρονικές ἀξίες: τή δικαιοσύνη, μέ τή σαφῆ ἔννοια: “Πάντα οὖν ὅσα ἄν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς” (Ματθ. 7:12). Ἐπίσης, τήν  ἀλήθεια, τήν ἀξία τοῦ μέτρου, τή συμφιλίωση, τήν ἀγάπη σέ ὅλες της τίς  ἐκφράσεις καί διαστάσεις.
4.   Ἡ αὐτοκριτική ὅμως δέν  ἀρκεῖ. Οὔτε ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ἐπιτρέπεται νά περιορισθεῖ σέ περιγραφές πού στηλιτεύουν  ἀόριστα τούς  παραβάτες. Ὁ προφητικός της λόγος πρέπει, χωρίς περιστροφές, νά καλεῖ σέ  μετάνοια. Γιά πολλούς συγχρόνους,  ἡ λέξη “μετάνοια” ἠχεῖ πολύ θρησκευτική, παρωχημένη. ᾽Εν τούτοις, παραμένει διαχρονικά ἐπίκαιρη καί  ἐπαναστατική, ἀπό τότε πού τήν ἀνέδειξε πυρήνα τοῦ Εὐαγγελίου Του  ὁ Κύριός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός: “Μετανοεῖτε” (Μάρκ. 1:15), ἀλλάξετε νοῦ,  συμπεριφορά, τρόπο μέ τόν  ὁποῖο  ἀντικρύζετε τή ζωή,  ἐπαναλαμβάνει.  Μόνο μέ  ἀλλαγή νοῦ καί καρδιᾶς μποροῦμε νά σταματήσουμε συνήθειες καί πάθη πού  ἀρρωσταίνουν τήν κοινωνία μας.  Ἡ οἰκονομική καί  ἠθική  κρίση, πού παρουσιάζεται στήν πλειονότητα τῶν λαῶν καί κρατῶν, σχετίζεται μέ σαφῆ αἴτια, πού  ἔχουν  ὄνομα καί συγκεκριμένες μορφές. Περιορίζομαι νά ἐπισημάνω τρεῖς ρίζες τῆς διαφθορᾶς  ἡ ὁποία εἶναι  ἡ μητέρα τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως.
α) Πλεονεξία. Αὐτή, κατά τόν  Ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι “εἰδωλολατρία” (Κολοσ. 3:5), ἄρνηση τῆς λατρείας πρός τόν ἀληθινό Θεό. Ὁ πλεονέκτης ἀδιαφορεῖ γιά τή νομιμότητα τῶν μεθόδων. Ἡ ἀπληστία του παίρνει ὅλο καί νέες ἀνεξέλεγκτες μορφές. Μέ  ἐκφραστικό τρόπο, ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ἐπισημαίνει: ”οἱ δέ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν  εἰς πειρασμόν καί παγίδα καί  ἐπιθυμίας πολλάς  ἀνοήτους καί  βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τούς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καί ἀπώλειαν. ῥίζα γάρ  πάντων τῶν κακῶν  ἐστιν  ἡ φιλαργυρία” (Α΄ Τιμ. 6:9). Ὁ ἰός τῆς φιλαργυρίας στή σύγχρονη ἐποχή μεταλλάσσεται καί μεταδίδεται σέ ὅλα τά  κοινωνικά στρώματα. Ἡ λεγομένη καταναλωτική κοινωνία ἔφθασε στήν καταναλωτική ὑστερία. Ἰδανικό καί σκοπός τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου κάθε τάξεως ἔγινε ἡ ἀλόγιστη συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν, συχνά περιττῶν, μέ  ἀδιαφορία γιά τό φυσικό περιβάλλον.
Τήν ἀπληστία αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι αἰτία καί τῆς σύγχρονης οἰκολογικῆς  κρίσεως, εἶχε στηλιτεύσει πρίν  ἀπό 16 αἰῶνες ἕνας μεγάλος θεολόγος, πατέρας καί διδάσκαλος τῆς μιᾶς καί  ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος  Γρηγόριος Νύσσης, τονίζοντας: “Κάνε χρήση ἀλλά ὄχι κατάχρηση. Ἄφησε τόν ἑαυτό σου νά ἀπολαύσει, ἀλλά μέ μέτρο. Μή γίνεσαι ὄλεθρος ὅλων τῶν  ζώων πού ζοῦν στή γῆ καί στή θάλασσα” (Ὁμιλία περί Εὐποιΐας, 383 μ.Χ.).
β) Ἡ ἑπόμενη ρίζα τῆς διαφθορᾶς εἶναι τό ψέμα. Μέ τό ψέμα ἐπῆλθε ἡ πτώση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μᾶς πληροφορεῖ τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς  Ἁγίας Γραφῆς (Γεν. 3:1), ἐνῶ   τό τελευταῖο ἐπιμένει ὅτι θά μείνει ἔξω ἀπό  τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ “πᾶς ὁ φιλῶν καί ποιῶν ψεῦδος” (Άποκ. 22:15). Τό  ψέμα, τελικά,  ὑπονομεύει κάτι τό πιό σημαντικό, τή δυνατότητα νά ἀγαποῦμε. Φαίνεται ἴσως κάπως παράδοξο αὐτό. Ὅπως, διεισδυτικά,  ὁ Ντοστογιέφσκυ  ἐξηγεῖ, βάζοντας στό στόμα τοῦ στάρετς Ζωσιμᾶ αὐτή τή  συμβουλή: “Καί τό κυριότερο ἀπ᾽ ὅλα, μή λέτε ψέματα … Τό κυριότερο  εἶναι νά μήν λέτε ψέματα στόν ἴδιο τόν ἑαυτό σας. Αὐτός πού λέει ψέματα  στόν ἑαυτό του καί πιστεύει στό ἴδιο του τό ψέμα φτάνει στό σημεῖο νά μήν  βλέπει καμμιάν ἀλήθεια, οὔτε μέσα του οὔτε καί στούς ἄλλους – καί ἔτσι  χάνει κάθε  ἐκτίμηση γιά τούς  ἄλλους καί κάθε αὐτοεκτίμηση. Μήν  ἐκτιμώντας κανέναν, παύει νά ἀγαπάει. Καί μήν ἔχοντας τήν ἀγάπη, ἀρχίζει  νά παρασέρνεται ἀπό τά πάθη καί τήν ἀκολασία …. Αὐτός πού λέει ψέματα  στόν ἑαυτό του εἶναι αὐτός πού προσβάλλεται πρῶτος. Γιατί καμμιά φορά  εἶναι πολύ εὐχάριστο νά νιώθει κανείς προσβεβλημένος. Ἔτσι δέν εἶναι;”  (Ἀδελφοί Καραμαζώφ, Τόμος Α΄).
γ) Τό κατ᾽ ἐξοχήν, πάντως,  ἐπικίνδυνο, εἶναι  ἡ φιλαυτία, ὁ ἐγωκεντρισμός,  ἡ αἰχμαλωσία στό  ἐγώ μας,  ἡ λατρεία τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος, τοῦ οἰκογενειακοῦ, τοῦ τοπικοῦ, τοῦ ἐθνικοῦ. Τό ἀντίδοτο σ᾽ αὐτό παραμένει ἡ δικαιοσύνη μαζί μέ τήν ἀλληλεγγύη καί τήν αὐτοθυσία.
Τό μυστικό γιά νά βρεῖ κανείς τόν  ἑαυτό του εναι νά τόν προσφέρει. Ὁ τονισμός καί ἡ βίωση αὐτῆς τῆς ἀξίας παραμένει ἡ κατ᾽ ἐξοχήν προσφορά τῆς Ἐκκλησίας: Ἡ συμπαράσταση πρός τούς θλιβομένους,  ἔστω καί  ἄν  εὐθύνονται οἱ ἴδιοι γιά λάθη καί παραλείψεις τους (πβ. Ματθ. 25:35-40).  Κανείς ἄλλος θεσμός δέν μπορεῖ νά ἐμπνεύσει καί νά προσφέρει ἀγάπη καί  αὐτοθυσία. Στό κλασικό ”cognito ergo sum” (“σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω”), ἡ Ἐκκλησία,  ἀντλώντας  ἀπό τίς καλύτερες σελίδες τῆς  ἱστορίας της,  προσθέτει: “ἀγαπῶ, ἄρα ὑπάρχω”, κατά τό πρότυπο τῆς ἐν ἀγάπῃ καί  ἀλληλοπεριχωρήσει ὑπάρξεως τῆς Ἁγίας Τριάδος.
5.  Μετά τόν κριτικό λόγο καί τόν τονισμό τῆς προσωπικῆς εὐθύνης, ἡ Ἐκκλησία  ὀφείλει νά προσφέρει ἕνα μήνυμα αἰσιοδοξίας καί  ἐλπίδος. Ἡ κρίση μπορεῖ νά γίνει μιά ἰδιαίτερη εὐκαιρία πνευματικῆς ἀνανεώσεως. Ὁ πυρετός τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως καθώς καί τῆς οἰκολογικῆς ἀποκαλύπτει ὅτι ὑπάρχει μία γενικότερη  ἀσθένεια πού  ἀπειλεῖ τήν  ἐπιβίωση τῆς  ἀνθρωπότητος.
Ἡ σύγχρονη οἰκονομική κρίση, παρά τήν ὀδύνη καί τήν ἀμηχανία πού  ἔχει προκαλέσει σέ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους, τόσο τῶν ὑπανάπτυκτων ὅσο  καί τῶν  ἀνεπτυγμένων κρατῶν, δίνει μιά  ἐξαιρετική δυνατότητα γιά  διορθωτικές ἀλλαγές σέ κρίσιμους τομεῖς τῆς παγκόσμιας, τῆς ἐθνικῆς καί προσωπικῆς μας ζωῆς. Οἱ χριστιανοί καλούμεθα νά πρωτοστατήσουμε σ᾽ αὐτές τίς προσπάθειες, ὅπως τό κάναμε (μέ πρωταγωνιστή τό Π.Σ.Ε.) στίς  περιπτώσεις τοῦ ρατσισμοῦ καί τῆς βίας. Ἀσφαλῶς, δέν ἐξαλείφθηκαν μέ τήν κριτική καί τή δράση μας. Ὅμως ἐπετεύχθη μιά εὐρύτερη συνειδητοποίηση τῆς ἀνάγκη  καταπολεμήσεώς τους.
Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἀντιμέτωπη μέ κρίσεις. Οἱ τραγικές συγκρούσεις καί  ἐμπειρίες τῶν παγκοσμίων πολέμων τοῦ 20οῦ αἰῶνος ξύπνησαν τίς συνειδήσεις καί ὁδήγησαν στήν κατάργηση τῆς ἀποικιοκρατίας, τῶν φασιστικῶν συστημάτων, τῶν ρατσιστικῶν ἰδεολογιῶν καί, τελικά, στήν κατάρρευση τοῦ κομμουνισμοῦ στίς περισσότερες χῶρες. Στή διάρκεια μεγάλων δοκιμασιῶν, ὁπότε οἱ κοινωνίες φθάνουν σέ ὁριακά σημεῖα ἀντοχῆς, ἀναδύονται σπάνιες ἀρετές κρυμμένες στήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων,  ὅπως ἡ φιλαλήθεια, ἡ γενναιότητα, ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ αὐταπάρνηση, ἡ δικαιοσύνη, ἡ φιλαλληλία. Αὐτά καί σήμερα ἀποτελοῦν πολύτιμα ἀντισώματα στίς λιποθυμικές τάσεις τοῦ κοινωνικοῦ μας σώματος. Καί αὐτά πρέπει, μέ ἐπιμονή καί σύστημα, νά ἐνεργοποιήσει σήμερα ἡ Ἐκκλησία.
Ἄμεσο χρέος μας εἶναι νά στηρίξουμε τήν ἐλπίδα καί τήν ἀντοχή τῶν  μελῶν μας καί τῶν λαῶν μας, καί μέ εἰλικρινῆ σεβασμό στήν ἀξία τοῦ κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου καί τοῦ κάθε ἔθνους, νά ἀγωνισθοῦμε γιά τή δίκαιη  ὑπέρβαση τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, γιά μιά οὐσιαστική ἀλληλεγγύη μέσα στήν κοινωνία μας καί μεταξύ τῶν λαῶν τῆς οἰκουμένης.

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

ΠΕΛΟΣ ΚΑΙ ΑΛΕΚΑ ΚΑΤΣΕΛΗ, ΜΝΗΜΕΣ ΙΕΡΕΣ


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Αγάπησα το  Θέατρο μέσα από την ποίηση. Έτσι, όταν άκουσα τον Πέλο Κατσέλη να λέει στο πρώτο μάθημα της Δραματικής Σχολής του, «Να διαβάζετε ποίηση ασταμάτητα», ένιωσα μεγάλη συγκίνηση.
Στα επόμενα μαθήματα παρατηρούσα με πόσο πάθος υποστήριζε το Δημοτικό Τραγούδι. Το τοποθετούσε δίπλα στην  Αρχαία Τραγωδία. «Για την τέλεια δομή και τον πυκνό, λιτό λόγο του. Για τον πλούτο των συναισθημάτων και  για τους ανεπανάληπτους τραγικούς ρυθμούς του. Κι ας θυμόμαστε, συμπλήρωνε, ότι το όνομα τραγούδι  προέρχεται από τη λέξη ‘‘τραγωδία’’».
Προσέγγιζε με μεγάλη ευαισθησία τους μεγάλους ποιητές Κάλβο,  Σολωμό, Καβάφη, Σικελιανό, Σεφέρη και ανέλυε με εξαιρετική λεπτότητα τα δύσκολα νοήματά τους. Τότε άκουσα για πρώτη φορά να μιλά κάποιος για το ‘‘ήθος της  γραφής’’ και τότε συνειδητοποίησα, ότι η ‘‘ηθική’’ του ποιητή βρίσκεται μέσα στην ποίησή του.
Παρατηρούσα ακόμα την εκπληκτική ακρίβεια με την οποία προσπαθούσε να σχηματίσει, ανάλογα με τις απαιτήσεις του κειμένου, την ‘‘καμπύλη’’ του ποιητικού λόγου, χρησιμοποιώντας με τεχνική δεξιότητα, μόνο το ηχόχρωμα της φωνής του, που  παλλόταν σε γρήγορο ή αργό ρυθμό. Άλλοτε πάλι τραβούσε κατά το βυθό σαν  ήχος χάλκινου πνευστού ή σαν φωνή  Βυζαντινού Ιεροψάλτη, για  να εκτιναχτεί ξανά στον ουρανό, μέσα από πνευματικές διεργασίες, κρατώντας  ανοιχτό τον εσωτερικό διάλογο.
Αναζητούσε την σκηνική αλήθεια, για να την μετουσιώσει σε αλήθεια συμπαντική. «Όλη η ‘‘μαγεία’’, έλεγε, είναι μέσα σ’ αυτή τη ‘‘σύμβαση’’, σ’ αυτό το υπέροχο ‘‘ψέμα’’, που μεταλλάσσεται σε πιο αληθινό από το αληθινό».
Θυμάμαι πόσες φορές αναρωτήθηκα.
 Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;[1]
Την απάντηση την έδινα κάθε φορά που έβλεπα το αμείωτο πάθος του Δασκάλου για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό. Κάθε φορά που έβλεπα την προσπάθειά του να βγάλει από τον μαθητή του τη ‘‘διαφορετικότητά’’ του και  ό,τι καλύτερο έκρυβε μέσα του, να τον αναγκάσει να ξεπεράσει τα όριά του και να τα ανατρέψει, ώστε να οδηγηθεί στη σωστή ερμηνεία.
 Η διακωμώδηση ήταν ο αποτελεσματικότερος τρόπος. Ομολογώ ότι ‘‘έτρεμα’’ να τον δω να με ‘‘διακωμωδεί’’, αλλά όταν το έκανε, γελούσα φανερά και έκλαιγα κρυφά. Πάντα όμως μάθαινα κάτι καινούριο.
Τίποτα δεν τελειώνει δίχως πόνο.[2]
Ερχόταν τα λόγια του Αισχύλου για να με παρηγορήσουν.
 Καθώς  έκανε τις εξαιρετικές μιμήσεις του, έφερνα στο μυαλό μου τις σπινθηροβόλες καρικατούρες  του Honore Daumier, που τσάκιζαν κόκαλα. Σαν τον Γάλλο ζωγράφο, ο Δάσκαλος μπορούσε να είναι οξύς  και λεπτός συγχρόνως. Με την πνευματική δύναμη που εξέπεμπε,  χτυπούσε το ψεύτικο, το πλαστό για να το μεταμορφώσει σε δημιουργικό πνεύμα, ικανό να παρασύρει και να κινητοποιήσει την ευαισθησία και τη φαντασία του θεατή.
Η φαντασία μεταπλάθει τη συγκεκριμένη μορφή σε σύμβολο.[3]
«Γι αυτό η ερμηνεία», έλεγε, «πρέπει να είναι λιτή, πυκνή, εσωτερική, να  έχει ακρίβεια και πάνω απ’ όλα πίστη. Πρέπει να πιστεύει κανείς σ’ αυτό που κάνει για να τον πιστέψουν και οι άλλοι. Αν μπορούσε ο ηθοποιός να κόψει την ανάσα του θεατή, να τον αιχμαλωτίσει, να τον παρασύρει να τον ακολουθήσει στην δραματική  κορύφωση. Ποτέ όμως δεν πρέπει να εφησυχάζει. Πάντα πρέπει να πλανάται η δημιουργική αμφιβολία».Και για να γίνει κατανοητός έφερνε το παράδειγμα του Μπουζιάνη, «όπου η έκφραση υπάρχει και δεν υπάρχει. Μια ερμηνεία δεν είναι ποτέ ίδια,  γιατί οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ οι ίδιοι. Όπως το νερό του ποταμού που αλλάζει διαρκώς, έτσι θα υπάρχουν πάντα οι ανεπαίσθητες λεπτές διαφορές, που θα κάνουν ξεχωριστή μιαν ερμηνεία. Σαν τις διακυμάνσεις του νερού, σαν την ανάσα του κόσμου θα αποθέτουν, αδιάψευστη μαρτυρία, τα διάφανα χρώματά τους».
 Έδινε μεγάλη σημασία στις παύσεις. «Πρέπει να ανακαλύψουμε τις παύσεις του κειμένου, για να συναντήσουμε  το δρόμο  της ορθής ερμηνείας. Χρειάζεται μόχθος, το ταλέντο δεν αρκεί. Πρέπει να δεις τους μαστόρους στο Τσεπέλοβο,[4] πώς χτίζουν, πώς ιδρώνουν, πώς δουλεύουν το γρανίτη». Με την ίδια μεθοδικότητα, με τον ίδιο ιδρώτα απέκτησε και εκείνος την ευρεία μόρφωσή του, τον τρόπο της διδασκαλίας του, τον γρανιτένιο χαρακτήρα του.
«Αν θέλουμε ν’ αγγίξουμε την ‘‘τελειότητα’’ πρέπει να μετράμε με το καλύτερο μέτρο τις δυνάμεις μας κι αν φτάσουμε ή νομίσουμε πως φτάσαμε κάπου, πρέπει πάντα να επιστρέφουμε στη μελέτη, για να μην στερέψει ποτέ η πηγή της γνώσης και της φαντασίας. Άλλωστε, ποιος μπορεί  το ‘‘φτάσιμο’’, να καθορίσει; Ο τελικός αποδέκτης, ο τελικός κριτής είναι ο θεατής. Το θέατρο διατηρεί τη μνήμη των ανθρώπων και ο θεατής διατηρεί τη μνήμη του θεάτρου. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν είδαν ποτέ στη σκηνή τη Μαρίκα Κοτοπούλη ή τον Αιμίλιο Βεάκη, κι όμως, μιλούν γι’ αυτούς με μεγάλο θαυμασμό. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν διάβασαν ποτέ τον Όμηρο, αλλά ο Όμηρος διαιωνίζεται μέσα από τη γλώσσα τους. Το πνεύμα δεν χάνεται ποτέ, γι’ αυτό η αξία του είναι αιώνια  κι ίσως γι αυτό να δικαιωθεί κάποτε ο ‘‘Άνθρωπος’’».
«Τι κρίμα, να είναι τόσο εφήμερη η τέχνη του θεάτρου, να σβήνει με την τελευταία ανάσα του ηθοποιού!».
«Εφήμερη είναι η παράσταση, αλλά ο θεατρικός λόγος είναι δυνατός, ανατέμνει το παρόν, θέτει ερωτήματα που θα απασχολούν πάντα τους ανθρώπους και κανείς δεν γνωρίζει τη στιγμή που θα απαντηθούν. Η πρωταρχική αλήθεια θα χαριστεί σ΄ εκείνον που θα ψάξει βαθιά. Πάρε για παράδειγμα τη σίγουρη γραμμή του Αισχύλου, τη μελωδία του Σοφοκλή, την αίσθηση Ελευθερίας του Ευριπίδη, τη λεπτή ειρωνεία του Αριστοφάνη».
Δεν έχω απαλλαγεί ακόμα από αυτούς τους ‘‘πρόχειρους’’, χαρακτηρισμούς και η έκπληξή μου τελευταία ήταν μεγάλη, όταν διάβασα το βιβλίο «Ελληνικά Τοπεία» του Ιουλίου Καΐμη  -ευγενική προσφορά του ζωγράφου Άλκη Γκίνη – και διαπίστωσα τη συγγένεια της σκέψης των δύο ανδρών. Γράφει ο Ιούλιος Καΐμης στο κεφάλαιο «Μύθοι της Αττικής», στη σελίδα 41.
Όμοια με τη σύνθεση της γης αυτής είναι και η τραγωδία της Αττικής τέχνης, που δεν εκδηλώνει τα σκληρά ίχνη της, αλλά τα σκεπάζει, με μια ειρωνική γαλήνη όπως η ποίηση του Αριστοφάνη και μοιάζει άλλοτε με τη σίγουρη γραμμή του Αισχύλου, άλλοτε με τα πλαστικά χρώματα του Σοφοκλή, άλλοτε με την ελεύθερη ψυχή του Ευριπίδη.
 Ο Πέλος Κατσέλης υπήρξε μια ελεύθερη, γοητευτική ψυχή και ήθελε τους μαθητές του με ελεύθερη βούληση και φαντασία. Ήταν όμως δύσκολος, απαιτητικός και αυστηρός.
Ένα βράδυ γυρίζαμε από τις πρόβες της Γιορτής του Κρασιού, που γινόταν στο Δαφνή από την Περιηγητική Λέσχη[5]. Ο Δάσκαλος είχε την καλλιτεχνική  επιμέλεια και τη σκηνοθετική φροντίδα των εκδηλώσεων. Είχε πάρει μερικά παιδιά της  Σχολής να δουλέψουν μαζί  του  κι εμένα φυσικά. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα το Δάσκαλο τόσο κουρασμένο, ώστε μόλις μπήκε στο αυτοκίνητό του έγειρε το κεφάλι του αριστερά και ήμουν σίγουρη ότι θα κοιμηθεί. Ξαφνικά τον άκουσα  να απαγγέλλει .

                                Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα κι έβαψε το δικό μου
                                και στο μαντήλι τό ’συρα κι έβαψε το μαντήλι
                                και στο ποτάμι τό ’πλυνα κι έβαψε το ποτάμι
                                κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου.
                                Κατέβει ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του
                                Κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.[6]

«Τι πρόσεξες;», με ρώτησε. «Αυτό δεν είναι ποίημα, είναι τραγούδι». «Είναι, αλλά τι πρόσεξες;». « Με τον τρόπο που το είπατε, τις παύσεις, τις ανάσες, τον παλμό, μόνον τη μουσική πρόσεξα».«Τότε ξανάκουσε καλά το λόγο». Και άρχισε να απαγγέλλει αργά και καθαρά. Σαν τέλειωσε έκανε μια τρομαχτική παύση και περίμενε.
«Τι πρόσεξες;», ήρθε αμείλικτη η ερώτηση και με γέμισε πανικό. Δεν είχα άλλα περιθώρια, κάτι έπρεπε να πω, όμως, τί; Αλλά, ω, του θαύματος! Θυμήθηκα, πως είχε προβάλλει στην αρχή την πρώτη λέξη και πώς έπαιζε το επαναλαμβανόμενο ρήμα  στα χείλη του. «Το ποίημα φαίνεται να έχει χτιστεί μόνο με ένα επίθετο και με το ίδιο ρήμα σε κάθε στίχο», είπα δειλά. Έκανε ένα ‘χχμμμμμ’ και συνέχισε με μια παράξενη χαρά. «Είδες πως τολμά ο ανώνυμος ποιητής; Πρόσεξες την οικονομία του λόγου,  την οικονομία της λέξεις; Πρόσεξες τη συμπύκνωση της δράσης; Υπάρχει τίποτα περιττό; Προσπάθησε να αφαιρέσεις μια φράση, μια λέξη, δεν θα μπορέσεις…Αχ, μιλάνε για σουρεαλισμό, έχεις  ακούσει τίποτα πιο σουρεαλιστικό από αυτό το ποίημα;».
Διάβασα πολλές φορές τούτο το Δημοτικό Τραγούδι και κάθε φορά προσπαθούσα να φανταστώ, πώς θα το ζωγράφιζε ο Salvator Dali,αν το γνώριζε. Όταν το είπα στο Δάσκαλο, γέλασε αινιγματικά και απάντησε με μία ερώτηση. «Μήπως δε θα χρειαζόταν να το ζωγραφίσει;».
Δεν απέρριπτε  το καινούργιο όσο παράξενο κι αν ήταν, περίμενε πρώτα να ξεδιπλώσει όλη την γκάμα του για να το κρίνει.
«Ο πνευματικός άνθρωπος, πρέπει να είναι ανοιχτός σε όλα, να ψάχνει για καινούργιες ιδέες και να τις ενσωματώνει στο παλιό, στην παράδοση. Η παράδοση δεν πρέπει να χαθεί, είναι το θεμέλιο που στηρίζει το
οικοδόμημα. Αλλά, αυτό πρέπει να γίνει με λεπτό τρόπο, γιατί καμιά φορά το απότομο άγγιγμα μπορεί να φέρει ράγισμα, όπως και στη ζωή.  Ας είναι ο διάλογος ανοιχτός, για να μπορεί το θέατρο να μιλά για τα ατέλειωτα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, για να μπορεί να μιλά για το Θεό, τον άνθρωπο, το παράφορο όνειρό του, το πάθος του. Το ίδιο κάνουν και οι άλλες τέχνες, όπως θα έλεγε ο Λέων»[7].
Μια φορά στο μάθημα υποκριτικής, μια μαθήτρια ερμήνευσε με τρόπο εξαιρετικό το ρόλο της και αυθόρμητα τη χειροκρότησα. Καθώς, όμως, ο Δάσκαλος γύρισε και με κοίταξε, τα χέρια μου έμειναν στον αέρα.
«Έλα στο γραφείο», μου είπε στο διάλειμμα.
Ανέβηκα τη σκάλα μουδιασμένη και χτύπησα την πόρτα. Μόλις μπήκα στο γραφείο του σηκώθηκε από τη θέση του για να με συγχαρεί. Τότε ήταν που μπερδεύτηκα εντελώς.«Μπράβο σου, μου είπε, είναι σπουδαίο να αναγνωρίζεις την αξία των άλλων». Έκανε μια μεγάλη παύση.
«Μην περιμένεις, όμως, και οι άλλοι να σου συμπεριφερθούν ανάλογα γιατί θα πληγωθείς. Οι άνθρωποι δεν είναι δίκαιοι. Πρέπει να το καταλάβεις, εκεί έξω η ζωή είναι άγρια. Πρέπει να παλέψεις, να σκληρύνεις, η ευαισθησία δεν είναι πια προσόν».
«Εσείς, το λέτε Δάσκαλε αυτό, εσείς που διδάσκετε την ευαισθησία;».  Η σιωπή του ήταν τόσο έντονη που με τρόμαξε.
«Κάποτε θα καταλάβεις, ελπίζω μόνο να μην είναι πολύ αργά» και καθώς έκλεινα την πόρτα  φεύγοντας, τον άκουσα να απαγγέλλει: 
Άμποτε να βγουν όλα
όπως τα θέλουν οι ευχές μου [8]
Ένα  Κυριακάτικο  πρωινό,  πηγαίναμε στη  Σχολή, να τακτοποιήσουμε  τα θεατρικά χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης. Ο Δάσκαλος για να αποφύγει την κίνηση έστριψε από του Μακρυγιάννη.«Πόσον καιρό έχετε να ανεβείτε στην Ακρόπολη;»,τον ρώτησα. «Η ανάβαση στην Ακρόπολη προϋποθέτει κάθαρση», μου απάντησε, και αμέσως έστριψε δεξιά από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ανέβηκε το ανηφορικό δρομάκι, πάνω στο οποίο ο Δημήτρης Πικιώνης, είχε αποτυπώσει την ποίηση και την αρμονία, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Δάσκαλος. Στο πλάτωμα σταμάτησε. «Πάμε», μου είπε, και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στον Ιερό Βράχο. Προχωρούσε σιωπηλός και ενώ ανυπομονούσα να ακούσω τα σχόλιά του, δεν τολμούσα να σπάσω τη σιωπή του. Στάθηκε απέναντι από το Ερέχθειο συλλογισμένος, ενώ το δικό μου βλέμμα είχε χαθεί ανάμεσα στις κολόνες του Παρθενώνα. Ξαφνικά, τον άκουσα να μιλά:«Άσε τους Κυβιστές να καμαρώνουν …κοίτα εδώ ένα κύβο καθαρό, και τι κάνει ο μεγάλος καλλιτέχνης; Βάζει τις Καρυάτιδες μπροστά από τον ένα τοίχο, τονίζοντας έτσι την αρχιτεκτονική αρτιότητα και ανατρέποντας την παράδοση. Αλλάζουν την αισθητική τούτες οι ‘‘Κόρες’’. Μας μεθούν με τη χάρη τους».
Κάθε φορά που ανεβαίνω στην Ακρόπολη, κοιτάζω με ξεχωριστή συγκίνηση τις ‘‘Κόρες’’, που ανατρέπουν  το αισθητικό τοπίο και μας μεθούν με τη χάρη τους!

Είχα την τιμή και την τύχη να φιλοξενηθώ για μεγάλο χρονικό διάστημα στο σπίτι του Πέλου και της Αλέκας Κατσέλη. Ένιωθα πάντα  ευπρόσδεκτη και  αυτό  εξηγεί την μακροχρόνια παραμονή μου κοντά τους.
Πολλά έχω να θυμάμαι από την αξέχαστη φιλοξενία τους και πρώτα απ’ όλα την εικόνα της πανέμορφης Αλέκας - αξεπέραστη η δωρική ομορφιά της, ως Πρωθιέρεια της Ιερής Ολυμπιακής φλόγας-  με ένα χοντρό βιβλίο στο χέρι. ‘‘Ιλία Έρενμπουργκ’’ έγραφε το πρώτο που την είδα να διαβάζει και ο όγκος του με γέμισε απελπισία. Και ενώ είχα αρχίσει να μετρώ τις μέρες που θα έκανε να το τελειώσει, σύντομα το αντικατέστησε με άλλο, φροντίζοντας μάλιστα να το αφήσει  εξ επίτηδες  στο δωμάτιό μας. Δεν έμπαινε στο ράφι της βιβλιοθήκης, παρά μόνο όταν ήταν σίγουρη ότι το είχαμε διαβάσει.
Η Αλέκα Κατσέλη ήταν η προσωποποίηση της αξιοπρέπειας και της αρχοντιάς. Η σχέση μου μαζί της ήταν πολύ τρυφερή και η αγκαλιά της μ’ έκρυβε προστατευτικά στα άγουρα χρόνια μου.
Η Αλέκα με τη χάρη της, κατάφερε να συνδυάσει την τέλεια Μάνα, την εκπληκτική σύζυγο, τη σπουδαία Θεατρίνα, την υπομονετική Δασκάλα. Θα την χαρακτήριζα  σαν έναν ολοκληρωμένα σκεπτόμενο άνθρωπο. Οι συμβουλές της, η νοικοκυροσύνη της, η περηφάνια της, η φιλομάθειά της ήταν  φωτεινό παράδειγμα για μένα.
Θυμάμαι πάντα με ξεχωριστή νοσταλγία τις ‘‘εκπαιδευτικές’’ εκδρομές μας, στο Σούνιο, στη  Βραυρώνα, στην Ερέτρια, στους Δελφούς, στη Μονή Δαφνίου,  στο  Μοναστήρι του Όσιου Λουκά. Την ακούραστη και πάντα διαβασμένη Αλέκα να μας εξηγεί τα μυστικά της τέχνης.
 «Η τέχνη είναι η καλλιτεχνική έκφραση των Λαών, μέσα από την τέχνη μπορούν οι άνθρωποι να εκφράζονται πνευματικά και να απολαμβάνουν τα όνειρά τους», έλεγε.
Όταν φτάναμε στα Αρχαία θέατρα, αντί να κατέβουν οι ίδιοι στην ορχήστρα και να απαγγείλουν με την ερμηνευτική τους δεινότητα έναν μονόλογο από τους Αρχαίους Τραγικούς, ζητούσαν ν’ ακούσουν από μένα την Αντιγόνη ή την Ηλέκτρα. Πιστεύω, ακόμα, ότι το έκαμαν για να νιώσω σημαντική στα δεκαοκτώ μου χρόνια.
Το μεσημεριανό τραπέζι της Κυριακής ήταν ξεχωριστό. Ερχόταν πάντα στο σπίτι ο πατέρας του Πέλου Κατσέλη, ο αγαπημένος μας παππούς. Ο Δάσκαλος του έδινε τη θέση του στην κορυφή του τραπεζιού κι εκείνος καθόταν πλάι του .
Έτσι ο καθένας ας σέβεται
 τους γονιούς  του κι ακόμα
κάθε ξένο που δέχεται στο σπίτι του[9]
σκεφτόμουν άθελά μου. Όταν αργά το απόγευμα ο σεβάσμιος γέροντας έφευγε, έδινε χαρτζιλίκι στα πολυαγαπημένα του εγγόνια του, τη Νόρα και τη Λούκα. Έδινε και σε μένα κι αυτό μου δημιουργούσε αμηχανία, γιατί νόμιζα πως δεν ήμουν πια παιδί.
Δεν ήξερα τι να κάνω αυτά τα χρήματα και τα μάζευα σε ένα κουτί. Όταν πλησίαζε ο καιρός να φύγω ανέβηκα στη βιβλιοθήκη, το πιο αγαπημένο  μου μέρος του σπιτιού τους. Ο Δάσκαλος δούλευε στο γραφείο του. «Κάθισε», μου είπε.
 « Ξέρετε, Κύριε Κατσέλη, από τότε που μένω κοντά  σας, ο Πατέρας σας κάθε φορά που φεύγει δίνει χαρτζιλίκι  στα παιδιά. Δίνει και σε μένα. Αυτά τα χρήματα τα έχω μαζέψει  εδώ και θέλω να σας τα επιστρέψω, γιατί αυτό θεωρώ ότι είναι το σωστό».
 Είδα την πένα του να τρεμοπαίζει, την άφησε κάτω και στηρίχτηκε στο γραφείο του με τα δυο του χέρια, ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Ο Πατέρας μου, αυτά τα χρήματα τα έδωσε σε σένα, μόνο εσύ λοιπόν μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις και κανένας άλλος».
Μεσολάβησε ένα κενό που μου φάνηκε αιώνας.
 «Ίσως θα πρέπει κάποτε να μάθεις, ότι η αποδοχή μιας προσφοράς, πολλές φορές είναι πιο σημαντική από την ίδια την προσφορά».
Πήρα πίσω το κουτί με τα χρήματα, πήρα και το ‘‘γρίφο’’ της ‘‘Πυθίας’’  και κατέβηκα τη σκάλα γεμάτη ενοχές.

                Αλλ’ εν χρόνω γνώση ταδ’ασφαλώς, επεί
 χρόνος δίκαιον άνδρα  δείκνυσιν μόνος·[10]

λέω μέσα μου ξανά και ξανά τούτη την ώρα, που  προσπαθώ μέσα από πολύτιμες, ιερές μνήμες, να ανασυνθέσω κάπως την προσωπικότητα των τιμημένων Δασκάλων μου.  Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, ξέρω, όμως, πως αν τούτη τη στιγμή ήταν πλάι μου, στοργικά  θα με ενεθάρρυναν. 

                                                                                                               


[1] Δημοτικό Τραγούδι. Της Ιδιωτικής ζωής. Μοιρολόγια.  [Άσκηση που ‘‘βασάνισε’’ όλους τους μαθητές του]
[2]Αισχύλος  Ικέτιδες  [429] Μετ. Τ. Ρούσσος Εκδ. Κάκτος
[3] Φάουστ του Γκαίτε, Ι .Ν Θεοδωρακόπουλος
[4] Κεφαλοχώρι στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου, όπου οι ρίζες του Πέλου Κατσέλη που γεννήθηκε στο Ναζλί της Μ. Ασίας το 1907 και πέθανε στην Αθήνα το 1981.
[5] Ο Πέλος Κατσέλη υπήρξε  εκλεκτό, επίτιμο μέλος της  Περιηγητικής Λέσχης. [Για την ιστορία αναφέρω ότι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Ε.Π.Λ, υπήρξαν ο Αναστάσιος Ορλάνδος και ο Δημήτρης Μητρόπουλος.
[6] Δημοτικό Τραγούδι. Της Ιδιωτικής Ζωής. Ελληνική Ποίηση Ανθολογημένη. Μ . Αυγέρη, Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Β ,Ρώτα, Θ. Σταύρου. Εκδ . Κυψέλη 1959
[7] Λέων Κουκούλας. Καθηγητής στη Δραματική Σχολή Πέλου Κατσέλη. Ποιητής, Κριτικός, δοκιμιογράφος,  μεταφραστής.
[8]  Αισχύλος   Ικέτιδες  [82] Μετ. Ιωάννης Βιστάκης Εκ Παπύρου.
[9] Αισχύλος Ορέστεια Ευμενίδες [544-547] Μετ. Τάσος Ρούσσος. Εκδ. Κάκτος
[10] Σοφοκλής Οιδίπους Τύραννος [614]
Related Posts with Thumbnails